ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΕΣ – ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Αριθμός απόφασης
1998/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ουρανία Σιώζου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Κρυστάλλω Κριμιζά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Οκτωβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ενάγοντος: … του Βιατσεσλάβ, κατοίκου … (οδός …), ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου του Κυριακής Μπαλτά (ΑΜ/ΔΣΠ 2293).
Των εναγομένων: 1) της εταιρίας με την επωνυμία «…» (…) που εδρεύει καταστατικώς μεν στον … πραγματικώς δε στη …, και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρίας με την επωνυμία «….» (…), που εδρεύει στη …) και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες αμφότερες δεν εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-3-2019 και με αριθμ. καταθ. 2248/1066/2019 αγωγή του, η οποία προσδιορίστηκε κατόπιν καταβολής, να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με αριθμό πινακίου 1.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια Δικηγόρος του ενάγοντος ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις του.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Kατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. 3 και 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην παρούσα ειδική διαδικασία κατ΄αρ. 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος αυτής συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν απαιτείται και η αναγραφή αυτής υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια αυτής τελευταίας αυτής διάταξης η αναβολή αυτής υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ` αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και, επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου, όταν ο απολιπόμενος κατά τη μετ`αναβολή δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση ή είχε παραστεί νομίμως κατά τη δικάσιμο αυτή (ΑΠ 102/2019).
Από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα αντίγραφο του πινακίου της αρχικά διορισθείσας δικασίμου της 11ης -6-2019 προκύπτει ότι τόσο ο ενάγων όσο και οι εναγόμενοι παραστάθηκαν δια πληρεξουσίου Δικηγόρου, οι δε τελευταίοι αιτήθηκαν και έλαβαν αναβολή εκδίκασης της συζήτησης της ένδικης αγωγής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Συνεπώς, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω, κλήση των εναγομένων για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο δεν χρειαζόταν. Αυτοί, όμως, δεν εμφανίσθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην ως άνω δικάσιμο ούτε εκπροσωπήθηκε νόμιμα από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο με τη σειρά που ήταν γραμμένη, και συνεπώς πρέπει να δικαστούν ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 621 § 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρ. τέταρτο του άρθρου 1 ν. 4335/2015).
Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291, 292 ΑΚ και 6§1 ν. 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι , όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα πληρωτέο στην Ελλάδα, όπως εν προκειμένω , ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και ο δανειστής, ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, δικαιούται να το ζητήσει μόνο (από 01-01-2002) σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του ημεδαπού και του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή (ΑΠ 678/2010 ΝΟΜΟΣ , ΑΠ 1614/2006, ΝοΒ 2007.848, ΕφΠειρ 863/2014 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012/302).
