Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης   1309/2020

(Αριθ. καταθ. 94/50/2019)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών – Εισηγητή, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Οκτωβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει τυπικά στο … των …, πραγματικά όμως στο …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα (στερείται ελληνικού Α.Φ.Μ.), για την οποία προκατέθεσαν προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Άννα Σιδηροπούλου (ΑΜ ΔΣΑ 017498) και Πάρις Καραμήτσιος (ΑΜ ΔΣΑ 022965) και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Άννα Σιδηροπούλου.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) … του …, κατοίκου .. (ΑΦΜ …), 2) … του …, κατοίκου …. (ΑΦΜ …), 3) … του …, κατοίκου … (ΑΦΜ …) και 4) εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία έχει καταστατική έδρα στη … αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στον ….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα (στερείται ελληνικού ΑΦΜ), για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Βασίλειος Σκουτέρης (ΑΜ ΔΣΠ 002514) και οι οποίοι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 7-1-2019 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 94/50/2019, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά δε τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 6-9-2019 πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω αναφέρεται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Σύμφωνα τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, εάν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικώς ή εν μέρει από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία εννόμου σχέσεως ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο μιας άλλης δίκης, η οποία είναι εκκρεμής ενώπιον πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το Δικαστήριο δύναται αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως, εωσότου περατωθεί τελεσιδίκως ή αμετακλήτως η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απρόσβλητη απόφαση. Από τη διατύπωση και την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, αλλά και για την ικανοποίηση της αρχής της οικονομίας της δίκης (ΕφΑθ 6771/1999 ΕλλΔνη 41.1389, ΕφΑθ 10144/1995 ΝοΒ 44.225, ΕφΠειρ 396/1989 ΝοΒ 28.522, Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., Τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 249, αριθ. 5), σαφώς συνάγεται ότι: α) εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ιδίου ή άλλου Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ιδίων ή διαφόρων προσώπων, επί σκοπώ εναρμονίσεως της δικαστικής κρίσεως σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή εξ άλλου λόγου, που αφορά στην ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΕφΑθ 6470/1991 ΕλλΔνη 33.910, ΕφΑθ 640/1991 ΝοΒ 40.289), β) η αναβολή ή, κατά νομική ακριβολογία, αναστολή της δίκης (ΑΠ 215/1999 ΕλλΔνη 40.635, ΕφΑθ 6771/1999 όπ. π., ΕφΑθ 10144/1995 όπ. π.), χωρεί μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, όταν υφίσταται εκκρεμές στα ως άνω δικαστήρια ή τη διοικητική αρχή προδικαστικό ζήτημα της δίκης που απασχολεί το Δικαστήριο. Δηλαδή, εάν το ζήτημα αυτό συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επιδίκου δικαιώματος και προβλέπεται, περαιτέρω, ότι η αυτοτελής, στη δεύτερη αυτή δίκη, διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα αναβληθεί και γ) όταν ο νόμος απαιτεί την εξάρτηση της αναβολής από άλλες έννομες σχέσεις, προϋποθέτει ύπαρξη δεσμού νομικής αναγκαιότητας ανάμεσά τους, ώστε να μην είναι δυνατή η διάγνωση της επιδίκου διαφοράς άνευ της κρίσεως της υποκειμένης και εξαρτώσας εννόμου σχέσεως (Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., Τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 249, αριθ. 2). Πάντως, για την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει δέσμευση δεδικασμένου από την απόφαση του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η άλλη δίκη, αλλά αρκεί οποιαδήποτε άλλη πραγματική εξάρτηση της προς διάγνωση διαφοράς, όπως στην περίπτωση που έχει προηγηθεί χρονικά η