Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

 

 

 

Αριθμός Απόφασης 1606 /2020

(Αριθμός κατάθεσης 1ης έφεσης: 18/2017)

(Γενικός αριθμός προσδιορισμού 1ης έφεσης: 12564/2017)

(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού 1ης έφεσης: 6229/2017)

(Αριθμός κατάθεσης 2ης έφεσης: 14/2017)

(Γενικός αριθμός προσδιορισμού 2ης έφεσης: 12565/2017)

(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού 2ης έφεσης: 6230/2017)

(Αριθμός κατάθεσης 3ης έφεσης: 17/2017)

(Γενικός αριθμός προσδιορισμού 3ης έφεσης: 12567/2017)

(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού 3ης έφεσης: 6232/2017)

(Αριθμός κατάθεσης 4ης έφεσης: 13/2017)

(Γενικός αριθμός προσδιορισμού 4ης έφεσης: 12566/2017)

(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού 4ης έφεσης: 6231/2017)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔIAΔIKAΣIA ΑΝΑΚΟΠΩΝ

            ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, ορισθέντα από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου, δυνάμει της υπ’ αριθ. πρωτ. 506/1-2-2018 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε αντικατάσταση της ορισθείσας αρχικώς Πρωτοδίκη, Ευαγγελίας Μπέλλου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17Α ΚΠολΔ (ΑΠ 236/2019 ΤΝΠ Νόμος).

            ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 6η Φεβρουαρίου του 2018 για να δικάσει τις υπ’ αριθ. καταθέσεως 18/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12564/2017 και ΕΑΚ 6229/2017 έφεση, υπ’ αριθ. καταθέσεως 14/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12565/2017 και ΕΑΚ 6230/2017 έφεση, την υπ’ αριθ. καταθέσεως 17/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12567/2017 και ΕΑΚ 6232/2017 έφεση και υπ’ αριθ. καταθέσεως 13/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12566/2017 και ΕΑΚ 6231/2017 έφεση κατά της οριστικής απόφασης υπ’ αριθ. 50/2017 του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, επί ανακοπών κατά του υπ’ αριθ.10312/2014 πίνακα κατάταξης δανειστών που συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο Πειραιώς Ελένη Τσούμα, κατόπιν πλειστηριασμού πλοίου, μεταξύ:

           1η ΈΦΕΣΗ:

            ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) …, και 2) … ……. κατοικοεδρεύοντος στον …… Αττικής, επί της …, οι οποίοι παραστάθηκαν στη δίκη με την από 31-1-2018 δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, διά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Θεοδώρας Κουκλιάκου, δικαστικής πληρεξουσίας του Ν.Σ.Κ. και κατέθεσαν προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) … 2) … 3) … 4) …, 5) …, 6) … 7) … 8) …, 9) …, 10) …, 11) … 12) … 13) … 14) … 15) … 16) … αντίκλητος απάντων των οποίων έχει οριστεί κατ’ άρθρο 142 ΚΠολΔ η Ειρήνη Κοντοσέα, δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και οι οποίοι παραστάθηκαν στη δίκη αυτή διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γεωργίου Κοντοσέα του Κωνσταντίνου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 9235), κατοίκου Πειραιώς, επί της οδού … και κατέθεσαν προτάσεις, 17) … αντίκλητος του οποίου έχει οριστεί κατ’ άρθρο 142 ΚΠολΔ η Σταυρούλα Γεωργαλιού, δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, και ο οποίος παραστάθηκε στη δίκη αυτή διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημήτριου Ι. Δημητρίου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3485), κατοίκου Αθηνών, επί της οδού … και κατέθεσε προτάσεις και 18) ………. , η οποία παραστάθηκε στη δίκη με την από 5-2-2018 δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Στέφανου Ε. Μυλωνά (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1804), κατοίκου ….. επί της οδού …, και κατέθεσε προτάσεις.

             2η ΈΦΕΣΗ:

            ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: …, ο οποίος παραστάθηκε στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ελευθερίου Θ. Καούτσκη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2473), κατοίκου Πειραιώς, επί της οδού …, και κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) … 2) … 3) … 4) …, 5) …, 6) … 7) … 8) …, 9) …, 10) …, 11) … 12) … 13) … 14) … 15) … 16) … οι οποίοι παραστάθηκαν στη δίκη αυτή διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γεωργίου Κοντοσέα του Κωνσταντίνου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 9235), κατοίκου Πειραιώς, επί της οδού … και κατέθεσαν προτάσεις, 17) … ο οποίος παραστάθηκε στη δίκη αυτή διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημήτριου Ι. Δημητρίου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3485), κατοίκου Αθηνών, επί της οδού … και κατέθεσε προτάσεις και 18) …, 19) … Πειραιώς, κατοικοεδρεύοντος στον …, επί της …, οι οποίοι παραστάθηκαν στη δίκη με την από 31-1-2018 δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, διά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Θεοδώρας Κουκλιάκου, δικαστικής πληρεξουσίας του Ν.Σ.Κ. και κατέθεσαν προτάσεις και 20) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία … … με την πρώην επωνυμία ………………….. , νομίμως εκπροσωπουμένης,  εδρεύουσας στον …….Αττικής, επί της …,  η οποία παραστάθηκε στη δίκη, δυνάμει του υπ’ αριθ…. Πρακτικού ΔΣ της ως άνω ανώνυμης εταιρείας χορήγησης ειδικής εξουσιοδότησης προς πληρεξούσιο δικηγόρο για παράσταση στη δίκη αυτή, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. πρωτ. … Ανακοίνωση Καταχώρισης ανάδειξης και συγκρότησης σε σώμα του ΔΣ της ιδίας ως άνω εταιρείας που δημοσιεύτηκε στο ΓΕ.Μ.Η., διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Μιχαηλίδη του Ιωάννη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2893), κατοίκου Πειραιώς, επί της οδού Φίλωνος, αριθ.48, και κατέθεσε προτάσεις.

3η ΈΦΕΣΗ:

            ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία … … με την πρώην επωνυμία ………………………, νομίμως εκπροσωπουμένης,  εδρεύουσας στον …, επί της …,  η οποία παραστάθηκε στη δίκη, δυνάμει του υπ’ αριθ…. Πρακτικού ΔΣ της ως άνω ανώνυμης εταιρείας χορήγησης ειδικής εξουσιοδότησης προς πληρεξούσιο δικηγόρο για παράσταση στη δίκη αυτή, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. πρωτ. … Ανακοίνωση Καταχώρισης ανάδειξης και συγκρότησης σε σώμα του ΔΣ της ιδίας ως άνω εταιρείας που δημοσιεύτηκε στο ΓΕ.Μ.Η., διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Μιχαηλίδη του Ιωάννη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2893), κατοίκου Πειραιώς, επί της οδού Φίλωνος, αριθ.48, και κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Ι. Α., δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, κατοίκου ……..επί της οδού … κατά του Πίνακα Εξόδων και Δικαιωμάτων, που συνέταξε αυτός, 2) … 3) … 4) … 5) …, 6) …, 7) … 8) … 9) …, 10) …, 11) …, 12) … 13) … 14) … 15) … 16) … 17) … οι οποίοι παραστάθηκαν στη δίκη αυτή διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γεωργίου Κοντοσέα του Κωνσταντίνου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 9235), κατοίκου Πειραιώς, επί της οδού … και κατέθεσαν προτάσεις, 18) … ο οποίος παραστάθηκε στη δίκη αυτή διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημήτριου Ι. Δημητρίου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3485), κατοίκου Αθηνών, επί της οδού … και κατέθεσε προτάσεις.

            4η ΈΦΕΣΗ:

            ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: … ο οποίος παραστάθηκε στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ελευθερίου Θ. Καούτσκη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2473), κατοίκου Πειραιώς, επί της οδού …, και κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) … 2) … 3) … 4) …, 5) …, 6) … 7) … 8) …, 9) …, 10) …, 11) … 12) … 13) … 14) … 15) … 16) … οι οποίοι παραστάθηκαν στη δίκη αυτή διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γεωργίου Κοντοσέα του Κωνσταντίνου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 9235), κατοίκου Πειραιώς, επί της οδού … και κατέθεσαν προτάσεις, 17) … ο οποίος παραστάθηκε στη δίκη αυτή διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημήτριου Ι. Δημητρίου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3485), κατοίκου Αθηνών, επί της οδού … και κατέθεσε προτάσεις και 18) …, 19) … Πειραιώς, κατοικοεδρεύοντος στον …, επί της …, οι οποίοι παραστάθηκαν στη δίκη με την από 31-1-2018 δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, διά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Θεοδώρας Κουκλιάκου, δικαστικής πληρεξουσίας του Ν.Σ.Κ. και κατέθεσαν προτάσεις και 20) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία … … με την πρώην επωνυμία …………………….. , νομίμως εκπροσωπουμένης,  εδρεύουσας στον …, επί της …,  η οποία παραστάθηκε στη δίκη, δυνάμει του υπ’ αριθ…. Πρακτικού ΔΣ της ως άνω ανώνυμης εταιρείας χορήγησης ειδικής εξουσιοδότησης προς πληρεξούσιο δικηγόρο για παράσταση στη δίκη αυτή, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. πρωτ. … Ανακοίνωση Καταχώρισης ανάδειξης και συγκρότησης σε σώμα του ΔΣ της ιδίας ως άνω εταιρείας που δημοσιεύτηκε στο ΓΕ.Μ.Η., διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Μιχαηλίδη του Ιωάννη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2893), κατοίκου Πειραιώς, επί της οδού Φίλωνος, αριθ.48, και κατέθεσε προτάσεις.

Το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν Ε. Δ.   Π.  Δ.Ο.Υ. Π. ……. άσκησαν την από 3-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 18/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12564/2017 και ΕΑΚ 6229/2017 έφεση, κατά των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, κατά την τακτική διαδικασία των ανακοπών κατά πίνακα κατάταξης δανειστών μετά από πλειστηριασμό πλοίου, με την οποία ζητούσε ό,τι αναφέρεται σ’ αυτήν.

Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών Χ. Π.  Α. άσκησε την από 27-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 14/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12565/2017 και ΕΑΚ 6230/2017 έφεση, κατά των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, κατά την τακτική διαδικασία των ανακοπών κατά πίνακα κατάταξης δανειστών μετά από πλειστηριασμό πλοίου, με την οποία ζητούσε ό,τι αναφέρεται σ’ αυτήν.

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία … … με την πρώην επωνυμία … ….», και με τον διακριτικό τίτλο … …», άσκησε την από 2-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 17/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12567/2017 και ΕΑΚ 6232/2017 έφεση κατά των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, κατά την τακτική διαδικασία των ανακοπών κατά πίνακα κατάταξης δανειστών μετά από πλειστηριασμό πλοίου, με την οποία ζητούσε ό,τι αναφέρεται σ’ αυτήν.

Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών Α. Π.  Π. άσκησε την από 27-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 13/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12566/2017 και ΕΑΚ 6231/2017 έφεση κατά των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, κατά την τακτική διαδικασία των ανακοπών κατά πίνακα κατάταξης δανειστών μετά από πλειστηριασμό πλοίου, με την οποία ζητούσε ό,τι αναφέρεται σ’ αυτήν.

Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 50/2017 οριστική απόφασή του κατά την τακτική διαδικασία συνεκδίκασε επτά (7) ανακοπές, ερήμην δε της ανακόπτουσας εταιρείας με την επωνυμία … ως προς την από 5-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35396/2014 και ΕΑΚ 4585/2014 ανακοπή της και ερήμην της ανακόπτουσας εταιρείας με την επωνυμία … ως προς την από 5-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35403/2014 και ΕΑΚ 4589/2014 ανακοπή της, τις οποίες απέρριψε λόγω ερημοδικίας τους, και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων, απέρριψε δε επιπλέον την από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35795/2014 και ΕΑΚ 4795/2014 ανακοπή του Χ. Π.  Α. ως αβάσιμη, την από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35799/2014 και ΕΑΚ 4797/2014 ανακοπή του Α. Π.  Π. ως αβάσιμη και έκανε δεκτή εν μέρει την από 1-10-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 38325/2014 και ΕΑΚ 6172/2014 ανακοπή του Ε. Δ., την από 15-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35752/2014 και ΕΑΚ 4778/2014 ανακοπή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … … με την πρώην επωνυμία … ….», και με τον διακριτικό τίτλο … …» και την από 18-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35894/2014 και ΕΑΚ 4842/2014 ανακοπή του Κ. Σ.  Γ., ως εν μέρει βάσιμες κατ’ ουσίαν και προέβη κατόπιν στη μεταρρύθμιση του υπ’ αριθ. … προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης δανειστών που είχε συνταχθεί από τη συμβολαιογράφο Πειραιώς Ελένη Τσούμα, κατατάσσοντας τους νικητές ως άνω διαδίκους (ανακόπτοντες) μερικώς στο πλειστηρίασμα που ελευθερώθηκε από αυτόν και εν τέλει συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται πλέον το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν Ε. Δ. με την από 3-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 18/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12564/2017 και ΕΑΚ 6229/2017 έφεσή του, στρεφόμενη κατά των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 6-2-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 8, ζητεί δε να γίνει δεκτή για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν και στις προτάσεις του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η από 1-10-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 38325/2014 και ΕΑΚ 6172/2014 ανακοπή του στο σύνολό της, οι δε εφεσίβλητοι ζητούν την απόρριψη της έφεσής του για όσους λόγους εκθέτουν στις προτάσεις τους.

Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται πλέον ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών Χ. Π.  Α. με την από 27-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 14/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12565/2017 και ΕΑΚ 6230/2017 έφεσή του, στρεφόμενη κατά των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 6-2-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 9, ζητεί δε να γίνει δεκτή για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν και στις προτάσεις του, να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35795/2014 και ΕΑΚ 4795/2014 ανακοπή του στο σύνολό της, οι δε εφεσίβλητοι ζητούν την απόρριψη της έφεσής του για όσους λόγους εκθέτουν στις προτάσεις τους.

Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται πλέον η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία … … με την πρώην επωνυμία … ….», και με τον διακριτικό τίτλο … …» με την από 2-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 17/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12567/2017 και ΕΑΚ 6232/2017 έφεσή της, στρεφόμενη κατά των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 6-2-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό10, ζητεί δε να γίνει δεκτή για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν και στις προτάσεις της, να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η από 15-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35752/2014 και ΕΑΚ 4778/2014 ανακοπή της στο σύνολό της, οι δε εφεσίβλητοι ζητούν την απόρριψη της έφεσής της για όσους λόγους εκθέτουν στις προτάσεις τους.

Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται πλέον ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών Α. Π.  Π. με την από 27-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 13/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12566/2017 και ΕΑΚ 6231/2017 έφεσή του, στρεφόμενη κατά των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 6-2-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 11, ζητεί δε να γίνει δεκτή για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν και στις προτάσεις του, να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35799/2014 και ΕΑΚ 4797/2014 ανακοπή του στο σύνολό της, οι δε εφεσίβλητοι ζητούν την απόρριψη της έφεσής του για όσους λόγους εκθέτουν στις προτάσεις τους.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ, οι ως άνω εφέσεις συνεκφωνήθηκαν λόγω συνάφειας και διάδικοι παραστάθηκαν ως άνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους προφορικά, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και τις προτάσεις που κατέθεσαν στη δίκη.

MEΛETHΣE TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNA  ME TOΝ  NOMO

    Νομίμως εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 3-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 18/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12564/2017 και ΕΑΚ 6229/2017 έφεση του Ε. Δ., όπως νομίμως εκπροσωπείται εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά κατά των: 1) Α. Ρ.  Ν., 2) … 3) … 4) …, 5) …l), 6) … 8) … 10) … 13) … 14) …, 16) Φ. Δ.  Σ.,  18) Ε. Τ.  Γ., Β) η από 27-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 14/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12565/2017 και ΕΑΚ 6230/2017 έφεση του Χ. Π.  Α. κατά των: 1) Α. Ρ.  Ν., 2) … 3) … 4) …, 5) …l), 6) … 8) … 10) … 13) … 14) …, 16) Φ. Δ.  Σ., 17) Κ. Σ.  Γ., 18) Ε. Δ. και … Πειραιώς, και 19) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία … … με την πρώην επωνυμία … Εμπορική-Εισαγωγική-Εξαγωγική-Αντιπροσωπευτική-Τεχνική&Επισκευαστική Α.Ε.», και με τον διακριτικό τίτλο … …», Γ) η από 2-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 17/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12567/2017 και ΕΑΚ 6232/2017 έφεση της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία … … με την πρώην επωνυμία … ….», και με τον διακριτικό τίτλο … …» κατά των: 1) Ι. Α., 2) Α. Ρ.  Ν., 3) … 4) … 5) …, 6) …l), 7) Δ. Κ.  Ι., 8) … 9) … 10) …, 11) … 13) … 14) … 15) … 16) Α. Α.  Ι., 17) Φ. Δ.  Σ., 18) Κ. Σ.  Γ. και Δ) η από 27-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 13/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12566/2017 και ΕΑΚ 6231/2017 έφεση του Α. Π.  Π. κατά των: 1) Α. Ρ.  Ν., 2) … 3) … 4) …, 5) …l), 6) … 8) … 10) … 13) … 14) …, 16) Φ. Δ.  Σ., 17) Κ. Σ.  Γ., 18) Ε. Δ. και … Πειραιώς, και 19) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία … … με την πρώην επωνυμία … Εμπορική-Εισαγωγική-Εξαγωγική-Αντιπροσωπευτική-Τεχνική&Επισκευαστική Α.Ε.», και με τον διακριτικό τίτλο … …», η συζήτηση των οποίων εφέσεων προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 6-2-2018 με αύξοντες αριθμούς πινακίου 8, 9 10 και 11. Οι ως άνω εφέσεις πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία (τακτική ανακοπών), είναι συναφείς μεταξύ τους, έχουν τους ίδιους διαδίκους, βάλλουν κατά της ίδιας οριστικής απόφασης υπ’ αριθ. 50/2017 του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, αφορούν την ίδια υπόθεση συνεκδίκασης ανακοπών κατά πίνακα κατάταξης δανειστών επί εκπλειστηριάσματος που επετεύχθη μετά τον πλειστηριασμό πλοίου, βάλλοντας κατά του ίδιου υπ’ αριθ.10312/2014 πίνακα κατάταξης δανειστών που συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο Πειραιώς Ελένη Τσούμα, κατόπιν πλειστηριασμού πλοίου, και έτσι από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων, αποτρέπεται δε σε κάθε περίπτωση η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων από διαφορετικά επιληφθέντα δικαστήρια (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΜονΠρΠειρ 428/2019, ΜονΠρΘεσ 18067/2017 ΤΝΠ Νόμος).

Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 974 ΚΠολΔ, αν το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθεί εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, αυτός, όπως και εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, καθώς και κάθε δανειστής που αναγγέλθηκε, έχουν δικαίωμα μέσα σε πέντε ημέρες αφότου λήξει η προθεσμία για την αναγγελία να υποβάλλουν παρατηρήσεις ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ο οποίος συντάσσει πράξη. Μέσα σε άλλες δέκα ημέρες αφότου λήξει η προθεσμία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, αφού λάβει υπόψη του και τις παρατηρήσεις που τυχόν έχουν υποβληθεί, συντάσσει πίνακα κατάταξης. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 971 παρ.1 και 975 παρ.1, 932, 979 ΚΠολΔ προκύπτει ότι από το πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε με τον αναγκαστικό πλειστηριασμό, προαφαιρούνται όλες οι δαπάνες, που εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον των δανειστών και οι οποίες ήταν «αναγκαίες» για τη διεξαγωγή του συνόλου της εκτελεστικής διαδικασίας, από τη λήψη του απογράφου μέχρι την αποπεράτωση της. Με βάση δε το άρθρο 975 ΚΠολΔ, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται με την εξής σειρά: Αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, κατατάσσονται 1) … 2) … 3) οι απαιτήσεις που έχουν ως βάση τους την παροχή εξαρτημένης εργασίας, οι απαιτήσεις των δασκάλων, καθώς και οι απαιτήσεις από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις των δικηγόρων είτε αμείβονται κατά υπόθεση είτε με πάγια περιοδική αμοιβή, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή κήρυξης της πτώχευσης. Οι αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των δικηγόρων για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής κατατάσσονται στην τάξη αυτή ανεξαρτήτως του χρόνου στον οποίο προέκυψαν. Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας γενικής γραμματείας κοινωνικών ασφαλίσεων, οι απαιτήσεις αποζημίωσης σε περίπτωση θανάτου του υπόχρεου προς διατροφή, καθώς και οι απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω αναπηρίας ποσοστού εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης, όπως το τρίτο εδάφιο της παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 19 παρ.10 του Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012, με έναρξη ισχύος από 2 Απριλίου 2012. Η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά, κατά το άρθρο 977, γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξεως αυτής, η δε περίπτωση 3 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 56 του Ν.3994/2011, ΦΕΚ Α 165/25.7.2011, με το άρθρο 72 παρ.5 του οποίου νόμου ορίζεται ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση, διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν μετά την έναρξη της ισχύος του και τα άρθρα 959 παρ.2, 963 και 975 παρ.3 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και επί πλειστηριασμών, που θα διενεργηθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος …..4) … 5) οι απαιτήσεις του δημοσίου και των δήμων και κοινοτήτων από φόρους που ορίστηκαν από την αξία της προσόδου ή από το είδος των πραγμάτων που πλειστηριάστηκαν και που αφορούν το έτος που έγινε ο πλειστηριασμός και το προηγούμενο. Κατά δε το δεύτερο εδάφιο της παρ.1 άρθρου 61 του Κ.Ε.Δ.Ε. (Ν.Δ.356/1974), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 33 Ν.4141/2013 (ΦΕΚ Α 81/5.4.2013), ορίζεται ότι κατ’ εξαίρεση, για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, το Δημόσιο κατατάσσεται στην υπ’ αριθ.2 σειρά του ίδιου άρθρου και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ…6) … 7) … Βάσει δε της ΚΠολΔ 976, οι απαιτήσεις που έχουν προνόμιο επάνω σε ορισμένο κινητό πράγμα ή σε ποσότητα χρημάτων κατατάσσονται με την ακόλουθη σειρά, εφόσον πρόκειται να διανεμηθεί το πλειστηρίασμα του πράγματος ή η ποσότητα χρημάτων, 1) οι απαιτήσεις που προέκυψαν από δαπάνες για τη διατήρηση του πράγματος, 2) οι απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει ενέχυρο, 3) οι απαιτήσεις που προέκυψαν από δαπάνες για την παραγωγή και τη συγκομιδή καρπών, ενώ βάσει της ΚΠολΔ 977, ορίζεται ότι, αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και οι απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθ.3, προτιμώνται οι πρώτες. Αν υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθ.1 και 2, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 975 ικανοποιούνται έως το ένα τρίτο του ποσού του πλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές και τα δύο τρίτα διατίθενται για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθ.1 και 2. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από το ένα τρίτο ή τα δύο τρίτα, μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των άρθρων 975 και 976 αριθ.1 και 2, κατά το προηγούμενο εδάφιο, κατατάσσονται, ώσπου να καλυφθούν, οι απαιτήσεις της άλλης από τις προαναφερόμενες δύο κατηγορίες, που δεν έχουν ικανοποιηθεί. Αν υπάρχουν περισσότερες απαιτήσεις από αυτές που αναφέρονται στα άρθρα 975 ή 976, η απαίτηση της προηγούμενης τάξης προτιμάται από την απαίτηση της επόμενης τάξης και αν είναι της ίδιας τάξης ικανοποιούνται συμμέτρως. Αν συντρέχουν περισσότερες απαιτήσεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 976 αριθ.2, ακολουθείται η κατά το ουσιαστικό δίκαιο σειρά. Το ποσό που απομένει μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των άρθρων 975 και 976 διανέμεται συμμέτρως στους υπόλοιπους δανειστές που έχουν αναγγελθεί (ΕφΠειρ 229/2013 ΕΝΔ 2008.424). Με βάση δε το άρθρο 1007 ΚΠολΔ, για την κατάταξη των δανειστών εφαρμόζονται τα άρθρα 975 έως 978, εκτός από τη διάταξη του άρθρου 976 αριθ.3. Τη θέση της απαίτησης του άρθρου 976 αρ.2 παίρνει η ενυπόθηκη απαίτηση. Η απαίτηση υπέρ της οποίας έχει εγγραφεί προσημείωση κατατάσσεται τυχαίως. Από τον συνδυασμό των άρθρων 1274, 1276, 1277 ΑΚ, 976, 977 παρ.2 εδ.β’, 978, 1007 παρ.1 ΚΠολΔ και 41 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ προκύπτει ότι η απαίτηση που είναι ασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης, δεν εξομοιώνεται με ενυπόθηκη, αλλά χορηγεί δικαίωμα μόνο προτιμήσεως για απόκτηση υποθήκης και, ταυτοχρόνως, δικαίωμα τυχαίας μεν, αλλά προνομιακής κατατάξεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1007 §1 KΠολΔ (AΠ 1392/1999 EλλΔνη 41.765). Κατά την ΚΠολΔ 978, απαιτήσεις που εξαρτώνται από αίρεση ή αμφίβολες κατατάσσονται τυχαίως. Η ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών μπορεί να γίνει μόνο με εγγυοδοσία. Απαιτήσεις υπό προθεσμία κατατάσσονται αφού αφαιρεθεί ο τόκος που αναλογεί έως τη λήξη τους. Όταν απαίτηση κατατάσσεται τυχαίως, ο υπάλληλος του πλειστηριασμό ορίζει στον πίνακα της κατάταξης πώς θα κατανέμεται το ποσό που αναλογεί στην απαίτηση, αν αυτή πάψει να υπάρχει. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται υποχρέωση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού να περιλάβει στον πίνακα κατατάξεως πρόβλεψη για την επικουρική κατανομή των ποσών που αντιστοιχούν στις απαιτήσεις που έχουν καταταγεί τυχαίως, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε ματαιωθεί η αίρεση ή ο όρος της κατατάξεως. Ο τρόπος της ματαιώσεως, και γενικά ο χρόνος και οι όροι της εξόδου από την αβεβαιότητα, εξαρτώνται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις και το περιεχόμενο του πίνακα. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή τόσο στις υπό αίρεση όσο και στις αμφίβολες ή ενδεχόμενες απαιτήσεις, που έχουν καταταγεί τυχαίως. Η κατά τον τρόπο αυτό κατανομή αποτελεί επικουρική κατάταξη, η δε ικανοποίηση και πληρωμή των απαιτήσεων θα λάβει χώρα, εάν και εφόσον η τυχαία κατάταξη ματαιωθεί συνολικά ή κατά ένα μέρος. Η επικουρική αυτή κατάταξη θα γίνει με βάση τις αναγγελίες που έχουν γίνει νομίμως και εμπροθέσμως, δεδομένου ότι ο πίνακας είναι ενιαίος και αναφέρεται σε ορισμένο πλειστηριασμό, από τη σκοπιά δε του περιεχομένου της δυνατό να είναι οριστική ή τυχαία, οπότε την τελευταία επακολουθεί νέα επικουρική κατάταξη. Το βάρος αποδείξεως των ανεκκαθάριστων απαιτήσεων φέρει ο δικαιούχος, οι προϋποθέσεις δε άρσης της αβεβαιότητας αποτελούν ζήτημα ερμηνείας του περιεχομένου της τυχαίας κατάταξης στο σχετικό πίνακα που έχει συνταγεί, χωρίς να επηρεάζεται το κατά το άρθρο 979 παρ.2 ΚΠολΔ, δικαίωμα του δανειστή που βλάπτεται από την τυχαία κατάταξη να ασκήσει ως προς αυτή ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως (ΕφΠειρ 229/2013 Αρμ 2010.538). Οι ανακοπές κατά των δανειστών που έχουν καταταγεί τυχαίως και επικουρικώς, πρέπει να ασκηθούν εντός της προθεσμίας του άρθρου 979 § 2 ΚΠολΔ, εφόσον το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή δικαιούται να κρίνει την εγκυρότητα της τυχαίας και επικουρικής κατατάξεως (ΕφΑθ 3519/2006 ΕλΔ 2008.858, βλ. σχετ. Ι.Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλσεις, άρθρο 978, παρ.427, σελ.1157). Οριστικά πρέπει να καταταγεί η απαίτηση, που αποδεικνύεται με τελεσίδικη απόφαση, με οριστική αλλά προσωρινά εκτελεστή απόφαση, με διαιτητική απόφαση, με αλλοδαπή απόφαση κηρυχθείσα εκτελεστή στην ημεδαπή, με άλλο εκτελεστό τίτλο (π.χ. διαταγή πληρωμής, πρακτικά συμβιβασμού). καθώς και η αναγγελθείσα βάσει του άρθρου 55 παρ.3 του ΚΕΔΕ απαίτηση του Δημοσίου (ΕφΠειρ 229/2013 ΤΝΠ Νόμος, βλ. σχετ. Β.Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 978, παρ.6, σελ.963). Βάσει δε του άρθρου 979 ΚΠολΔ, μέσα σε τρεις (3) ημέρες αφότου συνταχθεί ο πίνακας, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού καλεί με έγγραφο εκείνον υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν, για να λάβουν γνώση του πίνακα κατάταξης. Μέσα σε δώδεκα (12)εργάσιμες ημέρες αφότου επιδοθεί η πρόσκληση της παρ.1 οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα της κατάταξης, οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933επ. Αντίγραφο της ανακοπής επιδίδεται, μέσα στην ίδια προθεσμία, και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Το τρίτο εδάφιο της παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο 11 άρθρου 19 του Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012, με έναρξη ισχύος από 2-4-2012. Η ανακοπή της ΚΠολΔ 979 §2 αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της (γενικής) ανακοπής των άρθρων 583επ. ΚΠολΔ, την οποία και αποκλείει. Ειδικότερα, προσβάλλεται ο πίνακας κατατάξεως που συντάσσει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, με στόχο την ακύρωση ή τροποποίησή του δια της αποβολής του καθ’ ου η ανακοπή και της κατάταξης του ανακόπτοντος (AΠ 190/1987 EλλΔνη 29.496, Mπρίνια, Aναγκαστική Eκτέλεσις, έκδ.B’, άρθρο 979, παρ.430, σελ.1161επ.). Την ανακοπή δικαιούνται να ασκήσουν ο επισπεύσας την εκτέλεση, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθ’ ου η εκτέλεση (ΑΠ 295/1997 ΝοΒ 1998.1239), όμως για την άσκησή της απαιτείται η συνδρομή αμέσου εννόμου συμφέροντος (OλAΠ 1096/1986 EλλΔνη 27.1126) και εφαρμόζονται τα άρθρα 933επ. ΚΠολΔ. Η ανακοπή ασκείται εντός δώδεκα (12) εργασίμων ημερών αφότου επιδοθεί από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού η πρόσκληση της παρ.1 προς τον υπέρ ου και τον καθ’ ου η εκτέλεση και προς τους αναγγελθέντες δανειστές. Η προθεσμία αυτή (ενεργείας) αφετηριάζεται από την επομένη της επιδόσεως της προσκλήσεως και λήγει την 19.00′ ώρα της τελευταίας ημέρας (EφAθ 1877/1990 NοB 38.1020, EφAθ 1854/1990 EλλΔνη 32.1021), χωρίς να υπολογίζονται οι Κυριακές και οι ημέρες αργίας, που εμφιλοχωρούν, μεταξύ των οποίων και το Σάββατο (ΑΠ 695/2003 Νόμος, ΑΠ 1179/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 303/2003 ΑρχΝ 2005.161, βλ. Bαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 979, αρ.22). Aν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία ο πίνακας κατατάξεως καθίσταται απρόσβλητος (EφAθ 1854/1990 EλλΔνη 32.1021), ενώ, εντός αυτής, απαιτείται και κοινοποίηση προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, κατά του οποίου όμως δεν απευθύνεται η ανακοπή (EφAθ 8629/1985 EλλΔνη 27.322, βλ. Bαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 979, αρ.27), χωρίς ωστόσο η παράλειψη επίδοσης της ανακοπής σ’ αυτόν ή η μη εμπρόθεσμη επίδοσή της να επιδρά ακυρωτικώς στην άσκηση της ανακοπής, παρά μόνο με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, που πρέπει να επικαλείται ο καθ’ ου (EφAθ 6140/1992 αδημ.). Περαιτέρω, οι λόγοι ανακοπής μπορούν να αφορούν (ΑΠ 295/1997 ΝοΒ 1998.1239): α) είτε την ύπαρξη της απαιτήσεως του δανειστή ή του προνομίου της, οπότε, αν αυτή δεν έχει καταταγεί καθόλου ή ως προνομιακή στον πίνακα κατατάξεως, αλλά τυχαία, γιατί ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εξέλαβε την απαίτηση ή το προνόμιό της ως αναπόδεικτα, o ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτηση ή το προνόμιο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να είναι δυνατά η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου, o ορισμός του θέματος αποδείξεως και η άμυνα του καθ’ ου (ΑΠ 277/1997 ΕλλΔνη 38.1800, ΑΠ 1099/1996 ΕλλΔνη 1997.1088, ΕφΑθ 11104/1996 ΕλλΔνη 1998.627), β) είτε την προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της απαιτήσεως του καθ’ ου, που έχει καταταγεί, οπότε ο ανακόπτων φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης των πραγματικών γεγονότων που θεμελιώνουν τους αυτοτελείς ισχυρισμούς (ΑΠ 484/1989 ΕλλΔνη 31.1438, ΕφΑθ 4634/1997 ΕλλΔνη 39.1656, ΕφΠειρ 999/1984 ΝοΒ 1985.484), γ) είτε την απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαιτήσεως του καθ’ ου που έχει καταταγεί ή του προνομίου της, οπότε αρκεί η άρνηση για το ορισμένο του λόγου (ΑΠ 1717/1999 ΕλλΔνη 41.1000, ΑΠ 14/1995 ΕλλΔνη 37.109), ενώ στον καταταγέντα και καθ’ ου η ανακοπή δανειστή ανήκει το βάρος επίκλησης και απόδειξης των γενεσιουργών της απαιτήσεώς του γεγονότων, καθώς και όσων της προσδίδουν προνομιακό χαρακτήρα (AΠ 1722/1998 EλλΔνη 40.602, βλ. Μπρίνια, Aναγκαστική Eκτέλεσις, άρθρο 979, παρ.433, σελ.1183-1187). Το νόμω και ουσία βάσιμο των απαιτήσεων των αναγγελθέντων δανειστών θα κριθεί αποκλειστικά με βάση τους ισχυρισμούς τους στο αναγγελτήριο (ΕφΠειρ 335/1997 ΕπΕμπΔ 1997.571). Δικονομικός είναι ο λόγος ανακοπής που αφορά τον τρόπο κατάταξης των δανειστών, προνομιούχων ή εγχειρόγραφων, όταν με την ανακοπή προβάλλεται ότι ο ανακόπτων έχει προνόμιο που ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν έλαβε καθόλου υπόψη ή ισχυρότερο από αυτό που έλαβε υπόψη (ΑΠ 627/1994 ΕλλΔνη 1995.842, βλ. Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Ειδικό μέρος, σελ.648, 649, 651). Εξάλλου, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου κρίνεται βάσει του τίτλου με τον οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση (άρθρο 979 §2 σε συνδ. 933 §§1-2 ΚΠολΔ, EφAθ 11664/1990 EλλΔνη 33.887). Η ανακοπή δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία (EφAθ 191/1970 NοB 18.343), εφαρμοζομένων των 933επ. KΠολΔ (βλ. Bαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 979, αρ.64, σελ.992), εκτός αν η προς κατάταξη αμφισβητούμενη αξίωση (προς ικανοποίηση της οποίας επισπεύσθηκε η εκτέλεση) δικάζεται με ειδική διαδικασία, οπότε εφαρμόζεται και στην ανακοπή η ειδική αυτή διαδικασία (ΑΠ 1630/1983 ΝοΒ 32.1367, ΕφΑθ 910/2004 ΕλλΔνη 2005.531, EφAθ 4634/1997 EλλΔνη 39.1656, EφΠατρ 821/1994 EλλΔνη 37.1628, βλ. Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Ειδικό Μέρος, σελ.656). Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 980 ΚΠολΔ, ορίζεται ότι αν δεν ασκήθηκε ανακοπή κατά του πίνακα της κατάταξης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού διανέμει αμέσως το πλειστηρίασμα. Αν κάποιος από τους δανειστές άσκησε ανακοπή, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν μπορεί να πληρώσει τους δανειστές των οποίων η κατάταξη προσβάλλεται με την ανακοπή. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή μπορεί, σε κάθε στάση της δίκης, αν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η ανακοπή, να διατάξει να γίνει η πληρωμή με εγγυοδοσία.

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 972 παρ.1 και 974 έως 979 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατατάξεως προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατατάξεως, οι οποίες μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαιτήσεως του καθ’ ου η ανακοπή, η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατατάξεως. Σύμφωνα με τα άρθρα 118, 216 και 217 ΚΠολΔ, η από τις διατάξεις των άρθρων 979 παρ.2, 933επ. και 585 παρ.2 ΚΠολΔ ρυθμιζόμενη ανακοπή κατά πίνακα κατατάξεως δανειστών, όπως και κάθε δικόγραφο εισαγωγικό δίκης, πρέπει να είναι σαφής και ορισμένη και να περιέχει τους λόγους της και όλα τα για την πληρότητα της απαιτούμενα στοιχεία, μεταξύ των οποίων και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν και εξειδικεύουν την απαίτηση του ανακόπτοντος και δικαιολογούν την εκ μέρους αυτού άσκηση της κατά του καθ’ ου αυτή απευθύνεται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον τελευταίο να αμυνθεί και στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα και την ουσιαστική βασιμότητα της εν λόγω απαίτησης, καθώς και την τυχόν ύπαρξη προνομίου, στην περίπτωση δε αμφισβήτησης αυτής, να τάξει το οικείο θέμα αποδείξεως (ΑΠ 1099/1996 ΕλλΔνη 1997.1088, ΑΠ 1260/1991 ΕΕΝ 1993.66, ΑΠ 187/1987 ΕλλΔνη 1988.494, ΕφΠειρ 229/2013 ΕΝΔ 2008.424, ΕφΠειρ 131/2012 ΕΝΔ 2012.209, ΕφΠειρ 501/2008 ΤΝΠ Νόμος). Είναι επομένως αναγκαία τα ανωτέρω, ακόμη και αν ο λόγος της ανακοπής συνίσταται στην απλή άρνηση της απαιτήσεως ή της σειράς και της τάξεως κατατάξεως (ΕφΠειρ 198/2003 ΕΝΔ 2003.145). Στην αντίθετη περίπτωση, η ανακοπή είναι απορριπτέα και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, η δε αοριστία της δεν είναι δυνατό να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με άλλα έγγραφα και μάλιστα από το περιεχόμενο της αναγγελίας και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία και αποδεικνύουν την απαίτηση (ΑΠ 1949/2009, ΑΠ 849/2009, ΑΠ 1101/2006, ΑΠ 440/2004, ΑΠ 194/2003, ΑΠ 1700/2002, ΑΠ 1783/2001, ΑΠ 337/1998, ΑΠ 1351/1998, ΕφΠειρ 361/2010, ΕφΠειρ 147/2010, ΕφΠειρ 501/2008, ΕφΑθ 2074/2008, ΕφΝαυπλ 412/2007, ΕφΠειρ 270/2006 ΤΝΠ Νόμος). Το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120 ΚΠολΔ, και τους λόγους της ανακοπής που αποτελούν την ιστορική της βάση (ΑΠ 1491/2003 ΕλλΔνη 2004.437), που ανάγονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο και αφορούν την ύπαρξη ή το μέγεθος της απαίτησης του καταταγέντος δανειστή είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ169/2012 ΤΝΠ Νόμος) και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατατάξεως. Οι λόγοι αυτοί του διαπλαστικού χαρακτήρα ένδικου βοηθήματος της ανακοπής κατά πίνακα κατατάξεως, που ασκεί ο μη καταταγείς δανειστής, με σκοπό αποβολής άλλου καταταγέντος και αντίστοιχης κατατάξεως αυτού, μπορεί να αφορούν: (α) είτε την ύπαρξη της ίδιας της απαίτησης του ανακόπτοντος δανειστή ή του προνομίου της, στην περίπτωση που αυτή δεν κατατάχθηκε καθόλου ή ως προνομιακή στον προσβαλλόμενο πίνακα, οπότε ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει (και να αποδείξει) στην ανακοπή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτησή του και το προνόμιό της, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου της ανακοπής του και η άμυνα του καθ’ ου, δεν επιτρέπεται δε η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση της απαίτησής του περιστατικών με τις προτάσεις του ή με άλλα έγγραφα και μάλιστα με το περιεχόμενο της αναγγελίας και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία και αποδεικνύουν την απαίτηση (ΑΠ 849/2009, ΕΠολΔ 2010.249, ΑΠ 440/2004, ΕφΠειρ 131/2012, ΕΝΔ 2012.209), (β) είτε σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ’ ου, που κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα (γ) είτε σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσας απαίτησης του καθ’ ου ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος υποχρεούται να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του ή του προνομίου της πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1783/2001 ΕΝΔ 2002.310), αρκεί δε στην περίπτωση αυτή μόνη η άρνηση της απαίτησης του καθ’ ου από τον ανακόπτοντα για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος της ανακοπής του, αφού ο καθ’ ου βαρύνεται πλέον αυτός να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής του (ΑΠ 1501/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1052/2005 ΕλλΔνη 2005.1086, ΑΠ 1340/2004 ΕλλΔνη 2005.1433, ΑΠ 1666/2003 ΕλλΔνη 2005.1716, ΑΠ 404/2003 ΕλλΔνη 2003.1602, ΑΠ 183/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 361/2010 ΕΝΔ 2010.236). Όμως, ακόμη και όταν ο λόγος της ανακοπής δεν αφορά την απαίτηση του ανακόπτοντος ή του προνομίου της, υποχρεούται αυτός να προσδιορίσει με την ανακοπή του την απαίτησή του κατά το είδος, το ποσό και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, αφού η ύπαρξη απαίτησής του είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για να δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του και κατ’ επέκταση η ενεργητική νομιμοποίησή του για την άσκηση της ανακοπής (ΑΠ 1281/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1949/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 849/2009 ΕΠολΔ 2010.249, ΑΠ 440/2004 ΤΝΠ Νόμος). Ο καθ’ ου η ανακοπή φέρει το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως των γενεσιουργών της απαιτήσεώς του γεγονότων, καθώς και εκείνων που προσδίδουν σε αυτή προνομιακό χαρακτήρα, γιατί διαφορετικά, εάν δηλαδή ο καθ’ ου η ανακοπή, δεν επικαλεσθεί κατά τη συζήτηση της ανακοπής με τρόπο σαφή και ορισμένο αυτά τα γεγονότα ή δεν τα αποδείξει, γίνεται δεκτή η ανακοπή (ΑΠ 1052/2015, ΑΠ 644/2011, ΑΠ 60/2011, ΑΠ 1311/2009, ΑΠ 1297/2005, ΕφΠειρ 361/2010, ΕφΠειρ 147/2010, ΕφΑθ 146/2007, ΕφΠειρ 902/2007, ΕφΠειρ 933/2006, ΕφΠειρ 632/2006 ΤΝΠ Νόμος). Η περιγραφή της απαίτησης του ανακόπτοντος και του προνομίου της δικαιολογούν το έννομο συμφέρον του τελευταίου, που ασκεί και νομιμοποιητική λειτουργία, αφού η διά της παραδοχής της ανακοπής αποβολή από τον πίνακα του καθ’ ου προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την ύπαρξη κατατακτέας απαιτήσεως του ανακόπτοντος. Ακόμη κι αν ο λόγος της ανακοπής αφορά αποκλειστικά την απαίτηση του καθ’ ου η ανακοπή, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να επεκτείνει τον έλεγχό του και στην απαίτηση του ανακόπτοντος, γιατί δεν είναι δυνατή η αποδοχή του αιτήματος του ανακόπτοντος για κατάταξη στη θέση του καθ’ ου αν δεν κριθεί το βάσιμο της απαιτήσεώς του. Σε αντίθετη περίπτωση,η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί (ΑΠ 14/1995, ΕφΠειρ  902/2007, ΕφΑθ 6177/2003, ΕφΑθ 5334/2001, ΕφΑθ 5335/2001 ΤΝΠ Νόμος). Σημειωτέον ότι η ανωτέρω άρνηση ή αμφισβήτηση της υπάρξεως της απαιτήσεως για την οποία έγινε η κατάταξη, μπορεί να γίνει και στην περίπτωση ακόμη που αυτή αποδεικνύεται έναντι του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη από έγγραφα τα οποία έχουν αποδεικτική δύναμη έναντι αυτού. Η εξειδίκευση της απαίτησης του ανακόπτοντος ήδη με το δικόγραφο της ανακοπής του είναι αναγκαία και όταν στηρίζει την απαίτησή του σε έγγραφα με αποδεικτική δύναμη έναντι του καθ’ ου η εκτέλεση ή στο δεδικασμένο απόφασης, αφού η αποδεικτική δύναμη των εγγράφων αυτών, καθώς και το δεδικασμένο απόφασης που εκδόθηκε μεταξύ του ανακόπτοντος και του καθ’ ου η εκτέλεση, δεν δεσμεύουν τρίτους, όπως είναι οι λοιποί δανειστές που αναγγέλθηκαν (ΑΠ 1860/2013 ΕφΑΔ 2014.179, ΑΠ 1501/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 387/2001 ΕλλΔνη 2002.123).Οι τελευταίοι, μαχόμενοι κατά του κύρους του πίνακα κατατάξεως, στο πλαίσιο της διεξαγόμενης κατόπιν ασκήσεως της εν λόγω ανακοπής δίκης, είναι τρίτοι έναντι του καθ’ ου και δεν δεσμεύονται ούτε ωφελούνται από το μεταξύ αυτού και οποιουδήποτε δανειστή δεδικασμένο. Έτσι, ο ανακόπτων δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο αποφάσεως μεταξύ του καθ’ ου η ανακοπή και του καθ’ ου η εκτέλεση (βλ. ΑΠ 1031/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 644/2011 ΕλλΔνη 2011.1018, ΕφΑθ 267/2012 ΤΝΠ Νόμος). Ως συνέπεια του ότι ο ανακόπτων μπορεί να στραφεί κατά συγκεκριμένων δανειστών, των οποίων προσβάλλει την κατάταξη, η νομική ενέργεια της δίκης και συνακόλουθα το δεδικασμένο, που θα προκύψει, περιορίζεται μόνο στους διαδίκους, Η αναμόρφωση του πίνακα γίνεται μόνο προς όφελος του ανακόπτοντος – κατά το μέτρο που έγινε δεκτή η ανακοπή – και μόνο σε βάρος του δανειστή, εναντίον του οποίου στρέφεται αυτή, χωρίς δηλαδή να ωφελούνται ή να βλάπτονται οι άλλοι δανειστές του πίνακα που δεν άσκησαν ανακοπή ή δεν στράφηκε εναντίον τους η ανακοπή άλλου δανειστή, έστω και αν χωρίς το σφάλμα, εξαιτίας του οποίου ανατράπηκε ο πίνακας, θα ήταν διαφορετική η θέση τους σε αυτόν (ΑΠ 1266/1974 ΕΕΝ 42.608). Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή περιορίζεται στα όρια του αιτήματος του ανακόπτοντος και δεν έχει περαιτέρω εξουσία προς διαμόρφωση του πίνακα κατάταξης και των λοιπών. Περαιτέρω δε, ο λόγος της ανακοπής κατά πίνακα κατατάξεως που ασκεί ο μη καταταγείς δανειστής προς το σκοπό αποβολής άλλου καταταγέντος και αντίστοιχης κατατάξεως αυτού μπορεί να συνίσταται και σε μόνη την απλή αμφισβήτηση και άρνηση της απαιτήσεως του καταταγέντος ή του προνομιακού χαρακτήρα αυτής. Στην περίπτωση αυτή στον καταταγέντα και καθ’ ου η ανακοπή δανειστή ανήκει το βάρος της επικλήσεως και της αποδείξεως των παραγωγικών της απαιτήσεως ή του προνομίου της πραγματικών γεγονότων. Έτσι, ο καθ’ ου η ανακοπή οφείλει να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το μέγεθος και τον προνομιακό χαρακτήρα της απαιτήσεως για την οποία έχει καταταγεί (ΑΠ 60/2011 ΕλλΔνη 2011.772). Στο δικόγραφο απαιτείται να αναφέρεται και να εξειδικεύεται η απαίτηση του ανακόπτοντος, που επιδιώκεται να καταταγεί, έστω και εν μέρει στη θέση, που θα προκύψει μετά την ακύρωση των εκκαθαρισθέντων εξόδων, το είδος, το ποσό και η έννομη σχέση, από την οποία προέκυψε, διότι έτσι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να ερευνήσει τη βασιμότητά της και το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, αλλά και στον καθ’ ου να αμυνθεί. Δεν απαιτείται, όμως, η ίδια λεπτομερειακή περιγραφή, όπως απαιτείται για αγωγή, ενώ στην περίπτωση αυτή η ανακοπή μπορεί να συμπληρωθεί, με βάση τα έγγραφα που υπάρχουν στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο. Η διαφοροποίηση έγκειται, αφενός, στο ότι οι απαιτήσεις δεν αποδεικνύονται δικαστικά, αλλά βεβαιώνονται από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, αφετέρου, αντικείμενο είναι η αναγκαστική εκτέλεση, που θα πρέπει να συνεχιστεί, με όσο το δυνατόν λιγότερα προσκόμματα. Ο ανακόπτων που αρνείται με την ανακοπή του ή αμφισβητεί την ύπαρξη ή έκταση απαίτησης είτε καταταχθέντος δανειστή είτε των προαφαιρεθέντων εξόδων εκτέλεσης, αρκεί να προβάλλει την άρνηση ή αμφισβήτηση κατά τρόπο ευκρινή, για να αποτελεί παραδεκτό και ορισμένο λόγο ανακοπής διότι, το βάρος απόδειξης της ύπαρξης της απαίτησης όπως και του ύψους της, αλλά και των παραγωγικών της απαίτησής του περιστατικών φέρει ο καθ’ ου η ανακοπή (ΑΠ 1023/2009 ΧρΙΔ 2010.280, ΕφΠειρ 229/2013 ΕΝΔ 2008.424).

ΙΙΙ. Επισημαίνεται δε ότι με την ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως, προσβάλλεται η διαδικασία της κατατάξεως ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, η οποία αρχίζει με την αναγγελία και λήγει με τη σύνταξη του πίνακα και η διαδικασία της εκτελέσεως μέχρι τον πλειστηριασμό. Εντεύθεν, παρέπεται ότι με την ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως που απευθύνεται κατά του επισπεύδοντος δανειστή, μπορούν να προβληθούν μόνο πλημμέλειες που αναφέρονται στη διαδικασία της κατατάξεως και τον πίνακα κατατάξεως, καθώς και πλημμέλειες αναφερόμενες στην ύπαρξη ή το μέγεθος της απαιτήσεως, αλλά αναγόμενες σε χρόνο μετά τον πλειστηριασμό, διότι οι πλημμέλειες αυτές (αναφερόμενες στην ύπαρξη ή το μέγεθος της απαιτήσεως και αναγόμενες σε χρόνο προ του πλειστηριασμού), δυνάμενες να προβληθούν με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μέσα στην προθεσμία που ορίζει η παρ.1 περ.β΄ του άρθρου 934 ΚΠολΔ (ήτοι μέχρι τη σύνταξη της εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως) και μη προβληθείσες, δεν μπορούν να προβληθούν παραδεκτώς με την ανακοπή του άρθρου 979 παρ.2 ΚΠολΔ αφού, στην αντίθετη περίπτωση, θα παραβιάζετο το σύστημα της σταδιακής προσβολής των πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως, που καθιερώνει το άρθρο 934 ΚΠολΔ για την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με σκοπό την ταχεία περαίωση της διαδικασίας της εκτελέσεως και την ασφάλεια των συναλλαγών (ΑΠ 485/1997 ΤΝΠ Νόμος). Η ανακοπή του άρθρου 979 παρ.2 KΠολΔ, που αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της (γενικής) ανακοπής των άρθρων 583επ. ΚΠολΔ, την οποία και αποκλείει, είναι ένδικο βοήθημα διαπλαστικού χαρακτήρα, με το οποίο προσβάλλεται ο πίνακας κατατάξεως που συντάσσει ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, με στόχο την ακύρωση ή τροποποίηση τούτου δια της αποβολής του καθ’ ου η ανακοπή και της κατατάξεως του ανακόπτοντος. Αντικείμενο της ανακοπής αυτής είναι οι πράξεις του συμβολαιογράφου σχετικά με την κατανομή του διανεμητέου ποσού με το οποίο πληρώνεται ο δανειστής με την κατάταξη του στον πίνακα (ΑΠ 1058/1974 ΝοΒ 23.709). Επομένως, με την ανακοπή, ο ανακόπτων, το έννομο συμφέρον του οποίου θα κριθεί κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 68 KΠολΔ και την ειδικότερη του άρθρου 262 παρ.2 ΚΠολΔ, που απαγορεύει τις ενστάσεις από δικαίωμα τρίτου, εφαρμοζομένης και της προμνησθείσας διατάξεως του άρθρου 583 KΠολΔ, η οποία προϋποθέτει βλάβη ή κίνδυνο βλάβης των εννόμων συμφερόντων του ανακόπτοντος (βλ. Mπρίνια, ό.π., άρθρο 979, παρ.432α, σελ.1171), μπορεί να προσβάλλει τον πίνακα κατάταξης και όταν ο υπάλληλος επί του πλειστηριασμού αφαιρεί εσφαλμένα ορισμένο ποσό πλειστηριάσματος, εφόσον θίγονται με την κατά τρόπο αυτό μείωση του (πλειστηριάσματος) τα έννομα συμφέροντα του, με την κατάταξη άλλου δανειστή ή τη μη προσήκουσα κατάταξη αυτού (ΑΠ 976/1986 ΕΕΝ 54.350). Σε περίπτωση ευδοκίμησης της ανακοπής, η απαίτηση του ανακόπτοντος υποκαθιστά την ακυρούμενη, κατά το αποδεικνυόμενο μέρος του εκπλειστηριάσματος (βλ. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, β΄ έκδ., άρθρο 979, παρ.432, σελ.1173 και παρ.434α, σελ.1196). Εξάλλου, για τη συζήτηση της ανακοπής κατά του πίνακα δεν θεσπίζεται ειδική διαδικασία και η εν λόγω ανακοπή δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία (EφAθ 191/1970 NοB 18.343), εφαρμοζομένων και των ειδικών κανόνων των άρθρων 933 και 937 KΠολΔ (βλ. Bαθρακοκοίλη, ό.π. αριθ.64, σελ.992). Τέλος, η  καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου κρίνεται βάσει του τίτλου με τον οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση (EφAθ 11664/1990 EλλΔνη 33.887), ενώ η κατά τόπον αρμοδιότητα κρίνεται από τον τόπο της εκτελέσεως, ήτοι η καθ’ ύλην και η κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου για την εκδίκαση της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, προσδιορίζεται με παραπομπή στις διατάξεις του άρθρου 933 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 979, σελ.1902). Σύμφωνα με το άρθρο 933 παρ.1 εδ.α΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 19 παρ.1 του N.4055/2012 (με έναρξη ισχύος από 2-4-2012), αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή που εισάγεται στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, και στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. Εξ αυτών προκύπτει σαφώς ότι, μετά την ισχύ του Ν.4055/2012, καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο να εκδικάσει την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, καθώς και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα που, κατά παραπομπή της διάταξης που το προβλέπει, εκδικάζεται από το δικαστήριο του άρθρου 933 ΚΠολΔ, όπως η ανακοπή του άρθρου 979 περ.2 ΚΠολΔ, είναι το Ειρηνοδικείο, όταν έχει εκδοθεί από αυτό ο εκτελεστός τίτλος (και όχι μόνο δικαστική απόφαση, όπως ίσχυε πριν το Ν.4055/2012), με βάση τον οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση, και το Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση.

