Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

  

 

Αριθμός απόφασης            3047/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 21η Mαΐου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, για τον οποίο κατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης (ΑΜΔΣΠ 2015), δυνάμει του από 01.04.2019 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο προσάγεται σε ακριβή μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική και στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώθηκε από αρμόδια αρχή, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Καρμέλα – Σπυριδούλα Μαυρόχη (ΑΜΔΣΑ 20630), δυνάμει του από 28.03.2019 ειδικού πληρεξουσίου που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του νόμιμου εκπροσώπου της βεβαιώθηκε από αρμόδια αρχή, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η με Γ.Α.Κ. 13348/2018 και με Ε.Α.Κ. 6081/2018 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 21.12.2018, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την 15.05.2019 πράξη ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

               Ι. Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), ο οποίος, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 31 και 32, εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. -πλην της Δανίας- επί ενοχών από ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα από την 11η Ιανουαρίου 2009 και έπειτα, και έχει οικουμενικό χαρακτήρα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 3, με την έννοια ότι δύναται να οδηγεί και στην εφαρμογή δικαίου κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εισάγεται ως γενικός κανόνας η εφαρμογή του δικαίου της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα (lex loci damni). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 15 του ίδιου Κανονισμού προβλέπονται ενδεικτικά τα ζητήματα που διέπονται από το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο, σύμφωνα με τις διατάξεις του. Με βάση λοιπόν τη διάταξη αυτή, το εφαρμοστέο δίκαιο διέπει –μεταξύ άλλων- τη βάση και την έκταση της ευθύνης, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των προσώπων που δύνανται να φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους (περίπτωση α’). Έτσι, κατά το εφαρμοστέο κατά τον Κανονισμό δίκαιο κρίνονται –μεταξύ άλλων- τα θέματα του ζημιογόνου γεγονότος, του άδικου χαρακτήρα του, της ικανότητας προς αδικοπραξία, καθώς και οι προϋποθέσεις της ευθύνης, συμπεριλαμβανομένης της υπαιτιότητας, του παρανόμου και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και ζημίας. Επίσης, το εφαρμοστέο δίκαιο διέπει τους λόγους αποκλεισμού και απαλλαγής από την ευθύνη, καθώς και κάθε περιορισμό και καταμερισμό της ευθύνης (περίπτωση β’). Έτσι, κατά το εφαρμοστέο σύμφωνα με τον Κανονισμό δίκαιο κρίνεται -μεταξύ άλλων- η ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος. Περαιτέρω, με βάση το εφαρμοστέο δίκαιο κρίνονται η ύπαρξη, ο χαρακτήρας και η αποτίμηση των ζημιών ή της επιδιωκόμενης αποκατάστασης της ζημίας (περίπτωση γ’). Εδώ εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, τα ζητήματα του αν η αποζημίωση είναι χρηματική ή in natura, το κατά πόσο και σε ποιο μέτρο αποκαθίσταται η μη περιουσιακή ζημία, το αν η αποζημίωση περιορίζεται στην αποκατάσταση της ζημίας ή έχει και κυρωτικό χαρακτήρα. Επιπλέον, κατά το εφαρμοστέο σύμφωνα με τον Κανονισμό δίκαιο κρίνεται και η ευθύνη για τις πράξεις τρίτου (περίπτωση ζ’). Εξάλλου, στο μέτρο που κατά το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο το παράνομο της συμπεριφοράς αποτελεί προϋπόθεση για την ευθύνη πρέπει να κριθεί το δίκαιο με το οποίο θα κριθεί το παράνομο. Το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 17 του Κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο «κατά την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του φερομένου ως υπαίτιου, λαμβάνονται υπόψη, ως πραγματικό στοιχείο και στο μέτρο που είναι αναγκαίο, οι κανόνες ασφάλειας και συμπεριφοράς που ίσχυαν στον τόπο και κατά τον χρόνο επέλευσης του γεγονότος που θεμελιώνει την ευθύνη» (Βλ. Γεωργιάδη Απ., ό.π., άρθρο 26, αριθ. περιθ. 6, 15-16, 38-41, 45-47, Βρέλλη Σπ., Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γ’ έκδοση, σελ. 252-254, 264-266). ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 235, 236 ΚΙΝΔ και 914 επ. ΑΚ συνάγεται ότι επί συγκρούσεως πλοίων η ευθύνη και η υποχρέωση για αποζημίωση κανονίζεται ανάλογα με το βαθμό υπαιτιότητας του κάθε πλοίου. Ειδικότερα, εάν η σύγκρουση έλαβε χώρα συνεπεία τυχαίου γεγονότος ή λόγω ανωτέρας βίας ή υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τα αίτιά της, τότε οι ζημίες βαρύνουν αυτούς που τις υπέστησαν. Εάν υπάρχει κοινή υπαιτιότητα, κάθε πλοίο ευθύνεται για αποζημίωση ανάλογα με το βαθμό υπαιτιότητας που το βαρύνει. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 239 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι η κατά τα άρθρα 235 έως 238 ευθύνη των πλοίων επί συγκρούσεως αυτών είναι ανεξάρτητη από την ευθύνη του υπαίτιου προσώπου (λ.χ. του πλοιάρχου του πλοίου), το οποίο ευθύνεται ατομικά κατά τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις. Δηλαδή, τα μεν υπαίτια πρόσωπα ευθύνονται ατομικά κατά τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις του Αστικού Κώδικα, ενώ η ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις περί συγκρούσεως διατάξεις του ΚΙΝΔ, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 84 εδ. β’ ΚΙΝΔ και 922 ΑΚ. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι η υπαίτια σύγκρουση πλοίων αποτελεί ειδική μορφή αδικοπραξίας, ρυθμιζόμενη κυρίως από τις διατάξεις των άρθρων 236 επ. ΚΙΝΔ, και συμπληρωματικά από εκείνες των άρθρων 297, 298, 914 επ. ΑΚ (Βλ. ΕΠ 145/2014 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, με το άρθρο 241 ΚΙΝΔ προβλέπεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 235 έως 240 του ίδιου Κώδικα εφαρμόζονται και ως προς την ανόρθωση ζημιών, τις οποίες, είτε διά της εκτέλεσης ή παράλειψης χειρισμού είτε διά της μη τήρησης των κανονισμών, πλοίο προξένησε σε άλλο πλοίο ή στα επ’ αυτού πρόσωπα ή πράγματα, παρόλο που δεν επήλθε πρόσκρουση. Με την παραπάνω διάταξη διευρύνεται η έννοια της σύγκρουσης, κατά τρόπο ώστε οι προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ να εφαρμόζονται όχι μόνο όταν υπάρχει υλική επαφή μεταξύ πλοίων (άμεση σύγκρουση), αλλά και όταν υφίσταται «έμμεση σύγκρουση» ή επήλθε ζημία απομακρυσμένων πλοίων. Στη διάταξη αυτή εντάσσεται και η περίπτωση κατά την οποία πλοίο κινούμενο με ταχύτητα προκαλεί κυματισμό, εξαιτίας του οποίου άλλο πλοίο προσκρούει σε προκυμαία. Περαιτέρω, η από 23.09.1910 Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», που κυρώθηκε με το Ν. ΓΩΠΣΤ/1911, τυγχάνει εφαρμογής, προκειμένης συγκρούσεως πλοίων διαφορετικής εθνικότητας στα ελληνικά ύδατα, όταν τα συγκρουσθέντα πλοία φέρουν τη σημαία πολιτείας που συμβλήθηκε ή προσχώρησε σ’ αυτήν (άρθρο 12 της Σύμβασης), ενώ για τα μη ρυθμιζόμενα από αυτήν ζητήματα εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του εσωτερικού δικαίου (Βλ. ΕΠ 29/2019, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΕΠ 1022/2006 ΕΝΔ 2007.115). Από τις διατάξεις των άρθρων 2 έως 5 της παραπάνω Διεθνούς Σύμβασης, που περιλαμβάνουν όμοιου περιεχομένου ρυθμίσεις με εκείνες των άρθρων 235 έως 239 ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι η ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις ως άνω περί συγκρούσεως πλοίων διατάξεις και όχι από τις γενικές περί αδικοπραξίας διατάξεις, ενώ, αντίθετα, τα υπαίτια πρόσωπα ευθύνονται ατομικά με βάση τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις (Βλ. ΕΠ 725/2010 ΕΝΔ 2011.125, ΕΠ 1022/2006, ό.π.). Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 και 4 της ίδιας Διεθνούς Σύμβασης συνάγεται ότι επί συγκρούσεως πλοίων, η ευθύνη και η προς αποζημίωση υποχρέωση κανονίζεται ανάλογα με το βαθμό υπαιτιότητας του κάθε πλοίου. Ειδικότερα, εάν η σύγκρουση συνέβη εξαιτίας τυχαίου γεγονότος ή από ανώτερη βία ή εάν υπάρχει αμφιβολία για την αιτία της, τότε οι ζημίες βαρύνουν αυτούς που τις υπέστησαν. Ως «αμφιβολία» νοείται η αδυναμία εξακρίβωσης των αιτίων, αν δηλαδή η σύγκρουση οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ή ανώτερη βία ή σε υπαιτιότητα ενός από τους πλοιάρχους (Βλ. ΕΠ 76/2014 ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 592/1999 ΕπισκΕμπΔ 2000.175). Έτσι, η σύγκρουση είναι αμφίβολη όταν η αβεβαιότητα αφορά τις περιστάσεις που την προκάλεσαν, την ύπαρξη