Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

  

 

Αριθμός απόφασης            2655/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 23η Ιανουαρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «….», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/18-10-2017 πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Παναγιώτας Χρονοπούλου, κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αλέξανδρος Ελευθερίου (ΑΜΔΣΑ 16854), ο οποίος προσκόμισε και το υπ’ αριθ. …/2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει κατά το καταστατικό της στις …, πραγματικά στο …, και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία, δυνάμει του από 18-10-2017 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του Μοναδικού Διευθυντή της βεβαιώθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Ζούρος (ΑΜΔΣΠ 2860), ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 09-06-2017 με γενικό αριθμό κατάθεσης 6222/2017 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης 3028/2017 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Πρωτοδικείου την 09-06-2017, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, με την από 11-12-2017 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 25 εδ. β’ ΑΚ και 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), ο οποίος, με βάση το άρθρο 2, έχει οικουμενική εφαρμογή, με την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει και στην εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους, που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνάγεται ότι το εάν ο αποκτών από άλλον περιουσία ή επιχείρηση ως σύνολο καθίσταται συνυπόχρεος με τον μεταβιβάζοντα για χρέη της περιουσίας ή της επιχείρησης, διέπεται, ως ενοχική σχέση εκ του νόμου, από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα και αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, οι οποίες συνεκτιμώνται ανάλογα με τη στενότητα ή χαλαρότητα προς την έννομη σχέση. Μεταξύ των συνδετικών στοιχείων που συγκροτούν τις ειδικές συνθήκες περιλαμβάνονται ο τόπος κατάρτισης και εκτέλεσης της σύμβασης, ο τόπος της επαγγελματικής δραστηριότητας των συμβληθέντων και προκειμένου περί νομικών προσώπων η πραγματική έδρα τους, έστω και αν είναι διάφορη της καταστατικής. Η ως άνω ενοχική σχέση (ευθύνη) εκ του νόμου δεν διέπεται από το δίκαιο με βάση το οποίο κρίνεται η τυχόν υφιστάμενη υποσχετική σύμβαση περί μεταβίβασης της περιουσίας ή επιχείρησης (λ.χ. πώληση), που είναι κατ’ αρχήν, με βάση το άρθρο 3 του παραπάνω αναφερόμενου Κανονισμού το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (πρβλ. υπό τις αντίστοιχες διατάξεις της Σύμβασης Ρώμης 1980 ΑΠ 1908/2008 ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 676/2013 ΕΝΔ 2013.409, ΕΠ 23/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.715). ΙΙ. Με τις διατάξεις των εδαφίων α’ και β’ του άρθρου 479 ΑΚ, που ορίζουν ότι: «Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει», εισάγεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών, κατά την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ, και δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, απ’ αυτούς δε τους δύο, ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων κατά το χρόνο της μεταβίβασης (Βλ. ΑΠ 1948/2008, ΕΠ 545/2015 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Ο εν λόγω περιορισμός της ευθύνης του αποκτώντος επέρχεται κατόπιν ένστασης αυτού, και δεν αποτελεί στοιχείο της κατ’ αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών αντικειμένων (Βλ. ΑΠ 318/2008 ΕλλΔνη 2009.482). Για τη δημιουργία, όμως, της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν απ’ αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε σε γνώση ότι του μεταβιβάστηκε όλη η περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (Βλ. ΑΠ 451/2012, ΑΠ 910/2010, 909/2010, ΑΠ 1384/2005, ΕΠ 545/2015, ΕΠ 94/2011, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην περίπτωση κατά την οποία μεταβιβάστηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει απ’ αυτήν την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (Βλ. ΑΠ 829/2003, ΑΠ 591/2002, ΕΠ 726/2010, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Ως «επιχείρηση» η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (Βλ. ΑΠ 1129/1983 ΝοΒ 32.667, ΕΠ 545/2015, ό.π., ΕΠ 372/2014, ΕΠ 207/2011, ΕΠ 726/2010, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος της εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (Βλ. ΕΠ 726/2010, ό.π., με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται αυτός να γνώριζε την ύπαρξη των χρεών, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης (Βλ. ΑΠ 909/2010 ΤΝΠ NOMOS, ΑΠ 1948/2008, ό.π.), αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γέννησής τους να έχει προηγηθεί της μεταβίβασης, ακόμη και αν αυτά κατέστησαν μεταγενέστερα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (Βλ. ΑΠ 1154/1998 ΕλλΔνη 1998.1572, ΕΠ 545/2015, ό.