Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

  

 

 

Αριθμός απόφασης     1958 /2020

(Γενικός αριθμός κατάθεσης 1ης έφεσης: 92/2018)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης 1ης έφεσης: 2/2018)

(Γενικός αριθμός προσδιορισμού 1ης έφεσης: 3623/2018)

(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού 1ης έφεσης: 1568/2018)

(Γενικός αριθμός κατάθεσης 2ης έφεσης: 3395/2018)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης 2ης έφεσης: 62/2018)

(Γενικός αριθμός προσδιορισμού 2ης έφεσης: 3622/2018)

(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού 2ης έφεσης: 1567/2018)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

          ΣYΓΚPΟTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

          ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 5η Ιουνίου 2018 για να δικάσει με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών αφενός την υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 92/2018 και 2/2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 3623/2018 και 1568/2018 έφεση και αφετέρου την υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 3395/2018 και 62/2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμό προσδιορισμού 3622/2018 και 1567/2018 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 100/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών), και με αντικείμενο την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών σε εργαζόμενο ναυτικό, μεταξύ:

1η Έφεση:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της Εταιρείας με την επωνυμία “….”, εδρεύουσας στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. … της Δ.Ο.Υ. ….., 2) της Εταιρείας με την επωνυμία “….”, εδρεύουσας στη …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. … της Δ.Ο.Υ. …… και 3) …, κατοίκου …, με Α.Φ.Μ. … της Δ.Ο.Υ…, και ήδη επί των …, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δια της πληρεξουσίας τους δικηγόρου Μαρίας Αρβανίτη του Κυριάκου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1322), κατοίκου …, που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου … με ΑΦΜ …, που παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Βασιλείου Σαξώνη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1600), κατοίκου …, που κατέθεσε προτάσεις.

               2η Έφεση:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου … με ΑΦΜ …, που παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Βασιλείου Σαξώνη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1600), κατοίκου …, που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της Εταιρείας με την επωνυμία “….”, εδρεύουσας στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. … της Δ.Ο.Υ. ….., 2) της Εταιρείας με την επωνυμία “….”, εδρεύουσας στη …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. … της Δ.Ο.Υ. ……. και 3) …, κατοίκου …, με Α.Φ.Μ. … της Δ.Ο.Υ…, και ήδη επί των …, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δια της πληρεξουσίας τους δικηγόρου Μαρίας Αρβανίτη του Κυριάκου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1322), κατοίκου …, που κατέθεσε προτάσεις.

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος της πρώτης έφεσης ως άνω και εκκαλών της δεύτερης έφεσης ως άνω άσκησε την από 14-8-2014 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς καταθέσεως 5208/2014 και 109/2014 αγωγή κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων της πρώτης έφεσης και εφεσίβλητη της δεύτερης ως άνω έφεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία ζητούσε ό,τι αναφέρεται σ’ αυτήν. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ.100/2017 οριστική απόφασή του κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονούνται πλέον: α) αφενός μεν, οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από 3-1-2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 92/2018 και 2/2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 3623/2018 και 1568/2018 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 100/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, στρεφόμενη κατά του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 5-6-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 6, ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεση για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν, ο δε εφεσίβλητος ζητεί την απόρριψή της για όσους λόγους εκθέτει στις προτάσεις του, και β) αφετέρου δε, ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 28-3-2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 3395/2018 και 62/2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμό προσδιορισμού 3622/2018 και 1567/2018 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 100/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, στρεφόμενη κατά των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 5-6-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 7, ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεση για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν, οι δε εφεσίβλητοι ζητεί την απόρριψή της για όσους λόγους εκθέτουν στις προτάσεις τους.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ των υποθέσεων στο ακροατήριο και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, ως άνω, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των οποίων ζήτησαν, σύμφωνα με όσα καταγράφονται στα πρακτικά της δίκης, να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν στη Γραμματέα του Δικαστηρίου πριν τη δικάσιμο, στις 1-6-2018 και στις 4-6-2018, με τη μονομερή δήλωση εκ μέρους τους ότι δεν θα παραστούν, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

 

MEΛETHΣE  TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦΘHKE  ΣYMΦΩNA  ME  TOΝ  NOMO

               Νομίμως εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: 1) η από 3-1-2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 92/2018 και 2/2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 3623/2018 και 1568/2018 έφεση των: α) Εταιρείας με την επωνυμία “….”, β) Εταιρείας με την επωνυμία “….” και γ) …, κατά του …, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο και 2) η από 28-3-2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 3395/2018 και 62/2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμό προσδιορισμού 3622/2018 και 1567/2018 έφεση του … κατά των: α) Εταιρείας με την επωνυμία “….”, β) Εταιρείας με την επωνυμία “….” και γ) …, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, αμφότερες δε στρεφόμενες κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 100/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών), η συζήτηση των οποίων εφέσεων προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 5-6-2018 με αύξοντες αριθμούς πινακίου 6 και 7. Οι ως άνω εφέσεις πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών), είναι συναφείς μεταξύ τους, έχουν τους ίδιους διαδίκους, βάλλουν κατά της ίδιας οριστικής απόφασης υπ’ αριθ. 100/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, αφορούν την ίδια υπόθεση των μισθολογικών αποδοχών του εργαζόμενου ναυτικού …, ως θαλαμηπόλου στο επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο με όνομα “…”, πλοιοκτησίας της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία “….”, και έτσι από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων, αποτρέπεται δε σε κάθε περίπτωση η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων από διαφορετικά επιληφθέντα δικαστήρια (ΚΠολΔ 31, 246 – ΜονΠρΠειρ 428/2019, ΜονΠρΘεσ 18067/2017 ΤΝΠ Νόμος).

Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ και 1 του Ν.2112/1920 προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ.1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της συμβάσεως. Στοιχεία της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη κατ’ άρθρο 216 παρ.1α ΚΠολΔ, με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί δεδουλευμένες αποδοχές ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση ποσά, όπως προσαυξήσεις νυχτερινής εργασίας, αμοιβή υπερεργασίας, νόμιμης ή παράνομης υπερωριακής εργασίας κτλ., είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 721/2012 ΝοΒ 2012.2400, ΑΠ 1561/2011, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω δε, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω αναφερόμενες νόμιμες αποδοχές που προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν δηλαδή ο «κλειστός» μισθός δεν καλύπτει το σύνολο των ως άνω αναφερόμενων ελάχιστων νομίμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει την διαφορά. Σημειώνεται δε ότι στην περίπτωση που ο «κλειστός» μισθός είναι μεγαλύτερος των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 8 του Ν.Δ. 4020/1959 ως μη προσιδιάζουσα στην ιδιομορφία και τις συνθήκες της ναυτικής εργασίας (ΕφΠειρ 745/2009 αδημ.). Ως εκ τούτου, στη σύμβαση ναυτικής εργασίας είναι έγκυρη συμφωνία κατά την οποία στον μεγαλύτερο των Σ.Σ.Ν.Ε. «κλειστό» μισθό που θα καταβάλλεται στον ναυτικό θα περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την παρεχόμενη, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, υπερωριακή εργασία, με την έννοια ότι η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία που παρασχέθηκε θα συμψηφίζεται στο ποσό που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του νόμιμου και του μεγαλύτερου μισθού που συμφωνήθηκε να καταβάλλεται, καλύπτει δηλαδή ο «κλειστός» μισθός αμοιβή για υπερωριακή εργασία, υπό την προϋπόθεση ότι ο μισθός αυτός επαρκεί για την κάλυψη των οφειλομένων πραγματικών υπερωριών (ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝΔ 2012.381, ΕφΠειρ 434/2011 ΕΝΔ 2012.24, βλ.Δ.Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, εκδ.Αντ.Ν.Σάκκουλα, 1994, β’ εκδ., σελ.204-205). Περαιτέρω, με τα άρθρα 11, 12 παρ.1, 13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 3525.1.5.2/01/2011 «περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011» (ΦΕΚ Β’ 1070/31-5-2011) που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς…Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από του παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου, ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Καθόσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του βασικού μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ.1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50%, όπως η υπερωριακή εργασία των καθημερινών (ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 91/2003 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).

