ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 185/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 12η Ιουνίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «….» (….), που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται στην Ελλάδα μέσω της εταιρίας με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει στη … και έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα στην …, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 89/1967, και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Ναταλία Κανδραλίδη – Φλωροπούλου (ΑΜΔΣΑ 37898), δυνάμει του από 11-04-2018 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο προσάγεται σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/16-04-2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1…, κατοίκου … (οδός …), 2) Αλλοδαπής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….» (…), που εδρεύει στο … (οδός …) και εκπροσωπείται νόμιμα, και 3) Αλλοδαπής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….» (…), που εδρεύει στο … (οδός …) και εκπροσωπείται νόμιμα, για τους οποίους κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος τους Καρμέλα – Σπυριδούλα Μαυρόχη (ΑΜΔΣΑ 20630), δυνάμει των από 06-04-2018 ειδικών πληρεξουσίων, που χορηγήθηκαν με συμβολαιογραφικό έγγραφο ενώπιον του συμβολαιογράφου … …, τα οποία προσάγονται σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική και φέρουν επισημείωση της Σύμβασης της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/19-04-2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 06-12-2017 με Γ.Α.Κ. 13127/2017 και με Ε.Α.Κ. 6519/2017 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 06-12-2017, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 237 ΚΠολΔ, με την 24-05-2018 πράξη ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94, 96, 104 και 105 ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, εκτός από το ειρηνοδικείο, εφόσον πρόκειται για μικροδιαφορές, ή προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου, να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, του οποίου ο διορισμός γίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά ή στην έκθεση είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο. Σε περίπτωση μη τήρησης του ως άνω τύπου της δικαστικής πληρεξουσιότητας θεωρείται ότι αυτή δεν υπάρχει, ούτε είναι δυνατό να γίνει λόγος για απόδειξή της με άλλο αποδεικτικό μέσο ή από τη μη ειδική αμφισβήτησή της από τον αντίδικο. Επίσης, όταν δεν υπάρχει η εν λόγω απαιτούμενη πληρεξουσιότητα, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Εξάλλου, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη της πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της και εάν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της έλλειψης αυτής και να επιτρέψει σε εκείνον που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινώς. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν, κατά τα ως άνω, εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση της εν λόγω έλλειψης. Η οριστική απόφαση δεν επιτρέπεται να εκδοθεί προτού συμπληρωθεί η έλλειψη αυτή ή πριν παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε σχετικώς, ενώ σε περίπτωση μη συμπληρώσεως της έλλειψης, μέσα στην ορισθείσα προθεσμία, το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης (Βλ. ΑΠ 1473/2009 ΕφΑΔ 2009.1365, ΑΠ 54/2008 ΕφΑΔ 2008.570, ΑΠ 1509/2004 ΕΕΝ 2005.526). Ακόμη, με τις παραπάνω διατάξεις του ΚΠολΔ, που αποτελούν δημόσιο δίκαιο, ρυθμίζεται ειδικότερα σε σχέση με το άρθρο 11 ΑΚ, ο τύπος της μονομερούς δικαιοπραξίας της πληρεξουσιότητας, όταν αυτή παρέχεται για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και την παράσταση στο ακροατήριο ενώπιον των ημεδαπών δικαστηρίων. Μάλιστα, η παροχή τέτοιας πληρεξουσιότητας συνιστά, πέραν του ουσιαστικού δικαίου, διαδικαστική πράξη του δικονομικού δικαίου υποβαλλόμενη στον οριζόμενο από την εσωτερική έννομη τάξη (συστατικό) τύπο, χωρίς διάκριση αν παρέχεται με δικαιοπραξία στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή. Επιλέγεται έτσι από το νόμο αποκλειστικά ως κατάλληλο για τη ρύθμιση αυτή το δίκαιο του τόπου όπου οι διαδικαστικές πράξεις επιχειρούνται, κατ’ ειδική ρύθμιση σε σχέση με το άρθρο 11 ΑΚ, το οποίο ως προς τον τύπο της δικαιοπραξίας δέχεται το ως άνω δίκαιο διαζευκτικώς εφαρμοζόμενο με τα αναφερόμενα εκεί άλλα δίκαια (Βλ. ΑΠ 909/2004 ΕλλΔνη 2005.1684, ΑΠ 292/2002 Δ 2002.1295, ΕΠ 371/2014 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα παρίστανται στο δικαστήριο με τα φυσικά πρόσωπα που τα εκπροσωπούν, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό ή τη συστατική ή την ιδρυτική πράξη τους. Η αντιπροσωπευτική εξουσία του φυσικού προσώπου, που εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, η οποία ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 73 ΚΠολΔ. Έτσι, η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται στο δικαστήριο από το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο ενεργεί συλλογικά, εκτός εάν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά, σύμφωνα με το άρθρο 18 του Ν. 2190/1920, το οποίο ρυθμίζει την ικανότητα παράστασης στο δικαστήριο αποκλειστικά των ανώνυμων εταιριών που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα. Αντίθετα, η ικανότητα παράστασης στο δικαστήριο των ανώνυμων εταιριών ή νομικών προσώπων άλλης μορφής (εταιριών περιορισμένης ευθύνης, προσωπικών εταιριών κ.λ.π.), που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή, ρυθμίζεται από το νόμο που ισχύει σ’ αυτά, σύμφωνα με την ιδιωτικού διεθνούς δικαίου διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ, δηλαδή από το δίκαιο της έδρας του (Βλ. ΕΠ 371/2014, ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι οι διάδικοι κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠολΔ προθεσμίας, δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, Ναταλίας Κανδραλίδη – Φλωροπούλου (ΑΜΔΣΑ 37898) και Καρμέλας – Σπυριδούλας Μαυρόχη (ΑΜΔΣΑ 20630), αντίστοιχα, μαζί με τα επικαλούμενα σ’ αυτές αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα, ενώ κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οι διάδικοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Περαιτέρω, για την απόδειξη της πληρεξουσιότητάς της, η υπογράφουσα τις προτάσεις της ενάγουσας, Ναταλία Κανδραλίδη – Φλωροπούλου, μαζί με τα λοιπά επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα, προσκόμισε, σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα και την ισπανική στην ελληνική, ακριβές αντίγραφο του από 11-04-2018 πρακτικού συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της ενάγουσας εταιρίας, που έλαβε χώρα στην πόλη του …, από την επισκόπηση του οποίου προκύπτει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο αφενός επικύρωσε το διορισμό της παραπάνω δικηγόρου ως πληρεξούσιας για την υπογραφή και κατάθεση της κρινόμενης αγωγής, και αφετέρου χορήγησε σ’ αυτήν πληρεξουσιότητα για την υπογραφή και κατάθεση κάθε διαδικαστικού εγγράφου σε σχέση με την ανοιγείσα δίκη, -μεταξύ των οποίων- και των προτάσεων και της προσθήκης στις προτάσεις. Από την επισκόπηση του παραπάνω πρακτικού συνεδρίασης προκύπτει ότι αυτό αποτελεί ακριβές αντίγραφο από το πρωτότυπο, γεγονός που βεβαιώνεται ενυπόγραφα στο τέλος του κειμένου από τον Διευθυντή/Ταμία της ενάγουσας, …, ενώ με το υπ’ αριθ. …/13-04-2018 πιστοποιητικό γνησιότητας υπογραφής, που προσαρτάται στο εν λόγω πρακτικό, βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του παραπάνω αναφερόμενου Διευθυντή/Ταμία από την Πρόξενο του Προξενείου της … του … στην Ελλάδα, …. Η ως άνω πληρεξουσιότητα, η οποία, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι παρασχέθηκε στην αλλοδαπή, και συγκεκριμένα, στην πόλη του …, ως διαδικαστική πράξη του δικονομικού δικαίου, υποβάλλεται στον οριζόμενο από την εσωτερική έννομη τάξη τύπο, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, πληροί τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγόμενων με την προσθήκη στις προτάσεις τους, ο οποίος, άλλωστε εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Επίσης, ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι το εν λόγω έγγραφο δεν συνοδεύεται από τα νομιμοποιητικά έγγραφα της ενάγουσας και από πιστοποιητικό καλής κατάστασης (good standing certificate) τυγχάνει απορριπτέος, καθώς για την πληρεξουσιότητα προς δικηγόρο από νομικό πρόσωπο αρκεί η προσκόμιση του πληρεξουσίου και δεν απαιτείται να προσκομίζεται έγγραφο που να αποδεικνύει την εξουσία εκπροσώπησης του διοικητικού συμβουλίου (Βλ. ΕΑ 9162/2002 ΕλλΔνη 2005.213). Σε κάθε περίπτωση, ως εκ περισσού αναφέρεται ότι η ενάγουσα προσάγει με την προσθήκη στις προτάσεις της ακριβές αντίγραφο από το πρωτότυπο του από 02-05-2018 πιστοποιητικού καλής λειτουργίας, που έχει εκδοθεί από το Γενικό Πρόξενο στην Ελλάδα της … του …, από το οποίο προκύπτει το Διοικητικό Συμβούλιο της ενάγουσας, συνακόλουθα δε και η σχετική αντιπροσωπευτική εξουσία προς εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ενάγουσας.
Κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ, «Όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι». Ως ικανότητα διαδίκου νοείται η ικανότητα συμμετοχής στην έννομη σχέση της δίκης, δηλαδή στο σύμπλεγμα από τα δικονομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που συνδέουν κάθε διάδικο και το δικαστήριο, αναφορικά με το συγκεκριμένο αίτημα δικαστικής προστασίας (Βλ. Μπέη Κ./Καλαβρού Κ./Σταματόπουλου Σ., Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, σελ. 292 – 293). Η ικανότητα διαδίκου αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή της εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, κατά το άρθρο 73 ΚΠολΔ (Βλ. ΑΠ 2098/2013, ΑΠ 2079/2013, ΑΠ 1737/2013, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 66 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αλλοδαπό πρόσωπο (προφανώς φυσικό ή νομικό), το οποίο δεν έχει, σύμφωνα με το δίκαιο της ιθαγένειάς του, ικανότητα για δικαστική παράσταση με το δικό του όνομα, θεωρείται πως έχει ικανότητα να παρίσταται στα ελληνικά δικαστήρια, αν έχει αυτή την ικανότητα, με βάση το ελληνικό δίκαιο, ενώ κατά το άρθρο 64 παρ. 2 έως 4 του ίδιου Κώδικα: «…2. Τα νομικά πρόσωπα παρίστανται στο δικαστήριο με όποιον τα εκπροσωπεί. Στις περιπτώσεις που χρειάζεται προηγούμενη άδεια για τη διεξαγωγή της δίκης, η απεριόριστη χορήγησή της περιλαμβάνει και τη δίκη κατ’ έφεση, αναψηλάφηση και αναίρεση. 3. Οι ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να αποτελούν σωματείο, καθώς και οι εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεων τους. 4. Αν δεν υπάρχει διάταξη που ρυθμίζει τη δικαστική παράσταση των προσώπων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 3, τα πρόσωπα αυτά εκπροσωπούνται από όποιους τα αντιπροσωπεύουν στις συναλλακτικές τους σχέσεις». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή αλλοδαπές ενώσεις, που στερούνται νομικής προσωπικότητας και, εκ του λόγου αυτού, στερούνται, ενδεχομένως, κατά το δίκαιο της έδρας τους, την ικανότητα να είναι διάδικοι, έχουν την ικανότητα αυτή κατά το ελληνικό δίκαιο και, εφόσον αναπτύσσουν τη δραστηριότητα τους στην Ελλάδα, μπορούν να ενάγουν ή να ενάγονται και, γενικότερα, να παρίστανται ως διάδικοι, νομιμοποιούμενοι ενεργητικά ή παθητικά προς διεξαγωγή δίκης που αφορά τα δικαιώματα τα οποία έχουν αποκτήσει ή τις υποχρεώσεις με τις οποίες έχουν επιβαρυνθεί από την εν γένει δραστηριότητα τους, όταν η διαφορά που ανακύπτει υπάγεται στη δικαιοδοσία ελληνικού δικαστηρίου (Βλ. ΕΑ 4267/2011 ΔΕΕ 2012.52). Περαιτέρω, προκειμένου να κριθεί εάν μία αλλοδαπή εταιρία έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και την ικανότητα, ως νομικό πρόσωπο να είναι διάδικος, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου που παρατέθηκε, θα πρέπει να έχει την ικανότητα αυτή κατά το δίκαιο της χώρας στην οποία έχει την έδρα της (Βλ. ΟλΑΠ 2/2003 ΝοΒ 2003.1392, ΑΠ 1390/2001 ΕλλΔνη 2003.728). Όμως, προκειμένου να κριθεί εάν η αλλοδαπή εταιρία, μολονότι κατά το δίκαιο της έδρας της δεν έχει νομική προσωπικότητα, έχει την ικανότητα να είναι διάδικος, τότε, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του παραπάνω άρθρου, το οποίο εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα του πρώτου εδαφίου και συνάδει με τη ρύθμιση του άρθρου 66 ΚΠολΔ για την ικανότητα παράστασης αλλοδαπών προσώπων, δεν θα ερευνηθεί εάν και κατά το δίκαιο της χώρας στην οποία εδρεύει το νομικό πρόσωπο έχει τέτοια ικανότητα, αλλά, εφόσον η δίκη διεξάγεται ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου, η αλλοδαπή εταιρία, ως ένωση προσώπων, έχει αυτήν την ιδιότητα ευθέως από τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 62 ΚΠολΔ, η οποία, ως διάταξη δικονομικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori), εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή (Βλ. ΑΠ 796/1993 ΔΕΕ 1995.281, ΑΠ 1309/1991 ΕλλΔνη 32.794, ΕΠ 273/2013 ΤΝΠ NOMOS). Επομένως, ακόμη και εάν ένα αλλοδαπό νομικό πρόσωπο στερείται της ικανότητας διαδίκου, σύμφωνα με το δίκαιο της έδρας του, θεωρείται πως έχει την ικανότητα να παρίσταται ενώπιον των ημεδαπών δικαστηρίων, ως ένωση προσώπων, αντλώντας τη σχετική δικονομική εξουσία ευθέως από τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 62 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι με την προσθήκη στις προτάσεις τους αμφισβητούν την ικανότητα διαδίκου της αντιδίκου τους, καθώς και την ύπαρξη εξουσίας προς εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της. Οι ισχυρισμοί αυτοί των εναγόμενων, που αφορούν σε διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και η συνδρομή τους εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρα 62, 64 παρ. 2, 66, 73 ΚΠολΔ), τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, για το λόγο ότι η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρία έχει την ικανότητα να είναι διάδικος ευθέως από τη διάταξη του άρθρου 62 εδ. β΄ ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται, ως διάταξη του δικονομικού δικαίου της lex fori, επιπλέον δε αυτή έχει και ικανότητα παράστασης, κατ’ άρθρο 66 ΚΠολΔ (Βλ. ΕΠ 273/2013, ό.π.). Σε κάθε περίπτωση, από το προαναφερόμενο με ημερομηνία 02-05-2018 πιστοποιητικό καλής λειτουργίας προκύπτει ότι η ενάγουσα, η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με το Νόμο της … του … και έχει εγγραφεί στο Μητρώο εταιριών του … υπό τα στοιχεία …/15-03-2007, είναι ενεργός και σε ισχύ, καθώς και ότι υφίσταται Διοικητικό Συμβούλιο αποτελούμενο από τους: 1) …, ως Πρόεδρο/Διευθυντή, 2) …, ως Ταμία/Διευθυντή, και 3) …, ως Γραμματέα/Διευθυντή. Επομένως, συντρέχει στο πρόσωπο της ενάγουσας η διαδικαστική προϋπόθεση της ικανότητας διαδίκου, καθώς και η σχετική αντιπροσωπευτική εξουσία προς εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 παρ. 2, 66 ΚΠολΔ, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ενάντια υποστηριζόμενων από τους εναγόμενους.
