Μενού Κλείσιμο

  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΕΣ – EΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

 

 

 

Αριθμός  Απόφασης 1999/2020

        ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ουρανία Σιώζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης  και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 26 Σεπτεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ενάγοντος: … του … και της …, κατοίκου … (οδός …),  ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου Παναγιώτη Κισανάκη.

Των εναγομένων : 1) της εταιρίας με την επωνυμία «…» μετονομασθείσα σε «…», που εδρεύει στη … (οδός …), και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) του …, και 4) του …, αμφοτέρων κατοίκων …, οδός …, εκ των οποίων η δεύτερη εναγομένη εταιρία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια πληρεξουσίου Δικηγόρου, η δε πρώτη εταιρία και δη η «…» και ο τέταρτος εναγόμενος παραστάθηκαν δια της Παναγιώτας Δαμασιώτου (ΑΜ/ΔΣΑ 26542), ο δε τρίτος εναγόμενος και η εταιρία με την επωνυμία «…», ως φέρεται κατά το αγωγικό δικόγραφο να έχει μετονομασθεί η πρώτη εναγομένη εταιρία, δια Παναγιώτη Κτίστη (ΑΜ/ΔΣΑ 29374).

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-4-2019 και με αριθμ. καταθ. 3822/1874/2019 αγωγή του, η οποία προσδιορίστηκε – κατόπιν αναβολής – στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με αριθμό πινακίου 10.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ  ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Σε περίπτωση κατά την οποία ο ενάγων επικαλείται επίδοση σε αντιπρόσωπο του απολιπόμενου εναγομένου διαδίκου, αυτός (ήτοι ο ενάγων) φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της ιδιότητας αυτής (σχ. ΑΠ 20/1968 για την επίδοση σε αντίκλητο Δικηγόρο), άλλως η σχετική επίδοση προς πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα αυτή είναι ανυπόστατη (ΑΠ 167/1967). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του εκθέτει ότι η πρώτη εναγομένη εταιρία τυγχάνει διαχειρίστρια του πλοίου «…», πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας, υπό την ιδιότητα δε αυτή, ήτοι της διαχειρίστριας και νομίμου αντιπροσώπου της πλοιοκτήτριας, ο ενάγων κοινοποίησε την κρινόμενη αγωγή – καθ’ ο μέρος στρέφεται σε βάρος της τελευταίας εταιρίας –  στην πρώτη εναγομένη εταιρία (σχ. η υπ’ αριθμ. …/19-4-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …). Εν τούτοις ως αναφέρεται και κατωτέρω ο ενάγων δεν αποδεικνύει την ιδιότητα της πρώτης εναγομένης, ως νομίμου αντιπροσώπου της αλλοδαπής ναυτικής εταιρίας (δεύτερης εναγομένης) και κατά τούτο η προαναφερόμενη επίδοση της κρινόμενης αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου είναι ανυπόστατη. Κατά συνέπεια η συζήτηση της αγωγής ως προς την απολιπόμενη διάδικο δεύτερη εναγομένη εταιρία, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη (αρ. 271, 591 παρ. 1ΚΠολΔ).