ΙΙ. Οι δυσμενείς, πλην συνήθεις και συμφυείς με αυτό, συνθήκες άσκησης του ναυτικού επαγ­γέλματος είναι δυνατό να επιφέρουν ανυπαίτια αδυναμία εκπλήρωσης της συμβατικής υποχρέωσης του εργαζομένου προς παροχή της ναυτικής εργασίας, ενδεχόμενο που, αν συ­ντρέξει, έχει ως αναγκαίο αποτέλεσμα την απώ­λεια του εισοδήματος που θα λάμβανε ο ναυτικός ως αντάλλαγμα αυτής. Οι συνέπειες της εργασιακής αυτής ανικανότητας στο ελληνικό δίκαιο αντιμετωπίζονται από περισσότερες διατάξεις, που καλούνται σε εφαρμογή ανάλογα με την αιτία που την προκάλεσε. Έτσι, αστική ευθύνη προς αποζημίωση της ως άνω περιου­σιακής απώλειας, αλλά και προς αποκατάστα­ση ηθικής βλάβης,ανακύπτει μόνον όταν η ερ­γασιακή ανικανότητα του ναυτικού είτε οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη του (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή), οπότε εφαρμόζονται οι κοινές δια­τάξεις (άρθρα 297, 298, 299, 914 και 932 ΑΚ) είτε αποτελεί συνέπεια εργατικού ατυχήματος, οπότε εφαρμόζεται η σχετική ειδική εργατική νομοθεσία, που καθιερώνει ευθύνη αντικειμε­νική και κατ’ αποκοπή. Αν, αντιθέτως, η ανικα­νότητα του ναυτικού προς παροχή εργασίας οφείλεται στη φυσιολογική εξασθένηση και φθορά του οργανισμού του, που επέρχεται βαθ­μιαία και προοδευτικά λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του, πρόκειται περί επαγ­γελματικής ασθένειας, οι συνέπειες της οποί­ας αντιμετωπίζονται στα πλαίσια του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης, που ρυθμίζει τα δι­καιώματα του ναυτικού στη λήψη, διαρκούσης της ανικανότητάς του, παροχών σε είδος και σε χρήμα (βλ ΕφΠειρ 232/2018 ΕΝΔ 2018.196, Κλ.Ρούσσου, Αστική Ευθύνη εξ Ερ­γατικών Ατυχημάτων, ΧρΙΔ 2005.865, Α. Βερνάρδου, Το Δίκαιον της Ναυτι­κής Εργασίας, 1980, σελ.44, Π. Αγαλλοπούλου-Ζερβογιάννη/Ε.Μηνούδη/ Σούκου, Προ­στασία του εργαζομένου εις περίπτωσιν ασθενείας και εργατικού ατυχήματος, ΕΔΔ1979/13επ. και 177επ., Αγ.Στεργίου, Αναπηρία 1999, σελ.14-20, βλ. σχετ. και τη νομοθεσία του ΝΑΤ [Π.Δ.913/1978]). Ειδικότερα, η (αντικειμενική) ευθύνη από εργατικό ατύχημα, που είναι διάφορη και δεν ταυτίζεται με την (πταισματική) αδικοπρακτική ευθύνη (ΑΠ 356/2002 ΕΝΔ 2002.97), έχει ως προϋπόθεση βίαιο συμ­βάν που συνδέεται αιτιωδώς με την εργασία και επιδρά αρνητικά στην εργασιακή ικανότη­τα του μισθωτού, την οποία αναιρεί ή περιο­ρίζει. Το βίαιο συμβάν αποτελεί μάλιστα τον πυ­ρήνα της έννοιας του εργατικού ατυχήματος (ΑΠ 982/1993 ΕλλΔνη 1995.164, ΑΠ 1149/1994 ΕλλΔνη 1996.656, ΜονΕφΠειρ 229/2016, ΜονΕφΠειρ 102/2015 ΕλλΔνη 2015.1726). Κατά δε την έννοια του άρθρου 1 του Ν.551/1915 «Περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών», όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ.της 24-7/25-8-1920 «Περί κωδικοποιήσεως των Νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων» και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ δυνάμει του άρθρου 38 εδ.α΄ του Εισαγωγικού του Νόμου του ΑΚ, έχει δε εφαρμογή και στη σύμβαση ναυτικής εργασίας επί των ατυχημάτων των ναυτικών συμφώνως προς τη διάταξη του άρθρου 66 ΚΙΝΔ, ιδρύει δε δικαίωμα αποζημιώσεως κατά τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου (ΑΠ 154/2006 ΝοΒ 2006.1100,ΤριμΕφΠειρ 111/2013, ΜονΕφΠειρ 176/2015, βλ. Γ.Μικρούδη, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, ΕΕΔ 2007.449) κατά τα άρθρα 2 αυτού και 66 εδ.β΄ του Ν.3816/1958 «Περί κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΚΙΝΔ, ΦΕΚ Α΄ 32/28-02-1958), ατύχημα συνιστά κάθε γεγονός που προκαλώντας βλάβη του σώματος ή της υγείας του ναυτικού επιφέρει ανικανότητά του προς εργασία και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης. Ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, βιαίως και αιφνιδίως επενεργούντος εξωτερικού περιστατικού, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 1987.1605, ΑΠ 19/2014 ΔΕΕ 2014.855, ΑΠ 139/2014 Ε7.2014.853, ΑΠ 1085/2008, ΑΠ 1616/2003 ΕλλΔνη 2004.767, ΑΠ 1212/1998 ΕΝΔ 1999.2, ΤριμΕφΠειρ 422/2013, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝΔ 2011.304, ΜονΕφΠειρ 407/2013 ΕΝΔ 2013.287, Στ.Βλαστού, Ατομικό Εργατικό Δί­καιο, 2012, σελ.452). Έτσι, εργατικό ατύ­χημα από βίαιο συμβάν αποτελεί ο τραυματισμός ή η σωματική βλάβη, που προκάλεσαν ανι­κανότητά του προς εργασία διαρκούσα πέραν των τεσσάρων (4) ημερών ή και ο θάνατος του ναυτικού (ΑΠ 998/2012 ΔΕΕ 2013.1077, ΤριμΕφΠειρ 624/2012 ΕΝΔ 2013.28, ΜονΕφΠειρ 251/2013 ΕΝΔ 2013.300). Ως τέτοιο ατύχημα θεωρείται και η ασθένεια του εργαζομένου που επήλ­θε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορ­μής αυτής και είχε ως συνέπεια την εργασια­κή, ολική ή μερική, διαρκή ή πρόσκαιρη, ανικανότητα του ναυτικού, εφόσον, όμως, υπήρ­ξε απότοκος βιαίου συμβάντος (ΑΠ 1014/2003 ΕΝΔ 2003.351, ΤριμΕφΠειρ 764/2012 ΕΝΔ 2013.22, ΕφΠειρ 283/2011 ΕΝΔ 2011.300, ΕφΠατρ 622/2007 ΑχαΝομ 2008.598). Το αίτιο της ανικανότητας πρέπει, σε αντίθεση προς την επαγγελματική ασθένεια, που επενεργεί στον οργανισμό του εργαζομένου βραδέως (βλ.X.Οικονόμου,Δίκαιον εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων, 1950, σελ.116), να είναι αιφνίδιο και απρόβλεπτο, αλλά και εξωτερικό, άσχετο δη­λαδή με την ιδιοσυστασία και τη βαθμιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του οργανισμού του παθόντος και τους δυσμενείς εγγενείς της ναυτικής εργασίας όρους, και να συνδέεται αιτιωδώς με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυ­τής, υπό την έννοια ότι ακριβώς λόγω της ερ­γασίας αυτής δημιουργήθηκαν εκείνες οι ιδι­αίτερες πραγματικές συνθήκες και περιστά­σεις που ήσαν αναγκαίες για την επέλευσή του και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία (ΜονΕφΠειρ 249/2015, ΕφΠειρ 75/2003 ΕΝΔ 2003/1999, ΕφΠειρ 1065/2000 ΔΕΕ 2001.634, ΕφΠειρ 333/1992 ΕΝΔ 1993.58). Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, όταν η εκδήλωση της ασθένειας ή και η επιδείνωση προϋπάρχουσας πάθησης ή νοσηρής κατάστασης του εργαζομένου, είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής υπό τους συνηθισμένους όρους και περιστάσεις που συμφωνήθηκαν και είναι συμφυείς με το καθορισμένο είδος εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος (βιαίου συμβάντος), που αποτελεί και η εκτέλεση της εργασίας κάτω από έκτακτες και δυσμενείς συνθήκες (ΕφΠειρ 619/2014, ΕφΠειρ 111/2013 ΤΝΠ Νόμος). Ως εκ τούτου, δεν απο­τελεί ατύχημα από βίαιο συμβάν αυτό που έλα­βε χώρα κατά την εκτέλεση μεν της εργασίας, αλλά υπό τους συνήθεις και συμφωνημένους όρους παροχής της, χωρίς να μεσολαβήσει έκτακτο και εξωτερικό αίτιο, το οποίο να συνετέλεσε αποφασιστικά σ’ αυτό (ΑΠ 1401/2013 ΔΕΕ 2014.537, ΑΠ 1181/1999 ΕΝΔ 1999/366, ΕφΠειρ 193/2007 ΕΝΔ 2007.89). Ομοίως, δεν συνιστά εργατικό ατύχημα η εκδήλωση ή η επι­δείνωση προϋπάρχουσας πάθησης ή νοσηρής γενικά κατάστασης, όταν αυτή είναι συνέπεια της εργασίας που ο ναυτικός ανέλαβε συμβα­τικά να εκτελέσει και των σύμφυτων με αυτήν δυσμενών όρων, εφόσον η τελευταία παρέχε­ται υπό κανονικές και προσιδιάζουσες στη φύση της συνθήκες, χωρίς δηλαδή τη μεσολά­βηση άλλου έκτακτου και εξωτερικού γεγονό­τος, ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος (ΑΠ 226/2016 Ε7 2016.1292, ΑΠ 792/2008, ΑΠ 1118/2007, ΑΠ 154/2006 ΝοΒ 2006.1100, ΑΠ 337/2000 ΕΝΔ 2001.103, ΤριμΕφΠειρ 315/2011 ΕΝΔ 2012.14). Υφίσταται όμως εργατικό ατύχημα και όταν η νόσος προήλθε συνεπεία εκτάκτως δυσμενών μη συμφυών προς τη ναυτική εργασία συνθηκών ή όταν μετά την εκδήλωση της νόσου ο ναυτικός συνέχισε να απασχολείται έστω κι υπό κανονικές συνθήκες με αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας του (ΑΠ 154/2006 ΔΕΕ 13.627, 1014/2003 ΕΝΔ 31.351, 226/1987 ΕΝΔ 16.58), αφού ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου, δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχόλησης του ασθενούντος εργαζομένου και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, παρότι γνωρίζει την εκδήλωση της νόσου, οι συνθήκες παροχής της εργασίας του καθίστανται εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι τον χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος (ΑΠ 1322/1982 ΕλλΔνη 24.418, ΑΠ 404/1977 ΝοΒ 26.18, ΕφΠειρ 1166/1996 ΕΝΔ 1997.153), εφόσον ενόψει της εξασθένησης των δυνάμεών του, του είδους της εργασίας και των εν γένει περιστάσεων η αξίωση του εργοδότη ή των προστηθέντων προς παροχή της εργασίας καθίσταται αντίθετη προς τις αρχές της καλής πίστης βάσει των άρθρων 288 και 662 ΑΚ (ΟλΑΠ 937/1975). Στην τελευταία περίπτωση, άρα, βασική προϋπόθεση για τη μετατροπή των κανονικών συνθηκών εργασίας σε ασυνήθιστες και εξαιρετικά δυσμενείς, μετά την εκδήλωση της νόσου του εργαζομένου, είναι η παραβίαση της έναντι αυτού υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, ώστε πρέπει ο εργοδότης αν και έχει λάβει γνώση της ασθένειας του εργαζομένου, που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του, να απαιτεί ή να αποδέχεται την εξακολούθηση της παροχής της, και γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση και συνακόλουθα εργατικό ατύχημα με την άνω έννοια, όταν ο εργοδότης δεν γνωρίζει ούτε αγνοεί υπαίτια ότι ο εργαζόμενος είναι ασθενής και γενικότερα ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει την εξακολούθηση της απασχολήσεώς του (ΑΠ 944/2001 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 528/1997 ΕΝΔ 1998.376, ΑΠ 226/1987 ΕΝΔ 16.58, ΑΠ 832/1984 ΕΝΔ 13.394, ΕφΠειρ 1166/1996 ΕΝΔ 1997.153, ΕφΠειρ 1089/1984 ΕΝΔ 13.129). Βασική πηγή πληροφόρησης αποτελεί ο ίδιος ο πάσχων ναυτικός, αφού αυτός γνωστοποιεί την ένταση και το είδος των συμπτωμάτων της ασθενείας και με βάση αυτή την πληροφόρηση ο πλοίαρχος οφείλει να αξιολογήσει την περίπτωση και να ενεργήσει αναλόγως (ΑΠ 1690/2013 ΕΝΔ 2013.283). Εξάλλου, βί­αιο συμβάν μπορεί να αποτελεί και η πτώση του παθόντος από ύψος (ΑΠ 1102/2003 ΤΝΠ Nόμος, ΜονΕφΠειρ 492/2016, ΜονΕφΠειρ 495/2014 ΤΝΠ Nόμος, ΕφΠειρ 618/2009 ΕΝΔ 2010.54, ΕφΠειρ 94/2009 ΕΝΔ 2009.188, ΕφΠειρ 155/2006 ΑρχΝ 2007.311), εφόσον επέφερε εργασιακή ανικα­νότητα, ανεξαρτήτως μάλιστα αν δεν προκάλεσε σωματική κάκωση ή εμφανή τραυματι­σμό, παρά μόνο σωματικό άλγος, αφού και αυ­τό συνιστά βλάβη της υγείας του παθόντος, δε­δομένου ότι εμποδίζει την αρμονική συλλειτουργία των οργάνων του ανθρώπινου σώμα­τος, την κινητική ευχέρεια του ναυτικού, που αναγκάζεται να τεθεί εκτός υπηρεσίας και τη χρήση των σωματικών του δυνατοτήτων. Στην περίπτωση αυτή, η απλή προδιάθεση του ορ­γανισμού του παθόντος, που προϋποθέτει πά­θηση ευρισκόμενη σε λανθάνουσα κατάστα­ση και επιβαρύνει τις συνέπειες του εργατικού ατυχήματος, δεν αναιρεί την ευθύνη του υποχρέου προς αποζημίωση, εφόσον το ατύχημα δεν θα είχε συμβεί χωρίς την παροχή της ερ­γασίας και ο παθών, έστω ασθενής, θα εξακολουθούσε κατά τη συνήθη πορεία των πραγ­μάτων να εργάζεται μέχρι τη λήξη της διάρ­κειας της εργασιακής του σύμβασης (ΟλΑΠ 1287/1986, ό.π., ΕφΠειρ 232/2018 ΕΝΔ 2018.196, ΜονΕφΠειρ 459/2015 ΤΝΠ Nόμος, ΕφΠειρ 84/1992 ΕΝΔ 1993.191, Γ.Μικρούδη, Το Εργατικό Ατύχημα κατά το Ουσιαστικό και Δικονομικό Δίκαιο, 2012, σελ.136). Θεωρείται εργατικό ατύχημα, η εκδήλωση ή η επιδείνωση προϋπάρχουσας, έστω και σε λανθάνουσα κατάσταση, πάθησης του εργαζομένου, όταν η εργασία παρέχεται κάτω από όλως εξαιρετικές, έκτακτες, ασυνήθεις και πολύ δυσμενείς συνθήκες, στις οποίες ως πρόσφορη αιτία οφείλεται η εκδήλωση ή επιδείνωση της πάθησης και κατ’ επέκταση η ανικανότητα του εργαζομένου προς εργασία (ΑΠ 792/2008, ΑΠ 1118/2007, ΑΠ 154/2006 ΝοΒ 2006.1100, ΑΠ 1720/1997 ό.π., ΑΠ 758/1981 ΝοΒ 1982.424). Τέτοιες έκτακτες συνθήκες υπάρχουν και σε περίπτωση έκτακτης υπερωριακής εργασίας, όταν αυτή παρέχεται πέρα από τις κανονικές ώρες για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά με την προϋπόθεση ότι και αυτή, όπως και κάθε άλλο βίαιο συμβάν, θα κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας βάσει των περιστατικών που συντρέχουν κάθε φορά, ως πρόσφορη αιτία του ατυχήματος (ΑΠ 1929/1988 ΝοΒ 37.1036, ΕφΠειρ 651/2004 ΕΝΔ 2005.4, ΕφΠειρ 267/2000 ό.π.). Η κρίση για το εάν οι όποιες συνθήκες εργασίας είναι έκτακτες, όλως εξαιρετικές ή ανώμαλες θα πρέπει να σχηματιστεί αφενός μεν από τη σύγκρισή τους με τους κανονικούς όρους εργασίας του συγκεκριμένου ναυτικού, όπως αυτοί προκύπτουν, όχι από το τι ισχύει γενικά στη ναυτική εργασία, αλλά από τη συγκεκριμένη ατομική σύμβαση εργασίας, από την εφαρμοζόμενη ΣΣΕ και από τη γενική εργατική νομοθεσία στον βαθμό που αυτή ρυθμίζει και τη ναυτική εργασία, λαμβανομένων υπόψη βέβαια και των ιδιαιτέρων συνθηκών της τελευταίας αφετέρου δε από το εάν (οι συνθήκες εργασίας) επέφεραν υπέρμετρη καταπόνηση του οργανισμού του εργαζομένου (ερευνώνται και παράγοντες όπως η ηλικία, η υγεία του ναυτικού, η φύση και το είδος της παρεχόμενης εργασίας), ούτως ώστε να προκαλέσουν ή να διευκολύνουν την εκδήλωση της νόσου τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Εξ αφορμής τη εργασίας συντρέχει η περίπτωση όταν το ατύχημα δεν είναι άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, όπως όταν τούτο συνέβη εκτός του τόπου και χρόνου εκτέλεσής της, συνδέεται όμως με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι λόγω της εργασίας δημιουργήθηκαν ιδιαίτερες και αναγκαίες για την επέλευσή του πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία (ΑΠ 1072/2018, ΑΠ 1625/2006 ΤΝΠ Νόμος).

