Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :  4149 /2015

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO

ΠΕΙΡΑΙΑ

Ειδική Διαδικασία Εκδίκασης Διαφορών κατά τις Διατάξεις των Άρθρων 663επ. ΚΠολΔ.

 

Συγκροτούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Τελωνιάτη Πρωτοδίκη που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του την 05η Μαΐου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέα Αθανασίας Πουλοπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : …, κατοίκου … ο οποίος παρέστη διά τηςπληρεξουσίας του δικηγόρου Ουρανίας Σαμπροβαλάκη.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ –ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα …….. και διατηρούσας γραφεία στον …, νομίμως εκπροσωπουμένης, και 2) Της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα ……. και διατηρούσας γραφεία στον …, νομίμως εκπροσωπουμένης, οι οποίες παρέστησαν διά της πληρεξουσίας τους δικηγόρου Ευαγγελίας Παπαντωνοπούλου.

Οκαλών – ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η με ΓΑΚ 1016/2015αγωγή του με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 528/2016, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, το πρώτον, τη δικάσιμο της 19.3.2015, αναβληθείσα για τη δικάσιμο που ανωτέρω αναφέρεται, κατά την οποία και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οιπληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Α. Κατά το άρθρο 1 § 1 του ΑΝ 3276 της 26/27 Ιουνίου 1944 (ΦΕΚ Α’ 24) «περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στο Κάιρο από την Ελληνική Κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της εχθρικής κατοχής και αναδημοσιεύτηκε στην Ελλάδα στις 6 Ιουλίου 1945 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος Α’ φύλλο 172), μπορεί να συνάπτονται συλλογικές συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θάλασσας από τις κρινόμενες ελεύθερα από τον Υπουργό της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερο αντιπροσωπευτικές, οι οποίες θα καθορίζουν το μισθό, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευση, καθώς και κάθε φύσης πρόσθετες αμοιβές από τη σύμβαση ναυτολόγησης, που ο εργάτης της θάλασσας θα δικαιούται ανάλογα με το βαθμό, την ειδικότητα και την κατηγορία στην οποία ανήκει το πλοίο. Περαιτέρω, το άρθρο 5 § 1 του ίδιου ΑΝ ορίζει ότι συλλογικές συμβάσεις που συνήφθησαν, σύμφωνα με τους ορισμούς αυτού του νόμου, εφόσον ήθελαν κυρωθεί με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυρές και δεσμεύουν κατά τη χρονική διάρκεια που αναφέρεται σ’ αυτές και οποιεσδήποτε τυχόν άλλες υφιστάμενες εργοδοτικές ή εργατικές ενώσεις καθώς και όλους γενικά τους Έλληνες πλοιοκτήτες και εργάτες της θάλασσας, πληρώματα πλοίων, τα οποία ανήκουν στην κατηγορία η οποία προβλέφθηκε από τη συλλογική σύμβαση. Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας, οι οποίες συνήφθησαν, κατά τους ορισμούς του νόμου, μεταξύ των οργανώσεων εκείνων, τις οποίες ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας έκρινε ελεύθερα ως περισσότερο αντιπροσωπευτικές, εφόσον κυρώθηκαν με απόφαση του Υπουργού αυτού, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αποκτούν χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξης και θέτουν κανόνα δικαίου που δεσμεύει όχι μόνο τις συμβληθείσες οργανώσεις και τα μέλη τους, αλλά και όλες τις τυχόν υφιστάμενες μη συμβληθείσες και τα μέλη τους, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αφορούν πλοία τα οποία ανήκουν στην ίδια κατηγορία η οποία προβλέφθηκε από τη συλλογική σύμβαση (φορτηγά, επιβατηγό κλπ.) (οράτεΕφΠειραιά 498/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).β. Η αγωγή του μισθωτού κατά του εργοδότη για δεδουλευμένους μισθούς ή άλλες παροχές, από την έγκυρη σύμβαση εργασίας, έχει νομικό έρεισμα τα άρθρα 648 και 649 ΑΚ και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων ή άλλων διατάξεων που εξομοιώνονται προς αυτές, οι όροι των οποίων γίνονται και όροι της ατομικής σύμβασης.γ.Περαιτέρω,η κλασσική μορφή σύνδεσης η οποία αποτελεί και τη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων εμφάνισης ομίλων επιχειρήσεων στην ελληνική πρακτική, είναι αυτή που δημιουργείται με τη συμμετοχή μίας εταιρείας (μητρική) σε άλλη (θυγατρική) ή και άλλες (αδελφές). Αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε με την ίδρυση θυγατρικής εταιρείας και ανάληψη των μετοχών της από τη μητρική (έναντι καταβολής μετρητών ή με εισφορά κλάδου της) είτε με απόκτηση του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών μίας ήδη υφιστάμενης εταιρείας από την άλλη(οράτεΝικ. Κ. Ρόκα Εμπορικές Εταιρείες 7η έκδοση σ. 611-612επ.). Αρρύθμιστο στο ελληνικό δίκαιο παραμένει το βασικό ζήτημα που δημιουργείται με τη σύνδεση επιχειρήσεων, δηλαδή το ζήτημα της ευθύνης της εξουσιάζουσας εταιρείας. Ως ευθύνη της εξουσιάζουσας νοείται τόσο η εσωτερική της ευθύνη έναντι των μετόχων της μειοψηφίας (εφόσον η συμμετοχή της στη θυγατρική δεν καλύπτει το 100%) όσο και η εξωτερική ευθύνη, δηλαδή η ευθύνη έναντι των εταιρικών δανειστών. Λόγω της έλλειψης ειδικών διατάξεων, η αποδοχή της ευθύνης δεν μπορεί να είναι ειδική, εταιρικού δικαίου, ευθύνη (όπως π.χ. στο γερμανικό δίκαιο) αλλά η θεμελίωσή της θα πρέπει, κατά βάση, να αναζητηθεί στις ίδιες διατάξεις περί ευθύνης οι οποίες γίνεται δεκτό ότι εφαρμόζονται σε περίπτωση κυριάρχησης εταιρείας από μέτοχο που δεν ασκεί επιχείρηση. Συμπληρωματικά λεκτέα τα κάτωθι : α) Μόνο το γεγονός της ομιλοποίησης δεν είναι στοιχείο δημιουργικό ευθύνης της εξουσιάζουσας εταιρείας (έστω και αν από τη σκοπιά των συναλλασσομένων και των πιστωτών ο όμιλος αποτελεί μία ενότητα). Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε κατάλυση βασικών θεσμών στους οποίους βασίζεται η σύγχρονη οικονομία, όπως η αρχή της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων και η αρχή της έλλειψης ευθύνης των μετόχων ή εταίρων κεφαλαιουχικών εταιρειών. β)…. γ) Για την εξεύρεση νομικής βάσης για τη θεμελίωση της προστασίας των δανειστών της θυγατρικής εταιρείας, υπάρχουν οι εξής δυνατότητες. Κατ’ αρχήν, η ύπαρξη ομίλου είναι μία από τις περιπτώσεις που γίνεται δεκτή η κάμψη της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου. Μία δε από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η νομολογία δέχεται ότι η επίκληση της αυτοτέλειας θυγατρικής εταιρείας μπορεί να είναι καταχρηστική αφορά στις εργασιακές σχέσεις (οράτεΝικ. Κ. Ρόκα Εμπορικές Εταιρείες 7η έκδοση σ. 616 επ.). δ.Παράλληλα, κατά τη διάταξη του άρθρου 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρου 61 του ΑΚ, να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρου 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως, νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ` αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική, λοιπόν, προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι, συνεπώς, το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρου 83 § 2 του Κ.Ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 § 1 και 12 §§ 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνο πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (οράτεΟλΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή ΕΠΕ, οράτε άρθρο 1 § 3 Κ.Ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 3604/2007, 41 § 2 Ν. 959/1979, 43α Ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του ΠΔ 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά,επίσης, καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία.  