πταίσματος ή το υπαίτιο πρόσωπο, και με την έννοια αυτή η αμφίβολη σύγκρουση μπορεί να είναι και υπαίτια (Βλ. παρατηρήσεις Αλίκης Κιάντου – Παμπούκη στην ΕΠ  592/1999 ΕπισκΕμπΔ 2000.183). Εάν υπάρχει κοινή υπαιτιότητα, κάθε πλοίο ευθύνεται προς αποζημίωση ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητας που το βαρύνει. Όταν η σύγκρουση συνέβη από υπαιτιότητα του ενός πλοίου, τότε το πλοίο αυτό, δηλαδή ο πλοιοκτήτης του, είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει όλες τις ζημίες που προκλήθηκαν σε βάρος του άλλου πλοίου ή του φορτίου ή των προσώπων που βρίσκονταν σε αυτό. «Υπαίτιο» είναι το πλοίο, όταν υπάρχει πταίσμα του πλοιοκτήτη και/ή των προστηθέντων του, είτε ως προς τον εξοπλισμό ή την κατάσταση του πλοίου, είτε ως προς τους χειρισμούς του ή την κίνησή του και την τήρηση των ως προς αυτά κανόνων, κανονισμών και συναλλακτικών ηθών, στα οποία ανήκουν και οι κανόνες της ναυτικής τέχνης (Βλ. ΕΠ 725/2010 ΕΝΔ, ό.π.). Περαιτέρω, με το άρθρο 2 παρ. 2 της Σύμβασης προβλέπεται ότι οι διατάξεις της εφαρμόζονται και σε περίπτωση που κάποιο από τα εμπλεκόμενα πλοία είναι αγκυροβολημένο, ενώ με το άρθρο 13 της Σύμβασης εισάγεται ρύθμιση, όμοιου περιεχομένου με τη διάταξη του άρθρου 241 ΚΙΝΔ, με βάση την οποία οι διατάξεις της Σύμβασης τυγχάνουν εφαρμογής ως προς την ανόρθωση ζημιών, τις οποίες, είτε διά της εκτέλεσης ή παράλειψης χειρισμού είτε διά της μη τήρησης των κανονισμών πλοίο προξένησε σε άλλο πλοίο ή στα επ’ αυτού πρόσωπα ή πράγματα, παρόλο που δεν επήλθε άμεση σύγκρουση. ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, «ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του». Η εφαρμογή της παραπάνω διάταξης προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει, όταν ο προστήσας, ο οποίος μπορεί να είναι και αντιπροσωπευόμενος σε υλικές ενέργειες, διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα αντιπρόσωπό του, κατά τη διενέργεια υλικών, κυρίως, ενεργειών σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του ή ο τελευταίος υπόκειται σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις, β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ, και γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε εντός των ορίων καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ’ ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την ιδιαίτερη σχέση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (Βλ. ΑΠ 974/2018 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105, 106 ΚΙΝΔ, 914 και 922 ΑΚ συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (προστήσας) ευθύνονται για την αδικοπραξία που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα, όταν η αδικοπραξία δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εν λόγω υπηρεσία, αλλά τελεί σε αιτιώδη συνάφεια μ’ αυτήν, με την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (Βλ. ΑΠ 1653/2010, ΑΠ 380/2008, ΕΠ 570/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). ΙV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για τη νομιμοποίηση του διαδίκου, που αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, αρκεί κατ’ αρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς ν’ ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι αυτού, αφού η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, ως νομικά μεν αβάσιμης, κατά το στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητας της αγωγής, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης στην περίπτωση μη απόδειξης (κατά το στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας) των επικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (Βλ. ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1157/2017 ΤΝΠ NOMOS, πρβλ. ΜονΕΠ 149/2015 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται, κατά την εκτίμηση του περιεχομένου της, ότι κατά τον κατάπλου του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…» στον λιμένα της … στον αναφερόμενο στο δικόγραφο της αγωγής χρόνο οι προστηθέντες της εναγόμενης, πλοίαρχος και λοιπά μέλη του πληρώματος, προκάλεσαν τις περιγραφόμενες ζημίες στο υπό σημαία … αγκυροβολημένο σκάφος «…», εμπορικής αξίας 450.000 ευρώ, κυριότητας του ενάγοντος, εξαιτίας ελιγμών ταχείας προσέγγισης κατά την είσοδο στον λιμένα, οι οποίοι (ελιγμοί) προκάλεσαν έντονο κυματισμό, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόσκρουση του σκάφους στην προκυμαία, σε χρόνο που ο ενάγων επέβαινε σε αυτό, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, ο ενάγων, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού των σωρευόμενων κύριων αγωγικών αιτημάτων, με την τροπή τους από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ), αιτείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει τα ακόλουθα ποσά: Α) Το ποσό των 11.500 ευρώ, ως θετική ζημία, για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν στο σκάφος του, Β) Το ποσό των 45.000 ευρώ, ως θετική ζημία, λόγω της μείωσης της εμπορικής αξίας του σκάφους του σε ποσοστό 10%, και γ) Το ποσό των 18.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης. Επίσης, ο ενάγων αιτείται να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθεί η αντίδικός του στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και σωρευόμενα κύρια αιτήματα, το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης, που πηγάζει από ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της κατοικίας του ενάγοντος στο …., με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 60 παρ. 1 και 64 παρ. 2 περ. α’ της Διεθνούς Σύμβασης της 30ης.10.2007 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» («νέα Σύμβαση Λουγκάνο»). Περαιτέρω, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο, και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3Α, 3Β περ. δ’ Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Εξάλλου, η αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα ημερών από την κατάθεσή της, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 21.12.2018, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε στην εναγόμενη την 24.12.2018 (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …). Περαιτέρω, η αγωγή, με την οποία εισάγεται προς δικαστική επίλυση ιδιωτική διαφορά που πηγάζει από ιδιωτική έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, όπως προαναφέρθηκε, τυγχάνει ερευνητέα με βάση το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Ρώμη ΙΙ που αναφέρονται στην πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Με βάση, λοιπόν, το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, με το αγωγικό δικόγραφο προκύπτουν κατ’ αρχήν τα θεμελιωτικά στοιχεία της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την συγκεκριμένη δίκη, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγόμενης. Ειδικότερα, σε σχέση με την ενεργητική νομιμοποίηση, ο ενάγων, ο οποίος με βάση τα ιστορούμενα είναι κύριος του περιγραφόμενου στο δικόγραφο σκάφους, νομιμοποιείται στην έγερση των ένδικων αξιώσεων για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη το σκάφος από το ένδικο συμβάν και για την μείωση της εμπορικής του αξίας, ως αμέσως ζημιωθείς (Βλ. ΑΠ 1246/2003 ΤΝΠ NOMOS), ενώ σε σχέση με την παθητική νομιμοποίηση, η αγωγή παραδεκτά στρέφεται σε βάρος της εναγόμενης, διότι, με βάση τα ιστορούμενα, η ζημία του ενάγοντος οφείλεται σε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων της, πλοιάρχου και μελών του πληρώματος, ώστε η μη απόδειξη της επικαλούμενης από τoν ενάγοντα σχέσης πρόστησης να έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης.  Περαιτέρω, η αγωγή, με την οποία ο ενάγων εγείρει αξιώσεις από έμμεση σύγκρουση πλοίων, που αποτελεί ειδική μορφή αδικοπραξίας, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη δεύτερη νομική σκέψη που προηγήθηκε, περιέχει όλα τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία για τη νομική της θεμελίωση και τη δικαστική της εκτίμηση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, απορριπτομένων των ενάντια υποστηριζόμενων από την εναγόμενη. Ειδικότερα, με το αγωγικό δικόγραφο αναφέρονται οι συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε η πρόσκρουση του σκάφους του ενάγοντος στην προκυμαία του λιμένος …, περιγράφονται τα περιστατικά που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων της εναγόμενης, πλοιάρχου και λοιπών μελών του πληρώματος, αναφέρεται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ιστορούμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και της ζημίας που προκλήθηκε στο σκάφος του ενάγοντος, καθώς