ΙΙΙ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 66 ΚΙΝΔ (όπως αυθεντικά ερμηνεύτηκε με το άρθρο 19 του Α.Ν.373/1968), «ο ναυτικός ασθενήσας δικαιούται εις μισθόν και νοση­λεύεται δαπάναις του πλοίου, εάν δε η σύμβασις ναυτολογήσεως λυθή λόγω της ασθένειας και νοσηλεύεται ούτος εκτός του πλοίου, δικαι­ούται εις τα νοσήλια και εις μισθόν, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, ουχί όμως πέραν των τεσσάρων μηνών (§1).Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρ­μόζονται και επί ατυχημάτων εκ βίαιου συμ­βάντος, εάν δε ο ναυτικός υπέστη εξ αυτών ανι­κανότητα προς εργασίαν, ως και εν περιπτώσει θανάτου αυτού, εφαρμόζονται και αι ειδι­κοί διατάξεις περί αποζημιώσεως των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων (§ 2). Προς υπολογισμόν των εκ του παρόντος άρθρου απαιτήσεων επιτρέπεται να συνομολογήται ει­δικός μισθός (§ 3)». Από τις διατάξεις αυτές συ­νάγεται ότι αν η σύμβαση ναυτικής εργασίας λυθεί λόγω της ασθένειας του ναυτικού, ο πα­θών δικαιούται νοσηλίων και μισθού. Στην έν­νοια των νοσηλίων εντάσσεται κάθε δαπάνη που είναι αναγκαία για τη θεραπεία του ναυτι­κού μέχρι την ανάρρωσή του, συμπεριλαμβα­νομένων και των εξόδων για τη διενέργεια ακτινολογικών εξετάσεων (βλ. σχετ. Α. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2003, §54, σελ.251, I. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 14, IV 1, σελ.110), ο δε μι­σθός ασθένειας έχει χαρακτήρα αποδοχών και όχι αποζημιώσεως (ΕφΠειρ 837/2010 ΕΝΔ 2011.116), παρά τη, μάλλον από παραδρομή, εσφαλ­μένη διατύπωση του άρθρου μόνου του Π.Δ.1212/1981 «Περί τροποποιήσεως της παρ.7 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 2652/1953 “περί τρο­ποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν.1752/1951 περί ναυτικής εργασίας”» (ΦΕΚ Α΄ 299/09-10-1981). Η σχετική υποχρέωση του εργοδότη αρχίζει από τη λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας λόγω της ασθένειας και η έναρξη κατά το πλείστον συμπίπτει με την αποβίβαση του ασθενή ναυτικού στην ξηρά (ΕφΠειρ 499/2011 ΕΝΔ 2011.393, ΕφΠειρ 498/2000 ΕΝΔ 2008.281, βλ. σχετ. Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο,1994,σελ.255). Ανώτα­το όριο των οφειλόμενων μισθών ασθένειας και λοιπών εξ αυτής παροχών είναι το τετράμηνο από της απολύσεως λόγω της ασθένειας (ΜονΕφΠειρ 951/2013, ΕλλΔνη 2014.151, ΕφΠειρ 333/2003 ΕΝΔ 2003.270). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζο­νται και όταν συμβεί ατύχημα από βίαιο συμβάν, μάλιστα, αν ο ναυτικός υπέστη από αυτό ανικανότητα για εργασία, εφαρμόζονται και οι ειδικές διατάξεις για την αποζημίωση εκείνων που έπαθαν ατύχημα στην εργασία τους. Κατά το περιεχόμενό της η παροχή του εργο­δότη ως μισθός ασθενείας δεν έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα (παρά τη, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του Π.Δ. 1212/1981 «Περί τροποποιήσεως της παρ.7 του άρθρου 3 του Ν.Δ.2652/1953 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν.1752/1951 περί ναυτικής εργασίας”»- αλλά αποτελεί μισθό και περιλαμβάνει ό,τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επι­δόματα, στο αντίτιμο τροφής, στα δώρα εορτών, ακόμη και στα φιλοδωρήματα, που τυχόν του κατέβαλε ο πλοιοκτήτης. Δηλαδή υπολογί­ζεται με βάση τις αμοιβές που προβλέπονται στην ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής ερ­γασίας (ΣΣΝΕ), εκτός αν έχει συμφωνηθεί «κλει­στός μισθός» (ΕφΠειρ 951/2013 ΕλλΔνη 2014.151, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36.388, ΕφΠειρ 984/2001 ΠειρΝ 2002.277, ΜονΕφΠειρ 330/2016, ΜονΕφΠειρ 951/2013 ΕλλΔνη 2014.151). Τούτο, βέβαια, ισχύει μόνον υπό τον όρο ότι στη ΣΣΝΕ δεν έχει προβλεφθεί ειδικός μισθός ασθένειας, περιλαμβάνων συνήθως το βασικό μισθό της ΣΣΝΕ πλέον του αντιτίμου τροφής, διότι στην περίπτωση αυτή ο παθών δικαιούται τον ειδικό αυτό μισθό και όχι εκείνον που αναλογεί στις υπέρτερες από τις νόμιμες, αποδοχές που λαμβάνει (ΤριμΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 2010/39, ΕφΠειρ 180/2008 ό.π., ΕφΠειρ 333/2003 ΕΝΔ 2003.270, ΕφΠειρ 511/1996, στον Τόμο Νομο­λογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996-1997, σελ.49, ΜονΕφΠειρ 355/2013 ΕΝΔ 2013.296, βλ. σχετ. Γ.Μικρούδη, ό.π., σελ.142, I. Πιτσιρίκου, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, §14, σελ.113-114, Α.Κιάντου – Παμπούκη, ό.π., σελ.207, Α.Βερνάρδου, Το δίκαιον της ναυτικής ερ­γασίας, 1980, σελ.45, σημ.57,1. Κοροτζή, ό.π., άρθρο 66, σελ.362). Έτσι, ο ειδικός μι­σθός ασθένειας του ναυτικού δεν αποκλείεται να συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων με την ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας, η οποία μπορεί ειδικότερα να ορίζει ότι βάση υπολογι­σμού του θα είναι ο ειδικός μισθός ασθένειας της ΣΣΝΕ, καθώς τούτο είναι σύμφωνο με τις αρ­χές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέ­ουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ,από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως ο μισθός (και αυτός της ασθένειας) με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 228/2014 ΔΕΕ 2014.864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, ΑΠ 225/2002 ΔΕΕ 2003/331, ΑΠ 443/1999 ΕλλΔνη 1999.1559, ΑΠ 332/1997 ΔΕΕ 1997.1104, ΤριμΕφΠειρ 12/2011 ΕΝΔ 2011.406, ΤριμΕφΘεσ 262/2011, βλ. σχετ. Γ.Λεβέντη-Κ.Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ.521, 1. Ληξουριώτη, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ.301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συ­γκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστα­νται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμά­τευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι η ατομι­κή βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανομένου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Στ.Βλαστού, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αριθ.124, σελ.263-264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον εν προκειμένω τα μέρη δεν ενδιαφέ­ρει η δεσμευτική της δύναμη, αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 567/2004 ΕΕΔ 2005.589). Για να καταστεί, όμως, ο περί ειδικού μισθού ασθέ­νειας όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερη για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε με την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρ­μοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 860/2010 ΔΕΝ 2010/1061, ΑΠ 277/2009 ΕΕΔ 2010/1353, ΕφΠειρ 232/2018 ΕΝΔ 2018.196, βλ. σχετ. Δ.Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές Ερ­γασιακές Σχέσεις, 2011, αριθ.1050α, σελ.662). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 του Ν.Δ.2652/1953, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 295 παρ.2 του ΚΙΝΔ «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν.1752/1951 “περί ναυτικής εργασίας”» (ΦΕΚ Α 297/30.10.1953), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 295 §2 του ΚΙΝΔ, των διατάξεών του θεωρουμένων ότι αποτελούν προσθήκη στο άρθρο 66 του ΚΙΝΔ, η προστασία του ασθενούς ναυτικού για ασθένεια που προϋπήρχε της ναυτολόγησης και υποτροπίασε ή για ασθένεια χρόνια που παροξύνθηκε, ορίζεται σε ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, παλιννόστηση και καταβολή του μισθού ασθενείας μέχρι δύο μήνες από της λύσης της σύμβασης, όμως ο σχετικός ισχυρισμός προτείνεται κατ’ ένσταση, ενώ, προς υπολογισμό των εν λόγω απαιτήσεων (μισθών ασθενείας) επιτρέπεται να συνομολογείται ειδικός μισθός (ΕφΠειρ 619/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 764/2012 ό.π., ΕφΠειρ 837/2010 ΕΝΔ 39.116, ΕφΠειρ 498/2008 ΕΝΔ 2008.281, ΕφΠειρ 385/2006 ΠειρΝ 2006.460). Εάν ο πλοιοκτήτης ισχυριστεί ότι η ασθένεια του ενάγοντος υπήρχε κατά το χρόνο της ναυτολόγησής του, βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού αυτό (Εφ. Πειρ. 155/2006 ΑρχΝ 2007.311, ΕφΠειρ 602/1995 Νομ.Εφ.Πειρ.1, σελ.30, Κοροτζή, Ναυτ.Εργ.Δ., παρ.335). Η προστασία που παρέχεται στο ναυτικό με τις πιο πάνω διατάξεις καλύπτει ολόκληρο το χρόνο της σχέσης ναυτικής εργασίας, αφορά δε ασθένεια οποιαδήποτε μορφής και οφειλόμενη σε οποιαδήποτε αιτία, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ορίζονται με ειδικές διατάξεις (ΜονΕφΠειρ 330/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝΔ 2013.22, ΕφΠειρ 837/2010 ΕΝΔ 2011.116). Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι ο ναυτικός, όταν η ασθένειά του προήλθε από εργατικό ατύχημα, κατά την προεκτεθείσα έννοια, δικαιούται μισθό ασθενείας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, αν απ’ αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Έτσι, στην τελευταία περίπτωση, έχει αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις, οι οποίες δεν συνδέονται αναγκαίως, ούτε έχουν αντικείμενο την ίδια παροχή, αλλά αποβλέπουν στην επίτευξη άλλου σκοπού. Μάλιστα, για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθενείας, σε αντίθεση με τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα, δηλαδή ασθένεια η οποία εμφανίσθηκε, υποτροπίασε ή παροξύνθηκε, κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΑΠ 961/2018 ΕΝΔ 2018.180, ΑΠ 1690/2013, ΑΠ 1602/ 012, ΜονΕφΠειρ. 619/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 251/2013 ΕΝΔ 2013.300, ΕφΠειρ 678/2004 ΕΝΔ 32.262, ΕφΠειρ 661/2002 ΕΝΔ 30.375, ΕφΠειρ 511/1996 Νομ.Εφ.Πειρ.II, σελ.49, βλ. Δ.Καμβύση, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, σελ.214επ., Α.Βερνάρδου, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ.56, Ι.Κοροτζή,Ναυτικό Δίκαιο, Ι, 2004, σελ.350επ., Ι.Ρόκα-Γ.Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο,2015,αριθ.147,σελ.80, Αλ.Κιάντου-Παμπούκη,Ναυτικό Δίκαιο,1989,σελ.152).

Η υπό κρίση πρώτη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 100/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663επ. ΚΠολΔ και ήδη 621επ. ΚΠολΔ μετά τον Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016, σε συνδ. με το άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513 §1β΄, 516 §1, 517, 518 §2, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στις 5-1-2018, η εκκαλουμένη δημοσιεύτηκε την 31-7-2017, ενώ δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας εάν έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης μεταξύ των διαδίκων, γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται από την πλευρά του εφεσιβλήτου, συνακόλουθα, ενεργοποιείται η διετής καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, η οποία δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος των εκκαλούντων, που ήταν εν μέρει ηττηθέντες ως εναγόμενοι στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω εν μέρει παραδοχής της κρινόμενης αγωγής του ενάγοντος-εφεσιβλήτου σε βάρος τους, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (άρθρα 42, 44, 14 παρ.1-2, 17Α ΚΠολΔ όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011, ενόψει και της έγγραφης και ρητής συμφωνίας των διαδίκων περί παρέκτασης της κατά τόπο αρμοδιότητας στα Δικαστήρια Πειραιώς), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 533 §1), ενώ δεν απαιτούταν, κατ’ άρθρα 495 παρ.4 και 663 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (με έναρξη ισχύος από 2-4-2012) η κατάθεση παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης στην περίπτωση των εργατικών διαφορών (ΜονΠρΚοριν 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 Νόμος).

Η υπό κρίση δεύτερη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 100/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663επ. ΚΠολΔ και ήδη 621επ. ΚΠολΔ μετά τον Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016, σε συνδ. με το άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513 §1β΄, 516 §1, 517, 518 §2, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στις 28-3-2018, η εκκαλουμένη δημοσιεύτηκε την 31-7-2017, ενώ δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας εάν έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης μεταξύ των διαδίκων, γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται από την πλευρά των εφεσιβλήων, συνακόλουθα, ενεργοποιείται η διετής καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, η οποία δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος, που ήταν εν μέρει ηττηθείς ως ενάγων στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω εν μέρει παραδοχής της κρινόμενης αγωγής του σε βάρος των εναγομένων-εφεσιβλήτων, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (άρθρα 42, 44, 14 παρ.1-2, 17Α ΚΠολΔ όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011, ενόψει και της έγγραφης και ρητής συμφωνίας των διαδίκων περί παρέκτασης της κατά τόπο αρμοδιότητας στα Δικαστήρια Πειραιώς), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 533 §1), ενώ δεν απαιτούταν, κατ’ άρθρα 495 παρ.4 και 663 και ήδη 621 ΚΠολΔ, που προστ. με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (με ισχύ από 2-4-2012)η κατάθεση παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για το παραδεκτό άσκησης της έφεσης στις εργατικές διαφορές (ΜονΠρΚοριν 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 Νόμος).