Συνεπώς, δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι` αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά, κατά την παραπάνω έννοια, ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ` αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση, κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι, στην πραγματικότητα, πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ` άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρο 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλεισθεί η ευθύνη της εταιρείας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον απ` αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται όμως γι` αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα μπορούν να επικαλεσθούν τη μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρεία στο βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως από το μέτοχο αυτό ή εταίρο στην εταιρεία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερομένου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό εντάσσεται και αξιολογείται και η συνηθισμένη στη ναυτιλία επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρείες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισής τους σε άλλη εταιρεία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ` αυτό τον τρόπο, τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκησή τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει από μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στον επιχειρηματία, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Αντίθετα ο επιχειρηματίας θα είναι και εφοπλιστής κατά την έννοια του άρθρου 105 του ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρείες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (οράτεΟλΑΠ 2/2013 ΕλλΔνη 2013 σ. 981). Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι το αποκρυπτόμενο πρόσωπο μπορεί να είναι και νομικό και ότι, ανεξάρτητα από αυτή, συμβατική ευθύνη της μητρικής εταιρείας είναι δυνατό να θεμελιωθεί, γενικά, τόσο στη διάταξη του άρθρου 723 ΑΚ, όταν η θυγατρική εταιρεία λειτουργεί ως εντολοδόχος της μητρικής εταιρείας, όσο και στις διατάξεις των άρθρων 334, 914 και 922 ΑΚ, όταν η θυγατρική εταιρεία ενεργεί, κατά την κατάρτιση συμβάσεως, ως προστηθείσα από τη μητρική, αλλά και στις περιπτώσεις εκείνες όπου, κατά τα προαναφερθέντα, η θυγατρική είναι ο φαινόμενος έμπορος και αντισυμβαλλόμενος η δε μητρική είναι εκείνη που, ως καλυπτόμενη, είναι το πραγματικό κατ’ ουσίαν αντισυμβαλλόμενο μέρος (οράτεΕφΑθ 5367/2003 ΕλλΔνη 2004 σ. 1477 και τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Εξειδικεύοντας, περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι, για μπορεί να στοιχειοθετηθεί άρση της νομικής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου πρέπει ο αντισυμβαλλόμενος να οδηγήθηκε στη συγκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της φαινόμενης κατάστασης στην οποία (συναλλαγή) δεν θα προέβαινε, εάν εγνώριζε την πραγματικότητα (οράτε ΑΠ 101/1990 ΕΕμπΔ 1990 σ. 483, ΜΠρΠειραιά 5261/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 889). ε.Τα παραπάνω αναφερόμενα, περί θεμιτής άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η επίκληση της αυτοτέλειας αποβλέπει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς την καλή πίστη και το σκοπό του θεσμού της εταιρίας εφαρμόζονται κατ` αρχήν, λόγω ταυτότητας του αντικειμένου, στο χώρο του εμπορικού δικαίου. Ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί η εφαρμογή τους στον ιδιαιτέρως ευαίσθητο από κοινωνική άποψη χώρο του εργατικού δικαίου, δεδομένου ότι και στο πεδίο αυτό εμφανίζεται συχνά το ως άνω νομικό και κοινωνικό πρόβλημα. Ειδικότερα δε στο χώρο των ομίλων επιχειρήσεων οι συνθήκες αδιαφάνειας ως προς τη δομή και τη δράση τους συχνά ευνοούν την καταστρατήγηση των διατάξεων της ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας εκ μέρους των εργοδοτών και στερούν από το μισθωτό ακόμη και το θεμελιώδες δικαίωμα άμυνας,έτσι ώστε να είναι επιβεβλημένη η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου με σκοπό την προστασία του τελευταίου. Είναι δηλαδή δυνατόν σε ομίλους επιχειρήσεων να προωθούνται είτε τα κοινά συμφέροντα του ομίλου, είτε τα υπέρτερα επιχειρηματικά σχέδια της μητρικής επιχείρησης σε βάρος των επιδιώξεων της θυγατρικής, με αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση των δανειστών της τελευταίας και στην προκειμένη περίπτωση των εργαζομένων σ’ αυτή καθώς και τη διακινδύνευση των απαιτήσεων τους. Για την εξασφάλιση δε των τελευταίων και γενικότερα για τη ρύθμιση και αποκατάσταση της αρμονίας στις σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων επιβάλλεται, κατ’ αποτέλεσμα, η θεώρηση των ως άνω εταιριών ως νομικής ενότητας, δεδομένου ότι ο διαχωρισμός μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας ως αυτοτελών νομικών προσώπων προσκρούει στο αίσθημα δικαίου και δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο, με βάση τη γενική διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Έτσι, εφόσον συντρέχουν οι ως άνω περιστάσεις, σε περίπτωση οφειλών της θυγατρικής εταιρίας προς τους εργαζομένους από την παροχή της εργασίας τους, η μητρική αυτής εταιρία ως «εν τοις πράγμασι» εργοδότης αυτών είναι συνυπεύθυνη εις ολόκληρον με την πρώτη για την καταβολή των οφειλών αυτών (οράτεΕφΑθ 1702/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, επικυρωθείσα με την ΑΠ 873/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΞάνθης 145/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, παραβάλλατε επίσης την ΑΠ 454/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ που δέχεται ότι η θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης ευρίσκει εφαρμογή και στο πεδίο του εργατικού δικαίου, επί των ατομικών εργασιακών σχέσεων, όπου, βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, είναι δυνατή ή ύπαρξη σχέσης εργασίας με περισσότερες επί μέρους εταιρίες, που απασχολούν το μισθωτό ως συνεργάτριες και ευθύνονται απέναντί του εις ολόκληρον για την πληρωμή του μισθού του, στις περιπτώσεις ιδίως εταιριών, που ενώ είναι αυτοτελή νομικά πρόσωπα, συνδέονται μεταξύ τους με κοινά οικονομικά συμφέροντα (κοινή διεύθυνση και έδρα, κοινή οικονομική πολιτική και χρηματοδότηση κ.λπ.).στ. Το γεγονός ότι ο εργαζόμενος – ενάγων υπογράφει ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες μισθολογικές αποδείξεις, αφενός δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτησή του από τις ως άνω νόμιμες αποδοχές του, αφετέρου είναι άνευ νομίμου επιρροής, κατά τη γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920 και 8 § 4 Ν. 4020/1959, σύμφωνα με την οποία κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους, κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (οράτε ΑΠ 587/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,1524/2004 ΝΟΜΟΣ, 495/2006 ΔΕΕ 2006 σ. 948, ΕφΠειραιά361/2013 ΕΝαυτΔ 2013 σ. 208, ΜΕφΠειραιά 698/2014 ΕλλΔνη 2015 σ. 499 με σημείωση Ευαγγέλου Στασινόπουλου).ζ. Διχοστασία παρατηρείται στη νομολογία,αναφορικά με το ζήτημα της ένταξης στο αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής, των ποσών που ο εναγόμενος – εργοδότης κατέβαλε στον ενάγοντα – εργαζόμενο για κάθε αγωγικό κονδύλιο. Το πρόβλημα αυτό ανακύπτει όταν ο εργαζόμενος επιδιώκει δικαστικά την καταβολή του υπολοίπου διάφορων μισθολογικών παροχών, αναφέροντας στην αγωγή του τις καταβολές συγκεντρωτικά και όχι χωριστά για κάθε κεφάλαιο. Κατά μία γνώμη, η αγωγή πάσχει από αοριστία. Στην άποψη αυτή υποκρύπτεται αντιμετώπιση ανάλογη με εκείνη που θεωρεί απαράδεκτη λόγω αοριστίας την αγωγή η οποία περιορίστηκε κατά το συνολικό της αίτημα και όχι κατά ειδικότερα κονδύλια (οράτεΕφΑθ 3156/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 7640/1986 ΕλλΔνη1987 σ.1262, παραβάλλατε επίσης ΑΠ 180/1988 ΕλλΔνη1988 σ.1659, 639/1988 ΔΕΝ 45 σ.470, ΜΠρΑθ 13/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 9/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα, ωστόσο, με την αντίθετη, ορθότερη –και υιοθετούμενη από το παρόν Δικαστήριο ως τέτοια – άποψη, οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν ένσταση εξόφλησης του εναγομένου, ώστε οποιαδήποτε καταβολή να αποτελεί γεγονός θεμελιωτικό του αμυντικού, κατ’ άρθρο 416 ισχυρισμού (οράτεΑΠ 965/1998 ΕλλΔνη 1999 σ. 315, ΕφΠειραιά 546/2010ΕΝαυτΔ 2010 σ. 397, ΕφΚρήτης 514/2007ΕλλΔνη 2008 σ. 1511ΕφΑθ 10554/1997 ΕλλΔνη 1998 σ.1967, ΠΠρΑθ 46/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο υποχρεούται να ενεργοποιήσει το άρθρο 236 ΚΠολΔ και να καλέσει τον ενάγοντα να παράσχει τις αναγκαίες διευκρινίσεις και ως έσχατη δε λύση προκρίνεται η εφαρμογή του άρθρου 422 ΑΚ, ως προς τον τρόπο καταλογισμού επί τωνπερισσότερων χρεών (οράτεΚ. Θ. Μακρίδου Δικονομία Εργατικών Διαφορών σ. 102).

