Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

  

 

 

Αριθμός απόφασης            1971/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 23η Ιανουαρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία, δυνάμει του από 09-11-2017 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του Διευθυντή της βεβαιώνεται από δικηγόρο, κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παναγιώτης Πατουλιώτης (ΑΜΔΣΑ 25186), ο οποίος προσκόμισε και το υπ’ αριθ. …/2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου … (…), για τον οποίο, δυνάμει του από 31-08-2017 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του βεβαιώνεται από αστυνομική αρχή, κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος του Άννα Κοζώνη (ΑΜΔΣΠ 2924), η οποία προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 03-07-2017 με γενικό αριθμό κατάθεσης 7350/2017 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης 3633/2017 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Πρωτοδικείου την 04-07-2017, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, με την από 11-12-2017 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ, «το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγόμενου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή το διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του στα έξοδα». Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι κριτήριο της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσης της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους. Ο σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής και τούτο ισχύει ιδίως στις περιπτώσεις που ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, είναι άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ίδιου του διαδίκου και ήδη αιτούντος και εν γένει αφερέγγυος. Μόνος ο ισχυρισμός περί έλλειψης περιουσίας στην Ελλάδα χωρίς επίκληση εν γένει αφερεγγυότητας δεν αρκεί για την καταδίκη σε εγγυοδοσία. Εξάλλου, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, όταν απλώς είναι δυσχερής η εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η εκτέλεση πρέπει να γίνει στην αλλοδαπή. Έτσι, για να διαταχθεί εγγυοδοσία πρέπει, κατά την κρίση του δικαστηρίου που δικάζει, η οποία σχηματίζεται από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπ’ όψιν του, να υπάρχει προφανής κίνδυνος για τη μη εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης σ’ αυτά του υπόχρεου διαδίκου στην εγγυοδοσία. Όμως, το βάρος της απόδειξης των προϋποθέσεων της εν λόγω αναβλητικής ένστασης, που εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα, φέρει ο εναγόμενος, ο καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή εκείνος κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ αυτή (ένσταση) είναι βάσιμη αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (Βλ. ΕΠ 60/2015 ΤΝΠ NOMOS).

Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι λόγω της αφερεγγυότητας της αντιδίκου του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα με τις προτάσεις του, υφίσταται προφανής κίνδυνος να μην καταστεί δυνατή η εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα, σε περίπτωση καταδίκης της σ’ αυτά, και για το λόγο αυτό ζητεί να υποχρεωθεί η αντίδικός του σε εγγυοδοσία, με την κατάθεση του ποσού των 668,32 ευρώ στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων εντός της προθεσμίας που θα ορίσει το Δικαστήριο. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα ο ισχυρισμός αυτός, που φέρει το χαρακτήρα δικονομικής αναβλητικής ένστασης, παραδεκτά προτάθηκε με τις προτάσεις του εναγόμενου (άρθρο 263 περ. γ’ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 Ν. 4335/2015). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος ως δικονομικό ζήτημα ερευνάται κατά το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori), είναι ορισμένος και νόμιμος ερειδόμενος στη διάταξη που αναφέρεται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 162, 163, 166 ΚΠολΔ. Ωστόσο, ο εναγόμενος, ο οποίος έχει το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν απέδειξε την ύπαρξη προφανούς κινδύνου αδυναμίας να εκτελεστεί ενδεχόμενη διάταξη με την οποία θα καταδικάζεται η αντίδικός του στα δικαστικά έξοδα. Ειδικότερα, μόνο το γεγονός ότι η ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρία, που έχει συσταθεί κατά το δίκαιο της Λιβερίας, χωρίς να προκύπτει ότι έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, δεν αρκεί ώστε το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε κρίση περί αφερεγγυότητάς της, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι ο εναγόμενος δεν επικαλείται, ούτε άλλωστε αποδεικνύει, ότι προέβη σε σχετική έρευνα της περιουσιακής κατάστασης της αντιδίκου του και ποια είναι τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής. Σε κρίση περί αφερεγγυότητας της ενάγουσας δε δύναται να οδηγηθεί το Δικαστήριο ούτε από το γεγονός ότι στο πλαίσιο άλλης διαφοράς μεταξύ των ίδιων διαδίκων, με αντικείμενο απαίτηση του εναγόμενου στην παρούσα δίκη για οφειλόμενη αμοιβή από παροχή υπηρεσιών στο πλοίο της αντιδίκου του, επήλθε συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, κατόπιν επιβολής απαγόρευσης απόπλου του πλοίου στο λιμένα Mundra. Πρέπει, επομένως, η παραπάνω ένσταση του εναγόμενου να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Με την αγωγή εκτίθεται, κατά την εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, ότι η ενάγουσα είναι κυρία του υπό σημαία Μπαχαμών Φ/Γ πλοίου «…». Ότι δυνάμει της αναφερόμενης στο δικόγραφο σύμβασης ο εναγόμενος ανέλαβε ως επιβλέπων Μηχανικός, αντί αμοιβής, τη συντήρηση και επισκευή των τριών ηλεκτρομηχανών του πλοίου της, της κύριας μηχανής του και την εν γένει εποπτεία σε τεχνικά και μηχανολογικά ζητήματα. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από 14-04-2017 έως 18-04-2017, κατά τη διάρκεια παραμονής του πλοίου στο λιμένα Kandla της Ινδίας, ο εναγόμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα τα αναφερόμενα στο δικόγραφο κινητά πράγματα, ιδιοκτησίας της ενάγουσας, συνολικής αξίας ως scrap (scrap value) 2.400 ευρώ, τα οποία ακολούθως αυτός μεταβίβασε σε τρίτους λόγω πώλησης, χωρίς τη συναίνεση ή την έγκριση της ενάγουσας. Ότι περαιτέρω πριν τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα Κandla της Ινδίας η ενάγουσα είχε αναθέσει στη μη διάδικο εταιρία «…» την έκδοση των αναφερόμενων στο δικόγραφο πιστοποιητικών, καθώς και την παραλαβή των πετρελαιοειδών καταλοίπων από το πλοίο, αντί συνολικής αμοιβής 1.296 δολλαρίων ΗΠΑ. Ότι την 17-04-2017 ο εναγόμενος δεν επέτρεψε στο προσωπικό της ως άνω μη διαδίκου εταιρίας να παραλάβει τα κατάλοιπα, όταν αυτό προσέγγισε για το σκοπό αυτό το πλοίο στο αγκυροβόλιο του λιμένα Kandla, και ότι ακολούθως ο εναγόμενος, με σκοπό πορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους (προμήθειας), ιδιοποιήθηκε παράνομα τα κατάλοιπα του πλοίου και τα παρέδωσε σε τρίτη εταιρία περισυλλογής καταλοίπων, με αντίστοιχη περιουσιακή ωφέλειά της. Ότι εξαιτίας της συμπεριφοράς του εναγόμενου η ενάγουσα υπέστη βλάβη στην εμπορική της φήμη και την επιχειρηματική της πίστη, καθώς εμφανίστηκε αναξιόπιστη έναντι της αντισυμβαλλόμενής της εταιρίας «…» και επηρεάστηκε δυσχερώς η εύρυθμη λειτουργία του πλοίου της. Με βάση το ιστορικό, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, η ενάγουσα ζητεί, με διάταξη που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει: α) το ποσό των 2.400 ευρώ, ως θετική ζημία, και β) το ποσό των 20.