                  Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος-εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 14-8-2014 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς καταθέσεως 5208/2014 και 109/2014 αγωγή του κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων-εφεσιβλήτων, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία εξέθετε ότι μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης εταιρείας, ως αντιπροσώπου στην Ελλάδα της δεύτερης πλοιοκτήτριας εναγομένης εταιρείας, καταρτίστηκαν στον ……….προσύμφωνα διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας, σε εκτέλεση των οποίων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο λιμάνι της Πάτρας, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, επί του υπό ……….. σημαία επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «…» νηολογίου ……… με αριθμό … και κοχ 30902, που εκτελούσε πλόες-δρομολόγια στη γραμμή Πάτρα-Ηγουμενίτσα-Ανκόνα και αντιστρόφως, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες του Ελληνικού Δικαίου και της οικείας και εκάστοτε ισχύουσας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Μεσογειακών Τουριστικών Πλοίων. Ότι στο ανωτέρω πλοίο παρείχε τις υπηρεσίες του κατά τα χρονικά διαστήματα που αναλυτικά παρατίθενται στην αγωγή: α) από 2-9-2012 έως 4-3-2013, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα της Πάτρας με «αμοιβαία συμφωνία» με τον πλοίαρχο, β) από 9-4-2013 έως 23-4-2013, οπότε και διεκόπη για έκτακτο λόγο η σύμβασή του και απολύθηκε λόγω ασθενείας στον λιμένα της Πάτρας, αλλά στην πραγματικότητα λόγω εργατικού ναυτικού ατυχήματος, ως βίαιο και εξωτερικό συμβάν και γ) από 5-8-2013 έως  2-11-2013, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα της Πάτρας με «αμοιβαία συμφωνία» με τον πλοίαρχο, δ) από 30-11-2013 έως 20-1-2014, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα της Πάτρας με «αμοιβαία συμφωνία» με τον πλοίαρχο και ε) από 25-2-2014 έως 30-4-2014, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα της Πάτρας με «αμοιβαία συμφωνία» με τον πλοίαρχο. Ότι καθόλη τη διάρκεια της απασχόλησης του στο ως άνω πλοίο, κατόπιν εντολής του πλοιάρχου και των ανωτέρω του εργαζόταν τουλάχιστον επί 14 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως κατά τις καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες. Ότι δικαιούται να λάβει από την εναγομένη εργοδότρια πλοιοκτήτρια εταιρεία ως διαφορά μισθολογικών αποδοχών υπερωριακής εργασίας που παρείχε στο πλοίο της ως θαλαμηπόλος ως εξής για έκαστη σύμβαση ναυτικής εργασίας που συνήψε με την εργοδότριά του: α) για το πρώτο χρονικό διάστημα το ποσό των 1.697,89 ευρώ, β) για το δεύτερο χρονικό διάστημα το ποσό των 270,44 ευρώ, γ) για το τρίτο χρονικό διάστημα το ποσό των 2.445,65 ευρώ, δ) για το τέταρτο χρονικό διάστημα το ποσό των 1.780,31 ευρώ και ε) για το πέμπτο χρονικό διάστημα το ποσό των 2.033,83 ευρώ. Ότι την 21-4-2013 κατά τη διάρκεια της εργασίας υπέστη εργατικό ατύχημα, καθότι κατά το στρώσιμο των κλινών των καμπινών για το επόμενο δρομολόγιο του πλοίου, αισθάνθηκε ξαφνικό και έντονο πόνο στη μέση λόγω στρώματος που σήκωσε, αναγκάστηκε δε να διακόψει την εργασία του, με τη σύμφωνη γνώμη του πλοιάρχου, και κατόπιν χειρουργικής επέμβασης στην οποία υποβλήθηκε, κρίθηκε ανίκανος για εργασία επί δύο και πλέον μήνες, μέχρι και την 2-7-2013, οπότε εξεταζόμενος από την Ανώτατη Ναυτική Υγειονομική Επιτροπή κρίθηκε ως ικανός για τη συνέχιση άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος. Ότι για το ατύχημα αυτό η εναγομένη του έχει καταβάλει μέχρι σήμερα το ποσό των 3.027 ευρώ που καταλογίζει στους μισθούς ασθενείας, για το οποίο απομένει υπόλοιπο 530,82 ευρώ, το οποίο δικαιούται να λάβει με βάση το άρθρο 66 του ΚΙΝΔ και την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. με βάση την ειδικότητά του και το χρονικό διάστημα που νοσηλεύτηκε και κατέστη ανίκανος προς ναυτική εργασία. Ότι λόγω του ναυτικού εργατικού ατυχήματος που υπέστη ως άνω κατά την έννοια του Ν.551/1914, έπρεπε να είχε λάβει το ½ των πλήρων μηνιαίων αποδοχών του κατά το χρονικό αυτό διάστημα, σύμφωνα με τις συμφωνηθείσες αποδοχές του, την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. και την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, ήτοι το ποσό των 4.521,69 ευρώ. Ότι συνολικά δικαιούται να λάβει από τους εναγόμενους ενεχόμενων εις ολόκληρον, της μεν πρώτη εναγομένης εταιρείας με βάση τον Ν.762/1978 άρθρο 1 παρ.1 ως αντιπροσώπου στην Ελλάδα της δεύτερης εναγομένης πλοιοκτήτριας αλλοδαπής εταιρείας του πλοίου στο οποίο εργάστηκε και του τρίτου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης εταιρείας με βάση τον Ν.762/1978 άρθρο 1 παρ.2, για τις ανωτέρω επιμέρους νόμιμες και συμβατικές αιτίες, το ποσό των 13.280,63 ευρώ, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού σε περίπτωση που κριθεί άκυρη εν όλω ή εν μέρει η σχέση εργασίας του, το οποίο ποσό είναι αναγκαίο για τη συντήρηση και διαβίωση του ιδίου και της οικογένειάς του. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητούσε ο ενάγων, με κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, να υποχρεωθούν να του καταβάλουν οι εναγόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, η πρώτη εταιρεία ως αντιπρόσωπος της δεύτερης αλλοδαπής εταιρείας στην Ελλάδα, η δεύτερη αλλοδαπή εταιρεία ως πλοιοκτήτρια και ο τρίτος ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εταιρείας, το ποσό των 13.280,63 ευρώ για τις ανωτέρω επιμέρους αιτίες από τη σχέση εργασίας άλλως από τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως υπόλοιπο απαιτήσεων που αντιστοιχούν σε διαφορές για την υπερωριακή αμοιβή του επί ναυτικής εργασίας που παρείχε τις καθημερινές ημέρες, Σάββατα, Κυριακές και αργίες στο ως άνω πλοίο, καθώς και αποζημίωσης λόγω ναυτεργατικού ατυχήματος που υπέστη (Ν.551/1914), νομιμοτόκως από την ημέρα που έκαστο κονδύλι κατέστη απαιτητό, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην αγωγή του, άλλως και επικουρικώς από την ημέρα της εκάστοτε απόλυσής του (ήτοι από την 4-3-2013, την 23-4-2013, τη 2-11-2013, την 20-1-2014 και την 30-4-2014, αντιστοίχως), άλλως και επικουρικότερα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής του και μέχρι την εξόφληση του και τέλος, να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης για τη μεταξύ τους δίκη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ως παραδεκτώς ασκηθείσα και νόμιμη, την έκανε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.541,82 ευρώ, ως διαφορά από αμοιβή υπερωριακής εργασίας του στο πλοίο της (ποσού 4.980,39 ευρώ), νομιμοτόκως από την ημερομηνία λύσης κάθε σύμβασης εργασίας, κατά τη διάρκεια της οποίας έλαβε χώρα η υπερωριακή απασχόληση του εργαζόμενου ναυτικού, κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή στο σύνολό της και τέλος, καταδίκασε τους εναγόμενους να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 250 ευρώ για τη δικαστική του δαπάνη στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω της εν μέρει ήττας τους και αντίστοιχης εν μέρει νίκης αυτού.