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι δυνάμει της από 31-08-2016 σύμβασης, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία «….», η πρώτη ανέλαβε να εκτελέσει τις περιγραφόμενες στο δικόγραφο εργασίες επιθεώρησης και επισκευής της κύριας μηχανής του υπό σημαία Παναμά και με ΔΔΣ … πλοίου «…», πλοιοκτησίας -κατά τον παραπάνω  χρόνο- της μη διαδίκου εταιρίας, στο λιμένα Kingston της Τζαμάικα, αντί χρονικής αμοιβής, που συμφωνήθηκε σε 38 ευρώ ανά ώρα εργασίας για κάθε τεχνικό, και σε 19 ευρώ ανά ώρα ταξιδιού για κάθε τεχνικό, με ελάχιστο ημερήσιο κόστος ανά τεχνικό 280 ευρώ την ημέρα, πλέον των εξόδων του ταξιδιού. Ότι το έργο εκτελέστηκε και παραδόθηκε την 02-10-2016, και η μη διάδικος εταιρία εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα τη συμφωνηθείσα αμοιβή της, που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 32.712 ευρώ. Ότι το Φεβρουάριο του έτους 2017 η μη διάδικος εταιρία μεταβίβασε στην εναγόμενη λόγω πώλησης το παραπάνω πλοίο, το οποίο ήδη είναι νηολογημένο υπό ελληνική σημαία και υπό το όνομα «…» στο νηολόγιο ….., με Αριθμό Νηολογίου …. Ότι το ως άνω πλοίο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της μη διαδίκου εταιρίας και το γεγονός αυτό ήταν γνωστό στην εναγόμενη κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Με βάση το ιστορικό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, η ενάγουσα ζητεί, με διάταξη που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 32.712 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, η ενάγουσα ζητεί να καταδικασθεί η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα η αγωγή, με την οποία εισάγεται προς διάγνωση διαφορά από ιδιωτική έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται για συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία στο παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9 εδ. α’, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2 εδ. α’, 3Α και 3Β περ. β’ και ιγ’ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), λόγω της πραγματικής έδρας της εναγόμενης στην ημεδαπή και συγκεκριμένα στο …, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από την τελευταία. Συνακόλουθα δε το Δικαστήριο τούτο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκείμενης υπόθεσης, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 63 παρ. 1 περ. β’ και γ’, 66 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», με την επισήμανση ότι η εναγόμενη δεν αμφισβητεί τη διεθνή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, θεμελιούμενης με τον τρόπο αυτό και σιωπηρής παρέκτασης, με βάση το άρθρο 26 του παραπάνω Κανονισμού (Βλ. Νίκα Ν./Σαχπεκίδου Ε., Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, άρθρο 26, αριθ. 1 – 14, σελ. 428 – 430). Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 09-06-2017, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε στην εναγόμενη την 26-06-2017 (Βλ. την υπ’ αριθ. …/26-06-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …). Εξάλλου, η αγωγή είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέο. Ειδικότερα, αναφορικά με την αξίωση της ενάγουσας για αμοιβή από σύμβαση έργου, την ικανοποίηση της οποίας διώκει στρεφόμενη κατά της εναγόμενης για το λόγο ότι απέκτησε ως επιχείρηση το αναφερόμενο στο δικόγραφο πλοίο, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο είναι εφαρμοστέο, ελλείψει επιλογής από τους συμβαλλόμενους στη σύμβαση έργου, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 και 19 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), ως το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος που οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης -εν προκειμένω η ενάγουσα-, έχει τη συνήθη διαμονή της, ήτοι τον τόπο της κεντρικής της διοίκησης. Περαιτέρω, αναφορικά με την ευθύνη της εναγόμενης για την ικανοποίηση της αξίωσης της ενάγουσας για το λόγο ότι απέκτησε το αναφερόμενο στο δικόγραφο πλοίο εφαρμοστέο είναι επίσης το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται στην πρώτη νομική σκέψη που παρατέθηκε παραπάνω, ως το δίκαιο της χώρας με την οποία η σύμβαση συνδέεται προδήλως στενότερα, λόγω του ότι η κεντρική διοίκηση της εναγόμενης ευρίσκεται στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα, στο …, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από την τελευταία. Σε κάθε δε περίπτωση, η εναγόμενη δεν αντιλέγει στην εφαρμογή της αντίστοιχης διάταξης του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 479 ΑΚ), την οποία επικαλείται η ενάγουσα με το αγωγικό δικόγραφο και τις προτάσεις της. Με βάση, λοιπόν, το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 479, 481, 681, 694 ΑΚ, καθώς και σ’ εκείνες των άρθρων 346 AK, 176, 908 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι οποίες, ως δικονομικού περιεχομένου, είναι εφαρμοστέες ως lex fori (Ως προς το ότι οι τόκοι επιδικίας κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori) πρβλ. ΕΠ 342/2007 ΤΝΠ NOMOS). Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το αντικείμενό της καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (Βλ. το υπ’ αριθ. … e – παράβολο, σε συνδυασμό με το από 31-10-2017 παραστατικό πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος).

