ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 1210/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 7η Φεβρουαρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…», με ΑΦΜ …, που εδρεύει στη … (…), και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αναστασίας Μπαγιάτη (ΑΜΔΣΑ 23203) δυνάμει του από 23-11-2016 ειδικού πληρεξουσίου που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του νόμιμου εκπροσώπου της βεβαιώνεται από την παραπάνω δικηγόρο, και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο της, η οποία προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, με ΑΦΜ …, κατοίκου …, ο οποίος κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Τριαντάφυλλου (ΑΜΔΣΧ 197), δυνάμει του από 09-12-2016 ειδικού πληρεξουσίου που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του βεβαιώνεται από δημοτική αρχή, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. T… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Χίου, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-06-2016 με γενικό αριθμό κατάθεσης 6030/2016 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης 3136/2016 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την 12-08-2016, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 10-01-2017 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης αυτού του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 79 του Ν. 5960/1933, 914, 297, 298 ΑΚ συνάγεται ότι εκείνος που εκδίδει επιταγή σε διαταγή, γνωρίζοντας ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα είτε κατά το χρόνο έκδοσης είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, ζημιώνει τον κομιστή από τη μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνιση της παρά το νόμο, δηλαδή παρά την ως άνω διάταξη του Ν. 5960/1933, που χαρακτηρίζει την πράξη αυτή του εκδότη ποινικό αδίκημα. Επομένως, υποχρεούται σε αποζημίωση του κομιστή, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αφού η διάταξη αυτή του άρθρου 79 Ν. 5960/1933 έχει θεσπισθεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο, αλλά και το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής. Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή (άρθρο 40 Ν. 5960/1933) και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Η ικανοποίηση όμως της μιας από αυτές επιφέρει απόσβεση της άλλης. Δικαιούχος της αποζημίωσης είναι όχι μόνο ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο εμφάνισης της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν (Βλ. ΟλΑΠ 23/2007 ΕλλΔνη 48.1008, ΑΠ 287/2008 ΔΕΕ 2009.826). Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία διώκεται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις αποζημίωση του κομιστή επιταγής που δεν πληρώθηκε, αν και εμφανίστηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, απαιτείται, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, να διαλαμβάνονται σ’ αυτό: 1) η έκδοση της επιταγής από τον εναγόμενο εν γνώσει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, 2) η ύπαρξη ζημίας, 3) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη, και 4) η εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτής προς πληρωμή (Βλ. ΑΠ 362/2014 ΤΝΠ NOMOS), όχι όμως και η βεβαίωση της μη πληρωμής με έναν από τους υπαλλακτικά αναφερόμενους στο άρθρο 40 Ν. 5960/1933 τρόπους (Βλ. ΑΠ 1708/2005 ΕλλΔνη 48.1672). Η αιτία έκδοσης της επιταγής δεν αποτελεί στοιχείο της αδικοπρακτικής αγωγής, ούτε η τυχόν ανυπαρξία του χρέους ή η ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία εκδόθηκε η ακάλυπτη επιταγή επηρεάζουν το αξιόποινο του εγκλήματος, ενόψει του χαρακτήρα της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών και πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής, χωρίς έρευνα της εσωτερικής σχέσης μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής (Βλ. ΑΠ 1047/2005 ΕλλΔνη 46.1587, ΕφΠειρ 414/2015 ΤΝΠ NOMOS). ΙΙ. Σε περίπτωση άσκησης αγωγής αποζημίωσης του κομιστή επιταγής κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις ο ενάγων μπορεί να σωρεύσει και αίτημα προσωπικής κράτησης του εναγόμενου – εκδότη της επιταγής, θεμελιωμένο στο άρθρο 1047 ΚΠολΔ. Το αίτημα για προσωπική κράτηση του εναγόμενου επιβάλλεται μόνο σε περίπτωση που ασκείται αγωγή για ακάλυπτη επιταγή με τη βάση της αδικοπραξίας, η οποία είναι