Ήδη οι εκκαλούντες της πρώτης ως άνω έφεσης ως εν μέρει ηττηθέντες στην πρωτοβάθμια δίκη παραπονούνται με την από 3-1-2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 92/2018 και 2/2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 3623/2018 και 1568/2018 έφεσή τους κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 100/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, έναντι του ενάγοντος-εφεσίβλητου της δεύτερης έφεσης για τους λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει των οποίων κατέτεινε στην έκδοση της εκκαλουμένης. Με βάση τους λόγους έφεσης, οι εκκαλούντες ζητούν να γίνει δεκτή η έφεσή τους τυπικά και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, να απορριφθεί η από 14-8-2014 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς καταθέσεως 5208/2014 και 109/2014 αγωγή του ενάγοντος-εφεσιβλήτου σε βάρος τους ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της, κατά παραδοχή των λόγων έφεσής τους και να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Επίσης, ήδη ο εκκαλών της δεύτερης ως άνω έφεσης ως εν μέρει ηττηθείς στην πρωτοβάθμια δίκη παραπονείται με την από 28-3-2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 3395/2018 και 62/2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμό προσδιορισμού 3622/2018 και 1567/2018 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 100/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, έναντι των εναγομένων-εφεσιβλήτων της δεύτερης έφεσης για τους λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει των οποίων κατέτεινε στην έκδοση της εκκαλουμένης. Με βάση τους λόγους έφεσης, ο εκκαλών ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του τυπικά και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, να γίνει δεκτή στο σύνολο των αιτημάτων της η από 14-8-2014 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς καταθέσεως 5208/2014 και 109/2014 αγωγή του σε βάρος των εναγομένων-εφεσιβλήτων ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, κατά παραδοχή των λόγων έφεσής του και να καταδικασθούν οι εφεσίβλητοι στην εν γένει δικαστική του δαπάνη επί της δίκης του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων … και …, την εξέταση των οποίων επιμελήθηκαν οι διάδικοι και εξετάστηκαν νομίμως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, όπως καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δίκης, λαμβάνονται δε υπόψη καθ’ εαυτές και ανάλογα με τη γνώση και την αξιοπιστία τους, σε συνδυασμό προς το σύνολο των νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους μετ’ επικλήσεως εγγράφων, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτοτελώς προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα οποία άλλωστε στην προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη ακόμα και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 §1 εδ.α’ ΚΠολΔ), καθώς και από όσα συνομολογούν εν γένει οι διάδικοι, όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν και προέκυψαν κατά την προφορική διαδικασία στο ακροατήριο, με βάση τα πρακτικά της δίκης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, όπως αναφέρονται ειδικότερα και περιοριστικά παρακάτω (ΚΠολΔ 261, 352 §1) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (ΚΠολΔ 336 §4), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Με βάση τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από 10-3-2012, 9-4-2013, 5-8-2013, 25-2-2014 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ της πρώτης εναγομένης, ως αντιπροσώπου στην Ελλάδα της πλοιοκτήτριας αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρίας, δεύτερης εναγομένης και του ενάγοντος, ο τελευταίος, απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, ναυτολογήθηκε ως θαλαμηπόλος στο υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου ………. Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «…», ολικής χωρητικότητας 30.902 κόρων, που εκτελούσε πλόες, ήτοι κυκλικά δρομολόγια στη γραμμή (θαλάσσια διαδρομή) Πάτρα-Ανκόνα με ενδιάμεση προσέγγιση στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας, και αντιστρόφως, έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής με βάση τους όρους του ισχύοντος ελληνικού ναυτικού και εργατικού δικαίου και της οικείας και εκάστοτε ισχύουσας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Μεσογειακών Τουριστικών Πλοίων, στο οποίο πλοίο και υπηρέτησε κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, σύμφωνα με τα ναυτικό φυλλάδιό του (Α.Μ….), καθώς και την ατομική καρτέλα ναυτικού του ενάγοντος, ήτοι: α) από τη 2-9-2012 έως την 4-3-2013, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα της Πάτρας με «αμοιβαία συναινέσει» με τον πλοίαρχο, β) από την 9-4-2013 έως την 23-4-2013, οπότε και διεκόπη για έκτακτο λόγο η σύμβασή του και απολύθηκε λόγω ασθενείας στον λιμένα της Πάτρας, γ) από την 5-8-2013 έως τη 2-11-2013, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα της Πάτρας με «αμοιβαία συναινέσει» με τον πλοίαρχο, δ) από την 30-11-2013 έως την 20-1-2014, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα της Πάτρας με «αμοιβαία συναινέσει» με τον πλοίαρχο και ε) από την 25-2-2014 έως την 30-4-2014, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα της Πάτρας με «αμοιβαία συναινέσει» με τον πλοίαρχο. Η οργανική σύνθεση του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου και δη το προσωπικό ενδιαιτημάτων αποτελούνταν κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος από ένα μάγειρα Α΄, ένα μάγειρα Β΄, ένα μάγειρα Γ΄, ένα χυτροκαθαριστή, ένα προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο, εννέα (9) θαλαμηπόλους και οκτώ (8) επίκουρους, ήτοι συνολικά από είκοσι δύο (22) ναυτικούς εργαζόμενους. Ο ενάγων, καθόλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο ως άνω πλοίο, απασχολούταν καθημερινά, με ανατιθεμένα σε αυτόν καθήκοντα συναφή με την ειδικότητά του και ειδικότερα, σε ένα από τα μπαρ του πλοίου, καθώς και στην καθαριότητα των καμπίνων και των λοιπών κοινόχρηστων εσωτερικών χώρων του πλοίου, ήτοι σε γενικούς καθαρισμούς. Από την εκτίμηση του συνόλου των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του επί του ανωτέρω πλοίου, απασχολούταν σταθερά πέραν του νομίμου ωραρίου, υπερωριακώς (ήτοι, πέραν του οχτάωρου κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθόλη της διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες), όπως καταδεικνύεται από το γεγονός ότι σ’ αυτόν καταβαλλόταν μηνιαίως χρηματικό ποσό για υπερωρίες, στο πλαίσιο συμφωνηθέντος «κλειστού» μικτού μηνιαίου μισθού ποσού 2.857,59 € και 3.061,87 € -κατά τους όρους που διαλαμβάνονται στις αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης- όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως λογαριασμούς μισθοδοσίας του και συμβάσεις ναυτικής εργασίας του, καθόσον προβλεπόταν ειδικά εκ των προτέρων στην ατομική του σύμβαση εργασίας η κάλυψη των υπερωριών από τις συμφωνημένες αποδοχές του, επειδή προφανώς συμβαλλομένη εργοδότρια πλοιοκτήτρια εταιρεία θεωρούσε βέβαιη την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, αφού ως γνωστόν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται και αυτεπαγγέλτως υπόψη (ΚΠολΔ 336 παρ.4) στη ναυτική πρακτική ότι όλοι οι ναυτικοί εργάζονται περισσότερες από τις «κεκανονισμένες» ώρες (ΜονΕφΠειρ 50/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 647/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 892/2002 ΕΝΔ 30.437, ΕφΠειρ 1277/1990 ΕΝΔ 1991.226), κρίνεται δε ότι ο ενάγων, για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, απασχολούταν κατά τη ναυτολόγησή του στο πλοίο «…» κατά μέσο όρο 12 ώρες ημερησίως τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, ενόψει και της ειδικότητάς του. Στο ποσό αυτό του μηνιαίου μισθού συμφωνήθηκε να συμπεριλαμβάνεται ο βασικός μισθός, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα Σαββάτων, το επίδομα αργιών, το επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, το επίδομα υπερωριών και τα λοιπά επιδόματα και αποδοχές δεδουλευμένων που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (βλ. το εδάφιο με αριθμό 2 των από 10-3-2012 και από 9-4-2013, καθώς και το εδάφιο περί «Μισθών» των από 5-8-2013 και από 25-2-2014 επίδικων προσκομιζόμενων συμβάσεων ναυτικής εργασίας). Κάθε ποσό που καταβάλει η εναγόμενη εργοδότρια εταιρεία στον ενάγοντα πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον ενάγοντα υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με την ίδια εκάστοτε σύμβαση ναυτικής εργασίας. Συνεπώς, δυνάμει και των ως άνω συμβάσεων, είχε επιπλέον συμφωνηθεί ποσά που καταβάλλονται από την εναγόμενη στον ενάγοντα και δεν προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. να καλύπτουν πιθανή υπερωριακή εργασία (βλ. το εδάφιο με αριθμό 4 των από 10-3-2012 και από 9-4-2013, καθώς και το με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο των από 5-8-2013 και από 25-2-2014 επίδικων προσκομιζόμενων συμβάσεων ναυτικής εργασίας), συμφωνία, η οποία, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία που παρασχέθηκε από τον ενάγοντα έγκυρα συμψηφίζεται με το ποσό που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του νόμιμου και του μεγαλύτερου μισθού που συμφωνήθηκε να καταβάλλεται σε αυτόν από την εναγομένη εργοδότριά του, το δε ανωτέρω αυτό ποσό (της διαφοράς μεταξύ του νόμιμου και του υψηλότερου μισθού, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται οι πάγιες υπερωρίες που κάλυπτε ο ενάγων κατά τις καθημερινές και κατά τα Σάββατα και τις αργίες) θα αφαιρεθεί από την αμοιβή υπερωριακής εργασίας που δικαιούται ο ενάγων με βάση τις υπερωρίες που απασχολήθηκε πράγματι στο πλοίο της εναγομένης εργοδότριας πλοιοκτήτριας εταιρείας, εφόσον το δεύτερο υπερβαίνει σε ύψος το πρώτο (βλ. σχετ. ΕιρΠειρ 39/2012, σε συνδυασμό με ΜονΠρΠειρ 1443/2013 αδημ. στον νομικό τύπο). Επίσης, είχε συμφωνηθεί ότι κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρεία στον ναυτικό (ενάγοντα) πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από αυτόν υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση και ότι ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ως προς δε την εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε., αυτή είναι η εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων των Μεσογειακών-Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, όπως προκύπτει από ρητή μνεία επί της σύμβασης (βλ. σχετικό εδάφιο των από 5-8-2013 και από 25-2-2014 επίδικων συμβάσεων ναυτικής εργασίας), αλλά και λόγω του ότι αφενός μεν ο ενάγων είναι μέλος συνδικαλιστικής οργάνωσης που ανήκει στα μέλη της, συμβληθείσας στην ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., Π.Ν.Ο. (βλ. στους λογαριασμούς μισθοδοσίας που προσκομίζονται τη μηνιαία παρακράτηση υπέρ Π.Ν.Ο.), αφετέρου, η εναγόμενη αποτελεί μέλος της συμβληθείσας στην ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. αντίστοιχης εργοδοτικής οργάνωσης, γεγονός που συνομολογείται, ενόψει του ότι δεν αμφισβητήθηκε από αυτήν ρητώς και ειδικώς. Σε περίπτωση δε που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στον λογαριασμό μισθοδοσίας του ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται, είτε επειδή δεν προβλέπονται από τη μεταξύ τους σύμβαση ναυτικής εργασίας είτε επειδή δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του είτε επειδή δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, συμφωνήθηκε μεταξύ τους ότι η εταιρεία ή ο πλοίαρχος δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας (βλ. το εδάφιο με αριθμό 8 των από 10-3-2012 και από 9-4-2013, καθώς και το με αριθμό 4 συμπληρωματικό όρο των από 5-8-2013 και από 25-2-2014 επίδικων προσκομιζόμενων συμβάσεων ναυτικής εργασίας).Περαιτέρω δε, αποδείχθηκε ότι κατά τις επίδικες περιόδους, το ένδικο πλοίο εκτελούσε μετ’ επιστροφή το δρομολόγιο Πάτρα-Ηγουμενίτσα-Ανκόνα, μεταφέροντας επιβάτες και οχήματα. Με τα ανωτέρω καθήκοντα ο ενάγων απασχολούταν τόσο κατά τη χειμερινή περίοδο -κατά το διάστημα από 7/9 έως 27/6- όσο και κατά τη θερινή περίοδο και κατά μέσο όρο για δώδεκα (12) ώρες ανά ημέρα απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών, ενώ δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί 14ωρης καθημερινής εργασίας, κατά μέσο όρο, καθώς, εκτός του ότι κρίνεται υπερβολικό, αφού δεν συνάδει με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δεν επιβεβαιώνεται από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς πέραν των άλλων κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο το πλοίο διανυκτέρευε ορισμένες ημέρες με βάση το πρόγραμμα δρομολογίων του στα λιμάνια Πάτρας και Ανκόνας, οπότε συνάγεται ότι δεν μπορεί να ασκούσε τα ίδια ναυτικά καθήκοντα με υπερωρίες, πέραν του βασικού ωραρίου του, αφού δεν εκτελούνταν καν πλόες κατά τις διανυκτερεύσεις αυτές στους λιμένες προορισμού, καθώς μη λειτουργούντος προφανώς του μπαρ που εξυπηρετούσε ο ίδιος, οι ώρες εργασίας του από το βασικό του ωράριο πρέπει να ήταν ευλόγως μειωμένες. Κατά δε τη θερινή περίοδο, ήτοι από 28/6 έως 6/9 των ετών 2012, 2013 και 2014, όπου τόσο τα δρομολόγια, όσο και επιβάτες αυξάνονταν, λόγω της ανόδου της τουριστικής κίνησης και στα ακτοπλοϊκά-μεσογειακά ταξίδια, αυξανόταν αντιστοίχως και το πλήρωμα, καθότι προκύπτει ότι υπήρχε ενίσχυση του αριθμού των μελών του πληρώματος του πλοίου, το οποίο σχεδόν διπλασιαζόταν (οι δε θαλαμηπόλοι κατά τη χειμερινή περίοδο από 9 κατά το οργανόγραμμα ή έστω 14 κατά τις καταθέσεις αμφοτέρων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, επίσης θαλαμηπόλων, οι οποίες καταχωρήθηκαν στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης επαυξάνονταν δε κατά τη θερινή περίοδο σε 20), εκτιμάται ότι ο ενάγων εργαζόταν κατά μέσο όρο δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών, ενόψει του ότι η πρόσληψη και ναυτολόγηση επιπλέον προσωπικού δεν είναι αντίστοιχη με τη ραγδαία άνοδο των αναγκών υπηρεσίας του πλοίου κατά τα θερινά δρομολόγια, αφού σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΚΠολΔ 336 παρ.4), πάντοτε τα υπηρεσιακά καθήκοντα των ναυτικών είναι εντατικοποιημένα κατά τη θερινή περίοδο λόγω κατακόρυφης επαύξησης του αριθμού των δρομολογίων και του αριθμού των επιβατών που μεταφέρονται με τα πλοία ένεκα της κορύφωσης της τουριστικής κίνησης, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εκκαλούντων της πρώτης έφεσης ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Τούτο προκύπτει ιδίως από τα σχετικά έγγραφα που προσκομίζονται από τον ενάγοντα στη δίκη αναφορικά με τα υπηρεσιακά καθήκοντά του, όσο και από την αξιόπιστη ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως που καταθέτει μετά λόγου γνώσης και από ιδία αντίληψη ως συνάδελφος θαλαμηπόλος που απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο την ίδια