και τα στοιχεία που προσδιορίζουν τη θετική του ζημία και εξειδικεύουν την αξίωση του ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενώ η συγκεκριμενοποίηση των συνθηκών του ένδικου συμβάντος -μεταξύ των οποίων- η ακριβής θέση και ο τρόπος αγκυροβολίας του ζημιωθέντος σκάφους, η ταχύτητα του ζημιογόνου πλοίου κατά την είσοδό του στον λιμένα της …, καθώς και οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον χρόνο του συμβάντος, είναι επιτρεπτή σύμφωνα με όσα θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία (πρβλ. ΑΠ 106/2015 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, η αγωγή είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 13 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 23ης.09.1910 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», που κυρώθηκε με το Ν. ΓΩΠΣΤ/1911, και τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη δεύτερη νομική σκέψη που προηγήθηκε, καθώς αφενός το ένδικο συμβάν έλαβε χώρα σε ελληνικά χωρικά ύδατα, αφετέρου η Ολλανδία και η Κύπρος, τις σημαίες των οποίων φέρουν τα εμπλεκόμενα πλοία, έχουν κυρώσει (η πρώτη) και προσχωρήσει (η δεύτερη) στην παραπάνω Διεθνή Σύμβαση την 01.02.1913 (Βλ. status of ratifications and accessions to the Brussels International Maritime Law Conventions – CMI Yearbook 2016 – comitemaritime.org), σε συνδυασμό με τα άρθρα 297 εδ. α’, 299, 330 εδ. β’, 914, 922, 932 ΑΚ, 84 εδ. β’, 105, 106 ΚΙΝΔ, 176 ΚΠολΔ, τα οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά, απορριπτομένου του ισχυρισμού της εναγόμενης ότι το επιμέρους αγωγικό αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι νόμω αβάσιμο, διότι από την ευρεία διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 της προναφερόμενης από 23ης.09.1910 Διεθνούς Σύμβασης αναφορικά με την αποκαταστατέα ζημία επιβάτη πλοίου σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίων, η οποία (ζημία) στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται με τον όρο «damages caused to persons on board», συνάγεται ο σκοπός του διεθνούς νομοθέτη να συμπεριλάβει υπό τον όρο «damages» κάθε ζημία που απορρέει από προσωπική βλάβη του επιβάτη εξαιτίας της σύγκρουσης ˙ άρα, ο όρος ζημία (damages) εκτείνεται και σε αυτήν που επήλθε ως αποτέλεσμα της ψυχικής βλάβης, είτε συναρτάται με τυχόν σωματική βλάβη του επιβάτη είτε έχει επέλθει ανεξάρτητα από αυτήν (Βλ. σε αντιπαραβολή τη Διεθνή Σύμβαση του Μόντρεαλ της 28ης Μαΐου 1999 «για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων για τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές», που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 3006/2002, η οποία με τη διάταξη του άρθρου 17 προβλέπει μόνο αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε σε περίπτωση σωματικού τραυματισμού επιβάτη, όρος που στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται ως «damage sustained in case of bodily injury of a passenger») (Ως προς τη συμπληρωματική εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων του Αστικού Κώδικα -μεταξύ των οποίων και εκείνη του άρθρου 932 εδ. α’ ΑΚ- πρβλ. ΕΠ 461/2014, ΕΠ 594/2009, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, ΜονΕΠ 566/2018, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Ωστόσο, το παρεπόμενο αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας καθίσταται μη νόμιμο και απορριπτέο μετά την τροπή του κύριου αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό. Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, μετά την τροπή του κύριου αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό (άρθρο 33 Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α’ 240/22.12.2016), να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 13 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 23ης.09.1910 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», που εισάγουν όμοιου περιεχομένου ρυθμίσεις με εκείνες των άρθρων 236 παρ. 2 και 241 ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι εάν η σύγκρουση πλοίων, στην οποία εντάσσεται και η «έμμεση σύγκρουση», δηλαδή η περίπτωση στην οποία δεν υφίσταται άμεση υλική επαφή των εμπλεκόμενων πλοίων, οφείλεται σε κοινή υπαιτιότητα, κάθε πλοίο ευθύνεται προς αποζημίωση ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητας που το βαρύνει και μόνο εάν δεν μπορεί να καθορισθεί η αναλογία ή σε περίπτωση ίσης υπαιτιότητας, η ευθύνη μερίζεται κατά ίσα μέρη. Η διάταξη αυτή αποτελεί ειδική εφαρμογή της αρχής του συντρέχοντος πταίσματος, που εισάγει το άρθρο 300 ΑΚ. Επομένως, η επίκληση από τον εναγόμενο προς αποζημίωση από σύγκρουση πλοίων, πραγματικών περιστατικών που καταφάσκουν την εφαρμογή της, συνιστά διακωλυτική, καταχρηστική ένσταση συντρέχοντος πταίσματος. Με βάση την εν λόγω διάταξη ο δικαστής δεν αφήνεται ελεύθερος να καθορίσει κατά την κρίση του το ποσοστό της ευθύνης του ζημιωθέντος, αλλά οφείλει να την επιμερίσει ανάλογα προς την βαρύτητα του πταίσματός του. Μόνο όταν δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί ο λόγος των αμοιβαίων πταισμάτων, η ευθύνη επιμερίζεται κατά ίσα μέρη (Βλ. ΑΠ 58/2003 ΕΝΔ 2003.43, ΕΠ 76/2014, ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη αρνείται την ύπαρξη πταίσματος εκ μέρους του πλοιάρχου και των λοιπών μελών του πληρώματος και επικουρικά προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο ενάγων είναι συνυπαίτιος στην πρόκληση της επικαλούμενης ζημίας και στην ηθική βλάβη που υπέστη, διότι δεν μερίμνησε για την ασφαλή πρόσδεση του σκάφους του, σύμφωνα με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης, που προβλήθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις της, είναι ορισμένος και νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, ο ως άνω ισχυρισμός να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από τις υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις του …, αντίστοιχα, τις οποίες προσάγει με επίκληση η εναγόμενη, και λήφθηκαν με επιμέλειά της ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου της, κατά τα άρθρα 143 παρ. 1 και 2, 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, με επίδοση της από 22.03.2019 εξώδικης γνωστοποίησης προς το δικηγόρο Πειραιώς, Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …), ο οποίος ήταν δεκτικός προς επίδοση της εν λόγω κλήσης, διότι υπέγραψε το δικόγραφο της αγωγής, αποκτώντας με τον τρόπο αυτό την ιδιότητα του αντίκλητου του ενάγοντος (Βλ. ΑΠ 219/2018, ΕΠ 204/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), απορριπτομένου του ισχυρισμού του ενάγοντος περί μη νόμιμης κλήτευσής του, από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων: α) τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσάγονται με επίκληση από τους διαδίκους σε νόμιμη πλήρη ή αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, καθώς και όσα έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσάγονται από τον ενάγοντα χωρίς μετάφραση στην ελληνική, τα οποία ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, σύμφωνα με το άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ (πρβλ. ΑΠ 1/2011, ΑΠ 1627/2010, ΜονΕΠ 256/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), και β) οι από 16.06.2017 και 06.10.2017 έγγραφες μαρτυρίες των …, αντίστοιχα, τις οποίες προσάγει με επίκληση σε μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική ο ενάγων, που λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι συντάχθηκαν πριν την έναρξη της μεταξύ των διαδίκων αντιδικίας (η αγωγή κατατέθηκε την 21.12.2018 και επιδόθηκε στην εναγόμενη την 24.12.2018, όπως προαναφέρθηκε) και χωρίς σκοπό να χρησιμεύσουν στην παρούσα δίκη και, επομένως, δεν θεωρούνται μαρτυρίες τρίτων προσώπων που λήφθηκαν κατά καταστρατήγηση των σχετικών διατάξεων των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ, οι οποίες προβλέπονται για εκκρεμή δίκη (πρβλ. ΟλΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 1987.628, ΑΠ 908/2017, ΕφΔυτΜακ 19/2017, ΜονΕΘ 2482/2017, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), απορριπτομένων των αντίθετα υποστηριζόμενων από την εναγόμενη, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: O ενάγων είναι ιδιοκτήτης του υπό σημαία … ιστιοφόρου σκάφους «…», με ΔΔΣ …, κ.ο.χ. 41, κ.κ.