Με την κρινόμενη αγωγή του, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ο ενάγων εκθέτει ότι, δυνάμει έγγραφης σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, η οποία καταρτίστηκε με τη διαμεσολάβηση ουκρανικού πρακτορείου εξεύρεσης πληρωμάτων της, – κατά φαινόμενο μόνο – με την πρώτη εναγόμενη, ως πλοιοκτήτρια εταιρία, στην πραγματικότητα όμως με τη δεύτερη των εναγομένων εταιριών, ως έχουσα τον εφοπλισμό του υπό σημαίας Λιβαρίας δεξαμενόπλοιου «…» με ΙΜΟ …, κοχ 22181 και DWT 34985, κυριότητας της πρώτης των εναγομένων, προκειμένου να εργαστεί στο ως άνω πλοίο υπό την ειδικότητα του υποπλοιάρχου. Ότι απασχολήθηκε στο ως άνω πλοίο από 21-11-2017 έως 9-5-2018 και ότι για την παροχή της εργασίας του συμφωνήθηκε «κλειστός» μηνιαίος μισθός 9.000 δολ. ΗΠΑ, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, στην καταβολή του οποίου ωστόσο οι εναγόμενες δεν ήταν συνεπείς, με αποτέλεσμα να του οφείλεται το συνολικό ποσό των 18.707,51 δολ.ΗΠΑ. Ότι το μεγαλύτερο μέρος της ως άνω οφειλής αναγνώρισε εγγράφως η πρώτη εναγομένη κατά φαινόμενο μόνο, στην πραγματικότητα δε στην αναγνώριση αυτή προέβη η δεύτερη των εναγομένων. Ότι οι προσπάθειες του ίδιου του ενάγοντος για είσπραξη των δεδουλευμένων αποδοχών του έχουν πέσει στο κενό, ενώ επιπρόσθετα η δεύτερη των εναγομένων, δια των εκπροσώπων της, τον απειλούσαν προκειμένου να αποσύρει τη σχετική καταγγελία στην οποία είχε προηγουμένως προβεί στην Ουκρανική Ομοσπονδία Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Ναυτικών. Με βάση το ιστορικό αυτό, αναφέροντας ότι δεν επιλέχθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη εφαρμοστέο στη σύμβαση εργασίας του δίκαιο, και επικαλούμενος α) κυρίως τη σύμβαση εργασίας του, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η μεν πρώτη αυτών, ως κυρία του πλοίου, περιορισμένα μέχρι την αξία του πλοίου και με αυτό, άλλως η πρώτη αυτών ως πλοιοκτήτρια και η δεύτερη ως έμμεση αντιπρόσωπος, να του καταβάλουν το ποσό των 16.525,98€ (επιφυλασσόμενος ως προς το ποσό των 44€ που προτίθεται να διεκδικήσει ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων), ήτοι το ποσό των 18.707,51 δολ. ΗΠΑ με την ισοτιμία των δύο νομισμάτων στις 14-2-2019, νομιμοτόκως από την ημέρα λήξης της εργασιακής του σχέσης, άλλως από την επίδοση της αγωγής, β) επικουρικά, επικαλούμενος την έγγραφη αναγνώριση οφειλής, να υποχρεωθούν να του καταβάλουν το ποσό των 13.393,62€ (επιφυλασσόμενος ως προς το ποσό των 44€ που προτίθεται να διεκδικήσει ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων), ήτοι το ποσό των 15.171,07 δολ. ΗΠΑ με την ισοτιμία των δύο νομισμάτων στις 14-2-2019, νομιμοτόκως από την ημερομηνία της έγγραφης αναγνώρισης άλλως από την επίδοση της αγωγής, γ) σε κάθε περίπτωση, μετά από νομότυπη μερική τροπή του σχετικού αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με τις προτάσεις (αρ. 223, 294, 295, 297ΚΠολΔ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εταιρίες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να του καταβάλουν, το ποσό των 3.474,02€ και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται να του καταβάλουν το ποσό των 1.525,98 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την περιγραφόμενη στο δικόγραφο αδικοπρακτική και προσβλητική της προσωπικότητάς του συμπεριφοράς των νομίμων εκπροσώπων της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη. Σημειώνεται ότι ο προαναφερόμενος τρόπος, ήτοι η σχετική δήλωση στις νομοτύπως κατατεθειμένες προτάσεις περιορισμός μέρους του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό αποτελεί νόμιμο τρόπο περιορισμού του αγωγικού αιτήματος, κατά το αρ. 223ΚΠολΔ, και συνακόλουθα μη νόμιμα επανέρχεται ο ενάγων στην προσθήκη – αντίκρουση επί των προτάσεών του και επαναφέρει τα αγωγικά αιτήματά του καταψηφιστικά στο σύνολό τους, με τον ισχυρισμό ότι δεν έλαβε χώρα δήλωση περιορισμού στο ακροατήριο καταχωρηθείσα στα πρακτικά. Με το ως περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση κατά την παρούσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ. 