άσκηση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής και ασκείται μεταγενέστερα αγωγή με ευρύτερο αίτημα σε σχέση με την πρώτη (σε περίπτωση ταύτισης των δυο αιτημάτων θεμελιώνονται οι προϋποθέσεις της εκκρεμοδικίας), οπότε ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων αποτρέπεται με την αναστολή της δεύτερης αγωγής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ (ΠΠΠειρ 1481/1987 ΠειρΝομολ 1987.369, Λ. Πήψου Δικονομικά Ζητήματα Εμπράγματων Αγωγών, 2000, σελ. 66). Η με βάση τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ εκδοθείσα απόφαση είναι μη οριστική (ΕφΑθ 632/1994 ΕλλΔνη 37.393), δυναμένη να ανακληθεί οποτεδήποτε κατόπιν αιτήσεως κάποιου από τους διαδίκους (ΑΠ 1709/1995 ΕΕΝ 1997.360, ΑΠ 372/1986 Δ 18.937, ΕφΑθ 4284/1993 ΑρχΝ 1994.303). Τέλος, η έλλειψη της νομιμοποίησης, η οποία αποτελεί διαδικαστική υπόθεση της δίκης και η συνδρομή της εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της δίκης, ως συνέπεια έχει, λόγω ανυπαρξίας συνδέσμου μεταξύ διαδίκου και της επικαλούμενης έννομης σχέσης, την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης (ΕφΘεσ 351/1998 Αρμ 1998.1361, ΕφΠειρ 318/1998 ΕλλΔνη 43.919, ΕφΑθ 703/1995, ΑρχΝ 1996.182). Η νομιμοποίηση των διαδίκων, η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του υπό ευρεία έννοια εννόμου συμφέροντος, ενόψει της φύσης της ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, κρίνεται από την «lex fori», από το δίκαιο δηλαδή της έδρας του δικαστηρίου που δικάζει (Κρίσπη, Γνωμ. ΝοΒ 21.1290, ΕφΑθ 6589/1999 ΕλλΔνη 41.526, ΠΠΠειρ 785/1997 ΕΝΔ 26.130).Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα ισχυρίζεται με την κρινόμενη αγωγή της ότι τυγχάνει μέτοχος σε ποσοστό 45% της τέταρτης εναγόμενης, της οποίας ο πρώτος των εναγομένων τυγχάνει Πρόεδρος, ο δεύτερος Γραμματέας και ο τρίτος Ταμίας. Ότι οι ανωτέρω εναγόμενοι έχουν αναλάβει παράνομα της διοίκηση της τέταρτης εναγόμενης από τον Οκτώβριο άλλως από τον Απρίλιο του έτους 2015, και σε κάθε περίπτωση από τον Δεκέμβριο του έτους 2016, οπότε έλαβε χώρα η από 8-12-2016 άκυρη απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως της τέταρτης εναγόμενης. Ότι από τον Οκτώβριο του έτους 2015 οι εναγόμενοι έχουν αποκλείσει την ενάγουσα από την πρόσβαση στα οικονομικά και λογιστικά δεδομένα της εναγόμενης εταιρίας, αρνούνται δε, σύμφωνα με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της κρινόμενης αγωγής, να την ενημερώσουν για τις υποθέσεις της τελευταίας, παρά τα επανειλημμένα προς τούτο αιτήματά της καθώς και παράσχουν λογοδοσία, μετά και την εν αγνοία της ενάγουσας πώληση, το Νοέμβριο του 2018, του πλοίου «…», πλοιοκτησίας της εναγόμενης εταιρίας, δια της παροχής οικονομικών στοιχείων και παραστατικών εγγράφων, για τη διαχείριση των εταιριών υποθέσεων από τον Οκτώβριο, άλλως από τον Απρίλιο του έτους 2015, και σε κάθε περίπτωση από τις 8-12-2016 και εφεξής. Για το λόγο δε αυτό η ενάγουσα ζητεί: α) την παροχή λογοδοσίας για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δια της ανακοίνωσης λογαριασμού με παράθεση εσόδων – εξόδων και του υπολοίπου που θα προκύψει από αυτή, με επισύναψη των αντίστοιχων νόμιμων δικαιολογητικών εγγράφων – παραστατικών, συμπεριλαμβανομένου καταλόγου με τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρεί ή τηρούσε στο παρελθόν η τέταρτη εναγόμενη, κατάλογο με τους τραπεζικούς λογαριασμούς τρίτων εταιριών που είχαν συναλλαγές με την ως άνω εναγόμενη, αντιγράφων των εμβασμάτων από και προς την εταιρία «…» που αφορούσαν τη διαχείριση του πωληθέντος πλοίου και όλων των ναυλοσυμφώνων που η εναγόμενη εταιρία συνήψε για το ανωτέρω πλοίο με τρίτους και β) την καταβολή από τους εναγόμενους, ευθυνομένων εις ολόκληρον προς τούτο, του καταλοίπου θα προκύψει από τη διαδικασία της λογοδοσίας. Περαιτέρω, η ενάγουσα ζητεί, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους με την υποχρέωση παροχής λογοδοσίας και ως μέσα εκτέλεσης της απόφασης, να απειληθεί σε βάρος των τριών πρώτων εναγομένων χρηματική ποινική και προσωπική κράτηση καθώς και να αναγνωριστεί (κατόπιν μετατροπής του σχετικού αιτήματος σύμφωνα με τα άρθρα 295 και 297 ΚΠολΔ) η υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το πιθανολογούμενο έλλειμμα, ποσού 4.361.760,27 δολαρίων ΗΠΑ, βάσει των ειδικώς εκτιθέμενων στην αγωγή πραγματικών περιστατικών που δικαιολογούν την επιδίκασή του, επικουρικά δε το ισόποσο αυτού σε ευρώ (3.825.098,89 ευρώ) με βάση την επίσημη ισοτιμία των δυο νομισμάτων κατά το χρόνο κατάθεσης της ένδικης αγωγής, άλλως κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, η ενάγουσα ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη αυτής. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η κρινομένη αγωγή, (α) για το παραδεκτό της άσκησης της οποίας έχει καταβληθεί το σχετικό γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Α. και (β) για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής προσκομίζονται (i) για τους πληρεξούσιους δικηγόρους της ενάγουσας τα αντίστοιχα γραμμάτια προείσπραξης του ΔΣΑ (άρθρο 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτός ισχύει) καθώς και το σχετικό ειδικό πληρεξούσιο και (ii) για τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγομένων το σχετικό γραμμάτιο προείσπραξης του ΔΣΠ και τα σχετικά πληρεξούσια, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρο 18 ΚΠολΔ) λόγω του μη αποτιμητού χαρακτήρα της αξίωσης λογοδοσίας, της μη αναφοράς συγκεκριμένου ποσού του καταλοίπου αλλά και του ύψους του ποσού του πιθανολογούμενου ελλείμματος, η καταβολή του οποίου αξιώνεται ως μέσο εκτελέσεως της απόφασης (ΕφΑθ 3486/2002 ΕλλΔνη 2003.221, ΜΠρΘεσ 20770/1996 Αρμ 1997.756) και κατά τόπον, σύμφωνα με τα άρθρα 22, 25 παρ. 2, 36 ΚΠολΔ ενόψει του γεγονότος ότι η πραγματική έδρα της εναγόμενης εταιρίας είναι στο Πειραιά, όπου πραγματοποιείται και η διαχείριση όλων των υποθέσεων αυτής, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 και 3 περ. θ’ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Συνακολούθως, το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς, σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, 4 και 63 του Κανονισμού της ΕΕ 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Σε κάθε δε περίπτωση, το παρόν Δικαστήριο έχει, κατά σιωπηρή παρέκταση, διεθνή δικαιοδοσία, με βάση το άρθρο 26 του προαναφερθέντος Κανονισμού, δεδομένου ότι οι εναγόμενοι παραστάθηκαν στη δίκη αυτή και δεν αμφισβήτησαν τη διεθνή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου. Ως προς την διερεύνηση, λοιπόν, των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει. Περαιτέρω, όσον αφορά το αίτημα της κρινόμενης αγωγής για την καταβολή του πιθανολογούμενου ελλείμματος στην περίπτωση μη πραγματοποίησης της λογοδοσίας, επισημαίνεται ότι αυτό, μπορεί να διατυπωθεί εξ ορισμού μόνον ως καταψηφιστικό, αφού έχει το χαρακτήρα μέσου εξαναγκασμού που ορίστηκε εκ του νόμου ως συντρέχον με τα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης που προβλέπονται στο άρθρο 946 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 11184/1980 ΝοΒ 1981.543, ΠΠΑθ 4485/2005 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ακόμα και αν δεν ζητείται με την αγωγή ευθέως η καταδίκη του εναγομένου σε ορισμένη παροχή, καθορίζεται όμως, το εικαζόμενο έλλειμμα, είναι καταψηφιστική και δεν μπορεί να διατυπωθεί ως αναγνωριστική κατά το αίτημα αυτό, και συνεπώς, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (ΕφΑθ 1999/1970 Αρμ 24.1115, ΠΠΑθ 4485/2005 οπ. π., ΠΠΠειρ 512/1995 ΕΝΔ 1996.34, Γ. Ορφανίδη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ I, 2000, άρθρο 473, αρ. 3, σελ. 838 και Κρητικό, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, Αστικός Κώδικας, άρθρο 303, αρ. 26, Π. Γιαννόπουλο, σημείωση κάτωθι ΑΠ 1263/2010, ΧρΙΔ 2011.448). Στην προκείμενη δε περίπτωση, η ενάγουσα περιόρισε, δια των προτάσεών της, το αίτημα καταβολής του πιθανολογούμενου ελλείμματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, το οποίο, όμως, ως μέσο εξαναγκασμού είναι εξ ορισμού καταψηφιστικό, σύμφωνα με τα ως άνω διαλαμβανόμενα (σημειωτέον ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας κλήθηκε τηλεφωνικώς για την καταβολή του δικαστικού ενσήμου μετά των προσαυξήσεων υπέρ τρίτων, κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ, όπως συνάγεται από την από 24-3-2020 σχετική επισημείωση της γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου, πλην όμως αυτό δεν καταβλήθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας). Ο περιορισμός αυτός, είναι προδήλως μη νόμιμος (βλ. σχετ. ΠΠρΑθ 4653/2011 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ) και καθιστά το σχετικό εξ ορισμού καταψηφιστικό αίτημα απορριπτέο λόγω μη καταβολής του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου, με την επισήμανση ότι δεν επηρεάζει ως μέσο έμμεσης εκτέλεσης το κύριο αντικείμενο της δίκης που είναι η παροχή λογοδοσίας και δεν πρέπει να δημιουργεί σύγχυση με το αίτημα καταβολής του οριστικού υπολοίπου που θα προκύψει από τη λογοδοσία, το οποίο μπορεί να είναι αναγνωριστικό. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει αρκούντως ορισμένη, πλην, όμως, το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να προχωρήσει σε εκτίμηση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της κρινόμενης αγωγής, δεδομένου ότι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εκκρεμεί η από 14-12-2018 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 12978/5846/2018) αρνητική αναγνωριστική αγωγή η οποία ασκήθηκε (και) από τους εναγόμενους στην παρούσα δίκη κατά της ενάγουσας, με αντικείμενο την αναγνώριση ανυπαρξίας οποιασδήποτε υποχρέωσης των τελευταίων σε παροχή λογοδοσίας στην (νυν) ενάγουσα για τις υποθέσεις που αφορούν την τέταρτη εναγόμενη. Η ανωτέρω δε αγωγή συζητήθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 24ης-9-2019 και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης. Και είναι μεν γεγονός ότι η κρινόμενη στην παρούσα δίκη αγωγή έχει ευρύτερο αίτημα από την προαναφερθείσα αναγνωριστική αγωγή, δεδομένου ότι περιλαμβάνει τόσο την καταβολή καταλοίπου όσο και την απαγγελία μέσων εκτελέσεως σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των εναγομένων με την απόφαση που θα εκδοθεί, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται ζήτημα εκκρεμοδικίας σε σχέση με την αρνητική αναγνωριστική αγωγή. Πλην, όμως, τίθεται κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ζήτημα κινδύνου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, δεδομένου ότι αντικείμενο και της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής αποτελεί η αξίωση της ενάγουσας για λογοδοσία των τριών πρώτων εναγομένων σε σχέση με τις υποθέσεις της τέταρτης εξ αυτών. Πέραν δε των ανωτέρω πρέπει να επισημανθεί ότι με την από 19-12-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 10506/5391/19-12-2016) αγωγή που άσκησε η ενάγουσα (και) κατά του πρώτου, του τρίτου και της τέταρτης των εναγομένων, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ζήτησε την αναγνώριση της ακυρότητας της από 8-12-2016 αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως της εναγόμενης στην παρούσα δίκη εταιρίας, δυνάμει της οποίας εξελέγη το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής. Επί της ανωτέρω δε αγωγής, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 977/2018 απορριπτική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά της οποίας η ενάγουσα άσκησε την από 13-9-2018 έφεσή της, μετά των από 4-3-2019 πρόσθετων λόγων έφεσης, ενώπιον του Εφετείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία συζητήθηκε στις 4-4-2019 και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης. Στην ανοιγείσα με την προαναφερθείσα αγωγή δίκη κρίθηκε, μεταξύ άλλων, από το παρόν Δικαστήριο ότι εφαρμοστέο δίκαιο στην σχετική εταιρική διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων για τη διοίκηση των εναγουσών εταιριών, τυγχάνει το λιβεριανό δίκαιο ως το δίκαιο του τόπου της καταστατικής έδρας των εναγομένων πλοιοκτητριών εταιριών, σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ σε συνδυασμό και με το άρθρο 1 του ν. 791/1978, το οποίο εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που αφορούν εταιρικής φύσεως διαφορές, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η ευθύνη των διαχειριστών και τα δικαιώματα των μετόχων. Στην προκείμενη δε