Από το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 237 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι στην τακτική διαδικασία η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών, διαφορετικά η αγωγή θεωρείται ότι δεν έχει ασκηθεί. Με την παραπάνω ρύθμιση τάσσεται δικονομική προθεσμία για την ολοκλήρωση της επίδοσης της αγωγής, η οποία εξαρτά την απώλειά της από την επαχθή δικονομική κύρωση της αυτοδίκαιης ανάκλησης της αγωγής. Υπό το πρίσμα του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 «περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος, με βάση το άρθρο 1 εφαρμόζεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -πλην Δανίας- όταν μία δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί, ανακύπτει ζήτημα ως προς το αν κρίσιμος χρόνος για τις ανάγκες της εμπρόθεσμης επίδοσης νοείται εκείνος της επίδοσης του δικογράφου στον Εισαγγελέα ή αν απαιτείται και η ολοκλήρωση της πραγματικής επίδοσης μέσα στην προθεσμία των εξήντα ημερών που τάσσει η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ. Με σημείο αφετηρίας τη διαπίστωση ότι η ως άνω προθεσμία είναι προθεσμία ενέργειας, η ερμηνευτική λύση πρέπει να αναζητηθεί στο άρθρο 9 παρ. 1 – 2 του παραπάνω Κανονισμού, κατά το οποίο: «1. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 8, η ημερομηνία της επίδοσης ή της κοινοποίησης μίας πράξης, βάσει του άρθρου 7, είναι η ημερομηνία κατά την οποία η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής. 2. Όταν όμως, σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, μία πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός τακτής προθεσμίας, λαμβάνεται υπόψη για τον αιτούντα η ημερομηνία που καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους αυτού». Επομένως, ενόψει των ως άνω διατάξεων του Κανονισμού, στην περίπτωση που η αγωγή στρέφεται κατά προσώπου που διαμένει σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως χρόνος άσκησης αυτής νοείται εκείνος της πλασματικής επίδοσης του σχετικού δικογράφου στον Εισαγγελέα, κατ’ άρθρο 134 παρ. 1 ΚΠολΔ (πρβλ. ΠΠΑ 1070/2014 ΤΝΠ NOMOS). Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορεί αφενός η διατύπωση του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν απαιτεί πραγματική επίδοση μέσα στην εξηκονθήμερη προθεσμία, αλλά και σταθμίσεις ασφάλειας δικαίου, αφού ο ενάγων δεν διατηρεί τον έλεγχο της διαδικασίας επίδοσης μετά τη διενέργεια της επίδοσης στον Εισαγγελέα, οπότε θα ήταν υπέρμετρα επαχθές αυτός να υφίσταται δικονομικές κυρώσεις για τυχόν καθυστερήσεις της αλλοδαπής αρχής στην ολοκλήρωση της επίδοσης. Τυχόν ερμηνευτική εκδοχή ότι απαιτείται πραγματική επίδοση για την εμπρόθεσμη επίδοση της αγωγής, κατά το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, θα προσέδιδε στην εν λόγω διάταξη περιεχόμενο αντίθετο προς το άρθρο 9 παρ. 1 και 2 του Κανονισμού 1393/2007, το οποίο αναπτύσσει αυξημένη τυπική ισχύ στο πλαίσιο της ημεδαπής έννομης τάξης (Βλ. Γιαννόπουλου Π., Ερμηνευτικά προβλήματα και αλληλεπίδραση της νέας τακτικής διαδικασίας με τον Κανονισμό 1393/2007 – Εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο Ε.Σ.ΔΙ. «Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί», Εθνική Σχολή Δικαστών 27.04.2018, Αρβανιτάκη Π./Βασιλακάκη Ε. (-Αρβανιτάκη), Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 κατ’ άρθρο ερμηνεία, άρθρο 9, αριθ. περιθ. 3, 5, 22). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους, με επίκληση της διάταξης του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, ισχυρίζονται ότι η αγωγή πρέπει να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα ως προς τη δεύτερη και την τρίτη απ’ αυτούς, λόγω εκπρόθεσμης επίδοσής της. Επί του ισχυρισμού αυτού των εναγόμενων λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου προκύπτει ότι η αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Πρωτοδικείου την 06-12-2017, ενώ από τις υπ’ αριθ. …/27-12-2017 και …/27-12-2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αγωγής, σε νόμιμη μετάφραση στην ολλανδική γλώσσα, που φέρει επισημείωση της Σύμβασης Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, παραγγελία προς επίδοση και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο που θα οριστεί, επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς την 27-12-2017, ενώ η πραγματική επίδοση της αγωγής στις εναγόμενες, που εδρεύουν σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ολλανδία), διενεργήθηκε την 23-01-2018 και την 07-02-2018, αντίστοιχα (Βλ. τις προσαγόμενες με επίκληση από την ενάγουσα υπ’ αριθ. …/23-01-2018 και …/08-02-2018 βεβαιώσεις επίδοσης). Με βάση τα παραπάνω, αναφορικά με τη δεύτερη εναγόμενη, εντός της προβλεπόμενης με το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ εξηκονθήμερης προθεσμίας διενεργήθηκε τόσο η επίδοση της αγωγής στον αρμόδιο Εισαγγελέα, όσο και η πραγματική επίδοσή της στην παραπάνω διάδικο, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγόμενων. Περαιτέρω, αναφορικά με την τρίτη εναγόμενη, ο ισχυρισμός των εναγόμενων τυγχάνει επίσης αβάσιμος και απορριπτέος, διότι ενόψει της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1393/2007, χρόνος άσκησης της κρινόμενης αγωγής ως προς την παραπάνω διάδικο στο πλαίσιο του άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι η 27-12-2017, δηλαδή ο χρόνος της επίδοσης της αγωγής στον Εισαγγελέα, κατ’ άρθρο 134 παρ. 1 ΚΠολΔ, και όχι ο χρόνος της πραγματικής επίδοσής της, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, επομένως, η αγωγή ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης με το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ εξηκονθήμερης προθεσμίας.
