Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ     

 

 

Αριθμός αποφάσεως         2033/2020

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 13340/6076/2018)

 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

             Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εδρεύουσας στον … εταιρείας με την επωνυμία «…» δυνάμει της υπ’ αριθ. Πρωτ. …/… Ανακοίνωσης του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς Τμήμα Μητρώου / Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ., πρώην «…», με τον διακριτικό τίτλο «…», με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/28.3.2019 Πρακτικού Συνεδρίασης του Διοικητικού της Συμβουλίου, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. Πρωτ. …/… Ανακοίνωση Καταχώρησης στο Γ.Ε.ΜΗ., Γεώργιος Μιχαηλίδης του Ιωάννου (ΑΜ/ΔΣΠ 2893), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/27.3.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κάτοικος … και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της τύποις εις … (…, …) ουσία δ’ εις … (…) εδρεύουσας εταιρείας με την επωνυμία «…», πλοιοκτήτριας του πλοίου “…”, νόμιμα εκπροσωπούμενης στην Ελλάδα από την τύποις εις …, ουσία εις … (…) εδρεύουσα εταιρεία, νόμιμα εγκατεστημένη στην ……., με την επωνυμία “…”, νόμιμα εκπροσωπούμενη, για την οποία δεν κατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 2) Της τύποις εις …, ουσία εις … (…) εδρεύουσας εταιρείας, νόμιμα εγκατεστημένης στην Ελλάδα, με την επωνυμία “…”, διαχειρίστριας του πλοίου “…”, νόμιμα εκπροσωπούμενης, με ΑΦΜ …, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 20.3.2019 πληρεξούσιου εγγράφου του νόμιμου εκπροσώπου της …, Βασίλειος Πάτκος του Θεοδώρου (ΑΜ/ΔΣΑ …2), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/28.3.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κάτοικος … και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 18.12.2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 13340/6076/21.12.2018 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 11.9.2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ι. Από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αριθ. …/24.12.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …, καθώς και τη συνημμένη σ’ αυτή ταυθήμερη απόδειξη παράδοσης αντιγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και την από 27.12.2018 βεβαίωση του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, αποδεικνύεται ότι επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής με την παραπόδας αυτής υπ’ αριθ. 6076/2018 έκθεση κατάθεσης δικογράφου και σημείωση για την προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη εναγόμενη, η οποία αντιπροσωπεύεται νόμιμα στην Ελλάδα από τη δεύτερη εναγόμενη (άρθρα 122 επ., 126 παρ. 1 γ, 129 παρ. 2 και 128 παρ. 4, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015). Ωστόσο, η πρώτη εναγόμενη δεν κατέθεσε, και δη εντός της υπό του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας, προτάσεις· συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).

ΙΙ. Στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρείες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεσή του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξή τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δηλαδή άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός, δε, ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που γεννώνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν (βλ. ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992.291, ΑΠ 1382/1989 ΕλλΔνη 1992.308), καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (βλ. ΠΠρΠειρ 1750/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