Mε την κρινόμενη αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου και δη τεσσάρων μηνών, καταρτισθείσας στις 11-9-2018 στη … μεταξύ αυτού και του τέταρτου εναγομένου, ως Διευθυντού της πρώτης εναγομένης διαχειρίστριας του υπό σημαία Παναμά πετρελαιοφόρου – δεξαμενόπλοιου πλοίου «…», πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του Β΄ Μηχανικού με συνολικές «κλειστές» μηνιαίες αποδοχές 5.000€. Ότι εργάσθηκε με την ειδικότητα αυτή μέχρι την 31η -10-2018 οπότε απολύθηκε αναιτιολόγητα από τoν Πλoίαρχο. Ότι από την προσφορά των υπηρεσιών του στο ως άνω πλοίο διατηρεί – κατόπιν μερικής καταβολής ποσού 1.500€ – απαίτηση ποσού 3.500€ για δεδουλευμένες αποδοχές,  απαίτηση λόγω καταγγελίας της σύμβασής τους ποσού 7.500€ καθώς και 100€ ως  έξοδα επαναπατρισμού του. Ότι όταν αυτός ο ενάγων εξέφρασε την ανησυχία του για την απόλυσή του πριν την πάροδο του ορισμένου χρόνου της σύμβασής του, ο τέταρτος εναγόμενος, Διευθυντής της πρώτης εναγομένης διαχειρίστριας εταιρίας, τον καθησύχασε ενημερώνοντάς τον ότι με την επιστροφή του στην Ελλάδα επρόκειτο να ναυτολογηθεί σε άλλο πλοίο της πρώτης εναγομένης. Ότι αυτό ουδέποτε συνέβη, και ότι παρά τις συνεχείς και επίμονες οχλήσεις του, οι εναγόμενοι αρνούνταν επίμονα να του καταβάλουν τα οφειλόμενα σε αυτόν, κατά τρόπο που να προσέβαλαν την τιμή και την υπόληψη ως εργαζόμενου. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, ζητεί, κατά τη δέουσα νομική εκτίμηση του δικογράφου, επικαλούμενος α) την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, ως αποζημίωση το ποσό των 3.500 ευρώ που αντιστοιχεί σε υπόλοιπο οφειλόμενων αποδοχών, β) το αρ. 76 του ΚΙΝΔ, το ποσό των 7.500 ευρώ ως αποζημίωση λόγω απόλυσης σε λιμάνι του εξωτερικού, γ) ως έξοδα επαναπατρισμού το ποσό των 100 ευρώ, δ) επικαλούμενος ότι από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη το ποσό των 5.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, ε) πρόθεση των εναγομένων να τον ζημιώσουν κατ΄ αρ. 919ΑΚ, το ποσό των 5.000 ευρώ ως αποζημίωση λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, ε) επικουρικά, τις διατάξεις των αρ. 904 επ. ΑΚ το ποσό των 5.000€, και συνολικά το ποσό των 26.100€, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, για να συζητηθεί κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών [άρθρ. 591, 614 αρ. 3, 621-622 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρ. 1 άρθρ. τέταρτο ν. 4335/2015, καθώς η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε την 18η -4-2019, βλ. σχετ. και άρθρ. 1 άρθρ. ένατο § 2 ν. 4335/2015, σύμφωνα με το οποίο οι ισχύουσες διατάξεις για τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 ΚΠολΔ, όπως οι τελευταίες τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του ως άνω νόμου, εφαρμόζονται για τις κατατεθειμένες από 01-01-2016 αγωγές, άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 16 αριθ. 2 ΚΠoλΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3Α ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας και δη λόγω αντιφατικών αναφορών τυγχάνει το υπό στοιχεία (α) αγωγικό κονδύλιο. Και τούτο καίτοι ο ενάγων ρητά επιχειρεί να υπάγει τα περιστατικά που εκθέτει στο πραγματικό του κανόνα του αρ. 914ΑΚ (σχ. σελ 22 του αγωγικού δικογράφου) και αναφέρει τη διαφορά των δεδουλευμένων αποδοχών του ως επελθούσα σε αυτόν ζημία ένεκα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των αντιδίκων του, εντούτοις στο αιτητικό ζητεί το ποσό αυτό επικαλούμενος τη σύμβαση εργασίας του. Ομοίως απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας τυγχάνει και το υπό στοιχείο (ε)  καθόσον ο ενάγων  επικαλούμενος την περιγραφόμενη στην αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, προσδιορίζει τη ζημία του λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών άλλοτε στο ποσό των 3.500 ευρώ και άλλοτε στο ποσό των 5.000 ευρώ, αιτούμενος μάλιστα αθροιστικά αμφότερα τα ποσά αυτά. Τούτο όμως δεν είναι δυνατό καθόσον από την περιγραφόμενη ενιαία αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων ο ενάγων αποκτά μία αξίωση αποζημίωσης για περιουσιακή του ζημία, η οποία ερείδεται είτε στο αρ. 914ΑΚ είτε στο αρ. 919ΑΚ είτε σε αμφότερες τις διατάξεις (οπότε θα πρόκειται γα συρροή νόμιμων βάσεων της ενιαίας αξίωσης και όχι δύο αυτοτελείς αξιώσει ςσχ. Απ. Γεωργιάδη Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ τόμος Ι σελ. 1857). Κατά τα λοιπά η αγωγή ως προς το υπό στοιχείο δ) αίτημά της είναι μη νόμιμη, καθόσον τα περιγραφόμενη στηνν αγωγή περιστατικά συνιστούν αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων, η δε υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μια σύμβαση και γεννιέται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν καθεαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ να μην ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 852/2015, ΑΠ 496/2015, ΑΠ 1120/2005 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1600/2002 ΕλλΔνη 2003.768, ΑΠ 1538/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 836/2002 ΕλλΔνη 2993.983), στην προκείμενη δε περίπτωση η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών (όπως και της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης) δεν συνιστά αδικοπραξία, καθώς το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας. Περαιτέρω, το επικουρικό στηριζόμενο στη διάταξη του αρ. 904επ ΑΚ κονδύλιο, το οποίο αν και επικουρικό, ο ενάγων συναθροίζει στο συνολικά αιτηθέν από αυτόν, τυγχάνει απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, καθόσον ο ενάγων ουδόλως επικαλείται (μέσω απλής, έστω και έμμεσης, επίκλησης, βλ. ενδ. ΑΠ 1647/2002 ΕΕργΔ 2003.747) για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης της αγωγής του, την ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του, για οποιονδήποτε λόγο. Και ναι μεν δεν απαιτείται να εκθέτει τους λόγους, στους οποίους οφείλεται η ενδεχόμενη ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261), αλλά (απαιτείται να εκθέτει) την ακυρότητα συνεπεία της οποίας, όπως εν προκειμένω, σωρεύεται η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, κατά δικονομική επικουρικότητα (αρ. 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής, από την σύμβαση εργασίας. Και τούτο, διότι, στην τελευταία (και ένδικη περίπτωση) περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξεταζόταν μόνο αν η, στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση εργασίας, κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί, μετά από παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης, για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου εργοδότη, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και, έτσι, πληρούται ο σκοπός της διατάξεως του αρ. 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν την αγωγή (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 43/2017 Ε72017/713, ΑΠ 1321/2015, 1022/2015, 981/2013 Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ). Κατά τα λοιπά η αγωγή ως προς τα υπό στοιχεία β) και γ) αιτήματά της είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των αρ. στις διατάξεις των αρ. 297, 298, 299, 346, 361, 648 επ., 53 επ., 66 του ΚΙΝΔ, 1, 2, 3 του ν. 551/1915, 68, 176, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. ε΄ του ΚΠολΔ. Πρέπει δε η κρινόμενη αγωγή – κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη – να εξετασθεί περαιτέρω και στην ουσιαστική της βασιμότητα. Σημειώνεται ότι απαραδέκτως παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια πληρεξουσίου Δικηγόρου καταθέτοντας και έγγραφες προτάσεις η εταιρία  «…» μη έχοντας προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου, καθόσον ως και η ίδια συνομολογεί, ουδεμία σχέση έχει με την διάδικο εταιρία  «…», ούτε ο ενάγων άλλωστε αποδεικνύει τον αγωγικό του ισχυρισμό ότι η τελευταία εταιρία μετονομάσθηκε σε  «…».