3 και 621 επ. ΚΠολΔ) μετά την εφαρμογή του ν. 4335/2015 – καθ’ όσον αφορά απαιτήσεις που απορρέουν από σύμβαση ναυτικής εργασίας (άρθρο 82 ΚΙΝΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 16 αριθ. 2, 33, 35, 37 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3Α του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίσιν υποθέσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, 5 παρ. 3, 18 παρ. 2 σε συνδυασμό με άρθρο 60 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22-12-2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, γνωστού ως «Κανονισμός Βρυξέλλες Ι», 7 παρ. 2, 21 παρ. 2 – 1 περ. β΄ σε συνδυασμό με άρθρο 63 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ο οποίος από τις 10 Ιανουαρίου 2015 (άρθρο 81), αντικατέστησε στις σχέσεις των κρατών μελών τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22-12-2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Περαιτέρω, ενόψει του ότι στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται προς επίλυση και διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Η. Κρίσπη ΙΔΔ Γεν. Μέρος παρ. 2, ΠΠΠειρ 1569/1992 ΕΝΔ 21.84, ΠΠΠειρ 1087/1984 ΕΝΔ 15.310), τίθεται θέμα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, που διέπει την ως άνω ένδικη διαφορά. Εν προκειμένω : α) όσον αφορά την ένδικη σύμβαση εργασίας και την εξ αυτής απορρέουσα ευθύνη των εναγομένων, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, καθόσον δεν έχει γίνει εν προκειμένω επιλογή εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη και – σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2-4 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009 αντικαθιστώντας τη Σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.1792/1988 και ο οποίος τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ως εκ του χρόνου κατάρτισης την ένδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας – η Ελλάδα είναι η χώρα με την οποία, από το σύνολο των περιστάσεων, και δη των εταιριών (φερόμενες ως πλοιοκτήτρια και εφοπλίστρια) και των εκπροσώπων και διοικούντων αυτές φυσικών προσώπων, προκύπτει ότι συνδέονται στενότερα οι συμβάσεις και β) όσον αφορά στην ευθύνη των εναγομένων από αδικοπραξία, εφαρμοστέο επίσης τυγχάνει, με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)» σύμφωνα με την οποία «Το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία…», το ελληνικό δίκαιο, το οποίο άλλωστε – σε κάθε περίπτωση και ως προς αμφότερα τα ως άνω ζητήματα – τυγχάνει εφαρμοστέο, εφόσον τις διατάξεις αυτού επικαλείται ο ενάγων και δεν αντιλέγουν οι εναγόμενες λόγω της ερημοδικίας τους, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 3 παρ. 2 του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 και 14 παρ. 2 του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007, σε συνδ. με άρθρο 25 εδ. α΄ ΑΚ, βλ. σχ. ΕφΠειρ 18/1998, ΕΕμπΔ 1998.836, ΕφΠειρ 128/1994 ΕΝΔ 22.457, Δ. Ευρυγένη, Αρμ. 24, 1057 επ., ιδ. 1066). Εν τούτοις η αγωγή είναι ως προς το υπό στοιχείο γ) αίτημά της απορριπτέα ως απαράδεκτη καθ΄ο μέρος στρέφεται σε βάρος της πρώτης εναγομένης εταιρίας, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησής της, καθόσον στο οικείο κεφάλαιο της κρινόμενης αγωγής, δεν καταλογίζεται αδικοπρακτική συμπεριφορά σε όργανα ή προστηθέντες της πρώτης εναγομένης εταιρίας, ούτε φέρεται να συνδέεται με άλλη έννομη σχέση η τελευταία με τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία, προκειμένου να δύναται να καταλογιστεί και σε αυτήν η υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των οργάνων της ομοδίκου της. Περαιτέρω, ως προς τα υπό α) και β) αιτήματά της, ήτοι τόσο ως προς την κύρια, στηριζόμενη στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όσο και ως προς την επικουρική της