       Β. Με την κρινόμενη αγωγή, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται και αξιολογείται από το Δικαστήριο, ο ενάγων αναφέρει ότι, με εκπρόσωπο της β΄ εναγομένηςτης οποίας, η πρώτη εναγομένη είναι θυγατρική και ο οποίος ενεργούσε στην πράξη εκπροσωπώντας την πρώτη εναγομένη, κατήρτισε έγκυρη σύμβαση ναυτικής εργασίας, αορίστου χρόνου τη 19.6.2013 στον Πειραιά και την ίδια ημέρα ναυτολογήθηκε και επιβιβάστηκε στο πλοίο «….», για να εργαστεί ως ναύτης, αμειβόμενος βάσει της ισχύουσας το έτος 2013 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Ο ενάγων αναφέρει ότι παρέσχε εργασία, συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι και την 22.5.2014 όταν απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, κατόπιν αίτησης του πλοιάρχου. Το πλοίο αυτό, κατά τον ενάγοντα, καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δεν πραγματοποίησε πλόες και βρισκόταν ελλιμενισμένο στη ναυπηγοεπασκευαστική ζώνη του Περάματος, όπου υποβαλλόταν σε επισκευές για να καταστεί και πάλι αξιόπλοο, με εξαίρεση το χρονικό διάστημα από τα τέλη του Ιουνίου 2013 μέχρι και το Σεπτέμβρη του 2013. Κατά τον ενάγοντα, στο πλοίο αυτό, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, είχαν ναυτολογηθεί, εκτός εκείνου, ένας ακόμα ναύτης και ένας Α΄ μηχανικός. Ο ενάγων, στη συνέχεια, παραθέτει ότι εργαζόταν επί δώδεκα ώρες κάθε ημέρα, 19:00-07:00, επί εφτά ημέρες την εβδομάδα, καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργιες. Υποστηρίζει δε ότι έπρεπε να λάβει τα κάτωθι ποσά : 1) για το βασικό μισθό (11,1 μήνες Χ 1.157,99 ευρώ=) 12.853,69 ευρώ, 2) για το επίδομα Κυριακών μισθό (11,1 μήνες Χ 254,76 ευρώ) 2.827,84 ευρώ, 3) για επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας (11,1 μήνες Χ 35,22 ευρώ) 390,94 ευρώ, 4) για επίδομα ιματισμού (11,1 μήνες Χ 56,50 ευρώ=) 627,15 ευρώ, 5) για αντίτιμο τροφής επικαλούμενος ότι δεν του παρεχόταν αυτούσια τροφή (11,1 μήνες Χ 19,21 ευρώ=)6.396,93 ευρώ,6) για άδεια μετά τροφοδότησης [(1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών= 1.412,75 ευρώ : 22 Χ 5 ημέρες=) 321,08 ευρώ + (19,21 ευρώ αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες =) 96,05 ευρώ = 417,13 ευρώ Χ 11,1=4.630,14 ευρώ. 7) για την αμοιβή την παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία καθημερινές και Κυριακές, εφόσον υποστηρίζει ότι εργάστηκε δώδεκα ώρες κάθε ημέρα, ισχυρίζεται ότι δικαιούται ενόψει του ότι συμπλήρωσε [(229 καθημερινές + 47 Κυριακές=) 276 ημέρες Χ 4 ώρες = 1.104 ώρες Χ 8,38 ευρώ/ ώρα)= 9.251,52 ευρώ, 8) για την αμοιβή την παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία Σάββατα και αργίες, εφόσον υποστηρίζει ότι εργάστηκε δώδεκα ώρες κάθε ημέρα, ισχυρίζεται ότι δικαιούται ενόψει του ότι συμπλήρωσε [(14 αργίες + 47 Σάββατα=) 61 ημέρες Χ 12 ώρες = 732 ώρες Χ 10,05 ευρώ/ ώρα)= 7.356,60 ευρώ.9) για αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2013, εφόσον εργάστηκε 206 ημέρες και οι τακτικές του αποδοχές ανέρχονταν, όπως τις προσδιορίζει, στο συνολικό  ποσό των 3.994,13 ευρώ, έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των (3.994,13 ευρώ : 22 Χ 21,56 ημέρες=) 3.914,24 ευρώ, 10) για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2014, εφόσον εργάστηκεαπό 01.01.2014 έως 30.4.2014 και οι τακτικές του αποδοχές ανέρχονταν, όπως τις προσδιορίζει, στο συνολικό  ποσό των 3.994,13 ευρώ, έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των (3.994,13 ευρώ : 2=) 1.997,06 ευρώ,11) για αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2014, εφόσον εργάστηκε (από 01.5.2014 – 22.5.2014=) 22 ημέρες και οι τακτικές του αποδοχές ανέρχονταν, όπως τις προσδιορίζει, στο συνολικό  ποσό των 3.994,13 ευρώ, έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των (3.994,13 ευρώ : 22 Χ 2,3 ημέρες=) 417,57 ευρώ,12) για αποζημίωση απόλυσης, εφόσον αναφέρει ότι καταγγέλθηκε από τον πλοίαρχο η σύμβαση ναυτικής εργασίας του, χωρίς δική του υπαιτιότητα, δικαιούται την αποζημίωση 15 ημερών, βάσει των αποδοχών που ελάμβανε κατά το χρόνο απόλυσης ήτοι (3.994,13 ευρώ : 2=) 1.997,06 ευρώ. Σύνολο (12.853,69 + 2.827,84 + 390,94+ 627,15 + 6.396,93 + 4.630,14 + 9.251,52 + 7.356,60 + 3.914,24 + 1.997,06 + 417,57 + 1.997,06=) 52.660,74 ευρώ. Έναντι δε του ποσού αυτού, ο ενάγων υποστηρίζει ότι έχει με διαδοχικές καταβολές, λάβει το συνολικό ποσό των 21.887,34 ευρώ, όπως αναλύει στην αγωγή του, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά 30.773,43 ευρώ. Για τους λόγους δε αυτούς και προβάλλοντας ότι, η δεύτερη εναγομένη ασκούσε, στην πράξη, το διευθυντικό δικαίωμα απέναντί του, έχοντας αναλάβει την εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών του, ελέγχουσα την εναγομένη, εφόσον κατέχει ποσοστό 50,11 % του μετοχικού της κεφαλαίου και αποφασίζοντας κυριαρχικά για τη λειτουργία του ένδικοι πλοίου, ο ενάγων ζητείνα υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 30.773,43 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ένα επί μέρους από τα ποσά που το αποτελούν και, επικουρικά, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και, τέλος, την καταδίκη τωνεναγομένων στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Η αγωγή αυτή, με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, αρμοδίως, κατά τόπον, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία και αρμοδιότητα προς εκδίκασή της, τόσο με βάση το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων25 § 2 και 37 § 1 και ΚΠολΔ, εφόσον, κατά τον ενάγοντα, η δεύτερη εναγομένη διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά και υπάρχει παθητική μεταξύ των εναγομένων ομοδικία (74 ΚΠολΔ) όσο και με βάση τη διάταξη του άρθρου 664 ΚΠολΔ, εφόσον ο ενάγων αναφέρει ότι παρέσχε τη (ναυτική) εργασία του στο Πέραμα Αττικής. Περαιτέρω, συντρέχει και αρμοδιότητα του Δικαστηρίου καθ’ ύλη (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 § 2 και 16 περ. 2 ΚΠολΔ) για να δικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ, κατά παραπομπή του άρθρου 82 ΚΙΝΔ. Επίσης, η αγωγή είναι, ως προς την κύρια αυτής βάση και παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς τωνεναγομένων, επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 173, 192, 193, 200, 281, 340, 341, 345, 346, 361, 481 επ. 648 – 649, 651 – 653, 655 -656, 659, 669, 680 του ΑΚ, 39, 53, 54, 57, 60, 72,75και 76 εδ. β΄ ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958), της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2013 που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. αριθ. 3525.1.1.5/01/2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος Β’ αρ. φύλλου 2079/26.8.2013), της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2014 που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. αριθ. 3525.