ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 1308/2020
(Αριθ. καταθ. 12978/5846/2018)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών – Εισηγητή, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Σεπτεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) … του …, κατοίκου …. (ΑΦΜ …), 2) … του …, κατοίκου Πειραιά (ΑΦΜ …), 3) … του …, κατοίκου … (ΑΦΜ …), 4) … του …, κατοίκου Πειραιά (ΑΦΜ …), 5) εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία έχει καταστατική έδρα στη … αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στον ….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα (στερείται ελληνικού ΑΦΜ), 6) εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία έχει καταστατική έδρα στη … αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στον ….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα (στερείται ελληνικού ΑΦΜ), 7) εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία έχει καταστατική έδρα στη …, αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στον …., όπως εκπροσωπείται νόμιμα (στερείται ελληνικού ΑΦΜ) και 8) εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία έχει καταστατική έδρα στη …, αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στον ……, όπως εκπροσωπείται νόμιμα (στερείται ελληνικού ΑΦΜ), για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Βασίλειος Σκουτέρης (ΑΜ ΔΣΠ 002514) και οι οποίοι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει τυπικά στο … των …, πραγματικά όμως στο …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα (στερείται ελληνικού Α.Φ.Μ.) και 2) … του …, κατοίκου … (Α.Φ.Μ. …), για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), η πληρεξουσία δικηγόρος τους Άννα Σιδηροπούλου (ΑΜ ΔΣΑ 017498) και οι οποίοι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εκπροσωπήθηκαν από την ίδια ως άνω πληρεξουσία δικηγόρο.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 14-12-2018 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 12978/5846/2018, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά δε τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 6-9-2019 πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω αναφέρεται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου 221 παρ. 1 στοιχ. α’ του ΚΠολΔ, μετά την άσκηση της αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 215, η κατάθεσή της έχει ως συνέπεια εκκρεμοδικία, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 222 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι είναι απαράδεκτη η διεξαγωγή νέας δίκης, όταν αυτή έχει ως αντικείμενο διαφορά, η οποία ταυτίζεται με τη διαφορά προγενέστερης δίκης, δημιουργήθηκε από αγωγή, η οποία ασκήθηκε προγενέστερα και έχει εκτός των άλλων την ιδίαν ιστορική και νομική αιτία. Εξάλλου από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις προβολής του από την εκκρεμοδικία απαραδέκτου, το οποίο απολήγει σε αναστολή εκδίκασης της επίδικης διαφοράς είναι η ύπαρξη ταυτότητας διαφοράς – αιτήματος καθώς και η ταυτότητα προσώπων. Ταυτότητα διαφοράς αποτελεί το αντικείμενο των δύο δικών που βαίνουν παραλλήλως υπό την έννοια της σύμπτωσης απολύτως του δικαιώματος που κατάγεται στις παράλληλες δίκες, του αιτήματος και της ιστορικής και νομικής αιτίας. Ταυτότητα δικαιώματος υπάρχει όταν το δικαίωμα το οποίο κατάγεται προς διάγνωση με τη νέα αγωγή είναι το ίδιο με εκείνο που έχει εισαχθεί προς διάγνωση με την προηγούμενη αγωγή. Ταυτότητα αιτημάτων υπάρχει όταν και με τις δύο αγωγές ζητείται η διάγνωση της ίδιας έννομης σχέσης. Ο νόμος ανάγει, βάσει των παραπάνω, σε προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητας της διαφοράς, ως προϋπόθεση προβολής του από την εκκρεμοδικία απαραδέκτου την ιστορική και νομική αιτία. Η ταυτότητα ιστορικής βάσης απαιτεί σύμπτωση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής και στις δύο δίκες. Αν μεταξύ των δύο αγωγών υφίσταται διαφοροποίηση των πραγματικών γεγονότων, των παραγωγικών του ιδίου δικαιώματος, δεν στοιχειοθετείται ταυτότητα διαφοράς. Τελευταία προϋπόθεση για την εκκρεμοδικία αποτελεί η διεξαγωγή παλαιάς και νέας δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων παρισταμένων με την ίδια ιδιότητα, η δε αντιστροφή των ρόλων των διαδίκων δεν επηρεάζει την εκκρεμοδικία (ΕφΑθ 535/1978 Αρμ 1978.738, ΕφΑθ 11195/1995 ΕλλΔνη 1996.1122). Κατ’ απόκλιση από το προϊσχύον δικονομικό δίκαιο, κατά το οποίο η ύπαρξη εκκρεμούς δίκης ενώπιον του ιδίου ή άλλου δικαστηρίου δεν λαμβανόταν υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο που επιλαμβανόταν της υπόθεσης μεταγενέστερης, αλλά μόνο μετά από σχετική ένσταση, το ισχύον δίκαιο εν όψει της φύσης της ένστασης εκκρεμοδικίας σε αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο στο οποίο εισάγεται μεταγενεστέρως η ίδια διαφορά, εφόσον τα στοιχεία που συγκροτούν την ένσταση της εκκρεμοδικίας, όχι πάντοτε από πρωτοβουλία των διαδίκων αλλά και αν πρόκειται για πασίδηλο ή γνωστό στο δικαστήριο γεγονός ή από τυχόν αορίστως υποβαλλόμενη ένσταση διαδίκου (ΑΠ 908/2007 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 14/2008 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ Ερμηνεία υπ’ άρθρο 222). Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 222 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η ευδοκίμηση της ενστάσεως εκκρεμοδικίας έχει ως αποτέλεσμα, απλώς, την αναστολή της δεύτερης δίκης, μέχρι να περατωθεί η πρώτη δίκη. Στην περίπτωση κατά την οποία επί της πρώτης αγωγής το δικαστήριο απεφάνθη επί της ουσίας, το δεδικασμένο της αποφάσεως αυτής αναπτύσσει δεσμευτική δύναμη και για το αντικείμενο της δεύτερης δίκης, με αποτέλεσμα η ένσταση εκκρεμοδικίας να παραχωρεί πλέον την θέση της στην ένσταση του δεδικασμένου. Συνεπώς, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία, η οποία επέρχεται από της καταθέσεως της ασκηθείσας αγωγής και όσο διαρκεί αυτή, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά μεταξύ των αυτών διαδίκων, υπό την αυτήν ιδιότητα παρισταμένων. Η εκκρεμοδικία λήγει με την έκδοση οριστικής αποφάσεως, η οποία εντάσσεται στην περάτωση της δίκης την οποία απαιτεί ο νόμος, χωρίς να εξειδικεύει την έννοια αυτής, είναι δε αδιάφορο αν η άνω οριστική απόφαση δέχεται ή απορρίπτει την αγωγή για τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους, καθώς και αν έγινε ή όχι επίδοση της οριστικής αυτής αποφάσεως. Η εκκρεμοδικία, η οποία παύει με την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, αναβιώνει με την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως και διαρκεί μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως από το Εφετείο, απαιτουμένου προς τούτο απλώς η ασκηθείσα έφεση να είναι υποστατή, χωρίς να απαιτείται και παραδεκτή άσκηση εφέσεως (ΕφΑθ 5646/2002 Αρμ 2003.1807). Περαιτέρω, σύμφωνα τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, εάν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικώς ή εν μέρει από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία εννόμου σχέσεως ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο μιας άλλης δίκης, η οποία είναι εκκρεμής ενώπιον πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το Δικαστήριο δύναται αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως, εωσότου