ΙV. Εξάλλου, το έννομο συμφέρον, ως γενική διαδικαστική προϋπόθεση, πρέπει να ερευνάται αυτεπάγγελτα, ενώ η ύπαρξη δικονομικής βλάβης πρέπει να προτείνεται από τον ανακόπτοντα (ΜονΠρΑθ 3292/2008 ΕΠολΔ 2009/97,βλ.Γέσιου-Φαλτσή,Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γεν.Μέρος, σελ.530επ., αριθ.16-18). Η έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης στο πρόσωπο του ανακόπτοντος συντελεί στο να μην υπάρχει ο αναγκαίος σύνδεσμος αυτού με το επίδικο δικαίωμα ή την επίδικη υποχρέωση και συνεπάγεται την απόρριψη της ανακοπής ως απαράδεκτης (ΕφΑθ 9586/1998 ΕλλΔνη 40.1179, ΕφΑθ 1172/1998 ΕλλΔνη 39.658). Από τη διάταξη του άρθρου 979 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται, ότι σε άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης νομιμοποιούνται μόνον ο επισπεύδων, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθ’ ου η εκτέλεση, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον, αν δηλαδή υφίσταται βλάβη από τον πίνακα κατατάξεως, γιατί δεν κατατάχθηκε καθόλου, ή γιατί κατατάχθηκε για μέρος της απαιτήσεως του, ή γιατί δεν κατατάχθηκε προνομιακά. Τέτοιο συμφέρον θεωρείται ότι υπάρχει, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, στον ανακόπτοντα, όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής του δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου, αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα κατάταξης του ανακόπτοντος. Αίτημα της ανακοπής είναι όχι μόνο η ακύρωση, αλλά και η κατάταξη. Γι’ αυτό, το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, προς άσκηση της ανακοπής, δεν περιορίζεται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου η ανακοπή, αλλά συνδέεται και με τη δυνατότητα κατάταξης του. Έτσι, αν, παρά την ακύρωση της κατάταξης και την εξαιτίας αυτής αποβολή του καθ’ ου, κριθεί ότι ο ανακόπτων δεν δικαιούται να καταταγεί, η ανακοπή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της (ΑΠ 1375/2018, ΑΠ 1023/2009 TΝΠ Νόμος, ΑΠ 1229/2008 Δίκη 2008.1050, ΑΠ 120/2005 ΝοΒ 2005.1430, ΑΠ 1777/2001 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1455/1998 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 814/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 147/2010 ΕΝΔ 2010.241, ΕφΠειρ 519/2009 ΤΝΠ Νόμος). Έννομο συμφέρον έχει ο οφειλέτης όταν αμφισβητεί ολικώς ή μερικώς ορισμένη καταταχθείσα απαίτηση επιδιώκοντας την υπέρ του επισπεύδοντος ή άλλου αναγγελθέντος δανειστή μεταρρύθμιση του πίνακα, κατά το ποσό, που αυτοί δεν έχουν καταταγεί, εφόσον η κατάταξη αυτή απαλλάσσει τον ανακόπτοντα από την αντίστοιχη προς αυτόν υποχρέωση (ΑΠ 928/2002 ΕλλΔνη 44.1314, βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 979, σελ.979, αριθ.28α). Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή (ΑΠ 1013/2013 ΕΠολΔ 2014.123, ΑΠ 175/2011 ΕΦΑΔ 2011.893). Το έννομο συμφέρον προορίζεται να περιορίσει τη δικαστική ενέργεια σε εκείνες μόνο τις περιπτώσεις, που η απόφαση είναι αναγκαία και ικανή να συμβάλλει στην προστασία προβαλλόμενου δικαιώματος. Τέτοια περίπτωση εννόμου συμφέροντος ανακύπτει και όταν με το εισαγωγικό δίκης ένδικο βοήθημα της ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως των δανειστών του άρθρου 979 ΚΠολΔ, ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης είτε προβάλλει ότι κακώς κατατάχθηκε κάποιος δανειστής στον πίνακα κατατάξεως, με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτός να εισπράξει ορισμένο περίσσευμα από το εκπλειστηρίασμα, είτε αμφισβητεί την ύπαρξη ολικώς ή μερικώς ορισμένης καταταχθείσας απαιτήσεως επιδιώκοντας την υπέρ του επισπεύδοντος ή άλλου αναγγελθέντος δανειστή μεταρρύθμιση του πίνακα, κατά το ποσό που αυτοί δεν έχουν καταταγεί, εφόσον η κατάταξη αυτή απαλλάσσει τον ανακόπτοντα από αντίστοιχη προς αυτούς υποχρέωση (ΑΠ 928/2002 ΕλλΔνη 2003.1314). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 979 §2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι έννομο συμφέρον για την άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως των δανειστών, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η ανακοπή του ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (άρθρο 972 παρ.2 εδ.β΄ ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα ο ανακόπτων να καταλαμβάνει τη θέση του καθ’ ου που αποβλήθηκε ανεξάρτητα από το αν υπάρχει άλλος προηγούμενος από τον ανακόπτοντα δανειστής που κατατάχθηκε μερικώς λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος, αφού δεν άσκησε ανακοπή και δεν μπορεί να ωφεληθεί από τους λόγους ανακοπής που προτάθηκαν από άλλον κι έγιναν δεκτοί υπέρ του άλλου (ΑΠ 175/2012 ΕφΑΔ 2012.625). Η ανακοπή δηλαδή έχει συνέπειες μεταξύ του ανακόπτοντος και του καθ’ ου η ανακοπή και δεν επηρεάζει σε κάθε περίπτωση, δυσμενώς ή επωφελώς, τις θέσεις άλλων δανειστών. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή περιορίζεται στο πλαίσιο του αιτήματος αυτής και ερευνά την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της πληττόμενης απαίτησης και την κατάταξη του καθ’ ου η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία όχι όμως και αδιαίρετη (ΑΠ 1779/2007 ΔΕΕ 2008.593), το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετέχοντες στη δίκη άλλους δανειστές, με αποτέλεσμα το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, να περιορίζεται στα όρια του αιτήματός της, ενώ δεν έχει αντίθετα εξουσία να προβεί αυτεπαγγέλτως στην αναμόρφωση του πίνακα (ΑΠ 479/2012 ΤΝΠ Νόμος). Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση, που ο ανακόπτων είναι ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης, αφού αυτός, επιτυγχάνοντας την αποβολή καταταχθέντων δανειστών, εξασφαλίζει υπέρ αυτού το τυχόν υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, το οποίο αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό των απαιτήσεων, που αποβλήθηκαν, καθόσον το έννομο συμφέρον του δεν εξαρτάται από την ενδεχόμενη ανεπάρκεια του πλειστηριάσματος και την τυχόν ύπαρξη άλλων απαιτήσεων καταταχθέντων ή μη δανειστών, αλλά μόνον από την ύπαρξη ή όχι της με την ανακοπή προσβαλλόμενης απαίτησης, της οποίας ζητείται εκ του λόγου τούτου, ήτοι από την ανυπαρξία της, είτε ολικώς, είτε μερικώς, η αντίστοιχη αποβολή της (ΑΠ 120/2005 ΕλλΔνη 46.1677, ΑΠ 368/2004 ΕλλΔνη 46.1431, ΑΠ 280/2004 ΕλλΔνη 46. 430, ΑΠ 246/2001 ΝοΒ 2002.330, Π.Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκ. Εκτέλεση, § 63, σελ.206, Ι. Μπρίνια, Αναγκ.Εκτέλεση, έκδ. Β΄, §§ 432α, 432β, τόμος Β΄). Όταν ασκείται ανακοπή κατά πλειόνων αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας (ΚΠολΔ 74 περ.1), έναντι των οποίων προβάλλεται το υπαρκτό και η προνομιακή κατάταξη της απαιτήσεως του ανακόπτοντος, οι τελευταίοι, ως καθ’ ων η ανακοπή, συνδέονται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας (ΚΠολΔ 74 περ.2), διότι το υπαρκτό της απαιτήσεως του ανακόπτοντος και ο προνομιακός αυτής χαρακτήρας κατά την κατάταξη συγκρίνεται ως προς ένα έκαστο των καθ’ ων, χωρίς να επηρεάζονται εκ τούτου οι μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά με το ποσό της κατατάξεως, δοθέντος ότι στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελούνται οι καθ’ ων, ώστε να παρίσταται ανάγκη συγκρίσεως μεταξύ τους των απαιτήσεών τους για τις οποίες αναγγέλθηκαν και κατατάχθηκαν (ΑΠ 1083/2013 ΤΝΠ Νόμος). Σε περίπτωση συνεκδίκασης περισσότερων ανακοπών κατά του ιδίου πίνακα, η συνεκδίκαση δεν επηρεάζει καταρχάς την πορεία, τη θέση και το αποτέλεσμα των υπολοίπων. Εάν περισσότεροι του ενός, μη καταταγέντες, δανειστές βάλλουν δια συνεκδικαζομένων ανακοπών κατά της κατατάξεως του ιδίου δανειστού για την αποβολή του, θα υπολογισθούν οι απαιτήσεις των περισσοτέρων ανακοπτόντων και αν η απαίτηση του αποβαλλομένου δανειστού δεν καλύπτει το σύνολο των απαιτήσεων των ανακοπτόντων, που νικούν, μεταξύ των τελευταίων θα γίνει σύγκριση υπό του δικαστηρίου και προτίμηση των δανειστών εκείνων που έχουν ισχυρότερο προνόμιο ή ανάλογη μεταξύ των ισοβάθμων κατάταξη. Στα πλαίσια της εν λόγω συνεκδικάσεως των περισσοτέρων ανακοπών και της επιβαλλομένης ως άνω συγκρίσεως των απαιτήσεων των ανακοπτόντων, οι οποίες δεν ικανοποιούνται πλήρως δια της αποβολής του καθ’ ου η ανακοπή δανειστού, διαμορφώνεται επιγενομένη αναγκαστική ομοδικία μεταξύ των περισσοτέρων ανακοπτόντων, διότι η εκ της ακυρώσεως της κατατάξεως του καθ’ ου η ανακοπή κατάταξή των επιδέχεται μόνο ενιαία ρύθμιση, κατ’ αρθρ. 76 παρ.1 περ.δ΄ ΚΠολΔ και θα πρέπει να γίνεται σύγκριση μεταξύ των προνομίων εκάστου εξ αυτών, πριν την τελική μεταρρύθμιση του πίνακα (ΑΠ 189/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 175/2011 ΕλλΔνη 52.773, ΑΠ 1229/2008 Δίκη 2008.1050, ΕφΑθ 783/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 664/2013 ΕΝΔ 2013.231, ΕφΘεσ 51/2010 Αρμ 2011.815, βλ. σχετ. Ι.Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, β΄ έκδ., τόμος 2ος, σελ.1178). Έτσι εάν οι περισσότερες ανακοπές γίνουν δεκτές, το δικαστήριο υποχρεούται τότε να συγκρίνει τις απαιτήσεις όλων των ανακοπτόντων όχι μόνο με αυτήν του καθ’ ου η ανακοπή, αλλά και μεταξύ τους και να κατατάξει καθεμία από αυτές σε θέση ανάλογη του προνομίου που διαθέτει (ΑΠ 1/2000 ΕΕΝ 2001.490, ΑΠ 1455/1998 ΕλλΔνη 1999.602, ΕφΑθ 9681/2000 ΕλλΔνη 2002.1466, βλ. σχετ. Ι.Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, β΄ έκδ., τόμος 2ος, σελ.1171επ.).

  1.   Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 972 §1 ΚΠολΔ, η αναγγελία του δανειστή στον υπάλληλο του πλειστηριασμού πρέπει να περιέχει περιγραφή της απαιτήσεώς του, που αναγγέλλεται, δηλαδή να περιγράφει το είδος και το ποσό της απαιτήσεως, καθώς και το προνόμιό της. Η περιγραφή δε της απαιτήσεως στο δικόγραφο της αναγγελίας δεν είναι αναγκαία να εξειδικεύεται στον βαθμό, που απαιτείται, κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, να γίνεται επί αγωγής ή ανακοπής, διότι τούτο (το αναγγελτήριο) δεν αποτελεί κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία, κατά την έννοια του άρθρου 111 §2 ΚΠολΔ (ΑΠ 119/2003, ΑΠ 1783/2001, ΑΠ 387/2001 ΤΝΠ Νόμος), αφού, αφενός μεν η αναγκαστική εκτέλεση είναι διαδικασία και όχι δίκη, αφετέρου δε με την αναγγελία, το δικόγραφο της οποίας απλώς επιδίδεται στο συμβολαιογράφο, δεν γίνεται παράσταση ενώπιον δικαστικής αρχής, αλλά ανακοίνωση της σχετικής με την κατάταξη του βουλήσεως του αναγγελλόμενου δανειστή ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, ο οποίος δεν διεξάγει αποδείξεις ως προς την περιεχόμενη στην αναγγελία απαίτηση (ΑΠ 1087/2013, ΑΠ 563/2013, ΑΠ 545/2006, ΕφΠειρ 10/2014 Νόμος). Αντίστοιχα, αυτός δεν αποτελεί δικαστική αρχή ούτε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο, αλλά ενεργεί ως βοηθητικό όργανο κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως συντάσσοντας εν τέλει τον πίνακα κατατάξεως δανειστών στους οποίους θα διανεμηθεί το πλειστηρίασμα, χωρίς όμως δεσμευτική διάγνωση των σχετικών απαιτήσεων τους γι’ αυτό και η κατάταξη τους υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με την προβλεπόμενη στο άρθρο 979 ΚΠολΔ ανακοπή κατά του πίνακα (ΟλΑΠ 1/2010, ΟλΑΠ 2/2010, ΑΠ 1349/2011 Νόμος). Ενόψει, όμως, του ότι η αναγγελία είναι το αρχικό δικόγραφο, κατά την έννοια τη ΚΠολΔ 118, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και ειδικότερα της κατατάξεως η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους (άρθρο 974 ΚΠολΔ) και την ανακοπή (άρθρο 979 ΚΠολΔ) ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσης απαιτήσεως, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στο μεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα της απαιτήσεως. Ανάμεσα στις προϋποθέσεις αυτές είναι και η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου, πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση (ΟλΑΠ 1783/2001 ΕΝΔ 30.310, ΑΠ 618/2001 ΕλλΔνη 43.1389, ΑΠ 52/1995 ΕΕμπΔ 95.467, ΑΠ 14/1995 ΕλλΔνη 37.108). Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο, κατά το άρθρο 159 αριθ.3 ΚΠολΔ, λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαιτήσεως, μόνον όταν η περιγραφή αυτή, καθώς και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της, είναι τόσο ελλιπής, ώστε να μη μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπερασπίσεώς τους, κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ, και να υφίστανται έτσι βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν δύναται να ελέγξει τη βασιμότητα της απαιτήσεως και να προβεί στην κατάταξη της συγκριτικά και με τις λοιπές αναγγελλόμενες απαιτήσεις (ΑΠ 240/2015, ΑΠ 563/2013, ΑΠ 466/2011, ΑΠ 545/2006, ΑΠ 1640/2002, ΑΠ 172/1994, ΜονΕφΠειρ 10/2014 ΤΝΠ Νόμος). Για την πληρότητα, συνεπώς, της περιγραφής της αναγγελόμενης αξίωσης αρκεί η μορφολογική εξατομίκευση ως προς το είδος και το προνόμιο της κατάταξής της, μπορεί δε να συμπληρώνεται με παραπομπή σε άλλον συνυποβαλλόμενο δημόσιο έγγραφο (ΑΠ 949/2011 Νόμος). Τούτο όμως δεν συμβαίνει όταν η υπάρχουσα εμπράγματη ασφάλεια για το χρέος δεν περιγράφεται μεν στο αναγγελτήριο, προκύπτει όμως από δημόσιο έγγραφο, που είναι ήδη κατατεθειμένα, έστω και από άλλο πρόσωπο, στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και είναι προσιτό σε όλους, οπότε ο ενυπόθηκος δανειστής νόμιμα κατατάσσεται προνομιακά βάσει του πράγματι υφιστάμενου προνομίου της απαιτήσεώς του (ΑΠ 545/2006, αδημ. στον νομικό Τύπο2).
  2. Επισημαίνεται δε ότι η αναγγελία του Δημοσίου σε πλειστηριασμό επισπευδόμενο υπό τρίτου γίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 55 §1 και 3 του ΚΕΔΕ (Ν.Δ.356/1974), κατά τις οποίες ο διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου ή Προϊστάμενος της ΔΟΥ υποχρεούται να αναγγείλει το Δημόσιο για βεβαιωμένα στο ταμείο χρέη του καθ’ ου ο πλειστηριασμός με αναγγελία, που κοινοποιείται στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και συνοδεύεται από πίνακα στον οποίο εμφαίνονται τα χρέη αυτά. Ο πίνακας περιλαμβάνει: το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, το οικονομικό έτος στο οποίο ανήκει και μνεία της χρονολογίας βεβαιώσεώς του και της τυχόν υπάρχουσας ασφάλειας για καθένα από τα χρέη αυτά (ΑΠ 1087/2013, ΑΠ 563/2013, ΑΠ 545/2006 Νόμος). Σύμφωνα, επίσης, με τις ίδιες διατάξεις, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει με βάση τα αποστελλόμενα στοιχεία και χωρίς άλλη σύμπραξη του αναγγελλόμενου διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου, να προβεί στην κατά νόμο κατάταξη του Δημοσίου. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι η περιγραφή της απαιτήσεως, που περιέχεται στην αναγγελία, και του προνομίου της μπορεί να συμπληρωθεί νομίμως από δημόσιο έγγραφο, που είναι κατατεθειμένο στον υπάλληλο επί του πλειστηριασμού και είναι προσιτό σε όλους και από το οποίο αποδεικνύεται αυτή και το προνόμιό της (ΑΠ 77/1999 ΕΕΝ 2000.384, ΑΠ 1636/2002 ΕλλΔνη 2003.745) και κατ’ απώτατο σημείο μπορεί να συμπληρωθεί και από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ενώπιον του δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως, δεδομένου ότι η μη προσκόμισή τους, ενώπιον του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 972 §1 ΚΠολΔ προθεσμίας, δεν συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα προσαγωγής των εγγράφων αυτών, ενώπιον του ανωτέρω δικαστηρίου, το οποίο είναι υποχρεωμένο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠολΔ, να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1580/2013, ΑΠ 949/2011, ΑΠ 1340/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 545/2006, ΑΠ 575/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1640/2002 ΕλλΔνη 2003.744, ΕφΑθ 5397/2007 ΕΠολΔ 2008.271, ΕφΑθ 4067/2013 Νόμος, ΜονΕφΠειρ 10/2014 Νόμος, ΜονΠρΘεσ 3773/2012 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το προνόμιο, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται στο αναγγελτήριο, εφόσον αυτά συμπίπτουν με εκείνα της απαίτησης (ΑΠ 545/2006, ΑΠ 195/2003, ΑΠ 1788/2002, ΑΠ 1700/2002 ΝοΒ 2003.1222) και στο σημείο αυτό δεν υπάρχει διαφορά, ως προς την αναγγελία του Ν.Α.Τ. (που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΔ 913/1978), στον επισπευδόμενο, κατά το κοινό δίκαιο, πλειστηριασμό. Κατά το άρθρο 88 παρ.6 του ΠΔ 913/1978, κατά παντός, από οποιαδήποτε αιτία, οφειλέτη του Ν.Α.Τ., εφαρμόζονται οι ισχύουσες κάθε φορά, για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων διατάξεις, συνεπώς δε, και το άρθρο 55 παρ.1 του Ν.Δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ), που ορίζει, ότι ο πίνακας, που συνοδεύει την αναγγελία και εμφανίζει τα οφειλόμενα στο Δημόσιο ή και σε ΝΠΔΔ χρέη του καθ’ ου ο πλειστηριασμός, εκτός από τα άλλα στοιχεία, περιλαμβάνει και το είδος των οφειλών, επιπροσθέτως δε και μνεία της ασφάλειας, η οποία τυχόν υπάρχει για καθεμία από αυτές. Είναι προφανές, ότι η έννοια του καθορισμού του είδους των χρεών, που απαιτείται, από τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, να περιέχεται στον συνοδεύοντα την αναγγελία πίνακα, είναι ότι αυτός πρέπει να περιέχει και τον προσδιορισμό των στοιχείων του προνομίου, που τυχόν τα ασφαλίζει, η ενδεχόμενη δε έλλειψη των λοιπών στοιχείων της ανωτέρω διάταξης δεν καθιστά την αναγγελία του NAT αόριστη, αφού αρκεί μόνον ο καθορισμός των χρεών και των στοιχείων του προνομίου, που τα ασφαλίζει (ΑΠ 545/2006, ΑΠ 618/2001 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 147/2010, ΕΝΔ 2010.241). Τέλος, κατά το άρθρο 86 παρ. 3 του ΠΔ 913/1978, «εισφοραί, οφειλόμενοι ή βεβαιούμενοι εκ του ναυτολογίου είναι αιτοιαύται προς NAT, ΤΠΕΝ, Κεφάλαια Ανεργίας και Ασθενείας, Προστασίας φυματικών, Δυτών, Ναυτιλιακής Εκπαιδεύσεως, προπαιδεύσεως και πάσα ετέρα εισφορά, τέλος, φόρος ή δικαίωμα δια νόμου καθιερουμένη», ενώ, κατά την παρ.9 του ίδιου άρθρου «αι δια του ναυτολογίου βεβαιούμενοι και κατά τα άνω υπολογιζόμενοι εκ πάσης φύσεως εισφοραί, τα πρόσθετα τέλη τούτων, τα λοιπά τέλη και δικαιώματα, τα οφειλόμενα προς το NAT είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου, υπαγόμενοι, άνευ χρονικού περιορισμού, εις την δεύτερον τάξιν των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, ως τούτο ερμηνεύθηκε αυθεντικά από την επόμενη παράγραφο». Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 28 παρ.4 εδ.α΄ του Ν.1085/1980 «αι προς το NAT, Ταμεία Προνοίας Εμπορικού Ναυτικού (ΤΠΕΝ), Κεφάλαιον Ναυτικής Εκπαιδεύσεως (ΚΝΕ), Εστία Ναυτικών και λοιπούς παρά του NAT λογαριασμούς και κεφάλαια, οφειλόμενοι τακτικοί εισφοραί των πλοιοκτητών ως και των ναυτικών, διά τους επί των πλοίων υπηρετούντος Έλληνας ναυτικούς, θεωρούνται μέρος των μισθών των προς ους αντιστοιχούν ναυτικούς και τυγχάνουν της αυτής προστασίας και προνομιακής κατατάξεως, ως και ο υπόλοιπος μισθός τούτων». Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι είναι προνομιούχα και κατατάσσονται στη δεύτερη σειρά προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, τα δικαιώματα του NAT από εισφορές, πρόσθετα τέλη αυτών και λοιπά τέλη και δικαιώματα, εφόσον αυτά βεβαιώνονται δια του ναυτολογίου, δηλαδή συνδέονται με αυτό. Επίσης,στη σειρά αυτή προνομίων κατατάσσονται και τα δικαιώματα του NAT, του Ταμείου Προνοίας Εμπορικού Ναυτικού (ΤΠΕΝ), Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης (ΚΝΕ), Εστίας Ναυτικών και λοιπών παρά του NAT λογαριασμών και κεφαλαίων, εφόσον, όμως, η απαίτηση προέρχεται από την καθυστέρηση καταβολής τακτικής εισφοράς του πλοιοκτήτη ή του ναυτικού για τους επί του πλοίου υπηρετούντος Έλληνες ναυτικούς. Ο υπολογισμός, η εκκαθάριση και η βεβαίωση των εισφορών που οφείλονται από το ναυτολόγιο ενεργείται από τη ναυτιλιακή αρχή ή το NAT, από το οποίο και εκδίδεται το σχετικό φύλλο εκκαθαρίσεως (ΑΠ 78/2004 ΕΝΔ 32.139, ΕφΠειρ 147/2010 ό.π.).

VΙI. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του Ν.Δ. 356/1974 “περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων” ορίζεται ότι: 1. Η είσπραξις των εκ πάσης αιτίας δημοσίων εσόδων ενεργείται κατά τας διατάξεις του  παρόντος  Ν.Δ. και  2.  Ως  δημόσια  έσοδα  θεωρούνται  και αι απαιτήσεις ων κατέστη δικαιούχος το Δημόσιον εκ καθολικής ή ειδικής διαδοχής και με το άρθρο 73 του ίδιου Ν.Δ. ρυθμίζεται λεπτομερώς η άσκηση ανακοπής κατά της καθιερούμενης από αυτό (ν.δ.) διοικητικής εκτέλεσης εκ μέρους του θιγόμενου ιδιώτη ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων, υπό τις ειδικότερες διακρίσεις που ορίζονται σε αυτό. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.1406/1983 έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων οι διοικητικές διαφορές ουσίας και μεταξύ των περιπτώσεων που ενδεικτικά αναφέρονται σ’ αυτό περιλαμβάνονται, στην παρ.2 εδ.ια΄ του άρθρου τούτου, και αυτές που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας, η οποία αφορά την είσπραξη των δημόσιων εσόδων, δηλ. του Ν.Δ.356/1974. Από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Από τη διοικητική  αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση απαίτησης του Δημοσίου δεν είναι  αναγκαίο να προκύπτουν μόνο διοικητικές διαφορές ουσίας, γιατί η απαίτηση αυτή είναι δυνατόν να προέρχονται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ του  Δημοσίου και  του  οφειλέτη  του. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή επιδιώκεται, με τη διοικητική αναγκαστική εκτέλεση, η ικανοποίηση ιδιωτικής απαίτησης του Δημοσίου, η οποία αποδεικνύεται με τον σχετικό τίτλο εκτέλεσης του άρθρου 2 παρ.2 του παραπάνω Κώδικα (ΚΕΔΕ). Σε τέτοιες δηλαδή περιπτώσεις η διαφορά που δημιουργείται από την άσκηση  ανακοπής  κατά του Δημοσίου εκ μέρους του καθ’ ου η διοικητική εκτέλεση ιδιώτη, φέρει τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ιδιωτικής διαφοράς, η φύση της οποίας δε μεταβάλλεται με την παρεμβολή της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας από  όργανα της διοίκησης για την είσπραξη της απαίτησης από το δημόσιο ταμείο. Έτσι, αρμοδιότητα προς εκδίκαση της διαφοράς αυτής, ως ιδιωτικής δικαιοδοσίας, έχουν, και μετά την ισχύ του Ν.1406/1983, τα πολιτικά δικαστήρια και όχι τα διοικητικά, κατά ρητή  επιταγή του Συντάγματος (ΑΕΔ 5 & 8 /1989, ΑΠ 273/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 187/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 731/1990 Αρμ 1990.663). Σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 61 του Ν.Δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ), όπως τροποποιήθηκε και εν συνεχεία συμπληρώθηκε με την παρ.2 άρθρου 33 του Ν.4141/2013, «το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ’ αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 ΚΠολΔ. Κατ’ εξαίρεση, για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, το Δημόσιο κατατάσσεται στην υπ’ αριθ. 2 σειρά του ίδιου άρθρου και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ. Διά τας μη ληξιπροθέσμους εκ πάσης αιτίας απαιτήσεις του, το Δημόσιον κατατάσσεται συμμέτρως μετά των λοιπών δανειστών. Ως ημέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε αρχικά.». Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 2 §§ 1 και 2 του Ν.Δ. 356/1974 προκύπτει ότι η είσπραξη των δημοσίων εσόδων ενεργείται δυνάμει νομίμου τίτλου. Νόμιμος τίτλος είναι: α) η νόμιμη βεβαίωση που εκδίδεται από τις αρμόδιες αρχές για τον προσδιορισμό του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία οφείλεται, β) η οφειλή που αποδεικνύεται από δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, γ) η οφειλή που προκύπτει από δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα πιθανολογημένη ως προς την ύπαρξη και το ύψος αυτής. Από τις άνω διατάξεις προκύπτει ότι νόμιμος τίτλος προς εκτέλεση είναι και η βεβαίωση του οφειλομένου χρηματικού ποσού, ανεξάρτητα αν αυτό οφείλεται ευθέως από τον νόμο ή από σύμβαση (ΑΠ 915/2004). Τέτοιο νόμιμο τίτλο αποτελεί και η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού και εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση. Στην πράξη, σ’ αυτήν πρέπει να αναφέρεται η ακριβής αιτία της οφειλής, ήτοι το ποσό κατά κεφάλαιο, τόκους, προσαυξήσεις και έξοδα, ώστε σε περίπτωση αμφισβήτησης να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, ήτοι τόσο ως προς τη νομιμότητα του τίτλου, όσο και ως προς το εκκαθαρισμένο της απαίτησης και του ύψους του ποσού αυτής (ΑΠ 2284/2009, ΑΠ 1549/1998 ΔΕΕ 1999.534, ΑΠ 178/1994 ΕλλΔνη 36.845), ο οποίος έλεγχος γίνεται, με την ανακοπή του άρθρου 73 παρ.1 ΚΕΔΕ. Τούτο δε, διότι με βάση το «νόμιμο τίτλο» είναι δυνατόν να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επί μέρους αιτίες του (φερομένου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους (ΕφΛαρ 116/2012 Δικογραφία 2012.513). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 ΚΠολΔ, τα πολιτικά δικαστήρια απαγορεύεται να επεμβαίνουν σε διοικητικές διαφορές ή υποθέσεις που υπάγονται σε διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως επίσης απαγορεύεται τα διοικητικά δικαστήρια ή αρχές να επεμβαίνουν σε διαφορές ή υποθέσεις του ιδιωτικού δικαίου και επιτρέπεται μόνον η εξέταση των ζητημάτων που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως. Κατά τη διάταξη δε της § 1 εδ.α΄ του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ, «επιτρέπεται η προβολή κάθε αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτηση του κατ’ ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφόσον ο προσδιορισμός αυτής δεν έχει ανατεθεί σε δικαστήρια ή σε διοικητικές επιτροπές αποφαινόμενες με δύναμη δεδικασμένου». Από την εν λόγω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 20 §1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που το θιγόμενο πρόσωπο στερείται για λόγους αντικειμενικούς ή υποκειμενικούς του δικαιώματος να ασκήσει ένδικο βοήθημα ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (προσφυγή) ή διοικητικών επιτροπών και έχει δικαίωμα να ασκήσει μόνο το ένδικο βοήθημα της ανακοπής, είτε ενώπιον των πολιτικών είτε ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ανάλογα με το αν κατάγεται στη δίκη ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου διαφορά, τότε η δικαστική προστασία, που παρέχεται, για να θεωρηθεί πλήρης και αποτελεσματική, πρέπει να επιτρέπει τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της υποθέσεως όχι μόνο από τυπική, αλλά και από ουσιαστική άποψη και δεν λαμβάνεται υπόψη ο νομοθετικός περιορισμός του εδ.α΄ της § 1 του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ, αρκεί να μην έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση με την οποία έχει κριθεί η νομιμότητα ή όχι της πράξεως αυτής (ΟλΑΠ 447/1984 ΝοΒ 1985.59, ΣτΕ 612/1992 ΔιΔικ 1992.1046). Ειδικά δε επί ανακοπής κατά πίνακα κατατάξεως δανειστών (άρθρο 979 ΚΠολΔ), όταν η αναγγελθείσα προς ικανοποίηση απαίτηση του Δημοσίου προέρχεται από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, όπως είναι και η οφειλή φόρων, τότε ο ανακόπτων δανειστής, που θίγεται από την κατάταξη της απαιτήσεως του Δημοσίου και δεν μπορεί να προσβάλλει αυτήν στα έχοντα αποκλειστική δικαιοδοσία και αρμοδιότητα διοικητικά δικαστήρια, καθόσον τρίτος, γίνεται δεκτό ότι μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να αμφισβητήσει παρεμπιπτόντως την απαίτηση αυτή ακόμη και ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία έχουν δικαιοδοσία και αρμοδιότητα, εφόσον η εκτέλεση επισπεύδεται με βάση ιδιωτικού δικαίου εκτελεστό τίτλο, ο oποίος (δανειστής) στερείται του δικαιώματος προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο, κατά της καταλογιστής κατά του οφειλέτου του πράξεως επιβολής φόρου, παρόλο που οι κατά τον καταλογισμό του φόρου προκύπτουσες διαφορές υπάγονται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αποφαινόμενων με δύναμη δεδικασμένου (ΕφΑθ 4067/2013, ΕφΑθ 5262/2011, ΕφΑθ 5397/2007, ΕφΑθ 5887/2003 ΤΝΠ Νόμος).

VΙII. Κατά το άρθρο 126 παρ.1 εδ.ε΄ ΚΠολΔ, η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με τον νόμο. Εξάλλου, το άρθρο 85 παρ.1 του Κ.Ε.Δ.Ε. (Ν.Δ/γμα 356/1974), ορίζει: «Επί δικών τον παρόντος Ν. Διατάγματος το Δημόσιον εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, καθ’ ού στρέφεται και κοινοποιείται παν δικόγραφον επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν όμως περίπτωσιν επί τη αυτή ως άνω κυρώσει απαιτείται κοινοποίησις του δικογράφου και εις τον Υπουργόν Οικονομικών». Επίσης, στο άρθρο 5 του «Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου» (Διάταγμα 26-6/10-7-1944) ορίζεται ότι «1. Μόνον αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών κατά τις διατάξεις του από 24/28 Μαρτίου 1867 ΡλΡ Νόμου γενόμενοι κοινοποιήσεις οιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι έννομους συνεπείας. 2 Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιο εκπροσωπείται δικαστικώς εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργό Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητος αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενης.» Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου, πρέπει να γίνει, με ποινή ακυρότητας (απαραδέκτου στις δίκες του ΚΕΔΕ), τόσο στον Υπουργό Οικονομικών, όσο και στο αρμόδιο όργανο και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Υπουργό Οικονομικών, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται ακυρότητα, η οποία εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης, ενώ οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν αντίκεινται στα άρθρα 25 παρ.1 του Συντάγματος, 6 παρ.1, 8 παρ.2, 9 παρ.2 και 10 παρ.2 της ΕΣΔΑ (Α.Ε.Δ. 27/2004, ΟλΑΠ 34/1988, ΑΠ 786/2014 ΕΦΑΔ 2014.1063, ΑΠ 1274/2014, ΑΠ 1570/2013, ΑΠ 1515/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1058/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 439/2004 ΝοΒ 53.872, ΑΠ 690/2003 ΕλλΔνη 45.132, ΕφΠειρ 577/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 373/2009 ΑχαΝομ 2010.335). Ειδικά, επί άσκησης ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης,κατ’άρθρο 979 παρ.2 ΚΠολΔ, όταν η ανακοπή απευθύνεται κατά του Ε. Δ., απαιτείται πάντοτε για το εμπρόθεσμο της ασκήσεώς της η μέσα στην ανωτέρω προθεσμία κοινοποίησή της στον Υπουργό των Οικονομικών (ΑΠ 690/2003 ΤΝΠ Νόμος).