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (μετά την αφαίρεση του ποσού των 40 ευρώ, το οποίο επιφυλάσσεται να ζητήσει ως πολιτικώς ενάγουσα ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου), ήτοι το συνολικό ποσό των (2.400 + 20.000 =) 22.400 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά και αρμόδια, καθ’ ύλην και κατά τόπο, εισάγεται για συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία στο παρόν Δικαστήριο, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ, 51 παρ. 1 περ. α’, 2 εδ. β’, 3Α και 3Β περ. δ’ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, καθόσον, με βάση τα ιστορούμενα οι αξιώσεις της ενάγουσας έχουν ως αιτία αδικοπραξία που φέρεται να τέλεσε επί του πλοίου της ο εναγόμενος κατά την εκτέλεση των υπηρεσιών του. Συνεπώς, υφίσταται συντρέχουσα αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, με βάση την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 2 εδ. β’ του Ν. 2172/1993, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο ένατο παρ. 17 του Ν. 4335/2015, απορριπτομένων των αντίθετα υποστηριζόμενων από τον εναγόμενο.  Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στον εναγόμενο εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των τριάντα ημέρων από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 04-07-2017, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε στον εναγόμενο την 21-07-2017 (Βλ. την προσαγόμενη με επίκληση από την ενάγουσα υπ’ αριθ. …/21-07-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αιγίου, …). Εξάλλου, με το αγωγικό δικόγραφο προσδιορίζεται επαρκώς κατά το τυπικό κριτήριο η ταυτότητα της ενάγουσας, με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 118 περ. 3 ΚΠολΔ, χωρίς να επιδρά στο κύρος της αγωγής η μη αναγραφή του φυσικού προσώπου που εκπροσωπεί την ενάγουσα (πρβλ. ΕΑ 761/2016 ΤΝΠ NOMOS, Απαλαγάκη Χ. (- Μπαλογιάννη Ε./Γεωργιάδου Μ.), Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 118, §8, σελ. 414), απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγόμενου.

Ι. Ο Κανονισμός (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» («Ρώμη ΙΙ») εφαρμόζεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πλην της Δανίας) επί ενοχών από ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη ισχύος του, ήτοι από την 11η Ιανουαρίου 2009 και έπειτα (άρθρα 31 και 32), και έχει οικουμενικό χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 3, με την έννοια ότι δύναται να οδηγεί και στην εφαρμογή δικαίου κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του παραπάνω Κανονισμού εισάγεται ως γενικός κανόνας η εφαρμογή του δικαίου της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα (lex loci damni). Παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν εισάγει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία «αν ο φερόμενος ως υπαίτιος και ο ζημιωθείς έχουν, κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας, τη συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής». Ως «συνήθης διαμονή εταιριών ή άλλων ενώσεων ή νομικών προσώπων», με βάση τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 εδ. α’, νοείται «ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η κεντρική τους διοίκηση», όταν όμως «το ζημιογόνο γεγονός ή η ίδια η ζημία επέρχεται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων υποκαταστήματος, αντιπροσωπείας ή οποιασδήποτε άλλης εγκατάστασης, ως συνήθης διαμονή νοείται ο τόπος στον οποίο βρίσκεται το υποκατάστημα, η αντιπροσωπεία ή η οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση», σύμφωνα με το εδάφιο β’ της ίδιας παραγράφου. Περαιτέρω, με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 4 του Κανονισμού εισάγεται ρήτρα διαφυγής, καθώς ορίζεται ότι «εάν, από το σύνολο των περιστάσεων, συνάγεται ότι η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 ή 2, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. Ο προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα μπορεί να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση, η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία». Περαιτέρω, με το άρθρο 15 ορίζονται ενδεικτικά τα ζητήματα που διέπονται από το εφαρμοστέο με βάση τον Κανονισμό δίκαιο. Με βάση λοιπόν το άρθρο αυτό το εφαρμοστέο δίκαιο διέπει –μεταξύ άλλων- τη βάση και την έκταση της ευθύνης (περίπτωση α’). Έτσι, κατά το εφαρμοστέο κατά τον Κανονισμό δίκαιο κρίνονται –μεταξύ άλλων- τα θέματα του ζημιογόνου γεγονότος, του άδικου χαρακτήρα του, της ικανότητας προς