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος Β’ αρ. φύλλου 1664/24.6.2014), καθώς επίσης και των άρθρων 176, 191 § 2 και 908 § 1 στοιχ. ε’ ΚΠολΔ. Περαιτέρω, εφόσον η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και νόμω βάσιμη, είναι ερευνητέα και επί της ουσίας, εφόσον κατατέθηκε στο φάκελο το προβλεπόμενο (υπ’ αριθμ. …) γραμμάτιο προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ενώ, ωσαύτως, καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, μετά των υπέρ τρίτων αναλογούντων προσαυξήσεων (οράτε το με σειρά VI υπ’αριθμ. … διπλότυπο είσπραξης τύπου Β΄ της ΔΟΥ …, μετά των επ’ αυτού επικολληθέντων ενσήμων για την εισφορά υπέρ ΕΤΑΑ – ΤΝ και ΤΠΔΠ). Τέλος σημειώνεται ότι η πληρεξουσία του ενάγοντος υπέβαλε, κατά τη συζήτηση, αίτημα το οποίο καταχωρίσθηκε στα πρακτικά με το οποίο ζήτησε από τις εναγόμενες την προσκομιδή του ημερολογίου πλοίου για τις συγκεκριμένες ημερομηνίες, όπως επί λέξει αναφέρεται.

Γ.α. Από τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 περ. α΄ ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η νομιμοποίηση των διαδίκων είναι η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση καθοριζόμενη κατά κανόνα ως προς το αντικείμενό της και τους φορείς της από το ουσιαστικό δίκαιο, με συνέπεια η από το επιλαμβανόμενο της αγωγής δικαστήριο εσφαλμένη κρίση ως προς τη νομιμοποίηση ή μη του ενάγοντος ή του εναγομένου να προϋποθέτει την από το ίδιο δικαστήριο παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (οράτεΟλΑΠ 18/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 706). Για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί, κατ΄ αρχήν, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκουμένου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης. Ποια πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής (οράτε ΑΠ 2102/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 492). Περαιτέρω, ενεργητική νομιμοποίηση αποτελούν τα στοιχεία εκείνα που δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής του συγκεκριμένου ενάγοντος, στα οποία περιλαμβάνεται και το έννομο συμφέρον, αφού δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει μόνον όποιος έχει δικαίωμα άμεσο έννομο συμφέρον (άρθρο 68 ΚΠολΔ). Παθητική νομιμοποίηση αποτελούν τα στοιχεία εκείνα που δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής κατά του συγκεκριμένου εναγομένου. Με άλλα λόγια, ενεργητικά νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία εκείνος, που ισχυρίζεται ότι είναι ο δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος και παθητικά εκείνος, που κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση. Έτσι, για τη νομιμοποίηση, αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς, κατ΄ ανάγκη, να ασκεί έννομη επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αναληθής (οράτε ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002 σ. 1679). Επίσης, η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει, κατά κανόνα, αμέσως από το νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή κάποτε και του δικονομικού δικαίου. Εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος ή υπόχρεος νομιμοποιείται κατ΄ αρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος αντίστοιχα (οράτε 26/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 1462). Ώστε, η εξ απόψεως ιστορικής βάσης πληρότητα της αγωγής περιλαμβάνει και περιστατικά που δικαιολογούν και θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση… Αν το δικόγραφο της αγωγής είναι ελλιπές ως προς τα στοιχεία της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης, η αγωγή είναι αόριστη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη (οράτεΕφΑθ 7138/2003 ΕλλΔνη 2004 σ. 820, ΠΠρΠειρ 3105/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡόδου 206/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 31/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).β.Οι εναγόμενες, με τιςνομότυπα, κατά τη συζήτηση κατατεθείσες προτάσεις τους και με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας τους δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, συνομολογώντας το γεγονός της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο «….» το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην αγωγή κατά το οποίο το πλοίο δεν πραγματοποίησε, όντας σε κατάσταση επισκευής, πλόες και το γεγονός της σε αυτό ναυτολόγησης τριών προσώπων (δύο ναυτών και ενός Α΄ μηχανικού) κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, αρνούνται την αγωγή, ζητώντας την απόρριψή της, ενώ, πέραν αυτών, προβάλλουν ισχυρισμό περί αοριστίας της αγωγής, εφόσον αμφότερες οι εναγόμενες, κατά τα στην αγωγή διαλαμβανόμενα, είναι πλοιοκτήτριες του πλοίου, έχουσες την εκμετάλλευσήτου και άρα ενάγονται ως εργοδότριες του ενάγοντος, Συναφώς, η δεύτερη εναγομένη προβάλλει ισχυρισμό περί έλλειψης της παθητικής της νομιμοποίησης, επικαλούμενη ότι κακώς ενάγεται ως πλοιοκτήτρια μαζί την πρώτη εναγομένη, ήτοι ως εκμεταλλευόμενη το πλοίο από κοινού με την πρώτη εναγομένη, εφόσον υποστηρίζει ότι, με το ένδικο πλοίο, δεν συνδέεται ούτε με σχέση εφοπλισμού ούτε με σχέση πλοιοκτησίας και ότι ο ενάγων στρέφεται και εναντίον της, αποσκοπώντας μόνο να ικανοποιηθεί από τη δική της περιουσία. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι, εφόσον αρκεί, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, για τη θεμελίωση της παθητικής νομιμοποίησης, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι είναι ο δικαιούχος της ένδικης έννομης σχέσης που αποτελεί αντικείμενο της αγωγής του, ανεξαρτήτως της βασιμότητας ή μη της αγωγής του κατ’ ουσίαν, εφόσον, σε τέτοιο ενδεχόμενο, η αγωγή θα απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και όχι ως απαράδεκτη ελλείψει διαδικαστικής προϋπόθεσης (οράτεΕφΑθ 8107/2001 ΕλλΔνη 2003 σ. 225). Τέλος οι εναγόμενες προτείνουν ισχυρισμό περί εξόφλησης της αναλογίας επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2014 και αποζημίωσης απόλυσης. Ο ισχυρισμός αυτός αξιολογείται στο πλαίσιο νόμω βάσιμης ένστασης εξόφλησης, κατ’ άρθρο 416 ΑΚ.