Ι. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 479 ΑΚ, ο αποκτών περιουσία ή επιχείρηση καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, το οποίο περιέρχεται σ’ αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβίβασης, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενό του εκ του ότι μετά τη μεταβίβαση η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορεί να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά για τον έναν απ’ αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483 έως 486 ΑΚ (Βλ. ΑΠ 776/2003 ΕλλΔνη 2005.163, ΕΠ 545/2015, ό.π., ΕΠ 207/2011, ό.π.). Ειδικότερα, το χρέος του νέου οφειλέτη στη γέννηση του εξαρτάται από το χρέος του αρχικού οφειλέτη, όμως στην παραπέρα εξέλιξη του γίνεται ανεξάρτητο. Οι ενοχές των δύο παραπάνω συνοφειλετών είναι αυτοτελείς ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξη τους και κάθε μία υπόκειται σε γεγονότα υποκειμενικά, δηλαδή εκείνα που ενεργούν μόνο σε βάρος του συνοφειλέτη στο πρόσωπο του οποίου επήλθαν (άρθρο 486 ΑΚ), αλλά και σε γεγονότα αντικειμενικά, δηλαδή εκείνα που ενεργούν προς όφελος όλων των συνοφειλετών, έστω και αν επήλθαν στο πρόσωπο ενός μόνο απ’ αυτούς (άρθρα 483 έως 485 ΑΚ). Από τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις  διατάξεις των άρθρων 473 παρ. 1 και 474 ΑΚ, συνάγεται ότι αυτός που απέκτησε περιουσία ή επιχείρηση έχει όλες τις ενστάσεις που απορρέουν από τη σχέση μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του δανειστή, οι οποίες είχαν γεννηθεί και μπορούσαν να προταθούν από τον παλαιό οφειλέτη (μεταβιβάζοντα) εναντίον του δανειστή κατά το χρόνο της μεταβίβασης, όχι όμως και τις ενστάσεις από τη μεταξύ αυτού και του μεταβιβάζοντος σχέση. Ενώ, για τις μετά τη μεταβίβαση ενστάσεις ισχύουν οι γενικές διατάξεις των άρθρων 483 έως 486 ΑΚ, που εφαρμόζονται στην παθητική εις ολόκληρον ενοχή (πρβλ. ΕΑ 1842/2011 ΤΝΠ NOMOS, EΠ 839/2004 ΔΕΕ 2005.69). ΙΙ. Aπό τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 249 εδ. α’ ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «Αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της δίκης εωσότου περαιωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα ή άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί», συνάγεται ότι, όταν δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας, και όταν ακόμη η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης που κρίνεται από άλλο πολιτικό δικαστήριο, η αναβολή ή όχι της εκδίκασης της ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας εκκρεμούς διαφοράς εναπόκειται στην κυριαρχική του εξουσία (Βλ. ΑΠ 194/2017 ΤΝΠ NOMOS). Από τη διατύπωση και την έννοια της παραπάνω διάταξης προκύπτει ότι αυτή έχει θεσπισθεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και για το σκοπό εναρμόνισης της δικαστικής κρίσης με το ίδιο ζήτημα ή από άλλο λόγο που αφορά την ορθή εκτίμηση της διαφοράς (πρβλ. ΕΑ 5574/2004 ΕλλΔνη 2007.545).

Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη συνομολογεί ότι είναι πλοιοκτήτρια του αναφερόμενου στο αγωγικό δικόγραφο πλοίου, το οποίο απέκτησε με αγορά από τη μη διάδικο εταιρία «….». Κατά τα λοιπά, αμυνόμενη κατά της αγωγής, ισχυρίζεται ότι η αξίωση της αντιδίκου της για αμοιβή από σύμβαση έργου, την ικανοποίηση της οποίας διώκει στρεφόμενη σε βάρος της, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 479 ΑΚ, έχει αποσβεσθεί λόγω συμψηφισμού που πρότεινε η μη διάδικος – μεταβιβάζουσα σ’ αυτήν το πλοίο εταιρία, με την από 10-07-2017 και με αριθμό κατάθεσης 7738/1425/2017 αίτησή της στρεφόμενη σε βάρος της ενάγουσας στην παρούσα δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα με το αγωγικό δικόγραφο. Επίσης, η εναγόμενη εκθέτει ότι η εταιρία «….» έχει εγείρει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τμήμα ναυτικών διαφορών) κατά της ενάγουσας στην παρούσα δίκη την από 16-10-2017 και με αριθμό κατάθεσης 10941/5402/2017 αγωγή, με την οποία ζητείται: α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα τα αναφερόμενα στο δικόγραφο ποσά, ως αποζημίωση λόγω πλημμελούς εκτέλεσης του ανατεθέντος σ’ αυτήν έργου, και β) ν’ αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα δεν οφείλει αμοιβή στην εναγόμενη για το έργο που εκτέλεσε επί του πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 09-09-2016 έως και 02-10-2016.