συμβατή προς το αίτημα της προσωπικής κράτησης του υπαίτιου, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης, με βάση το νόμο. Η αποδοχή της προσωπικής κράτησης, όπως σε κάθε αδικοπραξία, είναι δυνητική και απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, εάν και πόση διάρκεια θα έχει, ύστερα από εκτίμηση διάφορων κριτηρίων, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερη θέση έχουν το ύψος της απαίτησης, η βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος και οι συνέπειες του, η βαρύτητα του πταίσματος του εναγόμενου, τυχόν συνυπαιτιότητα του ενάγοντος, η καλή πίστη του υπόχρεου, η φερεγγυότητα του, η απόκρυψη περιουσιακών του στοιχείων, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, η διάθεση του εναγόμενου να καταβάλει την οφειλή του και οι λοιπές συνθήκες και συντρέχουσες περιστάσεις (Βλ. ΕφΠειρ 74/2014 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αγωγή εκτίθεται ότι η ενάγουσα τυγχάνει νόμιμη κομίστρια των περιγραφόμενων στο δικόγραφο επιταγών, συνολικού ποσού 25.331 ευρώ, τις οποίες ο εναγόμενος εξέδωσε στη Χίο σε διαταγή της. Ότι οι επιταγές αυτές εκδόθηκαν για την εξόφληση μέρους των χρηματικών αξιώσεων της ενάγουσας έναντι του εναγόμενου, οι οποίες απέρρεαν από συμβάσεις που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, με αντικείμενο τη μεταφορά των φορτηγών αυτοκινήτων του με το πλοίο της ενάγουσας. Ότι στους αναφερόμενους με το δικόγραφο χρόνους η ενάγουσα εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα για πληρωμή τις επιταγές σε υποκατάστημα τράπεζας στη …, η οποία ενεργούσε μετά από σχετική εξουσιοδότηση της πληρώτριας τράπεζας, αλλά δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο εναγόμενος στο κατάστημα της πληρώτριας τράπεζας στη Χίο. Ότι ο εναγόμενος γνώριζε ότι στον λογαριασμό που τηρούσε στην πληρώτρια τράπεζα δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο έκδοσης των επιταγών και εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του η ενάγουσα υπέστη περιουσιακή ζημία ίση με το συνολικό ποσό των επιταγών, καθώς και ηθική βλάβη από την προσβολή του επαγγελματικού της κύρους, εξαιτίας της στέρησης κεφαλαίου για την κάλυψη των υποχρεώσεών της απέναντι σε τρίτους και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της περιουσιακής και της μη περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας και της εκτιθέμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του αντιδίκου της. Με βάση το ιστορικό ζητείται, με διάταξη προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα: α) το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων τριακοσίων τριάντα ενός (25.331) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της εμφάνισης κάθε επιταγής, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, και β) το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Επίσης, ζητείται να απαγγελθεί σε βάρος του εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους, καθώς και να καταδικαστεί ο ίδιος στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή αρμόδια εισάγεται για συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία σ’ αυτό το Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπο αρμόδιο, απορριπτομένης ως αβάσιμης της ένστασης κατά τόπο αναρμοδιότητας που πρόβαλε ο εναγόμενος με τις προτάσεις του, καθώς, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενo, αιτία για την έκδοση των επίδικων επιταγών αποτέλεσε η εξόφληση μέρους των απαιτήσεων της ενάγουσας σε βάρος του εναγόμενου, που απορρέουν από συμβάσεις μεταφοράς των φορτηγών οχημάτων του εναγόμενου με το πλοίο της, και, επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 περ. α’, 3Α – Β περ. ε’ του Ν. 2172/1993, πρόκειται για ναυτική διαφορά (πρβλ. ΕφΠειρ 251/2015 ΤΝΠ NOMOS), για την οποία, με βάση τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 2 εδ. β’ του ίδιου ως άνω νομοθετήματος, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο ένατο παρ. 17 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-07-2015), με έναρξη ισχύος από την 01-01-2016, αυτό το Δικαστήριο έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή επιδόθηκε στον εναγόμενο εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των τριάντα ημέρων από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Πρωτοδικείου την 