χρονική περίοδο με τον ενάγοντα και διαμένων στην ίδια καμπίνα με αυτόν, ο οποίος ανεξαρτήτως του ότι έχει ασκήσει σχετική με την κρινόμενη αγωγή, γεγονός που από μόνο του δεν μειώνει την αξιοπιστία της κατάθεσής του και δη ως «ομοιοπαθούς» με τον ενάγοντα συνάδελφό του στην ίδια θέση και στο ίδιο πλοίο της ιδίας πλοιοκτήτριας εταιρείας (ΜονΠρΠειρ 3534/2004 αδημ. στον νομικό τύπο), πλην όμως δεν απασχολείται πλέον στην ίδια εργοδότρια πλοιοκτήτρια εταιρεία, όπως ο μάρτυρας ανταπόδειξης αυτής που εξακολουθεί να εργάζεται σε αυτήν επί 20 έτη, τελών υπό εργασιακή και οικονομική εξάρτηση από αυτήν, με βάση την ένορκη κατάθεσή του στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, η δε κατάθεσή του έχει συμπεριληφθεί στα ταυτάριθμα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, ώστε η αναγκαία και εύλογη επαύξηση του προσωπικού των θαλαμηπόλων κατά τη θερινή περίοδο των δρομολογίων του πλοίου εκτιμάται από τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι δεν ήταν επαρκής για να καλύψει τις ιδιαίτερα αυξημένες ανάγκες ενός τόσο μεγάλου πλοίου, το οποίο τους καλοκαιρινούς τουριστικούς μήνες έφτανε να μεταφέρει ανά δρομολόγιο πάνω από 1.000 και μέχρι και 1.500 επιβάτες, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των ενόρκων καταθέσεων των προαναφερομένων μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως που καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δίκης, οπότε αναγκάζονταν οι θαλαμηπόλοι έστω και σε μεγαλύτερο αριθμό πλέον να εργάζονται εντατικά και πέρα από το νόμιμο ωράριό τους για πολλές ώρες ημερησίως, προκειμένου να ανταποκριθούν στις πλήρως και ευλόγως επαυξημένες εργασιακές τους υποχρεώσεις κατά τους μήνες αυτούς. Επίσης, με βάση το πρόγραμμα λειτουργίας των τεσσάρων μπαρ του πλοίου και ιδίως του ενός που λειτουργούσε επί 24ωρη βάση, προκύπτει σταθερή υπερωριακή εργασία του ενάγοντος σε συνδυασμό δε με τις συνεχείς γενικές καθαριότητες στους κοινόχρηστους χώρους και στις καμπίνες του πλοίου, η οποία ανερχόταν σταθερά μέχρι και σε δώδεκα (12) ώρες απασχόλησής του ημερησίως κατά μέσον όρο με τα καθήκοντα του θαλαμηπόλου (ΕφΠειρ 630/2014, ΕφΠειρ 647/2014 ΤΝΠ Νόμος), όπως επιβεβαιώνεται ρητώς και σαφώς από αμφότερους τους μάρτυρες αποδείξεως και ανταποδείξεως, συναδέλφους του θαλαμηπόλους στο ίδιο πλοίο, που εξετάστηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, με βάση τα πρακτικά αυτής. Η εργασία του περιελάμβανε, πέραν της απασχόλησής του στο εν λόγω μπαρ, παράλληλα και την ανάθεση της εξυπηρέτησης της τραπεζαρίας self service, του σερβιρίσματος του σαλονιού και της φροντίδας των καμπινών επιβατών του πλοίου, αλλάζοντας κλινοσκεπάσματα, στρώνοντας κρεβάτια και εκτελώντας εργασίες καθαριότητας στις καμπίνες, την υποδοχή (ρεσεψιόν) των επιβατών κατά την επιβίβαση τόσο στο λιμένα της Πάτρας και τον λιμένα της Ανκόνα, καθώς και εργασίες γενικής καθαριότητας όλου του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου, όταν αυτό διανυκτέρευε σε Πάτρα και Ανκόνα (καθαριότητα σε μοκέτες, εσωτερικές επιφάνειες, ταβάνια, κλιμακοστάσια, διαδρόμους, κοινόχρηστες τουαλέτες και εν γένει χώρους, μπαρ, σαλόνια, καμπίνες κλπ.), ο δε ενάγων εργαζόταν και σε οποιονδήποτε άλλο τομέα ελάμβανε σχετική εντολή από τους προϊσταμένους του, εφόσον προέκυπτε ανάγκη, σύμφωνα με όσα καταθέτουν οι μάρτυρες αποδείξεως και ανταποδείξεως συνάδελφοι του, με τους οποίους συνυπηρέτησαν στο ίδιο πλοίο σε μεγάλες χρονικές περιόδους και στην ίδια θέση, γνωρίζοντας επακριβώς περί του ωραρίου και των καθηκόντων που πραγματικά παρείχε στην εργασία του. Σημειώνεται δε ότι το εν λόγω πλοίο έχει μήκος περίπου 200μ., πλάτος 25μ, πολλά καταστρώματα με 198 καμπίνες, συμπεριλαμβανομένων σε αυτά εστιατορίων, μπαρ, ρεσεψιόν, σαλονιών, καμπινών επιβατών και πληρώματος του πλοίου, το οποίο μπορούσε να μεταφέρει μέχρι και 1821 επιβάτες και κατά τη θερινή περίοδο μετέφερε έως και 1.500 άτομα περίπου ημερησίως ανά ταξίδι, κατά μέσο όρο, σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας και ιδίως τις ως άνω μαρτυρικές καταθέσεις, ισχυρισμό δε τον οποίο δεν αμφισβητεί η εναγομένη κατά τρόπο ειδικό, ρητό και σαφή (ΚΠολΔ 261, 352). Άλλωστε, με βάση το οργανόγραμμά του, στην οργανική σύνθεση του πληρώματος του εν λόγω πλοίου συμπεριλαμβάνονταν εννέα (9) θαλαμηπόλοι και οκτώ (8) επίκουροι, η δε οργανική σύνθεση, συμπεριλαμβανομένου του κλάδου γενικών υπηρεσιών, συμπληρώνεται κατά την κρίση του πλοιοκτήτη λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τον αριθμό επιβαινόντων, τον εξοπλισμό επί του πλοίου, των μεθόδων εργασιών που εφαρμόζονται και των μέσων που παρέχονται, η δε προαναφερόμενη σύνθεση πληρώματος δεν θίγει την τήρηση κανόνων ασφαλείας, όρων και προϋποθέσεων πιστοποιητικών ασφαλείας αυτού, καθώς και λοιπών όρων περί προσωπικού πλοίων και οργάνωσης χρόνου εργασίας ναυτικών, διατροφής, τροφοδοσίας, ασφαλούς διαχείρισης, επαγγελματικής ασφάλειας και υγιεινής, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Εξ αυτών συνάγεται ότι η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν εξαρτάται από την πληρότητα της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος του πλοίου, η οποία είναι αναγκαία για την ασφάλεια του πλου και μόνον, ενώ δεν αποκλείεται, παρά την απασχόληση όλων των μελών του πληρώματος σε καθεστώς πληρότητας της οργανικής σύνθεσης του πλοίου, να απαιτείται να εκτελούν και υπερωριακή εργασία, για την οποία βεβαίως δικαιούνται να αμείβονται. Δηλαδή η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε τυχόν πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον μάλιστα ότι αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΚΙΝΔ (Ν.Δ.187/1973) αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια του πλου και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, γεγονός που άλλωστε επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, που προσκομίστηκαν στη δικογραφία και συνομολογείται από τους εναγόμενους-εκκαλούντες (ΚΠολΔ 352), αναγνωριζομένης εκ προοιμίου της ανάγκης υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος ναυτικού (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 315/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 268/2015, ΜονΕφΠειρ 590./2014 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 180/2008, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 736/2005, ΕφΠειρ 276/2005, ΕφΠειρ 616/2004, ΕφΠειρ 1/2003, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο), απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού των εκκαλούντων ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Επομένως, ως προς την υπερωριακή απασχόληση αυτού, στην ανωτέρω κρίση του άγεται το παρόν Δικαστήριο με βάση τα προαναφερθέντα, και ιδίως: α) ενόψει των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω μεσογειακές-ακτοπλοϊκές γραμμές με συνεχή και πολύωρα δρομολόγια, ιδίως κατά τη θερινή τουριστική περίοδο, β) της σταθερής καταβολής προς αυτόν κάθε μήνα ποσών αποδοχών δεδουλευμένων για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο τις καθημερινές και τις Κυριακές, όσο και τα Σάββατα και τις αργίες, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες καταστάσεις-λογαριασμούς μισθοδοσίας του (βλ. σχετ. συγκεντρωτικές καταστάσεις αποδοχών του ενάγοντος που προσκομίζονται, συμπεριλαμβανομένων αποδοχών για υπερωρίες-έξτρα ώρες, Σάββατα και αργίες), γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες που ήταν αυξημένη η τουριστική και επιβατική κίνηση σε σύγκριση με τη χειμερινή περίοδο και δ) από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο (ΜονΕφΠειρ 289/2017 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 736/2005, ΕφΠειρ 276/2005, ΕφΠειρ 616/2004, ΜονΠρΠειρ 4454/2010  αδημ. στον νομικό τύπο). Έτσι ο ενάγων, εξαιρουμένων των ημερών που το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο, λόγω των διανυκτερεύσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων εργαζόταν με μειωμένες ώρες (στα όρια του κανονικού ωραρίου) λόγω μη λειτουργίας των μπαρ του πλοίου, πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που αφορούσαν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε προφανώς η κανονική απασχόλησή του των οκτώ (8) ωρών, αλλά όχι πέραν των δώδεκα (12) ωρών τόσο τη χειμερινή όσο και τη θερινή περίοδο, κατά μέσο όρο ημερησίως, και πάντως όχι επί δεκατέσσερις (14) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο ίδιος, χωρίς ωστόσο τούτο να αποδεικνύεται ως βάσιμο εκ μέρους του, απορριπτομένου ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν του σχετικού λόγου έφεσής του (ΚΠολΔ 335, 338). Η καθημερινή διάρκεια της εργασίας του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων ακριβώς καθορισμένη και συχνά εκτελούταν και εκτός των κανονικών χρονικών ορίων της, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων μεσογειακών-ακτοπλοϊκών γραμμών, τη δε θερινή περίοδο εκτιμάται ευλόγως ότι οι ώρες που εργαζόταν μπορούσε να αυξάνονται σε σχέση με τη χειμερινή περίοδο, για όλους τους προδιαλαμβανόμενους λόγους, πλην όμως κατά μέσο όρο ανέρχονταν στα ανωτέρω δεδομένα και όρια, ενόψει και της επαύξησης του προσωπικού του πλοίου (ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 736/2005, ΕφΠειρ 276/2005 αδημ. στον νομικό τύπο). Ειδικότερα, εκτιμάται ότι κατά τις καθημερινές και Κυριακές ο ενάγων παρείχε τέσσερεις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες υπερωριακής εργασίας, τόσο κατά τη χειμερινή περίοδο, όσο και κατά τη θερινή περίοδο, οι οποίες ήταν επαρκείς, αλλά και αναγκαίες ως υπερωριακή εργασία για την κάλυψη των καθημερινών υπηρεσιακών καθηκόντων του υπό την εργασιακή του απασχόληση στο εν λόγω πλοίο των εναγομένων-εκκαλούντων, απορριπτομένου ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν του σχετικού λόγου έφεσής τους, καθόσον δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα με βάση τις εκτιθέμενες περιστάσεις της εργασίας του, σε συνδυασμό με τις διαπιστωμένες ανάγκες του πλοίου για την εξυπηρέτηση του επιβατικού κοινού και των εν γένει μεταφερόμενων, κατά τη χειμερινή και ιδίως τη θερινή περίοδο. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη εργοδότρια πλοιοκτήτρια εταιρεία στο πλοίο της, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων (Β.Δ.683/1960) και 19 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Μεσογειακών-Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού και δη αμάχητο ότι δηλαδή δεν απαιτείτο για τις ανάγκες της λειτουργίας του πλοίου η παροχή εκ μέρους του πληρώματος υπερωριακής εργασίας, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΜονΕφΠειρ 315/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 268/2015, ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 764/2008, ΕφΠειρ 768/2003 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123,ΕφΠειρ 778/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΠειρ 2505/2015, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο). Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από τους εναγόμενους και επαναφέρεται με τον σχετικό λόγο της έφεσής τους, ότι καθόλη τη διάρκεια ναυτολόγησης στο ανωτέρω πλοίο ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη ή αντίρρηση, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός (για το οποίο δεν αποκλείεται η απόδειξη με κάθε πρόσφορο και νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως και έγινε εν προκειμένω), ότι ο ενάγων απασχολούταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσής του, αν διαμαρτυρόταν, λαμβανομένης μάλιστα υπόψη της πράγματι δύσκολης θέσης κάθε εργαζόμενου ιδίως σε περίπτωση υψηλού δείκτη ανεργίας και της εύλογης ανάγκης του ενάγοντος για εργασία, προς τούτο, άλλωστε, κρίνεται και απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων ουδέποτε διατύπωσε οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή επιφύλαξη στους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του τόσο κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησής του, όσο και μετά από αυτή, αφού υπάρχει πάντα ο φόβος για τον κίνδυνο απολύσεώς τους και ανεργίας, αλλά και για τον κίνδυνο της μη ανεύρεσης εργασίας σε άλλη πλοιοκτήτρια εταιρία εξαιτίας της εγέρσεως αξιώσεων κατά προηγούμενης εργοδότριας πλοιοκτήτριας, γεγονός που ευχερώς διαδίδεται και επισταμένως λαμβάνεται υπόψη στη ναυτιλιακή και ναυτική αγορά εργασίας (ΑΠ 1700/1998 ΕΝΔ 26.465, ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 778/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕφΠειρ 609/1988 ΕΝΔ 12.492, ΜονΠρΠειρ 3107/2016, ΜονΠρΠειρ 2505/2015, ΜονΠρΠειρ 3822/2014, ΜονΠρΠειρ 3534/2004 αδημ. στον νομικό τύπο). Τούτο επιβεβαιώνεται και από την πλέον αξιόπιστη ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, βάσει της οποίας η εργοδότρια πλοιοκτήτρια πλήρωνε μεν υπερωρίες, αλλά όχι όλες όσες πραγματοποιούσαν οι εργαζόμενοι, οι οποίοι απέφευγαν να εκφράσουν σοβαρά παράπονα, κάνοντας υπομονή, διότι προφανώς φοβόντουσαν την απόλυση,ενώ είχαν ανάγκη τα χρήματα για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Άλλωστε, αυτή δεν συνιστά ούτε συνεπάγεται παραίτηση (άφεση χρέους) από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής (άρθρα 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 του Ν.2112/1920, 8 παρ.4 του Ν.4020/1959), αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας του και δη αναφορικά με τις δικαιούμενες μισθολογικές και υπερωριακές αποδοχές του, είναι άκυρη, ακόμη κι αν έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας του (ΟλΑΠ 173/1961 ΕΕΔ 20.531, ΑΠ 1635/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1554/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1157/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 300/2007 ΕλλΔνη 48.1092, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1284/2001 ΕλλΔνη 43.129, ΜονΕφΠειρ 268/2015 αδημ. στον νομικό τύπο, ΜονΕφΠειρ 315/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 56/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 361/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 501/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 185/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 778/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕφΠειρ 506/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 377/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, ΕφΠειρ 244/2009 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 180/2008 ΕΝΔ 2008.308, ΕφΠειρ 34/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1117/2005 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 704/2002 ΕΝΔ 30.370, ΕφΠειρ 892/2002 ΕΝΔ 30.437, ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 30.19, ΜονΠρΠειρ 3107/2016, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο). Επιπλέον δε, ουδόλως αποδείχθηκε ότι οι αναγραφόμενες ώρες ανάπαυσης των εργαζομένων στον σχετικό πίνακα είναι ανεπίδεκτες αμφισβήτησης, πέραν του ότι ως επί το πλείστον προκύπτει ότι οι εργαζόμενοι τουλάχιστον κατά τη θερινή περίοδο με την αυξημένη τουριστική και επιβατική κίνηση, αλλά και αρκετούς από τους μήνες της χειμερινής περιόδου απασχολούνταν στο πλοίο τουλάχιστον 12 ώρες, όπως και οι ίδιοι οι εκκαλούντες συνομολογούν. Άλλωστε, τις πλείστες όσες φορές αναγράφονταν στους σχετικούς πίνακες 12 ώρες εργασίας και 12 ώρες ανάπαυσης, όπως προκύπτει σαφώς και ρητώς από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και οι ίδιοι οι εκκαλούντες συνομολογούν ρητώς στις προτάσεις τους, χωρίς μάλιστα να σημαίνει ότι τούτο τηρούταν απολύτως και απαρεγκλίτως υπέρ του ναυτικού εργαζομένου, αλλά μάλλον σε βάρος του, δεδομένων των συνθηκών και του τρόπου παροχής εργασίας από το προσωπικό των πλοίων, που εξαρτάται βεβαίως και από την κίνηση του επιβατικού κοινού, λαμβάνοντας υπόψη τόσο και την εργασία προετοιμασίας, όσο και την εργασία καθαριότητας και αποκατάστασης, εν γένει, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΚΠολΔ 336 παρ.4). Οι εγγραφές στα βιβλία αυτά δεν είναι πάντοτε ακριβείς, δεδομένου ότι όντως αποδείχθηκε ως άνω ότι ο ενάγων σταθερά εργαζόταν υπερωριακώς και γι’ αυτό εξάλλου είχε συμφωνηθεί μισθός στον οποίο συμπεριλαμβανόταν εξ αρχής ένα ορισμένο ποσό (αντίτιμο-αποδοχές) λόγω υπερωριών, επακολουθούσε δε τυχόν συμψηφισμός αυτών σε περίπτωση υπέρβασης του προβλεπόμενου ορίου ωρών εργασίας για τις οποίες καταβαλόταν το συγκεκριμένο συμφωνηθέν ποσό μισθού, αναγκαζόμενος δε ο ενάγων να υπογράφει ακόμη και εικονικές υπερωρίες υπό τον φόβο τυχόν απολύσεώς του σε περίπτωση διαμαρτυρίας του, χωρίς τούτο να συνιστά παραίτησή του από τα σχετικά εκ των υπερωριών του δικαιώματα, όντας σε δυσχερή θέση και τελών υπό τον φόβο απολύσεως και δη σε περίοδο υψηλού δείκτη ανεργίας και με τρέχουσες τις οικογενειακές και προσωπικές του υποχρεώσεις και δαπάνες (ΜονΕφΠειρ 590/2014, ΕφΠειρ 452/2010 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 778/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕφΠειρ 609/1988 ΕΝΔ 12.492). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε, ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες κατά τη χειμερινή περίοδο και κατά τη θερινή περίοδο, όπως ανωτέρω επίσης οριοθετήθηκε, με εξαίρεση τις προαναφερόμενες ημέρες που το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο, λόγω καιρού ή εργασιών στο λιμάνι, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (ΚΠολΔ 534), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων ούτε διέλαβε ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού των εκκαλούντων ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου, χωρίς να απαιτείται να προσδιοριστούν επακριβώς το καθημερινό ωράριο του ενάγοντος και ποιες συγκεκριμένες ώρες εκτελούσε τα καθήκοντα του, καθώς και η διάρκεια κάθε εργασίας του, λαμβανομένου υπόψη ότι το ωράριο του δεν ήταν προκαθορισμένο ούτε το είδος και η διάρκεια των καθημερινών του εργασιών, αλλά εναλλάσσονταν προφανώς με τους άλλους θαλαμηπόλους και επίκουρους του πλοίου, κατ’ εντολή του πλοιάρχου, ώστε να υπάρχει δίκαιη κατανομή εργασιών, ανταποκρίνονταν δε στα δρομολόγια κάθε ημέρας. Επισημαίνεται ότι η ίδια η εναγομένη με τις προτάσεις της συνομολογεί ότι ο ενάγων εργαζόταν παρέχοντας εργασία που δεν υπερέβαινε σε κάθε περίπτωση τις δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, ενώ άλλωστε και ο μάρτυρας ανταπόδειξης, συνάδελφος του ενάγοντος, θαλαμηπόλος στο ίδιο πλοίο, καταθέτει ευθαρσώς και κατηγορηματικά κατά την ένορκη εξέτασή του, που συμπεριλήφθηκε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, ότι ο ενάγων εργαζόταν έως και δώδεκα (12) ώρες ημερησίως (βλ. και προσθήκη-αντίκρουση εναγομένης-εκκαλούσας), από τα οποία προκύπτει σαφώς ότι ο εργαζόμενος στο πλοίο της ενάγων-εφεσίβλητος απασχολούταν στα καθήκοντά του και δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, κατά μέσο, υπό κανονικές συνθήκες. Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, αφού αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παρείχε κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές τέσσερεις (4) επιπλέον ώρες υπερωριακής εργασίας κατά μέσα όρο και κατά τα Σάββατα και αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, κατά μέσο όρο, δικαιούται για τα ανωτέρω διαστήματα της εργασίας του ως αμοιβή για απλή υπερωριακή εργασία, ως και πρωτοδίκως κρίθηκε, τα ακόλουθα ποσά: 1) μισθολογική περίοδος από 1-1-2013 έως 4-3-2013 (κατά την οποία εφαρμοστέα είναι η προαναφερόμενη ΣΣΝΕ έτους 2010): α) αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και αργίες: κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα εργάστηκε προς κάλυψη των αναγκών του πλοίου και εκτέλεση απάντων των καθηκόντων του ως θαλαμηπόλος επί 12 ώρες την ημέρα για 9 Σάββατα και 2 αργίες (1/1, 6/1), ήτοι συνολικά εργάστηκε 11 ήμερες επί 12 ώρες = 132 ώρες x 9,08 ευρώ (προσαύξηση ωρομισθίου κατά 50%) = 1.198,56 ευρώ, β) αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές: κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, εργαζόταν κατά τις καθημερινές και Κυριακές τουλάχιστον επί 12 ώρες την ημέρα και πραγματοποιούσε 4 ώρες υπερωρίας την ημέρα, ήτοι κατά το ως άνω χρονικό διάστημα εργάστηκε 44 καθημερινές και 8 Κυριακές και εν συνόλω 52 ημέρες x 4 ώρες υπερωριακής εργασίας = 208 ώρες x 7,57 ευρώ (προσαύξηση ωρομισθίου κατά 25%) = 1.574,56 ευρώ, 2) μισθολογική περίοδος από 9-4-2013 έως 23-4-2013 (κατά την οποία εφαρμοστέα είναι η προαναφερόμενη ΣΣΝΕ έτους 2010): α) αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και αργίες: κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα εργάστηκε προς κάλυψη των αναγκών του πλοίου και εκτέλεση απάντων των καθηκόντων του ως θαλαμηπόλος επί 12 ώρες την ημέρα για 2 Σάββατα, ήτοι συνολικά εργάστηκε 2 ημέρες επί 12 ώρες = 24 ώρες x 9,08 ευρώ (προσαύξηση ωρομισθίου κατά 50%) = 217,92 ευρώ, αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές: κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα εργάστηκε προς κάλυψη των αναγκών του πλοίου και εκτέλεση απάντων των καθηκόντων του επί 12 ώρες την ημέρα για 11 καθημερινές και 2 Κυριακές, ήτοι συνολικά εργάστηκε 13 ημέρες επί 4 ώρες = 52 ώρες x 7.57 ευρώ (προσαύξηση ωρομισθίου κατά 25%) = 393,64 ευρώ,  3) μισθολογική περίοδος από 5-8-2013 έως 2-11-2013 (κατά την οποία εφαρμοστέα είναι η προαναφερόμενη ΣΣΝΕ έτους 2010 και 2013): α) αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και αργίες: κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα εργάστηκε προς κάλυψη των αναγκών του πλοίου και εκτέλεση απάντων των καθηκόντων του ως θαλαμηπόλος επί 12 ώρες την ημέρα για 12 Σάββατα και 3 αργίες (15/8, 14/9 και 28/10), ήτοι συνολικά εργάστηκε 15 ημέρες επί 12 ώρες = 180 ώρες x 9.08 ευρώ (προσαύξηση ωρομισθίου κατά 50%) = 1.634,40 ευρώ, αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές: κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα εργάστηκε προς κάλυψη των αναγκών του πλοίου και εκτέλεση απάντων των καθηκόντων του επί 12 ώρες την ημέρα για 63 καθημερινές και 12 Κυριακές, ήτοι συνολικά εργάστηκε 75 ημέρες επί 4 ώρες = 300 ώρες x 7,57 ευρώ (προσαύξηση ωρομισθίου κατά 25%) = 2.271,00 ευρώ, 4) μισθολογική περίοδος από 30-11-2013 έως 20-1-2014 (κατά την οποία εφαρμοστέα είναι η προαναφερόμενη ΣΣΝΕ έτους 2013): α) αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και αργίες: κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα εργάστηκε προς κάλυψη των αναγκών του πλοίου και εκτέλεση απάντων των καθηκόντων του ως θαλαμηπόλος επί 12 ώρες την ημέρα για 8 Σάββατα και 5 αργίες (6/12, 25/12, 26/12, 1/1, 6/1), ήτοι συνολικά εργάστηκε 13 ημέρες επί 12 ώρες = 156 ώρες x 9,08ευρώ (προσαύξηση ωρομισθίου κατά 50%) = 1.416,48 ευρώ, αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές: κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα ο ενάγων εργάστηκε προς κάλυψη των αναγκών του πλοίου και εκτέλεση απάντων των καθηκόντων του επί 12 ώρες την ημέρα για 31 καθημερινές και 8 Κυριακές, ήτοι συνολικά εργάστηκε 39 ημέρες επί 4 ώρες = 156 ώρες x 7,57 ευρώ (προσαύξηση ωρομισθίου κατά 25%)= 1.180,92 ευρώ, 5) μισθολογική περίοδος από 25-2-2014 έως 30-4-2014 (κατά την οποία εφαρμοστέα είναι η προαναφερόμενη ΣΣΝΕ έτους 2013): α) αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και αργίες: κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα εργάστηκε προς κάλυψη των αναγκών του πλοίου και εκτέλεση απάντων των καθηκόντων του ως θαλαμηπόλος επί 12 ώρες την ήμερα για 9 Σάββατα και 5 αργίες (3/3, 25/3, 18/4, 21/4, 23/4), ήτοι συνολικά εργάστηκε 14 ημέρες επί 12 ώρες = 180 ώρες x 9,08 ευρώ (προσαύξηση ωρομισθίου κατά 50%) = 1634.40 ευρώ, αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές: κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα εργάστηκε προς κάλυψη των αναγκών του πλοίου και εκτέλεση απάντων των καθηκόντων του επί 12 ώρες την ημέρα για 52 καθημερινές και 9 Κυριακές, ήτοι συνολικά εργάστηκε 61 ημέρες επί 4 ώρες = 244 ώρες x 7,57 ευρώ (προσαύξηση ωρομισθίου κατά 25%) = 1.847.08 ευρώ. Κατά συνέπεια, για το σύνολο της ναυτολόγησής του ο ενάγων δικαιούται συνολικά για την υπό κρίση αιτία το ποσό των 13.368,96 ευρώ. Έναντι του ως άνω ποσού ο ενάγων λάμβανε παγίως αμοιβή για τυχόν πρόσθετη εργασία που παρείχε και ειδικότερα έλαβε συνολικά το ποσό των 8.827,14 ευρώ (βλ. σχετικά τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως αντίγραφα συγκεντρωτικών καταστάσεων μισθοδοσίας-αποδοχών εκ μέρους της εναγομένης πλοιοκτήτριας εργοδότριας σε συνδυασμό με τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής), επομένως, του οφείλεται επιπλέον η προκύπτουσα διαφορά ποσού 4.541,82 ευρώ (=13.368.96 ευρώ- 8.827,14 ευρώ) εξ αυτής της συμβατικής αιτίας, απορριπτομένης μεν της ένστασης πλήρους εξοφλήσεως των εκκαλούντων-εναγομένων έναντι των οφειλομένων μισθολογικών αποδοχών από υπερωρίες προς τον εφεσίβλητο-ενάγοντα ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν, κατά παραδοχή δε της ένστασης μερικής εξόφλησης και της ένστασης συμψηφισμού εκ μέρους των ιδίων εκκαλούντων-εναγομένων για όσα του κατέβαλε η εργοδότρια πλοιοκτήτρια εταιρεία σε μερική εξόφληση των οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών για την ίδια νομική κι ιστορική αιτία, ως βάσιμων κατ’ ουσίαν, κατά τα προδιαλαμβανόμενα τα οποία αποδείχθηκαν, γεγονός που άλλωστε συνομολογεί και ο ενάγων, αφού δεν το αμφισβητεί ρητώς και ειδικώς (ΚΠολΔ 261, 262, 352). Ο δε ισχυρισμός των εκκαλούντων της πρώτης έφεσης ότι η καταβληθείσα στον εργαζόμενο ναυτικό πάγια υπερωριακή αμοιβή κάλυπτε πλήρως την υπερωριακή του απασχόληση (ένσταση εξοφλήσεως), ώστε να μην τίθεται ζήτημα καταβολής επιπλέον υπερωριακής αμοιβής του, πέραν αυτής, με επίκληση δε των λογαριασμών μισθοδοσίας του, δεν κρίνεται πειστικός κατά την κρίση του δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου, λαμβάνοντας υπόψη και όσα επισημάνθηκαν για την αποδεικτική αξία εν προκειμένω των ως άνω μισθοδοτικών καταστάσεων με την υπογραφή του εργαζομένου, τουλάχιστον στην έκταση που προβάλλεται ο ισχυρισμός περί πλήρους εξοφλήσεώς του από τους εκκαλούντες, διότι στην έκταση που προβάλλεται ισχυρισμός περί συμψηφισμού των καταβληθέντων σε σχέση με τα οφειλόμενα ως προς τις αποδοχές δεδουλευμένων και υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, ορθώς κρίθηκε βάσιμος κατ’ ουσίαν και έγινε δεκτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως και από το Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα.  Άλλωστε, τα ανωτέρω επιμέρους χρηματικά ποσά των μισθολογικών αποδοχών του ενάγοντος για τις υπερωρίες του δεν αμφισβητούνται κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή, ήτοι συγκεκριμένα εκ μέρους των εκκαλούντων, οι οποίοι ουδεμία αναφορά κάνουν στην έφεσή τους, στους λόγους έφεσης και στους εν γένει ισχυρισμούς τους περί τούτων. Επιπλέον δε, ορθώς κρίθηκε στο σκεπτικό του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι το επίδικο πλοίο είναι δρομολογημένο σε ακτοπλοϊκές γραμμές με συνεχή και πολύωρα δρομολόγια, δοθέντος ότι πράγματι το πλοίο … εκτελούσε πλόες μεταξύ των λιμένων Πατρών, Ηγουμενίτσας και Ανκόνας Ιταλίας σε ακτοπλοϊκές-μεσογειακές γραμμές, ο δε εργαζόμενος ενάγων-εφεσίβλητος αμειβόταν με την οικεία ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων των αντίστοιχων ετών (2012, 2013, 2014), γεγονός που δεν αμφισβητείται. Επρόκειτο δε πράγματι για ακτοπλοϊκή-μεσογειακή-τουριστική σύνδεση και τούτο δεν μεταβάλει σε τίποτε τη φύση των πλόων ούτε τον τρόπο απασχόλησης και τους παράγοντες διαμόρφωσης της εργασίας και της μισθοδοσίας εν τέλει του εργαζομένου ενάγοντος, ως θαλαμηπόλου ναυτικού, τα δρομολόγια ήταν διαμορφωμένα και οι πλόες εκτελούνταν προγραμματισμένα στους προαναφερόμενους λιμένες εντός της χώρας (Ελλάδας) και μεταξύ των δύο χωρών Ελλάδας και Ιταλίας. Περαιτέρω δε, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων της πρώτης έφεσης ότι δεν ελήφθη υπόψη η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως … που ελήφθη με επιμέλειά τους κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δίκης είναι απορριπτέος ως πλήρως αναληθής, καθόσον ρητώς αναφέρεται στην εκκαλουμένη ότι συμπεριλαμβάνεται στα αποδεικτικά μέσα που συνεκτίμησε για να αχθεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην ουσιαστική κρίση της οριστικής απόφασής του. Σε κάθε δε περίπτωση, είναι ζήτημα της ουσιαστικής κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, για το πώς θα εκτιμήσει την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, την οποία ρητώς επισημαίνει ως αποδεικτικό μέσο που έλαβε υπόψη και ορθώς την εκτίμησε κατά την κρίση και του παρόντος δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου, με βάση το σκεπτικό της εκκαλουμένης, αγόμενο στην οριστική του απόφαση. Μάλιστα, στο περιεχόμενο της ένορκης αυτής κατάθεσης, αναφέρεται ρητώς, όπως και στις προτάσεις της εκκαλούσας-εναγομένης, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ότι ο ενάγων ναυτικός εργαζόταν καθημερινά έως και 12 ώρες, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει τη διάρκεια της καθημερινής εργασίας του ενάγοντος-εφεσιβλήτου υπερωριακώς, επί 12 ώρες. Σε κάθε περίπτωση, παντελώς αόριστα και αβάσιμα κρίνονται τα παράπονα, με τα οποία οι εκκαλούντες της πρώτης έφεσης πλήττουν την ουσιαστική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, διότι δεν ερείδονται σε συγκεκριμένο σφάλμα που να καθιστά πλημμελή την εκτίμηση, τον σχηματισμό δικανική πεποίθησης και εν τέλει την οριστική κρίση του, στα οποία ήχθη του Ειρηνοδικείο, αφού ουδόλως διαφωτίζει και αποδεικνύει στη δίκη αυτή ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, επ’ αυτών των πλημμελειών της εκκαλουμένης.