  1.    Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1012 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 του Ν.4335/2015, σε συνδυασμό με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ προκύπτει σε περίπτωση πλειστηριασμού κατεσχημένου πλοίου, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ, κατά δε το άρθρο 9 του ΚΙΝΔ, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας τη σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Επομένως, εφαρμογή στην περίπτωση αυτή έχει η διάταξη του άρθρου 205 ΚΙΝΔ και όχι η διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ ή η διάταξη του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ, η οποία ρητώς παραπέμπει στη διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ, καθόσον τα προνόμια του άρθρου 205 ΚΙΝΔ είναι ειδικά και έχουν ως αντικείμενο ρσμένο πλοίο ή τον ναύλο, εκτοπίζουν δε κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ, όταν το αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι πλοίο (ΑΠ 511/2014 ΤΝ Νόμος). Ο διαχωρισμός του εκπλειστηριάσματος σε 1/3 για την κάλυψη των προνομιακών απαιτήσεων και σε 2/3 για την κάλυψη των ενυπόθηκων προτιμήσεων, κατ’ άρθρο 976 ΚΠολΔ, δεν βρίσκει έρεισμα στον πλειστηριασμό πλοίου, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 1012 παρ.4 ΚΠολΔ, δίνεται προτεραιότητα στο δίκαιο του ΚΙΝΔ, ο οποίος δεν κάνει τέτοιο διαχωρισμό. Με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζεται κατ’ αποκλειστικότητα και προτεραιότητα η κατάταξη των ναυτικών προνομίων. Τα γενικά και ειδικά προνόμια των διατάξεων του ΚΠολΔ δεν στερούνται σημασίας στην κατάταξη επί πλειστηριασμού πλοίου, αλλ’ ακολουθούν μετά την κατάταξη των ναυτικών προνομίων και της ναυτικής υποθήκης επί του υπολοίπου κατά την έκταση που οι απαιτήσεις αυτές δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ (ΑΠ 466/1996 ΕλλΔνη 39.347, ΑΠ 1556/1998 ΕλλΔνη 40.1326, ΕφΠειρ 497/2003 ΕΝΔ 31.447). Προηγούνται οι κατ’ άρθρο 205 του ΚΙΝΔ προνομιούχες απαιτήσεις, που κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες, ακολουθούν οι ενυπόθηκες επί του πλοίου και μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, επί του τυχόν υπολοίπου του πλειστηριάσματος, γίνεται η κατάταξη των κατά τα άρθρα 975 και 976 ΚΠολΔ προνομιούχων απαιτήσεων, κατά την έκταση κατά την οποία οι τελευταίες δεν καλύπτονται υπό του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ (ΑΠ 511/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 681/2004 ΧρΙΔ 2004.998). Τελευταίοι κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι δανειστές. Οι ενυπόθηκοι δανειστές του ναυτικού δικαίου ικανοποιούνται κατά πλήρη προτεραιότητα σε σχέση με τους γενικούς προνομιούχους του ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 150/2005 ΕΝΔ 2005.206, ΕφΠειρ 198/2003 ΕΝΔ 2003.145, βλ. σχετ. Ι.Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, έκδ.1982, άρθρο 1012 , παρ.633 δ΄, σελ.2047-2048, Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 1012, παρ.27-29, σελ.471-473, Νικολόπουλο σε Ερηνεία ΚΠολΔ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 1012, σελ.1981). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1012 παρ.4 ΚΠολΔ, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατατάξεως γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. όταν, σε περίπτωση πλειστηριασμού πλοίου, το εκπλειστηρίασμα δεν επαρκεί, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού θα κατατάξει τους αναγγελθέντες δανειστές στον πίνακα κατατάξεως ως ακολούθως: α) τους δανειστές που απολαύουν ναυτικού προνομίου κατά τη σειρά που αναγράφεται στη διάταξη του άρθρου 205 παρ.1 ΚΙΝΔ, β) τους εξασφαλιζομένους με (απλή ή προτιμώμενη) ναυτική υποθήκη (άρθρα 205 παρ.2 ΚΙΝΔ, 22 του Ν.Δ.3899/1958), γ) τους έχοντες γενικό ή ειδικό προνόμιο. Ειδικότερα, μετά τη ναυτική υποθήκη και πριν από τους εγχειρογράφους δανειστές, οι παρέχοντες στη ξηρά υπηρεσίες στον πλοιοκτήτη με βάση σχέση εξαρτημένης εργασίας μπορούν να καταταγούν στην τρίτη σειρά του άρθρου 975 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 587/2007 ΠειρΝομ 2008.326, ΕφΠειρ 586/2007 ΕΝΔ 2007.410, βλ. Αντάπαση, Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων, εκδ.1976, σελ.11επ., 28επ., 69επ., 133, 140, 161, 191, 205επ.). Εφόσον μετά την κατάταξη των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν και έχουν οποιοδήποτε ναυτικό προνόμιο ή ασφαλίζονται με απλή ή προτιμώμενη ναυτική υποθήκη, το περίσσευμα του πλειστηριάσματος διανέμεται μεταξύ των αναγγελμένων δανειστών κατά το διαγραφόμενο στα άρθρα 1007 και 975-978 ΚΠολΔ σύστημα, το Δημόσιο κατατάσσεται, πέρα από τις ως άνω απαιτήσεις που ασφαλίζονται με ναυτικά προνόμια (συναφείς από ναυσιπλοΐα φόροι και άλλα τέλη ή δικαιώματα), για τις υπόλοιπες απαιτήσεις του, όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 61 παρ.1 του Κ.Ε.Δ.Ε-Ν.Δ.356/1974 (βλ. σχετ. Ι.Μπρίνια, ό.π., παρ.633 παρ.δ΄, σελ.2047-2048, Β.Βαθρακοκοίλη, ό.π., παρ.30, σελ.473-474), στην πέμπτη σειρά του άρθρου 975 ΚΠολΔ (ΑΠ 1075/1980 ΝοΒ 24.489, ΕφΠειρ 81/1988 ΕΝΔ 1990.24). Και ναι μεν κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, τα καθοριζόμενα με αυτό προνόμια, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου, όμως, να προηγηθούν της ίδιας υποθήκης κατά την κατάταξη σε εκπλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, πρέπει κατά ρητή επιταγή της διατάξεως του άρθρου 9, να έχουν τον ίδιο προνομιακό-εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (κατά τον χρόνο συντάξεως του πίνακα κατάταξης). Η σειρά κατατάξεως των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (lex fori), αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλ’ αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 466/1996 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 70/1992 ΕΝαυτΔ 1993.258). Συνεπώς, αν εκπλειστηριασθεί στην Ελλάδα αλλοδαπό πλοίο, οι απαιτήσεις που είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο, κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, θα καταταγούν στη σειρά που προβλέπει για παρόμοιες, κατά τη φύση και το χαρακτήρα τους απαιτήσεις το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 1012 παρ.4 ΚΠολΔ, και μάλιστα πριν από τις απαιτήσεις που εξασφαλίζονται με υποθήκη, μόνον όμως αν το προνόμιο αυτό αναγνωρίζεται από το δίκαιο της χώρας, της οποίας τη σημαία έφερε το πλοίο κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακος κατατάξεως, ενώ στην αντίθετη περίπτωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του ΚΙΝΔ, δεν θα ληφθεί υπόψη και η αντίστοιχη απαίτηση δεν θα καταταγεί ως προνομιακή, ακόμη και αν η απαίτηση αυτή έχει δημοσιονομικό χαρακτήρα (ΑΠ 466/1996 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 411/2014 ΕλλΔνη 2015.490, ΕφΠειρ 31/2012 ΕΝΔ 2012.209). Συνεπώς, δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της σημαίας του πλοίου, παρά μόνο εκείνα που όμοιά τους, κατά τη φύση και τον χαρακτήρα, προβλέπει το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 1012 παρ.4 ΚΠολΔ (ΑΠ 295/2002 ΕΝΔ 2002.117, ΑΠ 284/1999). Eάν πλοίο με σημαία αλλοδαπή κατασχέθηκε και εκπλειστηριάστηκε στην Ελλάδα, εφόσον οι απαιτήσεις είναι προνομιακές και κατά το δίκαιο της χώρας αυτής, κατατάσσονται, ως προνομιακές, σύμφωνα με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, πριν από την υποθήκη, ανεξάρτητα από τη σειρά κατατάξεώς τους κατά το δίκαιο της εν λόγω χώρας (ΑΠ 295/2002 ΕΝΔ 30.117, ΑΠ 710/1992 ΕΕΝ 1993.540, ΕφΠειρ131/2012 ΕΝΔ 2012.209, ΕφΠειρ 16/2010 ΕΝΔ 2010.252, ΕφΠειρ 519/2009 ΕΝΔ 2009.439, ΕφΠειρ 3/2004 ΕΝΔ 2004.140, ΕφΠειρ 163/2003 ΕΕμπΔ 2003.672, ΕφΠειρ 599/2000 ΕΕμπΔ 2001.320). Αν η lex fori δεν αναγνωρίζει ως προνομιακή την απαίτηση που ασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο κατά το αλλοδαπό δίκαιο της σημαίας, τότε η εν λόγω απαίτηση δεν κατατάσσεται προνομιακά (ΕφΠειρ 270/2006 ΠειρΝομ 2006. 242, ΕφΠειρ 3/2004,  ΕφΠειρ 198/2003 ΕΝΔ 2003.145, ΕφΠειρ 93/1999 ΕΕμπΔ 1999.560). Σύμφωνα με το άρθρο 205 του Κ.Ι.Ν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α΄ 86/11-4-2012), ορίζεται ότι: είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον αι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοϊαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενοι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία. Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, προνομιούχες επί του πλοίου και του ναύλου είναι, μεταξύ άλλων και οι απαιτήσεις από συμβάσεως εργασίας του πλοιάρχου και του πληρώματος (ΑΠ 1556/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 533/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 233/2016 ΤΝΠ Νόμος). Τόσο το ως άνω άρθρο, όσο και η εκάστοτε Εγκριτική Πράξη Νηολόγησης Πλοίων ως κεφαλαίων εξωτερικού (άρθρο 13 του Ν.2687/1953) καθορίζουν τα προνόμια και τη σειρά τους εν σχέσει με την υποθήκη γενικώς. Στη μεν διάταξη του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, αφού απαριθμούνται τα ειδικά προνόμια ρητά ορίζεται ότι αυτά προηγούνται της υποθήκης και με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις Εγκριτικές Πράξεις ορίζεται ποιά προνόμια προηγούνται της υποθήκης. Η μόνη διαφορά είναι ότι στις Εγκριτικές Πράξεις τα προνόμια αυτά δεν απαριθμούνται, αλλά προσδιορίζονται με παραπομπή στη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών. Όμως, η ανωτέρω Διεθνής Σύμβαση δεν έχει κυρωθεί με νόμο στην Ελλάδα ούτε έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και δεν αποτελεί εσωτερικό δίκαιο και για τον λόγο αυτό λαμβάνεται υπόψη ως πραγματικό γεγονός, το οποίο πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει αυτός που δικαιολογεί έννομο συμφέρον από την εφαρμογή της, όπως είναι ο αναγγελλόμενος δανειστής, ο οποίος ζητά την προνομιακή κατάταξή του (ΑΠ 450/1976, ΕφΠειρ 744/2000). Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών έτους 1926, οι προνομιούχες απαιτήσεις και η σειρά κατατάξεώς τους καθορίζονται ως εξής: 1) Τα δικαστικά έξοδα τα οφειλόμενα εις το Κράτος και αι δαπάναι, αι γενόμενοι προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, δια τη συντήρησιν του πλοίου ή δια την πραγματοποίησιν της πωλήσεως και της διανομής του τιμήματος αυτού, τα δικαιώματα χωρητικότητας, φάρων ή λιμένος, και τα λοιπά τέλη και φόροι της ιδίας φύσης, τα έξοδα πλοηγήσεως, τα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίο λιμένα, στα οποία περιλαμβάνονται τα έξοδα εκείνα που έγιναν για να προχωρήσει και ολοκληρωθεί η εκτέλεση και διεξαχθεί ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του πλοίου και η κατάταξη (ΕφΑθ 9639/1998 ΕλλΔνη 1999.387, ΕφΑθ 8055/1990 ΕλλΔνη 1991.1054, ΕφΠειρ 1112/1986 ΕλΔ 1987.493), εντός του πλαισίου της οποίας συντάσσεται ο πίνακας κατάταξης, τέτοια δε έξοδα είναι εκείνα που έγιναν από την έκδοση του απογράφου και έως το πέρας της εκτελεστικής διαδικασίας, όπου εντάσσεται και η διαδικασία της κατάταξης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτελέσεως που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Με τη διάταξη αυτή γίνεται διάκριση μεταξύ αφαιρέσεως των εξόδων και κατατάξεως των προνομια­κών απαιτήσεων, προκύπτει δε ότι υπέγγυο στους δανειστές είναι το μετά την αφαίρε­ση των εξόδων εκτελέσεως ποσό από το πλειστηρίασμα και ότι το έξοδα εκτελέσε­ως δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προ­νομίων ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται προκειμένου να γί­νει η κατάταξη των δανειστών, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα (ΑΠ 658/2014 ΧρΙδΔ 2014.681, ΑΠ 300/2013 ΕφΑΔ 2013.659, ΑΠ 142/2004 ΝοΒ 2004.1560). Ειδικότερα, ως έξοδα εκτέλεσης κατά τις άνω διατάξεις νοούνται όλες οι δαπάνες που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, εφόσον είναι αναγκαίες για τη δαδικασία εκτέλεσης από την έναρξή της μέχρι την περάτωσή της, ήτοι ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και στην κατάταξη των δανειστών, οπότε προαφαιρούνται όλες οι δαπάνες που εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον των δανειστών και ήταν αναγκαίες για τη διεξαγωγή του συνόλου της εκτελεστικής διαδικασίας από τη λήψη του απογράφου μέχρι την αποπεράτωσή της, με αφετηρία τα έξοδα και δικαιώματα για την έκδοση απογράφου και τη σύνταξη αντιγράφου και επιταγής προς εκτέλεση (ΑΠ 300/2013 ό.π., ΑΠ 1783/1998 Δ 30.1169, ΑΠ 419/1998 αδημ., ΕφΑθ 4896/1999 ΕλΔ 2000.490), όχι όμως και τα γενόμενα έξοδα προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος είτε των αναγγελθέντων δανειστών ούτε όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, λόγω ματαίωσης του πλειστηριασμού ή αναβολής του κατόπιν ιδιαίτερης συμφωνίας του επισπεύδοντος και του οφειλέτη, χωρίς να εκδοθεί περί τούτου δικαστική απόφαση (ΑΠ 870/2010 ΤΝΠ Νόμος). Τα έξοδα αυτά προσδιορίζονται και προαφαιρούνται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος που απομένει προς διανομή, κατατάσσει τις απαιτήσεις του επισπεύδοντος την εκτέλεση και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών. Η εκκαθάριση και η προαφαίρεση των εξόδων της εκτέλεσης αποτελεί διανομή πλειστηριάσματος (ΑΠ 870/2010, ΕφΛαρ 52/2011, ΤΝΠ Νόμος). Η αφαίρεση των εξόδων γίνεται με βάση τα έγγραφα και τις αποδείξεις που κατατίθενται από τον δικαιούχο αυτών και βρίσκονται στον φάκελο του πλειστηριασμού. Για να είναι δε εφικτός ο έλεγχος από κάθε ενδιαφερόμενο και από το δικαστήριο, κρίνοντας επι σχετικού λόγου ανακοπής, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος απαιτείται να προβεί όχι σε απλή αναφορά αυτών, αλλά σε εξειδείκευση, με αναγραφή, επί της ιδιαίτερης πράξης εκκαθάρισης ή επί του πίνακα κατάταξης των επιμέρους κονδυλίων, της αιτίας τους και του δικαιούχου αυτών (βλ. Ι.Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος 2ος, Β΄ έκδ., 1979, σελ.1072). Στην αντίθετη περίπτωση, αφαίρεση, ως αναιτιολόγητη, είναι μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη (ΑΠ 658/2014 ΧρΙδΔ 2014.681). Η εκκαθάριση των εξόδων εκτε­λέσεως, στα οποία πρωταρχικά περι­λαμβάνονται τα έξοδα και δικαιώματα για τη λήψη απογράφου, σύνταξη απο­γράφου αυτού και επιταγής προς πληρωμή, αποτελεί διανομή του πλειστηριά­σματος, όπως και η κατάταξη των δανει­στών και συνεπώς προσβάλλονται μόνο με την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ. Ο προσδιορισμός των εξόδων γίνεται ύστερα από εκκαθάρισή τους είτε με ιδιαίτερη πράξη του υπαλλήλου (συμβολαιογράφου) του πλειστηριασμού είτε με τον συντασσόμενο απ’ αυτόν πίνακα κατάταξης δανειστών και διανομής του πλειστηριάσματος, μπορεί δε και η εκκαθάριση των εξόδων να προσβληθεί με την ανακοπή κατά του πίνακα κατά το άρθρο 979 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 27/2009 ΧρΙΔ 2010.39). Δικαιούχος δε των εξόδων εκτέλεσης είναι καταρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, όμως ως δικαιούχοι νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και ειδικότερα, ο δικαστικός επιμελητής και  υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), καίτοι τα πρόσωπα αυτά δεν νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθ’ ου η εκτέλεση, αφού με αυτόν δεν συνδέονται με κατάλληλη έννομη σχέση, αλλά με βάση τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 971, 975, 979 και 1007 ΚΠολΔ, δικαιούνται να συμμετάσουν στη διαδικασία κατατάξεως και λαμβάνουν τα έξοδα εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος αφύ τα αφαιρέσει από το πλειστηρίασμα, ακολούθως διανέμει το υπόλοιπο αυτού μεταξύ των δανειστών του καθ’ ου η εκτέλεση ή προβαίνει με σχετικό πίνακα στην κατάταξη των δανειστών σε περίπτωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Δηλαδή τα έξοδα εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στον συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται συνεπώς με ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ (ΑΠ 627/1994 ΤΝΠ Νόμος). Με την προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως, εάν δε γίνει δεκτός ο λόγος της ανακοπής με τον οποίο επιδιώκεται η μείωση των εξόδων ή αμφισβητείται το ύψος τους, το δικαστήριο επαναπροσδιορίζει το προς διανομή υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, στο οποίο και κατατάσσεται ο ανακόπτων που έχει υποβάλει το σχετικό αίτημα, όχι δε και άλλος δανειστής που δεν έχει προσβάλει τον πίνακα για τα προαφαιρεθέντα έξοδα, αρκεί βεβαίως το προνόμιο του ανακόπτοντος να παρέχει σ’ αυτόν (ανακόπτοντα) τη δυνατότητα να καταταγεί στον πίνακα για την ικανοποίηση της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του από το πλειστηρίασμα (ΑΠ 175/2012 ΕΦΑΔ 2012.625, ΑΠ 174/2008, ΕφΠειρ 229/2013 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, κατά την αρχή της προλήψεως, εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευ­όμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δα­νειστής, ο οποίος δεν άσκησε ανακοπή, έστω και αν είχε μείζον προνόμιο κατατά­ξεως. Το αυτό θα ισχύσει για την ταυτότη­τα του νομικού λόγου και στην περίπτω­ση που η ανακοπή πλήττει τον πίνακα για τα έξοδα εκτελέσεως, παρά το ότι δεν γίνεται κατάταξη γι’ αυτά (ΑΠ 280/2004 ΝοΒ 2005.280, ΕφΠατρ 432/2011 ΑχαΝομ 2012.281). Ανακόπτων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ή ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης, οπότε, αν αυτοί αμφισβητούν τη νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης, οπότε ανακύπει ιδιωτική διαφορά μεταξύ των τελευταίων και του επισπεύδοντος δανειστή που νομιμοποιείται παθητικά αυτός μόνον στη διεξαγωγή της περί την εκτέλεση δίκης, όταν η αμφισβήτηση δεν αφορά τη διενέργεια των πράξεων εκτελέσεως που έκανε ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τη νομιμότητα της εκκαθάρισης και ειδικότερα, αν προσβάλλουν αυτή ως αόριστη ή αναιτιολόγητη ή αμφισβητούν ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών, ώστε να είναι υπό την έννοια αυτή έξοδα εκτελέσεως, αφού αυτός (ο επισπεύδων δανειστής) είναι που χορήγησε στα άνω πρόσωπα την εντολή για τη διενέργεια των απαιτούμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης στον δικαστικό επιμελητή και στον συμβολαιογράφο και των προκαταβολών και οφειλών σε αυτούς τα αναγκαία έξοδα εκτέλεσης (ΚΠολΔ 932), έχων άμεσο έννομο συμφέρον να συμμετάσχει στη δίκη αυτή, αφού υπέρ αυτού έγινε η προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεση, αφού αυτός θα ζημιωθεί αν ανατραπεί ο πίνακας κατάταξης λόγω εσφαλμένης εκκαθάρισης των εξόδων για οποιονδήποτε λόγο, καθότι τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος τη διαφορά στα πρόσωπα αυτά με βάση τη μεταξύ τους σχέση εντολής (ΑΠ 300/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 142/2004 ΝοΒ 2004(52).1560). Αντίθετα, όταν η αμφισβήτηση αφορά μόνο τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή το ύψος της σχετικής δαπάνης, ήτοι προβάλλεται ότι τα έξοδά του ή αναλόγως του συμβολαιογράφου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από τις οικείες υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων οφείλει να στραφεί όχι μόνον κατ’ αυτού που επέσπευσε την εκτέλεση, αλλά και κατά των προσώπων υπέρ των οποίων έγινε η προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης (ΑΠ 300/2013 ό.π., ΑΠ 280/2004 ΝοΒ 53.280, ΑΠ 142/2004 ΝοΒ 52.1560, ΑΠ 365/2004 ΕλλΔνη 2005.1431, ΕφΠειρ 191/2017 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΕφΛαρ 52/2011 Δικογραφία 2012.22, βλ. και ΑΠ 60/2011 ΕλλΔνη 2011(52).772, ΑΠ 1774/2007 ΕΠολΔ 2008.273, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι στην περίπτωση αυτή νομιμοποιείται παθητικά μόνον ο δικαστικός επιμελητής). Εν γένει, ο ανακόπτων αναγγελθείς δανειστής μπορεί να προσβάλλει τον πίνακα κατατάξεως εφόσον η αφαίρεση των εξόδων εκτελέσεως δεν είναι η προσήκουσα και προσβάλλεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η δική του κατάταξη. Όταν επικαλείται ότι εσφαλμένα προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα έξοδα του καταταγέντος στον πίνακα γι’ αυτά δικαστικού επιμελητή, τα οποία δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά, ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από τις οικείες υπουργικές αποφάσεις αμοιβής των δικαστικών επιμελητών, η ανακοπή πρέπει να απευθύνεται κατά του δικαστικού επιμελητή, ο οποίος και μόνος νομιμοποιείται παθητικά. Ενώ, αν με την ανακοπή δεν αμφισβητείται η διενέργεια των πράξεων εκτελέσεως που έκανε ο δικαστικός επιμελητής αλλά το εάν έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών και είναι υπό την έννοια αυτή έξοδα εκτελέσεως, τότε νομιμοποιείται παθητικά ως καθ’ ου η ανακοπή, μόνον ο επισπεύδων δανειστής (ΑΠ 1774/2007, ΑΠ 280/2004,ΕφΛαρ 52/2011 ΤΝΠ).Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι αναφορικά με την κατάταξη των εξόδων που έγιναν για το κοινό συμφέρον των δανειστών σύμφωνα με τα άρθρα 1012 παρ.4 ΚΠολΔ και 205 ΚΙΝΔ, τα πράγματα είναι διαφορετικά, όπως άλλωστε προκύπτει από το περιεχόμενο της τελευταίας διάταξης (ΕφΠειρ 664/2013 ΕΝΔ 2013.231, ΜονΠρΠειρ 2129/2015 αδημ. στον νομικό Τύπο, βλ. σχετ. Μπρίνια Ι., Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος 4ος, Β΄ έκδ., 1982, σελ.2028, contra η ΕφΠειρ 131/2012 ΕΝΔ 2012.209, που κάνει μνεία στο σκεπτικό της επιγραμματικώς για ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 975 ΚΠολΔ και στον πλειστηριασμό πλοίου, παρά την ειδικότητα της διάταξης το άρθρου 205 ΚΙΝΔ). Ειδικότερα δε, τα έξοδα της εκτέλεσης που οδήγησε στον πλειστηριασμό και στη σύνταξη πίνακα κατάταξης δανειστών, τα γενόμενα προς εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος των δανειστών, κατατάσσονται προνομιακά στο σύνολο του πλειστηριάσματος και συνεπώς, εξασφαλίζονται με ναυτικό προνόμιο στην πρώτη τάξη κατάταξης κατά την παρ.1 του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, μαζί με τους συναφείς προς τη ναυσιπλοϊα φόρους, τα τέλη και τα δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτκών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.) (ΑΠ 350/1931 Θ ΜΓ΄.13, ΕφΠειρ 664/2013 ΕΝΔ 2013.231, ΕφΠειρ 647/1985 ΕΕμπΔ 1985.505, ΕφΑθ 1767/1975 ΕΝΔ 1975.416, ΕφΑθ 2114/1963 ΕΕΝ 31.114, ΜονΠρΠειρ 5591/1988 ΕΝΔ 1990.347), ώστε δεν προαφαιρούνται από το επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα του πλειστηριασθέντος πλοίου, εκ μέρους του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, διότι είναι προς το συμφέρον του ναυτικού εμπορίου να μην υπόκεινται στον κανόνα της ανάλογης ικανοποίησης τα δικαστικά δαπανήματα που εξυπηρέτησαν την κοινότητα των δανειστών του πλοίου. Δικαστικά έξοδα εδώ θεωρούνται αυτά που συνδέονται άμεσα με ορισμένη νόμιμη δικαστική ενέργεια ή διαδικασία, ανεξάρτητα από το αν καθορίζονται με βάση διάταξη νόμου ή συμφωνία που συνάπτεται με τον δικαστικό πληρεξούσιο που ενεργεί τη διαδικαστική πράξη και εξασφαλίζονται με ναυτικό προνόμιο, εάν είναι επωφελή για όλους τους δανειστές, γεγονός που εκτιμά κυριαρχικά ο δικαστής της ουσίας που επιλαμβάνεται της υπόθεσης. Δεν ενδιαφέρει από ποιόν έγιναν τα έξοδα ούτε η κοινή ενέργεια δανειστών αποτελεί προϋπόθεση για να θεωρηθεί ότι τα έξοδα έγιναν προς το κοινό συμφέρον τους. Τα δικαστικά αυτά έξοδα συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα έξοδα έκδοσης απογράφου από τον επισπεύδοντα δανειστή, σύνταξη και επίδοση αντιγράφου αυτού με επιταγη προς εκτέλεση, χορήγηση εντολής προς εκτέλεση (κατάσχεση), πληρωμή αμοιβής πληρεξουσίου δικηγόρου για τις πράξεις αυτές, αναγκαστική κατάσχεση, έκδοση κατασχετήριας έκθεσης ή περίληψης και των δημσοιεύσεών της, επίδοση δικογράφων, αμοιβή δικαστικού επιμελητή, κατάθεση εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, έκθεση πλειστηριασμού, κηρύξεις, πίνακα κατάταξης δαπάνες μεσεγγυούχου, αμοιβη φύλακα, έξοδα μεθόρμισης του πλοίου για τη μεσεγγύηση ή τον πλειστηριασμό, αμοιβή και έξοδα υπαλλήλου του πλειστηριασμού για τη σύνταξη της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, του πίνακα κατάταξης των δανειστών, της πρόσκλησης των πιστωτών κλπ. Αντίθετα, τα δικαστικά έξοδα που αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση του ατομικού συμφέροντος ορισμένου ή ορισμένων από τους δανειστές, δεν καλύπτονται από το προνόμιο αυτό και κατατάσσονται στην ίδια με την απαίτηση που αφορούν θέση (ΕφΠειρ 1128/1986 ΕΝΔ 1987.199), (βλ. σχετ. για όλα τα ανωτέρω Α.Αντάπαση-Λ.Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, Κεφ.15, Οι κατ’ ιδίαν ναυτικές προνομιούχες απαιτήσεις, Β. Τα δικαστικά έξοδα που έγιναν για το κοινό συμφέρον των δανειστών, παρ.583επ., σελ.293επ.). Εάν ο συντάξας τον πίνακα κατάταξης δανειστών συμβολαιογράφος προαφαίρεσε επί πλειστηριασμού πλοίου τα έξοδα εκτέλεσης και τούτο δεν προσβάλλεται ως πλημμέλεια με την ανακοπή, δεσμεύεται εκ τούτου το δικαστήριο σύμφωνα με την εκ της διατάξεως του άρθρου 106 ΚΠολΔ αρχή της διαθέσεως των διαδίκων και δεν δύναται να θεωρήσει τα εν λόγω έξοδα ως συγκαταταχθέντα μεταξύ των ναυτικών προνομίων (ΕφΠειρ 664/2013 ό.π., ΜονΠρΠειρ 2558/2017, ΜονΠρΠειρ 2129/2015 αδημ. στον νομικό Τύπο). 2) Αι απαιτήσεις αι απορρέουσαι εκ της συμβάσεως εργασίας του πλοιάρχου του πληρώματος και των λοιπών επί του πλοίου υπηρετούντων προσώπων. 3) Αι αμοιβαί αι οφειλόμεναι δια διάσωσιν και αρωγήν ως και δια συνεισφοράν του πλοίου εις κοινάς αβαρίας. 4) Αι αποζημιώσεις λόγω συγκρούσεως ή άλλων ναυτιλιακών ατυχημάτων ως και λόγω ζημιών προξενηθεισών εις τεχνικά έργα λιμένων, προκυμαιών και πλευσίμων οδών, αι αποζημιώσεις δια σωματικάς βλάβας εις επιβάτας και εκ πληρώματα, αι αποζημιώσεις διά απώλειαν ή αβαρίαν του φορτίου ή των αποσκευών. 5) Αι απαιτήσεις αι προερχόμενοι εκ συμβάσεων συναφθεισών ή εκ πράξεων ενεργηθεισών υπό του πλοιάρχου εκτός του λιμένος νηολογήσεως, δυνάμει των νομίμων αυτού εξουσιών, διά πραγματικάς ανάγκας της συντηρήσεως του πλοίου ή της συνεχίσεως του ταξιδιού, αδιακρίτως αν ο πλοίαρχος είναι ή όχι συγχρόνως κύριος του πλοίου και αν η απαίτησις είναι ιδία αυτού απαίτησις ή απαίτησις προμηθευτών, επισκευαστών, δανεισάντων, ή άλλων συμβαλλομένων. Βάσει των ανωτέρω, κατά την έννοια του νομού, βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα είναι τα δια νόμου επιβαλλόμενα απευθείας επί του πλοίου υπέρ τρίτων οργανισμών και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου τέλη, που αφορούν δηλαδή στην ίδια τη λειτουργία του πλοίου ως πλωτού μέσου (π.χ. τέλη διελεύσεως, πλοηγήσεως, φαρικά τέλη και τέλη αγκυροβολίας, προσορμίσεως, πρυμνοδετήσεως, μεθορμίσεως κλπ.). Δεν εμπίπτουν, επομένως, στην ανωτέρω έννοια του τέλους εκείνα που βαρύνουν τρίτους κατά τη λειτουργία του πλοίου και απλώς εισπράττονται από τον πλοιοκτήτη ή τον αντιπρόσωπο του ή τη ναυτική επιχείρηση με την υποχρέωση αποδόσεώς τους στον δικαιούχο, όπως είναι τα υπέρ λιμενικών ταμείων τέλη χρήσεως του λιμένα, τα οποία συνίστανται στην προσαύξηση του εισιτηρίου των επιβατών και βαρύνουν τον επιβάτη, εισπραττόμενα απλώς από τον πλοιοκτήτη κατά την έκδοση του εισιτηρίου. Εξάλλου, συναφείς προς τη ναυσιπλοϊαν φόροι δεν είναι όλες οι κατά του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου ως εκ του ότι αυτού ασκούν ναυτική επιχείρηση, αλλά μόνον όσοι φόροι επιβάλλονται απ’ ευθείας επί του πλοίου και αφορούν την ίδια τη λειτουργία του ως πλωτού μέσου, δια της νομοθεσίας περί φορολογίας πλοίων (του Ν.1880/1951 περί φορολογίας πλοίων, φόροι και εισφορές στα υπό Ελληνική σημαία πλοία με βάση την ηλικία και τη χωρητικότητα του πλοίου κατ’ άρθρα 1, 2 και 6 του Ν.27/1975, τα κατά τον Ν.820/1973 επιβαλλόμενα πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις που αφορούν το πλοίο, προξενικά τέλη, τέλη ελλιμενισμού του πλοίου, δικαιώματα χωρητικότητας, φάρων ή λιμένος και λοιπά τέλη και φόροι της ιδίας φύσεως που κατατάσσονται προνομιακώς στην πρώτη τάξη). Συνεπώς, δεν είναι συναφής με τη ναυσιπλοϊα ο φόρος κύκλου εργασιών του Α.Ν.660/1937, μετονομασθείς δια του άρθρου 1 του Ν.1642/1986 σε φόρο προστιθέμενης αξίας, ο οποίος δεν αναφέρεται ούτε επιβάλλεται ειδικώς στη ναυσιπλοΐα, αλλά είναι γενικός φόρος που επιβαρύνει τα ακαθάριστα έσοδα κάθε βιομηχανικής, βιοτεχνικής, μεταφορικής εμπορικής επιχειρήσεως στην Ελλάδα και μπορεί να επιρρίπτεται σε βάρος του αντισυμβαλλομένου τους, ο Φ.Π.Α. που επιβάλλεται επί των εισιτηρίων των επιβατών και εισπράττεται από τον πλοιοκτήτη ή τον εκμεταλλευτή του πλοίου με την υποχρέωση αποδόσεώς του στο Δημόσιο, ο φόρος εισοδήματος επί των μισθών του πληρώματος, ο παρακρατούμενος φόρος από τις αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές του πλοιάρχου και του πληρώματος, το χαρτόσημο, οι υπέρ τρίτων κρατήσεις, ο τυχόν οφειλόμενος φόρος μεταβίβασης πλοίου, τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις λόγω εκπρόθεσμης πληρωμής των σχετικών προς τη ναυσιπλοΐα φόρων καθώς και τα προβλεπόμενα στο άρθρο 87 του Ν.2238/1994 πρόστιμα,εφόσον οι περί προνομίων διατάξεις είναι ερμηνευτέες στενά (ΑΠ 511/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 79/2004 ΕΝΔ 2004.138 ΑΠ 322/1988 ΕΝΔ 1990.23, , ΕφΠειρ 229/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 432/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 501/2008 Αρμ 2010.538, ΕφΠειρ 87/2001 ΕΝΔ 2001.358, βλ σχετ. Αντάπαση Α., Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων, εκδ.1976, σελ.138-139, Ι.Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τομ.4ος, εκδ.1982, παρ.632 ε-ζ, σελ.2028-2030, Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, παρ.18-20, σελ.464-466, Ι.Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τομ.3ος, εκδ.2007, άρθρο 205, σελ.109-111). Ως εκ τούτου, δεν απολαμβάνουν προνομίου οι φόροι εισοδήματος επί των αμοιβών του πληρώματος του πλοίου (ΑΠ 322/1988) επειδή δεν είναι φόροι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα ούτε και ο φόρος προστιθέμενης αξίας (AΠ 79/2004). Περαιτέρω δε, ο ΚΙΝΔ (άρθρο 205 παρ.1 β΄) κατατάσσει πλέον στη δεύτερη τάξη των ναυτικών προνομίων τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, η δε εξασφάλιση με το προνόμιο των δαπανών αυτών οφείλεται κυρίως σε λόγους επιείκειας. Όποιος δαπανά για τη φύλαξη και τη συντήρηση του πλοίου στον τελευταίο λιμένα δεν προστατεύει απλώς το συμφέρον του οφειλετη πλοιοκτήτη, αλλά ωφελεί και το συύνολο των δανειστών. Οι δαπάνες αυτές έχουν συνηθως επείγοντα χαρακτήρα και γίνονται από δανειστές μικρής ή μέσης οικονομικής επιφάνειας που δεν έχουν στη διάθεσή τους άλλα πρόσφορα μέσα πίστης. Ως έξοδα φύλαξης και συντήρησης στον τελευταίο λιμένα κατάπλου του πλοίου λογίζονται όλα όσα δαπανήθηκαν από την είσοδο του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι που είναι εκείνο όπου κατέπλευσε το πλοίο από το τελευταίο ταξίδι του κι επακολούθησε η αναγκαστική του κατάσχεση με σκοπό τον πλειστηριασμό και τα οποία είναι απολύτως αναγκαία για την αποκατάσταση των φθορών που προκλήθηκαν σε αυτό από τη λειτουργία του ή τον χρόνο, ώστε να διατηρηθεί σε ικανότητα προς εκπλήρωση του προορισμού του ως οικονομικής μονάδας, κατάλληλο για αυτοδύναμη κίνηση και ναυτιλιακή εκμετάλλευση, αλλά και εκείνα που είναι αναγκαία για τη φύλαξή του, ώστε να μη χειροτερεύσει η πραγματική του κατάσταση και να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του. Περιλαμβάνονται όμως και τα πριν από την κατάσχεση από τον τελευταίο κατάπλου στο λιμάνι, όπου μετά κατασχέθηκε, έξοδα φύλαξης και συντήρησης. Οι αναγκαίες δαπάνες για τον ελλιμενισμό του πλοίου στο λιμένα κατάπλου επί ικανό χρόνο μέχρι του πλειστηριασμού του, ώστε να μην υποστεί βλάβη, αλλά να διατηρηθεί στην κατάσταση που βρισκόταν προς εκπλήρωση του προορισμού του, περιλαμβάνονται στις γενόμενες για τη διατήρηση του πράγματος, κατά την ως άνω έννοια (ΑΠ 681/2004 ΕλΔνη 47.788). Άλλωστε, για την αναγνώριση του ανωτέρω προνομίου, δεν ενδιαφέρει αν ο δαπανήσας επεδίωξε ή όχι τη συντήρηση του πράγματος. Εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι το συντηρητικό αποτέλεσμα (ΕφΠειρ 544/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008.1094). Προνομιούχος δε, θεωρείται κάθε δαπάνη που έγινε για τον ανωτέρω σκοπό, από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, δηλαδή σε εκείνο στον οποίο κατέπλευσε το πλοίο και από τον οποίο παρεμποδίστηκε να αποπλεύσει λόγω της κατάσχεσής του (ΚΠολΔ 1011 παρ.2), χωρίς να είναι απαραίτητο οι δαπάνες αυτές να έχουν γίνει μετά την κατάσχεση, πλην όμως είναι κατανοητό ότι ο χαρακτηρισμός ενός λιμένος ως τελευταίου εξαρτάται από την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης στο πλοίο που κατέπλευσε σ’ αυτόν (ΑΠ 312/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1691/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 295/2002 ΕλλΔνη 44.153, ΑΠ 52/1995 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 191/2017 ΕΝΔ 2019.159, ΕφΠειρ 664/2013 ΕΝΔ 2013.231, ΕφΠειρ 229/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 275/2012 ΕΝΔ 2012.208, ΕφΠειρ 16/2010 ΕΝΔ 2010.252, ΕφΠειρ 544/2008 ΕΝΔ 2008.417, ΕφΠειρ 733/2004 ΕΝΔ 2004.368, ΕφΠειρ 3/2004 ΕΝΔ 2004.141, ΜονΠρΠειρ 3749/2015 αδημ. στον νομικό Τύπο). Δεν είναι τελευταίος λιμένας αυτός στον οποίο το πλοίο κατέπλευσε για να παροπλιστεί, επειδή δεν υπάρχουν ναυλώσεις ή ναύλοι που να καλύπτουν τα έξοδά του. Οι δαπάνες για να απολαύουν ναυτικού προνομίου πρέπει να εξυπηρετούν ανάγκες φύλαξης και συντήρησης του πλοίου και να έλαβαν χώρα από τον χρόνο του κατάπλου, ήτοι της εισόδου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, έως τον χρόνο του πλειστηριασμού του κι αν ακόμη το χρονικό αυτό διάστημα εξαιτίας των περιστάσεων σημαντική διάρκεια. Δεν είναι απαραίτητο οι δαπάνες αυτές, για να θεωρηθούν προνομιακές, να πραγματοποιηθούν οπωσδήποτε μετά την κατάσχεση του πλοίου (ΑΠ 52/1995 ΕΕμπΔ 1995.467, ΕφΠειρ 473/2000 ΕΕμπΔ 2000.546). Καλύπτεται από προνόμιο το σύνολο των δαπανών που έγιναν για τις αναγκαίες επισκευές του πλοίου που άρχισαν πριν από την κατάσχεσή του και ολοκληρώθηκαν μετά από αυτή (ΑΠ 1556/2017 Αρν 2018.245, ΑΠ 533/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 519/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 649/2014 ΕΝΔ 2014.394, ΕφΠειρ 229/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 275/2012 ΕΝΔ 2012.208, ΕφΠειρ 167/2010 ΕΝΔ 2010.241). Αν όμως η δαπάνη έλαβε χώρα πριν από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, διότι π.χ. η αγορά των ανταλλακτικών και άλλων υλικών συντήρησης συμφωνήθηκε και εκτελέστηκε σε προηγούμενο λιμένα, δεν εξασφαλίζεται με το προνόμιο (ΕφΠειρ 191/2017 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΕφΠειρ 1402/1981 ΕΝΔ 1982.151) (βλ. σχετ. για όλα τα ανωτέρω Α.Αντάπαση-Λ.Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, Κεφ.15, Οι κατ’ ιδίαν ναυτικές προνομιούχες απαιτήσεις, Στ. Έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, Στ1. Τελευταίος λιμένας, παρ.612-616, σελ.308-311). Στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο που κατασχέθηκε βρισκόταν επί μεγάλο χρονικό διάστημα παροπλισμένο στο ίδιο λιμάνι στο οποίο και πλειστηριάστηκε, το λιμάνι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο «τελευταίος λιμένας μετά τον κατάπλου», έτσι ώστε κάθε δαπάνη φύλαξης και συντήρησης που έγινε κατά το διάστημα αυτό να καλύπτεται από το πιο πάνω προνόμιο. Τούτο δε, διότι δεν πρόκειται για λιμάνι στο οποίο το πλοίο ακινητοποιήθηκε και παρακωλύθηκε να αποπλεύσει συνεπεία της κατάσχεσης, αλλά η ακινητοποίησή του αυτή ήταν άσχετη με την κατάσχεση, αφού το πλοίο είχε καταπλεύσει με τον αποκλειστικό σκοπό να ακινητοποιηθεί και να παροπλισθεί επί μακρό χρόνο (ΑΠ 1556/2017 ΤΝΠ Νόμος). Η έννοια του τελευταίου λιμανιού δε μεταβάλλεται από τυχόν μετατόπιση ή μεθόρμιση του πλοίου προς επισκευή σε ναυπηγείο ή προς άρση εμποδίων της ναυσιπλοΐας (ΑΠ 295/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 52/1995 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 936/1989 ΕΝΔ 1991.345, ΕφΠειρ 361/2010 ΕΝΔ 2010.236, ΕφΠειρ 933/2006 ΕΝΔ 2007.49, ΕφΠειρ 3/2004, ΕφΠειρ 386/1996 ΠειρΝομ 1998.32). Επιπλέον δε, έξοδα φύλαξης, αναγνωριζόμενα ως προνομιούχα στη δεύτερη τάξη, νοούνται τα έξοδα «επιστασίας και αναγκαίας μερίμνης», προς τον σκοπό διαφύλαξης και διασφάλισης του πλοίου την κατάσταση που βρίσκεται μαζί με τα συστατικά και παραρτήματά του στην υλική κατάσταση που κατασχέθηκε (ΕφΠειρ 1112/1986 ΕλλΔνη 28.493). Στα έξοδα φύλαξης περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δαπάνες αλλά και η αμοιβή των αναγκαίων προς τούτο υπηρεσιών και φροντίδων (αντιμισθία φυλάκων, μίσθωμα αποθήκευσης εξαρτημάτων του πλοίου, μετακίνησης του πλοίου για λόγους ασφάλειας κ.τ.λ.). Δεν απολαμβάνουν, όμως, του εν λόγω προνομίου όλα τα έξοδα φύλαξης, αλλά μόνο εκείνα που έγιναν σε πλοίο ακινητοποιημένο ενόψει του πλειστηριασμού. Αποκλείεται, δηλαδή, κάθε δαπάνη που δε συμβιβάζεται με τη δικαιολογητική αιτία της καθιέρωσης του προνομίου, η οποία αναφέρεται σε πλοίο που τελεί σε σταθερή παραμονή προς τον σκοπό της εκποίησης. Η φύλαξη του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι δεν προστατεύει μόνο τα συμφέροντα του πλοιοκτήτη, αλλά ωφελεί αμέσως και το σύνολο των δανειστών, διότι, χωρίς το προνόμιο αυτό, ο οφειλέτης διακινδυνεύει να μη βρει φύλακες πρόθυμους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και έτσι το πλοίο να παραμένει χωρίς προστασία ενόψει του πλειστηριασμού, προς βλάβη των δανειστών. Τα από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίο λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως κατατάσσονται πριν από τις εκ της συμβάσεως εργασίας απαιτήσεις και προηγούνται της υποθήκης επί του πλοίου. Στα έξοδα συντηρήσεως περιλαμβάνονται οι δαπάνες εκείνες από τον κατάπλου στον τελευταίο λιμένα, οι οποίες συνετέλεσαν ώστε να διατηρηθεί το πλοίο στο λιμένα και μέχρι τον πλειστηριασμό του σώο και αναλλοίωτο. Συνεπώς, δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου και του ναύλου, αναγνωριζόμενο από το ημεδαπό ή αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο, ως εξοπλίζον απαίτηση για δαπάνες κλπ. οποιωνδήποτε εργασιών που εκτελέστηκαν στο πλοίο, αλλά μόνο εκείνων που έγιναν για τις πιο πάνω εργασίες συντηρήσεως. Αυτονόητο είναι ότι οι δαπάνες για τη διατήρηση του πλοίου ακινητοποιημένου σε κατάσταση ασφαλούς επιπλεύσεως καλύπτονται οπωσδήποτε από το παραπάνω προνόμιο, χωρίς βέβαια αυτό να έχει την έννοια ότι μόνο οι δαπάνες αυτές είναι προνομιούχες, αφού είναι προνομιούχες και όλες οι αναγκαίες δαπάνες που έγιναν προς αποκατάσταση των πιο πάνω φθορών. Αποκλείονται κατά συνέπεια του προνομίου οι κάθε φύσεως δαπάνες εκμεταλλεύσεως του πλοίου σύμφωνα με τον προορισμό του καθώς και οι κάθε φύσεως δαπάνες για την επισκευή του πλοίου που αποβλέπουν στη βελτίωση ή τη μεταβολή της καταστάσεως του και στην επαύξηση και όχι στη διατήρηση της αξίας του (ΕφΠειρ 16/2010 ΕΝΔ 2010.252, ΕφΠειρ 270/2006 ΠειρΝομ 2006.242, ΕφΠειρ 3/2004 ΕΝΔ 2004.140, ΕφΠειρ 163/2003 ΕΕμπΔ 2002.672). Επίσης, δεν συντρέχει η πιο πάνω αιτία για την προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του φύλακα που προσλήφθηκε για τη φύλαξη του παροπλισμένου πλοίου στην περίπτωση κατά την οποία η πρόσληψη αυτού και η παροχή των υπηρεσιών του έγινε σε διάστημα άσχετο με την κατάσχεση του πλοίου. Διαφορετική εκδοχή θα οδηγούσε στην προνομιακή κατάταξη όλων σχεδόν των απαιτήσεων που αφορούν παροπλισμένα πλοία (αφού αυτές αφορούν κατά κανόνα έξοδα φύλαξης και συντήρησης που έγιναν στο λιμάνι της κατάσχεσης), εκδοχή η οποία θα ήταν αντίθετη με την έννοια των διατάξεων που καθιερώνουν τα ναυτικά προνόμια και πρέπει να ερμηνεύονται στενά, καθόσον διαταράσσουν την ισότητα μεταξύ των πιστωτών, ενώ δεν πρέπει να παραβλεφθεί και το γεγονός ότι η αμοιβή του φύλακα παροπλισμένου πλοίου δεν πηγάζει από σύμβαση ναυτικής εργασίας, αλλά από σύμβαση χερσαίας εργασίας, αφού το πρόσωπο αυτό δεν είναι ναυτικός (ΑΠ 179/2000 ΕλΔ 2000.733, ΕφΠειρ 973/2005 ΕΝΔ 2005.432, ΕφΠειρ 856/2005 ΠειρΝ 2006.81), επομένως, δεν απολαμβάνει ούτε του προνομίου της περ.β΄ του άρθρου 205 ΚΙΝΔ (ΑΠ 904/1987 ΕΝΔ 1987.445 , ΑΠ 12/1985 ΕΝΔ 1986.74, ΕφΠειρ 147/2010 ΕΝΔ 2010.241, ΕφΠειρ 473/2000, ΕφΠειρ 267/1999 ΕΝΔ 1999.86, ΕφΠειρ 28/1996 ΕΝΔ 1996.529). Πάντως, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 205 περ.α΄ ΚΙΝΔ, η αναφερόμενη σε αυτήν απαίτηση από έξοδα συντήρησης του πλοίου είναι προνομιούχος επί του πλοίου όχι μόνο κατά το κύριο κεφάλαιο, αλλά και ως προς τους τόκους υπερημερίας λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα και του αδιαιρέτου του προνομίου (ΑΠ 52/1995 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, στη δεύτερη τάξη προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ εντάσσονται οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας. Ο όρος «πλήρωμα» στη διάταξη αυτή εκλαμβάνεται ευρέως και περιλαμβάνει όχι μόνον αυτούς που παρέχουν καθαρά ναυτική εργασία επί του πλοίου (ναύτες, μηχανικούς, θερμαστές, ασυρματιστές κτλ.), αλλά όλα τα πρόσωπα, ανεξάρτητα από βαθμό και ειδικότητα, τα οποία επιβαίνουν στο πλοίο και εργάζονται σ’ αυτό παρέχοντας οποιασδήποτε φύσεως διαρκείς υπηρεσίες σε οργανωμένη κοινότητα και προς εκπλήρωση του σκοπού του (της θαλάσσιας αποστολής), όπως είναι οι ιατροί, νοσοκόμοι, μουσικοί, καλλιτέχνες, οικονομικοί αξιωματικοί (πλήρωμα υπό την ευρεία έννοια). Είναι αδιάφορο, εάν πρόκειται για καθαρά ναυτική ή άλλη εργασία όπως και η εγγραφή ή μη αυτών στο ναυτολόγιο του πλοίου ή η ασφάλιση ή μη στο ΝΑΤ, ενώ σ’ αυτές περιλαμβάνονται οι αξιώσεις από σύμβαση (έγκυρη ή άκυρη) εργασίας για βασικό μισθό, προσαυξήσεις, πρόσθετη και υπερωριακή εργασία, επιδόματα (κάθε είδους), μισθό ναυαγίου, μισθούς ασθενείας, αποζημίωση λόγω καταγγελίας, πρόσθετο επιμίσθιο και αποζημίωση λόγω εργατικού ατυχήματος, χωρίς όμως να περιλαμβάνονται οι αξιώσεις από αδικοπραξία (βλ. σχετ. Ι.Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τομ.4ος, εκδ.1982, παρ.632θ, σελ.2034-2036, Βαθρακοκοίλη Β., Ερμηνεία ΚΠολΔ, παρ.18-20, σελ.468-469). Έτσι, αναγκαία προϋπόθεση και εννοιολογικό στοιχείο του υπό στενή έννοια ναυτικού είναι η προσφορά από αυτόν υπηρεσιών επί του πλοίου «κατά τον πλουν», δηλαδή κατά την εκπλήρωση της ναυτικής του αποστολής. Δεν είναι όμως μέλη του πληρώματος και επομένως δεν απολαύουν του προνομίου οι παρέχοντες στο πλοίο εργασίες κατά τις διάφορες προσεγγίσεις και την παραμονή του στον λιμένα (ΕφΠειρ 808/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 444/2008 ΕΝΔ 2008.426, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106, ΕφΠειρ 1135/2005 ΕΝΔ 2005.456). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 37επ. και 53επ. του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου. Δεν είναι όμως απαραίτητη η πραγματική εκτέλεση του πλου και η αντιμετώπιση θαλασσίων κινδύνων. Έτσι η σύμβαση δεν αποβάλλει τον χαρακτήρα της ναυτικής ούτε μεταλλάσσεται σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, αν για οποιοδήποτε λόγο, όπως για συντήρηση ή επισκευή, παραμένει το πλοίο αργό στο λιμάνι, έχει όμως συγκροτημένο πλήρωμα και βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα προς πλου, μόλις περατωθεί η συντήρηση ή η επισκευή του. Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος για να εργαστεί στο πλοίο ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και αν δεν παρέχει αμιγή ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός και η σύμβαση του έχει ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής εργασίας και όχι χερσαίας. Αντίθετα, δεν θεωρείται ναυτικός με την παραπάνω έννοια ο μισθωτός που προσλαμβάνεται με ειδική και αποκλειστική αποστολή τη φύλαξη και συντήρηση του πλοίου, για όσο χρόνο το πλοίο αυτό θα βρίσκεται ακινητοποιημένο και παροπλισμένο στο λιμάνι και αυτός δεν έχει υποχρέωση συμμετοχής σε πλόες του πλοίου, η δε σύμβαση με το πρόσωπο αυτό θεωρείται ως σύμβαση χερσαίας εργασίας, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου (ΑΠ 1285/2006 ΔΕΕ 2007.978, ΑΠ 365/2005 ΕΝΔ 2005.81, ΑΠ 55/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 55/2004 ΕλλΔνη 45.1042, ΑΠ 1643/2003 ΕλλΔνη 45.753, ΕφΠειρ 545/2012 ΕΝΔ 2012.388, ΕφΠειρ 177/2012 ΠειρΝομ 2012.354, ΕφΠειρ 289/2011 ΕΝΔ 2012.26, ΕφΠειρ 548/2010 ΕΕμπΔ 2011.661, ΕφΠειρ 810/2009 ΤΝΠ Νόμος, βλ. σχετ. για όλα τα ανωτέρω Α.Αντάπαση-Λ.Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, Κεφ.15, Οι κατ’ ιδίαν ναυτικές προνομιούχες απαιτήσεις, παρ.578επ., σελ.291επ.). Άλλωστε, κατά τη διάταξη του άρθρου 206 του Κ.Ι.Ν.Δ., «αι προνομιούχοι απαιτήσεις της αυτής τάξεως κατατάσσονται συμμέτρως. Επί απαιτήσεων εξ επιθαλάσσιου αρωγής, διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, αι μεταγενέστεροι απαιτήσεις προηγούνται των προγενεστέρων». Τα παραπάνω προνόμια, είναι ειδικά, έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο (ή τον ναύλο) και εκτοπίζουν κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ, όταν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι το πλοίο. Στη συνέχεια, κατατάσσονται οι ενυπόθηκες απαιτήσεις επί του πλοίου, απλές ή προτιμώμενες. Μετά την ικανοποίηση και των απαιτήσεων αυτών, στο τυχόν απομένον πλειστηρίασμα κατατάσσονται οι απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και αυτές των εργαζομένων με σύμβαση χερσαίας εργασίας (ΑΠ 1556/1998 ΕλλΔνη 40.1326, ΕφΠειρ 131/2012 ΕΝΔ 2012.209, ΕφΠειρ 808/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 501/2008 ΕΝΔ 36.424). Τελευταίοι κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι δανειστές (ΕφΠειρ 3/2004 ΕΝΔ 32.140, ΕφΠειρ 1112/1986 ΕλλΔνη 28.493, βλ. σχετ. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 1012, σελ.456, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π., άρθρο 1012, αριθ.7, σελ.1981). Οι ενυπόθηκοι δανειστές του ναυτικού δικαίου ικανοποιούνται κατά πλήρη προτεραιότητα σε σχέση με τους γενικούς προνομιούχους του ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 198/2003 ό.π., βλ. σχετ. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεση, παρ.632δ΄, σελ.2047-2048, Νικολόπουλο σε Κεραμεύως/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ (2000), 1012). Σημειωτέον ότι οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατατάξεως δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενάσκησής τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Έτσι και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο της γένεσης του δικαιώματος ή της έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά τον χρόνο της κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 παρ.1 του ΕισΝΚΠολΔ που ορίζει, ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, διότι η διάταξη δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκέλεσης εν σχέσει προς το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο (ΟλΑΠ 21/1994 ΕλλΔνη 1995.574, ΑΠ 1404/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 681/2004 ΕΕμπΔ 2004 606).

Χ. Εξάλλου, στο άρθρο 86 παρ.3 εδ.α΄ του Π.Δ. 913/1978 «περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου περί Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου κλπ.», εκδοθέντος κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 23 του Ν.792/1978, ορίζεται ότι «εισφοραί οφειλόμενοι ή βεβαιούμενοι εκ του ναυτολογίου είναι οι τοιούτοι προς N.A.T., Τ.Π.Ε.Ν., Κεφάλαιο Ανεργίας και Ασθενείας, Προστασίας Φυματικών, Δυτών, Ναυτιλιακής Εκπαιδεύσεως, προπαιδεύσεως και πάσα ετέρα εισφορά, τέλος, φόρος ή δικαίωμα διά νόμου καθιερουμένη». Επίσης, στην παρ.9 του αυτού άρθρου ορίζεται ότι «αι δια του ναυτολογίου βεβαιούμενοι και κατά τα άνω υπολογιζόμεναι εκ πάσης φύσεως εισφοραί, τα πρόσθετα τέλη τούτων, τα λοιπά τέλη και δικαιώματα τα οφειλόμενα προς το N.A.T., εις τα οποία προστίθενται και τα τυχόν προς είσπραξιν αυτών γενόμενα δικαστικά και λοιπά έξοδα εκτελέσεως είναι προνομιούχα επί του πλοίου και του ναύλου υπαγόμενα άνευ χρονικού περιορισμού εις την β΄ τάξιν των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ». Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 παρ.4 εδ.α΄ του Ν.1085/1980 «αι προς το N.A.T., Ταμεία Προνοίας Εμπορικού Ναυτικού (Τ.Π.Ε.Ν.), Κεφάλαιον Ναυτικής Εκπαιδεύσεως (Κ.Ν.Ε.), Εστίας Ναυτικών και λοιπούς παρά του N.A.T. λογαριασμούς και κεφάλαια, οφειλόμενοι τακτικοί εισφοραί των πλοιοκτητών ως και των ναυτικών, διά τους επί των πλοίων υπηρετούντος Έλληνας ναυτικούς, θεωρούνται μέρος των μισθών των προς ους αντιστοιχούν ναυτικούς και τυγχάνουν της αυτής προστασίας και προνομιακής κατατάξεως, ως και ο υπόλοιπος μισθός τούτων». Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι απαιτήσεις από το ναυτολόγιο του πλοίου είναι τα δικαιώματα του N.A.T. από εισφορές, πρόσθετα τέλη αυτών και τα λοιπά τέλη και δικαιώματα, εφόσον αυτά βεβαιώνονται δια του ναυτολογίου, δηλαδή συνδέονται με αυτό, καθώς και τα δικαιώματα του N.A.T., του Τ.Π.Ε.Ν., του Κ.Ν.Ε., της Εστίας Ναυτικών και οι λοιποί παρά του N.A.T. λογαριασμοί και κεφάλαια, εφόσον όμως η απαίτηση προέρχεται εκ της καθυστερήσεως καταβολής τακτικής εισφοράς του πλοιοκτήτου ή του ναυτικού διά τους επί του πλοίου υπηρετούντος ναυτικούς. Ο υπολογισμός, η εκκαθάριση και η βεβαίωση των εκ του ναυτολογίου οφειλομένων εισφορών ενεργείται υπό της ναυτιλιακής αρχής ή του N.A.T., υπό του οποίου και εκδίδεται το σχετικό φύλλο εκκαθαρίσεως. Επιπλέον, στη διάταξη του άρθρου 4 παρ.6 του Ν.2575/1998, ορίζονται τα ακόλουθα: «6. α) Συνιστάται στο Ν.Α.Τ. ίδιος κλάδος ασφάλισης επιβατών και οχημάτων που μετακινούνται με καταβολή ναύλου μεταξύ ελληνικών λιμένων με κάθε τύπου επιβατηγά, επιβατηγά – οχηματαγωγά και φορτηγά – οχηματαγωγά πλοία ως και ίδιο κεφάλαιο με τον τίτλο “Κεφάλαιο Ασφάλισης Επιβατών και Οχημάτων” (Κ.Α.Ε.Ο.). Ο Κλάδος Ασφάλισης Επιβατών και το Κεφάλαιο Ασφάλισης Επιβατών (Κ.Α.Ε.) που έχουν συσταθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του Ν.Δ.152/1974 με το Π.Δ.91/1979, όπως τροπ. με το Π.Δ.320/1991 καταργούνται και τα μέχρι σήμερα αποθεματικά του Κ.Α.Ε. περιέρχονται στο Κ.Α.Ε.Ο. ως πόροι του. Το Κ.Α.Ε.Ο. θεωρείται καθολικός διάδοχος του Κ.Α.Ε.. β) Πόροι του Κ.Α.Ε.Ο. είναι ακόμη: ι) Το ασφάλιστρο επιβατών του πρώτου εδαφίου του άρθρου 10 του Π.Δ.91/1979, που διατηρείται σε ισχύ και ορίζεται σε 6,5% επί του ναύλου, όπως αναγράφεται στο ναυλολόγιο που ισχύει και σε περίπτωση ολικής ναύλωσης επί του ολικού ναύλου. ιι) Το τέλος υπέρ του Ν.Α.Τ. του άρθρου 77 παράγραφος 8 στοιχείο β’ του Ν.1892/1990 το οποίο διατηρείται σε ισχύ, καλείται εφεξής “ασφάλιστρο οχημάτων” και ορίζεται σε 6,5% που ισχύει.  ιιι) Οι τόκοι των κεφαλαίων του και οι πρόσοδοι από περιουσιακά στοιχεία του και κάθε παροχή από χαριστική αιτία με πράξη εν ζωή ή αιτία θανάτου που διατίθεται στο Ν.Α.Τ. υπέρ του Κ.Α.Ε.Ο. ιν) Τα πρόσθετα τέλη, πρόστιμα ή προσαυξήσεις που αποδίδονται στο Κ.Α.Ε.Ο και επιβάλλονται με τις διατάξεις του παρόντος ή άλλες διατάξεις του Ν.Α.Τ. για θέματα που αφορούν το Κ.Α.Ε.Ο. … η) Οι πόροι που αναφέρονται στις περιπτώσεις ι’ ιι’ και ιν’ του στοιχ.β’ θεωρούνται “εισφορές εκ ναυτολογίου”, κατά την έννοια του άρθρου 19 παρ.3 του Ν.3170/1955, όπως τροπ. με το άρθρο 8 του Ν.4502/1966 και το άρθρο 1 του Ν.Δ. 87/1969 και ετέθη ως παρ.3 του άρθρου 86 του με το Π.Δ.913/1978 κωδ.νόμου 792/1978.». Έτσι, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, τα εισπραττόμενα από το έτος 1995 δικαιώματα και τέλη από τη μεταφορά αυτοκινήτων και από τα ασφάλιστρα επιβατών, είναι πόροι του Ν.Α.Τ., εισπραττόμενοι ή βεβαιούμενοι δια του ναυτολογίου, υπαγόμενοι στην αντίστοιχη τάξη προνομίων του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, ενόψει του ότι ειδικώς από το έτος 1998 θεσπίσθηκε προνόμιο και γι’ αυτές τις απαιτήσεις, με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.6 του Ν.2575/1998. Τέλος, εάν η εν λόγω προνομιούχος απαίτηση του Ν.Α.Τ. αμφισβητηθεί στη δίκη της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, το τελευταίο υποχρεούται με τις προτάσεις της σχετικής συζήτησης να προσδιορίσει τα πραγματικά περιστατικά που συντελούν στην παραγωγή των απαιτήσεων που έχουν καταταχθεί, δηλαδή αυτό υποχρεούται να προσδιορίσει τον αριθμό των μελών του πληρώματος, την ειδικότητα και τη διάρκεια της ναυτολόγησης του καθενός απ’ αυτά στο συγκεκριμένο πλοίο, ενώ δεν επαρκεί προς τούτο η απλή παραπομπή στα σχετικά φύλλα εκκαθαρίσεως (ΑΠ 1297/2005 ΕΝΔ 2006.13, ΕφΠειρ 229/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 934/2006 ΕΝΔ 2007.44, βλ. σχετ. Ι.Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τομ.3ος, άρθρο 205, παρ.4.2, σελ.117-118, βλ. σχετ. για τα ανωτέρω Α.Αντάπαση-Λ.Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, Κεφ.15, Τα δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας, σελ.299επ.).

ΧΙ. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 παρ.2 και 13 του Ν.Δ.2687/1953 “Περί επενδύσεων και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού”, όπως η παρ.2 του άρθρου 13 αυθεντικά ερμηνεύθηκε με το άρθρο μόνο του Ν.Δ.2928/1954, που έχει αυξημένη τυπική ισχύ, διότι εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Συντάγματος του 1952 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 101 του ισχύοντος Συντάγματος, προκύπτει ότι παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στους αρμόδιους Υπουργούς,όπως στην κοινή απόφασή τους, με την οποία εγκρίνουν τη νηολόγηση πλοίου, ακόμη και κατά παρέκκλιση, από τις ισχύουσες και δημόσιας τάξεως διατάξεις αστικού, εμπορικού και δικονομικού δικαίου, περιλάβουν οποιουσδήποτε όρους, δηλαδή και όρους που αναφέρονται στις απαιτήσεις ενυπόθηκων δανειστών και ιδιαίτερα στην προνομιακή μεταχείρισή τους είτε με αναγκαστική διαχείριση του ενυπόθηκου πλοίου, καθόσον κεφάλαια εξωτερικού με την έννοια των διατάξεων αυτών λογίζονται και τα νηολογούμενα με ελληνική σημαία πλοία χωρητικότητας ανώτερης των 1500 κόρων, είτε με εκποίησή του από αυτούς, με ή χωρίς πλειστηριασμό και γενικά οποιοδήποτε όρο που έχει σχέση με την αναγκαστική εκτέλεση επί του πλοίου, κατά παρέκκλιση από κάθε κείμενη διάταξη. Με την εγκριτική αυτή πράξη μπορεί ειδικότερα να ορισθεί, ότι στην περίπτωση επιβαρύνσεως του πλοίου οι προτιμώμενες υποθήκες θα προηγούνται αυτές όλων των ναυτικών και λοιπών προνομίων ή μερικών μόνο από αυτά και ιδίως όχι αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926. Ειδικότερα δε, με τον 19ο όρο των εγκριτικών πράξεων ορίζεται μεταξύ άλλων από τα μέσα Μαίου του 1984 και εφεξής ότι οι προτιμώμενες υποθήκες θα προηγούνται από όλα τα ναυτικά αι υπόλοιπα προνόμια κατά παρέκκλιση του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, του Ν.Δ.3899/1958 ή οποιασδήποτε άλλης διάταξης του Ελληνικού Δικαίου που ισχ΄τει κάθε φορά με εξαίρεση τα προνόμια τα προνόμια που ορίζονται στο άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του έτους 1926 περί ενοποιήσεως ορισμένων κανόνων δικαίου σχετικών προς τα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες και εφόσον αναγνωρίζονται ως τοιαύτα υπό του Ελληνικού Νόμου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο καθορισμός των προνομίων από τα οποία δεν θα προηγούνται οι προτιμώμενες υποθήκες ήτοι ο προσδιορισμός των απαιτήσεων που εξοπλίζονται με ειδικό προνόμιο και προηγούνται από τις προτιμώμενες υποθήκες, μπορεί να γίνει με παραπομπή στις σχετικές διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926 “περί ενοποιήσεως ορισμένων κανόνων δικαίου σχετικών με τα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες”, η οποία, λόγω της μη κυρώσεώς της με νόμο και μη δημοσιεύσεώς της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεν αποτελεί κανόνα δικαίου για την Ελλάδα, λαμβάνεται δε υπόψη ως πραγματικό γεγονός και ως στοιχείο προσδιορισμού των προνομιούχων απαιτήσεων και γι’ αυτό οι αναγγελθέντες δανειστές πρέπει να την επικαλεστούν και να ζητήσουν την προνομιακή κατάταξή τους σύμφωνα με τις διατάξεις της (ΑΠ 450/1976, ΕφΠειρ 824/1989, ΕφΠειρ 744/2000 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, η παραπομπή αυτή μπορεί να γίνει στο άρθρο 2 της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως, στο οποίο ορίζονται οι απαιτήσεις που εξοπλίζονται με τέτοιο προνόμιο, οπότε από τη δημοσίευση της υπουργικής αποφάσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, το άρθρο αυτό αποκτά ισχύ εσωτερικού δικαίου που αποκλειστικά ορίζει στη συγκεκριμένη περίπτωση τις εξοπλισμένες με προνόμιο απαιτήσεις (ακόμη κι αν αυτές δεν απολαμβάνουν προνομίου κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ), που προηγούνται από τις προτιμώμενες υποθήκες. Στην περίπτωση αυτή οι προτιμώμενοι ενυπόθηκοι δανειστές των πλοίων που διέπονται από το άρθρο 13 του Ν.Δ.2687/1953 έπονται όλων των κατά το άρθρο 2 της ανωτέρω Διεθνούς Συμβάσεως προνομιούχων απαιτήσεων, ακόμη και αν κάποια από αυτές δεν απολαύει του προνομίου του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ (ΟλΑΠ 229/1983 ΕΝΔ 11.159, ΑΠ 561/2002 ΕΝΔ 2002.113, ΑΠ 757/2001 ΕΝΔ 2001.353, ΑΠ 680/1998 ΕΝΔ 26.416, ΑΠ 172/1994 ΕλλΔνη 37.61, ΑΠ 301/1993 ΕΝΔ 22.32, ΑΠ 936/1989 ΝοΒ 39.61, ΑΠ 175/1989 ΕΝΔ 17.201, ΑΠ 2110/1986, ΕφΠειρ 744/2000 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 453/1995 ΕΝΔ 24.162, ΕφΠειρ 508/1993 Αρμ 1995.643, ΕφΑθ 9934/1983 ΕΝΔ 13.71). Διά της παραδοχής δε πάντων των εκ του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών προνομίων όχι μόνον δεν πλήττεται η ναυτιλιακή πίστη, αλλά αντιθέτως προάγεται αυτή, διότι εξασφαλίζεται στο πλοίο η ευχερής προμήθεια εφοδίων και η διενέργεια επισκευών, αφού οι σχετικές απαιτήσεις θα καλύπτονται με προνόμιο (ΟλΑΠ 229/1983 ΕΝΔ 11.159, ΕφΑθ 2165/1984 ΕλλΔνη 75.1197, ΕφΑθ 501/1974 ΝοΒ 22.664, contra A.Aντάπασης, Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων, παρ.17, 3, 245επ., ΕφΑθ 1486/1974 ΕΝΔ 4.74). Η διάταξη όμως του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης δεν αποτελεί εσωτερικό δίκαιο, αλλά πραγματικό γεγονός που χρήζει επίκλησης και εφόσον δεν είναι γνωστή στο δικαστήριο, και αποδείξεως (ΑΠ 450/1976 ΝοΒ 24.964, ΕφΠειρ 271/1982 ΕΝΔ 10.421, ΕφΠειρ 756/1982 ΕΝΔ 11.13). Η επίκληση της διάταξης αυτής προϋποθέτει παράλληλα επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής της, ήτοι της υπαγωγής του πλοίου που εκπλειστηριάσθηκε στις διαταξεις του Ν.Δ.2687/1953 και της έκδοσης της σχετικής εγκριτικής υπουργικής απόφασης, με την οποία προβλέπεται η εφαρμογή της και με την οποία κατέστη η διάταξη αυτή εσωτερικό δίκαιο. Από αυτά προκύπτει επίσης ότι η εφαρμογή του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 μπορεί να γίνει μόνο εάν αναγγελθεί μετά τον πλειστηριασμό απαίτηση από προτιμώμενη υποθήκη, ειδάλλως, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος πρέπει να προβεί στην κατάταξη προνομιακών απαιτήσεων μόνο με βάση τις διατάξεις του άρθρου 205 ΚΙΝΔ και της Πολιτικής Δικονομίας, ήτοι κατά την κατάρτιση από τον υπάλληλο πλειστηριασμού πλοίου που αποτελεί κεφάλαιο εξωτερικού του σχετικού πίνακα κατάταξης και κατά τη δίκη που θα ανοίγει κατόπιν ανακοπής κατ’ αυτού δεν υπάρχει θέμα εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης όταν δεν αναγγέλθηκε προς κατάταξη απαίτηση εξασφαλισμένη με προτιμώμενη υποθήκη. Ειδικότερα, όταν δεν φέρεται προς σύγκριση απαίτηση εξασφαλισμένη με  προτιμώμενη υποθήκη δεν εφαρμόζεται ούτε το άρθρο 2 ούτε το άρθρο 9, με  το οποίο ορίζεται αποκλειστική προθεσμία άσκησης του προνομίου κατά τις διακρίσεις που γίνονται σ’ αυτό, το οποίο εφαρμόζεται, καίτοι στην εγκριτική του πράξη δεν γίνεται αναφορά του (ΑΠ 2110/1986, ΕφΠειρ 121/2020 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΕφΠειρ 1824/1988 ΕΝΔ 1989.38, ΜονΠρΠειρ 781/2016 αδημ. στον νομικό Τύπο, βλ. σχετ. Α.Αντάπαση, Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων, έκδ.1986, σελ.244, Ι.Μαρκιανός Δανιόλος, Νομική αξιολογήση των εγκριτικών πράξεων νηολόγησης πλοίων κατά το άρθρο 13 του Ν.Δ.2687/1953). Ο Άρειος Πάγος (645/1979 ΝοΒ 1980.16, 229/1983 Ολομ. ΝοΒ 1983.1556, 1055/1983 ΝοΒ 1984.836), έκρινε ότι το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης, στο οποίο αναφέρονται οι εγκριτικές πράξεις νηολόγησης πλοίων ως κεφαλαίων εξωτερικού, δεν αποτελεί κανόνα δικαίου που ισχύει στην ελληνική έννομη τάξη, αλλά απλό πραγματικό γεγονός και ειδικότερα στοιχείο προσδιορισμού των προηγούμενων της προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης απαιτήσεων, συνεπώς, όποιος επικαλείται ότι ορισμένη απαίτηση εξασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο προηγούμενο της προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης και από το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης, υποχρεούται να αποδείξει την ύπαρξη και το περιεχόμενο του άρθρου αυτού, διότι η ΔΣ δεν κυρώθηκε από την Ελλάδα και δεν δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ και συνεπώς, δεν έλαβε την ισχύ νόμο στη χώρα. Μολονότι δε οι εγκριτικές πράξεις παραπέμπουν μονο στο άρθρο 2, ο ΑΠ (680/1998) δέχθηκε ότι η παραπομπή ενέχει παρά την έλλειψη ειδικής αναφοράς και παραπομπή στο άρθρο 9 της ΔΣ που καθίσταται από τη δημοσίευση στην ΕτΚ εσωτερικό δίκαιο (ΑΠ 679/1998 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 41/1995 ΕΕμπΔ 1995.466, ΑΠ 175/1989 ΕΝΔ 1989.201, ΑΠ 2166/1986 ΕΝΔ 1987.196, ΑΠ 18/1982 ΕΝΔ 1983.10, ΑΠ 645/1979 ΝοΒ 1979.16, ΑΠ 450/1976 ΝοΒ 1976.964, ΕφΠειρ 744/2000 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 16/1993 ΕΕμπΔ 1993.104, Εφπειρ 15713/1988 ΕΕμπΔ 1990.98, ΕφΠειρ 12081/1987 ΕλλΔνη 1991.815, ΕφΠειρ 7706/1986, ΕφΠειρ 601/1984 ΕΝΔ 1985.170, ΕφΠειρ 6645/1984, ΕφΑθ 9934/1983 ΕΝΔ 1985.71, ΕφΠειρ 756/1982 ΕΝΔ 1983.13, ΕφΠειρ 271/1982 ΕΝΔ 1982.421, βλ. σχετ. για τα ανωτέρω ζητήματα Α.Αντάπαση-Λ.Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, Κεφ.12, Οι συμβάσεις για την ενοποίηση των ναυτικών προνομιων και υποθηκών, παρ.410επ., σελ.217επ. και Κεφ.15, Οι κατ’ ιδίαν ναυτικές προνομιούχες απαιτήσεις, ΙΙ. Απαιτήσεις εξασφαλιζόμενες με ναυτικα προνόμια επί πλοίων νηολογημένων ως κεφαλαίων εξωτερικού, Γ3. Ειδικά ζητήματα, παρ.650επ., σελ.328επ.). Περαιτέρω, από τους όρους των εγκριτικών πράξεων προκύπτει ότι για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων που καλύπτονται με ναυτικά προνόμια επί πλοίων νηολογημένων ως κεφαλαίων εξωτερικού, τα οποία αποτελούν τον κύριο όγκο των υπό ελληνική σημαία πλοίων που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους, πρέπει να διακρίνει κανείς μεταξύ πλοίων που δεν έχουν υποθηκευθεί ή έχουν γίνει αντικείμενο απλής υποθήκης και πλοίων που έχουν επιβαρυνθεί με προτιμώμενη υποθήκη. Σε περίπτωση αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου νηολογημένου ως κεφαλαίου εξωτερικού που δε βαρύνεται με προτιμώμενη υποθήκη ή που ο τυχόν προτιμώμενος ενυπόθηκος δανειστής του δεν έχει αναγγελθεί κατά νόμο στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο τελευταίος δε θα εφαρμόσει τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών του 1926 (άρθρο 2) και θα κατατάξει στον πίνακα κατάταξης κατά πρώτο λόγο όλες τις αναγγελθείσες απαιτήσεις που εξασφαλίζονται με ναυτικά προνόμια σύμφωνα με το άρθρο 205 παρ.1 ΚΙΝΔ ή άλλη διάταξη του ελληνικού δικαίου και κατά δεύτερο λόγο εκείνες τις αναγγελθείσες απαιτήσεις που αναγνωρίζονται ως προνομιακές από τον ΚΠολΔ ή άλλη διάταξη νόμου, ενώ σε περίπτωση πλειστηριασμού νηολογημένου πλοίου ως κεφαλαίου εξωτερικού που βαρύνεται με απλή υποθήκη ο υπάλληλος του πλειστηριασμου θα κατατάξει στον πίνακα κατάταξης πριν από τον απλό ενυπόθηκο δανειστή μόνο εκείνες τις αναγγελθείσες απαιτήσεις που εξασφαλίζονται με ναυτικά προνόμια σύμφωνα με το άρθρο 205 παρ.1 ΚΙΝΔ ή άλλη διάταξη του ελληνικού δικαίου (ΕφΠειρ 1824/1988 ΕΝΔ 1984.38, ΕφΑθ 684/1969 ΕΕμπ 1970.104, βλ. σχετ. Α.Αντάπαση-Λ.Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, Κεφ.15, Οι κατ’ ιδίαν ναυτικές προνομιούχες απαιτήσεις, ΙΙ. Απαιτήσεις εξασφαλιζόμενες με ναυτικα προνόμια επί πλοίων νηολογημένων ως κεφαλαίων εξωτερικού, παρ.639επ., σελ.322επ., Αντάπαση Α., Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων, έκδ.1986, σελ.244, με αντίθετη άποψη κατά την ΜονΠρΑθ 3796/1986 ΕΝΔ 1987.25, με σύνφωνες παρατηρήσεις Ι.Σέργη, Γ.Θεοδωρακόπουλου, Νομικά ζητήματα από την κατάταξη πλειστηριασμού πλοίου νηολογημένου ως κεφαλαίου εξωτερικού ΕΝΔ 1997.1). Εξάλλου, η προτιμώμενη ναυτική υποθήκη χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στα πλοία που νηολογήθηκαν ως κεφάλαια εξωτερικού, καθώς οι εγκριτικές πράξεις νηολόγησης παρείχαν στους πλοιοκτήτες τη δυνατότητα να επιβαρύνουν το ολοίο με προτιμώμενη υποθήκη που θα περειλάμβανε οποιονδήποτε για την εξασφάλιση της ενυπόθηκης απαίτησης όρο κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες διατάξεις βλ. σχετ. Α.Αντάπαση-Λ.Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, Κεφ.13, Ναυτικές Υποθήκες, ΙΙ. Προτιμώμενη ναυτική υποθήκη, παρ.487επ., σελ.254επ.). H άσκηση από τον ναυτικό προνομιακό δανειστή της εξουσίας δώξης του πλοίου ή του ναύλου επιδιώκει κατά κανόνα την κατά προτίμηση ικανοποίηση της απαίτησής του από την αξία των περιουσιακών αγαθών. Ο ΚΙΝΔ θεσπίζει τον κανόνα της κατάταξης των ναυτικών προνομίων πριν από την υποθήκη επί πλοίου, απλή ή προτιμώμενη, χωρίς να μπορεί να γίνει συμφωνία ότι η υπέρ του προτιμώμενου ναυτικού ενυπόθηκου δανειστή υποθήκη θα προηγείται των ναυτικών προνομίων στον πίνακα κατάταξης, ενώ τον κανόνα της της προτίμησης των ναυτικών προνομίων έναντι της υποθήκης επί του πλοίου δεν έθιξε ο ΚΠολΔ (1012 παρ.3) και συνεπώς, τα προνόμια των γενικών διατάξεων κατατάσσονται μετά τη ναυτική υποθήκη. Συνεπώς, σε περίπτωση πλειστηριασμού πλοίου συμμετέχουν στη διανομή του πλειστηριάσματος κατά πρώτο λόγο οι αναγγελθέντες δανειστές που προστατεύονται με ναυτικό προνόμιο, έπειτα οι ενυπόθηκοι δανειστές, απλοί ή προτιμώμενοι (άρθρα 205 παρ.1 και 2 ΚΙΝΔ, 22 του Ν.Δ.2899/1958), εν συνεχεία εάν υπάρχει υπόλοιπο εκπλειστηριάσματος θα καταταχθούν οι δανειστές που απολαύουν προνομίου, γενικού ή ειδικού, σύμφωνα με τον ΚΠολΔ (άρθρα 975, 976 και 1007 παρ.1 ΚΠολΔ) ή άλλη διάταξη νόμου και τέλος, θα καταταχθούν στον πίνακα pro rata οι εγχειρόγραφοι δανειστές (ΕφΠειρ 733/2004 ΕΝΔ 2004.368, ΕφΠειρ 81/1988 ΕλλΔνη 1989.182). Κατά την ορθότερη άποψη, η αληθής έννοια του αρχικού όρου των εγκριτικών πράξεων είναι ότι κατατάσσονται πριν από την προτιμώμενη υποθήκη μόνο τα ναυτικά προνόμια του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 που αναγνωρίζονται και από το άρθρο 205 παρ.1 ΚΙΝΔή άλλη διάταξη του ελληνικού δικαίου (ΟλΑΠ 229/1993 ΕλλΔνη 31.1556, ΑΠ 18/1982 ΕΝΔ 1983.10, ΕφΑθ 1486/1974 ΕΝΔ 1976.78, ΕφΑθ 684/1969 ΕΕμπΔ 1970.104, ΕφΑθ 2655/1968 ΝοΒ 17.310). Ο κύριος σκοπός του εν λόγω όρου ήταν να ενισχυθεί στο πλαίσιο της εξουσιοδότησης που έδωσε το Ν.Δ.2687/1953 (άρθρο 13) στη Διοίκηση η νομική θέση εκείνων που χρηματοδοτούν με προτιμώμενη υποθήκη τη ναυπήγηση ή την αγορά πλοίων που θα νηολογούνταν ως κεφάλαια από το εξωτερικό. Η εφαρμογή όμως του αρχικού όρου των εγκριτικών πράξεων κατά το γράμμα του και συνακόλουθα η κατάταξη όλων των προβλεπόμενων από τη Δ.Σ. 1926 ναυτικών προνομίων ειδικά στο πλεισηρίασμα των πλοίων αυτών πριν από την προτιμώμενη υποθήκη είναι αντίθετη προς τον σκοπό αυτό, αφού η ΔΣ θεσπίζει περισσότερα προνόμια από τον ΚΙΝΔ, αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που η ΔΣ δεν κυρώθηκε με νόμο από την Ελλάδα και δεν έγινε ευρύτερα δεκτή στο διεθνες πεδίο. Είναι δε ανακόλουθο να κατατάσσεται η μεν προτιμώμενη υποθήκη επί πλοίων νηολογημένων ως κεφαλαίων εξωτερικού μετά τα ναυτικά προνόμια του άρθρου 2 της ΔΣ 1926, η δε απλή υποθήκη, τα προνόμια κατάταξης του ΚΠολΔ (γενικά ή ειδικά) και ο εγχειρόγραφος δανειστής των πλοίων αυτών μετά τα ναυτικά προνόμια του ΚΙΝΔ , τα οποία είναι λιγότερα από εκείνα της ΔΣ 1926 (ΑΠ 18/1982 ό.π.). Η Διοίκηση τελικά τροποποίησε ως άνω τον 19ο όρο των εγκριτικών πράξεων από τα μέσα Μαίου του 1984 και εφεξής ορίζοντας ότι προηγούνται τις προτιμώμενης υποθήκης επί πλοίου νηολογημένου ως κεφαλαίου εξωτερικού τα ναυτικά προνόμια που προβλέπονται στο άρθρο 2 της ΔΣ 1926, εφόσον αναγνωρίζονται ως τοιαύτα από το Ελληνικό Δίκαιο (ΑΠ 172/1989 ΕλλΔνη 1990.536, ΕφΠειρ 453/1995 ΕΕμπΔ 1995.661, ΕφΑθ 15713/1988 ΕΕμπΔ 1990.98), με συνέπεια, η διαφοροποίηση αυτή να έχει πλεον σημασία μόνο για τις εγκριτικές πράξεις που εκδόθηκαν πριν από το 1984 και δεν τροποποιήθηκαν. Στο πλαίσιο της ισχύουσας τροποποίησης αναφορικά με το ποιες απαιτήσεις προστατεύονται με ναυτικα προνόμια μόμο από τον ΚΙΝΔ (άρθρο 205 παρ.1) ή άλλη διάταξη ημεδαπού νόμου και ποιες μόνο από τη Διεθνη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1926 (άρθρο 2), βλ. σχετ. Α.Αντάπαση-Λ.Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, Κεφ.15, Οι κατ’ ιδίαν ναυτικές προνομιούχες απαιτήσεις, ΙΙ. Απαιτήσεις εξασφαλιζόμενες με ναυτικα προνόμια επί πλοίων νηολογημένων ως κεφαλαίων εξωτερικού, Γ.Πλοία βαρυνόμενα με προτιμώμενη υποθήκη, παρ.644επ., σελ.324επ.).

ΧΙΙ. Κατά το άρθρο 289 ΚΙΝΔ, σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες οι οποίες αφορούν τις αξιώσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος για μισθούς και λοιπές παροχές. Επίσης, κατά το άρθρο 291 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, η παραγραφή των ως άνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, δηλαδή από την πρώτη Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 251 και 253 ΑΚ, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Στις περιπτώσεις όμως των αξιώσεων του άρθρου 250 η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η ως άνω από το άρθρο 251 οριζόμενη αφετηρία αυτής. Ακόμη, κατά τα άρθρα 261 και 270 παρ.1 ΑΚ (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του από το άρθρο 101 παρ.1 του Ν.4139/2013, ΦΕΚ Α 74/20-3-2013), η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, αρχίζει δε και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος που πέρασε ως τη διακοπή, από το τέλος της οποίας αρχίζει νέα παραγραφή. Στο άρθρο 270 παρ. 2 του ΑΚ ορίζεται ότι για τις αξιώσεις ειδικότερα του άρθρου 250, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνες των εργατών για μισθό ή άλλες αμοιβές, η νέα παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ, από τις οποίες αυτές του ΑΚ έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, εφόσον ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά, συνάγεται ότι για τις αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 289 ΚΙΝΔ και συμπίπτουν ως προς το περιεχόμενό τους με εκείνες του άρθρου 250 ΑΚ, επί διακοπής της ετήσιας παραγραφής αυτών με την έγερση της αγωγής ή κατόπιν άλλης διαδικαστικής πράξεως των διαδίκων ή του δικαστηρίου, η νέα παραγραφή αρχίζει, όχι αμέσως από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, αλλά από τη λήξη του έτους κατά το οποίο έλαβε χώρα η διαδικαστική αυτή πράξη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ.2 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται συμπληρωματικώς, λόγω του ως προς το θέμα αυτό κενού του ΚΙΝΔ, στον οποίο δεν προβλέπεται αντίστοιχη διάταξη, που να αναφέρεται στην έναρξη της νέας παραγραφής, μετά τη διακοπή της προαναφερθείσας παραγραφής (ΟλΑΠ 5/1992, ΕφΠειρ 545/2012 ΕλλΔνη 2013.1651, ΕφΠειρ 9/2012 ΕΝΔ 2012.99, ΕφΠειρ 655/2010 ΕΝΔ 2010.392). Η παραγραφή που διεκόπη, κατά το άρθρο 261 ΑΚ και 221 ΚΠολΔ, με την επίδοση της αγωγής, αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, όταν δε απρακτούν οι διάδικοι μπορεί να συμπληρωθεί εν επιδικία, εάν μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων παρήλθε ολόκληρος ο απαιτούμενος για την παραγραφή χρόνος, χωρίς να μεσολαβήσει νέα διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 260 ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται (με αποτέλεσμα να μην υπολογίζεται ο χρόνος που πέρασε μέχρι τότε και να αρχίζει νέα παραγραφή μετά το τέλος της διακοπής κατ’ άρθρο 270 παρ.1 ΑΚ) με την εκ μέρους του οφειλέτη αναγνώριση της αξιώσεως με οποιοδήποτε τρόπο. Ως αναγνώριση νοείται κάθε συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στον δανειστή, από την οποία προκύπτει σαφώς ότι αυτός, γνωρίζοντας την κατ’ αυτού αξίωση του δικαιούχου, θεωρεί ότι αυτή υφίσταται κατά τον χρόνο της αντίστοιχης συμπεριφοράς του, σε τρόπο ώστε να μην είναι αναγκαία η έγερση της σχετικής αγωγής, χωρίς να είναι απαραίτητο η τοιαύτη συμπεριφορά ή ενέργεια του οφειλέτη να έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα ή να γίνεται με τον σκοπό ανάληψης υποχρέωσης ή να γίνει αποδεκτή από το δανειστή ή να συνιστά συμβατική ή μονομερή αναγνώριση της αξιώσεως ή σύμβαση αναγνώρισης χρέους, κατά την έννοια του άρθρου 873 ΑΚ, πρέπει δε να αποδεικνύεται πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής. Η αναγνώριση μπορεί να γίνει με οποιαδήποτε ενέργεια και συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στον δανειστή, ακόμη και προφορικά, αρκεί να προκύπτει κατ’ αντικειμενική κρίση ότι ο πρώτος, ευρισκόμενος σε πλήρη επίγνωση της αξιώσεως του τελευταίου, θεωρεί αυτήν υπάρχουσα (ΑΠ 1908/2008, ΑΠ 1445/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 131/2012 ΕΝΔ 2012.209, ΕφΠειρ 545/2012 ΕΝΔ 2012.388, ΕφΠειρ 655/2010 ΕΝΔ 2010.392, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005.92). Δεν συνεπάγεται διακοπή της παραγραφής η γενόμενη από τον δικαιούχο όχληση, δεδομένου ότι δεν προέρχεται από τον υπόχρεο, ούτε η σιωπή του οφειλέτη ενόψει της οχλήσεως του δανειστή ή η μη απόκρουση της οχλήσεως. Σημειωτέον ότι για να επιφέρει η προαναφερθείσα αναγνώριση το ως άνω αποτέλεσμα πρέπει να γίνει πριν από την συμπλήρωση της παραγραφής, διότι δεν νοείται διακοπή συμπληρωθείσης ήδη παραγραφής. Επίσης, ο ισχυρισμός περί διακοπής της παραγραφής με αναγνώριση της αξιώσεως, που αποτελεί αντένσταση (κατά της ενστάσεως περί παραγραφής) μη λαμβανομένης υπόψη αυτεπαγγέλτως, για να είναι ορισμένος κατ’ άρθρον 262 παρ.1 ΚΠολΔ πρέπει να περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για το επιδιωκόμενο ως άνω έννομο αποτέλεσμα και ειδικότερα πρέπει να προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος της αναγνωρίσεως της αξιώσεως εκ μέρους του υποχρέου, ώστε να δύναται να διακριβωθεί κατά πόσον αυτή έγινε πριν από την συμπλήρωση της παραγραφής, οπότε και μόνον συνεπάγεται το αποτέλεσμα αυτό (διακοπή της παραγραφής) ή μετά απ’ αυτήν, οπότε έχει άλλες συνέπειες (ΑΠ 819/1984 ΝοΒ 1985.612, ΕφΑθ 56/2012 Αρμ 2013.300, ΕφΘεσ 1732/2003 Αρμ 2004.1396, ΕφΔωδ 10/2000 ΕπικΕμπΔ 2001.1000).

XIII. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ.1 ΚΠολΔ, το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118-120 στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, οι οποίοι συνίστανται σε αιτιάσεις κατά της εκκαλουμένης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε πραγματικά ή νομικά σφάλματα του δικαστηρίου είτε ενίοτε και του ίδιου του εκκαλούντος. Εξ αυτής σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 68, 516 και 532 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, προκειμένου να είναι η έφεση παραδεκτή, πρέπει το δικόγραφό της να περιέχει τους λόγους αυτής κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και να συντρέχει σχετικώς έννομο συμφέρον του εκκαλούντος, άλλως η έφεση απορρίπτεται. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, πρέπει δηλαδή να καθορίζονται με πληρότητα οι αποδιδόμενες στην εκκαλούμενη απόφαση αιτιάσεις, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Εφετείου, ενόψει μάλιστα της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους πρόσθετους λόγους έφεσης), και να είναι σε θέση το δικαστήριο αυτό να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί αποκρούοντας αυτούς. Η αοριστία του δικογράφου της έφεσης (εφετηρίου) δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε να αναπληρωθεί με την παραπομπή σε άλλο δικόγραφο και της αυτής ακόμα δίκης, οι δε αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ’αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου (ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 1271/1995 ΕλλΔνη 38.781, ΕφΠειρ 381/2015 TΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 664/2013 ΕΝΔ 2013.231, EφΘεσ 1191/2009, ΕφΔωδ 39/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 4707/1993  ΕλλΔνη 35.471). Περαιτέρω δε, εάν κατά του πίνακος κατατάξεως ασκηθούν πλείονες ανακοπές, οι οποίες δεν προσβάλλουν την ιδία απαίτηση ή την αφαίρεση των εξόδων εκτελέσεως από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, οι ανακόπτοντες, των οποίων οι ανακοπές απερρίφθησαν, αφενός δεν υποχρεούνται να απευθύνουν τις εφέσεις αυτών κατά των άλλων ανακοπτόντων, αφού, εάν δεν προσβάλλεται η ιδία απαίτηση ή η αφαίρεση των εξόδων εκτελέσεως, δεν υφίσταται επιγενόμενη αναγκαστική ομοδικία, αφετέρου δεν έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο και, συνεπώς, οι εν λόγω εφέσεις, εάν απευθύνονται κατά των άλλων ανακοπτόντων, δεν είναι παραδεκτές και απορρίπτονται. Επίσης, σε περίπτωση άσκησης δύο ή περισσοτέρων ανακοπών κατά της αυτής απαιτήσεως ή της αφαιρέσεως των εξόδων εκτελέσεως και ευδοκίμησης της μιας μόνον εξ αυτών, ανεξαρτήτως εάν το αποδεσμευόμενο ποσόν υπολείπεται του συνολικού ποσού των προς ης κατάταξη απαιτήσεων, δεν δημιουργείται αναγκαστική ομοδικία μεταξύ του καθ’ ου οι ανακοπές, ο οποίος απεβλήθη του πίνακα, και του ανακόπτοντος, του οποίου έγινε δεκτή η ανακοπή, έναντι του ανακόπτοντος, του οποίου απερρίφθη η ανακοπή, ούτε επίσης μεταξύ των ανακοπτόντων έναντι του καθ’ ου οι ανακοπές, οπότε ο τελευταίος ούτε υποχρεούται να απευθύνει την κατά του νικήσαντος ανακόπτοντος έφεση αυτού και κατά του ηττηθέντος ανακόπτοντος ούτε έχει έννομο συμφέρον προς τούτο (ΑΠ 175/2011) και, συνεπώς, η εν λόγω έφεση, εάν απευθύνεται και κατά του ηττηθέντος ανακόπτοντος, δεν είναι παραδεκτή ως προς αυτόν και απορρίπτεται, επίσης, ο ηττηθείς ανακόπτων δεν υποχρεούται να απευθύνει την κατά του νικήσαντος ανακόπτοντος έφεση αυτού και κατά του καθ’ ου οι ανακοπές, έχει, όμως, προς τούτο έννομο συμφέρον, εάν αιτείται την αποβολή του καθ’ ου εκ του πίνακος κατά ποσό μείζον εκείνου, κατά το οποίο έχει αποβληθεί ο τελευταίος δια της εκκαλουμένης αποφάσεως. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 68, 516 και 532 ΚΠολΔ προκύπτει ότι προϋπόθεση του παραδεκτού της εφέσεως και των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος, το οποίο πρέπει να υφίσταται και κατά τον χρόνο συζητήσεως της εφέσεως, εάν δε συνεπεία γεγονότων επελθόντων μετά την άσκηση της εφέσεως, το δικονομικό αποτέλεσμα, το οποίο επιδιώκεται, δεν πρόκειται να επηρεάσει θετικώς τη νομική θέση του εκκαλούντος, εκλείπει το έννομο συμφέρον και η έφεση απορρίπτεται (ΑΠ 13/1987 ΕλλΔνη 39.114, ΑΠ 938/1977 ΝοΒ 26.734). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 522 και 535 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι δια της ασκήσεως της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου κατά τα δια της εφέσεως και των προσθέτων λόγων καθοριζόμενα όρια και, εάν ο λόγος της εφέσεως κριθεί βάσιμος, η απόφαση εξαφανίζεται εν όλω ή εν μέρει και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρατεί την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ ουσίαν, ενώ, εάν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει δεχθεί κατ’ ουσίαν την αγωγή ή την ανακοπή, η οποία, όμως, στερείται νομίμου ερείσματος ή δεν είναι ορισμένη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, εφόσον η έφεση είναι παραδεκτή και υφίσταται λόγος επί της ουσίας, ερευνά αυτεπαγγέλτως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, το παραδεκτό της συζητήσεως και το παραδεκτό και το νόμω βάσιμο της αγωγής ή της ανακοπής, εξαφανίζει δυνάμει του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως την εκκαλουμένη, κρατεί την υπόθεση και απορρίπτει εξ αυτού του λόγου την αγωγή ή την ανακοπή, χωρίς να απαιτείται η υποβολή ειδικού παραπόνου (ΑΠ 1635/2008 ΔΕΕ 15.46, ΑΠ 1216/1997 ΕλλΔνη 39.573, ΑΠ 457/1989 ΕΕΝ 57.135, ΑΠ 93/1988 ΕλλΔνη 29.1591). Τέλος, εάν η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξαφανίζεται εν μέρει μόνον, δύναται, χάριν της ενότητος της εκτελέσεως εν ευρεία εννοία, να εξαφανισθεί και κατά τις μη θιγόμενες διατάξεις αυτής, προκειμένου η απόφαση του εφετείου να έχει ενιαίο διατακτικό (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔικ 26.642).

Η υπό κρίση πρώτη ως άνω έφεση κατά της υπ’ αριθ. 50/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513 §1β΄, 514, 516 §1, 517, 518 §1, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, στις 9-10-2017, η εκκαλουμένη εκδόθηκε στις 8-8-2017 και από σχετική επισημείωση σε αντίγραφο αυτής της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς Α. Α. προκύπτει ότι επιδόθηκε στο εκκαλούν Ε. Δ. στις 5-9-2017, όπως αναγράφεται και στη σχετική σφραγίδα παραλαβής και κατάθεσης του εγγράφου (απόφασης), με αριθ. πρωτ. 125542 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (βλ. σχετ. και υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς Α. Α. προς το Ε. Δ. και δη προς το ΝΣΚ, την οποία παρέλαβε ο αρμόδιος υπάλληλος προς τούτο Ζαφείριος Γεωργιάδης και υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς Ι. Α. προς τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς, την οποία παρέλαβε η αρμόδια προς τούτο υπάλληλος εφοριακός Ε. Σ.), γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων αυτής, συνακόλουθα, και με δεδομένη την αναστολή των προθεσμιών για το χρονικό διάστημα από 1 Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου για το Ε. Δ. κατ’ άρθρο 11 του Κώδικα περί δικών Δημοσίου, δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στις 9-10-2017 στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας η προβλεπόμενη προθεσμία των τριάντα (30) ημερών, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος, που ήταν εν μέρει ηττηθέν στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω εν μέρει παραδοχής της κρινόμενης ανακοπής του ανακόπτοντος-εκκαλούντος Ε. Δ. σε βάρος της, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (ΚΠολΔ 584, 933 §§1 και 2, όπως η παρ.1 αντικ. με το άρθρο 19 παρ.1 του Ν.4055/2012, ΦΕ Α΄ 51/12-3-2012 με ισχύ από 2-4-2012, 934, 937, 975επ., 1006, 1007, 1011, 1012, όπως ίσχυαν μετά τον Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α΄ 51/12-3-2012 από 2-4-2012, 25 §1, 17Α, όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011), ένεκα του ότι στο παρόν Δικαστήριο (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) εκδικάζονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Πειραιώς (όπως είναι το Ειρηνοδικείο Σαλαμίνας) που κρίνουν διαφορές και υποθέσεις που αφορούν ναυτικές διαφορές, κατ’ άρθρο 51 παρ.1 περ.γ΄, παρ.2, παρ.3 Α και Β περ.ε΄ και ι΄ του Ν.2172/1993, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης κατά την ίδια τακτική διαδικασία, αφού οι τροποποιήσεις του Ν.4335/2015 βάσει των οποίων εφαρμοστέα και στην εκτέλεση τυγχάνει η ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών-ανακοπών κατ’ άρθρα 614 και 937 ΚΠολΔ ισχύουν μόνο για την αναγκαστική εκτέλεση που άρχισε με επίδοση επιταγής προς εκτέλεση που επιδόθηκε μετά την 1-1-2016, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω (ΚΠολΔ 533 §1), ενόψει και του ότι δεν απαιτούταν, κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (έναρξη ισχύος από 2-4-2012) [έπειτα άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του Ν.4335/2015 και ήδη άρθρο 495 παρ.3 Α περ.α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 45 του Ν.4446/2016, ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016 από 23-1-2017], η κατάθεση παραβόλου υπέρ του Ε. Δ. για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης, όταν εκκαλούν είναι το ίδιο το Ε. Δ. (ΜονΕφΠειρ 577/2015, ΜονΠρΚορινθ 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 ΤΝΠ Νόμος). Έναντι δε του εφεσιβλήτου Κ. Σ. το εκκαλούν Ε. Δ. παραιτείται από την έφεσή του, με τις προτάσεις του επί της δευτεροβάθμιας δίκης, συνεπώς, αυτή θερωείται ως μηδέποτε ασκηθείσα αξ αρχής (ΚΠολΔ 524 §1, 294, 295, 297). Επισημαίνεται ότι η ως άνω έφεση κατά το μέρος της που ασκείται από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά κατά των εν λόγω εφεσιβλήτων ναυτικών εργαζομένων στο εκπλειστηριασθέν πλοίο της καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι η ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά είναι υπηρεσία του Ε. Δ. και δεν είναι διάδικος κατά την έννοια του άρθρου 62 ΚΠολΔ, κατά την οποία ικανότητα διαδίκου έχουν τα νομικά πρόσωπα και το Δημόσιο, όχι όμως και οι υπηρεσίες του τελευταίου (ΑΠ 83/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 577/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 807/2003 ΑχαΝομ 2004.278).

               Στην προκείμενη περίπτωση, το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν Ε. Δ. όπως εκπροσωπείται εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς (ΕφΠατρ 432/2011 ΑχαΝομ 2012.281) άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 1-10-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 38325/2014 και ΕΑΚ 6172/2014 ανακοπή του κατά των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων, επί της οποίας, κατόπιν παραπομπής της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας δυνάμει της υπ’ αριθ. 4355/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, λόγω κήρυξης της κατά τόπο αναρμοδιότητάς του, και τη συνεκδίκασή της με τις από 5-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4585/2014, από 5-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4589/2014, από 15-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4778/2014, από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4795/2014, από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4797/2014, από 18-7-214 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4842/2014 άλλες ανακοπές, εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, με την οποία εξέθετε ότι με την υπ’ αριθ. … έκθεση δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ελένης Τσούμα, πλειστηριάστηκε αναγκαστικά το περιγραφόμενο σε αυτήν δεξαμενόπλοιο με το όνομα … πλοιοκτησίας της οφειλέτιδας εταιρείας με την επωνυμία …  Π., έναντι του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος 401.000 ευρώ, το οποίο προσέφερε η τελική υπερθεματίστρια εταιρεία με την επωνυμία …, κατόπιν επίσπευσης του πλειστηριασμού από τους Α. Ρ.  Ν.  Δ. Κ.  Ι. σε εκτέλεση του α΄ απογράφου της υπ’ αριθ. 85/6-3-2014 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Πειραιώς για απαίτηση συνολικού ποσού 20.250 ευρώ πλέον τόκων μέχρι την εξόφληση. Ότι στο εκπλειστηρίασμα αναγγέλθηκε μεταξύ άλλων νομίμως κι εμπροθέσμως και το Ε. Δ., εκπροσωπούμενο από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς με την υπ’ αριθ. πρωτ. … αρχική και υπ’ αριθ. πρωτ. … συμπληρωματική αναγγελίες του για προνομιακές απαιτήσεις συνολικού ποσού 171.737,65 ευρώ, πλέον των μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης προσαυξήσεων, λόγω εκπρόθεσμης καταβολής από απαιτήσεις του προερχόμενες από μη καταβληθέντα ΦΠΑ, ποσού 41.808 ευρώ, φόρους πλοίων, τέλη ελλιμενισμού, εισόδημα και αμοιβές πληρώματος ως ληξιπρόθεσμες κατ’ άρθρο 5 του ΚΕΔΕ, όπως ειδικότερα οι αναγγελίες αυτές επισυνάπτονται στην εν λόγω ανακοπή. Ότι επειδή δεν επαρκούσε το εκπλειστηρίασμα για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ…. πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο αφού προαφαίρεσε τα δικαιώματα και έξοδα πλειστηριασμού του επί της εκτελέσεως δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ι. Α., ποσού 3.327,76 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ και έξοδα, τέλη και δικαιώματα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, ποσού 6.233,44 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 9.561,20 ευρώ, κατέταξε στο υπόλοιπο ποσό του προς διανομή εκπλειστηριάσματος των 391.438,80 ευρώ: στην πρώτη τάξη και οριστικά το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς για ποσό 219,92 ευρώ, την εταιρεία … για ποσό 6.936,10 ευρώ και το Ε. Δ. για ποσό 6.674,35 ευρώ για φόρους πλοίου, τέλη ελλιμενισμού και πρόστιμο Ε.Π., ενώ στη δεύτερη τάξη και συμμέτρως, τυχαίως και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους, τους εφεσίβλητους 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο, 7ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12ο, 13ο, 14ο, 15ο, 16ο, 17ο, 18η, καθώς και των ήδη εκκαλούντων Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π. κατά τα αντίστοιχα αναφερόμενα στην ανακοπή και στην έφεση επιμέρους ποσά προνομιακών απαιτήσεών τους. Ότι τον πίνακα κατάταξης δανειστών ανέκοψε για τους επικαλούμενους στην εν λόγω ανακοπή ειδικότερους λόγους που αφορούσαν: α) την άρνηση της ύπαρξης, του μεγέθους και του προνομιακού χαρακτήρα των καταταγεισών απαιτήσεων που διατηρούσαν οι ως άνω εφεσίβλητοι 1ος έως 17ος, και οι Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π., ως καθ’ ων η ανακοπή, έναντι της καθ’ η η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία … οι οποίοι κατετάγησαν προνομιακά και τυχαίως για τα αντίστοιχα αναφερόμενα στην ανακοπή αυτή ποσά, και συνολικά για το ποσό των 377.609 ευρώ, από το οποίο πρέπει να αποβληθούν και να καταταγεί το Ε. Δ. διά του … Πειραιά, για το ύψος της αναγγελθείσας απαίτησής του πλέον των προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής που θα προκύψουν από την τελεσιδικία του πίνακα, β) την εσφαλμένη ερμηνεία της υπαλλήλου του πλειστηριασμού επί της παρ.1 του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ, όπως τροπ. με το άρθρο 33 του Ν.4141/2013, σε συνδυασμό με το άρθρο 975 αριθ.2 ΚΠολΔ, καθόσον δεν κατέταξε το Ε. Δ. για το ποσό των 41.808 ευρώ προερχόμενο από ΦΠΑ, κρίνοντας εσφαλμένα ότι οι προνομιακές απαιτήσεις του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ σε περίπτωση πλειστηριασμού πλοίου υπερισχύουν αυτών του άρθρου 975 ΚΠολΔ, ενώ για λόγους δημοσίου συμφέροντος οι απαιτήσεις του Ε. Δ. προερχόμενες από ΦΠΑ προηγούνται πάσης άλλης απαίτησης οποιασδήποτε φύσης και ανεξαρτήτως διαδικασίας κατάταξης, συνακόλουθα, για το ποσό αυτό θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί ο πίνακας κατάταξης και να καταταχθεί το Ε. Δ. διά του Προϊσταμένου τη ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά με ταυτόχρονη ισόποση αποβολή των καθ’ ών από αυτό και γ) την κατάταξη των προαναφερόμενων εφεσιβλήτων και των Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π. συμμέτρως και τυχαίως υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους, χωρίς να προβλέψει η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος ως όφειλε επικουρική κατάταξη για την περίπτωση που δεν εκπληρωθεί η αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους, συνακόλουθα, πρέπει να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης και να περιληφθεί επικουρική κατάταξη του Ε. Δ., το οποίο θα καταταγεί προνομιακά και οριστικά μέχρις εξοφλήσεως των αναγγελθεισών απαιτήσεών του και των προσαυξήσεων μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, σε περίπτωση μη τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεων των καθ’ ων, των οποίων δε θα πληρωθεί η αίρεση και οι οποίοι έχουν καταταγεί τυχαίως. Με αυτό το ιστορικό, ζητούσε το ανακόπτον να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθ. … πίνακας κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα με σκοπό να καταταγεί το Ε. Δ. διά του … Πειραιά οριστικά και προνομιακά στο σύνολο των αναγγελθεισών απαιτήσεών του και των προσαυξήσεων μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα, άλλως στο επιπλέον ποσό των 41.808 ευρώ, αφού περιοριστούν αντίστοιχα τα ποσά που προαφαιρέθηκαν από το εκπλειστηρίασμα υπέρ των ως άνω καθ’ ων η ανακοπή, να περιληφθεί επικουρική κατάταξη για το Δημόσιο προνομιακά και οριστικά σε περίπτωση μη τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεων των ως άνω καθ’ ων η ανακοπή, για το σύνολο των αναγγελθεισών απαιτήσεών  του και των προσαυξήσεων μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης και τέλος, να καταδικαστούν οι καθ’ ων στην εν γένει δικαστική του δαπάνη, άλλως να γίνει συμψηφισμός της κατ’ άρθρο 22 Ν.3693/1957 για την πρωτοβάθμια δίκη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την ανακοπή αυτή ως παραδεκτώς, νομίμως κι εμπροθέσμως ασκηθείσα, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 979επ. ΚΠολΔ, ερεύνησε τη νομική κι ουσιαστική βασιμότητα των επιμέρους λόγων ανακοπής της και την έκανε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, και εν συνεχεία, δεχόμενο δε και τις ανακοπές της εταιρείας με την επωνυμία … Α.Ε.» εν μέρει και του Κ. Σ. συνολικά, μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών και κατατάσσοντας στην πρώτη τάξη και οριστικά το Ε. Δ. για το ποσό των 6.674,35 ευρώ, καθώς επίσης συμμέτρως ως μη προνομιούχο και εγχειρόγραφο δανειστή, μεταξύ άλλων αναγγελθέντων δανειστών, και για το ποσό των 165.063,30 ευρώ, επί του εναπομείναντος ποσού των 28.678,35 ευρώ, που ελευθερώθηκε και αφαιρέθηκε από την αποβολή των Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π., και τέλος, συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Ήδη το ως άνω εκκαλούν-ανακόπτον ως εν μέρει ηττηθέν στην πρωτοβάθμια δίκη παραπονείται με την από 3-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 18/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12564/2017 και ΕΑΚ 6229/2017 έφεση, κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 50/2017 του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, έναντι των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων για τους λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει των οποίων κατέτεινε στην έκδοση της εκκαλουμένης, και δη: α) ότι εσφαλμένως έκρινε ότι η ανακοπή είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που βάλλει κατά της συμβολαιογράφου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού, κατά παράβαση των άρθρων 41 παρ.1 και 5 του Ν.3863/2010, όπως τροπ. το άρθρο 975 παρ.3 ΚΠολΔ και 36 έως 43 του ΚΕΔΕ (Ν.356/1974) σε συνδυασμό με άρθρα 960επ. και 999επ. ΚΠολΔ, β) ότι εσφαλμένως παρέλειψε η εκκαλουμένη να κατατάξει το Ε. Δ. για την απαίτησή του ποσού 41.808 ευρώ προερχόμενη από ΦΠΑ και παράλληλα να προβλέψει ως όφειλε επικουρική κατάταξη για την περίπτωση που δεν πληρωθεί η αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεων των καταταγέντων προνομιακά και τυχαία στο υπόλοιπο του εκπλειστηριάσματος, κατά παράβαση των άρθρων 975, 1012 παρ.4 ΚΠολΔ, 61 ΚΕΔΕ και 205 ΚΙΝΔ, γ) ότι εσφαλμένως δεν κατέταξε το Ε. Δ. διά του … Πειραιά οριστικά και προνομιακά στ σύνολο των αναγγελθεισών απαιτήσεών του και των προσαυξήσεων μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, άλλως στο επιπλέον ποσο των 41.808 ευρώ αφού περιοριστούν αντίστοιχα τα ποσά που προαφαιρέθηκαν από το εκπλειστηρίασμα υπέρ των εφεσιβλήτων 1ου έως 17ου και δ) ότι εσφαλμένως δεν περιέλαβε επικουρική κατάταξη η εκκαλουμένη ώστε να καταταγεί το Ε. Δ. προνομιακα και οριστικά σε περίπτωση μη τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεων των 1ου έως και 17ου των εφεσιβλήτων για το σύνολο των αναγγελθεισών απαιτήσεών του και των προσαυξήσεων μέχρι την τελεσιδικία του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης των δανειστών. Με βάση τους λόγους αυτούς έφεσης, το εκκαλούν ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του τυπικά και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας κατά το μέρος που απέρριψε τη ανακοπή του, να γίνει δεκτή η από 1-10-2014 και υπό ΓΑΚ 38325/2014 και ΕΑΚ 6172/2014 ανακοπή του στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, κατά παραδοχή των λόγων έφεσής του και να καταδικασθούν οι εφεσίβλητοι-καθ’ ων η ανακοπή στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Η υπό κρίση δεύτερη ως άνω έφεση κατά της υπ’ αριθ. 50/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513 §1β΄, 514, 516 §1, 517, 518 §1, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, στις 27-9-2017, η εκκαλουμένη εκδόθηκε στις 8-8-2017 και επιδόθηκε στον εκκαλούντα Χ. Π.  Α. και δη στον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητό του Ε. Κ. γα λογαριασμό του (άρθρα 142, 143, 94, 96 ΚΠολΔ) στις 5-9-2017 (βλ. σχετ. και υπ’ αριθ. 6683Δ΄/5-9-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς Α. Α. προς τον δικηγόρο Ε. Κ., την οποία παρέλαβε ο ίδιος), γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων αυτής, συνακόλουθα, δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας η προβλεπόμενη προθεσμία των τριάντα (30) ημερών, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος-ανακόπτοντος, που ήταν ηττηθείς στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω απόρριψης της κρινόμενης ανακοπής του, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (ΚΠολΔ 584, 933 §§1 και 2, όπως η παρ.1 αντικ. με το άρθρο 19 παρ.1 του Ν.4055/2012, ΦΕ Α΄ 51/12-3-2012 με ισχύ από 2-4-2012, 934, 937, 975επ., 979, 1006, 1007, 1011, 1012, όπως ίσχυαν μετά τον Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α΄ 51/12-3-2012 από 2-4-2012, 33, 17Α, όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011), ένεκα του ότι στο παρόν Δικαστήριο (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) εκδικάζονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Πειραιώς (όπως είναι το Ειρηνοδικείο Σαλαμίνας) που κρίνουν διαφορές και υποθέσεις που αφορούν ναυτικές διαφορές, κατ’ άρθρο 51 παρ.1 περ.γ΄, παρ.2, παρ.3 Α και Β περ.ε΄ και ι΄ του Ν.2172/1993, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης κατά την ίδια τακτική διαδικασία (ΚΠολΔ 533 §1), λόγω συνάφειας με την προηγούμενη έφεση και ανακοπή και επειδή εν προκειμένω το παρόν Δικαστήριο δύναται μεν να κρατήσει και να εκδικάσει αυτεπαγγέλτως την ως άνω έφεση και ανακοπή με την ορθή διαδικασία που δικάζεται και είναι η ειδική των ανακοπών που αφορά εργατικές απαιτήσεις των άρθρων 635επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με την ειδική των εργατικών διαφορών των άρθρων 663επ., αλλά τη συνεκδικάζει με τις λοιπές εφέσεις και ανακοπές και εφαρμόζοντας εν γένει την τακτική διαδικασία, όπως και πρωτοδίκως, αφού έτσι εξυπηρετείται η αρχή της οικονομίας της δίκης και εν προκειμένω δεν επιβάλλεται η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση με χωριστή και διαφορετική διαδικασία εκδίκασης προς παρασκευή των διαδίκων (βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος II, εκδ.2012, άρθρο 591, αριθ.9), άλλωστε δεν προκύπτει εν προκειμένω οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των διαδικασιών που επιφέρει παραβίαση και βλάβη σε βάρος των δικαιωμάτων και των υπερασπιστικών μέσων μεταξύ των διαδίκων από την επιλογή της διαδικασίας εκδίκασης της ανακοπής αυτής, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 937 παρ.3, σε συνδ. με 635επ., 643, 649, 650 και 591 παρ.1  περ.α΄ και παρ.2 (και ήδη παρ.6 μετά τον Ν.4335/2015 από 1-1-2016) ΚΠολΔ, ως ίσχυαν μετά τον Ν.4055/2012 με έναρξη ισχύος από 2-4-2012, και δεδομένου ότι η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στην προκείμενη περίπτωση πριν την 1-1-2016 (ΜονΠρΘεσ 18067/2017 ΤΝΠ Νόμος), σε κάθε δε περίπτωση η τακτική διαδικασία εξασφαλίζει ευρύτερες εγγυήσεις και δεν ανακύπτει ζήτημα βλάβης εν προκειμένω για τους διαδίκους που ουδεμία αντίρρηση προβάλλουν σχετικώς, ενώ επιπλέον κατατέθηκε και επισυνάπτεται στην έκθεση κατάθεσης της κρινόμενης έφεσης αντίγραφο από το παράβολο υπέρ του Ε. Δ., ποσού 75 ευρώ (βλ. υπ’ αριθ. … e-παράβολο Δημοσίου), κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (έναρξη ισχύος από 2-4-2012) [έπειτα άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του Ν.4335/2015 και ήδη άρθρο 495 παρ.3 Α περ.α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 45 του Ν.4446/2016, ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016 από 23-1-2017], για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης (ΜονΠρΚοριν 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 ΤΝΠ Νόμος).