Με την αγωγή εκτίθεται, κατά την ορθή εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, όπως το περιεχόμενό της συμπληρώθηκε παραδεκτά, κατ’ άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ, ότι η εδρεύουσα στον … ενάγουσα εταιρία, η οποία ασκεί την επιχειρηματική της δραστηριότητα στην Ελλάδα, όπου και εκπροσωπείται διά της αλλοδαπής μη διαδίκου διαχειρίστριας πλοίων εταιρίας με την επωνυμία «…», που έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, με βάση τις διατάξεις των Ν. 89/1967 και Α.Ν. 378/1968, ήταν κατά τους κρίσιμους για την υπόθεση χρόνους πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … πλοίου «…». Ότι κατά τους ίδιους χρόνους ο πρώτος εναγόμενος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και Διευθυντής των εναγόμενων εταιριών, καθώς και της εδρεύουσας στο … μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία «….», οι οποίες ανήκαν στον ίδιο όμιλο εταιριών με την επωνυμία «…». Ότι δυνάμει καταρτισθείσας μεταξύ της ενάγουσας και της παραπάνω μη διαδίκου εταιρίας «….» σύμβασης ναύλωσης κατά ταξίδι, η πρώτη εκναύλωσε στη δεύτερη το πλοίο της για τη μεταφορά χύδην φορτίου βιοκαυσίμου (bulk palm kernel shells) από το λιμένα Palembang Ινδονησίας με προορισμό το λιμένα Porto Torres στη Σαρδηνία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα με το αγωγικό δικόγραφο. Ότι σύμφωνα με την από 23-12-2013 οριστική κατάσταση οφειλόμενου ναύλου, που συντάχθηκε από την ενάγουσα κατά τη λήξη της σύμβασης ναύλωσης την 23-12-2013, προέκυπτε υπέρ της ενάγουσας και σε βάρος της μη διαδίκου ναυλώτριας εταιρίας οφειλόμενο ποσό 273.104,80 δολλαρίων ΗΠΑ, για υπεραναμονή και παρέκκλιση της πορείας του πλοίου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα με το αγωγικό δικόγραφο. Ότι κατόπιν ανταλλαγής ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση ναύλωσης, επιβεβαιώθηκε ως τελικά οφειλόμενο στην ενάγουσα το ποσό των 142.989,71 δολλαρίων ΗΠΑ. Ότι, ακολούθως, με τα αναφερόμενα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ο πρώτος εναγόμενος, με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου των συνεναγόμενων εταιριών, αναδέχθηκε το χρέος της μη διαδίκου ναυλώτριας, και υποσχέθηκε την εξόφλησή του. Ότι οι εναγόμενες εταιρίες, διά του νόμιμου εκπροσώπου τους – πρώτου εναγόμενου, εν γνώσει τους παρέστησαν στην ενάγουσα ότι η μη διάδικος ναυλώτρια εταιρία υπείχε ευθύνη έναντι των παραληπτών του φορτίου για ζημία του φορτίου και ότι θα πλήρωναν στην ενάγουσα το αναδεχθέν χρέος μόλις θα εισέπρατταν αποζημίωση από τους ασφαλιστές ή τους παραλήπτες του φορτίου, και οι παραστάσεις τους αυτές ήταν ψευδείς, διότι η ναυλώτρια και ο όμιλος εταιριών δεν υπέστησαν οποιαδήποτε ζημία, ούτε προέκυψε οποιαδήποτε ευθύνη τους από την εκφόρτωση και παραλαβή του φορτίου στον λιμένα προορισμού του. Ότι, περαιτέρω, οι εναγόμενες, διά του νόμιμου εκπροσώπου τους – πρώτου εναγόμενου, με σκοπό να ματαιώσουν την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, παρασιώπησαν ότι είχε δρομολογηθεί η μεταβίβαση της ναυλώτριας σε εταιρία που δεν ανήκε στον όμιλο, καθώς και την πτώχευσή της, και προξένησαν παράνομα και υπαίτια ζημία στην περιουσία της ενάγουσας. Με βάση το ιστορικό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, η ενάγουσα αιτείται να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, κυρίως κατά τις διατάξεις περί σωρευτικής αναδοχής χρέους (κύρια βάση), άλλως κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (α’ επικουρική βάση) ή κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (β’ επικουρική βάση), το ποσό των 142.989,71 δολλαρίων ΗΠΑ, άλλως το ισόποσό του σε ευρώ με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης, άλλως, με βάση την ισοτιμία κατά το χρόνο της πληρωμής, άλλως το ποσό των 120.786,02 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ισόποσο των 142.989,71 δολλαρίων ΗΠΑ, κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (1 δολλάριο ΗΠΑ = 0,844717 ευρώ), νομιμότοκα από την ημερομηνία αναδοχής του χρέους, ήτοι από την 25-02-2014, άλλως από την επίδοση της παρούσας, με το νόμιμο τόκο επιδικίας, άλλως υπερημερίας, μέχρι την εξόφληση. Επίσης, η ενάγουσα αιτείται να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.
Κατά το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος, με βάση τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1, εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται κατά ή μετά την 10η Ιανουαρίου 2015, ως προς όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. -πλην της Δανίας-: «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους. 2. Τα πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν, υπάγονται, στο κράτος αυτό, στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που εφαρμόζονται στους ημεδαπούς», ενώ, κατά το άρθρο 5: «1. Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου. 2. Ειδικότερα, δεν εφαρμόζονται σε βάρος των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 οι εθνικοί κανόνες περί δικαιοδοσίας που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 1 στοιχείο στο παράρτημα Ι», κατά δε το άρθρο 63 παρ. 1: «Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση ή γ) την κύρια εγκατάστασή της». Περαιτέρω, με το άρθρο 7 παρ. 1 του ίδιου Κανονισμού ορίζεται ότι: «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1) α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή. β) για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης, και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι: – εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων, – εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών». Με τις παραπάνω διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 7 θεσπίζεται ειδική (συντρέχουσα) βάση δικαιοδοσίας, και από αυτές συνάγεται ότι εφόσον πρόκειται για διαφορά εκ συμβάσεως, αρμόδιο -εκτός από το δικαστήριο του κράτους μέλους της κατοικίας του εναγόμενου- είναι και το δικαστήριο του κράτους μέλους όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή. Ο κανόνας αυτός, ο οποίος υπαγορεύεται από το σκοπό της εγγύτητας, δικαιολογείται από την ύπαρξη στενού συνδέσμου μεταξύ της σύμβασης και του δικαστηρίου που καλείται να επιληφθεί της σχετικής διαφοράς. Έτσι, κατ’ εφαρμογή του κανόνα αυτού περί ειδικής (συντρέχουσας) διεθνούς δικαιοδοσίας, ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η επίδικη παροχή, καθόσον τεκμαίρεται ότι το δικαστήριο αυτό συνδέεται στενά με τη σύμβαση. Το σύστημα και η εν γένει οικονομία των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 επιβάλλουν τη συσταλτική ερμηνεία των κανόνων περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο σχετικός με τις διαφορές εκ συμβάσεως κανόνας του προαναφερόμενου άρθρου 7, ο οποίος εισάγει εξαίρεση από τη γενική αρχή της δωσιδικίας των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του εναγόμενου. Η διατύπωση του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 είναι πανομοιότυπη με εκείνη του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, τον οποίο και κατάργησε (άρθρο 80). Ως εκ τούτου ο Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 αποτελεί ουσιαστικά, κατά τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη, τη συνέχεια της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 και του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, όπως προκύπτει από την 34η αιτιολογική σκέψη του Κανονισμού αυτού και σκοπεί στη διατήρηση της δομής και των θεμελιωδών αρχών τους, καθώς και στη διασφάλιση της συνέχειάς τους (πρβλ. υπό το καθεστώς του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 ΕΠ 479/2015 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, ο όρος «διαφορές εκ συμβάσεως» δεν ερμηνεύεται ούτε δυνάμει της lex causae του ουσιαστικού δικαίου που διέπει τη σύμβαση, ούτε δυνάμει της lex fori, αλλά προσεγγίζεται αυτόνομα, δηλαδή με κριτήρια που διαγράφονται προκειμένου να τύχουν όλοι οι διάδικοι της ίδιας μεταχείρισης. Λαμβάνεται, συνεπώς, υπόψιν κυρίως «το σύστημα και οι στόχοι της Σύμβασης Βρυξελλών, ώστε να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητά της [Βλ. ΔΕΚ 22.3.1983 (Peters) 34/82, Συλλ 1983.987, ΔΕΚ 8.3.1988 (Arcado) 9/87, Συλλ 1988.1539, σκέψεις 10-11]. Ο παραπάνω όρος ερμηνεύεται με χαρακτηριστική ευρύτητα [Βλ. ΔΕΚ 20.1.2005 (Engler) C-27/02, Συλλ 2005 Ι-481, σκέψη 48), χωρίς να απαιτείται η σύναψη σύμβασης, αλλά αρκεί ο εντοπισμός κάποιας παροχής, με βάση ελευθέρως αναληφθείσα από συμβαλλόμενο δέσμευση έναντι άλλου, επί της οποίας βασίζεται η αγωγή [Βλ. ΔΕΕ 10.9.2015 (Holterman Ferho Exploitatie) C-47/14, σκέψη 52, δημοσιευμένη στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων InfoCuria (www.curia.europa.eu), ΔΕΚ 20.1.2005 (Engler), ό.