III. Με την υπό κρίση αγωγή και κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, η ενάγουσα εκθέτει ότι κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιούλιο έως και τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2017 συνήψε στον ….. με τη δεύτερη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία που είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην ημεδαπή, ως διαχειρίστρια του πλοίου «…», πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης αλλοδαπής εταιρείας, εδρεύουσας τυπικά στις …, στην πραγματικότητα όμως στο …, όπου ασκεί και την επιχειρηματική της δραστηριότητα, διαδοχικές συμβάσεις πώλησης των αναλυτικά κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας περιγραφόμενων εμπορευμάτων, τα οποία παρέδωσε είτε στο εν λόγω πλοίο είτε στην έδρα των εναγόμενων και οι τελευταίες παρέλαβαν ανεπιφύλακτα, εκδοθέντων των ενσωματωμένων στο δικόγραφο της αγωγής τιμολογίων – δελτίων αποστολής, εξοφλητέων την αναγραφόμενη επ’ ενός εκάστου ημερομηνία. Ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της προς τις εναγόμενες παραμένει ανεξόφλητο το συνολικό ποσό των 25.327,84 ευρώ. Ότι τα εν λόγω τιμολόγια εκδόθηκαν στο όνομα είτε της διαχειρίστριας δεύτερης εναγόμενης είτε αμφοτέρων των εναγομένων, οι οποίες, σύμφωνα με αναγραφέντα στην οπίσθια σελίδα ενός εκάστου τιμολογίου όρο, ευθύνονται αλληλεγγύως για την εξόφλησή τους. Ζητεί δε -κυρίως μεν με τις διατάξεις περί πώλησης, επικουρικώς δε με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού- να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον εκάστη να τής καταβάλουν το ποσό των 25.327,84 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της παρελεύσεως της δήλης ημέρας καταβολής του ποσού αυτού, που αναγράφεται σε κάθε τιμολόγιο, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η παρούσα απόφαση και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, που επιδόθηκε στις εναγόμενες εντός της τασσόμενης από το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, όπως προκύπτει αντιστοίχως από τις υπ’ αριθ. …/24.12.2018 και …/24.12.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …, με τις συνημμένες σ’ αυτές ταυθήμερες αποδείξεις παράδοσης αντιγράφου των θυροκολληθέντων εγγράφων στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και τις από 27.12.2018 βεβαιώσεις του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής τους, αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 33, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία κατ’ άρθρα 4, 7 παρ. 1 α, β, 8 παρ. 1, 63 παρ. 1, 66 παρ. 1, 80, 81 Κανονισμού 1215/2012 (Βρυξέλλες Ια) και 3 παρ. 1, 4 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Ηλίας Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικό Μέρος, παρ. 2, σελ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, ως προς τις ιστορούμενες συμβάσεις πώλησης και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη των εναγομένων εταιρειών, εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου τέτοιου από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» – το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α΄ του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η σύμβαση πώλησης αγαθών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του και, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το τεκμήριο του άρθρου 4 παρ. 4 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι σε περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις ειδικές συνθήκες, υπό τις οποίες αυτή καταρτίσθηκε και εκτελέσθηκε και για το λόγο αυτό συνδέεται προς αυτή στενότερα, το ελληνικό δίκαιο, δεδομένου ότι οι συμβάσεις αυτές καταρτίστηκαν στον Πειραιά, όπου ήταν καταβλητέο το τίμημα και βρίσκεται η έδρα της ενάγουσας πωλήτριας. Εξάλλου, και οι εναγόμενες και ειδικότερα η πρώτη εναγόμενη ουσιαστικά εδρεύει και ασκεί την επιχειρηματική της δραστηριότητα στην ημεδαπή (… Αττικής), ανεξαρτήτως της τυπικής συστάσεώς της στην αλλοδαπή, ενώ και η δεύτερη εναγόμενη επίσης είναι εγκατεστημένη στην ημεδαπή (… Αττικής). Τέλος, και η εκπλήρωση των συμβάσεων (παράδοση των προϊόντων) έλαβε χώρα στην ημεδαπή, ήτοι είτε στο … όπου και ναυλοχούσε το εν λόγω πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είτε στο …, στην έδρα των εναγομένων. Κατόπιν αυτών, η αγωγή, που είναι αρκούντως ορισμένη, είναι νόμιμη κατά την κύρια βάση της, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513 επ., 341, 345, 346, 361, 481 ΑΚ, 84 ΚΙΝΔ, 907, 908 παρ. 1, 176 ΚΠολΔ, ενώ η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπου τυγχάνει επίσης εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο ως το δίκαιο του κράτους στο οποίο τα μέρη έχουν τη συνήθη διαμονή τους κατά τη στιγμή που λαμβάνει χώρα το γεγονός το οποίο στοιχειοθετεί αδικαιολόγητο πλουτισμό [άρθρο 10 παρ. 1 Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007], είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται ακυρότητα των συμβάσεων, που αποτελούν την κύρια βάση της αγωγής. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την κύρια βάση της ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, εφόσον έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. 266924630959 0527 0005 e-παράβολο, σε συνδυασμό με το από 28.3.2019 αποδεικτικό πληρωμής).