Δ.α. Εν προκειμένω, από την εκτίμηση ενός μάρτυρα που προσήχθη και εξετάστηκε επιμελείατου ενάγοντος (η πλευρά των εναγομένων δεν προσήγαγε και εξέτασε μάρτυρα) και του οποίου η κατάθεση εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφασης πρακτικά δημόσιας αυτού συνεδρίασης, καθώς επίσης και όλων των εγγράφων τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οιδιάδικοι, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (οράτεΟλΑΠ 15/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 937, ΑΠ 577/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 738 με σημείωση I. Βαλμαντώνη, 1/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 731, 1324/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1076/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1885/2008 ΕλλΔνη 2009 σ. 449, Δ. Κράνη Αποκλίσεις των ειδικών διαδικασιών έναντι της τακτικής καθώς και αναμεταξύ τους ΕλλΔνη 2006 σ. 366-369, Κ. Μακρίδου Δικονομία εργατικών διαφορών § 8 σ. 187 επ. πλαγ. 26 επ.), προς άμεση ή έμμεση (διά τεκμηρίων απόδειξη), καθώς επίσης και τις ομολογίες των διαδίκων που μνημονεύονταιανωτέρω και κατωτέρω, αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά (σημειώνεται ότι η μνεία παρακάτω ορισμένων εγγράφων είναι ενδεικτική, αφού ουδενός νόμιμα και με επίκληση προσκομιζομένου εγγράφου η συνεκτίμηση παραλείφθηκε) : ο ενάγων όντας απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός και κάτοχος του υπ’αριθμ. μητρώου … ναυτικού φυλλαδίου, κατήρτισε, με εκπρόσωπο της δεύτερης εναγομένηςπου ενεργούσε, στην πράξη, για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης- πλοιοκτήτριας του επιβατηγού οχηματαγωγού πλοίου «….», νηολογίου … με αριθμό …. κοχ7.505,10  και αριθμό IMO …το οποίο βρισκόταν ελλιμενισμένο στο λιμένα Περάματος Αττικής για την εκτέλεση επισκευών, στον Πειραιά, τη 19.6.2013, σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου και ναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα στο πλοίο αυτό, για να εργαστεί με την ειδικότητα του ναύτη,αμοιβόμενος σύμφωνα με τις διατάξεις της εκάστοτε ΣΣΝΕ και εν προκειμένω βάσει : α) της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2013 που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.1.5/01/2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος Β’ αρ. φύλλου 2079/26.8.2013), ισχυσάσης από 01.01.2013 – 31.12.2013 και β) της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2014 που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. αριθ. 3525.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος Β’ αρ. φύλλου 1664/24.6.2014), ισχύουσας από την 01.01.2014 και εφεξής. Ο ενάγων εργάστηκε, όπως συνομολογείται από τις εναγόμενες, από τη 19.6.2013 μέχρι και την 22.5.2014, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά, κατόπιν αίτησης του πλοιάρχου, χωρίς να υπάρχει κανένα στοιχείο (ούτε δε και υπάρχει σχετικός αντίθετος ισχυρισμός εκ μέρους των εναγομένων) ότι η απόλυση οφείλεται σε δική του υπαιτιότητα. Στο πλοίο, όπως επίσης συνομολογείται, είχε ναυτολογηθεί ένας Α΄ μηχανικός και ένας ακόμα ναύτης. Στο σημείο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι εναγόμενες αναφέρουν ότι τα τρία αυτά πρόσωπα επαρκούσαν για την επί εικοσιτετράωρο φύλαξη του καταπέλτη του πλοίου, με αποτέλεσμα να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως προβάλλουν, ο αγωγικός ισχυρισμός κατά τον οποίο ο ενάγων εργαζόταν από τις 19:00 μέχρι ώρα 07:00 της επομένης, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται ποιο ήταν το ακριβές ωράριο του ενάγοντος και των άλλων δύο προσώπων, με την πρόσθετη διευκρίνιση ότι δεν συμβαδίζει με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής η απασχόληση δύο ναυτών και ενός Α΄ μηχανικού για τη φύλαξη ενός πλοίου και μόνο, αλλά θα αρκούσε, στην περίπτωση αυτή η απασχόληση τριών ναυτών, με αντίστοιχη μείωση του κόστους για την πλευρά των εναγομένων, εφόσον οι αποδοχές των ναυτών είναι κατά πολύ υποδεέστερες σε σχέση με τις αποδοχές των Α΄ μηχανικών, με βάση τις ΣΣΝΕ που εν προκειμένω εφαρμόζονται. Παράλληλα, είναι φανερό ότι η απασχόληση του Α΄ μηχανικού αλλά και των ναυτών δεν απασκοπούσε μόνο στη φύλαξη του πλοίου, αλλά και στη διενέργεια ορισμένων επισκευών και εργασιών, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα, συντήρησης του πλοίου για να καταστεί αυτό και πάλι αξιόπλοο. Με βάση τα παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εργασία του ενάγοντος, ξεκινούσε ώρα 19:00 και τερματιζόταν ώρα 07:00 της επομένης, όπως επιβεβαίωσε και ο εξετασθείς στο ακροατήριο μάρτυρας απόδειξης, χωρίς να υπάρχει κανένα αποδεικτικό μέσο που να ανατρέπει το πόρισμα αυτό. Παράλληλα δε και αναφορικά με το κονδύλιο που ζητείται υπό μορφή επιδόματος ιματισμού, επισημαίνεται ότι, ως προς το σημείο αυτό, η κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης δεν υπήρξε ιδιαίτερα σαφής. Ειδικότερα, ανέφερε, κατά πρώτον, :  «Απ’ ότι είχε πει δε είχε στολή», κατά δεύτερον «Στο καράβι τον έβλεπα, φορούσε κάποιες φόρμες παλιές, δε γνωρίζω πόσες έπρεπε να του καταβάλουν και πότε». Η ασάφεια αυτή στην κατάθεση του μάρτυρα ο οποίος μάλιστα στο πρώτο σκέλος της κατάθεσής του αναφέρει ως πηγή γνώσης τον ενάγοντα, ενόψει και της ρητής άρνησης των εναγομένων ως προς το κονδύλιο αυτό, δεν είναι ικανή να δημιουργήσει πλήρη περί αυτού δικανική πεποίθηση και το κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Ως εκ τούτου, έπρεπε να καταβληθεί στον ενάγοντα, για το χρονικό αυτό διάστημα που εργάστηκε το κάτωθι ποσό αναλυτικά και κατά μήνα. Κατά πρώτον για το υπόλοιπο του μήνα Ιουνίου 2013, 463,19 ευρώ (αναλογία βασικού μισθού) + 101,90 ευρώ (αναλογία επιδόματος Κυριακών) + 14,08 ευρώ (αναλογία επιδόματος βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) + 230,52 (αντίτιμο τροφής για τις 12 ημέρες του Ιουνίου 2013) + 166,85 ευρώ [(αναλογία άδειας μετά τροφοδοσίας για τις 12 ημέρες του Ιουνίου 2013) η οποία υπολογίζεται ως εξής 1.157,99 + 254,76 = 1.412,75 ευρώ : 22 Χ 5 ημέρες = 321,07 ευρώ + (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες=) 96,05 ευρώ= 417,13 ευρώ του η οποίου η αναλογία για τις δώδεκα ημέρες του μήνα Ιουνίου 2013 αντιστοιχεί στο ποσό των 166,85 ευρώ] + 335,20 ευρώ [=8,38 ευρώ Χ 40 ώρες (υπερωριακή εργασία των δέκα καθημερινών και Κυριακών του Ιουνίου 2013)] + 241,20 [10,05 ευρώ Χ 24 ώρες (υπερωριακή εργασία για τα δύο Σάββατα του Ιουνίου 2013)]. Σύνολο για τις 12 ημέρες του Ιουνίου 2013 1.552,94 ευρώ. Αντίστοιχα το μήνα Ιούλιο 2013 1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ (αντίτιμο τροφοδοσίας) + 417,13 ευρώ [(άδεια μετά τροφοδοσίας για το μήνα αυτό) η οποία υπολογίζεται ως εξής 1.157,99 + 254,76 = 1.412,75 ευρώ : 22 Χ ημέρες = 321,07 ευρώ + (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες=) 96,05 ευρώ= 417,13 ευρώ] + 905,04 [=(27 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες =) 108 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 8,38 ευρώ] + 482,40 ευρώ [=(4 Σάββατα Χ 12 ώρες =) 48 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 10,05 ευρώ]. Σύνολο Ιουλίου 2013 3.828,84 ευρώ. Αντίστοιχα το μήνα Αύγουστο 2013 1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ (αντίτιμο τροφοδοσίας) + 417,13 ευρώ [(άδεια μετά τροφοδοσίας για το μήνα αυτό) η οποία υπολογίζεται ως εξής 1.157,99 + 254,76 = 1.412,75 ευρώ : 22 Χ ημέρες = 321,07 ευρώ + (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες=) 96,05 ευρώ= 417,13 ευρώ] + 838,00 [=(25 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες =) 100 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 8,38 ευρώ] + 723,60 ευρώ [=(5 Σάββατα και μία αργία = 6 Χ 12 ώρες =) 72 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 10,05 ευρώ]. Σύνολο Αυγούστου 2013 4.003,00 ευρώ.Αντίστοιχα το μήνα Σεπτέμβριο 2013 1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ (αντίτιμο τροφοδοσίας) + 417,13 ευρώ [(άδεια μετά τροφοδοσίας για το μήνα αυτό) η οποία υπολογίζεται ως εξής 1.157,99 + 254,76 = 1.412,75 ευρώ : 22 Χ ημέρες = 321,07 ευρώ + (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες=) 96,05 ευρώ= 417,13 ευρώ] + 871,52 [=(26 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες =) 104 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 8,38 ευρώ] + 482,40 ευρώ [=(4 Σάββατα Χ 12 ώρες =) 48 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 10,05 ευρώ]. Σύνολο Σεπτεμβρίου 2013 3.795,32 ευρώ.