π., σκέψεις 50 – 51]. Απαραίτητη είναι η συμφωνία μεταξύ των συγκεκριμένων διαδίκων, και η παραπάνω διάταξη δεν καλύπτει δίκη μεταξύ ενός εκ των μερών της σύμβασης και τρίτου ως προς τη σύμβαση προσώπου. Στην έννοια «διαφορές από σύμβαση» υπάγονται όλες οι υποθέσεις που ανακύπτουν από τη λειτουργία της σύμβασης, ενώ ακόμη και όταν αμφισβητείται η ίδια η κατάρτιση της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, από την οποία πηγάζει η αξίωση της βάσης της αγωγής, ο ενάγων δικαιούται να επιλέξει την εν λόγω ειδική δικαιοδοτική βάση, διότι η αρμοδιότητα του δικαστηρίου να αποφανθεί επί ζητημάτων σχετικών με μία σύμβαση, περιλαμβάνει και το ζήτημα της εκτίμησης του αν υπάρχουν τα θεμελιούντα τη σύμβαση περιστατικά, καθόσον μία τέτοια εκτίμηση είναι απαραίτητη για να επιτρέψει στο δικαστήριο να θεμελιώσει την αρμοδιότητά του, δυνάμει της σύμβασης. Στην αντίθετη περίπτωση, θα υφίστατο ο κίνδυνος οι διατάξεις του άρθρου 7 να στερηθούν της νομικής τους σημασίας, εφόσον έτσι θα γινόταν δεκτό ότι αρκεί ο ισχυρισμός ενός διαδίκου περί του ανυπόστατου της σύμβασης, για να εμποδισθεί η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης [Βλ. ΔΕΚ 4.3.1982 (Effer/Kantner) 38/81, Συλλ 1982.825, σκέψη 7]. Κρίσιμη παροχή για τον προσδιορισμό της παραπάνω συντρέχουσας (ειδικής) βάσης δικαιοδοσίας είναι η υποχρέωση που απορρέει από τη σύμβαση και της οποίας η μη εκπλήρωση προβάλλεται ως βάση της αγωγής [ΔΕΚ 6.10.1976 (de Bloos) 14/76, ελλην.Συλλ 1976.553, σκέψεις 9 επ.]. Εφόσον δεν έχει καταρτισθεί συμφωνία για τον τόπο εκπλήρωσης της παροχής, και δεν πρόκειται για σύμβαση πώλησης εμπορευμάτων ή παροχής υπηρεσιών, οπότε ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής προσδιορίζεται αυτόνομα με βάση τη χαρακτηριστική των εν λόγω συμβάσεων παροχή, δηλαδή ως ο τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων ή παροχής των υπηρεσιών, αντίστοιχα (άρθρο 7 παρ. 1 β’ στ. α’ και β’), ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής αναζητείται με βάση το ουσιαστικό δίκαιο που διέπει τη διαφορά κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του forum (Βλ. Νίκα Ν./Σαχπεκίδου Ε., Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία κατ’ άρθρον του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια (1215/2012), άρθρο 7, αριθ. περιθ. 23 – 24, 26, 27, 32, 45, 58 – 61). Περαιτέρω, με το άρθρο 7 παρ. 2 του Κανονισμού ορίζεται ότι: «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος …2) ως προς τις ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός». Με την παραπάνω διάταξη, που αρκείται σε αστική αδικοπραξία και δεν προϋποθέτει ποινικά κολάσιμη πράξη ή παράλειψη, θεσπίζεται ειδική (συντρέχουσα) βάση δικαιοδοσίας επί ενοχών εξ αδικοπραξίας. Υπό τον όρο «τόπος όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» καλύπτονται δύο σύνδεσμοι, τόσο ο τόπος επέλευσης της ζημίας όσο και ο τόπος όπου έλαβε χώρα το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός. Άρα, ο εναγόμενος για αδικοπραξία μπορεί να εναχθεί, κατ’ επιλογήν του ενάγοντος, -εκτός από το δικαστήριο του κράτους μέλους της κατοικίας του- είτε ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου έλαβε χώρα η ζημιογόνος πράξη, δηλαδή το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός, είτε ενώπιον του δικαστηρίου όπου εμφανίζονται τα αποτελέσματα της ζημίας, δηλαδή εκεί όπου επήλθε τελικά η ζημία [Βλ. ΔΕΕ 22.1.2015 (Hejduk) C-441/13, σκέψη 18, ΔΕΚ 30.11.1976 (Bier/Mines de Potasse d’ Alsace) 21/76 ελλην.Συλλ 1076.613, σκέψεις 17 επ.]. Τόπος του ζημιογόνου γεγονότος είναι εκείνος όπου ο ζημιώσας ενήργησε παράνομα ή παρέλειψε να ενεργήσει, όπως όφειλε. Πρόκειται για τον τόπο όπου έλαβε χώρα η πράξη ή παράλειψη που προκαλεί τη ζημία. Ως τόπος που επήλθε το ζημιογόνο αποτέλεσμα θεωρείται ο τόπος, όπου το ζημιογόνο γεγονός παρήγαγε απευθείας τα αποτελέσματά του σε βάρος του ζημιωθέντος. Κρίσιμο σύνδεσμο αποτελεί η ζημία, αλλά μόνον η άμεση ζημία, όχι κάθε είδους συνακόλουθη ζημία που επήλθε εξαιτίας της αδικοπραξίας (Βλ. Νίκα Ν./Σαχπεκίδου Ε., ό.π., αριθ. περιθ. 103 – 104, 132, 151 – 153, 155, 159, 171-172). Ως ζημία θεωρείται η βλάβη της περιουσίας του προσώπου που τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός (Βλ. ΑΠ 711/2011 ΝοΒ 2011.2343). Εξάλλου, σε περίπτωση αγωγής που βασίζεται σωρευτικώς επί ευθύνης από αδικοπραξία, επί μη εκπλήρωσης συμβατικής υποχρέωσης και επί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους, που έχει διεθνή δικαιοδοσία για την αδικοπραξία, δεν μπορεί να κρίνει και τα κεφάλαια της αγωγής, που θεμελιώνονται σε ενοχές από τη σύμβαση [ΔΕΚ 27.9.1988 (Καλφέλης) 189/87 Συλλ 1988.5565, σκέψεις 19-20]. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 του Κανονισμού, «Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας λόγω σιωπηρής παρέκτασης δεν τυγχάνει εφαρμογής, όταν ο εναγόμενος παρίσταται στη δίκη και προβάλλει αντιρρήσεις για τη δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου. Ο παραπάνω κανόνας δεν εφαρμόζεται και όταν ο εναγόμενος δεν αμφισβητεί μόνο τη δικαιοδοσία, αλλά προβάλλει και ισχυρισμούς επί της ουσίας της διαφοράς, υπό τον όρο ότι, η αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας, εφόσον δεν προηγηθεί οποιασδήποτε πράξης άμυνας επί της ουσίας, δεν έπεται χρονικά της ενέργειας, με την οποία λογίζεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη άμυνας ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου [Βλ. ΔΕΚ 24.6.1981 (Elephanten Schoh GMBH/Jaoqmain) 150/1980, ΔΕΚ 7.3.1985 (Spitzley/Sommer) 48/84, πρβλ. υπό την αντίστοιχη κατά περιεχόμενο διάταξη του άρθρου 24 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001: ΕΠ 546/2006 ΔΕΕ (περ.) 2007.338). Η παραπάνω διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι επιτρέπεται στον εναγόμενο όχι μόνο να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία, αλλά και να προβάλει ταυτόχρονα, επικουρικά ισχυρισμό άμυνας επί της ουσίας, χωρίς να χάνει εξαιτίας τούτου το δικαίωμα προβολής της ένστασης έλλειψης δικαιοδοσίας (Βλ. ΔΕΚ 22.10.81 Rohr κατά Ossberger, 27/81 επί της ερμηνείας του άρθρου 18 ΔΣ των Βρυξελλών, πρβλ. υπό την αντίστοιχη κατά περιεχόμενο διάταξη του άρθρου 24 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001: ΑΠ 1697/2013 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους προβάλλουν προεχόντως ισχυρισμό περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, επικαλούμενοι, αφενός ότι με βάση το άρθρο 4 παρ. 