12-08-2016, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε στον εναγόμενο την 08-09-2016 (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Βορείου Αιγαίου, …). Εξάλλου, η κρινόμενη αγωγή, με την οποία η ενάγουσα, με την ιδιότητα της κομίστριας των επιταγών, διώκει την αποζημίωσή της λόγω εμφάνισης και μη πληρωμής τους κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, είναι αρκούντως ορισμένη, καθώς διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠολΔ, και, συγκεκριμένα, διαλαμβάνει: 1) το γεγονός της έκδοσης των επιταγών από τον εναγόμενο εν γνώσει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο έκδοσής τους, 2) την ύπαρξη ζημίας, 3) τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας και της παράνομης συμπεριφοράς του εναγόμενου-εκδότη των επιταγών, και 4) την εμπρόθεσμη εμφάνιση των επιταγών προς πληρωμή (Βλ. ΑΠ 362/2014, ό.π.), χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται με το αγωγικό δικόγραφο: α) τα συγκεκριμένα εισιτήρια-ναύλοι για την πληρωμή των οποίων εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές, και β) ο τόπος και ο χρόνος παράδοσης των επιταγών, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγόμενου, καθώς τα παραπάνω δεν αποτελούν στοιχεία της αδικοπρακτικής αγωγής, ούτε επηρεάζουν το αξιόποινο του εγκλήματος, ενόψει του χαρακτήρα της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών που πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής, σύμφωνα με την πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 13, 29, 79 Ν. 5960/1933, 88 παρ. 1 Ν. 1969/1991, 297, 298, 299, 346, 914, 932 ΑΚ, 176, 907, 908 παρ. 1 περ. δ’, 1047 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων από την επομένη της εμφάνισης κάθε επιταγής, το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο και απορριπτέο, καθώς η ενάγουσα δεν επικαλείται προγενέστερη της έγερσης της αγωγής όχληση του αντιδίκου της (άρθρα 340, 345 ΑΚ), και επί άσκησης αξίωσης αποζημίωσης λόγω έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, η οποία στηρίζεται σε αδικοπραξία, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 45 αριθ. 2 Ν. 5960/1933 (Βλ. ΕΑ 2897/2010 ΔΕΕ 2011.78). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον, για το καταψηφιστικό αντικείμενό της καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (Βλ. το υπ’ αριθ. … διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. …, το οποίο προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα).
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, έχει δημιουργηθεί εύλογα στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. ΙΙ. Συνήθης στην πράξη είναι η έκδοση καταπιστευτικών αξιόγραφων (συναλλαγματικής ή επιταγής) που εκδίδονται χάριν εγγύησης. Με τον όρο αυτό νοούνται οι περιπτώσεις εκείνες στις οποίες προσπορίζεται μεν η νομική θέση δικαιούχου του τίτλου, συγχρόνως όμως συνομολογείται ένα είδος pactum fiduciale, εξαιτίας του οποίου ο δικαιούχος αυτού κατά ορισμένο μόνον τρόπο και υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα ενασκήσει το από τον τίτλο δικαίωμα του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παρέχεται ένσταση, ανατρεπτική ή αναβλητική, βασιζόμενη στην αιτιώδη (υποκείμενη) σχέση, την οποία ο οφειλέτης ως ενιστάμενος οφείλει να αποκαλύψει. Η ένσταση είναι προσωπική και υπόκειται στον περιορισμό των άρθρων 17 του νόμου περί συναλλαγματικής ή 22 του νόμου περί επιταγής, αντίστοιχα. Στην κατηγορία της παραπάνω ένστασης υπάγονται και οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες συμφωνείται ότι ο λήπτης θα δικαιούται να εισπράξει την επιταγή, υπό την προϋπόθεση ότι εκπληρώθηκαν ορισμένοι όροι από την αιτιώδη σχέση ή θα πληρωθεί κάποια άλλη αίρεση ή ότι ο υπογραφέας του τίτλου πρόκειται να είναι απλός εγγυητής ή, ακόμη, όταν η επιταγή επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδίδεται για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, ο οποίος δεσμεύεται να μην κάνει πρόωρη χρήση αυτής. Εάν η βάση της αγωγής στηρίζεται στην αδικοπραξία, ο ως άνω ισχυρισμός περί του καταπιστευτικού χαρακτήρα της επιταγής συνιστά αιτιολογημένη άρνηση των προϋποθέσεων επί των οποίων θεμελιώνεται η αδικοπραξία (Βλ. ΑΠ 263/2008, ΕφΠειρ 39/2015, ΤΝΠ NOMOS, ΕφΠειρ 295/2011 ΕΕμπΔ 2012.79). ΙΙΙ. Για να γεννηθεί αξίωση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας κατά του εκδότη επιταγής που δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, δεν αρκεί να συντρέχουν τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να διαπιστώνεται και η επέλευση ζημίας, αφού η αξίωση από το άρθρο 914 ΑΚ ιδρύεται μόνο αν συντρέχουν οι όροι της αστικής και όχι μόνο της ποινικής ευθύνης του εκδότη ακάλυπτης επιταγής. Επομένως, ο εναγόμενος ως εκδώσας ακάλυπτη επιταγή προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δικαιούται να προβάλλει, αμυνόμενος, τον ισχυρισμό ότι δεν προκλήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση ζημία στην περιουσία του δικαιούχου, παρά τη συνδρομή των όρων του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, και ειδικότερα ότι η θεμελιούμενη στην υποκείμενη σχέση χρηματική αξίωση του ενάγοντος έχει ήδη ικανοποιηθεί. Στην περίπτωση αυτή ο εναγόμενος προβάλλει άρνηση της βάσης της αγωγής και ειδικότερα άρνηση της επικαλούμενης στην αγωγή από αδικοπραξία ζημίας του ενάγοντος (Βλ. ΑΠ 28/2011 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος με τις προτάσεις του συνομολογεί ότι εξέδωσε τις επίδικες επιταγές και κατά τα λοιπά αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή, ισχυριζόμενος, αφενός μεν ότι εξέδωσε τις επίδικες επιταγές χάριν εγγύησης για την εμπρόθεσμη εξόφληση των εισιτηρίων που αγόραζε με πίστωση από την ενάγουσα, αφετέρου δε ότι η χρηματική αξίωση της ενάγουσας εναντίον του έχει ικανοποιηθεί. Περαιτέρω, ο εναγόμενος ισχυρίζεται με τις προτάσεις του ότι στο πλαίσιο των συμβάσεων που κατάρτιζε με την αντίδικό του από το έτος 2010 για τη μεταφορά των φορτηγών αυτοκινήτων του με το πλοίο της τελευταίας από τη Χίο στον Πειραιά και το αντίστροφο, η ενάγουσα εξέδιδε εισιτήρια και ο ίδιος εξοφλούσε το τίμημά τους σε μετρητά ή με επιταγές. Ότι παρόλο που για την εξόφληση της οφειλής του μεταβίβασε με οπισθογράφηση στην αντίδικό του τις αναφερόμενες με τις προτάσεις του επιταγές και παρόλο που έχει καταβάλει μέρος του οφειλόμενου ποσού στην αντίδικο, η τελευταία στράφηκε εναντίον του με την κρινόμενη αγωγή και με τον τρόπο αυτό τον επιβαρύνει με δικαστικά έξοδα. Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός του εναγόμενου, με επίκληση της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, καθώς τα ιστορούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος από την ενάγουσα και θα εκτιμηθεί ως αιτιολογημένη άρνηση των προϋποθέσεων επί των οποίων θεμελιώνεται η αδικοπραξία.
Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Νάκου, την οποία προσκομίζει με επίκληση με τις προτάσεις της η ενάγουσα, η οποία λήφθηκε με επιμέλειά της, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου της, κατά τη διάταξη του άρθρου 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν. 4335/2015 (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Βορείου Αιγαίου, …), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων, που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, χωρίς ωστόσο να λαμβάνονται υπόψη: α) η λογιστική καρτέλα έτους 2014, την οποία προσκομίζει με την προσθήκη στις προτάσεις της η ενάγουσα για την αντίκρουση των ισχυρισμών του αντιδίκου της (Σχετικό 21), καθώς αυτή έχει συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και δε συνοδεύεται από επίσημη μετάφραση στην …, κατά το άρθρο 454 ΚΠολΔ, και β) η υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον της συμβολαιογράφου Χίου Καλλιόπης Τριανταφύλλου, που λήφθηκε με επιμέλεια του εναγόμενου εντός της προθεσμίας για προσθήκη, και προσκομίζεται με την προσθήκη στις προτάσεις του, διότι δεν κατατείνει στην αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις της αντιδίκου του, ενόψει του ότι η τελευταία δεν πρόβαλε ισχυρισμούς με τις προτάσεις της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η μεν ενάγουσα είναι πλοιοκτήτρια του υπό … σημαία φορτηγού – οχηματαγωγού πλοίου «…», το οποίο εκτελεί –μεταξύ άλλων- το δρομολόγιο Πειραιάς-Χίος-Μυτιλήνη-Πειραιάς, ο δε εναγόμενος είναι ιδιοκτήτης φορτηγών οχημάτων. Σε εκτέλεση συμφωνίας που καταρτίστηκε προφορικά μεταξύ των παραπάνω διαδίκων η ενάγουσα ανέλαβε από το έτος 2010 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του έτους 2015 τη μεταφορά των οχημάτων του εναγόμενου από τη Χίο στον Πειραιά και αντίστροφα, έναντι ναύλου, που συμφωνήθηκε να καταβάλλεται