  1. IV. Εφόσον ερημοδικεί η πρώτη των εναγόμενων, που συνδέεται με την παριστάμενη δεύτερη εναγόμενη με τον δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρα 74, 75 ΚΠολΔ), και δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής επιτρέπεται η ομολογία, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους αυτής (άρθρα 271 παρ. 3, 352 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν ως προς την πρώτη εναγόμενη.
  2. V. Η παριστάμενη δεύτερη εναγόμενη με τις εμπροθέσμως και νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της αρνείται την αγωγή και προβάλλει ένσταση ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεώς της για το λόγο ότι συμβλήθηκε με την ενάγουσα στο όνομά της, αλλά για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρείας. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά άρνηση της αγωγής, καθόσον ανάγεται στην ουσία της υπόθεσης.

VΙ. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από το σύνολο των ισχυρισμών τους (άρθρα 261 παρ. 2, 352 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρεία ασχολείται με τον εφοδιασμό πλοίων, η δε δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, που εδρεύει στα … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (…), βάσει των διατάξεων του Α.Ν. 378/1968 και του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 2234/1994 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 3752/2009 και με το άρθρο 31 του Ν. 4150/2013 (βλ. την υπ’ αριθ. 2212.2-1/5067/33386/2017 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής – ΦΕΚ Β΄ 1682/16.5.2017), νομίμως εκπροσωπούμενη από τον … του Νικολάου, ασχολείται με τη διαχείριση, την εκμετάλλευση, τη ναύλωση, τον διακανονισμό αβαριών, τη μεσιτεία αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία ολικής χωρητικότητας άνω των 500 κόρων ολικής χωρητικότητας, με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία και τα εμπορικά πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιρειών και επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο ανάλογες με αυτήν δραστηριότητες. Στη διαχείριση της εναγόμενης ανήκε το υπό σημαία … πλοίο «…», πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», με κ.ο.χ. 30.661 και ΔΔΣ V7FT9. Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγόμενης, ενεργώντας υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, στον Πειραιά από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2017 έως και τον μήνα Οκτώβριο του ιδίου έτους, η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε είτε στο άνω πλοίο, που ναυλοχούσε στο …, είτε στο …, όπου ήταν κατά τα ανωτέρω εγκατεστημένο γραφείο της δεύτερης εναγόμενης, εφόδια, τα οποία και παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα. Πιο συγκεκριμένα, σε εκτέλεση των ως άνω συμβάσεων η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε εμπορεύματα έναντι των οποίων εξέδωσε τα κάτωθι τιμολόγια, με τα συνοδεύοντα αυτά δελτία αποστολής: 1) το υπ’ αριθ. …/17.7.2017 αξίας 5.114,60 ευρώ, το οποίο εξοφλήθηκε, 2) το υπ’ αριθ. …/18.7.2017 αξίας 51,54 ευρώ, το οποίο εξοφλήθηκε, 3) το υπ’ αριθ. …/19.7.2017 αξίας 99,05 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 2.9.2017, εκ του οποίου απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 18,40 ευρώ, 4) το υπ’ αριθ. …/19.7.2017 αξίας 1.856,94 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 2.9.2017, 5) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 464,52 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 6) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 6,36 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 7) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 762,84 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 8) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 387,09 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 9) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 1.210,02 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 10) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 1.152,36 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 11) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 4.132,08 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 12) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 164,68 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 13) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 201,60 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 14) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 2.185,91 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 15) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 236,02 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 16) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 173,96 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 17) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 659,68 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 18) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 2.063,49 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 19) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 1.245,16 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 20) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 415,82 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 21) το υπ’ αριθ. …/20.7.2017 αξίας 294,72 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 18.10.2017, 22) το υπ’ αριθ. …/27.7.2017 αξίας 53,38 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 10.9.2017, 23) το υπ’ αριθ. …/27.7.2017 αξίας 19,45 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 25.10.2017, 24) το υπ’ αριθ. …/27.7.2017 αξίας 24,55 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 25.10.2017, 25) το υπ’ αριθ. …/27.7.2017 αξίας 945,41 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 25.10.2017, 26) το υπ’ αριθ. …/27.7.2017 αξίας 43,19 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 25.10.2017, 27) το υπ’ αριθ. …/27.7.2017 αξίας 139,22 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 25.10.2017, 28) το υπ’ αριθ. …/27.7.2017 αξίας 751,54 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 25.10.2017, 29) το υπ’ αριθ. …/28.7.2017 αξίας 2.543,91 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 25.10.2017, 30) το υπ’ αριθ. …/28.7.2017 αξίας 161,70 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 26.10.2017, 31) το υπ’ αριθ. …/28.7.2017 αξίας 1,04 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 26.10.2017, 32) το υπ’ αριθ. …/11.8.2017 αξίας 106,76 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 25.9.2017, 33) το υπ’ αριθ. …/12.9.2017 αξίας 2.658,88 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 27.10.2017, 34) το υπ’ αριθ. …/12.9.2017 αξίας 140,40 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 27.10.2017 και 35) το υπ’ αριθ. …/13.10.2017 αξίας 106,76 ευρώ με ημερομηνία εξόφλησης 27.11.2017. Συνολικά, επομένως, εξακολουθεί να οφείλεται ποσό (18,40 + 1.856,94 + 464,52 + 6,36 + 762,84 + 387,09 + 1.210,02 + 1.152,36 + 4.132,08 + 164,68 + 201,60 + 2.185,91 + 236,02 + 173,96 + 659,68 + 2.063,49 + 1.245,16 + 415,82 + 294,72 + 53,38 + 19,45 + 24,55 + 945,41 + 43,19 + 139,22 + 751,54 + 2.543,91 + 161,70 + 1,04 + 106,76 + 2.658,88 + 140,40 + 106,76 =) 25.327,84 ευρώ. Οι ανωτέρω συμβάσεις αγοραπωλησίας καταρτίσθηκαν μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγομένης για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης πλοιοκτήτριας του πλοίου «…» στο οποίο αφορούσε το κάθε επιμέρους τιμολόγιο-δελτίο αποστολής και το οποίο (πλοίο) διαχειριζόταν ως άμεσος αντιπρόσωπος αυτής της πλοιοκτήτριας, όπως συνάγεται από τις εξής περιστάσεις: Η δεύτερη εναγόμενη (δια του εγκατεστημένου στην Ελλάδα γραφείου της) δεν διέθετε στην ιδιοκτησία της κάποιο πλοίο, αλλά απλώς ασχολείτο με τη διαχείριση, την εκμετάλλευση, τη ναύλωση, το διακανονισμό αβαριών, τη μεσιτεία αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία ολικής χωρητικότητας άνω των 500 κόρων και την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιρειών και επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο ανάλογες με αυτήν δραστηριότητες (βλ. το ως άνω ΦΕΚ). Στο πλαίσιο αυτό, διαχειριζόταν, έναντι αμοιβής, τα χρηματικά ποσά που της απέστελλε με έμβασμα η πρώτη εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρεία, προκειμένου να εξοφλεί τις αναληφθείσες υποχρεώσεις του πλοίου, μεταξύ των οποίων τα εκάστοτε τιμολόγια. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης …, σε ανταλλαγέντα μέσω τηλεφώνου μηνύματα με τον Αντιπρόεδρο της ενάγουσας …, αναγνωρίζει την ύπαρξη οφειλής προς την ενάγουσα από τιμολόγια, τα οποία σημειωτέον δεν προσδιορίζονται στα μηνύματα ώστε να κριθεί αν πρόκειται για τα επίδικα, ενώ δεν προκύπτει σαφώς και ο χρόνος ανταλλαγής των μηνυμάτων, καθώς, πέραν της ημερομηνίας επεξεργασίας αυτών (16.10.2017), αναγράφεται ως ημερομηνία αποστολής η 31η Αυγούστου, καθόσον εν προκειμένω αυτός ενεργούσε κατ’ εντολή και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, χωρίς να δεσμεύει τη δεύτερη εναγόμενη για την αποπληρωμή από τα δικά της κεφάλαια της όποιας οφειλής. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι όσα εκ των επίδικων εμπορευμάτων παραδόθηκαν στο …, όπου ναυλοχούσε το πλοίο, τα παρέλαβε ο Πλοίαρχος αυτού, θέτοντας την υπογραφή του και τη σφραγίδα του πλοίου επ’ αυτών, ενώ στα συνοδεύοντα τα τιμολόγια δελτία αποστολής είχε τεθεί η έντυπη ένδειξη «subject owners approval», δηλαδή «υπό τον όρο αποδοχής των πλοιοκτητών», υποδηλώνοντας ότι αγοράστρια των εμπορευμάτων ήταν η πλοιοκτήτρια εταιρεία. Το ότι η δεύτερη εναγόμενη ενεργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπος της τελευταίας αποδεικνύεται πρωτίστως από το γεγονός ότι, αν και στα επίδικα τιμολόγια αναγράφεται στα στοιχεία πελάτη η επωνυμία αμφοτέρων των εναγόμενων εταιρειών, πριν την επωνυμία της δεύτερης εναγόμενης αναγράφεται «c/o …», ήτοι στην τελευταία γίνεται απλά κοινοποίηση, στο πλαίσιο της διαχειριστικής της εξουσίας. Τέλος, ο αναγραφείς στην οπίσθια όψη εκάστου τιμολογίου που εξέδιδε η ενάγουσα όρος 6, σύμφωνα με τον οποίο «Για την εξόφληση του τιμολογίου και για όλα τα έξοδα που μπορούν να προκύψουν από την τυχόν διεκδίκηση αυτού δια της νομίμου οδού (δικαστικά και νομικά έξοδα κ.λπ.) υπόχρεος είναι η διαχειρίστρια και η πλοιοκτήτρια εταιρεία», δεν δεσμεύει τη δεύτερη εναγόμενη, στην οποία δεν αποδείχθηκε ότι είχε γνωστοποιηθεί πριν από την κατάρτιση των ενδίκων συμβάσεων πώλησης, ώστε να δημιουργείται ευθύνη της τελευταίας. Από όλες τις ανωτέρω περιστάσεις συνάγεται ότι η δεύτερη εναγόμενη συμβλήθηκε με την ενάγουσα στις επίδικες διαδοχικές συμβάσεις πώλησης για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης πλοιοκτήτριας στην οποία ανήκε το πλοίο «…» δηλαδή ενεργούσε πάντοτε ως άμεσος αντιπρόσωπος αυτής (άρθρο 211 ΑΚ).