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 63 παρ. 1 περ. α’, β’ και γ’ του Κανονισμού 1215/2012, αρμόδια είναι τα δικαστήρια της Ολλανδίας, όπου βρίσκεται ο τόπος κατοικίας του πρώτου απ’ αυτούς, καθώς και η καταστατική έδρα, η κεντρική διοίκηση και η κύρια εγκατάσταση της δεύτερης και τρίτης απ’ αυτούς, αφετέρου ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω ειδική (συντρέχουσα) δωσιδικία, με βάση το άρθρο 7 παρ. 1 και 2 του Κανονισμού, ως προς την κύρια και τις επικουρικές αγωγικές βάσεις, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα με τις προτάσεις τους. Ο παραπάνω ισχυρισμός των εναγόμενων, ο οποίος προβλήθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις τους (άρθρο 26 παρ. 1 Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, 263 περ. α’ ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην πρώτη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, είναι νόμιμος και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από την υπ’ αριθ. …/13-04-2018 ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, την οποία προσάγει με επίκληση η ενάγουσα και λήφθηκε με επιμέλειά της, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 143 παρ. 1, 421 και 422 ΚΠολΔ (Βλ. την υπ’ αριθ. …’/10-04-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …), από την υπ’ αριθ. …/13-04-2018 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον του Διευθύνοντος το Προξενικό Γραφείο της Ελλάδας στη Χάγη, …, την οποία προσάγουν με επίκληση οι εναγόμενοι και λήφθηκε με επιμέλειά τους, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421 και 422 ΚΠολΔ (Βλ. την υπ’ αριθ. …/05-04-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …), χωρίς ωστόσο να λαμβάνεται υπόψη η υπ’ αριθ. …/02-05-2018 ένορκη βεβαίωση του …, την οποία προσάγουν με την προσθήκη στις προτάσεις τους οι εναγόμενοι, διότι αυτή δεν προσάγεται για την αντίκρουση νέων ισχυρισμών που πρόβαλε η ενάγουσα με τις προτάσεις της, ενόψει του ότι η ενάγουσα δεν πρόβαλε τέτοιους ισχυρισμούς (άρθρα 237 παρ. 2 εδ. β’, 238 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, -μεταξύ των οποίων όσα έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσάγονται σε νόμιμη πλήρη ή αποσπασματική μετάφραση στην αγγλική-, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται κατά το παρόν στάδιο της έρευνας της διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία «….», η οποία συστήθηκε την 15-03-2007 σύμφωνα με τους νόμους της … του … και διατηρεί την καταστατική της έδρα στον …, ασκούσε κατά τους κρίσιμους για την κρινόμενη υπόθεση χρόνους την επιχειρηματική της δραστηριότητα στην Ελλάδα, κρίση που συνάγεται από όσα σχετικά κατέθεσε η μάρτυράς της, …, με την υπ’ αριθ. …/2018 ένορκη βεβαίωση. Η ενάγουσα ήταν πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … πλοίου «…», με Αριθμό ΙΜΟ …, διαχειρίστρια του οποίου ήταν κατά το χρονικό διάστημα από 13-09-2013 έως την 26-04-2016 η μη διάδικος εδρεύουσα στη … εταιρία με την επωνυμία «….», που είχε εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/1968, Ν. 27/1975, Ν. 814/1978, Ν. 2234/1994, Ν. 3752/2009 και 4150/2013, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3122.1/3653/23987/23.10.2002 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (Βλ. την προσαγόμενη από τους εναγόμενους υπ’ αριθ. πρωτ. …/3653/31644/2018 βεβαίωση του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής). Η εδρεύουσα στο … δεύτερη εναγόμενη εταιρία «…», η οποία συστήθηκε σύμφωνα με τους νόμους της Ολλανδίας την 11-02-2014, έχει αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας το χονδρικό εμπόριο οικιακών και βιομηχανικών χημικών, καθώς και το χονδρικό εμπόριο αποβλήτων και απορριμμάτων, ενώ η εδρεύουσα στο … τρίτη εναγόμενη εταιρία «….», που συστήθηκε επίσης σύμφωνα με τους νόμους της Ολλανδίας την 03-12-1985, έχει αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας την κατασκευή πλαστικών σε αρχικές μορφές. Μοναδική μέτοχος των παραπάνω εταιριών, οι οποίες κατά τον εταιρικό τους τύπο [B.V. (Besloten Vennootschap)] προσομοιάζουν με αυτόν της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης του ελληνικού δικαίου, είναι η εδρεύουσα στο … μη διάδικος εταιρία με την επωνυμία «….». Οι εναγόμενες εταιρίες είναι κοινών συμφερόντων και εντάσσονται στον όμιλο «…», στον οποίο εντασσόταν και η μη διάδικος εδρεύουσα στο Ρότερνταμ εταιρία με την επωνυμία «….». Κατά τους κρίσιμους για την ένδικη υπόθεση χρόνους ο πρώτος εναγόμενος, κάτοικος …, υπήρξε Γενικός Διευθυντής και διορισμένος εκπρόσωπος των εναγόμενων εταιριών, καθώς και της μη διαδίκου εταιρίας «….». Με σύμβαση ναύλωσης κατά ταξίδι, που καταρτίσθηκε εγγράφως την 20-09-2013 μεταξύ της ενάγουσας και της παραπάνω αναφερόμενης μη διαδίκου εταιρίας «….», σε έντυπο με την κωδική ονομασία «…», η πρώτη εκναύλωσε στη δεύτερη το πλοίο της, για τη μεταφορά χύδην φορτίου κέλυφους φοινικοπυρήνα (bulk palmkernell shells), μέγιστης ποσότητας 24.000 μ.τ. (μείον 5% κατ’ επιλογήν της εκναυλώτριας), από το λιμένα Bengkulu της Ινδονησίας προς το λιμένα Porto Torres Σαρδηνίας, αντί συμφωνηθέντος ναύλου 38,45 δολλαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες του από 20-09-2013 ναυλοσυμφώνου, των πρόσθετων όρων του, καθώς και των από 24-09-2013 και 01-10-2013 προσαρτημάτων σ’ αυτό, τα οποία προσάγονται από την ενάγουσα σε αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική. Σε εκτέλεση της παραπάνω σύμβασης, όπως αυτή τροποποιήθηκε ως προς τον τόπο φόρτωσης με το από 01-10-2013 προσάρτημα, το πλοίο της ενάγουσας κατέπλευσε στο λιμένα Bengkulu, όπου ολοκλήρωσε τη φόρτωση του εμπορεύματος την 03-11-2013, και ακολούθως απέπλευσε έμφορτο από τον παραπάνω λιμένα με προορισμό το Porto Torres, όπου κατέπλευσε την 04-12-2013 και ολοκλήρωσε την εκφόρτωση την 23-12-2013. Κατά τη λήξη της σύμβασης ναύλωσης (23-12-2013) η ενάγουσα κατήρτισε και απέστειλε στη ναυλώτρια οριστική κατάσταση οφειλόμενου ναύλου, με βάση την οποία προέκυπτε υπέρ της και σε βάρος της ναυλώτριας ως οφειλόμενο ποσό αυτό των 273.104,80 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο ζήτησε να καταβληθεί στον υπ’ αριθ. GR… τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην τράπεζα «….» (ναυτιλιακό κατάστημα, …). Σε απάντηση, την 14-01-2014 ο πρώτος εναγόμενος απέστειλε στη διαχειρίστρια του πλοίου, διά της ναυλομεσίτριας «…», μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με συνημμένη κατάσταση υπολογισμού ναύλου. Ακολούθως, η ενάγουσα κατήρτισε και απέστειλε την από 31-01-2014 νέα κατάσταση οφειλόμενου ναύλου, με βάση την οποία προέκυπτε υπέρ της και σε βάρος της ναυλώτριας ως οφειλόμενο ποσό αυτό των 198.326,60 δολλαρίων ΗΠΑ. Σε απάντηση, την 04-02-2014 η ναυλώτρια απέστειλε στην ενάγουσα, διά της ναυλομεσίτριας, μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με ανάλυση, με βάση την οποία προέκυπτε ως οφειλόμενο ποσό υπέρ της ενάγουσας αυτό των 142.989,71 δολλαρίων ΗΠΑ. Ακολούθησε επικοινωνία μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου μέχρι την 06-08-2014, η οποία διεξαγόταν με μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, που ανταλλάσσονταν μέσω των ναυλομεσιτών. Με την αγωγή της η ενάγουσα, επικαλούμενη τα από 14-01-2014, 25-02-2014, 14-05-2014 και 13-06-2014 μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, τα οποία προσάγει με επίκληση σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική, ισχυρίζεται κυρίως ότι μεταξύ της ίδιας και των εναγόμενων καταρτίσθηκε σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, δυνάμει της οποίας οι εναγόμενοι υποσχέθηκαν την πληρωμή του παραπάνω αναφερόμενου ποσού των 142.989,71 δολλαρίων ΗΠΑ. Ως προς την παραπάνω κύρια αγωγική βάση, με την οποία αποδίδεται στους εναγόμενους συμβατική ευθύνη, θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών των εναγόμενων. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, η ένδικη διαφορά εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως» του άρθρου 7 παρ. 1 του ΚανΒρ Ια, και μάλιστα ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι εναγόμενοι αμφισβητούν με τις προτάσεις τους την κατάρτιση της σύμβασης από την οποία πηγάζει η αγωγική αξίωση [Βλ. ΔΕΚ 4.3.1982 (Effer/Kantner) 38/81, ό.