               Στην προκείμενη περίπτωση, ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών Χ. Π.  Α. άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35795/2014 και ΕΑΚ 4795/2014 ανακοπή του κατά των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων 1ο έως 17ο ως άνω, κοινοποιούμενης και προς την αρμόδια υπάλληλο του πλειστηριασμού Ελένη Τσούμα, συμβολαιογράφο Πειραιώς καθώς και στην οφειλέτιδα ναυτική εταιρεία με την επωνυμία … πλοιοκτήτρια του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, κατόπιν παραπομπής της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας δυνάμει της υπ’ αριθ. 4355/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, λόγω κήρυξης της κατά τόπο αναρμοδιότητάς του, και τη συνεκδίκασή της με τις από 1-10-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 6172/2014, από 5-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4585/2014, από 5-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4589/2014, από 15-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4778/2014, από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4797/2014, από 18-7-214 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4842/2014 άλλες ανακοπές, εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, με την οποία εξέθετε ότι με την υπ’ αριθ. … έκθεση δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ελένης Τσούμα, πλειστηριάστηκε αναγκαστικά το περιγραφόμενο σε αυτήν δεξαμενόπλοιο με το όνομα … πλοιοκτησίας της οφειλέτιδας εταιρείας με την επωνυμία …  Π., έναντι του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος 401.000 ευρώ, το οποίο προσέφερε η τελική υπερθεματίστρια εταιρεία με την επωνυμία …, κατόπιν επίσπευσης του πλειστηριασμού από τους Α. Ρ.  Ν.  Δ. Κ.  Ι. σε εκτέλεση του α΄ απογράφου της υπ’ αριθ. 85/6-3-2014 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Πειραιώς για απαίτηση συνολικού ποσού 20.250 ευρώ πλέον τόκων μέχρι την εξόφληση. Ότι στο εκπλειστηρίασμα αναγγέλθηκε μεταξύ άλλων νομίμως κι εμπροθέσμως και ο ανακόπτων-εκκαλών Χ. Π.  Α. με την από 12-5-2014 αναγγελία του, μετά των αποδεικτικών εγγράφων αυτής, για συνολική προνομιακή κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ απαίτησή του ποσού 31.812,66 ευρώ από εργατικές μισθολογικές αποδοχές του ως πλοιάρχου του εν λόγω εκπλειστηριασθέντος πλοίου ναυτολογημένου από 29-9-2012 έως και 7-12-2013 που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει, νομιμοτόκως δε από τον χρόνο που έκαστο μισθολογικό κονδύλι κατέστη απαιτητό από του τέλους εκάστου μισθωτικού μηνός (δήλη ημέρα), άλλως από της αποναυτολογησεώς του την 7-12-2013, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής του (18-2-2014), όπως προκύπτουν αυτά από την από 11-2-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 928/2014 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών) που επισυνάπτεται στην εν λόγω ανακοπή του. Ότι επειδή δεν επαρκούσε το εκπλειστηρίασμα για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ…. πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο αφού προαφαίρεσε τα δικαιώματα και έξοδα πλειστηριασμού του επί της εκτελέσεως δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ι. Α., ποσού 3.327,76 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ και έξοδα, τέλη και δικαιώματα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, ποσού 6.233,44 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 9.561,20 ευρώ, κατέταξε στο υπόλοιπο ποσό του προς διανομή εκπλειστηριάσματος των 391.438,80 ευρώ: στην πρώτη τάξη και οριστικά το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς για ποσό 219,92 ευρώ, την εταιρεία … για ποσό 6.936,10 ευρώ και το Ε. Δ. (ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά) για ποσό 6.674,35 ευρώ για φόρους πλοίου, τέλη ελλιμενισμού και πρόστιμο Ε.Π., ενώ στη δεύτερη τάξη και συμμέτρως, τυχαίως και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους, τους εφεσίβλητους 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο, 7ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12ο, 13ο, 14ο, 15ο, 16ο, 17ο καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητοι, καθώς και οι ήδη εκκαλούντες Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π. κατά τα αντίστοιχα αναφερόμενα στην ανακοπή και στην έφεση επιμέρους ποσά προνομιακών απαιτήσεών τους. Ότι εσφαλμένως όμως η αρμόδια επί του πλειστηριασμού υπάλληλος τον κατέταξε προνομιακά μόνο για το ποσό των 20.425,30 ευρώ αντί για το συνολικό ποσό της απαίτησής του μετά τόκων αυτής 38.175,19 ευρώ (ήτοι ποσό 31.812,66 για κεφάλαιο και ποσό 6.363,53 ευρώ για τόκους υπερημερίας), καθώς στην ίδια τάξη με τη δίκη του επίδικη απαίτηση κατετάγησαν απαιτήσεις των καθ’ ων η ανακοπή λοιπών εργαζομένων εντελώς αόριστες, μη νόμιμες και αβάσιμες, όπως εκτίθεται ειδικότερα και επιμέρους για έκαστον εξ αυτών και για έκαστη απαίτησή τους στην κρινόμενη ανακοπή του, οι οποίες εσφαλμένως κρίθηκαν ως νόμιμες και βάσιμες από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά παράβαση των οικείων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, τουλάχιστον σε ολόκληρη την έκτασή τους, αλλά και των διατάξεων χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης υπέρ των εργαζομένων, επικαλούμενος δε ο ανακόπτων ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 3166/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών) έγινε δεκτή η ως άνω αγωγή του για το σύνολο της εργατικής απαίτησής του σε βάρος της καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτριας ναυτικής εταιρείας. Ότι τον υπ’ αριθ. … πίνακα κατάταξης δανειστών ανέκοψε για τους επικαλούμενους στην εν λόγω ανακοπή ειδικότερους λόγους για έκαστον των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών και των επιμέρους αντιστοίχων απαιτήσεών τους και πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι πρέπει να ακυρωθεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί, προκειμένου να αποβληθούν εξ αυτού: 1) ο 1ος των καθ’ ων Α. Ρ. για το ποσό των 8.811 ευρώ, 2) ο 2ος  των καθ’ ων  …) για το ποσό των 33.609,60 ευρώ, 3) ο 3ος  των καθ’ ων  …) για το ποσό των 32.233,89 ευρώ, 4) ο 4ος  των καθ’ ων  … για το ποσό των 23.580,94 ευρώ, άλλως και επικουρικώς να αποβληθεί από τον προσβαλλόμενο πίνακα για το ποσό των 21.989,58 ευρώ, 5) ο 5ος  των καθ’ ων …) για το ποσό των 34.169,24 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 33.361,94 ευρώ, 6) ο 6ος  των καθ’ ων Δ. Κ. για το ποσό των 15.711,54 ευρώ, 7) ο 7ος  των καθ’ ων  …) για το ποσό των 30.690,75 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 29.262,57 ευρώ, 8) ο 8ος  των καθ’ ων …) για το ποσό των 21.839,26 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 20.637,52 ευρώ, 9) ο 9ος  των καθ’ων … για το ποσό των 21.987,98 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 20.637,52 ευρώ, 10) ο 10ος των καθ’ ων Α. Α. για το ποσό των 24.249,26 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 23.367,88 ευρώ, 11) ο 11ος  των καθ’ ων Μ. Τ. για το ποσό των 7.468,96 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 6.013,54 ευρώ, 12) ο 12ος  των καθ’ ων … για το ποσό των 6.430,49 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 4.529,91 ευρώ, 13) ο 13ος  των καθ’ ων … για το ποσό των 12.845,25 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 9.308,05 ευρώ, 14) ο 14ος  των καθ’ων … για το ποσό των 13.776,79 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσόν των 9.438,66 ευρώ, 15) ο 15ος των καθ’ ων Α. Α. για το ποσό των 9.363,04 ευρώ, 16) ο 16ος των καθ’ ων Φ. Δ. για το ποσό των 16.491,66 ευρώ και 17) ο 17ος των καθ’ ων Κ. Σ. για το ποσό των 15.409,19 ευρώ, και στη θέση τους να καταταγεί προνομιακώς και οριστικώς για τα ποσά κατά τα οποία αυτοί θα αποβληθούν ο ως άνω ανακόπτων και ήδη εκκαλών. Με αυτό το ιστορικό, ζητούσε ο ανακόπτων να ακυρωθεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθ. … πίνακας κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα με σκοπό να καταταγεί ο ίδιος προνομιακώς και οριστικώς για τα προαναφερόμενα ποσά, κατά τα οποία οι καθ’ ων η ανακοπή λοιποί εργαζόμενοι ως άνω θα πρέπει να αποβληθούν και τέλος, να καταδικαστούν οι καθ’ ων η ανακοπή του στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης, για την πρωτοβάθμια δίκη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την ανακοπή αυτή ως παραδεκτώς, νομίμως κι εμπροθέσμως ασκηθείσα, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 979επ. ΚΠολΔ, ερεύνησε τη νομική κι ουσιαστική βασιμότητα των επιμέρους λόγων ανακοπής της και την απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, για το σύνολο των αναγγελθεισών απαιτήσεών του και εν συνεχεία, δεχόμενο τις ανακοπές του Ε. Δ. εν μέρει, της εταιρείας με την επωνυμία … Α.Ε.» εν μέρει και του Κ. Σ. συνολικά, μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο ως άνω πίνακα κατάταξης δανειστών κατατάσσοντας στην πρώτη τάξη οριστικά το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς για ποσό 219,92 ευρώ, την εταιρεία … για ποσό 6.936,10 ευρώ και το Ε. Δ. (ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά) για ποσό 6.674,35 ευρώ για φόρους πλοίου, τέλη ελλιμενισμού και πρόστιμο Ε.Π. και στη δεύτερη τάξη τυχαίως και συμμέτρως υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους, τους λοιπούς αναγγελθέντες εργαζόμενους στο εκπλειστηριασθέν πλοίο κατά τα αντίστοιχα αναγραφόμενα στην εκκαλουμένη απόφαση επιμέρους ποσά απαιτήσεών τους και μάλιστα ελευθέρωσε το ποσό των 13.390,81 ευρώ που αφαιρέθηκε δυνάμει της αποβολής των Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π. και κατέταξε ως προς το συγκεκριμένο ποσό τον ανακόπτοντα Κ. Σ. στη δεύτερη τάξη και εν τέλει για το συνολικό ποσό των 28.800 ευρώ, ενώ επίσης, ελευθέρωσε το ποσό των 28.678,35 ευρώ, που αφαιρέθηκε από την αποβολή των Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π., το οποίο διένειμε συμμέτρως στους μη προνομιούχους-εγχειρόγραφους δανειστές: α) Ε. Δ.  για το ποσό των 165.063,30 ευρώ, β) εταιρεία με την επωνυμία … ΑΕ» για το ποσό των 6.146,54 ευρώ, γ) Χ. Π.  Α. για το ποσό των 38.175,19 ευρώ και δ) Α. Π.  Π. για το ποσό των 40.452,70 ευρώ, και τέλος, συμψήφισε στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων για την πρωτοβάθμια δίκη.

Ήδη ο ως άνω εκκαλών-ανακόπτων ως ηττηθείς στην πρωτοβάθμια δίκη παραπονείται με την από 27-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 14/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12565/2017 και ΕΑΚ 6230/2017 έφεση, κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 50/2017 του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, έναντι των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων καθώς και των εφεσιβλήτων Ε. Δ., όπως νομίμως εκπροσωπείται εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς και ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … … για τους λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει των οποίων κατέτεινε στην έκδοση της εκκαλουμένης, και δη: α) ότι εσφαλμένως έκρινε ότι εν προκειμένω αναφορικά με τη σειρά κατάταξης των προνομιούχων δανειστών τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 (και δη το άρθρο 2 αυτής) και όχι το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, με συνέπεια να κάνει δεκτή την ανακοπή του Κ. Σ. και εν μέρει την ανακοπή του Ε. Δ. και να απορρίψει την ανακοπή του ιδίου ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος, αποβάλλοντάς τον από τον πίνακα κατάταξης δανειστών για το ποσό των 21.643,86 ευρώ, για το οποίο είχε καταταγεί, και έτσι εσφαλμένως έκρινε ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, όπως τροπ. από το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α΄ 86/11-4-2012) για την κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων των δανειστών εν προκειμένω, καθότι δεν υφίσταται προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου … επομένως, η σειρά κατάταξης των προνομιούχων δανειστών θα έπρεπε να καθοριστεί αποκλειστικά και μόνο από τις οικείες διατάξεις του ΚΙΝΔ (άρθρο 205) και του ΚΠολΔ, χωρίς παρέκκλιση, δεδομένου ότι κατά την κατάρτιση από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πλοίου που αποτελεί κεφάλαιο εξωτερικού, ως εν προκειμένω το πλοίο … με βάση τη σχετική ισχύουσα Υπουργική Απόφαση που το αφορά, του σχετικού πίνακα κατάταξης και κατά τη δίκη που θα ανοιγεί κατόπιν ανακοπής κατ’ αυτού, δεν υπάρχει θέμα εφαρμογής της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, όταν δεν αναγγέλθηκε προς κατάταξη απαίτηση εξασφαλισμένη με προτιμώμενη υποθήκη και δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 2 και 9 αυτής όταν δεν έρχεται προς σύγκριση απαίτηση εξασφαλισμένη με προτιμώμενη ναυτική υποθήκη, συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθούν τόσο η ανακοπή του Κ. Σ. όσο και η ανακοπή του Ε. Δ. αναφορικά με τον ίδιο ως νόμω και ουσία αβάσιμες, όπως κρίθηκε για τον ίδιο πίνακα κατάταξης δανειστών και με την υπ’ αριθ. 781/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), β) ότι εσφαλμένως έκρινε η εκκαλουμένη κατά την εφαρμογή των διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 αντί του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ και έκανε δεκτή την ανακοπή του Κ. Σ. και εν μέρει του Ε. Δ. και απέρριψε τη δική του ανακοπή ως απαράδεκτη δήθεν ελλείψει εννόμου συμφέροντος και τον απέβαλε από τον επίδικο πίνακα κατάταξης δανειστών για το ποσό των 20.425,30 ευρώ, για το οποίο είχε καταταγεί, με την αιτιολογία ότι στην από 12-5-2014 αναγγελία των απαιτήσεών του στη συμβολαιογράφο του πλειστηριασμού δεν ζήτησε την προνομιακή του κατάταξη με βάση τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, η οποία λαμβάνεται υπόψη ως πραγματικό γεγονός που χρήζει δήθεν επίκλησης και απόδειξης από αυτόν που δικαιολογεί έννομο συμφέρον για την εφαρμογή της, όπως είναι και ο αναγγελθείς δανειστής, καίτοι η αναγγελία του ήταν σε κάθε περίπτωση ορισμένη και νόμιμη και έπρεπε να γίνει δεκτή από την υπάλληλο του πλειστηριασμού, υπέρ του, ισχυριζόμενος ο εκκαλών ότι το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαιτήσεως μόνον όταν η περιγραφή της καθώς και του τυχόν προνομίου της είναι τόσο ελλιπής ώστε να μην μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισής τους κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ και έτσι να υφίστανται βλάβη (ΚΠολΔ 159 αριθ.3), χωρίς όμως να είναι αναγκαία η εξειδίκευση όπως απαιτείται σε αγωγή ή ανακοπή, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αιτήσεως για δικαστική προστασία κατά το άρθρο 111 ΚΠολΔ, συνακόλουθα, αφού ο ανακόπτων Κ. Σ. δεν επικαλείται τέτοια βλάβη του από τη μη επίκληση εκ μέρους του εν προκειμένω ανακόπτοντος των διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών ούτε ισχυρίζεται ότι η περιγραφή της απαίτησής του και του προνομίου της είναι δήθεν τόσο ελλιπής, ώστε δεν δύναται να την αντικρούσει, αλλά και το Ε. Δ. δεν επικαλέστηκε οποιαδήποτε αναφορά στις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών στην ανακοπή του ούτε και βλάβη του από τη μη επίκλησή τους στην αναγγελία του ανακόπτοντος Χ. Π., αμφισβητώντας τις απαιτήσεις του εν γένει και αορίστως, θα έπρεπε η ανακοπές αυτές να είχαν απορριφθεί ως απαράδεκτες λόγω αοριστίας, πλην όμως έγιναν δεκτές εσφαλμένως από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και γ) ότι εσφαλμένως έκρινε η εκκαλουμένη αποβάλλοντας σε κάθε περίπτωση τον ανακόπτοντα Χ. Π. από τον πίνακα κατάταξης και δη από τη δεύτερη τάξη του για το σύνολο της απαίτησής του, για την οποία είχε καταταγεί και όχι μόνο για το υπόλοιπο της απαίτησης του ανακόπτοντος Κ. Σ., για το οποίο θα έπρεπε δήθεν αυτός να καταταγεί, σε περίπτωση παραδοχής εν τέλει της ανακοπής του, όπως –εσφαλμένως έστω- έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώ και το ποσό που ελευθερώνει από την προνομιακή απαίτηση του Χ. Π. για να καταταγεί ο Κ. Σ. δεν αναφέρεται συγκεκριμένα αλλά αορίστως και εν συνόλω για ποσό 13.390,81 ευρώ από κοινού με τον ανακόπτοντα Α. Π. που επίσης αποβλήθηκε από τον επίδικο πίνακα κατάταξης, χωρίς να γίνεται όμως εξειδίκευση για έκαστον εξ αυτών και τέλος, εσφαλμένως, διανέμεται το ποσό αυτό του υπολοίπου της προνομιακής απαιτήσεώς του από κοινού με τον αποβληθέντα επίσης Α. Π., συμμέτρως δε προς το Ε. Δ., την εταιρεία με την επωνυμία … Α.Ε.», τον Χ. Π. και τον Α. Π. καίτοι η εταιρεία δεν άσκησε ανακοπή σε βάρος του αποβληθέντος ανακόπτοντος Χ. Π. κατ’ αυτό το ποσό, συνακόλουθα, έπρεπε η εκκαλουμένη σε περίπτωση παραδοχής της ανακοπής του Κ. Σ. να τον αποβάλει από τη δεύτερη τάξη των προνομιούχων δανειστών μόνο για συγκεκριμένο ποσό που θα αντιστοιχούσε αναλογικά στο υπόλοιπο της απαίτησής του για το οποίο έπρεπε αυτός να καταταγεί. Με βάση τους λόγους αυτούς έφεσης, ο εκκαλών ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του τυπικά και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί, άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας κατά το μέρος που απέρριψε την ανακοπή του, να γίνει δεκτή η από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35795/2014 και ΕΑΚ 4795/2014 ανακοπή του στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, κατά παραδοχή των λόγων έφεσής του, να απορριφθούν στο σύνολό τους οι ανακοπές των αντιδίκων του για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και να καταδικασθούν οι εφεσίβλητοι στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Η υπό κρίση τρίτη ως άνω έφεση κατά της υπ’ αριθ. 50/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513 §1β΄, 514, 516 §1, 517, 518 §1, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, στις  4-10-2017, η εκκαλουμένη εκδόθηκε στις 8-8-2017 και επιδόθηκε στην εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία … … (πρώην … ….») και με τον διακριτικό τίτλο … …», νομίμως εκπροσωπουμένης, και δη στον αρμόδιο υπάλληλο κατά δήλωση του Ε. Β., λόγω απουσίας του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας από την έδρα της, στις 5-9-2017 (βλ. σχετ. και υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς Ι. Α.), γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων αυτής, συνακόλουθα, δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας η προβλεπόμενη προθεσμία των τριάντα (30) ημερών, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας-ανακόπτουσας, που ήταν εν μέρει ηττηθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω εν μέρει παραδοχής και εν μέρει απόρριψης της κρινόμενης ανακοπής της, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (ΚΠολΔ 584, 933 §§1 και 2, όπως η παρ.1 αντικ. με το άρθρο 19 παρ.1 του Ν.4055/2012, ΦΕ Α΄ 51/12-3-2012 με ισχύ από 2-4-2012, 934, 937, 975επ., 979, 1006, 1007, 1011, 1012, όπως ίσχυαν μετά τον Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α΄ 51/12-3-2012 από 2-4-2012, 25 §2, 17Α, όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011), ένεκα του ότι στο παρόν Δικαστήριο (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) εκδικάζονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Πειραιώς (όπως είναι το Ειρηνοδικείο Σαλαμίνας) που κρίνουν διαφορές και υποθέσεις που αφορούν ναυτικές διαφορές, κατ’ άρθρο 51 παρ.1 περ.γ΄, παρ.2, παρ.3 Α και Β περ.ε΄ και ι΄ του Ν.2172/1993, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης κατά την ίδια τακτική διαδικασία (ΚΠολΔ 533 §1), λόγω συνάφειας με τις προηγούμενες εφέσεις και ανακοπές, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 937 παρ.3 ΚΠολΔ, ως ίσχυε μετά τον Ν.4055/2012 με έναρξη ισχύος από 2-4-2012, δεδομένου ότι η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στην προκείμενη περίπτωση πριν την 1-1-2016 (ΜονΠρΘεσ 18067/2017 ΤΝΠ Νόμος), αφού οι τροποποιήσεις του Ν.4335/2015 βάσει των οποίων εφαρμοστέα και στην εκτέλεση τυγχάνει η ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών-ανακοπών κατ’ άρθρα 614 και 937 ΚΠολΔ ισχύουν μόνο για την αναγκαστική εκτέλεση που άρχισε με επίδοση επιταγής προς εκτέλεση που επιδόθηκε μετά την 1-1-2016, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, σε κάθε δε περίπτωση η τακτική διαδικασία εξασφαλίζει ευρύτερες εγγυήσεις και δεν ανακύπτει ζήτημα βλάβης εν προκειμένω για τους διαδίκους που ουδεμία αντίρρηση προβάλλουν σχετικώς, ενώ επιπλέον κατατέθηκε και επισυνάπτεται στην έκθεση κατάθεσης της κρινόμενης έφεσης αντίγραφο από το παράβολο υπέρ του Ε. Δ., ποσού 75 ευρώ (βλ. υπ’ αριθ.   … e-παράβολο Δημοσίου), κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (έναρξη ισχύος από 2-4-2012) [έπειτα άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του Ν.4335/2015 και ήδη άρθρο 495 παρ.3 Α περ.α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 45 του Ν.4446/2016, ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016 από 23-1-2017], για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης (ΜονΠρΚοριν 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 ΤΝΠ Νόμος).

               Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία … … (πρώην … ….») και με τον διακριτικό τίτλο … …», άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 15-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35752/2014 και ΕΑΚ 4778/2014 ανακοπή της κατά των καθ’ ων η ανακοπή ως άνω, κοινοποιούμενης και προς την αρμόδια υπάλληλο του πλειστηριασμού Ελένη Τσούμα, συμβολαιογράφο Πειραιώς καθώς και στην οφειλέτιδα ναυτική εταιρεία με την επωνυμία … πλοιοκτήτρια του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, κατόπιν παραπομπής της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας δυνάμει της υπ’ αριθ. 4355/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, λόγω κήρυξης της κατά τόπο αναρμοδιότητάς του, και τη συνεκδίκασή της με τις από 1-10-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 6172/2014, από 5-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4585/2014, από 5-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4589/2014, από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4795/2014, από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4797/2014, από 18-7-214 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4842/2014 άλλες ανακοπές, εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, με την οποία εξέθετε ότι με την υπ’ αριθ. … έκθεση δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ελένης Τσούμα, και κατόπιν της υπ’ αριθ. … έκθεσης αναγκαστικής κατασχέσεως πλοίου, πλειστηριάστηκε αναγκαστικά το περιγραφόμενο σε αυτήν δεξαμενόπλοιο με το όνομα … πλοιοκτησίας της οφειλέτιδας εταιρείας με την επωνυμία …  Π., έναντι του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος 401.000 ευρώ, το οποίο προσέφερε η τελική υπερθεματίστρια εταιρεία με την επωνυμία …, κατόπιν επίσπευσης του πλειστηριασμού από τους Α. Ρ.  Ν.  Δ. Κ.  Ι. σε εκτέλεση του α΄ απογράφου της υπ’ αριθ. 85/6-3-2014 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Πειραιώς για απαίτηση συνολικού ποσού 20.250 ευρώ πλέον τόκων μέχρι την εξόφληση. Ότι μεταξύ άλλων δανειστών που αναγγέλθηκαν με προνομιακής κατάταξης απαιτήσεις διαφόρων αιτιών (Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς, …, Ε. Δ.-Υπουργός Οικονομικών-Προϊστάμενος Δυο Πλοίων Πειραιώς, Α. Ρ. του Νικολάου, …  … …, …l), Δ. Κ. του Ιωάννη, … ……, Α. Α. του Μουσταφά, Μ. Τ. του Σαμπρή, … … … Α. Α.  Ι., Φ. Δ. του Σεραφείμ, Κ. Σ. του Γεωργίου, Α. Π.  Π., Χ. Π.  Α. και Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…, εταιρεία με την επωνυμία … η εταιρεία με την επωνυμία … η εταιρεία με την επωνυμία … η εταιρεία με την επωνυμία … η εταιρεία με την επωνυμία …, η εταιρεία με την επωνυμία «… η εταιρεία με την επωνυμία …, η εταιρεία με την επωνυμία … … (πρώην … ….») και με τον διακριτικό τίτλο … …» αναγγέλθηκε στο εκπλειστηρίασμα νομίμως κι εμπροθέσμως με την από 7-5-2014 αναγγελία της, μετά των αποδεικτικών εγγράφων αυτής, για συνολική προνομιακή κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ απαίτησή της ποσού 6.146,94 ευρώ από τιμολόγια-δελτία αποστολής, όπως αναλυτικώς μνημονεύονται αυτά και αναλύονται τα δικαιούμενα από την ανακόπτουσα επιμέρους ποσά για έκαστη αντίστοιχη νόμιμη και συμβατική αιτία στην εν λόγω ανακοπή της, διά των οποίων, ως επικαλείται η ανακόπτουσα, είχε προμηθεύσει (πώλησε και παρέδωσε) στο πλοίο με το όνομα … κατ’ εντολήν την πλοιοκτήτριας εταιρείας τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης για τη λειτουργία του πλοίου και τη διαβίωση των μελών του πληρώματος καθόλο το χρονικό διάστημα που το ως άνω πλοίο παρέμεινε στον τελευταίο λιμένα κατάπλου του επί ικανό χρόνο μέχρι του πλειστηριασμού του, συνακόλουθα πρόκειται για προνομιούχες απαιτήσεις της ανακόπτουσας, οι οποίες δεν εξοφλήθηκαν από την καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτρια, καίτοι τα ανωτέρω εφόδια παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα με συνέπεια την κατ’ αίτηση της ανακόπτουσας έκδοση της υπ’ αριθ. 515/2014 διαταγής πληρωμής της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία κοινοποιήθηκε στην καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτρια εταιρεία και κατέστη τελεσίδικη κα εκτελεστή. Ότι επειδή δεν επαρκούσε το εκπλειστηρίασμα για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. … πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο αφού προαφαίρεσε τα δικαιώματα και έξοδα πλειστηριασμού του επί της εκτελέσεως δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ι. Α., ποσού 3.327,76 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ και έξοδα, τέλη και δικαιώματα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, ποσού 6.233,44 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 9.561,20 ευρώ, κατέταξε στο υπόλοιπο ποσό του προς διανομή εκπλειστηριάσματος των 391.438,80 ευρώ: στην πρώτη τάξη και οριστικά το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς για ποσό 219,92 ευρώ, την εταιρεία … για ποσό 6.936,10 ευρώ και το Ε. Δ. (ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά) για ποσό 6.674,35 ευρώ για φόρους πλοίου, τέλη ελλιμενισμού και πρόστιμο Ε.Π., ενώ στη δεύτερη τάξη και συμμέτρως, τυχαίως και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους, τους εφεσίβλητους 3ο, 4ο, 5ο, 6ο, 7ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12ο, 13ο, 14ο, 15ο, 16ο, 17ο, 18ο, 19ο καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητοι, καθώς και οι ήδη εκκαλούντες Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π. κατά τα αντίστοιχα αναφερόμενα στην ανακοπή και στην έφεση επιμέρους ποσά προνομιακών απαιτήσεών τους. Ότι εσφαλμένως όμως η αρμόδια επί του πλειστηριασμού υπάλληλος την κατέταξε προνομιακά μόνο για ένα μέρος της απαιτήσεώς του, ενώ έπρεπε να την είχε κατατάξει οριστικά και προνομιακά για το συνολικό ποσό της απαίτησής της, ως άνω, καθώς στην ίδια τάξη με τη δίκη της επίδικη απαίτηση κατετάγησαν απαιτήσεις των καθ’ ων η ανακοπή λοιπών εργαζομένων, καθώς και της υπαλλήλου του πλειστηριασμού και του δικαστικού επιμελητή αυτού, εντελώς αόριστες, μη νόμιμες και αβάσιμες, όπως εκτίθεται ειδικότερα και επιμέρους για έκαστον εξ αυτών και για έκαστη απαίτησή τους στην κρινόμενη ανακοπή της, οι οποίες εσφαλμένως κρίθηκαν ως νόμιμες και βάσιμες από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά παράβαση των οικείων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, τουλάχιστον σε ολόκληρη την έκτασή τους, αλλά και των διατάξεων χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης υπέρ των εργαζομένων, ενώ εσφαλμένως κατά τον νόμο προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα τα έξοδα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Ελένης Τσούμα και τα έξοδα του δικαστικού επιμελητή Ι. Α., διότι κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ, όπως τροπ. με το άρθρο 214 του Ν.4072/2012, ως ειδικού νόμου που υπερισχύει πάσης άλλης γενικής διάταξης, δεν προαφαιρείται καμία απαίτηση, αλλά έπρεπε και οι αξιώσεις αυτών να καταταγούν οριστικά και προνομιακά. Ότι τον υπ’ αριθ. … πίνακα κατάταξης δανειστών ανέκοψε για τους επικαλούμενους στην εν λόγω ανακοπή ειδικότερους λόγους για έκαστον των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών και των επιμέρους αντιστοίχων απαιτήσεών τους και πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι πρέπει να ακυρωθεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί, προκειμένου να αποβληθούν εξ αυτού: 1) ο 1ος των καθ’ ων Α. Ρ. για το ποσό των 8.811 ευρώ, 2) ο 2ος  των καθ’ ων  …) για το ποσό των 33.609,60 ευρώ, 3) ο 3ος  των καθ’ ων  …) για το ποσό των 32.233,89 ευρώ, 4) ο 4ος  των καθ’ ων  … για το ποσό των 23.580,94 ευρώ, άλλως και επικουρικώς να αποβληθεί από τον προσβαλλόμενο πίνακα για το ποσό των 21.989,58 ευρώ, 5) ο 5ος  των καθ’ ων …) για το ποσό των 34.169,24 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 33.361,94 ευρώ, 6) ο 6ος  των καθ’ ων Δ. Κ. για το ποσό των 15.711,54 ευρώ, 7) ο 7ος  των καθ’ ων  …) για το ποσό των 30.690,75 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 29.262,57 ευρώ, 8) ο 8ος  των καθ’ ων …) για το ποσό των 21.839,26 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 20.637,52 ευρώ, 9) ο 9ος  των καθ’ων … για το ποσό των 21.987,98 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 20.637,52 ευρώ, 10) ο 10ος των καθ’ ων Α. Α. για το ποσό των 24.249,26 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 23.367,88 ευρώ, 11) ο 11ος  των καθ’ ων Μ. Τ. για το ποσό των 7.468,96 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 6.013,54 ευρώ, 12) ο 12ος  των καθ’ ων … για το ποσό των 6.430,49 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 4.529,91 ευρώ, 13) ο 13ος  των καθ’ ων … για το ποσό των 12.845,25 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 9.308,05 ευρώ, 14) ο 14ος  των καθ’ων … για το ποσό των 13.776,79 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσόν των 9.438,66 ευρώ, 15) ο 15ος των καθ’ ων Α. Α. για το ποσό των 9.363,04 ευρώ, 16) ο 16ος των καθ’ ων Φ. Δ. για το ποσό των 16.491,66 ευρώ και 17) ο 17ος των καθ’ ων Κ. Σ. για το ποσό των 15.409,19 ευρώ, καθότι η απαίτησή του ποσού 37.800 ευρώ έχει ήδη παραγραφεί (άρθρα 289, 191 ΚΙΝΔ και 253 ΑΚ), η δε αναγγελία αυτής εκ μέρους του είναι παντελώς αόριστη, και στη θέση των προαναφερομένων να καταταγεί προνομιακώς και οριστικώς για τα ποσά κατά τα οποία αυτοί θα αποβληθούν η ως άνω ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα για το σύνολο της προαναφερόμενης απαίτησής της. Με αυτό το ιστορικό, ζητούσε η ανακόπτουσα να ακυρωθεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθ. … πίνακας κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα με σκοπό να καταταγεί η ίδια προνομιακώς και οριστικώς για τα προαναφερόμενα ποσά στο σύνολο της επίδικης προνομιακής απαίτησής της, κατά τα οποία οι καθ’ ων η ανακοπή λοιποί εργαζόμενοι και η συμβολαιογράφος ως υπάλληλος του πλειστηριασμού και ο δικαστικός επιμελητής του πλειστηριασμού, ως άνω, θα πρέπει να αποβληθούν και τέλος, να καταδικαστούν οι καθ’ ων η ανακοπή της στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής της δαπάνης, για την πρωτοβάθμια δίκη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την ανακοπή αυτή ως παραδεκτώς, νομίμως κι εμπροθέσμως ασκηθείσα, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 979επ. ΚΠολΔ, ερεύνησε τη νομική κι ουσιαστική βασιμότητα των επιμέρους λόγων ανακοπής της και την έκανε δεκτή εν μέρει ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, και εν συνεχεία, δεχόμενο δε και τις ανακοπές του Ε. Δ. εν μέρει και του Κ. Σ. συνολικά, μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο ως άνω πίνακα κατάταξης δανειστών κατατάσσοντας στην πρώτη τάξη οριστικά το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς για ποσό 219,92 ευρώ, την εταιρεία … για ποσό 6.936,10 ευρώ και το Ε. Δ. (ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά) για ποσό 6.674,35 ευρώ για φόρους πλοίου, τέλη ελλιμενισμού και πρόστιμο Ε.Π. και στη δεύτερη τάξη τυχαίως και συμμέτρως υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους, τους λοιπούς αναγγελθέντες εργαζόμενους στο εκπλειστηριασθέν πλοίο κατά τα αντίστοιχα αναγραφόμενα στην εκκαλουμένη απόφαση επιμέρους ποσά απαιτήσεών τους και μάλιστα ελευθέρωσε το ποσό των 13.390,81 ευρώ που αφαιρέθηκε δυνάμει της αποβολής των Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π. και κατέταξε ως προς το συγκεκριμένο ποσό τον ανακόπτοντα Κ. Σ. στη δεύτερη τάξη και εν τέλει για το συνολικό ποσό των 28.800 ευρώ, ενώ επίσης, ελευθέρωσε το ποσό των 28.678,35 ευρώ, που αφαιρέθηκε από την αποβολή των Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π., το οποίο διένειμε συμμέτρως στους μη προνομιούχους-εγχειρόγραφους δανειστές: α) Ε. Δ.  για το ποσό των 165.063,30 ευρώ, β) εταιρεία με την επωνυμία … ΑΕ» για το ποσό των 6.146,54 ευρώ, γ) Χ. Π.  Α. για το ποσό των 38.175,19 ευρώ και δ) Α. Π.  Π. για το ποσό των 40.452,70 ευρώ, και τέλος, συμψήφισε στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων για την πρωτοβάθμια δίκη.

Ήδη η ως άνω εκκαλούσα-ανακόπτουσα ως εν μέρει ηττηθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη παραπονείται με την από 2-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 17/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12567/2017 και ΕΑΚ 6232/2017, κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 50/2017 του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, έναντι των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων (πλην της υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα), για τους λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει των οποίων κατέτεινε στην έκδοση της εκκαλουμένης, και δη: α) ότι εσφαλμένως έκρινε εν προκειμένω αναφορικά με τη σειρά κατάταξης των προνομιούχων δανειστών ότι η απαίτηση της ως άνω εκκαλούσας-ανακόπτουσας δεν ήταν προνομιακή στο σύνολό της και δεν την κατέταξε προνομιακά, εφαρμόζοντας τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 και του ΚΙΝΔ και δη έκανε δεκτή την ανακοπή του Κ. Σ. στο σύνολό της, εν μέρει την ανακοπή του Ε. Δ. και εν μέρει την ανακοπή της ιδίας εκκαλούσας-ανακόπτουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … Α.Ε.», ελευθέρωσε το εναπομείναν ποσό των 28.678,35 ευρώ που αφαιρέθηκε δυνάμει της αποβολής των αναγγελθέντων Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π., διανέμοντάς το εν συνεχεία συμμέτρως στους μη προνομιούχους-εγχειρόγραφους δανειστές, ως ακολούθως: 1) στο Ε. Δ. ποσό  165.063,30 ευρώ, 2) στην εταιρεία … Α.Ε.» ποσό 6.146,54 ευρώ, 3) στον Χ. Π.  Α. ποσό 38.175,19 ευρώ και 4) στον Α. Π.  Π. ποσό 40.452,70 ευρώ, επειδή έκρινε ότι τα πωληθέντα από την εκκαλούσα εταιρεία τροφοεφόδια αγοράστηκαν και παραδόθηκαν στο πλοίο εντός του έτους 2013 ενώ με βάση το ημερολόγιο γέφυρας το πλοίο κατέπλευσε στον λιμένα Πειραιώς την 6-1-2014 και τη 10-1-2014 στα Ν. Σ. στη Σαμανίνα όπου και κατασχέθηκε και επομένως ότι δεν ήταν αναγκαία ούτε για τη συντήρηση του πλοίου ούτε για τη συνέχιση του ταξιδιού, σύμφωνα με το άρθρο 205 ΚΙΝΔ και το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, ενώ εάν εκτιμούσε ορθά το προσκομισθέν αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ορθά εφάρμοζε τον νόμο έπρεπε να εφαρμόσει για την κατάταξη των προνομιακών απαιτήσεων των δανειστών τον κανόνα του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, όπως τροπ. από το άρθρο 214 του Ν.4072/2012, σε συνδυασμό με την ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση και τον υπ’ αριθ. 19 όρο της υπ’ αριθ. 3113.1.3053/2007 (ΦΕΚ 1126/5-7-2007) εγκριτική πράξη νηολόγησης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, για τους ειδικότερους λόγους που εξέθετε στην ανακοπή και την έφεσή της η εκκαλούσα, υποστηρίζοντας ότι τα εν λόγω προμηθευόμενα τροφοεφόδια στο πλοίο εκ μέρους της καλύπτουν εν προκειμένω πραγματικές ανάγκες για τη διαβίωση και τη σίτιση (ήτοι τη συντήρηση) των μελών του πληρώματος, καθόσον συνετέλεσαν ώστε να παραμείνει το πλοίο στον τελευταίο λιμένα κατάπλου επί ικανό χρόνο μέχρι του πλειστηριασμού του και γι’ αυτό έχουν προνομιακό χαρακτήρα, η δε παράλειψη της εκκαλουμένης να απαντήσει επί της σχετικής κατάθεσης της μάρτυρα της ανακόπτουσας-εκκαλούσας που επιβεβαιώνει τα ανωτέρω με βάση τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης στην οποία έχει συμπεριληφθεί συνιστά πλημμέλεια της εκκαλουμένης ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και εφόσον, σύμφωνα με όλα τα έγγραφα της αναγκαστικής εκτέλεσης (έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, περίληψη κατασχετήριας έκθεσης πλοίου, πρόσκληση δανειστών κλπ.), δεν υφίσταται εν προκειμένω προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου … συνακόλουθα, πρέπει να γίνει δεκτή ως προς τον λόγο αυτόν η έφεση, β)  ότι εσφαλμένως εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό η εκκαλουμένη προαφαιρώντας από το εκπλειστηρίασμα τα έξοδα, ποσού 3.327,76 ευρώ, του δικαστικού επιμελητή Ι. Α. και δη μη απαντώντας στον σχετικό λόγο ανακοπής της περί αοριστίας και αβασιμότητας του σχετικού κονδυλίου, καθόσον δεν προκύπτει εάν τα επικαλούμενα έξοδα αυτού εμπίπτουν στην έννοια των εξόδων εκτέλεσης και εάν έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών, ενώ επιπλέον, βάσει των διατάξεων των άρθρων 1012 παρ.4 ΚΠολΔ και 205 ΚΙΝΔ επί του πλειστηριασμού πλοίου τα δικαστικά έξοδα που γίνονται προς το κοινό συμφέρον των δανειστών δεν προαφαιρούνται από το εκπλειστηρίασμα αλλά συγκατατάσσονται μεταξύ των ναυτικών προνομίων της πρώτης τάξης μαζί με τους συναφείς προς τη ναυσιπλοϊα φόρους, τα τέλη και τα δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (ΚΑΑΝ), εφόσον είναι ή κριθεί προνομιούχος απαίτηση, η δε παράλειψη της εκκαλουμένης να το λάβει υπόψη συνιστά πλημμέλειά της, σύμφωνα και με την πρόσφατη και πάγια ναυτική νομολογία των Δικαστηρίων, ενώ επιπλέον, απαιτείται όχι η απλή αναφορά αλλά η εξειδίκευση με αναγραφή επί της ιδιαίτερης πράξης εκκαθάρισης ή επί του πίνακα κατάταξης των επιμέρους κονδυλίων αυτών, της αιτίας τους και του δικαιούχου εκάστου εξ αυτών, συνακόλουθα, σφάλλει η εκκαλουμένη για το σύνολο των εξόδων εκτέλεσης του δικαστικού επιμελητή που κατέταξε και δη προαφαιρώντας τα από το εκπλειστηρίασμα, καθόσον τυγχάνουν παντελώς αόριστα και ανακριβή, καθόσον ελλείπουν από αυτά ουσιώδη στοιχεία της εξειδίκευσης, της δικαιολόγησης και της απόδειξής τους, για τους ειδικότερους επιμέρους λόγους που επαναφέρει και εκθέτει η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, στους οποίους δεν απάντησε αναφορικά με τον σχετικό λόγο ανακοπής της το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παράλειψη που συνιστά σφάλμα της εκκαλουμένης ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, για δε το ποσό των εξόδων αυτών εκτέλεσης 3.327,76 ευρώ πρέπει να μεταρρυθμιστεί ο πίνακας κατάταξης των δανειστών επί του εκπλειστηριάσματος του πλειστηριασθέντος πλοίου, ως άνω και γ) ότι εσφαλμένως έκρινε η εκκαλουμένη αναφορικά με την κατάταξη στη δεύτερη τάξη συμμέτρως, τυχαίως και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεων των ανακοπτόντων-εφεσίβλητων εργαζομένων ναυτικών στο εκπλειστηριασθέν πλοίο, παραλείποντας να λάβει υπόψη και να απαντήσει επί των επιμέρους λόγων ανακοπής και ισχυρισμών της ανακόπτουσας-εκκαλούσας περί αοριστίας και αβασιμότητας των απαιτήσεών τους κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, αλλά και των διατάξεων περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, όπως και ανωτέρω εκτέθηκαν και πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι πρέπει να ακυρωθεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί (η εκκαλουμένη), καθόσον παρέλειψε να αποφανθεί: 1) για τον Α. Ρ. για το ποσό των 14.355,65 ευρώ, 2) για τον …) για το ποσό των 33.609,60 ευρώ, 3) για τον …) για το ποσό των 32.233,89 ευρώ, 4) για τον … για το ποσό των 23.580,94 ευρώ, 5) για τον …) για το ποσό των 34.169,24 ευρώ, 6) για τον Δ. Κ. για το ποσό των 17.037,32 ευρώ, 7) για τον …) για το ποσό των 30.690,75 ευρώ, 8) για τον …) για το ποσό των 21.839,26 ευρώ, 9) για τον … για το ποσό των 21.987,98 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 20.637,52 ευρώ, 10) για τον Α. Α. για το ποσό των 24.249,26 ευρώ, 11) για τον Μ. Τ. για το ποσό των 7.468,96 ευρώ, 12) για τον … για το ποσό των 6.430,49 ευρώ, 13) για τον … για το ποσό των 12.845,25 ευρώ, 14) για τον … για το ποσό των 13.776,79 ευρώ, 15) για τον Αθανασίο Αρβανίτη για το ποσό των 9.363,04 ευρώ, 16) για τον Φώτιο Δήμου για το ποσό των 16.491,66 ευρώ και 17) για τον Κ. Σ. για το ποσό των 15.409,19 ευρώ, συνακόλουθα, έπρεπε η εκκαλουμένη σε περίπτωση παραδοχής της ανακοπής της να τους αποβάλει από τη δεύτερη τάξη των προνομιούχων δανειστών για τα συγκεκριμένα ποσά, για τα οποία έπρεπε αυτή να καταταγεί, κατά παραδοχή της ανακοπής της και της έφεσής της. Με βάση τους λόγους αυτούς έφεσης, η εκκαλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της τυπικά και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας κατά το μέρος που απέρριψε την ανακοπή της, να γίνει δεκτή η από 15-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35752/2014 και ΕΑΚ 4778/2014 ανακοπή της στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, κατά παραδοχή των λόγων έφεσής της, να απορριφθούν στο σύνολό τους οι ανακοπές των αντιδίκων της για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και να καταδικασθούν οι εφεσίβλητοι στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής της δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Η υπό κρίση τέταρτη ως άνω έφεση κατά της υπ’ αριθ. 50/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513 §1β΄, 514, 516 §1, 517, 518 §1, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, στις 27-9-2017, η εκκαλουμένη εκδόθηκε στις 8-8-2017 και επιδόθηκε στον εκκαλούντα Α. Π.  Π. και δη στον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητό του Ε. Κ. γα λογαριασμό του (άρθρα 142, 143, 94, 96 ΚΠολΔ) στις 5-9-2017 (βλ. σχετ. και υπ’ αριθ. 6683Δ΄/5-9-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς Α. Α. προς τον δικηγόρο Ε. Κ., την οποία παρέλαβε ο ίδιος), γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων αυτής, συνακόλουθα, δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας η προβλεπόμενη προθεσμία των τριάντα (30) ημερών, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος-ανακόπτοντος, που ήταν ηττηθείς στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω απόρριψης της κρινόμενης ανακοπής του, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (ΚΠολΔ 584, 933 §§1 και 2, όπως η παρ.1 αντικ. με το άρθρο 19 παρ.1 του Ν.4055/2012, ΦΕ Α΄ 51/12-3-2012 με ισχύ από 2-4-2012, 934, 937, 975επ., 1006, 1007, 1011, 1012, όπως ίσχυαν μετά τον Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α΄ 51/12-3-2012 από 2-4-2012, 33, 17Α, όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011), ένεκα του ότι στο παρόν Δικαστήριο (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) εκδικάζονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Πειραιώς (όπως είναι το Ειρηνοδικείο Σαλαμίνας) που κρίνουν διαφορές και υποθέσεις που αφορούν ναυτικές διαφορές, κατ’ άρθρο 51 παρ.1 περ.γ΄, παρ.2, παρ.3 Α και Β περ.ε΄ και ι΄ του Ν.2172/1993, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης κατά την ίδια τακτική διαδικασία (ΚΠολΔ 533 §1), λόγω συνάφειας με τις προηγούμενες εφέσεις και ανακοπές και επειδή εν προκειμένω το παρόν Δικαστήριο δύναται μεν να κρατήσει και να εκδικάσει αυτεπαγγέλτως την ως άνω έφεση και ανακοπή με την ορθή διαδικασία που δικάζεται και είναι η ειδική των ανακοπών που αφορά εργατικές απαιτήσεις των άρθρων 635επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με την ειδική των εργατικών διαφορών των άρθρων 663επ., αλλά τη συνεκδικάζει με τις λοιπές εφέσεις και ανακοπές και εφαρμόζοντας εν γένει την τακτική διαδικασία, όπως και πρωτοδίκως, αφού έτσι εξυπηρετείται η αρχή της οικονομίας της δίκης και εν προκειμένω δεν επιβάλλεται η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση με χωριστή και διαφορετική διαδικασία εκδίκασης προς παρασκευή των διαδίκων (βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος II, εκδ.2012, άρθρο 591, αριθ.9), άλλωστε δεν προκύπτει εν προκειμένω οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των διαδικασιών που επιφέρει παραβίαση και βλάβη σε βάρος των δικαιωμάτων και των υπερασπιστικών μέσων μεταξύ των διαδίκων από την επιλογή της διαδικασίας εκδίκασης της έφεσης και της ανακοπής αυτής, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 937 παρ.3, σε συνδ. με 635επ., 643, 649, 650 και 591 παρ.1  περ.α΄ και παρ.2 (και ήδη παρ.6 μετά τον Ν.4335/2015 από 1-1-2016) ΚΠολΔ, ως ίσχυαν μετά τον Ν.4055/2012 με έναρξη ισχύος από 2-4-2012, και δεδομένου ότι η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στην προκείμενη περίπτωση πριν την 1-1-2016 (ΜονΠρΘεσ 18067/2017 ΤΝΠ Νόμος), σε κάθε δε περίπτωση η τακτική διαδικασία εξασφαλίζει ευρύτερες εγγυήσεις και δεν ανακύπτει ζήτημα βλάβης εν προκειμένω για τους διαδίκους που ουδεμία αντίρρηση προβάλλουν σχετικώς, ενώ επιπλέον κατατέθηκε και επισυνάπτεται στην έκθεση κατάθεσης της κρινόμενης έφεσης αντίγραφο από το παράβολο υπέρ του Ε. Δ., ποσού 75 ευρώ (βλ. υπ’ αριθ. … e-παράβολο Δημοσίου), κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (έναρξη ισχύος από 2-4-2012) [έπειτα άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του Ν.4335/2015 και ήδη άρθρο 495 παρ.3 Α περ.α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 45 του Ν.4446/2016, ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016 από 23-1-2017], για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης (ΜονΠρΚοριν 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 ΤΝΠ Νόμος).

               Στην προκείμενη περίπτωση, ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών Α. Π.  Π. άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35799/2014 και ΕΑΚ 4797/2014 ανακοπή του κατά των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων 1ο έως 17ο ως άνω, κοινοποιούμενης και προς την αρμόδια υπάλληλο του πλειστηριασμού Ελένη Τσούμα, συμβολαιογράφο Πειραιώς καθώς και στην οφειλέτιδα ναυτική εταιρεία με την επωνυμία … πλοιοκτήτρια του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, κατόπιν παραπομπής της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας δυνάμει της υπ’ αριθ. 4355/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, λόγω κήρυξης της κατά τόπο αναρμοδιότητάς του, και τη συνεκδίκασή της με τις από 1-10-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 6172/2014, από 5-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4585/2014, από 5-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4589/2014, από 15-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4778/2014, από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4795/2014, από 18-7-214 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4842/2014 άλλες ανακοπές, εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, με την οποία εξέθετε ότι με την υπ’ αριθ. … έκθεση δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ελένης Τσούμα, πλειστηριάστηκε αναγκαστικά το περιγραφόμενο σε αυτήν δεξαμενόπλοιο με το όνομα … πλοιοκτησίας της οφειλέτιδας εταιρείας με την επωνυμία …  Π., έναντι του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος 401.000 ευρώ, το οποίο προσέφερε η τελική υπερθεματίστρια εταιρεία με την επωνυμία …, κατόπιν επίσπευσης του πλειστηριασμού από τους Α. Ρ.  Ν.  Δ. Κ.  Ι. σε εκτέλεση του α΄ απογράφου της υπ’ αριθ. 85/6-3-2014 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Πειραιώς για απαίτηση συνολικού ποσού 20.250 ευρώ πλέον τόκων μέχρι την εξόφληση. Ότι στο εκπλειστηρίασμα αναγγέλθηκε μεταξύ άλλων νομίμως κι εμπροθέσμως και ο ανακόπτων-εκκαλών Α. Π.  Π. με την από 12-5-2014 αναγγελία του, μετά των αποδεικτικών εγγράφων αυτής, για συνολική προνομιακή κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ απαίτησή του ποσού 117.743,60 ευρώ από εργατικές μισθολογικές αποδοχές του ως υποπλοιάρχου του εν λόγω εκπλειστηριασθέντος πλοίου ναυτολογημένου από 30-7-2009 έως και 22-12-2013 που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει, νομιμοτόκως δε από τον χρόνο που έκαστο μισθολογικό κονδύλι κατέστη απαιτητό από του τέλους εκάστου μισθωτικού μηνός (δήλη ημέρα), άλλως από της αποναυτολογησεώς του τη 22-12-2013, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής του (18-2-2014), όπως προκύπτουν αυτά από την από 11-2-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 928/2014 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών) που επισυνάπτεται στην εν λόγω ανακοπή του. Ότι επειδή δεν επαρκούσε το εκπλειστηρίασμα για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ…. πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο αφού προαφαίρεσε τα δικαιώματα και έξοδα πλειστηριασμού του επί της εκτελέσεως δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ι. Α., ποσού 3.327,76 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ και έξοδα, τέλη και δικαιώματα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, ποσού 6.233,44 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 9.561,20 ευρώ, κατέταξε στο υπόλοιπο ποσό του προς διανομή εκπλειστηριάσματος των 391.438,80 ευρώ: στην πρώτη τάξη και οριστικά το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς για ποσό 219,92 ευρώ, την εταιρεία … για ποσό 6.936,10 ευρώ και το Ε. Δ. (ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά) για ποσό 6.674,35 ευρώ για φόρους πλοίου, τέλη ελλιμενισμού και πρόστιμο Ε.Π., ενώ στη δεύτερη τάξη και συμμέτρως, τυχαίως και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους, τους εφεσίβλητους 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο, 7ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12ο, 13ο, 14ο, 15ο, 16ο, 17ο καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητοι, καθώς και οι ήδη εκκαλούντες Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π.,κατά τα αντίστοιχα αναφερόμενα στην ανακοπή και στην έφεση επιμέρους ποσά προνομιακών απαιτήσεών τους. Ότι εσφαλμένως όμως η αρμόδια επί του πλειστηριασμού υπάλληλος τον κατέταξε προνομιακά μόνο για τις απαιτήσεις του μετά την 31-12-2012, διότι έκρινε ότι για τις απαιτήσεις του μέχρι τότε, ποσού 84.031,25 ευρώ, έχουν παραγραφεί, παρόλο που η καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδα τις είχε αναγνωρίσει τόσο με την εν γένει συμπεριφορά της, όσο και με χορήγηση σχετικής έγγραφης βεβαίωσης την οποία αυτός κατέθεσε στη συμβολαιογράφο, κατά την αναγγελία των απαιτήσεών του, βάσει δε τούτων είχε διακοπεί η ετήσια κατ’ άρθρο 289 ΚΙΝΔ παραγραφή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 260, 264, 270 παρ.1, 272 παρ.2 ΑΚ, και γι’ αυτό θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι αξιώσεις του κατά της οφειλέτιδας εταιρείας και να καταταχθεί και για το ως άνω ποσό των 84.031,25 ευρώ προνομιακά στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών από την ως άνω συμβολαιογράφο. Ότι σχετικά με την αοριστία της αναγγελίας του ισχυριζόταν ότι ανέφερε σαφώς σε αυτήν και στην ενσωματωμένη αγωγή του την ημερομηνία αναγνώρισης της οφειλής εκ μέρους της οφειλέτιδας κατά τον χρόνο αποναυτολόγησής του (22-12-2012), από τον οποίο ζητούσε και την έναρξη τοκοφορίας και ότι όλως επικουρικώς θα έπρεπε να είχαν καταταγεί προνομιακά στον πίνακα κατάταξης δανειστών και οι απαιτήσεις του που είχαν γεννηθεί από την 1-1-2012 έως και την 31-12-2012 ανερχόμενες στο ποσό των 37.006,91 ευρώ, ενώ και οι απαιτήσεις του που γεννήθηκαν εντός του έτους 2013 εσφαλμένως κατετάγησαν προνομιακά μόνο για το ποσό των 21.643,86 ευρώ, αντί για το ποσό των 40.452,70 ευρώ, καθώς στην ίδια τάξη με τις δίκές του επίδικες απαιτήσεις κατετάγησαν απαιτήσεις των καθ’ ων η ανακοπή λοιπών εργαζομένων εντελώς αόριστες, μη νόμιμες και αβάσιμες, όπως εκτίθεται ειδικότερα και επιμέρους για έκαστον εξ αυτών και για έκαστη απαίτησή τους στην κρινόμενη ανακοπή του, οι οποίες εσφαλμένως κρίθηκαν ως νόμιμες και βάσιμες από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά παράβαση των οικείων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, τουλάχιστον σε ολόκληρη την έκτασή τους, αλλά και των διατάξεων χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης υπέρ των εργαζομένων, επικαλούμενος δε ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 3166/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών) έγινε δεκτή η ως άνω αγωγή του για το σύνολο της εργατικής απαίτησής του σε βάρος της καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτριας ναυτικής εταιρείας. Ότι τον υπ’ αριθ. … πίνακα κατάταξης δανειστών ανέκοψε για τους επικαλούμενους στην εν λόγω ανακοπή ειδικότερους λόγους για έκαστον των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών και των επιμέρους αντιστοίχων απαιτήσεών τους και πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι πρέπει να ακυρωθεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί, προκειμένου να αποβληθούν εξ αυτού: 1) ο 1ος των καθ’ ων Α. Ρ. για το ποσό των 8.811 ευρώ, 2) ο 2ος  των καθ’ ων  …) για το ποσό των 33.609,60 ευρώ, 3) ο 3ος  των καθ’ ων  …) για το ποσό των 32.233,89 ευρώ, 4) ο 4ος  των καθ’ ων  … για το ποσό των 23.580,94 ευρώ, άλλως και επικουρικώς να αποβληθεί από τον προσβαλλόμενο πίνακα για το ποσό των 21.989,58 ευρώ, 5) ο 5ος  των καθ’ ων …) για το ποσό των 34.169,24 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 33.361,94 ευρώ, 6) ο 6ος  των καθ’ ων Δ. Κ. για το ποσό των 15.711,54 ευρώ, 7) ο 7ος  των καθ’ ων  …) για το ποσό των 30.690,75 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 29.262,57 ευρώ, 8) ο 8ος  των καθ’ ων …) για το ποσό των 21.839,26 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 20.637,52 ευρώ, 9) ο 9ος  των καθ’ων … για το ποσό των 21.987,98 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 20.637,52 ευρώ, 10) ο 10ος των καθ’ ων Α. Α. για το ποσό των 24.249,26 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 23.367,88 ευρώ, 11) ο 11ος  των καθ’ ων Μ. Τ. για το ποσό των 7.468,96 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 6.013,54 ευρώ, 12) ο 12ος των καθ’ ων … για το ποσό των 6.430,49 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 4.529,91 ευρώ, 13) ο 13ος  των καθ’ ων … για το ποσό των 12.845,25 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 9.308,05 ευρώ, 14) ο 14ος  των καθ’ων … για το ποσό των 13.776,79 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσόν των 9.438,66 ευρώ, 15) ο 15ος των καθ’ ων Α. Α. για το ποσό των 9.363,04 ευρώ, 16) ο 16ος των καθ’ ων Φ. Δ. για το ποσό των 16.491,66 ευρώ και 17) ο 17ος των καθ’ ων Κ. Σ. για το ποσό των 15.409,19 ευρώ, και στη θέση τους να καταταγεί προνομιακώς και οριστικώς για τα ποσά κατά τα οποία αυτοί θα αποβληθούν, ο ως άνω ανακόπτων και ήδη εκκαλών. Με αυτό το ιστορικό, ζητούσε ο ανακόπτων να ακυρωθεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθ. … πίνακας κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα με σκοπό να καταταγεί ο ίδιος προνομιακώς και οριστικώς για τα προαναφερόμενα ποσά, κατά τα οποία οι καθ’ ων η ανακοπή λοιποί εργαζόμενοι ως άνω θα πρέπει να αποβληθούν και τέλος, να καταδικαστούν οι καθ’ ων η ανακοπή του στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης, για την πρωτοβάθμια δίκη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την ανακοπή αυτή ως παραδεκτώς, νομίμως κι εμπροθέσμως ασκηθείσα, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 979επ. ΚΠολΔ, ερεύνησε τη νομική κι ουσιαστική βασιμότητα των επιμέρους λόγων ανακοπής της και την απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, για το σύνολο των αναγγελθεισών απαιτήσεών του και εν συνεχεία, δεχόμενο τις ανακοπές του Ε. Δ. εν μέρει, της εταιρείας με την επωνυμία … Α.Ε.» εν μέρει και του Κ. Σ. στο σύνολό της, μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο ως άνω πίνακα κατάταξης δανειστών κατατάσσοντας στην πρώτη τάξη οριστικά το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς για ποσό 219,92 ευρώ, την εταιρεία … για ποσό 6.936,10 ευρώ και το Ε. Δ. (ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά) για ποσό 6.674,35 ευρώ για φόρους πλοίου, τέλη ελλιμενισμού και πρόστιμο Ε.Π. και στη δεύτερη τάξη τυχαίως και συμμέτρως υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους, τους λοιπούς αναγγελθέντες εργαζόμενους στο εκπλειστηριασθέν πλοίο κατά τα αντίστοιχα αναγραφόμενα στην εκκαλουμένη απόφαση επιμέρους ποσά απαιτήσεών τους και μάλιστα ελευθέρωσε το ποσό των 13.390,81 ευρώ που αφαιρέθηκε δυνάμει της αποβολής των Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π. και κατέταξε ως προς το συγκεκριμένο ποσό τον ανακόπτοντα Κ. Σ. στη δεύτερη τάξη και εν τέλει για το συνολικό ποσό των 28.800 ευρώ, ενώ επίσης, ελευθέρωσε το ποσό των 28.678,35 ευρώ, που αφαιρέθηκε από την αποβολή των Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π., το οποίο διένειμε συμμέτρως στους μη προνομιούχους-εγχειρόγραφους δανειστές: α) Ε. Δ.   για το ποσό των 165.063,30 ευρώ, β) εταιρεία με την επωνυμία … ΑΕ» για το ποσό των 6.146,54 ευρώ, γ) Χ. Π.  Α. για το ποσό των 38.175,19 ευρώ και δ) Α. Π.  Π. για το ποσό των 40.452,70 ευρώ, και τέλος, συμψήφισε στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων για την πρωτοβάθμια δίκη.