αδικοπραξία, καθώς και οι προϋποθέσεις της ευθύνης, περιλαμβανομένης της υπαιτιότητας, του παρανόμου και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και ζημίας. Επίσης, κατά το εφαρμοστέο σύμφωνα με τον Κανονισμό δίκαιο κρίνονται οι λόγοι αποκλεισμού ή απαλλαγής από την ευθύνη, καθώς και κάθε περιορισμός και καταμερισμός της ευθύνης (περίπτωση β’). Στο πλαίσιο αυτό, κατά το εφαρμοστέο δίκαιο κρίνονται η απαλλαγή ή ο περιορισμός της ευθύνης λόγω άμυνας, κατάστασης ανάγκης, συντρέχοντος πταίσματος, απώλειας του πλουτισμού, καθώς και οι συνέπειες της πρόκλησης ζημίας από περισσότερους. Επιπλέον, κατά το εφαρμοστέο κατά τον Κανονισμό δίκαιο κρίνονται η ύπαρξη, ο χαρακτήρας και η αποτίμηση των ζημιών ή της επιδιωκόμενης αποκατάστασης της ζημίας (περίπτωση γ’). Έτσι, κατά το εφαρμοστέο δίκαιο κρίνονται –μεταξύ άλλων- το αν η αποζημίωση είναι χρηματική ή in natura, το κατά πόσο και σε ποιο μέτρο αποκαθίσταται η μη περιουσιακή ζημία, το αν η αποζημίωση περιορίζεται στην αποκατάσταση της ζημίας ή έχει και κυρωτικό χαρακτήρα (Βλ. Γεωργιάδη Α., Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα (-Μεταλληνός), άρθρο 26, παρ. 15-16, 38-41, Βρέλλη Σπ., Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γ’ έκδοση, σελ. 252-255, 264-266). ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 337 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη το δίκαιο που ισχύει σε αλλοδαπή πολιτεία, τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη και, αν δεν τα γνωρίζει, μπορεί να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει όποιο μέσο κρίνει κατάλληλο χωρίς να περιορίζεται στις αποδείξεις που προσάγουν οι διάδικοι», συνάγεται ότι όταν το δικαστήριο σε εφαρμογή των ορισμών του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου διαπιστώνει ότι για τη ρύθμιση της κρινόμενης έννομης σχέσης πρέπει να εφαρμοστεί αλλοδαπό δίκαιο, οφείλει, αν δεν το γνωρίζει, να το πληροφορηθεί, χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο, κατά την κρίση του μέσο, έχοντας το δικαίωμα να διατάξει και απόδειξη χωρίς να δεσμεύεται από τους διαδικαστικούς ή λοιπούς τύπους της αποδεικτικής διαδικασίας (Βλ. ΑΠ 131/2012 ΤΝΠ NOMOS).

Στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, και, επομένως, τίθεται ζήτημα ουσιαστικού εφαρμοστέου δικαίου. Αναφορικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα διώκει να θεμελιώσει τις αγωγικές αξιώσεις της σε αδικοπραξία και, με βάση τα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο, η ζημία της από τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις του εναγόμενου επήλθε στο λιμένα Κandla της Ινδίας. Επομένως, το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την ένδικη διαφορά είναι το δίκαιο της Ινδίας, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία (lex loci damni), με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3, 4 παρ. 1, 15, 31, 32 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», με την επισήμανση ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 2 του προαναφερόμενου άρθρου 4, που εισάγει παρέκκλιση από το γενικό κανόνα της lex loci damni, διότι δεν προκύπτει ότι οι διάδικοι έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, όπως η έννοια της συνήθους διαμονής, αναφορικά με τα νομικά πρόσωπα, ορίζεται στο άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού. Σημειώνεται επίσης ότι από το σύνολο των εκτιθέμενων περιστάσεων δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι υφίσταται προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα, ώστε να εφαρμοστεί το δίκαιο της χώρας αυτής, με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του παραπάνω Κανονισμού, που εισάγει ρήτρα διαφυγής από το γενικό κανόνα της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η παραδεκτά προβληθείσα από τον εναγόμενο ένσταση περί εφαρμογής στην ένδικη υπόθεση του δικαίου της Ινδίας είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις που προπαρατέθηκαν και αποδεικνύεται και ουσιαστικά βάσιμη.