περίπτωση, η ενάγουσα θέτει ζήτημα εφαρμογής του ελληνικού ή του λιβεριανού δικαίου και ειδικότερα των διατάξεων του Νόμου περί Νομικών Προσώπων της Δημοκρατίας της Λιβερίας καθώς και του άρθρου 8 παρ. 2 του Λιβεριανού Εταιρικού Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες θεμελιώνεται υποχρέωση των τριών πρώτων εναγόμενων για παροχή λογοδοσίας, οι δε εναγόμενοι επικαλούνται ως προς την ανυπαρξία υποχρέωσής τους για λογοδοσία τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, επικαλούμενοι σε κάθε περίπτωση ότι σύμφωνα και με το λιβεριανό δίκαιο η σχετική αξίωση της ενάγουσας τυγχάνει μη νόμιμη. Δεδομένης δε της διχογνωμίας στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις περιπτώσεις που προκύπτουν εταιρικές διαφορές αφορώσες εταιρίες που έχουν μεν συσταθεί κατά το δίκαιο άλλης πολιτείας αλλά εδρεύουν πραγματικά στην Ελλάδα (συμπεριλαμβανομένων και αυτών του άρθρου 1 του ν. 791/1978) και ειδικότερα περί της εφαρμογής ή μη επ’ αυτών του δικαίου της καταστατικής έδρας, αλλά και των αιτιάσεων των εναγομένων ότι το αίτημα ενάγουσας περί παροχής λογοδοσίας τυγχάνει μη νόμιμο σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι εφαρμοστέο στην προκείμενη υπόθεση τυγχάνει το λιβεριανό δίκαιο, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι υφίσταται ουσιώδης εξάρτηση της υπό διάγνωση διαφοράς με το αντικείμενο της προαναφερθείσας από 19-12-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 10506/5391/2016) αγωγής, δεδομένου ότι και στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, η υποχρέωση ή μη παροχής λογοδοσίας στην ενάγουσα μέτοχο εντάσσεται στο πλαίσιο των υποθέσεων που αφορούν την εσωτερική λειτουργία των αλλοδαπών νομικών προσώπων καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της διοίκησης αλλά και τα δικαιώματα των μετόχων της εναγόμενης εταιρίας. Το ζήτημα, όμως, του εφαρμοστέου δικαίου στις εταιρικές υποθέσεις των ανωτέρω εναγουσών εταιριών, το οποίο ενδεχομένως επηρεάσει, κατά τα προαναφερθέντα, και το θέμα της νομικής βασιμότητας του αιτήματος λογοδοσίας, θα κριθεί στο πλαίσιο της ανοιγείσας με την ανωτέρω αγωγή δίκης, η οποία εκκρεμεί στο Εφετείο Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών). Συνεπώς, για αμφότερους τους προαναφερθέντες λόγους, συντρέχει, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων στις προαναφερθείσες δίκες και ως εκ τούτου τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 249 ΚΠολΔ. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να αναβληθεί (ορθότερα ανασταλεί), κατά τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, η συζήτηση της κρινομένης αγωγής, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης στη δίκη επί της από 19-12-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 10506/5391/2016) αγωγής που εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς και στη δίκη επί της από 14-12-2018 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 12978/5846/2018) αγωγής που εκκρεμεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Τέλος, δεν θα επιδικασθεί δικαστική δαπάνη, διότι η παρούσα απόφαση είναι μη οριστική και ως εκ τούτου δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση επιδικάσεως δικαστικής δαπάνης.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

  • ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
  • ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση επί της από 7-1-2019 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 94/50/2019) αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης: α) επί της από 19-12-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 10506/5391/2016) αγωγής που εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) και β) επί της από 14-12-2018 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 12978/5846/2018) αγωγής που εκκρεμεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 3 Μαρτίου 2020 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 15 Απριλίου 2020, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

   ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΞΥΝΟΠΟΥΛΟΣ          ΣΕΒΑΣΤΗ ΑΝΔΡΙΑΝΙΔΟΥ