περατωθεί τελεσιδίκως ή αμετακλήτως η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απρόσβλητη απόφαση. Από τη διατύπωση και την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, αλλά και για την ικανοποίηση της αρχής της οικονομίας της δίκης (ΕφΑθ 6771/1999 ΕλλΔνη 41.1389, ΕφΑθ 10144/1995 ΝοΒ 44.225, ΕφΠειρ 396/1989 ΝοΒ 28.522, Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., Τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 249, αριθ. 5), σαφώς συνάγεται ότι: α) εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ιδίου ή άλλου Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ιδίων ή διαφόρων προσώπων, επί σκοπώ εναρμονίσεως της δικαστικής κρίσεως σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή εξ άλλου λόγου, που αφορά στην ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΕφΑθ 6470/1991 ΕλλΔνη 33.910, ΕφΑθ 640/1991 ΝοΒ 40.289), β) η αναβολή ή, κατά νομική ακριβολογία, αναστολή της δίκης (ΑΠ 215/1999 ΕλλΔνη 40.635, ΕφΑθ 6771/1999 όπ. π., ΕφΑθ 10144/1995 όπ. π.), χωρεί μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, όταν υφίσταται εκκρεμές στα ως άνω δικαστήρια ή τη διοικητική αρχή προδικαστικό ζήτημα της δίκης που απασχολεί το Δικαστήριο. Δηλαδή, εάν το ζήτημα αυτό συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επιδίκου δικαιώματος και προβλέπεται, περαιτέρω, ότι η αυτοτελής, στη δεύτερη αυτή δίκη, διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα αναβληθεί και γ) όταν ο νόμος απαιτεί την εξάρτηση της αναβολής από άλλες έννομες σχέσεις, προϋποθέτει ύπαρξη δεσμού νομικής αναγκαιότητας ανάμεσά τους, ώστε να μην είναι δυνατή η διάγνωση της επιδίκου διαφοράς άνευ της κρίσεως της υποκειμένης και εξαρτώσας εννόμου σχέσεως (Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., Τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 249, αριθ. 2). Πάντως, για την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει δέσμευση δεδικασμένου από την απόφαση του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η άλλη δίκη, αλλά αρκεί οποιαδήποτε άλλη πραγματική εξάρτηση της προς διάγνωση διαφοράς, όπως στην περίπτωση που στο πλαίσιο εκκρεμοδικίας, διαπιστώνεται μερική ταυτότητα των διαδίκων των δυο δικών, ώστε το άρθρο 222 ΚΠολΔ καταλαμβάνει μόνον όσους συμμετέχουν στις δυο δίκες, οπότε το άρθρο 249 ΚΠολΔ μπορεί να θεμελιώσει αναστολή της δίκης και για τους υπόλοιπους (ΠΠΕδεσ 287/1978 Δ 1979.432). Η με βάση τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ εκδοθείσα απόφαση είναι μη οριστική (ΕφΑθ 632/1994 ΕλλΔνη 37.393), δυναμένη να ανακληθεί οποτεδήποτε κατόπιν αιτήσεως κάποιου από τους διαδίκους (ΑΠ 1709/1995 ΕΕΝ 1997.360, ΑΠ 372/1986 Δ 18.937, ΕφΑθ 4284/1993 ΑρχΝ 1994.303). Τέλος, η έλλειψη της νομιμοποίησης, η οποία αποτελεί διαδικαστική υπόθεση της δίκης και η συνδρομή της εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της δίκης, ως συνέπεια έχει, λόγω ανυπαρξίας συνδέσμου μεταξύ διαδίκου και της επικαλούμενης έννομης σχέσης, την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης (ΕφΘεσ 351/1998 Αρμ 1998.1361, ΕφΠειρ 318/1998 ΕλλΔνη 43.919, ΕφΑθ 703/1995, ΑρχΝ 1996.182). Η νομιμοποίηση των διαδίκων, η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του υπό ευρεία έννοια εννόμου συμφέροντος, ενόψει της φύσης της ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, κρίνεται από την «lex fori», από το δίκαιο δηλαδή της έδρας του δικαστηρίου που δικάζει (Κρίσπη, Γνωμ. ΝοΒ 21.1290, ΕφΑθ 6589/1999 ΕλλΔνη 41.526, ΠΠΠειρ 785/1997 ΕΝΔ 26.130).Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες ισχυρίζονται με την κρινόμενη αγωγή τους ότι στις 18-7-2018 επιδόθηκε σε αυτούς, ειδικότερα δε στον πρώτο εξ αυτών υπό την ιδιότητα του προέδρου των Διοικητικών Συμβουλίων των τεσσάρων εναγουσών εταιριών, στην δεύτερη εξ αυτών υπό την ιδιότητά της ως ταμία και μέλους των Διοικητικών Συμβουλίων της πέμπτης και έβδομης των εναγουσών εταιριών, στον τρίτο εξ αυτών υπό την ιδιότητά του ως ταμία και μέλους των Διοικητικών Συμβουλίων της έκτης και όγδοης των εναγουσών εταιριών και του τέταρτου εξ αυτών υπό την ιδιότητά του ως γραμματέως και μέλους των Διοικητικών Συμβουλίων των τεσσάρων εναγουσών εταιριών, η από 13-7-2018 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση – διαμαρτυρία της πρώτης των εναγομένων, η οποία εμπεριέχεται αυτούσια στο αγωγικό δικόγραφο και υπογράφεται από την δεύτερη εξ αυτών, υπό την ιδιότητά της ως μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του ως άνω εναγόμενου νομικού προσώπου, δεόντως εξουσιοδοτημένου προς τούτο από τη διοίκηση του τελευταίου. Ότι με την προαναφερθείσα εξώδικη δήλωση, η πρώτη εναγόμενη, επικαλούμενη ότι τυγχάνει μέτοχος σε ποσοστό 45% σε έκαστη ενάγουσα εταιρία, ισχυρίζεται αφενός μεν ότι οι τέσσερεις πρώτοι ενάγοντες έχουν αναλάβει παράνομα της διοίκηση των λοιπών (τεσσάρων) εναγουσών εταιριών, δυνάμει αντίστοιχων άκυρων αποφάσεων των Γενικών Συνελεύσεων των τελευταίων, που έλαβαν χώρα στις 8-12-2016 και αφετέρου ότι αρνούνται να τους ενημερώσουν για τις υποθέσεις των εναγουσών εταιριών, παρά τα επανειλημμένα προς τούτο αιτήματα της πρώτης εναγόμενης καθώς και να παράσχουν λογοδοσία, δια της παροχής οικονομικών στοιχείων και παραστατικών εγγράφων, για τη διαχείριση των εταιριών υποθέσεων από την 1η-7-2015 μέχρι και το χρόνο επίδοσης της εξώδικης δήλωσης, ενώ δεν έχουν καταβάλει και μερίσματα στην τελευταία από τα κέρδη των πλοίων που εκμεταλλεύονται οι ενάγουσες εταιρίες, ως πλοιοκτήτριες των διαλαμβανομένων στην εξώδικη δήλωση δεξαμενοπλοίων. Για το λόγο δε αυτό οι εναγόμενοι ζητούν την παροχή λογοδοσίας και την πραγματοποίηση λογιστικού ελέγχου στις ενάγουσες εταιρίες, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω εξώδικη δήλωση – πρόσκληση. Περαιτέρω, με την ένδικη αγωγή, οι ενάγοντες αρνούνται την επικαλούμενη από τους εναγόμενους παράνομη ανάληψη διοίκησης των εταιριών καθώς και την υποχρέωση απόδοσης λογοδοσίας στην πρώτη εναγόμενη για τις εταιρικές υποθέσεις από 1-7-2015, αλλά και το γεγονός ότι τους έχει ζητηθεί επανειλημμένα η παροχή λογοδοσίας. Επικαλούμενοι δε έννομο συμφέρον που συνίσταται στην αβεβαιότητα και τους κινδύνους που συνεπάγονται οι προαναφερθέντες νομικά και ουσιαστικά αβάσιμοι ισχυρισμοί των εναγόμενων για την επιχειρηματική και επαγγελματική τους πίστη, ζητούν να αναγνωριστεί ότι αφενός μεν οι τέσσερις πρώτοι των εναγόντων δεν έχουν αναλάβει παράνομα τη διοίκηση των υποθέσεων των λοιπών (τεσσάρων) εναγουσών εταιριών, δυνάμει των από 8-12-2016 αντίστοιχων αποφάσεων των Γενικών Συνελεύσεων των τελευταίων καθώς και ότι δεν υπέχουν υποχρέωση έναντι των εναγομένων για παροχή λογοδοσίας ή ενημέρωσης, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αναφορικά με τις υποθέσεις των εναγουσών εταιριών. Τέλος, οι ενάγοντες ζητούν να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά, η κρινομένη αρνητική αναγνωριστική αγωγή, (α) για το παραδεκτό της άσκησης της οποίας έχει καταβληθεί το σχετικό γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. και (β) για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής προσκομίζονται (i) για τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων το σχετικό γραμμάτιο προείσπραξης του