Με τα δεδομένα αυτά, με βάση το ουσιαστικό δίκαιο της Ινδίας θα κριθούν τα ζητήματα αφενός της υπαιτιότητας, του παράνομου χαρακτήρα των πράξεων και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των ζημιογόνων γεγονότων και της επελθούσας ζημίας, αφετέρου το αν η αποζημίωση είναι χρηματική ή in natura, καθώς και το κατά πόσο και σε ποιο μέτρο αποκαθίσταται η μη περιουσιακή ζημία που κατά τα εκτιθέμενα υπέστη η ενάγουσα. Το παρόν Δικαστήριο αγνοεί τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου της Ινδίας σε σχέση με τις αδικοπραξίες και δεν μπορεί να πληροφορηθεί την ύπαρξη και το περιεχόμενο των σχετικών διατάξεων του εν λόγω δικαίου μόνο από την επισκόπηση της προσαγόμενης με επίκληση από την ενάγουσα, με την προσθήκη στις προτάσεις της, υπ’ αριθ. 665/2011 απόφασης του Αρείου Πάγου, που είναι δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ενόψει μάλιστα και του ότι το περιεχόμενο του ουσιαστικού δικαίου της Ινδίας, που διαλαμβάνεται σ΄αυτή, δεν περιέχει ο,τιδήποτε σχετικό με το εάν με το εν λόγω δίκαιο προβλέπεται ή όχι η αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας που έχει υποστεί νομικό πρόσωπο εξαιτίας της προσβολής της εμπορικής του φήμης και επαγγελματικής πίστης. Συντρέχει, συνεπώς, νόμιμη περίπτωση, πριν από την περαιτέρω έρευνα της αγωγής, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 254 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκειμένου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 337 του ίδιου Κώδικα, να προσκομιστεί, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, έγγραφο υπό τη μορφή της νομικής πληροφορίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ή γνωμοδότηση νομομαθών, σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο των κανόνων του δικαίου της Ινδίας, που ρυθμίζουν τα ζητήματα της αδικοπραξίας. Ειδικότερα, πρέπει να διευκρινιστούν τα ακόλουθα: α) πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις αποκτάται η κατοχή επί ξένου κινητού πράγματος, β) ποια είναι τα στοιχεία της ιδιοποίησης από τον κάτοχο ξένου πράγματος και πως εκδηλώνεται η πρόθεση του κατόχου ξένου πράγματος για την ιδιοποίηση ξένου πράγματος, γ) υπό ποιες προϋποθέσεις είναι παράνομη η ιδιοποίηση ξένου πράγματος, δ) εάν και σε ποιο μέτρο προβλέπεται αποζημίωση για θετική ζημία που έχει υποστεί ο παθών εξαιτίας της παράνομης ιδιοποίησης κινητού πράγματος, ιδιοκτησίας του, από τον κάτοχο του πράγματος, ε) εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις προβλέπεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης σε νομικό πρόσωπο που έχει υποστεί προσβολή της εμπορικής του φήμης και της επαγγελματικής του πίστης. Διάταξη για δικαστική δαπάνη δεν θα περιληφθεί στην παρούσα απόφαση, διότι αυτή δεν είναι οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομιστεί, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, έγγραφο υπό τη μορφή της νομικής πληροφορίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ή γνωμοδότηση νομομαθών, σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο των κανόνων του δικαίου της Ινδίας, που ρυθμίζουν την ευθύνη από αδικοπραξία, και ειδικότερα να διευκρινιστούν τα ακόλουθα: α) πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις αποκτάται η κατοχή επί ξένου κινητού πράγματος, β) ποια είναι τα στοιχεία της ιδιοποίησης από τον κάτοχο ξένου πράγματος και πως εκδηλώνεται η πρόθεση του κατόχου για την ιδιοποίηση ξένου πράγματος, γ) υπό ποιες προϋποθέσεις είναι παράνομη η ιδιοποίηση ξένου πράγματος, δ) εάν και σε ποιο μέτρο προβλέπεται αποζημίωση για θετική ζημία που έχει υποστεί ο παθών εξαιτίας της παράνομης ιδιοποίησης κινητού πράγματος, ιδιοκτησίας του, από τον κάτοχο του πράγματος, ε) εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις προβλέπεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης σε νομικό πρόσωπο που έχει υποστεί προσβολή της εμπορικής του φήμης και της επαγγελματικής του πίστης.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 24-04-2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