Από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 30-01-2017 έγγραφης σύμβασης πώλησης (bill of sale) η μη διάδικος στην παρούσα δίκη εταιρία «….» μεταβίβασε στην εναγόμενη στην εδώ δίκη το υπό σημαία Παναμά πλοίο «…», το οποίο ήδη είναι νηολογημένο υπό ελληνική σημαία και υπό το όνομα «…» στο νηολόγιο Πειραιά, με Αριθμό Νηολογίου …. Με την από 10-07-2017 (με Γ.Α.Κ. 7738/2017 και με Ε.Α.Κ. 1425/2017) αίτηση της μεταβιβάζουσας το πλοίο εταιρίας στρεφόμενη σε βάρος της ενάγουσας στην εδώ δίκη, που απευθύνεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η αιτούσα εκθέτει ότι διατηρεί σε βάρος της καθ’ ης η αίτηση απαίτηση ποσού 184.331,60 δολλαρίων ΗΠΑ και 101.780,95 ευρώ, ως αποζημίωση εξαιτίας της πλημμελούς εκτέλεσης του έργου στη μηχανή του παραπάνω αναφερόμενου πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 09-09-2016 έως 02-10-2016. Με το παραπάνω δικόγραφο, που επιδόθηκε στην καθ’ ης η αίτηση την 12-07-2017 (Βλ. την υπ’ αριθ. …/12-07-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς …) η αιτούσα πρότεινε σε συμψηφισμό την απαίτησή της με την απαίτηση της αντιδίκου της, ποσού 32.712 ευρώ, ως αμοιβή από τη σύμβαση έργου, και ζήτησε να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης μέχρι του ποσού των 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ, για την εξασφάλιση της απαίτησής της. Περαιτέρω, η ίδια μη διάδικος εταιρία ήγειρε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία – τμήμα ναυτικών διαφορών) κατά της ενάγουσας στην παρούσα δίκη την από 16-10-2017 (με Γ.Α.Κ. 10941/2017 και με Ε.Α.Κ. 5402/2017) αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην τελευταία την 18-10-2017 (Βλ. την υπ’ αριθ. …/18-10-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς …) και εκκρεμεί στο παραπάνω Δικαστήριο. Με την παραπάνω αγωγή η ενάγουσα εκθέτει αφενός ότι η μηχανή του πλοίου υπέστη βλάβη εξαιτίας της πλημμελούς εκτέλεσης του έργου από την αντίδικό της, για την αποκατάσταση της οποίας δαπάνησε συνολικά το ποσό των 184.331,60 δολλαρίων ΗΠΑ και 101.780,95 ευρώ, κατά τα εκτιθέμενα με το αγωγικό δικόγραφο, αφετέρου ότι πρότεινε σε συμψηφισμό την απαίτησή της με ανταπαίτηση της αντιδίκου της από αμοιβή, ποσού 32.712 ευρώ, και ζητεί: α) να υποχρεωθεί η αντίδικός της να της καταβάλει το ποσό των (101.780,95 – 32.712 =)69.068,95 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ των 184.331 δολλαρίων ΗΠΑ, κατά τα ειδικότερα αιτούμενα με το αιτητικό, ως προς το χρόνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, και β) να αναγνωριστεί ότι η ίδια δεν ενέχεται έναντι της αντιδίκου της στην καταβολή οποιουδήποτε ποσού σε σχέση με τις εργασίες επισκευής στο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 09-09-2016 μέχρι και 02-10-2016. Κατόπιν τούτων, ενόψει του ισχυρισμού που πρόβαλε η εναγόμενη στην παρούσα δίκη με τις προτάσεις της περί απόσβεσης της ένδικης απαίτησης λόγω συμψηφισμού, ο οποίος (ισχυρισμός) εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 483 παρ. 1 ΑΚ, σύμφωνα με την πρώτη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, κρίνεται ότι πρέπει ν’ αναβληθεί η συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 16-10-2017 (με Γ.Α.Κ. 10941/2017 και με Ε.Α.Κ. 5402/2017) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία – τμήμα ναυτικών διαφορών) της «….» κατά της ενάγουσας στην παρούσα δίκη, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων από την παράλληλη πρόοδο και εξέτασή τους και για την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης, κατά παραδοχή και της σχετικής αίτησης που πρόβαλε η εναγόμενη με τις προτάσεις της. Διάταξη για δικαστικά έξοδα δεν περιλαμβάνεται, διότι η απόφαση δεν είναι οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση της αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 16-10-2017 (με Γ.Α.Κ. 10941/2017 και με Ε.Α.Κ. 5402/2017) αγωγής, που απευθύνεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (τμήμα ναυτικών διαφορών).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 11-06-2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