ΔΣΠ (άρθρο 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτός ισχύει) και τα σχετικά πληρεξούσια έγγραφα και (ii) για την πληρεξουσία δικηγόρο των εναγομένων το σχετικό γραμμάτιο προείσπραξης του ΔΣΑ και τα σχετικά πληρεξούσια έγγραφα, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρο 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον, αναφορικά: α) με το σωρευόμενο αίτημα που αφορά την ανάληψη της διοίκησης των εναγουσών εταιριών, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 ΚΠολΔ (αποκλειστική δωσιδικία εταιρικών διαφορών), ενόψει του γεγονότος ότι οι εταιρίες για τις οποίες τίθεται ζήτημα νομιμότητας της διοικήσεώς τους εδρεύουν πραγματικά στον Πειραιά, β) με το σωρευόμενο αίτημα που αφορά την υποχρέωση παροχής λογοδοσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 36 ΚΠολΔ (συντρέχουσα δωσιδικία διαχειρίσεως χωρίς δικαστική εντολή), ενόψει του γεγονότος ότι η διαχείριση των υποθέσεων των πλοιοκτητριών εταιριών πραγματοποιούνταν στον Πειραιά, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 και 3 περ. θ’ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Συνακολούθως, το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ) μη εφαρμοζομένου του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 του Συμβουλίου Ε.Ε. «για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (βλ. άρθρο 6 αυτού), δεδομένου ότι η μεν πρώτη των εναγομένων διατηρεί, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εναγόντων, την πραγματική της έδρα στο …, γεγονός που δεν αμφισβητείται από αυτή, η δε δεύτερη εξ αυτών έχει την κατοικία της στο …. Σε κάθε δε περίπτωση, το παρόν Δικαστήριο έχει, κατά σιωπηρή παρέκταση, διεθνή δικαιοδοσία, με βάση τα άρθρα 3, 4 και 42 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι οι εναγόμενες παραστάθηκαν στη δίκη αυτή και δεν αμφισβήτησαν τη διεθνή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου. Ως προς την διερεύνηση, λοιπόν, των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει. Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει, κατ’ αρχάς, απαράδεκτη ως προς την δεύτερη εναγόμενη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης αυτής, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού της τελευταίας, ερευνώμενου κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (άρθρο 68 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι ενάγοντες σε κανένα σημείο της ιστορικής βάσης της αγωγής τους δεν επικαλούνται ότι η ως άνω εναγόμενη, ενεργώντας ατομικά, αμφισβήτησε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τόσο τη νομιμότητα της διοίκησης των εναγουσών εταιριών όσο και την ανυπαρξία υποχρέωσης λογοδοσίας εκ μέρους των τεσσάρων πρώτων εναγόντων, ώστε με τον τρόπο αυτό να καταστεί φορέας αμφισβήτησης των επικαλουμένων για την τυπική θεμελίωση των αγωγικών ισχυρισμών πραγματικών περιστατικών και να δικαιολογείται η παθητική νομιμοποίησή της στην κρινόμενη αγωγή. Αντιθέτως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, η εμπλοκή της ως άνω εναγόμενης περιορίζεται στην υπογραφή της από 18-7-2018 εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης – διαμαρτυρίας υπό την ιδιότητά της ως εξουσιοδοτημένου προς τούτο μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης, εκφράζοντας με την τρόπο αυτό τη βούληση του συγκεκριμένου νομικού προσώπου. Κατά τα λοιπά, η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει αρκούντως ορισμένη, απορριπτομένου του σχετικού περί αοριστίας ισχυρισμού των εναγομένων, δεδομένου ότι για τη θεμελίωση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής αρκούν: α) η