Αντίστοιχα το μήνα Οκτώβριο 2013 1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ (αντίτιμο τροφοδοσίας) + 417,13 ευρώ [(άδεια μετά τροφοδοσίας για το μήνα αυτό) η οποία υπολογίζεται ως εξής 1.157,99 + 254,76 = 1.412,75 ευρώ : 22 Χ ημέρες = 321,07 ευρώ + (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες=) 96,05 ευρώ= 417,13 ευρώ] + 871,52 [=(26 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες =) 104 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 8,38 ευρώ] + 603,00 ευρώ [=(4 Σάββατα + μία αργία = 5 Χ 12 ώρες =) 60 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 10,05 ευρώ]. Σύνολο Οκτωβρίου 2013 3.915,92 ευρώ.Αντίστοιχα, το μήνα Νοέμβριο 2013 1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ (αντίτιμο τροφοδοσίας) + 417,13 ευρώ [(άδεια μετά τροφοδοσίας για το μήνα αυτό) η οποία υπολογίζεται ως εξής 1.157,99 + 254,76 = 1.412,75 ευρώ : 22 Χ ημέρες = 321,07 ευρώ + (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες=) 96,05 ευρώ= 417,13 ευρώ] + 871,52 [=(26 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες =) 104 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 8,38 ευρώ] + 603,00 ευρώ [=(5 Σάββατα Χ 12 ώρες =) 60 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 10,05 ευρώ]. Σύνολο Νοεμβρίου 2013 3.915,92 ευρώ.Αντίστοιχα το μήνα Δεκέμβριο 2013 1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ (αντίτιμο τροφοδοσίας) + 417,13 ευρώ [(άδεια μετά τροφοδοσίας για το μήνα αυτό) η οποία υπολογίζεται ως εξής 1.157,99 + 254,76 = 1.412,75 ευρώ : 22 Χ ημέρες = 321,07 ευρώ + (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες=) 96,05 ευρώ= 417,13 ευρώ] + 804,48 [=(24 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες =) 96 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 8,38 ευρώ] + 844,20 ευρώ [=(4 Σάββατα και 3 αργίες= 7 Χ 12 ώρες =) 84 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 10,05 ευρώ]. Σύνολο Δεκεμβρίου 2013 4.090,08 ευρώ.Αντίστοιχα το μήνα Ιανουάριο 2014 1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ (αντίτιμο τροφοδοσίας) + 417,13 ευρώ [(άδεια μετά τροφοδοσίας για το μήνα αυτό) η οποία υπολογίζεται ως εξής 1.157,99 + 254,76 = 1.412,75 ευρώ : 22 Χ ημέρες = 321,07 ευρώ + (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες=) 96,05 ευρώ= 417,13 ευρώ] + 838,00 [=(25 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες =) 100 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 8,38 ευρώ] + 723,60 ευρώ [=(4 Σάββατα και 2 αργίες= 6 Χ 12 ώρες =) 72 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 10,05 ευρώ]. Σύνολο Ιανουαρίου 20144.003,00 ευρώ.Αντίστοιχα το μήνα Φεβρουάριο 2014 1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ (αντίτιμο τροφοδοσίας) + 417,13 ευρώ [(άδεια μετά τροφοδοσίας για το μήνα αυτό) η οποία υπολογίζεται ως εξής 1.157,99 + 254,76 = 1.412,75 ευρώ : 22 Χ ημέρες = 321,07 ευρώ + (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες=) 96,05 ευρώ= 417,13 ευρώ] + 804,48 [=(24 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες =) 96 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 8,38 ευρώ] + 482,40 ευρώ [=(4 Σάββατα Χ 12 ώρες =) 48 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 10,05 ευρώ]. Σύνολο Φεβρουαρίου 2014 3.728,28 ευρώ.Αντίστοιχα το μήνα Μάρτιο 2014 1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ (αντίτιμο τροφοδοσίας) + 417,13 ευρώ [(άδεια μετά τροφοδοσίας για το μήνα αυτό) η οποία υπολογίζεται ως εξής 1.157,99 + 254,76 = 1.412,75 ευρώ : 22 Χ ημέρες = 321,07 ευρώ + (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες=) 96,05 ευρώ= 417,13 ευρώ] + 804,48 [=(24 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες =) 96 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 8,38 ευρώ] + 844,20 ευρώ [=(5 Σάββατα και 2 αργίες = 7 Χ 12 ώρες =) 84 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 10,05 ευρώ]. Σύνολο Μαρτίου 2014 4.090,08 ευρώ.Αντίστοιχα το μήνα Απρίλιο 2014 1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ (αντίτιμο τροφοδοσίας) + 417,13 ευρώ [(άδεια μετά τροφοδοσίας για το μήνα αυτό) η οποία υπολογίζεται ως εξής 1.157,99 + 254,76 = 1.412,75 ευρώ : 22 Χ ημέρες = 321,07 ευρώ + (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες=) 96,05 ευρώ= 417,13 ευρώ] + 804,48 [=(24 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες =) 96 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 8,38 ευρώ] + 844,20 ευρώ [=(4 Σάββατα και 3 αργίες = 7 Χ 12 ώρες =) 84 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 10,05 ευρώ]. Σύνολο Απριλίου 2014 4.090,08 ευρώ.Τέλος, για τις 22 πρώτες ημέρες τουμήνα Μαΐου 2014, 849,19 ευρώ (αναλογία βασικού μισθού) + 186,82 ευρώ (αναλογία επιδόματος Κυριακών) + 25,82 ευρώ (αναλογία επιδόματος βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) + 422,62 (αντίτιμο τροφής για τις 22 ημέρες του Μαΐου 2014) + 305,89 ευρώ [(αναλογία άδειας μετά τροφοδοσίας για τις 22 ημέρες του Μαΐου 2014) η οποία υπολογίζεται ως εξής 1.157,99 + 254,76 = 1.412,75 ευρώ : 22 Χ ημέρες = 321,07 ευρώ + (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες=) 96,05 ευρώ= 417,13 ευρώ του η οποίου η αναλογία για τις 22 ημέρες του μήνα Μαΐου 2014 αντιστοιχεί στο ποσό των 305,89ευρώ] + 603,36 ευρώ [=8,38 ευρώ Χ 72 ώρες (υπερωριακή εργασία των δέκα οχτώ καθημερινών και Κυριακών, επί τέσσερις ώρες ανά ημέρα, για το Μάιο 2014)] + 482,40 [10,05 ευρώ Χ 48 ώρες (υπερωριακή εργασία για τα τρία Σάββατα και τη μία αργία του Μαΐου 2013)]. Σύνολο για τις 22 ημέρες του Μαΐου 2014 2.876,10ευρώ.