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη ως προς τη δεύτερη εναγόμενη. Τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας, το ύψος των οποίων ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, βαρύνουν την ενάγουσα λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε (υπό IV.), πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν ως προς την πρώτη εναγόμενη και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων τριακοσίων είκοσι επτά ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (25.327,84 €), νομιμοτόκως από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής εκάστου επιμέρους ποσού που αναγράφεται σε κάθε τιμολόγιο κατά τα ανωτέρω, και μέχρι την εξόφληση. Όσον αφορά το αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτό, καθόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που επιβάλλουν την προσωρινή εκτελεστότητα και η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατόν να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Περαιτέρω, η δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, που εκκαθαρίζεται με βάση τον υποβληθέντα από αυτήν κατάλογο εξόδων, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της πρώτης εναγόμενης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 184, 189, 190 και 191 παρ. 1 ΚΠολΔ, 58, 84 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της απολειπόμενης πρώτης εναγόμενης (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας σε διακόσια (200) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εναγόμενης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων τριακοσίων είκοσι επτά ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (25.327,84 €), νομιμοτόκως από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής εκάστου επιμέρους ποσού που αναγράφεται σε κάθε τιμολόγιο, όπως αναλυτικά αναγράφεται στο σκεπτικό της παρούσας, και μέχρι την εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη εναγόμενη στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων σαράντα (3.040) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 28-5-2020.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