με πίστωση. Η εξόφληση των πιστωθέντων ναύλων για τις μεταφορές των οχημάτων του εναγόμενου γινόταν με μετρητά ή με επιταγές, γεγονός που συνομολογείται από τον εναγόμενο με τις προτάσεις του (Βλ. σελίδα 7). Για την εξόφληση μέρους της οφειλής του έναντι της ενάγουσας ο εναγόμενος εξέδωσε στη Χίο σε διαταγή της, την …, την …, την … και την …, αντίστοιχα, τις ακόλουθες επιταγές, οι οποίες ήταν πληρωτέες στον υπ’ αριθ. … τραπεζικό λογαριασμό, που τηρούσε στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. στη Χίο: 1) την υπ’ αριθ. … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 2.000 ευρώ, 2) την υπ’ αριθ. … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 3.000 ευρώ, 3) την υπ’ αριθ. … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 1.372,31 ευρώ, 4) την υπ’ αριθ. … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 4.832,53 ευρώ, 5) την υπ’ αριθ. … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 2.000 ευρώ, 6) την υπ’ αριθ. … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 1.372,31 ευρώ, 7) την υπ’ αριθ. … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 1.372,31 ευρώ, 8) την υπ’ αριθ. … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 4.865,78 ευρώ, και 9) την υπ’ αριθ. … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 4.515,76 ευρώ. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι κατά το χρόνο έκδοσης των προαναφερόμενων με αριθμούς 7 και 8 επιταγών είχε κηρυχθεί τραπεζική αργία με την από 28-06-2015 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α’ 65/28-06-2015), η οποία, κατόπιν έκδοσης της από 18-07-2015 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α’ 84/18-07-2015), έληξε την 20η-07-2015. Η παραπάνω τραπεζική αργία καταλάμβανε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας (άρθρο 1 της από 28-06-2015 Π.Ν.Π.) και κατά τη διάρκειά της είχαν ανασταλεί οι προθεσμίες λήξης, εμφάνισης και πληρωμής των αξιογράφων (άρθρο 5 της από 28-06-2015 Π.Ν.Π.). Η ενάγουσα, με την ιδιότητα της λήπτριας και νόμιμης κομίστριας των παραπάνω επιταγών, τις εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα για πληρωμή την …, την …, την … και την …, αντίστοιχα, στην τράπεζα Eurobank Ergasias Α.Ε., αλλά δεν πληρώθηκαν, λόγω έλλειψης υπολοίπου, γεγονός που βεβαιώθηκε από την τράπεζα Eurobank, η οποία ενεργούσε μετά από σχετική εξουσιοδότηση της πληρώτριας τράπεζας, στην πίσω όψη του σώματος των παραπάνω επιταγών. Ο εναγόμενος εξέδωσε τις παραπάνω επιταγές, παρόλο που γνώριζε ότι δεν ήταν δυνατή η πληρωμή τους κατά το χρόνο έκδοσής τους και κατά το χρόνο της εμφάνισής τους για πληρωμή, λόγω έλλειψης των αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον παραπάνω αναφερόμενο λογαριασμό που τηρούσε στην πληρώτρια τράπεζα, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από τον ίδιο, συναγόμενης έτσι ομολογίας του (άρθρα 261 εδ. β’, 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι επίδικες επιταγές εκδόθηκαν από τον εναγόμενο για την εξόφληση μέρους πιστωθέντων ναύλων από διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων κατά τα έτη 2014 και 2015, με αντικείμενο τη μεταφορά των φορτηγών αυτοκινήτων του με το φορτηγό – οχηματαγωγό πλοίο της εναγόμενης. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου αναφορικά με την αιτία έκδοσης των επιταγών στηρίζεται στη σαφή περί τούτου κατάθεση της μάρτυρα …, που περιέχεται στην υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση, και έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι κρίνεται ότι η παραπάνω έχει προσωπική αντίληψη, λόγω της απασχόλησής της ως οικονομική διευθύντρια της ενάγουσας εταιρίας. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι οι επίδικες επιταγές είναι καταπιστευτικές και εκδόθηκαν ως εγγύηση για την εμπρόθεσμη εξόφληση των εισιτηρίων που αγόραζε με πίστωση από την εναγόμενη, δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, ο εναγόμενος προβάλλει τον αρνητικό της ζημίας της ενάγουσας ισχυρισμό, λόγω της διατεινόμενης ικανοποίησης της χρηματικής αξίωσης της ενάγουσας. Για την απόδειξη του ισχυρισμού του προσκομίζει με επίκληση σε αντίγραφα τις ακόλουθες επιταγές πελατείας, συνολικού ποσού 11.352,17 ευρώ: α) την υπ’ αριθ. … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 2.000, την οποία εξέδωσε σε διαταγή του η ανώνυμη εταιρία «….», πληρωτέα στην τράπεζα Eurobank Ergasias Α.