Σύνολο υπό μορφή μισθών (1.552,94 + 3.828,84 + 4.003,00 + 3.795,32+ 3.915,92 + 3.915,92 + 4.090,08 + 4.003,00 + 3.728,28 + 4.090,08 + 4.090,08 + 2.876,10 ευρώ =)43.889,56 ευρώ. Εκτός δε των ανωτέρω, ο ενάγων θα έπρεπε να λάβει ως αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2013, εφόσον εργάστηκε από τη 19.6.2013 έως την 31.12.2013, ήτοι196 ημέρες, και εφόσον οι τακτικές αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των [1.157,99 (βασικός μισθός) +254,76 (επίδομα Κυριακών) + 35,22 (επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) + 576,30 (ημερήσιο αντίτιμο τροφής) + 417,13 (αντίτιμο άδειας μετά τροφοδοσίας) + 833,47 (μέσος όρος υπερωριακής εργασίας καθημερινών και Κυριακών) + 662,76 (μέσος όρος υπερωριακής εργασίας Σαββάτων και αργιών) =] 3.937,63 ευρώ, έπρεπε να λάβει 3.937,63 Χ 20,62/25= 3.247,75 ευρώ.Αντίστοιχα, εφόσον εργάστηκε όλο το χρονικό διάστημα από 01.01.2014 – 30.4.2014, και εφόσον οι τακτικές αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των [1.157,99 (βασικός μισθός) +254,76 (επίδομα Κυριακών) + 35,22 (επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) + 576,30 (ημερήσιο αντίτιμο τροφής) + 417,13 (αντίτιμο άδειας μετά τροφοδοσίας) + 833,47 (μέσος όρος υπερωριακής εργασίας καθημερινών και Κυριακών) + 662,76 (μέσος όρος υπερωριακής εργασίας Σαββάτων και αργιών) =] 3.937,63 ευρώ, έπρεπε να λάβει, ως επίδομα εορτών Πάσχα 2014, το ποσό των 3.937,63/2= 1.968,81 ευρώ.Παράλληλα, ενόψει του ότι εργάστηκε από την 01η έως την 22α Μαΐου 2014, εφόσον οι τακτικές αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των [1.157,99 (βασικός μισθός) +254,76 (επίδομα Κυριακών) + 35,22 (επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) + 576,30 (ημερήσιο αντίτιμο τροφής) + 417,13 (αντίτιμο άδειας μετά τροφοδοσίας) + 833,47 (μέσος όρος υπερωριακής εργασίας καθημερινών και Κυριακών) + 662,76 (μέσος όρος υπερωριακής εργασίας Σαββάτων και αργιών) =] 3.937,63 ευρώ, έπρεπε να λάβει, ως επίδομα Χριστουγέννων 2014, το ποσό των 3.937,63 Χ 2,30/25= 362,26 ευρώ. Τέλος,στον ενάγοντα έπρεπε να καταβληθεί και αποζημίωση απόλυσης, εφόσον, κατά τα ανωτέρω, η σύμβαση αυτή ναυτικής εργασίας του ενάγοντος λύθηκε την 22.5.2014, χωρίς υπαιτιότητα του ενάγοντος, το ύψος της οποίας προσδιορίζεται σε [1.157,99 ευρώ (βασικός μισθός) + 254,76 ευρώ (επίδομα Κυριακών) + 35,22 (επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) + 576,30 (αντίτιμο τροφοδοσίας) + 417,13 (άδεια με αντίτιμο τροφοδοσίας) + 833,47 (μέσος όρος υπερωριακής εργασίας καθημερινών και Κυριακών) + 662,76 ευρώ (μέσος όρος υπερωριακής εργασίας αργιών και Κυριακών) = 3.937,63 ευρώ : 30/15= 1.968,81 ευρώ. Το σύνολο δε του ποσού που θα έπρεπε να καταβληθεί στον ενάγοντα ανέρχεται σε (43.889,56 + 3.247,75+1.968,81+362,26+1.968,81=) 51.437,19 ευρώ. Συνομολογείται δε ότι έχει ήδη καταβληθεί, στον ενάγοντα, έναντι του ποσού αυτού, το συνολικό ποσό των 21.887,34 ευρώ, ενώ η εναγομένη έχει ήδη καταβάλει στον ενάγοντα επιπλέον, για το επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2014, το ποσό των 116,94 ευρώ και για την αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 932,56 ευρώ, με αποτέλεσμα το οφειλόμενο ποσό να διαμορφώνεται σε [51.437,19 – (21.887,34 + 116,94 + 932,56) = ] 28.500,35ευρώ. Αναφορικά λοιπόν με τα ποσά αυτά, που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα, θα πρέπει να λάβει χώρα καταλογισμός τους κατ’ εφαρμογή του άρθρου 422 ΑΚ. Κατά πρώτον, λοιπόν, το καταβληθέν ποσό των 21.887,34 ευρώ θα καταλογιστεί στα αρχαιότερα χρέη, εφόσον δεν ορίστηκε άλλως. Ειδικότερα στην οφειλή από τους μισθούς για το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο 2013 μέχρι και το Νοέμβριο του 2013 η οποία έχει ολοσχερώς εξοφληθεί εφόσον το άθροισμα των ποσών για τους μήνες αυτούς, ανέρχεται σε[1.552,94 (Ιούνιος 2013) +3.828,84 (Ιούλιος 2013) +4003,00 (Αύγουστος 2013) +3.795,32 (Σεπτέμβριος 2013) +3.915,92 (Οκτώβριος 2013) + 3.915,92 (Νοέμβριος 2013) =] 21.011,94 ευρώ. Το υπόλοιπο ποσό (21.887,34-21.011,94=) 875,40 ευρώ, δέον καταλογιστεί στην οφειλή του μηνός Δεκεμβρίου 2013,η οποία έχει εξοφληθεί ως προς το ποσό αυτό, με αποτέλεσμα το οφειλόμενο ως προς αυτό το μήνα ποσό, να διαμορφώνεται σε (4.090,08 – 875,40=) 3.214,68 ευρώ. Αντίστοιχα, πρέπει να καταλογιστούν οι μεταγενέστερες (από 15.12.2014 και 04.11.2014) καταβολές στο επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2014 που διαμορφώνεται στο ποσό των (362,26 – 116,94=) 245,32 ευρώκαι στην αποζημίωση λόγω απόλυσης που διαμορφώνεται στο ποσό των (1.968,81-932,56=) 1.036,25 ευρώ, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης των εναγομένων, εν μέρει, με αποτέλεσμα, κατά το μέτρο αυτό να μειώνονται τα οφειλόμενα στον ενάγοντα ποσά, από τις αιτίες αυτές.Στο σημείο αυτό, πρέπει να μη παροραθεί το γεγονός ότι είναι άνευ εννόμων συνεπειών η δήλωση του ενάγοντος που εμπεριέχεται στις ατομικές αποδείξεις πληρωμής βάσει της οποίας έχει λάβει όλες τις αποδοχές που αυτές οι αποδείξεις αναφέρουν και ότι καμία απαίτηση δεν έχει κατά του πλοιάρχου και της πλοιοκτήτριας εταιρείας (ερμηνεύεται εν προκειμένω βέβαια, κατά αμφοτέρων των εναγομένων),εφόσον τέτοια δήλωση είναι, σε αρμονία με όσα αναφέρονται υπό στοιχείο Α.