βάση, στηριζόμενη στην έγγραφη αναγνώριση χρέους, η αγωγή είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη. Και τούτο διότι ο ενάγων κατά την κύρια βάση της αγωγής επιδιώκει την είσπραξη των δεδουλευμένων αποδοχών του, επικαλούμενος υπερημερία των εναγομένων, κατά δε την επικουρική επιδιώκει την είσπραξη αναγνωρισθέντος εκ μέρους των εναγομένων ποσό, ήτοι επιδιώκει την αποκατάσταση της προκληθείσας από τη μη προσήκουσα εκπλήρωση της εκάστοτε σύμβασης, περιουσιακής ζημίας του, βάσει της ενδοσυμβατικής ευθύνης των εναγομένων. Προς το σκοπό δε τούτο επικαλείται έγκυρη από σύμβαση οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα (δολ. ΗΠΑ). Συνεπώς κατά το αρ. 291ΑΚ έπρεπε να ζητηθεί η καταβολή του ισαξίου σε ευρώ του φερόμενου οφειλόμενου ως άνω ποσού δολ. ΗΠΑ με βάση την ισοτιμία των αιτουμένων ποσών κατά το χρόνο της πραγματικής πληρωμής ήτοι της εξοφλήσεως και όχι σε ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία σε χρόνο προγενέστερο της συζήτησης της αγωγής. Ούτε υπάρχει δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, και το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας κατά το χρόνο της πληρωμής της οφειλής υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον, κατ’ άρθρο 223 εδ. β΄ ΚΠολΔ. Τέτοια δυνατότητα θα υπήρχε μόνο αν ήταν δεδομένο ότι κατ’ αυτόν (χρόνο της πραγματικής πληρωμής) η έναντι του ευρώ αξία του δολ. ΗΠΑ θα είναι μικρότερη από εκείνη που ίσχυε κατά το χρόνο της ως άνω συζήτησης της αγωγής, το οποίο όμως είναι αβέβαιο (βλ. ΑΠ 1381/1997 ΕλλΔνη 39.325, ΕφΠειρ 145/2011 ΠΕΙΡΝΟΜ 2011/19, ΕφΠειρ 863/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ). Η αγωγή ως προς το υπό στοιχείο γ) αίτημά της και καθ΄ ο μέρος στρέφεται σε βάρος της δεύτερης εναγομένης εταιρίας, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των αρ. 57, 59, 71, 288, 299, 300, 346, 914 και 932 του ΑΚ, 361, 362 και 363 ΠΚ και 907, 908, 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος προσωρινής εκτελεστότητας, το οποίο καθ ό μέρος αφορά το αναγνωριστικό αίτημά της είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες μετά την τελεσιδικία τους αποτελούν τίτλους εκτελεστούς και όχι οι αναγνωριστικές (αποφάσεις), η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (βλ. ΕφΑθ 628/2003 ΕλλΔνη 2004.1470, ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 1993.63, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706, Ν. Νίκας, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως Ι – Γενικό μέρος, 2010, σελ. 199, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρ. 907 αρ. 3). Πρέπει συνεπώς, η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω και στην ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τα έγγραφα που νομίμως επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, αποδεικνύονται – κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου – τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, και δη εξαμήνου με δυνατότητα δίμηνης παράτασης, που καταρτίστηκε στις 18-11-2017 μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης εταιρίας, ως έχουσας τον εφοπλισμό και την εμπορική εκμετάλλευση του υπό σημαία Λιβερίας δεξαμενόπλοιου «…» με ΙΜΟ …, κοχ 22181 και DWT 34985 και με διεθνές διακριτικό σήμα D5OK4, κυριότητας της πρώτης εναγομένης εταιρίας, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του υποπλοιάρχου, και με συμφωνηθέν «κλειστό μισθό» ανερχόμενο μηνιαίως στο ποσό των 9.000 δολ. ΗΠΑ. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι η ως άνω ένδικη σύμβαση του ενάγοντος καταρτίστηκε με αντισυμβαλλόμενη στην πραγματικότητα τη δεύτερη εναγομένη εταιρία, έχουσα τον εφοπλισμό και την εμπορική εκμετάλλευση του προαναφερόμενου πλοίου, και ότι εικονικά και μόνο υπογράφηκε η ως άνω σύμβαση από την πρώτη των εναγομένων, κυρία του πλοίου, ενισχύεται και από το ότι εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης με ηλεκτρονικά μηνύματα ενημερώνει τον Πλοίαρχο του ως άνω πλοίου για τις προαγωγές μελών του πληρώματος και τη διαμόρφωση των μηνιαίων αποδοχών τους, ενώ και η σύμβαση εργασίας ενδεικτικά ενός ως άνω μέλους του πληρώματος (του …) που εργάστηκε κατά το αυτό χρονικό διάστημα στο πλοίο «…» καταρτίστηκε με αντισυμβαλλόμενο μέλος τη δεύτερη εναγομένη, η οποία και σε οικείο διαδικτυακό τόπο φέρεται ως έχουσα τον εφοπλισμό του πλοίου «…». Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων διατηρεί σε βάρος της εργοδότριας εταιρίας αξίωση για καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών του ύψους τουλάχιστον 15.171,07 δολ. ΗΠΑ, τις οποίες η τελευταία αφενός αναγνώρισε εγγράφως στις 10-5-2018, αφετέρου σε σχετικές οχλήσεις του ενάγοντος με ηλεκτρονική αλληλογραφία, δεσμευόταν για τη διευθέτηση της εκκρεμότητας αυτής. Είναι αληθές ότι η απαίτηση του ενάγοντος δεν ικανοποιήθηκε μέχρι σήμερα, οφειλομένων σε αυτόν των δεδουλευμένων αποδοχών του για την απασχόλησή του στο πλοίο «…», εγείροντας αξιώσεις αυτού ως εργαζομένου συνεπεία της μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων της εργοότριας εταιρίας του. Εν τούτοις πέραν της ως άνω οφειλής, δεν αποδείχθηκε σε βάρος του ενάγοντος αδικοπρακτική συμπεριφορά των οργάνων της δεύτερης εναγομένης, ή προσβλητική της προσωπικότητάς του συμπεριφοράς, πολλώ δε μάλλον συμπεριφορά απειλητική ως αναφέρει στο ένδικο δικόγραφο. Η δε υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία η εργοδότρια εταιρία του ενάγοντος παραβίασε τη συμβατική υποχρέωσή της προς εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών του, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν καθεαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ να μην ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον. Υπό τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το πταίσμα της δεύτερης εναγομένης που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας. Ειδικότερα, η απαίτηση που συνίσταται σε αυτοτελή αξίωση για πληρωμή καθυστερούμενων μισθών βρίσκει νόμιμο έρεισμα μόνο στις διατάξεις των άρθρων 648 επομ. ΑΚ. Η δε παράλειψη του υπόχρεου προς πληρωμή αυτών δεν οδηγεί σε απώλεια των καθυστερούμενων μισθών και συνεπώς δεν συνιστά αδικοπραξία, η οποία να αποκαθίσταται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επομ. ΑΚ, εξαιτίας της έλλειψης ζημίας, αφού ο εργαζόμενος μπορεί να τους διεκδικήσει με ευθεία αγωγή. Ούτε άλλη προσβλητική της προσωπικότητας του ενάγοντος συμπεριφορά της δεύτερης εναγομένης αποδείχθηκε, και κατά συνέπεια ο ενάγων δεν έχει σε βάρος αυτής αξίωση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, απορριπτομένου του σχετικού αγωγικού κονδυλίου στην ουσιαστική του βασιμότητα. Συνακόλουθα η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της κατά τις ως άνω διακρίσεις. Τέλος πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για τις ερήμην δικασθείσες εναγόμενες εταιρίες, σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από αυτές κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 591 παρ. 1 εδαφ. α’, 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ). Σκέψη για δικαστική δαπάνη δε θα περιληφθεί, ενόψει της ερημοδικίας των εναγομένων και της έλλειψης σχετικού αιτήματος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην των εναγομένων.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων σαράντα (240) ευρώ για έκαστη των ερήμην διακσθέντων εναγομένων εταιριών, σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από αυτές κατά της παρούσας απόφασης.
Απορρίπτει την αγωγή κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους, στις …………………………………………………
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