αντιτασσόμενη από τον ενάγοντα κατά του προβαλλόμενου δικαιώματος του εναγομένου γενική άρνηση των πραγματικών περιστατικών που το στηρίζουν, χωρίς να είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να επικαλεστεί και να αποδείξει την αναλήθεια των πιο πάνω περιστατικών, τα οποία οφείλει να προτείνει και να αποδείξει ο εναγόμενος (ΑΠ 385/1999 ΕλλΔνη 40.1514, ΑΠ 1458/1997 Δ 1998.119, ΑΠ 121/1993 ΕλλΔνη 1995.1134) και β) η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος που δικαιολογεί τη ζητούμενη αναγνώριση, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος, ο οποίος απειλεί βλάβη στα συμφέροντα του ενάγοντος και προέρχεται από την αβεβαιότητα, την αμφιβολία ή την αμφισβήτηση στις έννομες σχέσεις του ή από την καύχηση για έννομη σχέση που δεν υπάρχει (ΑΠ 563/1998 ΝοΒ 1999.1295, ΑΠ 941/1997 ΕλλΔνη 40.588, ΑΠ 391/1991 ΕλλΔνη 1992.1208, ΕφΑθ 9/2000 ΕλλΔνη 41.1670, ΕφΘεσ 174/2001 ΕλλΔνη 42.746). Στην προκείμενη δε περίπτωση, διαλαμβάνονται επαρκώς στο αγωγικό δικόγραφο τόσο η άρνηση των εναγόντων αναφορικά με τα επικαλούμενα δικαιώματα των εναγομένων, όσο και το έννομο συμφέρον που δικαιολογεί στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής, χωρίς να είναι αναγκαία η αναφορά στις περιστάσεις υπό τις οποίες ανέλαβαν τη διοίκηση των εναγουσών εταιριών οι τέσσερις πρώτοι ενάγοντες, στις έννομες σχέσεις που συνδέουν του διαδίκους και στους λόγους για τους οποίους οι ως άνω ενάγοντες δεν υποχρεούνται σε λογοδοσία, αντίθετα με όσα αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες. Μετά και την εξέταση, όμως, των προαναφερθέντων ζητημάτων, το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να προχωρήσει σε εκτίμηση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της κρινόμενης αγωγής, αναφορικά με το σωρευόμενο αίτημα αναγνώρισης της μη παράνομης ανάληψης της διοίκησης των εναγουσών εταιριών, ως προς τον τρεις πρώτους των εναγόντων καθώς και τις ενάγουσες εταιρίες, διότι υφίσταται εκκρεμοδικία (δικονομικό ζήτημα, κρινόμενο κατά τη «lex fori» ) εκ της από 19-12-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 10506/5391/19-12-2016) αγωγής της πρώτης εναγόμενης κατά των ως άνω εναγόντων, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού για την αυτή ιστορική και νομική αιτία, με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας των από 8-12-2016 αποφάσεων των Γενικών Συνελεύσεων των εναγουσών στην παρούσα δίκη εταιριών, δυνάμει των οποίων εξελέγησαν τα Διοικητικά Συμβούλια αυτών. Επί της ανωτέρω δε αγωγής, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 977/2018 απορριπτική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά της οποίας η πρώτη εναγόμενη άσκησε την από 13-9-2018 έφεσή της, μετά των από 4-3-2019 πρόσθετων λόγων έφεσης, ενώπιον του Εφετείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία συζητήθηκε στις 4-4-2019 και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης. Εξάλλου, ως προς τον τέταρτο ενάγοντα, δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας δεδομένου ότι δεν απέκτησε την ιδιότητα του διαδίκου στην ως άνω ανοιγείσα δίκη. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη ότι η παρούσα δίκη αφορά το ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο της ανοιγείσας με την από 19-12-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 10506/5391/19-12-2016) αγωγή δίκης, η επί της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας κρίση του παρόντος Δικαστηρίου και ως προς την ανάληψη της διοίκησης εκ μέρους του ως άνω ενάγοντος βάσει των ιδίων αποφάσεων Γενικής Συνέλευσης, ενέχει τον κίνδυνο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, δεδομένης της αναβίωσης της εκκρεμοδικίας της ανωτέρω δίκης στο Εφετείο Πειραιά. Επομένως, πρέπει να διαταχθεί ως προς τον τέταρτο ενάγοντα η αναστολή της εκδικάσεως της υπό κρίση αγωγής μέχρι έκδοσης τελεσίδικης απόφασης επί της από 19-12-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 10506/5391/19-12-2016) αγωγής, κατά το σωρευόμενο αγωγικό αίτημα που αφορά τη μη παράνομη ανάληψη της διοίκησης των εναγουσών εταιριών. Περαιτέρω, ως προς το σωρευόμενο (αρνητικό αναγνωριστικό) αγωγικό αίτημα που αφορά την παροχή λογοδοσίας των τεσσάρων πρώτων εναγόντων, επισημαίνεται ότι στην ανοιγείσα με την από 19-12-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 10506/5391/2016) αγωγή της πρώτης των εναγομένων δίκη κρίθηκε, μεταξύ άλλων, από το παρόν Δικαστήριο ότι εφαρμοστέο δίκαιο στην σχετική εταιρική διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων για τη διοίκηση των εναγουσών εταιριών, τυγχάνει το λιβεριανό δίκαιο ως το δίκαιο του τόπου της καταστατικής έδρας των πλοιοκτητριών εταιριών, σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ σε συνδυασμό και με το άρθρο 1 του ν. 791/1978, το οποίο εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που αφορούν εταιρικής φύσεως διαφορές, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η ευθύνη των διαχειριστών και τα δικαιώματα των μετόχων. Στην προκείμενη δε περίπτωση, οι ενάγοντες επικαλούνται ως προς την ανυπαρξία υποχρέωσής τους για λογοδοσία τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, οι δε εναγόμενοι θέτουν ζήτημα εφαρμογής και του λιβεριανού δικαίου και ειδικότερα των διατάξεων του Νόμου περί Νομικών Προσώπων της Δημοκρατίας της Λιβερίας καθώς και του άρθρου 8 παρ. 2 του Λιβεριανού Εταιρικού Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες θεμελιώνεται δικαίωμα της εναγόμενης εταιρίας για παροχή λογοδοσίας εκ μέρους των τεσσάρων πρώτων εναγόντων. Δεδομένης δε της διχογνωμίας στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις περιπτώσεις που προκύπτουν εταιρικές διαφορές αφορώσες εταιρίες που έχουν μεν συσταθεί κατά το δίκαιο άλλης πολιτείας αλλά εδρεύουν πραγματικά στην Ελλάδα (συμπεριλαμβανομένων και αυτών του άρθρου 1 του ν. 791/1978) και ειδικότερα περί της εφαρμογής ή μη, επ’ αυτών, του δικαίου της καταστατικής έδρας, αλλά και των αιτιάσεων των εναγόντων ότι το αίτημα της πρώτης εναγόμενης περί παροχής λογοδοσίας τυγχάνει μη νόμιμο σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι εφαρμοστέο στην προκείμενη υπόθεση τυγχάνει το λιβεριανό δίκαιο, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι υφίσταται ουσιώδης εξάρτηση της υπό διάγνωση διαφοράς με το αντικείμενο της προαναφερθείσας από 19-12-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 10506/5391/2016) αγωγής, δεδομένου ότι και στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, η υποχρέωση ή μη παροχής λογοδοσίας στην εναγόμενη μέτοχο εντάσσεται στο πλαίσιο των υποθέσεων που αφορούν την εσωτερική λειτουργία των αλλοδαπών νομικών προσώπων καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της διοίκησης αλλά και τα δικαιώματα των μετόχων της εταιρίας. Το ζήτημα, όμως, του εφαρμοστέου δικαίου στις εταιρικές υποθέσεις των ανωτέρω εναγουσών εταιριών, το οποίο ενδεχομένως επηρεάσει, κατά τα προαναφερθέντα, και το θέμα της νομικής βασιμότητας του αιτήματος λογοδοσίας, θα κριθεί στο πλαίσιο της ανοιγείσας με την ανωτέρω αγωγή δίκης, η οποίας εκκρεμεί στο Εφετείο Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών). Συνεπώς, συντρέχει, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων στις προαναφερθείσες δίκες και ως εκ τούτου τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 249 ΚΠολΔ, το οποίο εξάλλου, άπαντες οι διάδικοι θέτουν και με τις προτάσεις τους. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς την δεύτερη εναγόμενη, αναφορικά δε με τους τρείς πρώτους ενάγοντες και τις ενάγουσες εταιρίες καθώς την πρώτη εναγόμενη, πρέπει να διαταχθεί η αναστολή της εκδικάσεως της υπό κρίση αγωγής έως ότου περατωθεί τελεσιδίκως η δίκη επί της από 19-12-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 10506/5391/2016) αγωγής που εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς για την αυτή ιστορική και νομική αιτία κατά το μέρος που οι αυτές οι αγωγές (ήτοι η από 19-12-2016 και υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 10506/5391/2016 αγωγή που εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς καθώς και η κρινομένη) συμπίπτουν ως προς την ιστορική – νομική αιτία και το αίτημά τους, ενώ πρέπει να αναβληθεί (ορθότερα ανασταλεί) κατά τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, η συζήτηση της κρινομένης αγωγής: α) αναφορικά με το σκέλος αυτής που αφορά το παράτυπο ή μη της ανάληψης της διοίκησης των εναγουσών εταιριών εκ μέρους του μη καλυπτόμενου από την ανωτέρω εκκρεμοδικία τέταρτου εναγόμενου (γραμματέως και μέλους των διοικητικών συμβουλίων αυτών) και β) αναφορικά με το σκέλος αυτής που αφορά την υποχρέωση παροχής λογοδοσίας της μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης στη δίκη επί της από 19-12-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 10506/5391/2016) αγωγής που εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Τέλος, οι ενάγοντες πρέπει να καταδικαστούν στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της δεύτερης των εναγομένων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ για τις διατάξεις που αφορούν την εκκρεμοδικία και την αναβολή της συζήτησης της αγωγής κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, δεν θα επιδικασθεί δικαστική δαπάνη, διότι η παρούσα ως προς τα ανωτέρω ζητήματα είναι μη οριστική, και ως εκ τούτου δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση επιδικάσεως δικαστικής δαπάνης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τη δεύτερη των εναγομένων.
- ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ενάγοντες στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της δεύτερης των εναγομένων, την οποία προσδιορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
- ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ, ως προς τους τρεις πρώτους ενάγοντες και τις ενάγουσες εταιρίες καθώς και ως προς την πρώτη των εναγομένων, την αναστολή της εκδικάσεως της από 14-12-2018 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 12978/5846/2018) αγωγής έως ότου περατωθεί τελεσιδίκως η δίκη επί της από 19-12-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 10506/5391/2016) αγωγής που εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), κατά το μέρος που αυτές ταυτίζονται.
- ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ, κατά τα λοιπά, τη συζήτηση επί της από 14-12-2018 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 12978/5846/2018) αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 19-12-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 10506/5391/2016) αγωγής που εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 3 Μαρτίου 2020 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 15 Απριλίου 2020, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΞΥΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΕΒΑΣΤΗ ΑΝΔΡΙΑΝΙΔΟΥ