στ. ανωτέρω, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους, κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, άκυρη (174 ΑΚ) και θεωρείται ως μη γενόμενη (180 ΑΚ). Τέλος, αναφορικά με το κομβικής σημασίας ζήτημα που έχει να κάμει με το θέμα της εις ολόκληρον ή μη ευθύνης αμφοτέρων των εναγομένων, για τις αξιώσεις του ενάγοντος, επισημαίνονται τα κάτωθι. Η δεύτερη εναγομένη είναι κυρία της απόλυτης πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης εναγομένης, διαθέτουσα το 50,11 % των μετοχών της, έχουσα ως εκ τούτου, τον ουσιαστικό έλεγχό της, ενώ, ωσαύτως, η πρώτη εναγομένη (θυγατρική) είναι ενταγμένη στον επιχειρηματικό όμιλο του οποίου τις τύχες έχει και, στην πράξη, διαχειρίζεται η δεύτερη εναγομένη (μητρική). Παράλληλα, με βάση το έντυπο κινήσεων του τραπεζικού λογαριασμού υπ’ αριθμ. … που ο ενάγων διατηρεί στην τράπεζα «ALPHABANK» όπου κατατίθεντο χρήματα έναντι των δεδουλευμένων του ενάγοντος, αναφέρεται ως καταθέτης των ποσών με τα οποία πιστωνόταν ο λογαριασμός του, άλλοτε η πρώτη (16.4.2014, 22.4.2014, 30.4.2014, 12.5.2014, 21.5.2014) και άλλοτε η δεύτερη εναγομένη (29.7.2013 και 20.5.2014). Είναι δε χαρακτηριστικό της μεταξύ των εναγομένων σύνδεσης ότι ακόμα και οι έγγραφες ατομικές αποδείξεις που εκδίδονταν για ένα έκαστο ων εργαζομένων, όπως και για τον ενάγοντα, αναφέρουν μεν τα στοιχεία της πρώτης εναγομένης, ήτοι το πλήρες όνομα «…» (….), η διεύθυνση της έδρας της, ο ΑΦΜ και η ΔΟΥ στην οποία υπάγεται, χωρίς να λείπει όμως και το σήμα της δεύτερης εναγομένης, έστω και χωρίς να παρατίθενται στοιχεία αντίστοιχα με της πρώτης εναγομένης. Αντίστοιχα, με βάση την από 24.3.2014 βεβαίωση υπηρεσίας που χορηγήθηκε στον ενάγοντα, όπου αποτυπώνεται ξεκάθαρα και η ναυτολόγησή του στο ένδικο πλοίο από 19.6.2013, αναφέρεται ότι το έγγραφο αυτό προέρχεται από την υπηρεσία αρχιπλοιάρχων του τμήματος πληρωμάτων της δεύτερης εναγομένης. Στο έγγραφο αυτό, παρατίθενται, εκτός από την επωνυμία, η διεύθυνση της έδρας της δεύτερης εναγομένης, ο ΑΦΜ, η ΔΟΥ στην οποία υπάγεται και, τέλος ο ΑΜΑΕ της. Συναφώς, είναι χαρακτηριστικό ότι, στο έγγραφο αυτό, δεν υπάρχει καμία αναφορά σε απασχόληση του ενάγοντος στην πρώτη εναγομένη της οποίας μνεία, επίσης, σε κανένα σημείο δεν γίνεται. Με βάση τα ανωτέρω, εφόσον υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό κοινότητα (εταιρικών -οικονομικών) συμφερόντων σε βαθμό που πότε η δεύτερη και πότε η πρώτη των εναγομένων να προβαίνει σε καταβολή χρημάτων προς τον ενάγοντα και η ίδια η δεύτερη εναγομένη αντιλαμβάνεται, κατά τα αμέσως ανωτέρω διαληφθέντα, τον ενάγοντα ως δικό της εργαζόμενο και, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη βάσειτων οποίων καλείται να ερμηνεύσει το Δικαστήριο την ένδικη ΣΣΝΕ, πρέπει να γίνει δεκτό και σε συνδυασμό με την ανάγκη της προστασίας του ασθενέστερου σκέλους και της αρμονίας μεταξύ των διαδίκων, να θεωρηθούν αμφότερες οι εναγόμενες ως ενιαία νομική ενότητα, εφόσον, στην προκείμενη περίπτωση, με βάση και τα ανωτέρω κρίνεται ότι ο διαχωρισμός μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας ως αυτοτελών νομικών προσώπων προσκρούει στο αίσθημα δικαίου όντας μη ανεκτός από το δίκαιο, με βάση τη γενική διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Συντρεχουσών των ανωτέρω, η δεύτερη εναγομένη (μητρική εταιρεία) αποτελεί «εν τοις πράγμασι» εργοδότη του ενάγοντος, ούσα συνυπεύθυνη εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένηγια την καταβολή των οφειλών που ανωτέρω αναφέρθηκαν και των οποίων εξειδίκευση θα λάβει χώρα αμέσως κατωτέρω. Με βάση τα ανωτέρω, οι εναγόμενες, πρέπει να υποχρεωθούν να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρονευθυνόμενες, το ποσό των 3.214,68 ευρώ (υπόλοιπο αποδοχών μηνός Δεκεμβρίου 2013), το ποσό των 4.003,00 ευρώ (αποδοχές Ιανουαρίου 2014) το ποσό των 3.728,28 ευρώ (αποδοχές Φεβρουαρίου 2014),το ποσό των 4.090,08 ευρώ (αποδοχές Μαρτίου 2014) το ποσό των 4.090,08 ευρώ (αποδοχές Απριλίου 2014), το ποσό των 2.876,10 ευρώ (αποδοχές για τις 22 ημέρες του μήνα Μαΐου 2014), το ποσό των 3.247,75 ευρώ (αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2013), το ποσό των 1.968,81 (επίδομα εορτών Πάσχα 2014), το ποσό των 245,32 ευρώ (αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2014) και το ποσό των 1.036,25 ευρώ (υπόλοιπο αποζημίωσης λόγω απόλυσης). Σύνολο 28.500,35 ευρώ. Στο σημείο αυτό καικατόπιν των ανωτέρω,διευκρινίζεται ότι παρέλκει η εξέτασητου αιτήματος του ενάγοντος περί προσκομιδής του ημερολογίου του πλοίου. Η επιδίκαση των ποσών αυτών πρέπει να λάβει χώρα με το νόμιμο τόκο από την επομένη την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ένα επί μέρους από τα ποσά που το αποτελούν και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Πρέπει δε, επίσης, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση, εν μέρει και μέχρι το ένα τέταρτο του επιδικασθέντοςστον ενάγοντα ποσού, κατ’ άρθρο 908 § 1 στοιχ. ε’ ΚΠολΔ, εφόσον πρόκειται για απαίτηση που πηγάζει από σχέση που αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 663 ΚΠολΔ και η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα και, τέλος, να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, κατά το λόγο νίκης και ήττας των διαδίκων, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρο 178 εδ. α’, 189, 191 § 2 ΚΠολΔ και 63, 64, 68 Ν. 4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή εν μέρει και κατά τα λοιπά.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον εκάστη, να καταβάλουν  στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των είκοσι οχτώ χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (28.500,35€), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ένα επί μέρους από τα ποσά που το αποτελούν και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα προσωρινά εκτελεστή, ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, εν μέρει και μέχρι το ένα τέταρτο του επιδικασθέντος στον ενάγοντα  ποσού.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος τωνεναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος το ύψος των οποίων προσδιορίζει σε χίλια τριάντα εφτά (1.037,00) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε τη           Νοεμβρίου 2015 στο ακροατήριό του και σε έκτακτη, δημόσια αυτού συνεδρίαση.

 

O ΔIKAΣTHΣ                                                                H ΓPAMMATEAΣ