Από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 11-9-2018 έγγραφης σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίστηκε στην Αθήνα μεταξύ του ενάγοντος και της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», ο ενάγων ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του Β΄Μηχανικού στο πετρελαιοφόρο – δεξαμενόπλοιο υπό σημαία Παναμά πλοίο «…» χωρητικότητας 4.902 τόνων, κοχ 3262, με αριθμό καταχωρήσεως στον παγκόσμιο ναυτιλιακό οργανισμό ΙΜΟ: … και αριθμό νηολογίου …, με συμφωνημένο «κλειστό» μηνιαίο μισθό ύψους 5.000€. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι διαχειρίστρια του ως άνω πλοίου με την έννοια του ν. 762/1978 τυγχάνει η πρώτη εναγομένη εταιρία, νόμιμος εκπρόσωπος και διευθύνων σύμβουλος της οποίας τυγχάνει ο τρίτος εναγόμενος  και διευθυντής ο τέταρτος αυτών. Εν τούτοις από κανένα από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν προκύπτει η σχέση αυτή μεταξύ της πλοιοκτήτριας και της πρώτης εναγομένης εταιρίας. Συγκεκριμένα, ο ενάγων δεν επικαλείται ούτε σχετικό έγγραφο ούτε μαρτυρική κατάθεση που να επιβεβαιώνει το ως άνω γεγονός, η δε μόνη δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του Δικαστήριο τούτου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά καθώς και οι προσκομιζόμενες και επικαλούμενες με την προσθήκη αντίκρουση επί των προτάσεων του ενάγοντος πρόχειρες ιδιόχειρες σημειώσεις του πληρεξουσίου Δικηγόρου του περί της συχνότητας επικοινωνίας με την φερόμενη ως διαχειρίστρια εταιρία για την εξόφληση του εντολέα του – ενάγοντος, δεν δύνανται να εκτιμηθούν αποδεικτικά προς αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου. Από τα δε προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την πρώτη εναγομένη έγγραφα και δη από το υπ’ αριθμ. πρωτ. …/5097/70054/24-9-2018 έγγραφο του τμήματος ναυτιλιακών εταιριών της Διέυθυνσης Ποντοπόρου Ναυτιλίας φέρεται ότι αυτή το ένδικο χρονικό διάστημα διαχειριζόταν έτερο πλοίο, και όχι το ένδικο, ήτοι το πλοίο «…», πλοιοκτησίας της εταιρίας «…».   Υπό τα ως άνω αποδειχθέντα περιστατικά δεν ανακύπτει ευθύνη των εναγομένων με έρεισμα τα ν. 762/1978 σχετικά με τις εγειρόμενες αξιώσεις του ενάγοντος που απορρέουν από την ως άνω σύμβαση ναυτικής εργασίας. Συνακόλουθα πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να απορριφθεί στην ουσιαστική της βασιμότητα. Τέλος ο ενάγων πρέπει λόγω της ήττας του να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των πρώτης, τρίτου και τέταρτου των εναγομένων, κατόπιν νόμιμου αιτήματος αυτών (αρ. 176, 191§2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς την δεύτερη εναγομένη εταιρία.

Δικάζει αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις.

Καταδικάζει τον ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων (ήτοι της πρώτης εναγομένης εταιρίας, του τρίτου και του τέταρτου των εναγομένων), τα οποία ορίζει στο ποσό των  πεντακοσίων ευρώ (500 ευρώ).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις ……………………………………………….

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