Περαιτέρω δε, αναφορικά με τον έτερο λόγο έφεσης αμφοτέρων των συνεκδικασθεισών εφέσεων, που συνάπτεται προς το έτερο αγωγικό κεφάλαιο-αίτημα περί αποζημίωσης του ενάγοντος ναυτικού λόγω ναυτεργατικού ατυχήματος που υπέστη στην πραγματικότητα κατά τη διάρκεια παροχής της εργασίας του στο πλοίο, και όχι απλώς λόγω δήθεν ασθένειάς του και μόνο, για την οποία έχει ήδη λάβει σχετική αποζημίωση στο πλαίσιο που κρίθηκε στην πρωτοβάθμια δίκη, όπως συνομολογεί ο ίδιος ο παθών, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, για τους ακόλουθους λόγους: Ο ενάγων ισχυρίζεται στην κρινόμενη αγωγή ότι την 21-4-2013, ενώ απασχολούταν με το στρώσιμο των κλινών των καμπινών, αισθάνθηκε ξαφνικό και έντονο πόνο στη μέση κατά την προσπάθεια του να σηκώσει ένα στρώμα, του προκλήθηκε οσφυϊκή δισκοκήλη, αναγκάστηκε δε να διακόψει την εργασία του, αφού κατέστη ανίκανος προς συνέχισή της, με τη σύμφωνη γνώμη του πλοιάρχου, και εν τέλει απολύθηκε στο λιμένα της Πάτρας την 23-4-2013 λόγω ασθενείας, ενώ τη 15-5-2013 εισήχθη στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών,όπου υπεβλήθη στις 17-5-2013 σε χειρουργική επέμβαση λόγω της διαγνωσθείσας οσφυϊκής δισκοκήλης προς αποκατάσταση της βλάβης και νοσηλεύτηκε έως τη 18-5.-2013. Εν συνεχεία, οι θεράποντες ιατροί συνέστησαν τη χορήγηση αναρρωτικής άδειας για 30 ημέρες, ενώ, κατόπιν επανεξέτασής του και από την Ανώτατη Ναυτική Υγειονομική Επιτροπή, κρίθηκε ικανός προς εργασία από τη 2-7-2013, για τη συνέχιση άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος. Ο ίδιος ο παθών ναυτικός ισχυρίζεται ότι έτσι εξαιτίας της επενέργειας του ανωτέρω βίαιου και εξωτερικού συμβάντος, υπέστη εργατικό ατύχημα και αιτείται την επιδίκαση σχετικής αποζημίωσης από τη νόμιμη αυτή αιτία κατά τις διατάξεις του Ν.551/1914. Πλην όμως, από τα διαλαμβανόμενα στις οικείες αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης, το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο άγεται στο συμπέρασμα ότι δεν επήλθε οποιοδήποτε βίαιο και αιφνίδιο συμβάν, συνεπεία εκτάκτως και αιφνιδίως επενεργήσαντος εξωτερικού αιτίου κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, άσχετου προς τη σύσταση και τη βαθμιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του οργανισμού του παθόντος και τους εγγενείς δυσμενείς της ναυτικής εργασίας του επαγγελματικούς όρους, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.551/1914 και τα πάγια και σαφή δεδομένα της νομολογίας, αλλά, αντιθέτως, ο ενάγων παρείχε τη συνήθη εργασία του, πραγματοποιώντας το στρώσιμο κλίνης σε καμπίνα, ήτοι εργασία απολύτως συμφυή με τα καθήκοντα του θαλαμηπόλου σε επιβατηγό πλοίο, συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει βασίμως λόγος για εργατικό ατύχημα κατά την έννοια των προδιαλαμβανόμενων διατάξεων του νόμου (ΚΙΝΔ), όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ο λόγος αυτός απόλυσής του (λόγω ασθενείας και όχι λόγω ατυχήματος) δεν θεμελιώνει δικαίωμα αποζημίωσής του σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.551/1915, διότι το πρόβλημα υγείας που παρουσίασε δεν ήταν απότοκο εκτάκτων δυσμενών και μη συμφυών προς την ναυτική εργασία συν­θηκών ούτε όταν μετά την εκδήλωση της ασθένειας ο ναυτικός συνέχισε να εργάζεται, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας του. Αντίθετα, όπως προέκυψε από τα προσκομισθέντα έγγραφα, και ιδίως τα ευρήματα της μαγνητικής τομογραφίας, η πάθησή του (οσφυϊκή δισκοκήλη) ήταν αποτέλεσμα εκφυλιστικών αλλοιώσεων οφειλομένων στη βαθμιαία εξασθένηση του οργανισμού του, συνεπεία του είδους της αναληφθείσας εργασίας του και δη των εγγενών (συμφυών) προς τη ναυτική εργασία του όρων και συνθηκών, και δεν οφείλεται σε εργατικό ατύχημα, σύμφωνα με τα πορίσματα της νομολογίας των δικαστηρίων, όπως εκτέθηκαν και στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκφυλιστική αυτή πάθηση δεν μπορεί να θεωρηθεί εργατικό ατύχημα, αλλά εμπίπτει στην έννοια της ασθένειας (ΑΠ 154/2006 ΔΕΕ 13.627, ΑΠ 1014/2003 ΕΝΔ 31.351, ΑΠ 226/1987 ΕΝΔ 16.58, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝΔ 41.22). Ο ίδιος ο ναυτικός δεν προκύπτει ότι ανέφερε οτιδήποτε στον πλοίαρχο του πλοίου στο οποίο εργαζόταν εκ των προτέρων, αλλά μόνο όταν του συνέβη το περιστατικό αυτό, οπότε και με τη σύμφωνη γνώμη του διέκοψε τη ναυτική εργασία του, συνακόλουθα, δεν υποχρεώθηκε να συνεχίσει να εργάζεται μετά το επαχθές για τον ίδιο συμβάν, ενώ δεν εκθέτει οτιδήποτε στην αγωγή του και για το κρίσιμο στοιχείο που αφορά το ιστορικό της υγείας του σε σχέση με τη συγκεκριμένη πάθηση, ήτοι εάν ήταν από προηγουμένως επιβαρημένος ή είχε ορισμένο πρόβλημα υγείας ή κάποια πάθηση στο συγκεκριμένο σημείο του σώματός του, ήδη πριν την άσκηση της εργασίας του αυτής και εάν τούτο επιδεινώθηκε με την άσκηση της ναυτικής εργασίας του ή εάν επήλθε το πρώτον κατά το συγκεκριμένο συμβάν στο πλοίο, παρά τις επικαλούμενες αορίστως εκ μέρους του προληπτικές εξετάσεις πριν τη ναυτολόγησή του, για τις οποίες ουδέν εκθέτει πιο συγκεκριμένα, ώστε δεν είναι δυνατό να διαγνωστεί έτσι ούτε ο αναγκαίος και πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος (αίτιο προς αποτέλεσμα), με δεδομένο ότι, όπως και ο ίδιος ο παθών ναυτικός εκθέτει, η οσφυική δισκοκήλη είναι μία πάθηση, η οποία δύναται να προέλθει και από καθημερινές εργασίες και κινήσεις, που δεν αφορούν οπωσδήποτε την άσκηση επαγγέλματος, όπως λ.χ. το σήκωμα βάρους, η μετακίνηση ενός επίπλου, το ανασήκωμα ενός μωρού κλπ. (ΟλΑΠ 1287/1986 ΕΕργΔ 46.73). Πέραν δε τούτου, η συγκεκριμένη εργασία που εκτέλεσε στο πλαίσιο των καθηκόντων του ως θαλαμηπόλου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βίαιο, έκτακτο και αιφνίδιο, εξωτερικό συμβάν, άσχετο με αυτήν, διότι έτσι αλλοιώνεται και διευρύνεται υπέρμετρα η συγκεκριμένη και σαφής έννοια του εργατικού ατυχήματος και δεν δικαιολογούνται εν προκειμένω οι αξιώσεις του παθόντος εργαζομένου που απορρέουν εξ αυτής, σύμφωνα με τον νόμο. Επρόκειτο για πάθηση που εμφανίστηκε ή εάν προϋπήρχε σε λανθάνουσα κατάσταση, έστω κι αν επιδεινώθηκε, συνέβη στα πλαίσια όμως της εργασίας που παρείχετο εκ μέρους του σύμφωνα με τη σύμβαση ναυτικής εργασίας του υπό κανονικές, έστω και δυσμενείς, σύμφυτες προς την εργασία αυτή συνθήκες, με βάση τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα και επί μακρόν εκτελεσθέντα εκ μέρους του θαλαμηπόλου ναυτικού στο πλοίο της εργοδότριας πλοιοκτήτριας εταιρείας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού και αιφνίδιου γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος και χωρίς να προκύπτει ότι εξακολούθησε εν γνώσει της εργοδότριας και του πλοιάρχου την παροχή της εργασίας του με τις ίδιες συνθήκες παρά την εμφάνιση και εκδήλωση της ασθένειας του αυτής, ώστε το δυσμενές αποτέλεσμά της να μπορεί να χαρακτηριστεί πλέον ως βίαιο συμβάν υπό συνθήκες εξαιρετικές, ασυνήθεις και ανώμαλες και εν τέλει ως εργατικό ατύχημα, καθόσον η εργασία του αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ασυνήθιστη ή σημαντικά βαρύτερη από άλλες χειρονακτικές εργασίες που αρμοδίως επιτελεί ένας θαλαμηπόλος στο πλοίο, στα πλαίσια των κανονικών καθηκόντων του, από την οποία η καταπόνηση του οργανισμού του που προκάλεσε την ασθένεια δεν θα επερχόταν από τη συνήθη καταπόνηση που συνάδει στην οφειλόμενη αυτή εργασιακή απασχόλησή του (ΑΠ 937/1975 ΝοΒ 23.1269, ΕφΠειρ 111/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 385/2006 ΠειρΝομ 2006.460, ΕφΠειρ 626/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιά 1996-1997, σελ.492, ΕφΠειρ 1166/1996 ΕΝΔ 25.153, ΕφΠειρ 71/1996 ΕΝΔ 25.65, ΕφΠειρ 511/1996, ΕφΠειρ 1166/1996 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιά 1996-1997, σελ.403, σελ.427, αντιστοίχως). Άλλωστε, ήταν απολύτως προσωρινής ισχύος και δεν τον κατέστησε οριστικά ή επί μακρόν εν όλω η εν μέρει ανίκανος προς ναυτική εργασία, αφού, όπως συνομολογείται εκ μέρους του, αυτός μετά την απόλυσή του, ναυτολογήθηκε και πάλι για σχεδόν ένα έτος από την 5-8-2013 μέχρι την 30-4-2014 και δε με τρεις διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (στις 5-8-2013, στις 30-11-2013 και στις 25-2-2014) στο ίδιο πλοίο της εναγομένης εργοδότριας πλοιοκτήτριας εταιρείας, με την ίδια ειδικότητα και τις αποδοχές του θαλαμηπόλου, χωρίς να προβάλει τότε οποιαδήποτε αξίωση για αποζημίωσή του από εργατικό ατύχημα και έχοντας ήδη εισπράξει τη δικαιούμενη αποζημίωση λόγω ασθενείας του, εγείρει δε την αξίωσή του αυτή περίπου 1 ½ έτος μετά το προαναφερόμενο συμβάν, που αποτελεί τη νόμιμη αιτία άσκησης της αξίωσής του αυτής. Συνακόλουθα, η αγωγική αυτή αξίωσή του είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ως ορθώς κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, απορριπτομένου ως αβάσιμου δε κατ’ ουσίαν και του σχετικού λόγους έφεσής του που προβάλλεται κατ’ αυτής στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη. Περαιτέρω δε, δυνάμει των αναφερομένων στη σχετική αρχική νομική σκέψη της παρούσας, ο ενάγων δικαιούται κατ’ άρθρα 66 του ΚΙΝΔ και 6 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2010, να λάβει ως μισθό ασθενείας ποσό που ισούται με το μισθό ενεργείας πλέον του αντιτίμου τροφής (ποσού 15,93 ευρώ ημερησίως), για όσες ημέρες παρέμεινε σε κατ’ οίκον νοσήλια και ανάρρωση (65 και όχι 68), ήτοι αφού παρέμεινε ασθενής στην οικία του από την 24-4-2013 έως την 1-7-2013, ήτοι επί δύο (2) μήνες και πέντε (5) ημέρες (αφαιρουμένων των τριών (3) ημερών που νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο), επομένως, δικαιούται το ποσό των 3.408,87 € [= (2 μήνες x 1047,10 ευρώ ως μισθός ενεργείας της ειδικότητας του σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη εν προκειμένω ΣΣΝΕ) + (1047,10 ευρώ : 30 ημέρες x 8 ήμερες) + (αντίτιμο/επίδομα τροφής 15,93 ευρώ x 65 ημέρες)]. Συνομολογείται δε στο ιστορικό της κρινόμενης αγωγής εκ μέρους του ενάγοντος-εκκαλούντος-εφεσίβλητου ναυτικού (θαλαμηπόλου) χωρίς να προσκομίζει έτερα διαφορετικά αποδεικτικά στοιχεία στη δικογραφία ο ίδιος, ενώ, άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από την προσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής εκ μέρους των εναγομένων-εφεσιβλήτων-εκκαλούντων, συνεπώς, αποδεικνύεται, ότι ο εν λόγω ναυτικός εργαζόμενος για την αιτία αυτή έλαβε το συνολικό ακαθάριστο ποσό των 3.409.53 €, ως αποζημίωση λόγω ασθενείας του, για τη νόμιμη αιτία του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ, σύμφωνα με το συμβάν που υπέστη κατά τα προδιαλαμβανόμενα, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως θαλαμηπόλου στο πλοίο της εναγομένης πλοιοκτήτριας, χαρακτηριζομένου τούτου ορθώς ως ασθένειας, ως εκ τούτου, ουδέν δικαιούται πλέον, καθότι έχει εξοφληθεί πλήρως ως προς τη συγκεκριμένη εργατική μισθολογική απαίτησή του, γενομένης δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της σχετικής ένστασης εξοφλήσεως των εναγομένων-εφεσιβλήτων-εκκαλούντων, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος-εκκαλούντος-εφεσιβλήτου ως αόριστων και σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν. Άλλωστε, σχετικά δε με το ποσό της συγκεκριμένης αποζημίωσης λόγω ασθενείας, όπως αποδείχθηκε ως άνω και εξοφλήθηκε πλήρως από την εναγομένη εργοδότρια πλοιοκτήτρια προς τον ενάγοντα ναυτικό, ως ορθώς κρίθηκε πρωτοδίκως με την εκκαλουμένη, ουδόλως αμφισβητείται εκ μέρους του εκκαλούντος-ενάγοντος με συγκεκριμένο λόγο έφεσης ή και με έτερο ισχυρισμό του στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, ούτε ως προς το συνολικό ποσό που δικαιούταν ούτε ως προς το γεγονός ότι εξοφλήθηκε ολοσχερώς από τους ως άνω υποχρέους.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεχόμενο με την εκκαλουμένη απόφασή του, για τις ως άνω αιτίες, ότι οφείλεται μέρος του αιτούμενου από τον ενάγοντα ποσό ως υπόλοιπο (διαφορά) από αποδοχές λόγω υπερωριακής του απασχόλησης για το επίδικο χρονικό διάστημα παροχής εργασίας του στο ως άνω πλοίο της εναγομένης πλοιοκτήτριας εταιρείας, δεχόμενο εν μέρει την ένσταση εξόφλησης και συμψηφισμού των εναγομένων ως βάσιμες κατ’ ουσίαν, καθώς επίσης απέρριψε το αίτημα περί επιδίκασης αποζημίωσης λόγω ναυτεργατικού ατυχήματος ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν, τη δε αγωγική αξίωση περί υπολοίπου (διαφοράς) αποζημίωσης λόγω ασθενείας του, κατά τα διαλαμβανόμενα και στις σχετικές αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν λόγω πλήρους εξοφλήσεώς της, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης των εναγομένων ως βάσιμης κατ’ ουσίαν, των δε περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος απορριπτομένων ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν, έκανε δε εν μέρει δεκτή την αγωγή του ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους ως ενεχόμενους εις ολόκληρον και αλληλεγγύως έκαστος, σύμφωνα με τον νόμο, ήτοι την πρώτη εναγομένη εταιρεία ως αντιπρόσωπο της δεύτερης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας στην Ελλάδα, κατ’ άρθρο 1 παρ.1 του Ν.762/1978, τη δεύτερη εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία ως πλοιοκτήτρια του πλοίου στο οποίο εργάστηκε και τον τρίτο ως νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης εταιρείας, κατ’ άρθρο 1 παρ.2 του Ν.762/1978, να καταβάλουν στον ενάγοντα εργαζόμενο ναυτικό ως θαλαμηπόλο το συνολικό ποσό των 4.541,82 €, για τις ανωτέρω νόμιμες και συμβατικές αιτίες, ως διαφορά από αμοιβή υπερωριακής εργασίας του στο εν λόγω πλοίο, νομιμοτόκως από την επομένη της ημέρας που έκαστο επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό, ήτοι την εκάστοτε ημερομηνία λύσης κάθε σύμβασης (απόλυσής του), κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιήθηκε η υπερωριακή απασχόληση, από την οποία επέρχεται η λήξη της εργασιακής σχέσης των διαδίκων και θεωρείται ως δήλη ημέρα εκ του νόμου για καταβολή των οφειλόμενων στον εργαζόμενο δεδουλευμένων μισθολογικών αποδοχών του, που έκτοτε καθίστανται απαιτητές (ΟλΑΠ 40/2002 ΕΕργΔ 61.1478, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο), και με αντικατάσταση και συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης από το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, όπως προεκτέθηκε στην παρούσα απόφασή του, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων απάντων των εκατέρωθεν λόγων έφεσης και των λοιπών ισχυρισμών των εκκαλούντων που διαλαμβάνονται στα δικόγραφά τους και βάλουν κατά της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης, ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν στο σύνολό τους και συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις στο σύνολό τους ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστεί στο σύνολο της η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην προκείμενη δευτεροβάθμια δίκη, καθώς και για το λόγο της εν μέρεις νίκης και εν μέρει ήττας εκάστου των διαδίκων-εκκαλούντων (άρθρα 176, 178§1, 179, 183, 191 §2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

       ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων: 1) την από 3-1-2018 και υπό ΓΑΚ 92/2018 και ΕΑΚ 2/2018 κατάθεσης και υπό ΓΑΚ 3623/2018 και ΕΑΚ 1568/2018 προσδιορισμού έφεση των: α) Εταιρείας με την επωνυμία “….”, β) Εταιρείας με την επωνυμία “….” και γ) …, κατά του …, και 2) την από 28-3-2018 και υπό ΓΑΚ 3395/2018 και ΕΑΚ 62/2018 κατάθεσης και υπό ΓΑΚ 3622/2018 και ΕΑΚ 1567/2018 προσδιορισμού έφεση του … κατά των: α) Εταιρείας με την επωνυμία “….”, β) Εταιρείας με την επωνυμία “….” και γ) …, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

        ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις.

        ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές κατ’ ουσίαν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό της.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις     -5-2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