χ. 12, μήκους 19,40 μ., το οποίο ναυπηγήθηκε το έτος ……. στο …. Το σκάφος αυτό φέρει στο πρυμναίο τμήμα του ηλεκτρονικά αναδιπλούμενη πλατφόρμα κολύμβησης, διαστάσεων 110 εκ. Χ 110 εκ., η οποία αποτελεί σταθερή εκ ναυπηγήσεως κατασκευή. Την 16.06.2017 το σκάφος του ενάγοντος ήταν πρυμνοδετημένο εντός του λιμένος της …, στην περιοχή που ελλιμενίζονται τα τουριστικά σκάφη (μαρίνα …), η οποία (περιοχή) βρίσκεται στη δεξιά πλευρά σε σχέση με τα εισερχόμενα στον λιμένα σκάφη και προστατεύεται από λιμενοβραχίονα (βλ. εκτύπωση του λιμένος … από την ιστοσελίδα Google maps, Σχετικό Γ10, προσαγόμενο με επίκληση από την εναγόμενη). Την ίδια ημέρα το υπό σημαία … Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίο «…», κυριότητας της μη διαδίκου εδρεύουσας στη … … εταιρίας με την επωνυμία «…», το οποίο εκμεταλλεύεται για δικό της λογαριασμό η εναγόμενη, με την ιδιότητα της εφοπλίστριας, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από την τελευταία, συναγόμενης έτσι ομολογίας της (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ), εκτελούσε το τακτικό δρομολόγιο προς Θήρα/Ίο/Νάξο/Μύκονο. Όπως προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στο ημερολόγιο γέφυρας, απόσπασμα του οποίου προσάγει με επίκληση η εναγόμενη, το παραπάνω πλοίο κατέπλευσε για την αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών και οχημάτων στον λιμένα της … στις 12.30 και στις 12.35 προσέδεσε στην προβλήτα επιβατηγών πλοίων, η οποία βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του λιμένος σε σχέση με τα εισερχόμενα σκάφη (Βλ. την προαναφερόμενη εκτύπωση του λιμένος … από την ιστοσελίδα Google maps),. Οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον κατάπλου του «…» στον λιμένα της … ήταν πολύ καλές και στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή έπνεαν ασθενείς έως σχεδόν μέτριοι άνεμοι από βόρειες διευθύνσεις, εντάσεως 3 – 4 στην κλίμακα Μποφόρ, όπως προκύπτει από το απόσπασμα ημερολογίου γέφυρας, και δεν αμφισβητείται ειδικά από τον ενάγοντα (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ). Κατά τον κατάπλου του «…» προκλήθηκε κυματισμός και το σκάφος του ενάγοντος μετατοπίσθηκε προς την προβλήτα, όπου και προσέκρουσε με την πλατφόρμα κολύμβησης, η οποία κατά τον παραπάνω χρόνο ήταν ανοικτή. Από την ως άνω πρόσκρουση προκλήθηκε ζημία στην πλατφόρμα κολύμβησης και, συγκεκριμένα, αποκολλήθηκαν από τις εσωτερικές ενισχύσεις οι επάνω και κάτω άκρες της πλατφόρμας, προκλήθηκαν ρωγμές κατά μήκος της επάνω άκρης της, αποφλοιώσεις τμημάτων της, αποδόμηση του πολυεστέρα, κοίλα τμήματα στις δύο άκρες και γύρω από τον πλευρικό υδραυλικό βραχίονα, καθώς και ρωγμές γύρω από τους συνδέσμους και τις επιστρώσεις της (Βλ. την από 02.12.2017 έκθεση επιθεώρησης του ναυπηγού – μηχανικού …, την οποία προσάγει με επίκληση ο ενάγων σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική). Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο κυματισμός που προκάλεσε το «…» κατά τον κατάπλου του στον λιμένα της … και είχε ως αποτέλεσμα την πρόσκρουση του πρυμνοδετημένου σκάφους του στην προκυμαία ήταν υπερβολικός, καθώς και ότι προκλήθηκε από επικίνδυνους ελιγμούς ταχείας προσέγγισης που εκτέλεσαν ο πλοίαρχος και το πλήρωμα του πλοίου. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του αυτών ο ενάγων προσάγει με επίκληση τις από 06.10.2017 και 16.06.2017 έγγραφες μαρτυρίες των …, αντίστοιχα. Με την από 06.10.2017 έγγραφη μαρτυρία ο …, ο οποίος κατά τον χρόνο του ένδικου συμβάντος δεν είχε την ιδιότητα του Λιμενάρχη, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλά απασχολούταν ως υπεύθυνος της μαρίνας …, έχοντας καταρτίσει σχετική σύμβαση με το Λιμενικό Ταμείο … (Βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. … βεβαίωση του Λιμεναρχείου …, την οποία προσάγει με επίκληση η εναγόμενη), ιστορεί ότι το «…», το οποίο εισήλθε στον λιμένα της … με πολύ μεγάλη ταχύτητα και εκτέλεσε πολύ γρήγορο ελιγμό προς την αποβάθρα, προκάλεσε ασυνήθιστα μεγάλο κυματισμό, σε σχέση με εκείνον που προκαλούν άλλα επιβατηγά πλοία. Επίσης, με την από 16.06.2017 έγγραφη μαρτυρία ο … ιστορεί ότι κατά τον χρόνο του συμβάντος το σκάφος του ήταν αγκυροβολημένο δίπλα στο σκάφος του ενάγοντος και ότι είδε το «…», το οποίο εισήλθε με πολύ μεγάλη ταχύτητα, να εκτελεί ταχύ ελιγμό, προκαλώντας μεγάλο κυματισμό. Ωστόσο, μόνο με βάση τις παραπάνω μαρτυρίες, με τις οποίες, αφενός δεν προσδιορίζεται, έστω κατά προσέγγιση, η ταχύτητα του «…» κατά την είσοδό του, ούτε περιγράφεται ο ελιγμός που εκτέλεσε το πλοίο για την πρυμνοδέτησή του, το Δικαστήριο δεν δύναται να οδηγηθεί με πλήρη δικανική πεποίθηση στην κρίση ότι η πρόσκρουση του σκάφους του ενάγοντος στην προκυμαία και η εξαιτίας αυτής υλική ζημία οφείλεται σε πταίσμα των προστηθέντων της εναγόμενης, πλοιάρχου και λοιπών μελών του πληρώματος. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι το «…» εισήλθε στον λιμένα … με ταχύτητα που υπερέβαινε τα 5 ναυτικά μίλια, που είναι η μέγιστη προβλεπόμενη ταχύτητα για την είσοδο στον λιμένα …, με βάση το άρθρο 5 παρ. 1 περ. α’ του Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας του αγκυροβολίου τουριστικών σκαφών, που εγκρίθηκε με την Υ.Α. 8306/2006 της Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β’ 1009/27.07.2006), ούτε όμως αποδείχθηκε ότι ο πλοίαρχος και το πλήρωμα εκτέλεσαν ακατάλληλους και επικίνδυνους χειρισμούς για την πρυμνοδέτηση του πλοίου, κατά παράβαση των κανόνων της ναυτικής τέχνης, οι οποίοι προκάλεσαν κυματισμό πιο έντονο και ασυνήθη, σε σχέση με ανάλογων διαστάσεων και χωρητικότητας επιβατηγά πλοία που καταπλέουν στον λιμένα της …. Η κρίση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι οι μάρτυρες της εναγόμενης, …, οι οποίοι κατά τον παραπάνω χρόνο ήταν ναυτολογημένοι στο «…» με τις ειδικότητες του υποπλοιάρχου και του υπάρχου, αντίστοιχα, με τις υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις τους κατέθεσαν με σαφήνεια ότι ήδη από τις 12.05 και ενώ το πλοίο απείχε περίπου 1,5 με 2 ναυτικά μίλια από τον λιμένα της … έπλεε με μειωμένη ταχύτητα γύρω στους 4 με 5 κόμβους, και κατέπλευσε με ασφαλή πηδαλιουχήσιμη ταχύτητα, εκτελώντας ασφαλείς χειρισμούς πλοήγησης. Η ως άνω κρίση ενισχύεται και από το γεγονός ότι το Λιμεναρχείο … δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε παράβαση εκ μέρους του πλοιάρχου του «…» σε σχέση με τον συγκεκριμένο κατάπλου της 16ης.06.2017, σε συνδυασμό με το ότι, εκτός από τον ενάγοντα, κανείς άλλος δεν διατύπωσε παράπονο στο Λιμεναρχείο αναφορικά με τον συγκεκριμένο κατάπλου (Βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. … έγγραφο του Λιμεναρχείου …, στο οποίο επισυνάπτεται αντίγραφο ημερολογίου συμβάντων της 16ης.06.2017). Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, η πρόσκρουση του σκάφους του ενάγοντος στην προκυμαία του λιμένος της …, από την οποία προκλήθηκαν οι επικαλούμενες από τον ενάγοντα ζημίες, δεν οφείλεται σε πταίσμα των προστηθέντων της εναγόμενης. Σε κάθε όμως περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν διατυπώθηκε παράπονο στο Λιμεναρχείο … από οποιονδήποτε άλλον -εκτός από τον ενάγοντα- αναφορικά με τον συγκεκριμένο κατάπλου, όπως θα είχε συμβεί, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), εάν είχε προκληθεί οποιαδήποτε ζημία σε παρακείμενο σκάφος ή σε επιβάτη του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε ο τρόπος πρόσδεσης του σκάφους του ενάγοντος κατά τον χρόνο του συμβάντος, ούτε η απόσταση από την προκυμαία της άκρης της πλατφόρμας κολύμβησης, η οποία κατά τον χρόνο της πρόσκρουσης ήταν ανοικτή, καθώς στις από 06.10.2017 και 16.06.2017 προαναφερόμενες έγγραφες μαρτυρίες δεν αναφέρεται ο,τιδήποτε σχετικό, υφίσταται αμφιβολία ως προς τις περιστάσεις που προκάλεσαν την πρόσκρουση του σκάφους του ενάγοντος. Συνεπώς, και λόγω της αμφιβολίας αυτής οι ζημίες από το ένδικο συμβάν βαρύνουν τον ενάγοντα, ο οποίος τις υπέστη, με βάση το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 23ης.09.1910 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», που εισάγει όμοιου περιεχομένου ρύθμιση με εκείνη του άρθρου 235 ΚΙΝΔ.

Κατόπιν τούτων ο ενάγων δεν δικαιούται αποζημίωσης, ούτε χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, και πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, παρελκομένης της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της ένστασης συντρέχοντος πταίσματος κατά το άρθρο 4 παρ. 1 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 23ης.09.1910, η οποία προβλήθηκε επικουρικά από την εναγόμενη. Περαιτέρω, πρέπει ο ενάγων, λόγω της ήττας του, να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 68 παρ. 1 σε συνδυασμό με 63 παρ. 1 i (α) Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

               ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 02.09.2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