π., σκέψεις 7 – 8]. Περαιτέρω, με βάση το ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την ένδικη διαφορά, το οποίο, ελλείψει επιλογής εφαρμοστέου δικαίου μεταξύ των διαδίκων, είναι το ολλανδικό, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 4 παρ. 2, 19 παρ. 1, 28 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ως το δίκαιο της χώρας στην οποία οι εναγόμενοι, οι οποίοι οφείλουν να εκπληρώσουν τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης έχουν τη συνήθη διαμονή τους, τόπος εκπλήρωσης της ένδικης παροχής, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 6:114, 6:115, 6:116, 6:117 και 6:118 του Ολλανδικού Αστικού Κώδικα (DCL), τις οποίες αναζήτησε με δικές του ενέργειες το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 337 ΚΠολΔ), είναι η Ελλάδα, για το λόγο ότι η ενάγουσα με τις από 23-12-2013 και 31-01-2014 καταστάσεις ναύλου είχε υποδείξει ως τόπο πληρωμής τον παραπάνω αναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στον Πειραιά. Περαιτέρω, υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, και ως προς την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής, την οποία η ενάγουσα διώκει να θεμελιώσει στις περί αδικοπραξίας διατάξεις, με βάση το άρθρο 7 παρ. 2 του ΚανΒρ Ια, ως το δικαστήριο του τόπου όπου επήλθε η ζημία της ενάγουσας, καθώς κατά τους κρίσιμους για την ένδικη υπόθεση χρόνους η ενάγουσα ασκούσε την επιχειρηματική της δραστηριότητα στην Ελλάδα, όπου τηρεί και τον παραπάνω αναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγόμενων. Ωστόσο, ως προς τη δεύτερη επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας (άρθρο 4 εδ. β’ ΚΠολΔ), γενομένου δεκτού και ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού που πρόβαλαν οι εναγόμενοι, διότι, εφόσον δεν ιστορείται με το αγωγικό δικόγραφο ότι ο πλουτισμός των εναγόμενων επήλθε από την παράβαση της συμβατικής τους υποχρέωσης ή από την αδικοπραξία, για την παραπάνω αγωγική βάση δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 και 2 του ΚανΒρ Ια, αλλά η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ίδιου Κανονισμού, η οποία, σε συνδυασμό με το άρθρο 63 παρ. 1, θεσπίζει ως γενική βάση δικαιοδοσίας την κατοικία (ή έδρα) των εναγόμενων.
Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αγωγή, ως προς την κύρια βάση και την πρώτη βάση που σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα, αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται για συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 7, 8, 9 εδ. α’, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ, 7 παρ. 1 α’ – 2 του ΚανΒρ Ια, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1, 2 εδ. α’, 3Α Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Περαιτέρω, η αγωγή ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των εξήντα ημερών, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 06-12-2017 (Βλ. τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς την 27-12-2017 (Βλ. τις υπ’ αριθ. …/27-12-2017, …/27-12-2017 και …/27-12-2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …).
Από τη διάταξη του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ο οποίος αντικατέστησε την από 19-06-1980 Σύμβαση της Ρώμης και, με βάση τη διάταξη του άρθρου 28, εφαρμόζεται από την 17-12-2009 από όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. -πλην της Δανίας-, συνάγεται ότι η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ίδιου Κανονισμού ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο σε περίπτωση έλλειψης επιλογής. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 υπό τα στοιχεία α’ έως η’ τίθενται κανόνες σύγκρουσης που αναφέρονται στους ακόλουθους τύπους συμβάσεων: σύμβαση πώλησης αγαθών, σύμβαση παροχής υπηρεσιών, σύμβαση με αντικείμενο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, σύμβαση μίσθωσης ακινήτου, σύμβαση δικαιόχρησης, σύμβαση διανομής, σύμβαση πώλησης αγαθών διά πλειστηριασμού, σύμβαση στο πλαίσιο πολυμερούς συστήματος, το οποίο εξασφαλίζει ή διευκολύνει τη σύμπτωση πολλαπλών συμφερόντων τρίτων για πώληση και αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων, ενώ με την παράγραφο 2 θεσπίζεται επικουρικός κανόνας σύγκρουσης για την περίπτωση που είτε η σύμβαση δεν υπόκειται σε κάποιον από τους συμβατικούς τύπους της παραγράφου 1 είτε τα στοιχεία της σύμβασης καλύπτονται από περισσότερα του ενός από τα στοιχεία α’ έως η’ της παραγράφου 1, με βάση τον οποίο (κανόνα) εφαρμόζεται το δίκαιο της συνήθους διαμονής του οφειλέτη της χαρακτηριστικής παροχής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του Κανονισμού: «Η ύπαρξη και το κύρος της σύμβασης ή μιας διάταξής της διέπονται από το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, αν η σύμβαση ή η διάταξη ήταν έγκυρη», ενώ κατά το άρθρο 12 παρ. 1: «Το σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο, διέπει ειδικότερα: α) την ερμηνεία της, β) την εκπλήρωσή της, γ) μέσα στα όρια των εξουσιών που παρέχει στο επιληφθέν δικαστήριο το δικονομικό δίκαιό του, τις συνέπειες της μη εκπλήρωσης, ολικής ή μερικής, των ενοχών αυτών, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού της αποζημίωσης, εφόσον ρυθμίζονται από κανόνες δικαίου, δ) τους διάφορους τρόπους απόσβεσης των ενοχών, καθώς και τις παραγραφές και εκπτώσεις λόγω παρόδου προθεσμίας, ε) τις συνέπειες της ακυρότητας της σύμβασης». Ωστόσο, το ζήτημα αν ένα όργανο εταιρίας ή ένωσης, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, δεσμεύει έναντι των τρίτων την εταιρία ή ένωση, το οποίο, κατά ρητή πρόβλεψη του Κανονισμού (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ’), εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του, ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου (lex societatis), με βάση το άρθρο 10 ΑΚ. Κατά το δίκαιο αυτό, επομένως, κρίνεται υπό ποιες προϋποθέσεις οι πράξεις του οργάνου του νομικού προσώπου συνιστούν πράξεις του νομικού προσώπου, καθώς και η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου [Βλ. Γεωργιάδη Α., Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα (-Μεταλληνός), άρθρο 10, αριθ. περιθ. 18, άρθρο 25, αριθ. περιθ. 11]. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), ο οποίος, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 31 και 32, εφαρμόζεται από όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. -πλην της Δανίας- επί ενοχών από ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα από την 11η Ιανουαρίου και έπειτα, και έχει οικουμενικό χαρακτήρα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 3, με την έννοια ότι δύναται να οδηγεί και στην εφαρμογή δικαίου κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εισάγεται ως γενικός κανόνας η εφαρμογή του δικαίου της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα (lex loci damni). Παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν εισάγει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία «αν ο φερόμενος ως υπαίτιος και ο ζημιωθείς έχουν, κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας, τη συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής». Ως «συνήθης διαμονή εταιριών ή άλλων ενώσεων ή νομικών προσώπων», με βάση τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 εδ. α’, νοείται «ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η κεντρική τους διοίκηση», όταν όμως «το ζημιογόνο γεγονός ή η ίδια η ζημία επέρχεται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων υποκαταστήματος, αντιπροσωπείας ή οποιασδήποτε άλλης εγκατάστασης, ως συνήθης διαμονή νοείται ο τόπος στον οποίο βρίσκεται το υποκατάστημα, η αντιπροσωπεία ή η οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση», σύμφωνα με το εδάφιο β’ της ίδιας παραγράφου. Περαιτέρω, με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 4 του Κανονισμού εισάγεται ρήτρα διαφυγής, καθώς ορίζεται ότι «εάν, από το σύνολο των περιστάσεων, συνάγεται ότι η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 ή 2, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. Ο προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα μπορεί να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση, η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία». Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 15 του παραπάνω Κανονισμού προβλέπονται ενδεικτικά τα ζητήματα που διέπονται από το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο, σύμφωνα με τις διατάξεις του. Με βάση λοιπόν τη διάταξη αυτή, το εφαρμοστέο δίκαιο διέπει –μεταξύ άλλων- τη βάση και την έκταση της ευθύνης, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των προσώπων που δύνανται να φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους (περίπτωση α’). Έτσι, κατά το εφαρμοστέο κατά τον Κανονισμό δίκαιο κρίνονται –μεταξύ άλλων- τα θέματα του ζημιογόνου γεγονότος, του άδικου χαρακτήρα του, της ικανότητας προς αδικοπραξία, καθώς και οι προϋποθέσεις της ευθύνης, περιλαμβανομένης της υπαιτιότητας, του παρανόμου και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και ζημίας. Επίσης, το εφαρμοστέο δίκαιο διέπει τους λόγους αποκλεισμού της ευθύνης/απαλλαγής από την ευθύνη, καθώς και κάθε περιορισμό και καταμερισμό της ευθύνης (περίπτωση β’). Έτσι, κατά το εφαρμοστέο σύμφωνα με τον Κανονισμό δίκαιο κρίνεται -μεταξύ άλλων- η ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος. Περαιτέρω, με βάση το εφαρμοστέο δίκαιο κρίνονται η ύπαρξη, ο χαρακτήρας και η αποτίμηση των ζημιών ή της επιδιωκόμενης αποκατάστασης της ζημίας (περίπτωση γ’). Εδώ εμπίπτουν, -μεταξύ άλλων-, τα ζητήματα αν η αποζημίωση είναι χρηματική ή in natura, το κατά πόσο και σε ποιο μέτρο αποκαθίσταται η μη περιουσιακή ζημία, το αν η αποζημίωση περιορίζεται στην αποκατάσταση της ζημίας ή έχει και κυρωτικό χαρακτήρα. Επιπλέον, κατά το εφαρμοστέο σύμφωνα με τον Κανονισμό δίκαιο κρίνεται η ευθύνη για τις πράξεις τρίτου (περίπτωση ζ’). Ωστόσο, το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης των εταίρων και οργάνων για τις υποχρεώσεις της εταιρίας, το οποίο, κατά ρητή πρόβλεψη του Κανονισμού (άρθρο 1 παρ. 2 περ. δ’), εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του, ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου (lex societatis), με βάση το άρθρο 10 ΑΚ. Όμως, η περίπτωση κατά την οποία έχει προβεί σε αδίκημα έναντι τρίτου όργανο νομικού προσώπου δεν εμπίπτει στην ως άνω εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, οπότε τόσο η ευθύνη του νομικού προσώπου όσο και η ευθύνη του οργάνου διέπονται από τον Κανονισμό. Εξάλλου, στο μέτρο που κατά το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο το παράνομο της συμπεριφοράς αποτελεί προϋπόθεση για την ευθύνη πρέπει να κριθεί το δίκαιο με το οποίο θα κριθεί το παράνομο. Το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 17 του Κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο «κατά την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του φερομένου ως υπαίτιου, λαμβάνονται υπόψη, ως πραγματικό στοιχείο και στο μέτρο που είναι αναγκαίο, οι κανόνες ασφάλειας και συμπεριφοράς που ίσχυαν στον τόπο και κατά τον χρόνο επέλευσης του γεγονότος που θεμελιώνει την ευθύνη» (Βλ. Γεωργιάδη Απ., ό.π., άρθρο 26, αριθ. περιθ. 6, 15-16, 38-41, 45-47, Βρέλλη Σπ., Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γ’ έκδοση, σελ. 252-254, 264-266). Στην προκειμένη περίπτωση ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από ιδιωτική έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου. Σχετικά με το ζήτημα αυτό λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Α) Ως προς την κύρια αγωγική βάση, με την οποία αποδίδεται στους εναγόμενους συμβατική ευθύνη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, ελλείψει επιλογής δικαίου μεταξύ των διαδίκων, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το δίκαιο της Ολλανδίας, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 4 παρ. 2, 19 παρ. 1, 28 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), ως το δίκαιο της χώρας στην οποία οι εναγόμενοι, οι οποίοι οφείλουν να εκπληρώσουν τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) από τη σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, έχουν τη συνήθη διαμονή τους, γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού των εναγόμενων, με την επισήμανση ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής της ρήτρας διαφυγής που εισάγει η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του παραπάνω Κανονισμού. Β) Ως προς το ζήτημα αν ένα όργανο εταιρίας, εν προκειμένω ο πρώτος εναγόμενος, δεσμεύει έναντι των τρίτων τις εναγόμενες εταιρίες, καθώς και ως προς το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης του πρώτου εναγόμενου για τις υποχρεώσεις των συνεναγόμενων εταιριών, τα οποία (ζητήματα), κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. στ’ και ζ’ του Κανονισμού Ρώμη Ι, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του, εφαρμοστέο δίκαιο είναι επίσης το ολλανδικό, ως το δίκαιο της έδρας των εναγόμενων εταιριών (lex societatis), με βάση το άρθρο 10 ΑΚ, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω. Κατά το δίκαιο αυτό, επομένως, θα κριθεί υπό ποιες προϋποθέσεις οι πράξεις του πρώτου εναγόμενου συνιστούν πράξεις των συνεναγόμενων εταιριών, η εκπροσώπησή τους, καθώς και η προσωπική ευθύνη του πρώτου εναγόμενου. Γ) Ως προς την επικουρική αδικοπρακτική αγωγική βάση, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη ΙΙ), ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία της ενάγουσας, η οποία κατά τους κρίσιμους για την υπόθεση χρόνους Ελλάδα ασκούσε την επιχειρηματική της δραστηριότητα στην Ελλάδα. Κατά το ίδιο δίκαιο θα κριθεί και η αποδιδόμενη στον πρώτο εναγόμενο ευθύνη για τις πράξεις και τις παραλείψεις του, η οποία, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 1 παρ. 2 περ. δ’ του Κανονισμού Ρώμη ΙΙ.
Με τα δεδομένα αυτά, ενόψει του ότι το παρόν Δικαστήριο αγνοεί τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου της Ολλανδίας αναφορικά με τη σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, το περιεχόμενο των σχετικών με την εκπροσώπηση εταιρίας με τον εταιρικό τύπο «B.V.» διατάξεων, τις διατάξεις τις σχετικές με τις προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης νομικού προσώπου για δικαιοπραξίες, τους τυχόν κανόνες που διέπουν την αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου έναντι των μελών του, τις διατάξεις σχετικά με την παθητική οφειλή εις ολόκληρον περισσότερων συνοφειλετών, καθώς και σε σχέση με τους τόκους υπερημερίας επί χρηματικής οφειλής, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 254 παρ. 1 και 337 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστεί, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, έγγραφο υπό τη μορφή της νομικής πληροφορίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο των διατάξεων που ρυθμίζουν τα παραπάνω ζητήματα. Πέραν των παραπάνω ζητημάτων, στη νομική πληροφορία πρέπει να περιληφθεί και το περιεχόμενο των κανόνων σε σχέση με την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, λόγω προβολής σχετικού ισχυρισμού των εναγόμενων με τις προτάσεις τους. Διάταξη για δικαστική δαπάνη δεν θα περιληφθεί, καθώς η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομιστεί, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, έγγραφο υπό τη μορφή της νομικής πληροφορίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, σχετικά με το περιεχόμενο των κανόνων του ολλανδικού δικαίου, που προβλέπουν σχετικά με τα ζητήματα της σύμβασης σωρευτικής αναδοχής χρέους, την εκπροσώπηση εταιρίας με τον εταιρικό τύπο «B.V.», την ευθύνη νομικού προσώπου για δικαιοπραξίες, την αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου έναντι των μελών του, την παθητική οφειλή εις ολόκληρον περισσότερων συνοφειλετών, τους τόκους υπερημερίας επί χρηματικής οφειλής, καθώς και την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 21-01-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