Ε., β) την υπ’ αριθ. … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 2.000 ευρώ, την οποία εξέδωσε ο …, πληρωτέα στην Παγκρήτια Συνεταιριστική Τράπεζα, γ) την υπ’ αριθ. … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 3.200 ευρώ, την οποία εξέδωσε ο …, πληρωτέα στην τράπεζα Eurobank Ergasias Α.Ε., δ) την υπ’ αριθ. … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 2.870 ευρώ, την οποία εξέδωσε σε διαταγή του η ανώνυμη εταιρία «….», πληρωτέα στην τράπεζα Eurobank Ergasias Α.Ε., ε) την υπ’ αριθ. … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 827,17 ευρώ, την οποία εξέδωσε η εταιρία «….», πληρωτέα στην Εθνική Τράπεζα, και στ) την υπ’ αριθ. … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 455 ευρώ, την οποία εξέδωσε η εταιρία «….». Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι με τις παραπάνω επιταγές ικανοποιήθηκε, έστω κατά το αντίστοιχο συνολικό ποσό τους (11.352,17 ευρώ), η θεμελιούμενη στην υποκείμενη σχέση χρηματική αξίωση της ενάγουσας σε βάρος του εναγόμενου, καθώς από την επισκόπηση της λογιστικής κατάστασης, που προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα για τη χρονική περίοδο από 01-01-2015 έως 31-12-2016 (Σχετικό 22), η οποία λαμβάνεται υπόψη ως αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου, κατά την έννοια που δίνει στον όρο αυτό το άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (πρβλ. ΑΠ 2064/2006 ΤΝΠ NOMOS), προκύπτει σε βάρος του εναγόμενου χρεωστικό υπόλοιπο 29.163 ευρώ. Κατά τα λοιπά, ο εναγόμενος δεν εισέφερε ανταποδεικτικά στην παρούσα δίκη οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ικανό να κλονίσει τη δικανική πεποίθηση περί της ύπαρξης περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας, ίσης με το ποσό των επίδικων επιταγών. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η ενάγουσα ζημιώθηκε συνολικά κατά το ποσό των (2.000 + 3.000 + 1.372,31 + 4.832,53 + 2.000 + 1.372,31 + 1.372,31 + 4.865,78 + 4.515,76 =) είκοσι πέντε χιλιάδων τριακοσίων τριάντα ενός (25.331) ευρώ, η δε ζημία της τελεί σε πρόσφορη και αιτιώδη συνάφεια με την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, ως εκδότη των επίδικων επιταγών. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα έχει υποστεί και μη περιουσιακή ζημία και δη ηθική βλάβη από την παραπάνω παράνομη και υπαίτια πράξη του εναγόμενου, καθώς αφενός μεν η μάρτυρας της ενάγουσας με την ένορκη βεβαίωσή της δεν κατέθεσε ο,τιδήποτε σχετικό, αφετέρου δε δεν έγινε επίκληση οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου, από το οποίο να προκύπτει ότι λόγω στέρησης κεφαλαίου ίσου με το συνολικό ποσό των επιταγών η ενάγουσα καθυστέρησε να καλύψει τις υποχρεώσεις της σε τρίτους και κλονίστηκε η εμπορική της φήμη. Σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων τριακοσίων τριάντα ενός (25.331) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από την 09-09-2016, μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, το παρεπόμενο αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την παραπάνω καταψηφιστική της διάταξη πρέπει να γίνει στο σύνολό του δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό, καθώς πρόκειται για αποζημίωση από άδικη πράξη και κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (άρθρο 908 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εξάλλου, ενόψει του ότι το ποσό που επιδικάζεται στην ενάγουσα δεν υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, το αγωγικό αίτημα για την απαγγελία προσωπικής κράτησης του εναγόμενου, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης, καθίσταται απορριπτέο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 2 ΚΠολΔ. Τέλος, ο εναγόμενος πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ανάλογο με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την κρινόμενη αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων τριακοσίων τριάντα ενός (25.331) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από την 09-09-2016, μέχρι την εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την παραπάνω διάταξη προσωρινά εκτελεστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων πενήντα (1.050) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 17-03-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