Ήδη ο ως άνω εκκαλών-ανακόπτων ως ηττηθείς στην πρωτοβάθμια δίκη παραπονείται με την από 27-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 13/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12566/2017 και ΕΑΚ 6231/2017 έφεση, κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 50/2017 του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, έναντι των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων καθώς και των εφεσιβλήτων Ε. Δ., όπως νομίμως εκπροσωπείται εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς και ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … … για τους λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει των οποίων κατέτεινε στην έκδοση της εκκαλουμένης, και δη: α) ότι εσφαλμένως έκρινε ότι εν προκειμένω αναφορικά με τη σειρά κατάταξης των προνομιούχων δανειστών τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 (και δη το άρθρο 2 αυτής) και όχι το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, με συνέπεια να κάνει δεκτή την ανακοπή του Κ. Σ. και εν μέρει την ανακοπή του Ε. Δ. και να απορρίψει την ανακοπή του ιδίου ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος, αποβάλλοντάς τον από τον πίνακα κατάταξης δανειστών για το ποσό των 21.643,86 ευρώ, για το οποίο είχε καταταγεί, και έτσι εσφαλμένως έκρινε ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, όπως τροπ. από το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α΄ 86/11-4-2012) για την κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων των δανειστών εν προκειμένω, καθότι δεν υφίσταται προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου … επομένως, η σειρά κατάταξης των προνομιούχων δανειστών θα έπρεπε να καθοριστεί αποκλειστικά και μόνο από τις οικείες διατάξεις του ΚΙΝΔ (άρθρο 205) και του ΚΠολΔ, χωρίς παρέκκλιση, δεδομένου ότι κατά την κατάρτιση από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πλοίου που αποτελεί κεφάλαιο εξωτερικού, ως εν προκειμένω το πλοίο … με βάση τη σχετική ισχύουσα Υπουργική Απόφαση που το αφορά, του σχετικού πίνακα κατάταξης και κατά τη δίκη που θα ανοιγεί κατόπιν ανακοπής κατ’ αυτού, δεν υπάρχει θέμα εφαρμογής της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, όταν δεν αναγγέλθηκε προς κατάταξη απαίτηση εξασφαλισμένη με προτιμώμενη υποθήκη και δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 2 και 9 αυτής όταν δεν έρχεται προς σύγκριση απαίτηση εξασφαλισμένη με προτιμώμενη ναυτική υποθήκη, συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθούν τόσο η ανακοπή του Κ. Σ. όσο και η ανακοπή του Ε. Δ. αναφορικά με τον ίδιο ως νόμω και ουσία αβάσιμες, όπως κρίθηκε για τον ίδιο πίνακα κατάταξης δανειστών και με την υπ’ αριθ. 781/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), β) ότι εσφαλμένως έκρινε η εκκαλουμένη κατά την εφαρμογή των διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 αντί του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ και έκανε δεκτή την ανακοπή του Κ. Σ. και εν μέρει του Ε. Δ. και απέρριψε τη δική του ανακοπή ως απαράδεκτη δήθεν ελλείψει εννόμου συμφέροντος και τον απέβαλε από τον επίδικο πίνακα κατάταξης δανειστών για το ποσό των 21.643,86 ευρώ, για το οποίο είχε καταταγεί, με την αιτιολογία ότι στην από 12-5-2014 αναγγελία των απαιτήσεών του στη συμβολαιογράφο του πλειστηριασμού δεν ζήτησε την προνομιακή του κατάταξη με βάση τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, η οποία λαμβάνεται υπόψη ως πραγματικό γεγονός που χρήζει δήθεν επίκλησης και απόδειξης από αυτόν που δικαιολογεί έννομο συμφέρον για την εφαρμογή της, όπως είναι και ο αναγγελθείς δανειστής, καίτοι η αναγγελία του ήταν σε κάθε περίπτωση ορισμένη και νόμιμη και έπρεπε να γίνει δεκτή από την υπάλληλο του πλειστηριασμού, υπέρ του, ισχυριζόμενος ο εκκαλών ότι το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαιτήσεως μόνον όταν η περιγραφή της καθώς και του τυχόν προνομίου της είναι τόσο ελλιπής ώστε να μην μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισής τους κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ και έτσι να υφίστανται βλάβη (ΚΠολΔ 159 αριθ.3), χωρίς όμως να είναι αναγκαία η εξειδίκευση όπως απαιτείται σε αγωγή ή ανακοπή, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αιτήσεως για δικαστική προστασία κατά το άρθρο 111 ΚΠολΔ, συνακόλουθα, αφού ο ανακόπτων Κ. Σ. δεν επικαλείται τέτοια βλάβη του από τη μη επίκληση εκ μέρους του εν προκειμένω ανακόπτοντος των διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών ούτε ισχυρίζεται ότι η περιγραφή της απαίτησής του και του προνομίου της είναι δήθεν τόσο ελλιπής, ώστε δεν δύναται να την αντικρούσει, αλλά και το Ε. Δ. δεν επικαλέστηκε οποιαδήποτε αναφορά στις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών στην ανακοπή του ούτε και βλάβη του από τη μη επίκλησή τους στην αναγγελία του ανακόπτοντος Α. Π., αμφισβητώντας τις απαιτήσεις του εν γένει και αορίστως, θα έπρεπε η ανακοπές αυτές να είχαν απορριφθεί ως απαράδεκτες λόγω αοριστίας, πλην όμως έγιναν δεκτές εσφαλμένως από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και γ) ότι εσφαλμένως έκρινε η εκκαλουμένη αποβάλλοντας σε κάθε περίπτωση τον ανακόπτοντα Α. Π. από τον πίνακα κατάταξης και δη από τη δεύτερη τάξη του για το σύνολο της απαίτησής του, για την οποία είχε καταταγεί και όχι μόνο για το υπόλοιπο της απαίτησης του ανακόπτοντος Κ. Σ., για το οποίο θα έπρεπε δήθεν αυτός να καταταγεί, σε περίπτωση παραδοχής εν τέλει της ανακοπής του, όπως –εσφαλμένως έστω- έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώ και το ποσό που ελευθερώνει από την προνομιακή απαίτηση του Α. Π. για να καταταγεί ο Κ. Σ. δεν αναφέρεται συγκεκριμένα αλλά αορίστως και εν συνόλω για ποσό 13.390,81 ευρώ από κοινού με τον ανακόπτοντα Χ. Π. που επίσης αποβλήθηκε από τον επίδικο πίνακα κατάταξης, χωρίς να γίνεται όμως εξειδίκευση για έκαστον εξ αυτών και τέλος, εσφαλμένως, διανέμεται το ποσό αυτό του υπολοίπου της προνομιακής απαιτήσεώς του από κοινού με τον αποβληθέντα επίσης Χ. Π., συμμέτρως δε προς το Ε. Δ., την εταιρεία με την επωνυμία … Α.Ε.», τον Χ. Π. και τον Α. Π. καίτοι η εταιρεία δεν άσκησε ανακοπή σε βάρος του αποβληθέντος ανακόπτοντος Α. Π. κατ’αυτό το ποσό, συνακόλουθα, έπρεπε η εκκαλουμένη σε περίπτωση παραδοχής της ανακοπής του Κ. Σ. να τον αποβάλει από τη δεύτερη τάξη των προνομιούχων δανειστών μόνο για συγκεκριμένο ποσό που θα αντιστοιχούσε αναλογικά στο υπόλοιπο της απαίτησής του για το οποίο έπρεπε αυτός να καταταγεί. Με βάση τους λόγους αυτούς έφεσης, ο εκκαλών ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του τυπικά και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί, άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας κατά το μέρος που απέρριψε την ανακοπή του, να γίνει δεκτή η από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35799/2014 και ΕΑΚ 4797/2014 ανακοπή του στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, κατά παραδοχή των λόγων έφεσής του, να απορριφθούν στο σύνολό τους οι ανακοπές των αντιδίκων του για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και να καταδικασθούν οι εφεσίβλητοι στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Από την επανεκτίμηση του συνόλου των νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους μετ’ επικλήσεως εγγράφων, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτοτελώς προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, εφόσον επιτρέπεται το αποδει­κτικό μέσο των μαρτύρων (άρθρα 339, 340 §1 εδ.β΄ και 395 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 393 και 394 ΚΠολΔ), (ΠολΠρΠατρ 222/2017 ΕλλΔνη 2017.1492), συμπεριλαμβανομένων των δικογράφων και των αποφάσεων από τις μεταξύ των διαδίκων προηγηθείσες δίκες, καθώς και έτερων δικαστικών αποφάσεων που προσκομίζονται από τους διαδίκους για να εκτιμηθούν ως νομολογιακά προηγούμενα, ενισχύοντας τους αποδεικτικούς και ανταποδεικτικούς τους ισχυρισμούς εκατέρωθεν, καθώς επίσης και την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Α. Α. του Μ. Α. Ο.   Φ. Α. Ο., που ελήφθη νομότυπα ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ελένης Γ. Τσούμα, με επιμέλεια των καθ’ ων η ανακοπή-εφεσιβλήτων, ως εναγόντων, κατόπιν της από 19-5-2014 κλήσης γνωστοποίησης μαρτύρων και πρόσκλησης προς την εναγομένη ναυτική εταιρεία με την επωνυμία … στο πλαίσιο άσκησής των αγωγών τους για μισθολογικές εργατικές αποδοχές, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών), η οποία κλήση της επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 20-5-2014, πριν από είκοσι τέσσερεις (24) τουλάχιστον ώρες από τη λήψη της (βλ. υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Ι. Α., με την οποία επιδόθηκε νομοτύπως η κλήση με θυροκόλληση στην έδρα της ως άνω ναυτικής εταιρείας με παρουσία του μάρτυρα Κ. Λ., κατ’ άρθρο 128 παρ.1-4 ΚΠολΔ), η οποία δόθηκε στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ ορισμένων εκ των διαδίκων και εκτιμάται εν προκειμένω ως δικαστικό τεκμήριο στην παρούσα δίκη, καθώς και από όσα συνομολογούν εν γένει οι διάδικοι, όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν και προέκυψαν κατά την προφορική διαδικασία στο ακροατήριο, με βάση τα πρακτικά της δίκης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, όπως αναφέρονται ειδικότερα και περιοριστικά παρακάτω (άρθρα 261, 352 §1 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 §4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθ. … έκθεση δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ελένης Τσούμα, και κατόπιν της υπ’ αριθ. … έκθεσης αναγκαστικής κατασχέσεως πλοίου, πλειστηριάστηκε αναγκαστικά το περιγραφόμενο σε αυτήν υπό ελληνική σημαία φορτηγό πλοιο με το όνομα … ναυπηγηθέν το έτος 1981 στην Ολλανδία,  Π. με αριθ…., χωρητικότητας ολικής 3720 και καθαρής 2161, χωρητικότητας τόνων DW 6238 και με αριθ. …, πλοιοκτησίας της οφειλέτιδας εταιρείας με την επωνυμία … έναντι του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος 401.000 ευρώ, το οποίο προσέφερε η τελική υπερθεματίστρια εταιρεία με την επωνυμία …, το κατέβαλε νόμιμα και εμπρόθεσμα και κατατέθηκε στο ΤΠΔ συνταχθέντος σχετικού γραμματίου, κατόπιν δε επίσπευσης του πλειστηριασμού από τους Α. Ρ.  Ν.  Δ. Κ.  Ι. σε εκτέλεση του α΄ απογράφου της υπ’ αριθ. 85/6-3-2014 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Πειραιώς για απαίτηση συνολικού ποσού 20.250 ευρώ πλέον τόκων μέχρι την εξόφληση. Στο εκπλειστηρίασμα αναγγέλθηκαν, νομίμως κι εμπροθέσμως, μεταξύ άλλων δανειστών με προνομιακής κατάταξης απαιτήσεις διαφόρων αιτιών (Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς, …, Α. Ρ. του Νικολάου, …) του … … …, …l), Δ. Κ. του Ιωάννη, … … …, Α. Α. του Μουσταφά, Μ. Τ. του Σαμπρή, … … … Α. Α.  Ι., Φ. Δ. του Σεραφείμ, Κ. Σ. του Γεωργίου, Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…, εταιρεία με την επωνυμία … η εταιρεία με την επωνυμία … η εταιρεία με την επωνυμία … η εταιρεία με την επωνυμία … η εταιρεία με την επωνυμία …, η εταιρεία με την επωνυμία «… η εταιρεία με την επωνυμία …, επιπλέον, και: α) το εκκαλούν-ανακόπτον Ε. Δ., εκπροσωπούμενο από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς με την υπ’ αριθ. πρωτ. … αρχική και υπ’ αριθ. πρωτ. … συμπληρωματική αναγγελίες του για προνομιακές απαιτήσεις συνολικού ποσού 171.737,65 ευρώ, πλέον των μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης προσαυξήσεων, λόγω εκπρόθεσμης καταβολής από απαιτήσεις του προερχόμενες από μη καταβληθέντα ΦΠΑ, ποσού 41.808 ευρώ, φόρους πλοίων, τέλη ελλιμενισμού, εισόδημα και αμοιβές πληρώματος ως ληξιπρόθεσμες κατ’ άρθρο 5 του ΚΕΔΕ, όπως ειδικότερα οι αναγγελίες αυτές επισυνάπτονται στην εν λόγω ανακοπή, β) ο εκκαλών-ανακόπτων Χ. Π.  Α. με την από 12-5-2014 αναγγελία του, μετά των αποδεικτικών εγγράφων αυτής, για συνολική προνομιακή κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ απαίτησή του ποσού 31.812,66 ευρώ από εργατικές μισθολογικές αποδοχές του ως πλοιάρχου του εν λόγω εκπλειστηριασθέντος πλοίου ναυτολογημένου από 29-9-2012 έως και 7-12-2013 που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει, νομιμοτόκως δε από τον χρόνο που έκαστο μισθολογικό κονδύλι κατέστη απαιτητό από του τέλους εκάστου μισθωτικού μηνός (δήλη ημέρα), άλλως από της αποναυτολογησεώς του την 7-12-2013, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής του (18-2-2014), όπως προκύπτουν αυτά από την από 11-2-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 928/2014 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών) που επισυνάπτεται στην εν λόγω ανακοπή του, γ) η εκκαλούσα-ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία … … (πρώην … Εμπορική-Εισαγωγική-Εξαγωγική-Αντιπροσωπευτική-Τεχνική&Επισκευαστική Α.Ε.») και με τον διακριτικό τίτλο … …» με την από 7-5-2014 αναγγελία της, μετά των αποδεικτικών εγγράφων αυτής, για συνολική προνομιακή κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ απαίτησή της ποσού 6.146,94 ευρώ από τιμολόγια-δελτία αποστολής, όπως αναλυτικώς μνημονεύονται αυτά και αναλύονται τα δικαιούμενα επιμέρους ποσά για έκαστη αντίστοιχη νόμιμη και συμβατική αιτία στην εν λόγω ανακοπή της, διά των οποίων, ως επικαλείται, είχε προμηθεύσει (πώλησε και παρέδωσε) στο πλοίο με το όνομα … κατ’ εντολήν την πλοιοκτήτριας εταιρείας τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης για τη λειτουργία του πλοίου και τη διαβίωση των μελών του πληρώματος καθόλο το χρονικό διάστημα που το ως άνω πλοίο παρέμεινε στον τελευταίο λιμένα κατάπλου του επί ικανό χρόνο μέχρι του πλειστηριασμού του, συνακόλουθα πρόκειται για προνομιούχες απαιτήσεις της, οι οποίες δεν εξοφλήθηκαν από την καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτρια, καίτοι τα ανωτέρω εφόδια παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα με συνέπεια την κατ’ αίτηση της ανακόπτουσας έκδοση της υπ’ αριθ. 515/2014 διαταγής πληρωμής της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία κοινοποιήθηκε στην καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτρια εταιρεία και κατέστη τελεσίδικη και εκτελεστή και δ) ο εκκαλών-ανακόπτων Α. Π.  Π. με την από 12-5-2014 αναγγελία του, μετά των αποδεικτικών εγγράφων αυτής, για συνολική προνομιακή κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ απαίτησή του ποσού 117.743,60 ευρώ από εργατικές μισθολογικές αποδοχές του ως υποπλοιάρχου του εν λόγω εκπλειστηριασθέντος πλοίου ναυτολογημένου από 30-7-2009 έως και 22-12-2013 που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει, νομιμοτόκως δε από τον χρόνο που έκαστο μισθολογικό κονδύλι κατέστη απαιτητό από του τέλους εκάστου μισθωτικού μηνός (δήλη ημέρα), άλλως από της αποναυτολογησεώς του τη 22-12-2013, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής του (18-2-2014), όπως προκύπτουν αυτά από την από 11-2-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 928/2014 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών) που επισυνάπτεται στην εν λόγω ανακοπή του. Επειδή δεν επαρκούσε το εκπλειστηρίασμα για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. … πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο αφού προαφαίρεσε τα δικαιώματα και έξοδα πλειστηριασμού του επί της εκτελέσεως δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ι. Α., ποσού 3.327,76 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ και έξοδα, τέλη και δικαιώματα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, ποσού 6.233,44 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 9.561,20 ευρώ, κατέταξε στο υπόλοιπο ποσό του προς διανομή εκπλειστηριάσματος των 391.438,80 ευρώ: στην πρώτη τάξη και οριστικά το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς για ποσό 219,92 ευρώ, την εταιρεία … για ποσό 6.936,10 ευρώ και το Ε. Δ. για ποσό 6.674,35 ευρώ για φόρους πλοίου, τέλη ελλιμενισμού και πρόστιμο Ε.Π., ενώ στη δεύτερη τάξη και συμμέτρως, τυχαίως και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους, για το εναπομείναν προς διανομή υπόλοιπο ποσού των 377.608,43 ευρώ, τους εφεσίβλητους ναυτικούς ως μέλη του πληρώματος του εκπλειστηριασθένος πλοίου: 1) Α. Ρ. για το ποσό των 14.355,65 ευρώ, 2) … γiα το ποσό των 33.609,60 ευρώ, 3) Μ. Ζ. για το ποσό των 32.233,89 ευρώ, 4) Γ. Α. για το ποσο των 23.580,94 ευρώ, 5) Κ. Ρ. για το ποσό των 34.169,24 ευρώ, 6) Δ. Κ. για το ποσό των 17.037,32 ευρώ, 7) Σ. Χ. για το ποσό των 30.690,75 ευρώ, 8) Ν. Α. για το ποσό των 21.839,26 ευρώ, 9) Μ. Α. για το ποσό των 21.987,98 ευρώ, 10) Α. Α. για το ποσό των 24.249,26 ευρώ, 11) Μ. Τ. για το ποσό των 7.468,96 ευρώ, 12) Σ. Χ. για το ποσό τον 6.430,49 ευρώ, 13) Μ. Α. για το ποσό των 12.845,25 ευρώ, 14) Μ. Ζ. για το ποσό των 13.776,79 ευρώ, 15) Α. Α. για το ποσό των 9.363,04 ευρώ, 16) Φώτιο Δήμου για το ποσό των 16.491,66 ευρώ, 17) Α. Π.  Π. για το ποσό των 21.643,86 ευρώ, 18) Χ. Π.  Α. για το ποσό των 20.425,30 ευρώ και 19) Κ. Σ. του Γεωργίου για το ποσό των 15.409,19 ευρώ. Εν συνεχεία, επί των κάτωθι αναφερόμενων ασκηθεισών, εκ μέρους των ενδιαφερομένων αναγγελθέντων ως άνω δανειστών, ανακοπών, ήτοι: α) της από 1-10-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό ΓΑΚ 38325/2014 και υπό ΕΑΚ 6172/2014 ανακοπής του Ε. Δ.,  νομίμως εκπροσπουμένου εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, β) της από 5-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό ΓΑΚ  35396/2014 υπό ΕΑΚ 4585/2014 ανακοπής της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία… γ) της από 5-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό ΓΑΚ 35403/2014 και υπό ΕΑΚ 4589/2014 ανακοπής της εταιρείας με την επωνυμία … δ) της από 15-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό ΓΑΚ 35752/2014 και υπό ΕΑΚ 4778/2014 ανακοπής της εταιρείας με την επωνυμία … …», ε) της από από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό ΓΑΚ 35795/2014 και υπό ΕΑΚ 4795/2014 ανακοπής του Χ. Π.  Α., στ) της από 16-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό ΓΑΚ 35799/2014 και υπό ΕΑΚ 4797/2014 ανακοπής του Α. Π. και ζ) της από 18-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό ΓΑΚ 35894/2014 και ΕΑΚ 4842/2014 ανακοπής του Κ. Σ., οι οποίες συνεκδικάσθηκαν λόγω συνάφειας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, μετά από παραπομπή από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά δυνάμει της υπ’ αριθ. 4355/2015 αποφάσεώς του λόγω κήρυξης της κατά τόπο αναρμοδιότητάς του, και κατόπιν της από 8-12-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 193/2015 κλήσης επαναφοράς της υπόθεσης ενώπιον αυτού, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 50/2017 εκκαλούμενη οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, σύμφωνα με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ένωσε και συνεκδίκασε τις ως άνω ανακοπές, δίκασε ερήμην των ανακοπτουσών ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … και εταιρείας με την επωνυμία … των οποίων τις ανακοπές συνακόλουθα απέρριψε, επίσης, απέρριψε τις ως άνω ανακοπές των Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π., έκανε δεκτή εν μέρει την ως άνω ανακοπή του Ε. Δ., νομίμως εκπροσωπούμενου εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά καθώς και την ως άνω ανακοπή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … …» και τέλος, δέχθηκε την ανακοπή του Κ. Σ. στο σύνολό της, και εν συνεχεία, μεταρρύθμισε τον υπ’ αριθ. 10.312/30.6.2014 πίνακα κατατάξεως δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιά Ελένης Γεωργίου Τσούμα ως εξής: 1) στην πρώτη τάξη και οριστικά κατατάσσονται: α) το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς για το ποσό των 219,92 ευρώ, β) ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ΑΕ για το ποσό των 6.936,10 ευρώ και γ) το Ε. Δ. διά του … Πειραιά για το ποσό των 6.674,35 ευρώ, 2) στη δεύτερη τάξη τυχαίως και συμμέτρως και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους κατατάσσονται: οι 1. Α. Ρ. για ποσό 14.355,65 ευρώ, 2. …) για ποσό 33.609,60 ευρώ, 3. …) για ποσό 32.233,89 ευρώ, 4. … για ποσό 23.580,94 ευρώ, 5. …) για ποσό 34.169,24 ευρώ, 6. Δ. Κ. του Ιωάννη, για ποσό 17.037,32 ευρώ, 7. …) για ποσό 30.690,75 ευρώ, 8. …) για ποσό 21.839,26 ευρώ, 9. … για ποσό 21.987,98 ευρώ, 10. Α. Α. για ποσό 24.249,26 ευρώ, 11. Μ. Τ. για ποσό 7.468,96 ευρώ, 12. … για ποσό 6.430,49 ευρώ. 13. … για ποσό 12.845,25 ευρώ, 14. … για ποσό 13.776,79 ευρώ, 15. Α. Α. για ποσό 9.363,04 ευρώ και 16. Φ. Δ. για ποσό 16.491,66 ευρώ, έπειτα δε, ελευθέρωσε το ποσό των 13.390,81 ευρώ που αφαιρέθηκε κατόπιν της αποβολής των αναγγελθέντων δανειστών Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π. και κατέταξε ως προς το συγκεκριμένο ποσό τον αναγγελθέντα δανειστή Κ. Σ. στη δεύτερη τάξη και εν τέλει για το συνολικό ποσό των 28.800 ευρώ και επίσης, ελευθέρωσε το εναπομείναν ποσό των 28.678,35 ευρώ που αφαιρέθηκε κατόπιν της αποβολής των αναγγελθέντων δανειστών Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π., το οποίο κρίθηκε ότι θα διανεμηθεί συμμέτρως στους εξής μη προνομιούχους–εγχειρόγραφους αναγγελθεντες δανειστές: α) Ε. Δ. για το ποσό των 165.063,30 ευρώ, β) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία … ΑΕ» για το ποσό των 6.146,54 ευρώ, γ) Χ. Π.  Α. για το ποσό των 38.175,19 ευρώ και δ) Α. Π.  Π. για το ποσό των 40.452,70 ευρώ, και τέλος, συμψήφισε το σύνολο των δικαστικών εξόδων της πρωτοβάθμιας δίκης μεταξύ των διαδίκων. Κατ’ αυτής της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης παραπονούνται εν προκειμένω με την άσκηση των κρινόμενων και συνεκδικαζόμενων λόγω συνάφειας τεσσάρων εφέσεών τους: (α) το Ε. Δ. διά του … Πειραιά, με την από 3-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 18/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12564/2017 και ΕΑΚ 6229/2017 έφεσή του, (β) ο Χ. Π.  Α. με την από 27-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 14/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12565/2017 και ΕΑΚ 6230/2017 έφεσή του, (γ) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία … …» με την από 2-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 17/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12567/2017 και ΕΑΚ 6232/2017 έφεσή της και (δ) ο Α. Π.  Π. με την από 27-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 13/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12566/2017 και ΕΑΚ 6231/2017 έφεσή του. Βάσει δε των λόγων που επικαλούνται και αφορούν κατά τα προδιαλαμβανόμενα στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και στην πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων της υπόθεσης, σύμφωνα με τους επιμέρους προβαλλόμενους λόγους έφεσης και ανακοπής εκ μέρους τους και αντιστοίχως, όπως ανωτέρω προεκτέθηκαν, λεκτέα δε εν προκειμένω τα εξής:

Αναφορικά με την πρώτη ως άνω κρινόμενη έφεση και συγκεκριμένα με τον πρώτο ως άνω λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Ε. Δ., όπως εν προκειμένω εκπροσωπείται διά του Προϊσταμένου της ΔOY Πλοίων Πειραιά, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ως γνωστόν ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος) ως άμεσο όργανο αναγκαστικής εκτέλεσης δεν είναι δανειστής του καθ’ ου η εκτέλεση και δεν κατατασσεται στον πίνακα κατάταξης, καθόσον, βάσει του άρθρου 979 παρ.2 εδ.β΄ ΚΠολΔ, στην εφαρμογή του οποίου παραπεμπει και ο ΚΕΔΕ για την άσκηση ανακοπής εκ μέρους του Ε. Δ., η ανακοπή σε περίπτωση πίνακα κατάταξης στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη, χωρίς να νομιμοποιείται παθητικά προς τούτο ο συμβολαιογράφος ως υπάλληλος του πλειστηριασμού, αφού η συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη αναφέρεται ρητώς και σαφώς με περιοριστικό τρόπο στους παθητικώς νομιμοποιούμενους της ασκούμενης αυτής ανακοπής, οι οποίοι είναι προσδιορισμένοι συγκεκριμένα από το γράμμα του νόμου και μόνον κατ’ αυτών μπορεί να στραφεί η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης και αυτοί είναι οι δανειστές των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη, βάσει δε τούτων, σύμφωνα με τα πορίσματα της νομολογίας και τις απόψεις της θεωρίας, αλλά και την ίδια τη διατύπωση του νόμου ως άνω εσφαλμένως η ανακοπή αυτή στράφηκε κατά της υπαλλήλοθ του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφου), η οποία δεν νομιμοποιείται παθητικώς, και συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης άσκησής της ως ενδίκου βοηθήματος, η οποία εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, ορθώς δε εκρίθη ομοίως και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου εν προκειμένω του κρινόμενου λόγυς έφεσης των εκκαλούντων ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Άλλωστε, ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης όπως προβάλλεται είναι σε κάθε περίπτωση και αόριστως και ωσαύτως τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, διότι ουδόλως εκτίθεται από τους εκαλλούντες κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή (ΑΠ 662/2010, ΑΠ 1180/2009, ΑΠ 1943/2009, ΑΠ 8401/2009, ΑΠ 896/2006 ΤΝΠ Νόμος) σε τι πάσχει η κατάταξη της συμβολαιογράφου-υπαλλήλου του πλειστηριασμού στα έξοδα του πλειστηριασμού, ως προς τα νόμιμα δικαιώματα και τα κοινά έξοδα της διαδικασίας που έλαβαν χώρα για το κοινό συμφέρον των δανειστών της καθ’ ης η εκτέλεση που αναγγέλθηκαν και κατατάχθηκαν στον πίνακα κατάταξης του εν λόγω πλειστηριασμού (ΜονΕφΠειρ 577/2015 ΤΝΠ Νόμος) ούτε καν υπάρχει ορισμένη και σαφής έκθεση με αναφορά στο πρόσωπο της ως άνω καθ’ ης η ανακοπή υπό την ιδιότητά της ως αμέσου οργάνου της αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση με τις πράξεις που ενήργησε και τα έξοδα αυτών, ώστε να δικαιολογείτα η άσκηση ανακοπής κατ’ αυτής ούτε και ορισμένο αίτημα που να συνδέεται συγεκριμένα με τις πράξεις της και το πρόσωπό της αναφορικά με τα έξοδα εκτέλεσης που προαφαιρέθηκαν εκ μέρους της ως τέλη και συμβολαιογραφιά δικαιώματά της επί του εκπλειστηριασματος, ποσού 6.233,44 ευρώ (λ.χ. σύνταξη περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, έκδοση γραμματίου παρακαταθήκης, σύνταξη πίνακα κατάταξης δανειστών, σύνταξη πρόσκλησης δανειστών με αντίγραφα όσα και οι παράγοντες του πλειστηριασμού, έξοδα και αμοιβή κοινοποίησης με δικαστικό επιμελητή κλπ.), και για τον λόγο που πλήττεται έκαστο εξ αυτών, αφού δεν γίνεται οποιαδήπουε σγκεκριμένη αναφορά-αμφισβήτηση ως προς το νόμιμο είσπραξης αυτών ούτε προσβάλλονται κατ’ είδος και έκταση (ποσό) με την ως άνω ανακοπή και την έφεση του Ε. Δ., με συνέπεια ούτε το παρόν Δικαστήριο να δύναται να τάξει αποδείξεις επ’ αυτών ούτε και η εφεσίβλητη υπάλληλος του πλειστηριασμού-συμβολαιογράφος να δύναται να αμυνθεί και να προβάλει τις αντιρρήσεις της συγκεκριμένα κατ’ αυτών, ενώ έτσι παραβιάζεται η αρχή της προδικασίας και η αρχή της διάθεσης και της ισότητας μεταξύ των διαδίκων. Οπότε δεν μπορεί να ελεγχθεί έτσι ούτε η νομική και ουσιαστική βασιμότητα του λόγου ανακοπής-έφεσης αφού δεν προκύπτει η πλημμέλεια στην κρίση του πρωτοβάθμιου Διαστηρίου ούτε όμως και το έννομο συμφέρον του ως άνω εκκαλούντος που παντώς αορίστως προβάλει τον συγκεκριμένο λόγο-ισχυρισμό, κατά πόσον δηλαδή θα ωφελούταν το Ε. Δ. από την τυχον μη κατάταξη και πληρωμή των αξιώσεων της υπαλλήλου του πλειστηριασμού στα κοινά και δικαιολογημένα έξοδα εκτέλεσης του πλειστηριασμού, εν όλω ή εν μέρει (ΑΠ 120/2005 ΕλλΔνη 46.1676, ΑΠ 1157/2004 ΕλλΔνη 48.459, ΑΠ 280/2004 ΕλλΔνη 46.430, ΕφΠειρ 501/2008 ΤΝΠ Νόμος). Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα του λόγου έφεσης εκ μέρους του εκκαλούντος, που φέρει και το σχετικο βάρος απόδειξης, αντιθέτως, προκύπτει το αντίθετο, συμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα, επομένως, απορριπτέος τυγχανει ο πρώτος λόγος έφεσής του, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απεφάνθη ότι είναι απαράδεκτος ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της υπαλλήλου του πλειστηριασμού-συμβολαιογράφου, σε κάθε δε περίπτωση έκρινε το απαράδεκτο αυτού λόγο της αοριστίας του, για όλους τους ανωτέρω λόγους που και το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έκρινε βάσιμους ως άνω.

Αναφορικά με τον δεύτερο ως άνω λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Ε. Δ., που εν προκειμένω εκπροσωπείται διά του Προϊσταμένου της ΔOY Πλοίων Πειραιά, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται κατ’ εκτίμηση και όσα αναφέρονται στους λοιπούς δύο επιμέρους λόγους έφεσης (τρίτο και τέταρτο ως άνω), τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, για τους ακόλουθους λόγους: Από την παρ.1 του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του έτους 1926, ορίζεται ότι απολαμβάνουν προνομίου και κατατάσσονται στην πρώτη τάξη “τα δικαστικά έξοδα, τα οφειλόμενα εις το Κράτος και αι δαπάναι, αι γενόμεναι προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, δια την συντήρησιν του πλοίου ή δια την πραγματοποίησιν της πωλήσεως και της διανομής του τιμήματος αυτού, τα δικαιώματα χωρητικότητος, φάρων ή λιμένος και τα λοιπά τέλη και φόροι της ιδίας φύσεως, τα έξοδα πλοηγήσεως, τα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως από του κατάπλου του πλου εις τον τελευταίο λιμένα”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, (στην εφαρμογή του οποίου ρητά παραπέμπει το άρθρο 1012 ΚΠολΔ), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 214 του Ν.4072/2012, στην πρώτη τάξη των προνομίων κατατάσσονται “οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα, ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας, υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών”, ενώ στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται “οι εκ της συμβάσεως εργασίες πηγάζουσες απαιτήσεις του πλοίαρχου και του πληρώματος, ως και από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως”. Τα τέλη αντιδιαστέλλονται από τους φόρους και συνιστούν αντάλλαγμα ειδικής δημόσιας κρατικής υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αντιμετώπιση των δαπανών λειτουργίας τους, ενώ σ’ αυτήν την κατηγορία υπάγονται τα μεταφορικά – φαρικά (Ν.Δ. 718/1980) τα προξενικά (Ν.Δ.952/1971), καθώς κι η εισφορά του Ν.29/1975 υπέρ Δημοσίου που δεν αποτελεί πόρο του Ν.Α.Τ., αλλά εισπράττεται απ’ αυτό και αποδίδεται στο Δημόσιο, χωρίς να περιλαμβάνεται σ’ αυτά η αμοιβή για παροχές ή υπηρεσίες που παρέχονται από ιδιώτες (π.χ φορτοεκφορτωτικά), υπέρ ταμείων λιμενικά τέλη, αμοιβή ελεύθερου πλοηγού ούτε και η οφειλόμενη σ’ αυτόν αποζημίωση για ατύχημά του, εκτός αν αυτό προήλθε από σύγκρουση ή πρόσκρουση πλοίου. Τα βαρύνοντα το πλοίο δικαιώματα αναφέρονται στο αντίτιμο ειδικής, αλλά όχι δημόσιας φύσης παροχής υπηρεσίας, η οποία παρέχεται από το κράτος ή άλλα ν.π.δ.δ., όπως π.χ. τα δικαιώματα του ΟΛΠ για παραβολή, προσόρμιση, πρυμνοδέτηση, ύδρευση (υπ’ αριθ. 16050/1961 Υ.Α (Οικ..Δημ.Εργ. & ΕμπΝαυτ εκδοθείσα κατ’ άρθρο 4 του Α.Ν.1559/1950 κυρωθέντος με τον Ν.1630/1951) και το σχετικό τέλος χαρτοσήμου της απόδειξης για την καταβολή τους (άρθρο 4 Β.Δ 23.8.1948), καθώς και τα πλοηγικά δικαιώματα (άρθρο 20 του Ν.3142/1955). Ως συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, νοούνται οι επιβαλλόμενοι από τη νομοθεσία για τη φορολογία πλοίων φόροι, οι οποίοι βαρύνουν το πλοίο ως πλωτό μεταφορικό μέσο και όχι γενικώς τον πλοιοκτήτη, καθώς και οι απαιτήσεις του Δημοσίου κατά του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή από φόρο του Ν.27/1975, τα κατά τον Ν.820/1978 επιβαλλόμενα πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις που αφορούν το πλοίο κλπ., καθώς και τα προξενικά τέλη. Δεν είναι όμως συναφείς οι φόροι που είναι ανεξάρτητοι από τη ναυσιπλοΐα, όπως ο φόρος κύκλου εργασιών του Α.Ν.660/1937, που μετονομάσθηκε με το άρθρο 1 του Ν.1642/1986 σε φόρο προστιθεμένης αξίας (Φ.Π.Α.), ο φόρος εισοδήματος επί των μισθών του πληρώματος, ο παρακρατούμενος φόρος από τις αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές του πλοιάρχου και του πληρώματος, το χαρτόσημο οι υπέρ τρίτων κρατήσεις, ο τυχόν οφειλόμενος φόρος μεταβίβασης πλοίου, τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις λόγω εκπρόθεσμης πληρωμής των σχετικών προς την ναυσιπλοΐα φόρων, καθώς και τα προβλεπόμενα στο άρθρο 87 του Ν.2238/1994 πρόστιμα, εφόσον οι περί προνομίων διατάξεις είναι ερμηνευτέες στενά (ΑΠ 511/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 79/2004 ΕΝΔ 2004.138, AΠ 561/2002 ENΔ 2002.113, ΑΠ 322/1988 ΕΝΔ 1990.23, ΕφΠειρ 229/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 501/2008 ΕΝΔ 2008.424, ΕφΠειρ 87/2001 ΕΝΔ 2001.358, ΕφΠειρ 371/2000 αδημ.). Άλλωστε, οι απαιτήσεις του Δημοσίου δεν απολαμβάνουν στο σύνολό τους προνομίου, όταν πρόκειται για διανομή πλειστηριάσματος από πλειστηριασμό πλοίου το οποίο ήταν νηολογημένο σύμφωνα με τους όρους της υπ’ αριθ. ΦΥ.3.113.1.3053/2007 Υπουργικής Απόφασης-Εγκριτικής Πράξης Νηολόγησης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, με την οποία εγκρίθηκε η εισαγωγή του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, ως κεφαλαίου εξωτερικού και η νηολόγησή του στο ελληνικό νηολόγιο, με το όνομα … με το άρθρο 19 της οποίας Υ.Α., εκδοθείσας δυνάμει της παρασχεθείσας με το άρθρο 13 του Ν.Δ.2687/1953 νομοθετικής εξουσιοδότησης, ορίστηκε ότι «οι προτιμώμενες υποθήκες που συνάπτονται επί του πλοίου θα προηγούνται από όλα τα ναυτικά και υπόλοιπα προνόμια κατά παρέκκλιση του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, του Ν.Δ.3899/1958 ή οποιασδήποτε άλλης διάταξης του ελληνικού δικαίου που ισχύει κάθε φορά, με εξαίρεση μόνο τα προνόμια που ορίζονται στο άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του έτους 1926 περί ενοποίησης ορισμένων κανόνων δικαίου, σχετικών προς τα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες», το δε πλοίο αυτό εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, ως άνω, χωρίς να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ και των άρθρων 975επ. ΚΠολΔ σε σχέση με την ύπαρξη ή μη προνομίου και τη σειρά κατάταξης των προνομιούχων δανειστών στον υπό κρίση πίνακα κατάταξης δανειστών, ενώ αναφορικά με την απαίτηση του Δημοσίου κατά της οφειλέτιδας ναυτικής εταιρείας προερχόμενης από Φ.Π.Α., ποσού 41.808 ευρώ, ο οποίος εν προκειμένω αποτελεί το επίδικο ζήτημα, με βάση τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης, δεν θεωρείται συναφής με τη ναυσιπλοϊα φόρος, δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των τελών ή των φόρων του πλοίου και συνακόλουθα, η μη καταταγείσα αυτή απαίτηση του Δημοσίου δεν απολαμβάνει προνομίου ούτε με βάση τις διαταξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του έτους 1926 ούτε με βάση τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ (βλ. σχετ. και ΜονΠρΠειρ 428/2019 ΤΝΠ Νόμος), ήτοι δεν είναι συναφής με τη ναυσιπλοϊα φόρος καθόσον δεν αναφέρεται ούτε επιβάλλεται ειδικώς στη ναυσιπλοΐα, αλλά είναι γενικός φόρος που επιβαρύνει τα ακαθάριστα έσοδα κάθε βιομηχανικής, βιοτεχνικής, μεταφορικής εμπορικής επιχειρήσεως στην Ελλάδα και μπορεί να επιρρίπτεται σε βάρος του αντισυμβαλλομένου τους, είναι δηλ. άσχετος με τη φορολογία του πλοίου ως πλωτού μεταφορικού μέσου και τα κέρδη που προκύπτουν από αυτή, αφού πρόκειται για έμμεσο φόρο που παρακρατείται από τον πλοιοκτήτη με την υποχρέωση απόδοσής του στο Δημόσιο (ΑΠ 511/2014 ΤΝΠ Νόμος, AΠ 79/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 322/1988 ΕΝΔ 1990.23, ΕφΠειρ 229/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 501/2008 Αρμ 2010.538, ΕφΠειρ 1824/1988 ΕΝΔ 1989.38, βλ. σχετ. Α.Αντάπαση-Λ.Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, Κεφ.15, Οι κατ’ ιδίαν ναυτικές προνομιούχες απαιτήσεις- Α.Συναφείς με τη ναυσιπλοία φόροι, παρ.580επ., σελ.291επ.), -άλλωστε, δεν είναι εύλογο και δίκαιο η από οποιοδήποτε λόγο μη είσπραξη των δημοσίων εσόδων να αποβαίνει τελικά σε βάρος όχι του παραβάτη των φορολογικών διατάξεων οφειλέτη, αλλά άλλων   προνομιούχων πιστωτών, όπως στην προκείμενη υπόθεση οι ναυτεργάτες ή οι προμηθευτές τροφοεφοδίων και υλικών συντήρησης του πλοίου και του πληρώματός του, με την προσαύξηση των απαιτήσεων του Δημοσίου, κατά  παράβαση κάθε αρχής ισότητας και αναλογικότητας- ως εκ τούτου, δεν απολαμβάνει προνομίου ο Φ.Π.Α. και επομένως, ούτε επικουρική κατάταξη της εν λόγω απαίτησης του Δημοσίου είναι δυνατή στον πίνακα κατάταξης δανειστών βάσει του εν λόγω προνομίου που αβασίμως επικαλείται για το συγκεκριμένο ποσό, προερχόμενη από ΦΠΑ για την περίπτωση που δεν πληρωθεί η αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεων των καταταγέντων προνομιακά και τυχαία στο υπόλοιπο του εκπλειστηριάσματος εφεσιβλήτων, ήτοι για το σύνολο των αναγγελθεισών απαιτήσεών του Δημοσίου και των προσαυξήσεων μέχρι την τελεσιδικία του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης των δανειστών, στον οποίο ορθώς συμπεριελήφθη ήδη από την υπάλληλο του πλειστηριασμού σχετική επικουρική κατάταξη διάταξη, κατά την οποία σε περίπτωση μη τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεων των δανειστών της δεύτερης τάξης που αφορά στους ήδη καταταγέντες ναυτικούς, ήτοι σε περίπτωση απορρίψεως ολόκληρης ή μέρους της απαίτησης οιουδήποτε από τους εφεσίβλητους καταταγέντες ναυτικούς, θα κατατάσσονται συμμέτρως οι υπόλοιποι, για το υπόλοιπο των απαιτήσεών τους για το οποίο δεν ικανοποιούνται λόγω της ανεπάρκειας του εκπλειστηριάσματος και της εξ αυτού του λόγου σύμμετρης κατάταξής τους, μέχρις πλήρους ικανοποιήσεως των απαιτήσεών τους, και εφόσον υπάρχει και πάλι υπόλοιπο, θα κατατάσσονται συμμέτρως οι απαιτήσεις εκείνων που κρίθηκε ότι απολαμβάνουν προνομίου σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926.  Συνακόλουθα, αλυσιτελώς και μη νομίμως προβάλλονται οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης εκ μέρους του εκκαλούντος Ε. Δ. σύμφωνα με τα πορίσματα της νομολογίας των δικαστηρίων και επομένως, τυγχάνουν συνολικά απορριπτέοι ως αβάσιμοι και ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν κατέταξε προνομιακά το Ε. Δ. για το ποσό των 41.808 ευρώ από ΦΠΑ ούτε προβλέφθηκε επικουρική κατάταξη ως προς αυτό. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, κατά παραδοχή των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εφεσιβλήτων κατ’ αυτής ως βασίμων κατ’ ουσίαν. Τέλος, επειδή στο άρθρο 22 παρ.2 του Ν.3693/1957 ορίζεται ότι στις δί­κες μετά του Δημοσίου τα δικαστικά έξο­δα συμψηφίζονται όλα: α) όταν αμφότε­ροι οι διάδικοι είναι υπαίτιοι και β) όταν έκαστος διάδικος εν μέρει νικήσει και εν μέρει ηττηθεί, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δευτεροβάθμιας δίκης, κατανεμόμενα αναλόγως προς τη νίκη και την ήττα εκάστου των διαδίκων, να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 178 παρ.1, 179 και 183 ΚΠολΔ σε συνδυασμό και με αυτή του άρθρου 22 παρ.2 του Ν.3693/1957 (ΕφΠατρ 432/2011 ΑχαΝομ 2012.281, ΕφΔωδ 193/2006 ΤΝΠ Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης. Επισημαίνεται δε ότι απαραδέκτως ζητείται από τον Κ. Σ. η ευδοκίμηση αι παραδοχή της ανακοπής του σε συνέχεια του αιτήματός του με τις προτάσεις του περί απόρριψης της έφεσης του ως άνω εκκαλούντος, καθότι δεν έχει ασκήσει έφεση, συνακόλουθα, δεν υφίσταται στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη ζήτημα μεταβιβαστικού αποτελέσματος της ανακοπής του που είχε ασκήσει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προς κρίση από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ανεξαρήτως του ότι η έφεση του ακκλούντος Δημοσίου κρίθηκε απορριπτέα ως άνω ως αβάσιμη και επικυρώθηκε η πρωτοβάθμια εκκαλουμένη απόφαση ως προς τα ζητήματα που ήγειρε αυτή ως επίδικα κατ’ έφεση στη δευτεροβάθμια δίκη (άρθρα 522, 534, 535 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω δε, αναφορικά με τη δεύτερη ως ανω κρινόμενη έφεση και πιο συγκεκριμένα με τον πρώτο ως άνω λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Χ. Π.  Α., λεκτέα τα εξής:

Με την υπ’ αριθ. ΦΥ 3113.1.3053/2007 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13 του Ν.Δ.2687/1953 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1126/5.7.2007), εγκρίθηκε η εισαγωγή του πλοίου … ως κεφαλαίου εξωτερικού και ορίσθηκε (με τον 19ο όρο), εκτός των άλλων, ότι “οι προτιμώμενες ναυτικές υποθήκες θα προηγούνται από όλα τα ναυτικά και υπόλοιπα προνόμια, κατά παρέκκλιση του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, του Ν.Δ.3899/1958 ή οποιασδήποτε άλλης διατάξεως του ελληνικού δικαίου, που ισχύει κάθε φορά, με εξαίρεση μόνο τα προνόμια που ορίζονται στο άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926 περί ενοποιήσεως ορισμένων κανόνων δικαίου σχετικών προς τα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες και εφόσον αναγνωρίζονται ως τοιαύτα υπό του ελληνικού νόμου. Η ναυτική υποθήκη ορίσθηκε, επίσης, ότι εξασφαλίζει την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού που ενυπόθηκοι δανειστές έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν από τους πλοιοκτήτες ή οφειλέτες μαζί με τα έξοδα και τους τόκους σε αυτά κατά παρέκκλιση του άρθρου 1289 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 204 ΚΙΝΔ ή οποιασδήποτε άλλης διατάξεως. Σύμφωνα, επομένως, και με τα αναφερόμενα στη σχετική αρχική νομική σκέψη της παρούσας, στην προκείμενη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 2 της Συμβάσεως κατέστη εσωτερικό δίκαιο και έτσι προηγούνται στην κατάταξη των απαιτήσεων που ασφαλίζονται με ναυτικά προνόμια, τα οποία αναγνωρίζονται από τη διάταξη αυτή κατά την τάξη και σειρά αυτών και ακολουθεί η κατάταξη των αναφερομένων στο άρθρο 13 του Ν.Δ.2687/1953 προτιμωμένων ναυτικών υποθηκών κατά τη σειρά της εγγραφής στο ναυτικό υποθηκοφυλακείο και έπεται η κατάταξη κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ. Με βάση τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο προσδιορισμός των απαιτήσεων με παραπομπή στο άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926 γίνεται αποκλειστικά και μόνον στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει προτιμώμενη ναυτική υποθήκη. Ο όρος 19 της ως άνω Εγκριτικής Πράξης Νηολόγησης του εκπλειστηραζόμενου πλοίου είναι σαφής αναφερόμενος μόνον στις προτιμώμενες υποθήκες και όχι στα λοιπά ναυτικά προνόμια. Το σύνολο δε της θεωρίας και της νομολογίας, η οποία έχει αναπτυχθεί για το συγκεκριμένο ζήτημα (συμπεριλαμβανομένων και των αποφάσεων που μνημονεύονται στον προσβαλλόμενο πίνακα κατατάξεως δανειστών), αφορά περιπτώσεις υπάρξεως ναυτικών υποθηκών και την κατάταξη αυτών σε σχέση με τα λοιπά ναυτικά προνόμια. Στη δε περίπτωση που εκπλειστηριάζεται πλοίο, το οποίο έχει νηολογηθεί ως κεφάλαιο εξωτερικού με βάση τις διατάξεις του Ν.Δ.2687/1953 “Περί επενδύσεων και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού” και επ’ αυτού είτε δεν υφίσταται απαίτηση από προτιμώμενη ναυτική υποθήκη είτε υφίσταται αλλά δεν αναγγέλλεται μετά τον πλειστηριασμό, τότε η κατάταξη των προνομιακών απαιτήσεων δεν γίνεται με παραπομπή στο άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926, αλλά με βάση τις διατάξεις του άρθρου 205 ΚΙΝΔ και της Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με πάγια θεωρία και νομολογία (βλ. σχετ. Α.Αντάπαση, «Απαιτήσεις Απολαύουσαι Ναυτικών Προνομίων», Αθήνα 1976, σελ.244: «Αν το εκπλειστηριασθέν πλοίον δεν βαρύνεται παντάπασιν δια ναυτικής υποθήκης ή ο τυχόν ενυπόθηκος δανειστής (απλούς ή προτιμώμενος) δεν αναγγελθεί κατά νόμον, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος θα κατατάξει προνομιακώς κατά πρώτον μεν εκείνας εκ των αναγγελθεισών απαιτήσεων, αίτινες χαίρουν ναυτικού προνομίου συμφώνως τω άρθρω 205 παρ.1 ΚΙΝΔ, κατά δεύτερον δε εκείνας εκ των αναγγελθεισών απαιτήσεων, αίτινες αναγνωρίζονται προνομιακαί υπό του ΚΠολΔ ή άλλης διατάξεως νόμου.», Ιωάννη Μαρκιανού Δανιόλου, «Νομική Αξιολόγηση των Εγκριτικών Πράξεων Νηολόγησης Πλοίων κατά το Άρθρο 13 του Ν.Δ.2687/1953», Μελέτη δημοσιευμένη το έτος 2013 στην Επιθεώρηση Ναυτιλιακού Δικαίου, τόμος 41, σελ.161: «…Περαιτέρω συνέπεια αποτελεί το ότι η εφαρμογή του άρθρου 2 της ΔΣ των Βρυξελλών του 1926 μπορεί να γίνει μόνο αν αναγγελθεί μετά τον πλειστηριασμό απαίτηση από προτιμώμενη υποθήκη, διαφορετικά ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος θα πρέπει να προβεί στην κατάταξη προνομιακών απαιτήσεων μόνο με βάση τις διατάξεις του άρθρου 205 ΚΙΝΔ και της Πολιτικής Δικονομίας.», βλ. και ΕφΠειρ 1824/1988 ΕΝΔ 17.38: «…Ειδικότερα η παραπομπή μπορεί να γίνει στο άρθρο 2 της Συμβάσεως αυτής οπότε τούτο έχει πλήρη ισχύ ως στοιχείο προσδιορισμού των απαιτήσεων που θα προηγούνται από την προτιμώμενη υποθήκη ανεξάρτητα αν το σχετικό προνόμιο προβλέπεται από το άρθρο 205 ΚΙΝΔ του οποίου η εφαρμογή αποκλείεται (…) Από αυτά προκύπτει ότι κατά την κατάρτιση από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πλοίου που αποτελεί κεφάλαιο εξωτερικού του σχετικού πίνακα κατάταξης και κατά τη δίκη που θα ανοιγεί κατόπιν ανακοπής κατ’ αυτού δεν υπάρχει θέμα εφαρμογής της πιο πάνω Σύμβασης, όταν δεν αναγγέλθηκε προς κατάταξη απαίτηση εξασφαλισμένη με προτιμώμενη υποθήκη (έτσι Αντάπασης, «Απαιτήσεις Απολαύουσαι Ναυτικών Προνομίων», 1986, σελ.244). Ειδικότερα όταν δεν φέρεται προς σύγκριση απαίτηση εξασφαλισμένη με προτιμώμενη υποθήκη δεν εφαρμόζεται ούτε το άρθρο 2 που προαναφέρθηκε ούτε το άρθρο 9 με το οποίο ορίζεται αποκλειστική προθεσμία άσκησης του προνομίου το ένα έτος και οι έξι μήνες κατά τις διακρίσεις που γίνονται σε αυτό…»). Σε περίπτωση, επομένως, μη υπάρξεως προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης, η σειρά κατατάξεως των προνομιούχων δανειστών καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από τις οικείες διατάξεις του ΚΙΝΔ χωρίς να προβλέπεται οποιαδήποτε παρέκκλιση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από όλα τα έγγραφα της αναγκαστικής εκτέλεσης (έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως, περίληψη κατασχετηρίας εκθέσεως πλοίου, πρόσκληση δανειστών), δεν υφίσταται προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου …. Επομένως,  η σειρά κατατάξεως των προνομιούχων δανειστών καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από τις οικείες διατάξεις του ΚΙΝΔ και συγκεκριμένα από το άρθρο 205 αυτού, που τυγχάνει ο εφαρμοστέος κανόνας για την κατάταξη των προνομιακών απαιτήσεων των δανειστών, όπως τροπ. από το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012), και ο οποίος προβλέπει τα εξής: «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοϊαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενοι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία.Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης.» Ομοίως κρίθηκε και ορθώς στην ίδια υπόθεση με έτερους διαδίκους και με βάση την υπ’ αριθ. 781/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Ναυτικό Τμήμα), η οποία επικυρώθηκε τελεσίδικα δυνάμει της υπ’ αριθ. 121/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), βάσει των οποίων αναφορικά με τον επίδικο υπ’ αριθ. … πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιά Ελένης Γεωργίου Τσούμα εφαρμοστέος κανόνας για την κατάταξη των προνομιακών απαιτήσεων των δανειστών δεν είναι το άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926, αλλά μόνον ο προβλεπόμενος από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ(Ν.3816/1958), όπως αντικ. από το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α΄ 86/11-4-2012) και για τον λόγο αυτό απέρριψε την ανακοπή της εταιρείας …» ως νόμω αβάσιμη, η οποία ζητούσε αποκλειστικά και μόνο την κατάταξη της απαίτησής της για δαπάνες του πλοίου που πραγματοποιήθηκαν για τη συντήρηση και τη φύλαξή του στην πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων επικαλούμενη το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, χωρίς να επικαλείται ή να προκύπτει η ύπαρξη προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου … ούτε και υπέβαλε επικουρικό αίτημα κατάταξής της στη δεύτερη τάξη, κρίνοντας –και ορθώς- ότι ο προσδιορισμός των απαιτήσεων που εξοπλίζονται με ειδικό προνόμιο με παραπομπή στο άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του έτους 1926 γίνεται αποκλειστικά στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει προτιμώμενη ναυτική υποθήκη, η οποία αναγγέλλεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφο), προκειμένου για τη σύνταξη πίνακα κατάταξης δανειστών προς διανομή του μη επαρκούς για την κάλυψη απάντων των αναγγελθέντων δανειστών εκπλειστηριάσματος από τον πλειστηριασμό του πλοίου … της οφειλέτιδας (καθ’ ης η εκτέλεση) πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρείας, όπως ορθώς δέχθηκε στην ίδια υπόθεση και το Εφετείο Πειραιά, τελεσίδικα. Το δε εν προκειμένω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πάντως, με την εκκαλουμένη απόφασή του οδήγήθηκε εσφαλμένως στο αντίθετο συμπέρασμα, κρίνοντας ότι στην επίδικη υπόθεση δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, αλλά το άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926. Ωστόσο, τόσο η γραμματική όσο και η τελολογική ερμηνεία του όρου 19 της ως άνω ΚΥΑ έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την επιχειρηματολογία και τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων, καθώς, αναφορικά με τη γραμματική ερμηνεία γίνεται σαφής και περιοριστική αναφορά μόνο σε προτιμώμενες υποθήκες χωρίς άλλη διατύπωση που να επιτρέπει διεύρυνση των περιπτώσεων εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, ενώ εάν σκοπός του νομοθέτη ήταν η καθολική εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 και όχι του ΚΙΝΔ, τότε απλά δεν θα περιόριζε την εφαρμογή της μόνο στην περίπτωση ύπαρξης προτιμώμενης υποθήκης, αλλά θα προέβλεπε μία γενική εφαρμογή της και παράλληλα αποκλεισμό των διατάξεων του ΚΙΝΔ, η δε άποψη-ισχυρισμός ότι η ανωτέρω παραδοχή, που διαπιστώνεται ως πάγια θέση της νομολογίας και της θεωρίας, ήτοι ότι εφόσον δεν αναγγέλθηκε απαίτηση εξασφαλισμένη με προτιμώμενη υποθήκη, δεν έχει εφαρμογή η εγκριτική πράξη νηολόγησης το πλοίου και κατ’ επέκταση η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του έτους 1926, αλλά το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ ως προς τη σειρά κατάταξης των δανειστών, είναι δήθεν εσφαλμένη, επειδή προσβάλλει την ασφάλεια των συναλλαγών, δεν βρίσκει έρεισμα στον νόμο, αλλά ούτε και στις θέσεις της θεωρίας και στα πορίσματα της διαμορφωθείσας νομολογίας των δικαστηρίων, πέραν του ότι είναι γενικόλογη και αοριστολογική, είναι δε εύλογη η αντίθετη θέση και εξυπακούεται ως προϋπόθεση η αναγγελία της προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, διότι τότε και μόνο γεννάται ζήτημα σύγκρισης των προνομιακών απαιτήσεων μεταξύ των αναγγελθέντων δανειστών για την κατάταξη των απαιτήσεών τους στον πίνακα κατάταξης δανειστών για τη διανομή του εκλπειστηριάσματος που επετεύχθη από τον πλειστηριασμό του πλοίου της οφειλέτιδας-καθ’ ης η εκτέλεση, κατά παραδοχή του σχετικού προβαλλόμενου λόγου έφεσης και ανακοπής του ως άνω εκκαλούντος-ανακόπτοντος στην παρούσα δίκη. Οπως προκύπτει  από  τον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης, στην υπάλληλο του πλειστηριασμού δεν αναγγέλθηκε κανένας ενυπόθηκος δανειστής και στο εκπλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε κατατάχθηκαν οι αναφερόμενοι εκεί εφεσίβλητοι δανειστές κλπ., κανένας από τους οποίους δεν είναι προτιμώμενος ενυπόθηκος δανειστής, κατά τα ποσά που αναφέρονται σε αυτόν, συνακόλουθα, στην ερευνώμενη υπόθεση δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών και συγκεκριμένα των άρθρων 2 και 9, με τα οποία ορίζονται αφενός τα προνόμια επί απαιτήσεων δανειστών για την προνομιούχο κατάταξή τους κι αφετέρου η αποκλειστική προθεσμία άσκησής τους (ΕφΠειρ 1824/1988 ΕΝΔ 1989.38). Από το γεγονός ότι σύμφωνα με την εγγραφή του εκπλειστηριασθέντος πλοίου … στα Νηολόγια Πειραιώς με αριθμό … είχε γίνει καταχώριση πρώτης προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης την 28-3-2007 για ποσό 1.200.000 δολ.ΗΠΑ υπέρ της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία … και εν συνεχεία έλαβε χώρα η έκδοση και εγγραφή σε αυτά της ως άνω Εγκριτικής Πράξης Νηολόγησης του εν λόγω πλοίου (ΦΕΚ Β΄ 1126/5-7-2007), και δη βάσει του 19ο όρους αυτής, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, δεν γεννάται ζήτημα εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 (άρθρα 2 και 9), εφόσον η συγκεκριμένη υποθήκη δεν αναγγέλθηκε ως προνόμιο με την ενυπόθηκη απαίτηση στην οποία αφορούσε για την κατάταξη των δανειστών στον πίνακα διανομής του εκπλειστηριάσματος είτε επειδή η απαίτηση του συγκεκριμένου δανειστή εξοφλήθηκε και η υποθήκη εξελείφθηκε είτε επειδή αυτός αμέλησε να αναγγελθεί, ήτοι δεν ανακύπτει ζήτημα κατάταξης αυτής της πρωτιμώμενης ναυτικής υποθήκης σε σύγκριση με τις λοιπές απαιτήσεις των αναγγελθέντων δανειστών και επομένως, δεν τυγχάνει εφαρμογής ο όρος αυτός της Εγκριτικής Πράξης Νηολόγησης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου ως Κεφαλαίου Εξωτερικού κατ’ άρθρο 13 του Ν.Δ.2687/1953, ούτε εγείρονται ζητήματα κατάταξης της εν λόγω ενυπόθηκης απαίτησης σε σχέση με τα ναυτικά προνόμια που προβλέπονται στη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών του 1926 και στον ΚΙΝΔ ή στον ΚΠολΔ. Απευθείας καλείται προς εφαρμογή, κατά τη νομολογία και τη θεωρία, όπως ανωτέρω επισημάνθηκε, ο κανόνας του άρθρου 205 ΚΙΝΔ για την κατάταξη των ναυτικών προνομίων των αναγγελθεισών απαιτήσεων των δανειστών στον πίνακα κατάταξης δανειστών για τη διανομή του εκπλειστηριάσματος που επετεύχθη από το ως άνω πλειστηριασθέν πλοίο. Τούτο δε ανεξαρτήτως ασφάλειας δικαίου και συναλλαγών,που δεν ήταν ο κύριος σκοπός του νομοθέτη με τη συγκεκριμένη ρύθμιση, από απόψεως γραμματικής και τελολογικής ερμηνείας, κατά τρόπο που θα οδηγούσε αιτιωδώς στα αποτελέσματα που επικαλείται αβασίμως στην ανακοπή του και εν γένει στα δικογραφά του ο Κ. Σ., αφού κρίσιμο παραμένει εν προκειμένω το γεγονός της αναγγελίας ή μη της ενυπόθηκης απαίτησης, διότι εξ αυτού και μόνο ενεργοποιείται η διάταξη του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης μέσω της εν λόγω Εγκριτικής Πράξης Νηολόγησης του πλοίου (όρος 19ος) που έχει θεσπιστεί με την επικαλούμενη ΚΥΑ, καθώς μόνο σε περίπτωση αναγγελίας απαίτησης με προνόμιο υποθήκης εγείρεται ζήτημα σειράς κατάταξης μεταξύ αυτής και των λοιπών προνομιακών απαιτήσεων που αναγγέλουν οι δανειστές για την ικανοποίησή τους με την κατάταξή τους στον σχετικό πίνακα διανομής του εκπλειστηριάσματος του πλειστηριασθέντος πλοίου (βλ. και contra MονΠρΑθ 3796/1986 ΕΝΔ 15.25, την οποία δεν ασπάζεται το παρόν Δικαστήριο, που ακολουθεί την πάγια άποψη της θεωρίας και της νομολογίας). Επομένως, εφόσον, εν προκειμένω, αναφορικά με την κατάταξη των προνομιούχων δανειστών τυγχάνει εφαρμογής αποκλειστικά και μόνον ο ΚΙΝΔ και συγκεκριμένα το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, όπως τροπ. από το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 και όχι η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του έτους 1926, δεν υπήρχε ανάγκη να την αναφέρει στην αναγγελία του για το ορισμένο και το βάσιμο της κατάταξης της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του ο εκκαλών, οπότε δεν συντρέχει περίπτωση παράλειψης ορισμένης αναφοράς του προνομίου της απαίτησής του κατά τρόπο που να καθιστά αόριστη και ωσαύτως απορριπτέα την αναγγελία της επίδικης απαίτησής του, η δε εκκαλουμένη εσφαλμένως τον απέβαλε από τον ως άνω προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών εξ αυτού του λόγου και ως εκ τούτου, ορθώς εκκαλείται και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς το κεφάλαιό της αυτό που προσβάλλεται με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης, κατά παραδοχή δε αυτού ως βασίμου κατ’ ουσίαν, πρέπει τόσο η ανακοπή του εφεσίβλητου Κ. Σ., όσο και η ανακοπή του Ε. Δ., αναφορικά με τον συγκεκριμένο εκκαλούντα και για τον συγκεκριμένο λόγο ανακοπής του, να απορριφθούν ως νόμω και ουσία αβάσιμες και να γίνει δεκτή η ανακοπή του ως παραδεκτή και νόμιμη, ως προς τον λόγο αυτόν ανακοπής, για την άσκηση της οποίας έχει έννομο συμφέρον, κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου έφεσής του.

Αναφορικά με τον δεύτερο ως άνω λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Χ. Π.  Α., πέραν του ότι συνάπτεται στενά με τον προαναφερόμενο πρώτο λόγο έφεσης και ανακοπής του ιδίου εκκαλούντος-ανακόπτοντος, για τον οποίο τα προδιαλαμβανόμενα, πρέπει να επισημανθούν επιπλέον και ειδικότερα και τα εξής:

Η διάταξη του άρθρου 972 παρ.1 περιπτ.β΄ ΚΠολΔ, ορίζει ότι η αναγγελία πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων, και περιγραφή της απαίτησης (κύριας και παρεπόμενης) του δανειστή που αναγγέλλεται. Η διάταξη δε του άρθρου 159 αριθ.3 ΚΠολΔ, ορίζει ότι η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, αν η παράβαση προκάλεσε στον διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική πράξη της κατάταξης και το αρχικό δικόγραφο με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και ειδικότερα της κατάταξης η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν, με τις παρατηρήσεις τους (άρθρο 974 ΚΠολΔ) και την ανακοπή (άρθρου 979 ΚΠολΔ), ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσας απαιτήσεως. Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνα τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότατα της απαιτήσεως. Ανάμεσα στις προϋποθέσεις αυτές είναι και η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου, πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση (ΟλΑΠ 1783/2001 ΕΝΔ 30.310, ΑΠ 618/2001 ΕλλΔνη 43.1389, ΑΠ 52/1995 ΕΝΔ 23.200 ΕΕμπΔ 95.467, ΑΠ 14/1995 ΕλλΔνη 37.108, ΑΠ 172/1994 ΕλλΔνη 37.61, ΕφΑθ 1600/1999 ΕλλΔνη 42.197, ΕφΑθ 3028/1998 ΕλλΔνη 39.1363, ΕφΠειρ 3/2004, ΕφΠειρ 198/2003 ΕΝΔ 31.144, ΕφΠειρ 497/2003 ΕΝΔ 31.447). Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαίτησης μόνον όταν η περιγραφή αυτής, καθώς και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μην μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ και να υφίστανται έτσι βλάβη. Δεν είναι,όμως,αναγκαία η εξειδίκευση στον βαθμό που απαιτείται επί της αγωγής και της ανακοπής (άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ), διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για δικαστική προστασία κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ (ΑΠ 1783/2001, ΑΠ 387/2001, ΑΠ 196/1999, ΕφΠειρ 198/2003, ΕφΠειρ 3/2004 ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσίβλητος Κ. Σ. με την επίδικη ανακοπή του ισχυρίζεται ότι ο εκκαλών δεν ζήτησε την προνομιακή του κατάταξη με βάση τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926, πλην όμως, ούτε επικαλείται κάποια βλάβη που δήθεν του προκάλεσε η μη επίκληση εκ μέρους του των ως άνω διατάξεων ούτε και ισχυρίζεται ότι η περιγραφή της απαίτησής του και του υφισταμένου προνομίου του είναι τόσο ελλιπής, ώστε να μη δύναται να την αντικρούσει, αντιθέτως, επικαλείται τις ως άνω διατάξεις προκειμένου να στηρίξει επ’ αυτών τις δικές του φερόμενες ως προνομιακές απαιτήσεις, οπότε η μη αναφορά του εκκαλούντος-ανακόπτοντος σ’ αυτές ουδεμία βλάβη δικονομικής ή άλλης φύσεως προκύπτει ότι του προκάλεσε, στοιχείο απαραίτητο για την ευδοκίμηση του λόγου αυτού ανακοπής του. Το δε Ε. Δ. δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά στις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 στο δικόγραφο της ανακοπής του ούτε επικαλέστηκε κάποια βλάβη που τυχόν υπέστη από τη μη επίκλησή τους στην αναγγελία του εκκαλούντος, αλλά γενικώς και αορίστως αρνήθηκε και αμφισβήτησε τις απαιτήσεις του και τον προνομιακό τους χαρακτήρα, χωρίς όμως κάποια περαιτέρω ειδικότερη αναφορά σε συγκεκριμένες απαιτήσεις και σε συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους τις αμφισβητεί. Τούτα βεβαίως πέραν του ότι ο ως άνω εκκαλών δεν είχε σχετική υποχρέωση να επικαλεστεί την εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926, δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα στον προηγούμενο λόγος έφεσης-ανακοπής, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής αυτής για την κατάταξη των αναγγελθεισών απαιτήσεων των δανειστών με βάση τα προνόμιά τους στον επίδικο πίνακα κατάταξης δανειστών για τη διανομή του εκπλειστηριάσματος του πλειστηριασθένος πλοίου … αλλά του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ και συμπληρωματικα των σχετικών άρθρων 975επ. ΚΠολΔ, οπότε δεν υπάρχει παράλειψη εκ μέρους του εκκαλλούντος-ανακόπτοντος που πρέπει να αποβαίνει σε βάρος του. Επομένως, εφόσον εν προκειμένω, βάσει των ανωτέρω, αναφορικά με την κατάταξη των προνομιούχων δανειστών τυγχάνει εφαρμογής αποκλειστικά και μόνον ο ΚΙΝΔ και συγκεκριμένα το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, όπως τροπ. από το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012) και όχι η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του έτους 1926, δεν υπήρχε ανάγκη να την αναφέρει για το ορισμένο και το βάσιμο της κατάταξης της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του ο εκκαλών Χ. Π.  Α. στην αναγγελία του, η δε εκκαλουμένη εσφαλμένως τον απέβαλε από τον ως άνω προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών εξ αυτού του λόγου και ως εκ τούτου, ορθώς εκκαλείται και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς το κεφάλαιό της αυτό που προσβάλλεται εν προκειμένω με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης και πρέπει κατά παραδοχή αυτού ως βασίμου κατ’ ουσίαν, τόσο η ανακοπή του εφεσίβλητου Κ. Σ., όσο και η ανακοπή του Ε. Δ., αναφορικά με τον συγκεκριμένο εκκαλούντα και για τον συγκεκριμένο λόγο ανακοπής του, να απορριφθούν ως νόμω και ουσία αβάσιμες και να γίνει δεκτή η ανακοπή του εκκαλούντος ως παραδεκτή και νόμιμη, ως προς τον λόγο αυτόν ανακοπής, για την άσκηση της οποίας έχει έννομο συμφέρον, κατά παραδοχή και του δεύτερου λόγου έφεσής του, σε συνδυασμό και με τον πρώτο λόγο έφεσής του, που έγινε δεκτός, ως άνω.

Αναφορικά με τον τρίτο ως άνω λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Χ. Π.  Α., πρέπει να επισημανθεί ότι: εσφαλμένως έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση αποβάλλοντας τον ανακόπτοντα αυτόν από τον πίνακα κατάταξης δανειστών και δη από τη δεύτερη τάξη του για το σύνολο της απαίτησής του, για την οποία είχε καταταγεί και όχι μόνο για το υπόλοιπο της απαίτησης του ανακόπτοντος Κ. Σ., για το οποίο θα έπρεπε αυτός να καταταγεί, σε περίπτωση παραδοχής εν τέλει της ανακοπής του, όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενόψει του ότι βάσει και των προδιαλαμβανομένων οι απαιτήσεις του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Χ. Π., στην έκταση που δεν είχαν παραγραφεί, ήταν εξοπλισμένες με προνόμιο βάσει του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, ανεξαρτήτως των αναφερομένων στο άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 και της (μη) υποχρέωσής του για αναφορά του προνομίου βάσει αυτής, ώστε έπρεπε να καταταχθούν στη δεύτερη τάξη του επίδικου πίνακα κατάταξης δανειστών ως προνομιακές, τυχαίως και συμμέτρως και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασής τους και ουδόλως έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως μη προνομιακές ούτε ο συγκεκριμένος αναγγελθείς δανειστής να καταταχθεί στους μη προνομιούχους-εγχειρόγραφους δανειστές, υποβληθείς στη σύμμετρη διανομή του υπολοίπου του εκπλειστηριάσματος, που εσφαλμένως απελευθερώθηκε με αποβολή του, σε βάρος των επίδικων απαιτήσεών του, για τους λόγους που πλημμελώς διέλαβε ως άνω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην εκκαλουμένη (βλ. σχετ. και σκεπτικό της παρούσας επί του πρώτου λόγου έφεσης), ενώ και το ποσό που ελευθερώθηκε από την προνομιακή απαίτηση του Α. Π. για να καταταγεί ο Κ. Σ. δεν αναφέρεται συγκεκριμένα, αλλά αορίστως και εν συνόλω ως ποσό 13.390,81 ευρώ από κοινού με τον ανακόπτοντα Α. Π., που επίσης αποβλήθηκε από τον επίδικο πίνακα κατάταξης δανειστών, χωρίς να γίνεται όμως εξειδίκευση έναντι εκάστου εξ αυτών χωριστά για το αντίστοιχο ποσό, ενόψει του ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς ανακόπτοντες με χωριστές αναγγελθείσες απαιτήσεις, η τύχη των οποίων δύναται να είναι διαφορετική στην αντιμετώπισή τους από το επιληφθέν δικαστήριο, ανεξαρτήτως του ότι οι ένδικες απαιτήσεις τους σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής και η παράστασή τους στη δίκη γίνεται διά του ιδίου πληρεξουσίου δικηγόρου τους, διότι οι απαιτήσεις αναγγέλονται και κρίνονται αυτοτελώς και διαιρετώς και σε τέτοιες περιπτώσεις και όχι αθροιστικά, ακόμη κι αν πηγάζουν από την ίδια νομική και ιστορική αιτία, πόσω μάλλον που εν προκειμένω υπάρχει εμφανής διαφοροποίησή τους με βάση τις αναγγελίες των απαιτήσεων και τα αναφερόμενα στα δικόγραφα ανακοπής των δύο αυτών δικαιούχων, ήτοι η εκκαλούμενη απόφαση δεν αναφέρει συγκεκριμένο ποσό που ελευθερώνει από την προνομιακή απαίτηση εκάστου εξ αυτών και για το οποίο θα έπρεπε να καταταγεί χωριστά ο Κ. Σ. για μέρος της συνολικής απαίτησής του, και όχι να ελευθερώσει αορίστως ένα ποσό της τάξεως των 13.390,81 ευρώ, το οποίο όμως αφορά χωρίς την αναγκαία περαιτέρω εξειδείκευση τόσο την απαίτηση του Χ. Π., όσο και την απαίτηση του Α. Π., ο οποίος επίσης αποβλήθηκε για τον ίδιο λόγο από τον πίνακα, χωρίς να δύναται να προδικάσει κανείς ότι αμφότερες θα είχαν την ίδια τύχη και νομική αντιμετώπιση. Τέλος, εσφαλμένως, διανέμεται το ποσό αυτό του υπολοίπου της προνομιακής απαιτήσεώς του Χ. Π. στην οποία προσθέτει και το υπόλοιπο της προνομιακής απαιτήσεως του επίσης αποβληθέντος Α. Π., συμμέτρως δε μεταξύ των Ε. Δ., ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … …», Χ. Π. και Α. Π., καίτοι η εταιρεία … Α.Ε.» δεν άσκησε ανακοπή σε βάρος του αποβληθέντος ανακόπτοντος Α. Π. κατ’ αυτό το ποσό, δεδομένου ότι μάλιστα ότι δεν προκύπτει ποιο συγκεκριμένο λόγο ανακοπής της ως άνω εταιρείας έκανε δεκτό η εκκαλούμενη απόφαση για να την κατατάξει σε βάρος του εν λόγω ανακόπτοντος αναγγελθέντος δανειστή και της απαίτησής του. Συνακόλουθα, έπρεπε η εκκαλουμένη σε περίπτωση παραδοχής της ανακοπής του Κ. Σ. να αποβάλει τον Χ. Π. από τη δεύτερη τάξη των προνομιούχων δανειστών μόνο για συγκεκριμένο ποσό που θα αντιστοιχούσε αναλογικά στο υπόλοιπο της απαίτησής του, για το οποίο έπρεπε αυτός να καταταγεί, τα δε περί του αντιθέτου αναφερόμενα στις προτάσεις του Κ. Σ. τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα. Επομένως, η εκκαλουμένη εσφαλμένως έκρινε ως άνω και ορθώς εκκαλείται και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς το κεφάλαιό της αυτό που προσβάλλεται εν προκειμένω με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης και πρέπει κατά παραδοχή αυτού ως βασίμου κατ’ ουσίαν, να διαμορφωθεί αναλόγως, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα, ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών, αναφορικά με τον συγκεκριμένο εκκαλούντα και για τον συγκεκριμένο λόγο ανακοπής του, να απορριφθούν ως νόμω και ουσία αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων, καθώς και οι ανακοπές τους στο συγκεκριμένο κεφάλαιο που αφορούν εν προκειμένω, κατά παραδοχή της ανακοπής του Χ. Π. ως νόμιμης και βάσιμης, ως προς τον λόγο αυτόν ανακοπής του, για την άσκηση της οποίας έχει έννομο συμφέρον, κατά παραδοχή και του τρίτου ως άνω λόγου έφεσής του, σε συνδυασμό όμως και με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγους έφεσής του που έγιναν επίσης δεκτοί, ως άνω, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος (άρθρο 522 ΚΠολΔ), λαμβάνοντας υπόψη και τα διαλαμβανόμενα σχετικώς στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας. Επισημαίνεται δε, τέλος, ότι οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων που αντιστοιχούν σε λόγους ανακοπής τους εκτιμώνται εν προκειμένω ως απορριπτέοι λόγω της αβασιμότητάς τους, σε κάθε δε περίπτωση, δεν μπορούν να επηρεάσουν την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ως δευτεροβάθμιου, ενόψει του ότι δεν έχουν ασκήσει έφεση, προκειμένου να μπορούν να προσβάλουν την εκκαλουμένη για την εξαφάνισή της σύμφωνα με την ευδοκίμηση των δικών τους τυχόν λόγων έφεσης-ισχυρισμών, αντιθέτως, εκτιμώνται ως αμυντικοί ισχυρισμοί που απαντούν στους λόγους έφεσης του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Χ. Π. και κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι, εν προκειμένω, όπως ανωτέρω ειδικότερα διαλαμβάνεται στο σκεπτικό της παρούσας (άρθρα 522, 528, 534, 535, 536 ΚΠολΔ), ενώ κατά τα λοιπά αλυσιτελώς εισφέρονται και εκτιμώνται δεόντως, ως ανωτέρω.

Περαιτέρω δε, αναφορικά με την τρίτη ως ανω κρινόμενη έφεση και πιο συγκεκριμένα με τον πρώτο ως άνω λόγο έφεσης της εκκαλούσας-ανακόπτουσας ανωνυμης εταιρείας με την επωνυμία … …», επισημαίνονται τα ακόλουθα:

Με την υπ’ αριθ. ΦΥ 3113.1.3053/2007 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13 του Ν.Δ.2687/1953 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1126/5.7.2007), εγκρίθηκε η εισαγωγή του πλοίου … ως κεφαλαίου εξωτερικού και ορίσθηκε (με τον 19ο όρο), εκτός των άλλων, ότι “οι προτιμώμενες ναυτικές υποθήκες θα προηγούνται από όλα τα ναυτικά και υπόλοιπα προνόμια, κατά παρέκκλιση του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, του Ν.Δ.3899/1958 ή οποιασδήποτε άλλης διατάξεως του ελληνικού δικαίου, που ισχύει κάθε φορά, με εξαίρεση μόνο τα προνόμια που ορίζονται στο άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926 περί ενοποιήσεως ορισμένων κανόνων δικαίου σχετικών προς τα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες και εφόσον αναγνωρίζονται ως τοιαύτα υπό του ελληνικού νόμου. Η ναυτική υποθήκη ορίσθηκε, επίσης, ότι εξασφαλίζει την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού που ενυπόθηκοι δανειστές έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν από τους πλοιοκτήτες ή οφειλέτες μαζί με τα έξοδα και τους τόκους σε αυτά κατά παρέκκλιση του άρθρου 1289 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 204 ΚΙΝΔ ή οποιασδήποτε άλλης διατάξεως. Σύμφωνα, επομένως, και με τα αναφερόμενα στη σχετική αρχική νομική σκέψη της παρούσας, στην προκείμενη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 2 της Συμβάσεως κατέστη εσωτερικό δίκαιο και έτσι προηγούνται στην κατάταξη των απαιτήσεων που ασφαλίζονται με ναυτικά προνόμια, τα οποία αναγνωρίζονται από τη διάταξη αυτή κατά την τάξη και σειρά αυτών και ακολουθεί η κατάταξη των αναφερομένων στο άρθρο 13 του Ν.Δ.2687/1953 προτιμωμένων ναυτικών υποθηκών κατά τη σειρά της εγγραφής στο ναυτικό υποθηκοφυλακείο και έπεται η κατάταξη κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ. Με βάση τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο προσδιορισμός των απαιτήσεων με παραπομπή στο άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926 γίνεται αποκλειστικά και μόνον στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει προτιμώμενη ναυτική υποθήκη. Ο όρος 19 της ως άνω Εγκριτικής Πράξης Νηολόγησης του εκπλειστηραζόμενου πλοίου είναι σαφής αναφερόμενος μόνον στις προτιμώμενες υποθήκες και όχι στα λοιπά ναυτικά προνόμια (ΕφΠειρ 744/2000 ΕΕμπΔ 2000.769). Το σύνολο δε της θεωρίας και της νομολογίας, η οποία έχει αναπτυχθεί για το συγκεκριμένο ζήτημα (συμπεριλαμβανομένων και των αποφάσεων που μνημονεύονται στον προσβαλλόμενο πίνακα κατατάξεως δανειστών), αφορά περιπτώσεις υπάρξεως ναυτικών υποθηκών και την κατάταξη αυτών σε σχέση με τα λοιπά ναυτικά προνόμια. Στη δε περίπτωση που εκπλειστηριάζεται πλοίο, το οποίο έχει νηολογηθεί ως κεφάλαιο εξωτερικού με βάση τις διατάξεις του Ν.Δ.2687/1953 “Περί επενδύσεων και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού” και επ’ αυτού είτε δεν υφίσταται απαίτηση από προτιμώμενη ναυτική υποθήκη είτε υφίσταται αλλά δεν αναγγέλλεται μετά τον πλειστηριασμό, τότε η κατάταξη των προνομιακών απαιτήσεων δεν γίνεται με παραπομπή στο άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926, αλλά με βάση τις διατάξεις του άρθρου 205 ΚΙΝΔ και της Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με πάγια θεωρία και νομολογία (βλ. σχετ. Α.Αντάπαση, «Απαιτήσεις Απολαύουσαι Ναυτικών Προνομίων», Αθήνα 1976, σελ.244: «Αν το εκπλειστηριασθέν πλοίον δεν βαρύνεται παντάπασιν δια ναυτικής υποθήκης ή ο τυχόν ενυπόθηκος δανειστής (απλούς ή προτιμώμενος) δεν αναγγελθεί κατά νόμον, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος θα κατατάξει προνομιακώς κατά πρώτον μεν εκείνας εκ των αναγγελθεισών απαιτήσεων, αίτινες χαίρουν ναυτικού προνομίου συμφώνως τω άρθρω 205 παρ.1 ΚΙΝΔ, κατά δεύτερον δε εκείνας εκ των αναγγελθεισών απαιτήσεων, αίτινες αναγνωρίζονται προνομιακαί υπό του ΚΠολΔ ή άλλης διατάξεως νόμου.», Ιωάννη Μαρκιανού Δανιόλου, «Νομική Αξιολόγηση των Εγκριτικών Πράξεων Νηολόγησης Πλοίων κατά το Άρθρο 13 του Ν.Δ.2687/1953», Μελέτη δημοσιευμένη το έτος 2013 στην Επιθεώρηση Ναυτιλιακού Δικαίου, τόμος 41, σελ.161: «…Περαιτέρω συνέπεια αποτελεί το ότι η εφαρμογή του άρθρου 2 της ΔΣ των Βρυξελλών του 1926 μπορεί να γίνει μόνο αν αναγγελθεί μετά τον πλειστηριασμό απαίτηση από προτιμώμενη υποθήκη, διαφορετικά ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος θα πρέπει να προβεί στην κατάταξη προνομιακών απαιτήσεων μόνο με βάση τις διατάξεις του άρθρου 205 ΚΙΝΔ και της Πολιτικής Δικονομίας.», βλ. και ΕφΠειρ 1824/1988 ΕΝΔ 17.38: «…Ειδικότερα η παραπομπή μπορεί να γίνει στο άρθρο 2 της Συμβάσεως αυτής οπότε τούτο έχει πλήρη ισχύ ως στοιχείο προσδιορισμού των απαιτήσεων που θα προηγούνται από την προτιμώμενη υποθήκη ανεξάρτητα αν το σχετικό προνόμιο προβλέπεται από το άρθρο 205 ΚΙΝΔ του οποίου η εφαρμογή αποκλείεται (…) Από αυτά προκύπτει ότι κατά την κατάρτιση από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πλοίου που αποτελεί κεφάλαιο εξωτερικού του σχετικού πίνακα κατάταξης και κατά τη δίκη που θα ανοιγεί κατόπιν ανακοπής κατ’ αυτού δεν υπάρχει θέμα εφαρμογής της πιο πάνω Σύμβασης, όταν δεν αναγγέλθηκε προς κατάταξη απαίτηση εξασφαλισμένη με προτιμώμενη υποθήκη (έτσι Αντάπασης, «Απαιτήσεις Απολαύουσαι Ναυτικών Προνομίων», 1986, σελ.244). Ειδικότερα, όταν δεν φέρεται προς σύγκριση απαίτηση εξασφαλισμένη με προτιμώμενη υποθήκη δεν εφαρμόζεται ούτε το άρθρο 2 που προαναφέρθηκε ούτε το άρθρο 9 με το οποίο ορίζεται αποκλειστική προθεσμία άσκησης του προνομίου το ένα έτος και οι έξι μήνες κατά τις διακρίσεις που γίνονται σε αυτό…»). Σε περίπτωση, επομένως, μη υπάρξεως προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης, η σειρά κατατάξεως των προνομιούχων δανειστών καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από τις οικείες διατάξεις του ΚΙΝΔ χωρίς να προβλέπεται οποιαδήποτε παρέκκλιση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από όλα τα έγγραφα της αναγκαστικής εκτέλεσης (έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως, περίληψη κατασχετηρίας εκθέσεως πλοίου, πρόσκληση δανειστών), δεν υφίσταται προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου …. Επομένως,  η σειρά κατατάξεως των προνομιούχων δανειστών καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από τις οικείες διατάξεις του ΚΙΝΔ και συγκεκριμένα από το άρθρο 205 αυτού, που τυγχάνει ο εφαρμοστέος κανόνας για την κατάταξη των προνομιακών απαιτήσεων των δανειστών, όπως τροπ. από το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012), και ο οποίος προβλέπει τα εξής: «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοϊαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενοι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία.Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης.» Ομοίως κρίθηκε και ορθώς στην ίδια υπόθεση με έτερους διαδίκους και με βάση την υπ’ αριθ. 781/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Ναυτικό Τμήμα), η οποία επικυρώθηκε τελεσίδικα δυνάμει της υπ’ αριθ. 121/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), βάσει των οποίων αναφορικά με τον επίδικο υπ’ αριθ. … πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιά Ελένης Γεωργίου Τσούμα εφαρμοστέος κανόνας για την κατάταξη των προνομιακών απαιτήσεων των δανειστών δεν είναι το άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926, αλλά μόνον ο προβλεπόμενος από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ (Ν.3816/1958), όπως αντικ. από το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α΄ 86/11-4-2012) και για τον λόγο αυτό απέρριψε την ανακοπή της εταιρείας …» ως νόμω αβάσιμη, η οποία ζητούσε αποκλειστικά και μόνο την κατάταξη της απαίτησής της για δαπάνες του πλοίου που πραγματοποιήθηκαν για τη συντήρηση και τη φύλαξή του στην πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων επικαλούμενη το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, χωρίς να επικαλείται ή να προκύπτει η ύπαρξη προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου … ούτε και υπέβαλε επικουρικό αίτημα κατάταξής της στη δεύτερη τάξη, κρίνοντας –και ορθώς- ότι ο προσδιορισμός των απαιτήσεων που εξοπλίζονται με ειδικό προνόμιο με παραπομπή στο άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του έτους 1926 γίνεται αποκλειστικά στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει προτιμώμενη ναυτική υποθήκη, η οποία αναγγέλλεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφο), προκειμένου για τη σύνταξη πίνακα κατάταξης δανειστών προς διανομή του μη επαρκούς για την κάλυψη απάντων των αναγγελθέντων δανειστών εκπλειστηριάσματος από τον πλειστηριασμό του πλοίου … της οφειλέτιδας (καθ’ ης η εκτέλεση) πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρείας, όπως ορθώς δέχθηκε στην ίδια υπόθεση και το Εφετείο Πειραιά, τελεσίδικα. Το δε εν προκειμένω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πάντως, με την εκκαλουμένη απόφασή του οδήγήθηκε εσφαλμένως στο αντίθετο συμπέρασμα, κρίνοντας ότι στην επίδικη υπόθεση δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, αλλά το άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926. Ωστόσο, τόσο η γραμματική όσο και η τελολογική ερμηνεία του όρου 19 της ως άνω ΚΥΑ έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την επιχειρηματολογία και τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων, καθώς, αναφορικά με τη γραμματική ερμηνεία γίνεται σαφής και περιοριστική αναφορά μόνο σε προτιμώμενες υποθήκες χωρίς άλλη διατύπωση που να επιτρέπει διεύρυνση των περιπτώσεων εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, ενώ εάν σκοπός του νομοθέτη ήταν η καθολική εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 και όχι του ΚΙΝΔ, τότε απλά δεν θα περιόριζε την εφαρμογή της μόνο στην περίπτωση ύπαρξης προτιμώμενης υποθήκης, αλλά θα προέβλεπε μία γενική εφαρμογή της και παράλληλα αποκλεισμό των διατάξεων του ΚΙΝΔ, η δε άποψη-ισχυρισμός ότι η ανωτέρω παραδοχή, που διαπιστώνεται ως πάγια θέση της νομολογίας και της θεωρίας, ήτοι ότι εφόσον δεν αναγγέλθηκε απαίτηση εξασφαλισμένη με προτιμώμενη υποθήκη, δεν έχει εφαρμογή η εγκριτική πράξη νηολόγησης το πλοίου και κατ’ επέκταση η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του έτους 1926, αλλά το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ ως προς τη σειρά κατάταξης των δανειστών, είναι δήθεν εσφαλμένη, επειδή προσβάλλει την ασφάλεια των συναλλαγών, δεν βρίσκει έρεισμα στον νόμο, αλλά ούτε και στις θέσεις της θεωρίας και στα πορίσματα της διαμορφωθείσας νομολογίας των δικαστηρίων, πέραν του ότι είναι γενικόλογη και αοριστολογική, είναι δε εύλογη η αντίθετη θέση και εξυπακούεται ως προϋπόθεση η αναγγελία της προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, διότι τότε και μόνο γεννάται ζήτημα σύγκρισης των προνομιακών απαιτήσεων μεταξύ των αναγγελθέντων δανειστών για την κατάταξη των απαιτήσεών τους στον πίνακα κατάταξης δανειστών για τη διανομή του εκλπειστηριάσματος που επετεύχθη από τον πλειστηριασμό του πλοίου της οφειλέτιδας-καθ’ ης η εκτέλεση. Όπως προκύπτει από τον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης, στην υπάλληλο του πλειστηριασμού δεν αναγγέλθηκε κανένας ενυπόθηκος δανειστής και στο εκπλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε κατατάχθηκαν οι αναφερόμενοι εκεί εφεσίβλητοι δανειστές κλπ., κανένας από τους οποίους δεν είναι προτιμώμενος ενυπόθηκος δανειστής, κατά τα ποσά που αναφέρονται σε αυτόν, συνακόλουθα, στην ερευνώμενη υπόθεση δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών και συγκεκριμένα των άρθρων 2 και 9, με τα οποία ορίζονται αφενός τα προνόμια επί απαιτήσεων δανειστών για την προνομιούχο κατάταξή τους κι αφετέρου η αποκλειστική προθεσμία άσκησής τους (ΕφΠειρ 1824/1988 ΕΝΔ 1989.38). Από το γεγονός ότι σύμφωνα με την εγγραφή του εκπλειστηριασθέντος πλοίου … στα Νηολόγια Πειραιώς με αριθμό … είχε γίνει καταχώριση πρώτης προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης την 28-3-2007 για ποσό 1.200.000 δολ.ΗΠΑ υπέρ της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία … και εν συνεχεία έλαβε χώρα η έκδοση και εγγραφή σε αυτά της ως άνω Εγκριτικής Πράξης Νηολόγησης του εν λόγω πλοίου (ΦΕΚ Β΄ 1126/5-7-2007), και δη βάσει του 19ο όρους αυτής, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, δεν γεννάται ζήτημα εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 (άρθρα 2 και 9), εφόσον η συγκεκριμένη υποθήκη δεν αναγγέλθηκε ως προνόμιο με την ενυπόθηκη απαίτηση στην οποία αφορούσε για την κατάταξη των δανειστών στον πίνακα διανομής του εκπλειστηριάσματος είτε επειδή η απαίτηση του συγκεκριμένου δανειστή εξοφλήθηκε και η υποθήκη εξαλείφθηκε είτε επειδή αυτός αμέλησε να αναγγελθεί, ήτοι δεν ανακύπτει ζήτημα κατάταξης αυτής της πρωτιμώμενης ναυτικής υποθήκης σε σύγκριση με τις λοιπές απαιτήσεις των αναγγελθέντων δανειστών και επομένως, δεν τυγχάνει εφαρμογής ο όρος αυτός της Εγκριτικής Πράξης Νηολόγησης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου ως Κεφαλαίου Εξωτερικού κατ’ άρθρο 13 του Ν.Δ.2687/1953, ούτε εγείρονται ζητήματα κατάταξης της εν λόγω ενυπόθηκης απαίτησης σε σχέση με τα ναυτικά προνόμια που προβλέπονται στη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών του 1926 και στον ΚΙΝΔ ή στον ΚΠολΔ. Απευθείας καλείται προς εφαρμογή, κατά τη νομολογία και τη θεωρία, όπως ανωτέρω επισημάνθηκε, ο κανόνας του άρθρου 205 ΚΙΝΔ για την κατάταξη των ναυτικών προνομίων των αναγγελθεισών απαιτήσεων των δανειστών στον πίνακα κατάταξης δανειστών για τη διανομή του εκπλειστηριάσματος που επετεύχθη από το ως άνω πλειστηριασθέν πλοίο. Τούτο δε ανεξαρτήτως ασφάλειας δικαίου και συναλλαγών,που δεν ήταν ο κύριος σκοπός του νομοθέτη με τη συγκεκριμένη ρύθμιση, από απόψεως γραμματικής και τελολογικής ερμηνείας, κατά τρόπο που θα οδηγούσε αιτιωδώς στα αποτελέσματα που επικαλούνται αβασίμως στις ανακοπές τους και εν γένει στα δικογραφά τους οι εργαζόμενοι ναυτικοί που αποτελούσαν το πλήρωμα του εκπλειστηριασθέντος πλοίου … και ο Κ. Σ., αφού κρίσιμο παραμένει εν προκειμένω το γεγονός της αναγγελίας ή μη της ενυπόθηκης απαίτησης, διότι εξ αυτού και μόνο ενεργοποιείται η διάταξη του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης μέσω της εν λόγω Εγκριτικής Πράξης Νηολόγησης του πλοίου (όρος 19ος) που έχει θεσπιστεί με την επικαλούμενη ΚΥΑ, καθώς μόνο σε περίπτωση αναγγελίας απαίτησης με προνόμιο υποθήκης εγείρεται ζήτημα σειράς κατάταξης μεταξύ αυτής και των λοιπών προνομιακών απαιτήσεων που αναγγέλουν οι δανειστές για την ικανοποίησή τους με την κατάταξή τους στον σχετικό πίνακα διανομής του εκπλειστηριάσματος του πλειστηριασθέντος πλοίoυ (βλ. και contra MονΠρΑθ 3796/1986 ΕΝΔ 15.25, την οποία δεν ασπάζεται το παρόν Δικαστήριο, που ακολουθεί την πάγια άποψη της θεωρίας και της νομολογίας). Κατόπιν τούτων δε, παρέπεται ότι εφόσον η σειρά κατάταξης των απαιτήσεων των αναγγελθέντων δανειστών καθορίζεται από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ (και όχι το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του έτους 1926), γεγονός που συνομολογεί, εξάλλου, και η ίδια η εκκαλούσα στην κρινόμενη έφεσή της ενώπιον του δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου, η αναγγελθείσα απαίτηση της εκκαλούσας-ανακόπτουσας ΑΕ από την προμήθεια-πώληση τροφοεφοδίων για τη συντήρηση του πληρώματος του εν λόγω εκπλειστηριασθέντος πλοίου … θα καταταχθεί στη δεύτερη τάξη των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, εξοπλισμένη με ναυτικό προνόμιο, εφόσον αποδειχθεί ως βάσιμη κατ’ ουσίαν ότι έλαβε χώρα και συνετέλεσε στη συντήρηση το πληρώματος και του πλοίου σε κατάσταση σώα και αναλλοίωτη στον τελευταίο λιμένα αυτού, πριν την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό του. Εν προκειμένω, ωστόσο,  όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην εκκαλουμένη απόφασή του, αποδείχθηκε ότι τα πωληθέντα από την εκκαλούσα εταιρεία τροφοεφόδια αγοράστηκαν και παραδόθηκαν στο πλοίο εντός του έτους 2013, ενώ με βάση το ημερολόγιο γέφυρας το πλοίο κατέπλευσε στον λιμένα Πειραιώς την 6-1-2014 και τη 10-1-2014 στα Ν. Σ. στη Σαλαμίνα, όπου και κατασχέθηκε και επομένως δεν ήταν αναγκαία ούτε για τη συντήρηση του πλοίου ούτε για τη συνέχιση του ταξιδιού, σύμφωνα με το άρθρο 205 ΚΙΝΔ και το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, τα δε υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία ότι τα εν λόγω προμηθευόμενα τροφοεφόδια στο πλοίο εκ μέρους της καλύπτουν εν προκειμένω πραγματικές ανάγκες για τη διαβίωση και τη σίτιση (ήτοι τη συντήρηση) των μελών του πληρώματος, καθόσον συνετέλεσαν ώστε να παραμείνει το πλοίο στον τελευταίο λιμένα κατάπλου επί ικανό χρόνο μέχρι του πλειστηριασμού του και γι’ αυτό έχουν προνομιακό χαρακτήρα, κρίνονται αβάσιμα και ωσαύτως απορριπτέα, διότι δεν εμπίπτουν στην έννοια του άρθρου 205 ΚΙΝΔ για την εξασφάλιση με ναυτικό προνόμιο της γεννηθείσας βάσει αυτών απαίτησής της, σύμφωνα με τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στην αρχική σχετική νομική σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα δε, η απαίτηση της εκκαλούσας δεν απολαμβάνει προνομίου ούτε με τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών του έτους 1926 ούτε με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, καθώς προνομίου απολαμβάνουν τα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως που έγιναν στο τελευταίο λιμάνι κατάπλου του πλοίου, ενώ η εκκαλούσα συνομολογεί ότι η απαίτησή της προέρχεται από τροφοεφόδια που παρέδωσε στο πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιούλιο έως και τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2013. Από το προσαγόμενο ημερολόγιο γεφύρας του πλοίου προκύπτει ότι αυτό κατέπλευσε στον προλιμένα (ράδα) του Πειραιά την 6-1-2014 και την 10-1-2014, κατέπλευσε στις εγκαταστάσεις των ναυπηγείων Σπανόπουλου στη Σαλαμίνα, όπου κατασχέθηκε αναγκαστικά και εκπλειστηριάστηκε, συνακόλουθα, “τελευταίος λιμήν” κατά την έννοια τόσο του άρθρου 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του 1926, όσο και του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, είναι η Σαλαμίνα (και κατά πάσα περίπτωση ο Πειραιάς) όπου κατέπλευσε το πλοίο κατά χρόνο πολύ μεταγενέστερο από την παράδοση των τροφοεφοδίων στο πλοίο. Και αν ακόμη επομένως, τα παραδοθέντα τροφοεφόδια αποτελούσαν έξοδα συντηρήσεως, όπως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, δεν απολαμβάνουν προνομίου, επειδή δεν παραδόθηκαν στον τελευταίο λιμένα. Άλλωστε, δεν αποτελούν έξοδα συντηρήσεως κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων (ΕφΠειρ 544/2008 ΕΝΔ 2008.417), διότι ως τέτοια νοούνται εκείνα που δαπανήθηκαν από την είσοδο του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι (που είναι εκείνο στο οποίο κατέπλευσε το πλοίο από το τελευταίο ταξίδι και επακολούθησε η αναγκαστική του κατάσχεση με σκοπό τον πλειστηριασμό) και εφεξής, ώστε εξ αυτού του λόγου παρεμποδίστηκε να αποπλεύσει σε άλλον λιμένα και τα οποία ήταν απολύτως αναγκαία, ώστε αυτό να διατηρηθεί σε ικανότητα προς εκπλήρωση του προορισμού του ως οικονομικής μονάδας, κατάλληλου για αυτοδύναμη κίνηση και ναυτιλιακή εκμετάλλευση (ΑΠ 681/2004 ΕλλΔνη 47.788, ΑΠ 295/2002 ΕλλΔνη 44.53, ΑΠ 52/1995 ΕλλΔνη 38.1087, ΑΠ 936/1989 ΕΝΔ 1991(19).345, ΑΠ 284/1989 ΕλλΔνη 31.1011, ΕφΠειρ 78/2006 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΕφΠειρ 733/2004 ΕΝΔ 32.368, ΕφΠειρ 3/2004 ΕΝΔ 32.141, ΕφΠειρ 1050/2001 ΕΝΔ 30.26, ΕφΠειρ 599/2000 ΕΕμπΔ 2001.320, ΕφΠειρ 696/1999 ΠειρΝ 1999.446, βλ. σχετ. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τ.3ος, σελ.112, 113). Ως δαπάνες αναγκαίες για τη συντήρηση του πλοίου κατά τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα προ του πλειστηριασμού νοούνται οι δαπάνες εκείνες που ήταν αναγκαίες για την αποκατάσταση των φθορώνπου προκλήθηκαν από την πάροδο του χρόνου και τη λειτουργία του, ώστε να διατηρηθεί το πλοίο σε ικανότητα προς εκπλήρωση του προορισμού του ως οικονομικής μονάδος (ΑΠ 1691/2013 ΕΝΔ 41.304), συνακόλουθα, η νομολογία  προσεγγίζει την έννοια της συγκεκριμένης κατηγορίας ναυτικών προνομίων με επιφυλακτικό και περιοριστικό τρόπο σε σχέση με τα τροφοεφόδια και υλικά, τα οποία δεν αφορούν στην αποκατάσταση φθορών στο ίδιο πλοίο, αλλά στη συντήρηση του πληρώματος (ΕφΠειρ 696/1999 ΠειρΝ 1999.446) και γενικά η ερμηνεία των διατάξεων που καθιερώνουν τα ναυτικά προνόμια πρέπει να είναι στενή, καθόσον διαταράσσουν την ισότητα μεταξύ των πιστωτών (ΑΠ 1691/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 179/2000 ΕλΔ 2000.733, ΕφΠειρ 973/2005 ΕΝΔ 2005.432, ΕφΠειρ 856/2005 ΠειρΝ 2006.81). Πέραν δε της φύσης των εμπορευμάτων που η εκκαλούσα πώλησε και παρέδωσε στην καθ’ ης η εκτέλεση ναυτική εταιρεία, κρίσιμο στοιχείο είναι ο χρόνος κατά τον οποίο συντελέστηκαν οι πωλήσεις αυτών, καθώς για την υπαγωγή τους στο προνόμιο του άρθρου 205 ΚΙΝΔ απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο συντελεσθείς εφοδιασμός να έλαβε χώρα στον τελευταίο προ του πλειστηριασμού λιμένα, η δε περιγραφή αυτή δεν αναφέρεται μόνο στον γεωγραφικό πρσδιορισμό του τελευταίου λιμένα, αλλά και στον χρονικό προσδιορισμό του τελευταίου κατάπλου του πλοίου σε αυτόν πριν εκπλειστηριασθεί, ώστε εάν η δαπάνη έλαβε χώρα πριν από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, διότι π.χ. η αγορά των υλικών συντήρησης συμφωνήθηκε και εκτελέστηκε σε προηγούμενο λιμένα, δεν εξασφαλίζεται με το εν λόγω προνόμιο (ΕφΠειρ 1402/1981 ΕΝΔ 1982.151), είναι δε κατανοητό ότι ο χαρακτηρισμός του λιμένος ως τελευταίου εξαρτάται και από την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης στο πλοίο που κατέπλευσε σ’ αυτόν (ΑΠ 312/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1691/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 191/2017 ΕΝΔ 2019.159, ΕφΠειρ 664/2013 ΕΝΔ 2013.231, ΕφΠειρ 229/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 275/2012 ΕΝΔ 2012.208, ΕφΠειρ 16/2010 ΕΝΔ 2010.252, βλ. σχετ. Αντάπαση Α., Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων, Αθήνα 1976, σελ.140επ.). Εν προκειμένω το πλοίο κατέπλευσε στον λιμένα του Πειραιά στις 16-1-2014, όπου κατασχέθηκε, προ δε του τελευταίου αυτού κατάπλου, είχε καταπλεύσει διαδοχικά στην Κύπρο και στο Ισραήλ, μεταφέροντας φορτία τσιμέντου, συνακόλουθα, μεταξύ του εφοδιασμού του από την ανακόπτουσα-εκκαλούσα κατά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2013, το εν λόγω πλοίο πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια εντός της Μεσογείου και έτσι τα τροφοεφόδια που παραδόθηκαν επί του πλοίου τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2013 στον Πειραιά δεν αφορούσαν την περίοδο παραμονής του πλοίου στον τελευταίο προ της κατάσχεσης λιμένα, όπως αβασίμως ισχυρίστηκε η εκκαλούσα-ανακόπτουσα, καθόσον από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου προκύπτει ότι αυτό κατέπλευσε στον λιμένα του Πειραιά στις 6-1-2014 και στις 10-1-2014 κατέπλευσε στα Ν. Σ. στη Σαλαμνίνα όπυ και κατασχέθηκε, ώστε ανεξαρτήτως της χρησιμότητάς τους ή μη ως προς τη διατήρηση του πλοίου σε ικανότητα προς εκπλήρωση του προορισμού του ως οικονομικής μονάδος, το συγκεκριμένο προνόμιο του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, δεδομένου ότι δεν πληρούται καν η βασική κατά τη νομολογία προϋπόθεση του «τελευταίου λιμένα», σύμφωνα με τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα και στην οικεία αρχική νομική σκέψη της απόφασης, αλλά και επειδή δεν αποδείχθηκε από την εκκαλούσα, που φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης του προνομίου της αναγγελθείσας απαίτησής της (ΚΠολΔ 262, 333, 338, 585, 979), ότι τα πωληθέντα εκ μέρους της τροφοεφόδια προς την πλοιοκτήτρια και οφειλέτιδα ναυτική εταιρεία και καθ’ ης η εκτέλεση ήταν αναγκαία είτε για τη συντήρηση του πλοίου της είτε για τη συνέχιση του ταξιδιού του, υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 2 του ΚΙΝΔ (ή και το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926), ήτοι ότι συνετέλεσαν ώστε να παραμείνει τούτο στον τελευταίο λιμένα κατάπλου του επί ικανό χρονικό διαστημα μέχρι του πλειστηριασμού του, με βάση δε και τον χρόνο που έλαβαν χώρα οι εν λόγω πωλήσεις αυτών, δοθέντος ότι η δαπάνη γι’ αυτά έλαβε χώρα πριν από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, εφόσον η αγορά τους συμφωνήθηκε και εκτελέστηκε σε προηγούμενο λιμένα, συνακόλουθα δεν εξασφαλίζεται η απαίτηση από την αγοραπωλησία τους με το ναυτικό προνόμιο του άρθρου 205 ΚΙΝΔ ούτε και αυτό της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 (ΕφΠειρ 191/2017 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΕφΠειρ 1402/1981 ΕΝΔ 1982.151) (βλ. σχετ. για όλα τα ανωτέρω Α.Αντάπαση-Λ.Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, Κεφ.15, Οι κατ’ ιδίαν ναυτικές προνομιούχες απαιτήσεις, Στ. Έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, Στ1. Τελευταίος λιμένας, παρ.612-616, σελ.308-311). Προς απόδειξη του γεγονότος αυτού, προσκομίζεται η σχετική από … ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κ. Σ., πλοιάρχου στο εν λόγω πλοίο, και της καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδας πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρείας αυτού, από την οποία προκύπτει ότι στις … το εν λόγω πλοίο βρισκόταν στον λιμένα βασιλικού της Κύπρου, ενώ στις 17-12-2013 βρισκόταν στον λιμένα Χάιφα του Ισραήλ, ενώ επιπλέον, από την επ’ ακροατηρίω εξέταση, επιμελεία της εκκαλούσας, ως μάρτυρα του Α. Π., προέκυψε ότι ο τελευταίος υπηρετούσε αδιαλείπτως επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου … από το έτος 2009 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2013, οπότε και αποναυτολογήθηκε στην Κύπρο και κατεθεσε ότι κατά το τελευταίο τρίμηνο της υπηρεσίας του, ήτοι μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου του έτους 2013, το πλοίο ταξίδευε  συνεχώς μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ, συνεπώς, τα ως ανω τροφοεφόδια που αγοράστηκαν και παραδόθηκαν τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2013 στον Πειραιά, δεν αφορούσαν την περίοδο παραμονής του πλοίου στον τελευταιο λιμένα προ της κατάσχεσης του πλοίου, όπως αβασίμως ισχυρίστηκε η εκκαλούσα-ανακόπτουσα. Προς επίρρωση της διαπίστωσης αυτής λαμβάνεται αποδεικτικως υπόψη και η υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Α. Α. του Μ. Α. Ο.   Φ. Α. Ο., ναυτικού του Ε.Ν., που ελήφθη νομότυπα ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ελένης Γ. Τσούμα, με επιμέλεια των καθ’ ων η ανακοπή-εφεσιβλήτων, στο πλαίσιο άσκησής των αγωγών τους για μισθολογικές εργατικές αποδοχές τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών), η οποία εκτιμάται εν προκειμένω ως δικαστικό τεκμήριο, βάσει της οποίας κατατίθεται σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με την παρούσα δίκη από τον εν λόγω ναυτικό μετά λόγου γνώσης και από ιδία αντίληψη ως υπηρετούντα στο επίδικο εκπλειστηριασθέν πλοίο κατά το κρίσιμο αποδεικτικώς χρονικό διάστημα, ότι από το φθινόπωρο του έτους 2013 και εντεύθεν το εν λόγω πλοίο εγκαταλείφθηκε εντελώς στην τύχη του και τελευταία φορά που ο πλοίαρχός του αγόρασε τρόφιμα για το πλοίο ήταν στις αρχές Δεκεμβρίου και από τις 15-12-2013 και έπειτα δεν υπήρχε τίποτε στο πλαίο για φαγητό, εν συνεχεία δε το πλοίο έδεσε στη Σαλαμίνα στις αρχές ιανουαρίου του έτους 2014 και επειδή δεν είχε πετρέλαιο για να λειτουργήσουν οι μηχανές του μεταφέρθηε με ρυμουλκό στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου Σπανόπουλου, όπου και κατασχέθηκε εν τέλει και οδηγήθηκε σε πλειστηριασμό, συνακόλουθα, είναι σαφές ότι η τελευταία δαπάνη από αγορά τροφοεφοδίων έλαβε χώρα (προφανώς από την εκκαλούσα-ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρεία εμ την επωνυμία … Α.Ε.», πριν από τον κατάπλου του εν λόγω πλοίου στον τελευταίο λιμένα του, ως άνω, σύμφωνα με την έννοια του ναυτικού προνομίου της διάταξης του εφαρμοστέου άρθρου 205 ΚΙΝΔ, στην οποία δεν εμπίπτει στην προκείμενη περίπτωση. Επομένως, η απαίτηση της ως άνω εκκαλούσας-ανακόπτουσας, που αναγγέλθηκε με την από 6-5-2014 αναγγελία της δεν απολαμβάνει προνομίου και ορθώς και συννόμως η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, συμβολαιογράφος, δεν την κατέταξε προνομιακά κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης των δανειστών για τη διανομή του εκπλειστηριάσματος, και ομοίως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση. Κατόπιν τούτων δε, επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 979 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης νομιμοποιούνται οι αναγγελθέντες δανειστές, μεταξύ άλλων, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον, και τέτοιο θεωρείται ότι υπάρχει στον ανακόπτοντα, κατά την έννοια του νόμου, μόνον όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής του δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου η ανακοπή, αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα κατάταξης του ανακόπτοντος στον ίδιο πίνακα κατάταξης δανειστών και δη στη θέση του καθ’ ου η ανακοπή του, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη σχετική αρχική νομική σκέψη της παρούσας, ενόψει του ότι εν προκειμένω προκύπτει, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ότι η εκκαλούσα-ανακόπτουσα αναφορικά με την επίδικη αναγγελθείσα ως άνω απαίτησή της στερείται οποιουδήποτε ναυτικού προνομίου από τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 205 ΚΙΝΔ (ως επίσης και στη διάταξη του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του έτους 1926, ανεξαρτήτως του ότι δεν τυγχάνει εφαρμοστέα εν προκειμένω, ήτοι ανεξαρτήτως υπαγωγής της αναγγελθείσας απαίτησής της σε μία των ανωτέρω ειδικών νομοθετικών διατάξεων, αφού δεν προκύπτει ότι μπορεί να υπαχθεί σε οποιαδήποτε εξ αυτών, ο δε σχετικός ισχυρισμός της τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, ως άνω), συνεπώς, στερείται και εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της ανακοπής και εν προκειμένω της έφεσής της στο σύνολό της, και πιο συγκεκριμένα και για τους λόγους έφεσής της που αφορούν τόσο την κατάταξη των εξόδων εκτέλεσης του δικαστικού επιμελητή του πλειστηριασμού, όσο και των απαιτήσεων των αναγγελθέντων ναυτικών εργαζομένων στο εκπλειστηριαζόμεν πλοίο … ήδη εφεσιβλήτων στην παρούσα δίκη, οι οποίες εφόσον αποδειχθούν βάσιμες κατ’ ουσίαν κατατάσσονται ως προνομιούχες στον ίδιο πίνακα κατάταξης δανειστών για τη διανομή των εκπλειστηριάσματος που επετεύχθη από τον πλειστηριασμό του επίδικου πλοίου, και ειδικότερα, η μεν απαίτηση από τα έξοδα εκτέλεσης του δικαστικού επιμελητή στην πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, που τυγχάνει εφαρμοστεο εν προκειμένω, οι αναγγελθείσες απαιτήσεις των ναυτικών εργαζομένων στο εν λόγω εκπλειστηριασθέν πλοίο στη δεύτερη τάξη των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, που τυγχάνει εφαρμοστέο εν προκειμένω, η δε απαίτηση της εκκαλούσας-ανακόπτουσας, η οποία δεν αποδείχθηκε, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ότι είναι προνομιούχος αφορώντας δαπάνη για τη συντήρηση και φύλαξη του πλοίου στον τελευταίο λιμένα κατάπλου του, πριν από την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό του, σε κάθε περίπτωση έπεται των δύο προηγούμενων τάξεων κατάταξης ναυτικών προνομίων κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ και πρέπει να καταχθεί η εκκαλούσα-ανακόπτουσα στους μη προνομιούχους-εγχειρόγραφους δανειστές, εφόσον υπάρχει υπόλοιπο εκπλειστηριάσματος που δεν έχει ήδη εξαντληθεί κατά τη διανομή του στους προνομιούχους αναγγελθέντες δανειστές, με βάση τον επίδικο πίνακα κατάταξης δανειστών και διανομής εκπλειστηριάσματος, όπως ορθώς έκρινε με την εκκαλουμένη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και το ίδιο κρίνεται και στην παρούσα δευτερβάθμια δίκη. Ως εκ τούτου, εφόσον ακόμη και σε περίπτωση ακύρωσης της κατάταξης και εξαιτίας αυτής αποβολής των ως άνω δικαιούχων, καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων, δικαστικού επιμελητή και αναγγελθέντων εργαζομένων ναυτικών στο εκπλειστηριασθέν πλοίο, η συγκεκριμένη ανακόπτουσα-εκκαλούσα ΑΕ δεν δικαιούται να καταταγεί στη θέση τους για την επίδικη αναγγελθείσα μη προνομιούχο (κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ) απαίτησή της, η ανακοπή της πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος ως προς την άσκησή της (ΑΠ 1227/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 450/2006, ΑΠ 120/2005, ΑΠ 1157/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1777/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 1455/1998, ΑΠ 14/1995 ΤΝΠ Νόμος), η δε κρινόμενη έφεσή της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, εφόσον και οι επιμέρους λόγοι της τυγχάνουν απορριπτέοι ως τοιαύτοι, ενόψει του ότι αλυσιτελώς ζητείται εκ μέρους της τόσο η εφαρμογή του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ στην απαίτησή της, η οποία δεν είναι προνομιούχος (κατά τα ναυτικά προνόμια), όσο και στην ακύρωση της προνομιακής κατάταξης των προαναφερομένων δικαστικού επιμελητή (δικαστικά έξοδα εκτέλεσης που έγιναν προς το κοινό συμφέρον των δανειστών στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης) και ναυτικών εργαζομένων στο πλήρωμα του πλοίου (εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσες απαιτήσεις των μελών του πληρώματος του εκλπειστηριασθέντος πλοίου για εργατικές μισθολογικές αποδοχές), ως προς τις αναγγελθείσες και καταταχθείσες απαιτήσεις τους στην πρώτη και στη δεύτερη τάξη των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, αντιστοίχως, διότι ακόμη και σε περίπτωση αποβολής τους από την κατάταξή τους στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών και διανομής πλειστηριάσματος, τούτο δε θα είχε οποιαδήποτε έννομη συνέπεια και επιρροή στην κατάταξη της απαίτησης της εκκαλούσας, καθώς ούτως ή άλλως εκείνη δεν έχει δικαίωμα να καταταγεί προνομιακά στον ανακοπτόμενο αυτόν πίνακα στη θέση των δανειστών που λόγω τυχόν ακύρωσης της κατάταξής τους ως άνω θα αποβάλλονταν από αυτόν, δεδομένου ότι η εν λόγω αναγγελθείσα απαίτησή της δεν χαίρει οποιουδήποτε ναυτικού προνομίου κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ και συνεπώς, δε θα ωφεληθεί η εκκαλούσα-ανακόπτουσα από την αποβολή των ως άνω δανειστών, ώστε η υπό κρίση ανακοπή της εν λόγω εκκαλούσας-αναόπτουσας καθίσταται στο σύνολό της, σύμφωνα και με τα μνημονευόμενα στις σχετικές αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας απορριπτέα ως απαράδεκτη στο σύνολό της ελλείψει εννόμο συμφέροντος της ανακόπτουσας ΑΕ, ενόψει του ότι η απαίτησή της δεν κατατάσσεται ως προνομιακή αλλά ως εγχειρόγραφη, ενώ προηγούνται οι προνομιακές απαιτήσεις τόσο του δικαστικού επιμελητή, όσο και των ναυτικών εργαζομένων του πλοίου, καθώς επίσης και των εκκαλούντων-ανακοπτόντων Χ. Π. και Α. Π. που κατά παραδοχή των εφέσεων και ανακοπών τους έγιναν δεκτές και κατατάσσονται προνομιακά επίσης (προηγούμενες της απαίτησης της εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία … Α.Ε.») σε ό,τι ποσό εν προκειμένω απελευθερώθηκε τυχόν ως άνω από το επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα στο πίνακα κατάταξης δανειστών και διανομής εκπλειστηριάσματος του πλειστηριασθέντος πλοίου και μέχρις εξαντλήσεως έως του ύψους των αναγγελθεισών προνομιακων απαιτήσεών τους (βλ. σχετ. υπ’ αριθ. 2558/2017 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά-Ναυτικό Τμήμα), παρεκτός, κι αν το επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα από τον πλειστηριασμό του πλοίου επαρκούσε για την ικανοποίηση τόσο των ως άνω δανειστών που έχουν προνομιούχες απαιτήσεις με βάση την κατάταξή τους στον πίνακα κατάταξης (κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ), όσο και των μη προνομιούχων δανειστών, ως εν προκειμενω η εκκαλούσα-ανακόπτουσα για την επίδικη απαίτησή της, που κατατάσσεται σε κάθε περίπτωση στους μη προνομιούχους-εγχειρόγραφους δανειστές, ειδάλλως, εάν λόγω μη κατάταξης των εν λόγω προνομιούχων δανειστών αναφορικά με τις αναγγελθείσες και καταταχθείσες απαιτήσεις τους, απέμενε επαρκές εκπλειστηρίασμα, ώστε να ικανοποιηθούν και οι προνομιούχοι δανειστές ως η εκκαλούσα-ανακόπτουσα στην επίδικη αναγγελθείσα μη προνομιούχο απαίτησή της, πάντοτε όμως, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, στη θέση και κατάταξη των μη προνομιούχων-εγχειρόγραφων δανειστών, ως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη αναφορικά με τη σειρά κατάταξης των προνομιούχων και των προνομιούχων δανειστών ότι η απαίτηση της ως άνω εκκαλούσας-ανακόπτουσας δεν ήταν προνομιακή στο σύνολό της και δεν την κατέταξε προνομιακά, απορρίπτοντας ορθώς την ανακοπή της ως προς το κεφαλαιο αυτό ως αβάσιμη. Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να ερευνηθούν άλλωστε κατ’ ουσίαν και οι λοιποί λόγοι έφεσης που προβάλει η εκκαλούσα εν προκειμένω με την κρινόμενη έφεσή της. Αναφορικά δε με τον πρώτο λόγο έφεσής της πρέπει να απορριφθεί πάντως κατά τα προδιαλαμβανόμενα ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Επισημαίνεται δε ότι η αναφερόμενη με τον ισχυρισμό της εκκαλούσας ότι η παράλειψη της εκκαλουμένης να απαντήσει επί της σχετικής κατάθεσης της μάρτυρα της ανακόπτουσας-εκκαλούσας, Αικατερίνης Φραγκούλη, που επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς της περί του προνομίου της αναγγελθείσας απαίτησής της, με βάση τα υπ’ αριθ.4778/2014 πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4335/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στην οποία (φέρεται να) έχει συμπεριληφθεί, συνιστά πλημμέλεια της εκκαλουμένης ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, αφενός μεν, διότι δεν έχει συμπεριληφθεί οποιαδήποτε κατάθεση μάρτυρα που εξετάστηκε με επιμέλεια της εκκαλούσας-ανακόπτουσας στην πρωτοβάθμια δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση και με βάση τα αντίστοιχα ως άνω πρακτικά δίκης, αλλά ούτε και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας), με βάση τα προσκομιζόμενα πρακτικά αυτής, αφετέρου δε, διότι με βάση την εκκαλουμένη προκύπτει από το σκεπτικό της ότι το πρωτοβάθιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη στη διαμόρφωση της κρίσης του και στη έκδοση της απόφασής του άπαντα τα έγγραφα που προσκομίσαν νομίμως και επικαλέστηκαν άπαντες οι διάδικοι στην κρινόμενη δικογραφία, μηδενός εξαιρουμένου, συνακόλουθα, δεν προκύπτει ότι παρέλειψε να συνεκτιμήσει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο προσκόμισε νομίμως μετ’ επικλήσεως και η εκκαλούσα-ανακόπτουσα ενώπιόν του, χωρίς να είναι βεβαίως απαραίτητο να αναφερθεί και κατονομάσει συγκεκριμένα και αυτό ως αποδεικτικό μέσο ούτε και να το αποδεχθεί ως βάσιμο κατ’ ουσίαν, επαρκεί δε τα γεγονός ότι το συνεκτίμησε και το έλαβε υπόψη του, εν προκειμένω, αφού σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει το αντίθετο από την ίδια τηνν εκκαλουμένη απόφαση ούτε και η εκκαλούσα εκθέτει ορισμένα με σαφή και ειδικό τρόπο κάτι τέτοιο, συνακόλουθα, κι αυτός ο ισχυρισμός της τυγχάνει απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, καθόσον ουδεμία τέτοια παράλειψη εντοπίζεται της εκκαλουμένης να απαντήσει επί κατάθεσης μάρτυρα της ανακόπτουσας-εκκαλούσας που να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς της περί του προνομίου της αναγγελθείσας απαίτησής της, με βάση τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ούτε προκύπτει πλημμέλεια της εκκαλουμένης ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, εξ αυτού του λόγου.

Αναφορικά δε με τον δεύτερο ως άνω λόγο έφεσης της εκκαλούσας-ανακόπτουσας στην τρίτη ως ανω κρινόμενη έφεση σχετικά με την προαφαίρεση αντί της κατάταξης στην πρώτη τάξη του πίνακα κατάταξης δανειστών προς διανομή του εκπλειστηριάσματος του πλειστηριασθέντος πλοίου, των εξόδων εκτέλεσης του δικαστικού επιμελητή Ι. Α. από το επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα από τον πλειστηριασμό του επιδίκου πλοίου, επισημαίνονται τα ακόλουθα:

Ενόψει του ότι δεν αμφισβητείται η διενέργεια των εξόδων εκτέλεσης εκ μέρους του δικαστικού επιμελητή, αλλά παραπονείται η εκκαλούσα ότι είναι αόριστη η έκθεση τους, αναφερόμενη σε παραλείψεις εξειδίκευσης και αναυτικής περιγραφής τους, ώστε δεν μπορεί να αμυνθεί κατ’ αυτών ως αναγγελθείς δανειστής, αμφισβητώντας εάν επρόκειτο για δαπάνες που έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών, ήτοι αν επρόκειτο εν τέλει για έξοδα εκτελέσεως, καταρχήν πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η ανακοπή της ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, στρεφόμενη εσφαλμένως κατά του δικαστικού επιμελητή, Ι. Α., αντί των επισπευδόντων την εκτέλεση δανειστών, Δ. Κ. του Ιωάννη και Α. Ρ. του Νικολάου, οι οποίοι νομιμοποιούνται παθητικώς, κατά τα διαλαμβανόμενα στη σχετική αρχική νομική σκέψη της παρούσας, διότι εν προκειμένω η εκκαλούσα επικαλείται ότι εσφαλμένα προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα έξοδα του καταταγέντος στον πίνακα γι’ αυτά δικαστικού επιμελητή, όχι επειδή δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από τις οικείες υπουργικές αποφάσεις αμοιβής των δικαστικών επιμελητών, ώστε να νομιμοποιείται παθητικά ο δικαστικός επιμελητής, αλλά το εάν έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών και είναι υπό την έννοια αυτή έξοδα εκτελέσεως, οπότε νομιμοποιούνται παθητικά ως καθ’ ων η ανακοπή μόνον οι επισπεύδοντες δανειστές (ΑΠ 300/2013, ΑΠ 1774/2007, ΑΠ 280/2004, ΑΠ 142/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 52/2011 Δικογραφία 2012.22). Αναφορικά δε με τους τελευταίους, πάντως, παρότι η ανακοπή της εκκαλούσας δεν στρέφεται κατ’ αυτών ρητώς και ειδικώς για τον συγκεκριμένο λόγο ανακοπής που αφορά τα έξοδα εκτέλεσης που έγιναν για το κοινό συμφέρον των δανειστών, αλλά κατά του προαναφερόμενου δικαστικού επιμελητή, πρέπει ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης να απορριφθεί σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμος, διότι επαρκώς εκτίθενται στη σχετική κατάσταση εκκαθάρισης εξόδων και δικαιωμάτων εκτελέσεως, που έχει συνταχθεί εκ μέρους του δικαστικού επιμελητή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του εκπλειστηριασθέντος πλοίου … τόσο τα έξοδα και τα δικαιώματα (κονδύλια), όσο και οι αιτίες που έλαβαν χώρα οι επιμέρους δαπάνες που συνιστούν τα δικαστικά έξοδα εκτέλεσης και οι δικαιούχοι αυτών, από τα οποία είναι σαφές ότι άπαντα έλαβαν χώρα για το κοινό συμφέρον των δανειστών (ΜονΠρΠειρ 2558/2017, ΜονΠρΠειρ 2129/2015 αδημ. στον νομικό Τύπο), χωρίς να κρίνεται απαραίτητο να εκτίθενται συγκεκριμένοι αριθμοί εγγράφων, ονόματα υπηρεσιών (νηολόγων, υποθηκοφυλάκων, λιμεναρχών), συμβολαιογράφων, μαρτύρων, οφειλετών και υπαλλήλων που έχουν εμπλακεί στην ολή διαδικασία εκτέλεσης, που και πότε έγιναν οι επιδόσεις, καθόσον αυτά πρόκειται για στοιχεία που δεν είναι ουσιώδη ούτε πρέπει να αναφέρονται απαρέγκλιτα ούτε η μη απολύτως εξειδικευμένη αναφορά τους προκαλεί ορισμένη ανεπανόρθωτη βλάβη (δεν εκτέθηκε ορισμένα ούτε και αποδείχθηκε κάτι τέτοιο), αλλωστε προκύπτουν ευχερώς από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικα στοιχεία της δικογραφίας που είναι στη διάθεση και των αναγγελθέντων δανειστών αλλά και των ανακοπτόντων, ευρισκόμενα εις χείρας του ιδίου του δικαστικού επιμελητή, αλλά και του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται συγκεκριμένα ένα προς ένα στην εν λόγω κατάσταση εξόδων και δικαιωμάτων του ως άνω δικαστικού επιμελητή, δεδομένου ότι δεν απαιτείται και ως συστατικός τύπος των δικαιωμάτων του η σύνταξη τέτοιου αναλυτικού εγγράφου που επικαλείται η εκκαλούσα-ανακόπτουσα, προκύπτουν δε από τις ίδιες τις ενέργειες και πράξεις εκτέλεσης που διενήργησε ο δικαστικός επιμελητής σύμφωνα με όσα επιτάσσει ο νόμος για τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, ο οποίος προέβη στη σύνταξη της υπ’ αριθ. … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, στη σύνταξη της υπ’ αριθ. 1443/17.3.3014 περίληψης της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, όπως και στην επίδοση της έκθεσης και της περίληψης όπου ο νόμος ορίζει (την έκθεση κατάσχεσης προς την οφειλέτιδα, τον νηολόγο, τον ναυτικό υποθηκοφύλακα, τον λιμενάρχη Πειραιά και τον λιμενάρχη Σαλαμίνας, τον Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, την δε περίληψη, σε όλους τους ανωτέρω και επιπλέον στο ΝΑΤ, τη ΔΟΥ πλοίων, στο ΙΚΑ, στον ΟΛΠ, στα τελωνεία, στο ΙΚΑ ΕΤΑΜ και προς τον ενυπόθηκο δανειστή), ήτοι συνολικά προέβην σε 20 επιδόσεις των παραπάνω εγγράφων, ενώ στα έξοδα επίσης περιλαμβάνονταν η δημοσίευση της περίληψης, όπως απαιτεί ο νόμος, λαμβάνοντας υοπόψη και το γεγονός ότι για κάθε διαδικαστική πράξη κατά τη διαδικασία της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού προβλέπεται συγκεκριμένη αμοιβή της οποίας καθορίζεται και το ύψος, δυνάμει των διατάξεων της υπ’ αριθ. 2/54638/0022 Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 1716/26.8.2008), χωρίς να προκύπτει ότι υπάρχει υπέρβαση αυτών βάσει των αιτηθέντων εξόδων εκτέλεσης εκ μέρους του δικαστικού επιμελητή, το οποίο ούτε καν ισχυρίζεται ούτε αποδεικνύει πάντως η εκκαλούσα-ανακόπτουσα. Εξάλλου, ούτε αμφισβητείται συγκεκριμένα εκ μέρους της εάν έλαβαν χώρα αυτές οι ενέργειες του δικαστικού επιμελητή και οι συναφείς δαπάνες των εξόδων εκτέλεσης εκ μέρους του ούτε και πλήττονται ή αμφισβητούνται συγκεκριμένα, ειδικά και ορισμένα τα ποσά και το είδος των επιμέρους δαπανών, προκειμένου να εγείρονται ζητήματα αμφιβολίας περί τούτων, πρόκειται για δαπάνες που συνηθίζονται σε ανάλογες περιπτώσεις αναγκαστικής εκτέλεσης με επίσπευση πλειστηριασμού πλοίου, δεν κρίνονται υπερβολικές ή αβάσιμες, αλλά ότι συνάδουν στο κοινό συμφέρον όλων των δανειστών που αναγγέλθηκαν κατά την πρόοδο και ολοκλήρωση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης του πλειστηριασμού του επίδικου πλοίου και όχι προς το αποκλειστικό συμφέρον των επισπευδόντων ή ορισμένων αναγγελθέντων δανειστών. Άλλωστε, τα ποσα αυτών ορίζονται και στον νόμο, συνακόλουθα, δεν αποδείχθηκε εκ μέρους της ανακόπτουσας ως βάσιμος κατ’ ουσίαν ο λόγος ανακοπής της, ο οποίος τυγχανει απορριπτέος ως αβάσιμος, ο δε συναφής λόγος έφεσής της που βασίζεται επ’ αυτού κρίνεται απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού δεν εκτίθεται ορισμένα, ειδικά και με σαφήνεια σε τι πάσχει η κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά την εκκαλουμένη απόφασή του αναφορικά με τα συγκεκριμένα επιμέρους ποσά έξοδα εκτέλεσης και τις αντίστοιχες δαπανές στις οποίες προέβη ο δικαστικός επιμελητής του πλεiστηριασμού του πλοίου προς το συμφέρον απάντων των δανειστών (ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 1271/1995 ΕλλΔνη 38.781, ΕφΠειρ 381/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 1191/2009, ΕφΔωδ 39/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 4707/1993 ΕλλΔνη 35.471), σε κάθε δε περίπτωση ως αβάσιμος, για τους προδιαλαμβανόμενους λόγους. Τούτα δε ανεξαρτήτως του ότι τα έξοδα εκτέλεσης έχουν προνομιακή (συγ)κατάταξη (με έτερα ναυτικά προνόμια) στην πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων της διάταξης του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, που τυγχάνει εφαρμοστέα εν προκειμένω, ως ειδικότερη στην περίπτωση του πλειστηριασμού πλοίου, σε σύγκριση με τη γενική διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ, ήτοι δεν προαφαιρούνται από το επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα από τον πλειστηριασμό του πλοίου (ΕφΠειρ 191/2017 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΕφΠειρ 664/2013, ΕΝΔ 2013.231, ΜονΠρΠειρ 2558/2017, ΜονΠρΠειρ 2129/2015 αδημ. στον νομικό Τύπο. Βλ. σχετ. Ι.Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος 4ος, β΄έκδ., 1982, σελ.2028), σύμφωνα με τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στη σχετική αρχική νομική σκέψη της παρούσας, γεγονός που καθιστά απορριπτέα την έφεση σχετικά με την επίδικη αναγγελθείσα απαίτηση της εκκαλούσας από πώληση τροφοεφοδίων, ελλείψει εννόμου συμφέροντός της, καθότι κατατάσσεται ως μη προνομιακή-εγχειρόγραφη σε σχέση με την προνομιακή απαίτηση για τα έξοδα εκτέλεσης που έγιναν προς το συμφέρον απάντων των δανειστών στην προκείμενη περίπτωση πλειστηριασμού πλοίου, είτε δηλαδή προαφαιρεθούν τα έξοδα εκτέλεσης είτε καταταχθούν στην πρώτη τάξη ναυτικών προνομίων βάσει του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, ενόψει του ότι αποδείχθηκαν βάσιμα κατ’ ουσίαν, αφού η εκκαλούσα-ανακόπτουσα δεν ανταπέδειξε το αντίθετο, ως άνω, προηγούνται σε κατάταξη και σε σειρά ικανοποίησης κατά τη διανομή του εκπλειστηριάσματος του πλειστηριασθέντος πλοίου της καθ’ ης η εκτέλεση με βάση τον επίδικο πίνακα κατάταξης δανειστών προς διανομή του εκπλειστηριάσματος, γεγονός που καθιστά άνευ αντικειμένου τον κρινόμενο λόγο έφεσής της για τη συγκεκριμένη εκκαλούσα-ανακόπτουσα, η οποία και μόνο θα μπορούσε να ωφεληθεί σε περίπτωση ευδοκίμησής του και ακύρωσης του πίνακα κατάταξης κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιο και μόνον περί αποβολής των εξόδων εκτέλεσης. Πλην όμως, τούτο δεν έλαβε χώρα, διότι τα έξοδα εκτέλεσης κρίθηκαν επαρκώς ορισμένα και βάσιμα κατ’ ουσίαν, της εκκαλούσας μη ανταποδείξασας των αντιθέτων ισχυρισμών της, και τα οποία θα πρέπει να ικανοποιηθούν προνομιακώς σε κάθε περίπτωση, οπότε τέτοιο έννομο συμφέρον δεν υπάρχει στην ανακόπτουσα, καθότι η παραδοχή της ανακοπής της δεν αρκεί να εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή, αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα κατάταξης της ιδίας στη θέση του και εφόσον δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, η ανακοπή της πρέπει να απορρίπτεται ως προς τον λόγο αυτόν ως απαράδκετη ελλείψει εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της (ΑΠ 1157/2004 ΤΝΠ Νόμος). Καθόσον δε, μετα την απόρριψη τούτου του λόγου έφεσης δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος ανακοπής ή έφεσης που να βάλει βασίμως κατ’ αυτών προσβάλλοντας τυχόν την πλημμέλεια αυτή με ανακοπή, ώστε να γίνει δεκτός στην παρούσα δίκη, συνακόλουθα, το Δικαστήριο δεσμεύεται σύμφωνα με την αρχή της διαθέσεως των διαδίκων (συζητητικό συστημα, κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ), ισχύουσα και κατά τη διαδικασία και τις δίκες αναγκαστικής εκτέλεσης, μη δυνάμενο να θεωρήσει τα εν λόγω έξοδα ως συγκαταταχθέντα μεταξύ των ναυτικών προνομίων (ΕφΠειρ 664/2013 ό.π.), επομένως, πρέπει να παραμείνει ως έχει ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης των δανειστών και διανομής του εκπλειστηριάσματος αναφορικά με τα έξοδα εκτέλεσης που έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη σχετική αρχική νομική σκέψη της απόφασης, ο δε οικείος δεύτερος λόγος έφεσης που αφορά αντίστοιχο λόγο ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, για όλους τους ανωτέρω λόγους.

Αναφορικά δε με τον τρίτο ως άνω λόγο έφεσης της εκκαλούσας-ανακόπτουσας στην τρίτη ως ανω κρινόμενη έφεση σχετικά με την προνομιακή κατάταξη των εργατικών απαιτήσεων των ναυτικών εργαζομένων στο επίδικο εκπλειστηριασθέν πλοίο, επισημαίνονται τα ακόλουθα: Καταρχάς ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, δεδομένου ότι η εκκαλούσα-ανακόπτουσα ουδόλως ορίζει κατά τρόπο ειδικό, ορισμένο και σαφή, ποιες είναι οι πλημμέλειες της εκκαλουμένης απόφασης αναφορικά με την αναγνώριση των αναγγελθεισών εργατικών απαιτήσεων των ναυτικών εργαζομένων στο εκπλειστηριασθέν πλοίο και την κατάταξή τους στον πίνακα κατάταξης δανειστών και διανομής εκπλειστηριάσματος από τον πλειστηριασμό του πλοίου … καθόσον δεν εκθέτει καν ούτε εξειδεικεύει περαιτέρω στην έφεσή της, που αποτελεί το κρίσιμο προς εξέτασης από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δικόγραφο, συγκεκριμένα ποιες είναι οι επιμέρους πλημμέλειες αναφορικά με την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και εκτίμηση των αποδείξεων της δικογραφίας αναφορικά με το ζήτημα της προνομιακής κατάταξης των απαιτήσεων των εργαζομένων ναυτικών στο εκπλειστηριασθέν πλοίο στη δεύτερη τάξη των ναυτικών προνομιων κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ, αλλά περιορίζεται ολως αορίστως να παραπέμψει στους ανστίστοιχους ισχυρισμούς της στο δικόγραφο της ανακοπής της, πλην όμως, αυτό σε καμία περίπτωση δεν συνιστά ορισμένη προσβολή λόγων έφεσης με το εφετηριο δικόγραφο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ.1 ΚΠολΔ, λαμβάνοντας υπόψη και τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, περί μεταβιβαστικού αποτελέσματος, καθώς με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση (αγωγή/ανακοπή) μεταβιβάζεται ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μέσα στα όρια που καθορίζονται από τους λόγους έφεσης, οι οποίοι για τον λόγο αυτό πρέπει να είναι συγκεκριμένοι, ορισμένοι και σαφείς ήδη από το δικόγραφο της έφεσης (εφετήριο) και όχι σε συνδυασμό με άλλα δικόγραφα ή αποδεικτικά στοιχεία, διότι η αοριστία τους δεν καλύπτεται με μόνη την παραπομπή στους ισχυρισμούς και στα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής ή της ανακοπής, ως εν προκειμένω, ή με την αναφορά προς συμπλήρωση και εξειδίκευση στις προτάσεις, στην προσθήκη-αντίκρουση ή στα αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης, σύμφωνα με την ερμηνεία των προαναφερομένων διαταξεων και τα σαφή και πάγια πορίσματα της νομολογίας των δικαστηρίων επί του θέματος. Εν προκειμένω δε, ουδόλως καθίσταται σαφές ποιες είναι οι πλημμέλειες του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη σύνταξη του σκεπτικού της εκκαλουμένης, καθόσον αφενός μεν δεν ορίζεται επαρκώς για κάθε επιμέρους αναγγελθείσα και καταταχθείσα απαίτηση των εφεσιβλήτων σε τι πάσχει η εκκαλουμένη και ποιους ακριβώς ισχυρισμούς δεν έλαβε υπόψη του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφετέρου δε η αναγωγή-παραπομπή στο δικόγραφο της ανακοπής, το οποίο εμπεριέχεται στην έφεση, δεν καθιστά ορισμένους τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας ως προς τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης, δεδομένου ότι επαναλαμβάνει στερεότυπα, γενικώς και αορίστως, τη φράση ότι αναφέρθηκε στην ανακοπή της, πλην όμως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην εκκαλουμένη ουδόλως απάντησε αλλά παρέλειψε να αποφανθεί επί των αναφερθέντων αναλυτικώς στην ανακοπή της ισχυρισμών της, καταλήγοντας εν τέλει στη φράση ότι έτσι υπέπεσε σε σφάλμα ως προς την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Πλην όμως, δεν πρέπει να θεωρείται ότι είναι ορισμένος ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης αφού δεν εκτίθεται αναλυτικώς και εξειδικευμένα τι δεν ελήφθη υπόψη και τι εκτιμήθηκε εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεδομένου μάλιστα ότι το Ειρηνοδικείο Σαλαμίνας όπως προκύπτει από το σκεπτικό της εκκαλουμένης, έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους στην πρωτοβάθμια δίκη ενώπιόν του, άλλα εκ των οποίων απέρριψε ρητώς άλλα σιγή, με σιωπηρό τρόπο, και άλλα έκανε δεκτά ως βάσιμα καταλήγοντας στην απόφασή του, χωρίς να προκύπτει ότι δεν έλαβε υπόψη ορισμένα εξ αυτών όπως αορίστως ισχυρίζεται η εκκαλούσα, χωρίς να κατονομάζει ποιά είναι αυτά. Αναφορικά με την ορθή ή μη εκτίμησή τους τούτο θα έπρεπε να εκτίθεται ορισμένα στο δικόγραφο της έφεσης, ήτοι τι έλαβε υπόψη, ποια ήταν τα σφάλματα και ποια τα ορθά που έπρεπε να είχε λάβει υπόψη ή να είχε αποφανθεί αλλά δεν το έκανε, με συγκεκριμένες αναφορές στην εκκαλουμένη σε συνδυασμο με το δικόγραφο της ανακοπής και όχι παραθέτοντάς το εξ ολοκλήρου, χωρίς επισήμανση και αναφορά σε συγκεκριμένους ισχυρισμούς στο εφετήριο δικόγραφο, με αναφορά και στις αντίστοιχες σελίδες του δικογράφου της ανακοπής. Σε καμία περίπτωση τούτο δεν συνιστά ορισμένη εκφορά και προβολή λόγου έφεσης προκειμένου να γίνει αντιληπτό τι εισάγεται προς κρίση ενώπιον του δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου, αφού δεν καθίσταται σαφές και δυνατόν να ελεγχθούν συγκεκριμένες πλημμέλειες και δη ποιους ισχυρισμούς της ανακοπής δεν έλαβε υπόψη το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και τι θα έπρεπε να είχε εκτιμήσει, ώστε να γίνει αντιπαραβολή και να ερευνηθούν, καθώς επίσης και οι αντίδικοί της να αντιτάξουν τους δικούς τους ισχυρισμούς επ’ αυτών της έφεσης, καθόσον κατ’ άρθρο 520 παρ.1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118-120 ΚΠολΔ στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, οι οποίοι συνίστανται σε αιτιάσεις κατά της εκκαλουμένης απόφασης, που αναφέρονται σε πραγματικά ή νομικά σφάλματα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά την έκδοση της εκκαλουμένης και οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, να καθορίζονται με πληρότητα οι αποδιδόμενες στην εκκαλούμενη απόφαση αιτιάσεις, στις οποίες πλημμελώς δεν απάντησε ή παρέλειψε να λάβει υπόψη και να απαντήσει, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει μάλιστα της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, προκειμένου να είναι σε θέση να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορούν οι εφεσίβλητοι να αμυνθούν αποκρούοντας αυτούς, προϋποθέσεις που είναι εμφανές εν πρκειμένω ότι δεν πληρούνται εκ μέρους της εκκαλούσας-ανακόπτουσας, που είχε και το σχετικό βάρος με βάση τον ΚΠολΔ, απορριπτομένου του λόγου έφεσης αυτού ως απαραδέκτου και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 1271/1995 ΕλλΔνη 38.781, ΕφΠειρ 381/2015 TΝΠ Νόμος, EφΘεσ 1191/2009, ΕφΔωδ 39/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 4707/1993  ΕλλΔνη 35.471). Δεν είναι αυτονόητο, άλλωστε, ότι ό,τι δεν ελήφθη υπόψη με την ανακοπή στην εκκαλουμένη απόφαση αποτελεί αντικείμενο της έφεσης και ιδίως από μία πλειάδα ισχυρισμών της ανακόπτουσας, που αφορούν τόσους πολλούς διαδίκους και χωριστά έκαστον εξ αυτών αναφορικά με τις αναγγελθείσες και ακαταταχθείσες απαιτήσεις τους, αλλά πρέπει να εξειδεικεύεται το αντικείμενο έρευνας της έφεσης στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος κατά τα προδιαλαμβανόμενα και στην αρχική σχετική νομική σέψη της παρούσας. Πέραν δε της αοριστίας του λόγου αυτού έφεσης, τυγχάνει επιπλέον απαράδεκτος και για τον λόγο ότι η εκκαλούσα στερείται εννόμου συμφέροντος προβολής του εν προκειμένω, για όσα ήδη έχουν ειπωθεί και προηγουμένως, ήτοι ότι οι εν λόγω προσβαλλόμενες με τον συγκεκρκιμένο λόγο έφεσς απαιτήσεις των ναυτικών εργαζομένων εφεσιβλήτων έχουν προνομιακή (συγ)κατάταξη (με έτερα ναυτικά προνόμια) στην δεύτερη τάξη των ναυτικών προνομίων της διάταξης του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, που τυγχάνει εφαρμοστέα εν προκειμένω, ως ειδικότερη στην περίπτωση του πλειστηριασμού πλοίου, σε σύγκριση με τη γενική διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στη σχετική αρχική νομική σκέψη της παρούσας, γεγονός που καθιστά απορριπτέα την έφεση σχετικά με την επίδικη αναγγελθείσα απαίτηση της εκκαλούσας από πώληση τροφοεφοδίων, ελλείψει εννόμου συμφέροντός της, καθότι κατατάσσεται ως μη προνομιακή-εγχειρόγραφη σε σχέση με τις ως άνω προνομιακές απαιτήσεις του πληρώματος του εκπλειστηριασθεντος πλοίου πηγάζουσες από συμβάσεις ναυτικής εργασίας, ήτοι ακόμη κι αν ακυρωθεί η προνομική κατάταξη των εν λόγω αναγγελθεισών απαιτήσεων των ναυτικών εργαζομένων στο εκπλειστηριασθέν πλοίο στη δεύτερη τάξη του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης δανειστών βάσει του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, ενόψει του ότι αποδείχθηκαν βάσιμα κατ’ ουσίαν, αφού η εκκαλούσα-ανακόπτουσα δεν ανταπέδειξε το αντίθετο, ως άνω, προηγούνται σε κατάταξη και σε σειρά ικανοποίησης κατά τη διανομή του εκπλειστηριάσματος του πλειστηριασθέντος πλοίου της καθ’ ης η εκτέλεση με βάση τον επίδικο πίνακα κατάταξης δανειστών προς διανομή του εκπλειστηριάσματος, γεγονός που καθιστά άνευ αντικειμένου τον κρινόμενο λόγο έφεσής της για τη συγκεκριμένη εκκαλούσα-ανακόπτουσα, παρεκτός κι αν υπήρχε επαρκές υπόλοιπο λόγω της αποβολης τους και απελυθέρωσης εκπλειστηριάσματος, ώστε να καταταχθεί και η επίδικη αναγγελθείσα απαίτηση της εκκαλούσας-ανακόπτουσας ως εγχειρόγραφη και μη προνομιακή πάντως εκτός των τάξεων των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, γεγονός που δεν αποδείχθηκε όμως εκ μέρους της εν προκειμένω, οπότε τέτοιο έννομο συμφέρον δεν υπάρχει στην εκκαλούσα-ανακόπτουσα, καθότι η παραδοχή της ανακοπής της δεν αρκεί να εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης των καθ’ ων ναυτικών εργαζομένων, αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα κατάταξης της ιδίας στη θέση τους και εφόσον δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, η ανακοπή της πρέπει να απορρίπτεται ως προς τον λόγο αυτόν ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της (ΑΠ 1157/2004, ΕφΠειρ 664/2013 ΤΝΠ Νόμος). Σε κάθε δε περίπτωση, αναφορικά με την ουσιαστική βασιμότητα των εν λόγω αναγγελθεισών και προνομιακά καταταχθεισών στη δεύτερη τάξη συμμέτρως, τυχαίως και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης απαιτήσεων των ναυτικών εργαζομένων στο εκπλειστηριασθέν πλοίο πρέπει να επισημανθεί ότι άπαντες οι εφεσίβλητοι ναυτικοί εργαζόμενοι υπήρξαν αδιαμφισβήτητα μέλη του πληρώματος του εκπλειστηριασθέντος πλοίου … και οι αξιώσεις τους έχουν γενεσιουργό αιτία τη σύμβαση ναυτολογήσεως εκάστου εξ αυτών σε αυτό το πλοίο, όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται από την υπ’ αριθ. … ως άνω ένορκη βεβαίωση του Α. Α. του Μ.   Φ. Α. Ο., ναυτικού, που απασχολήθηκε εργαζόμενος στο εκπλειστηριασθέν πλοίο και καταθέτει από ιδία αντίληψη και μετά λόγους γνώσης για τις επίδικες αναγγελθείσες και καταταχθείσες στον προσβαλλόμενο πίνακα απαιτήσεις των εφεσιβλήτων εργαζομένων ναυτικών στο εν λόγω πλοίο περί της βασιμότητάς τους, ότι δηλ. η καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτρια καίτοι εργάζονταν δεν τους κατέβαλε τις οφειλόμενες μισθολογικές αποδοχές τους επί μακρόν, συνταχθείσα δε αυτή ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιαά Ελένης Τσούμα σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με την παρούσα δίκη και εκτιμώμενης ως δικαστικό τεκμήριο. Παρά δε τους αντίθετους ισχυρισμούς της εκκαλούσας, οι αναγγελθείσες απαιτήσεις τους κρίθηκαν ήδη βάσιμες κατ’ ουσίαν δυνάμει των αντιστοίχως επικαλουμένων και προσκομιζόμενων εκ μέρους τους με τις προτάσεις τους αποφάσεων που εκδόθηκαν επί των ασκηθεισών αγωγών τους ενώπιον των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, και οι οποίες μάλιστα προκύπτει και δεν αμφισβητείται ότι έχουν ήδη καταστεί αμετάκλητες. Από δε τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως εκ μέρους τους αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, τα οποία ουδόλως αμφισβητούνται κατά τρόπο ειδικό, ορισμένο και σαφή εκ μέρους των αντιδίκων τους και ιδίως εν προκειμένω της ως άνω εκκαλούσας-ανακόπτουσας ΑΕ, και πιο συγκεκριμένα, από τα ναυτικά τους φυλλάδια, τις ατομικές συμβάσεις ναυτολογήσεώς τους, το έγγραφο εθνικότητος του πλοίου … το ναυτολόγιο του πλοίου, αλλά και από τις εκδοθείσες επί των αγωγών τους κατά της οφειλέτιδας καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτριας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου ναυτικής εταιρείας, αποφάσεις, αποδεικνύεται, πλην των άλλων, ότι το εκπλειστηριασθέν πλοίο έφερε την ελληνική σημαία, ότι η οφειλέτιδα είναι ελληνική ναυτική εταιρεία με έδρα τον Πειραιά, ότι οι συμβάσεις εργασίας τους ρητώς είχαν υπαχθεί στο ελληνικό δίκαιο και ότι επίσης ρητώς είχε συμφωνηθεί η εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης ναυτικής εργασίας που επικαλέστηκαν με τις αγωγές τους κατά της ως άνω οφειλέτιδας και με την αναγγελία τους, δηλαδή η συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας, πλοιάρχων και πληρωμάτων για τους εφεσιβλήτους, αντιστοίχως, φορτηγών πλοίων χωρητικότητας μεγαλύτερης των 4.500 τόνων DW, είναι δε σαφές ότι εκ των ειδικότερων ανωτέρω συνθηκών και περιστάσεων της προκείμενης υπόθεσης, η εργασιακή τους σχέση εμφανίζει στενότερο σύνδεσμο με την Ελλάδα και το ελληνικό δίκαιο είναι το πλέον αρμόζον και προκρίνεται ως εφαρμοστέο σε αυτήν, με αποτέλεσμα, υποχρεωτικά, να είναι εφαρμοστέες και οι ανωτέρω συλλογικές συμβάσεις και για όσους εκ των εφεσιβλήτων ναυτικών εργαζομένων δεν είναι Έλληνες υπήκοοι, ήτοι και στους αλλοδαπούς χωρίς τον όρο της αμοιβαιότητας κατ’ εφαρμογή και του άρθρου 25 ΑΚ ενόψει του ότι αποτελούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου και στην ελληνική έννομη τάξη (ΟλΑΠ 46/1987 και ΟλΑΠ 47/1987 ΕΝΔ 15.385). Η δε εφαρμογή τους στην επίδικη σχέση εργασίας με την οφειλέτιδα ναυτική εταιρεία στηρίζεται και στη μεταξύ τους συμφωνία, κατ’ άρθρο 361 ΑΚ (βλ. και άρθρο 25 ΑΚ). Σύμφωνα με τα άρθρα 53 και 54 του ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολογήσεως συντελείται δια της εγγραφής στο ναυτολόγιο του πλοίου και μεταξύ των άλλων περιέχει και τον μισθό. Από το προσαγόμενο ναυτολόγιο του πλοίου αποδεικνύεται ότι ο μισθός τους καθορίσθηκε σύμφωνα με την ανωτέρω επικαλούμενη από αυτούς Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΣΣΕ), καθόσον, υπό την ένδειξη “ΝΑΥΤΟΛΟΓΙΑΣ όροι” ανεγράφησαν τα κεφαλαία γράμματα “Σ.Σ.” δηλαδή, “Συλλογική Σύμβαση”, συνακόλουθα, ρητώς συμφωνήθηκε η εφαρμογή της στη μεταξύ τους εργασιακή σχέση. Η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας μετά την κύρωσή της επέχει θέση ουσιαστικού νόμου, οι διατάξεις της είναι δημοσίας τάξης και οποιοσδήποτε περιορισμός ή και παραίτηση από τις κατ’ ελάχιστο όριο προβλεπόμενες αποδοχές, και τυχόν γενόμενη, είναι ανεπίτρεπτη και άκυρη. Επομένως, όσοι εκ των εφεσιβλήτων ελάμβαναν αποδοχές μικρότερες των όσων προβλέπονται από την ανωτέρω ΣΣΝΕ, δικαιούνται όλες τις κατ’ ελάχιστον προβλεπόμενες από αυτήν αποδοχές, όπως άλλωστε έγινε δεκτό από τις εκπικαλούμενες και προσκομιζόμενες εκδοθείσες επί των αγωγών τους κατά της οφειλέτιδας, αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και του Ειρηνοδικείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών). Ειδικότερα δε, αποδείχθηκε από το προσκομιζόμενο ναυτικό φυλλάδιο ότι ο πρώτος εφεσίβλητος παρείχε τις υπηρεσίες του στην οφειλέτιδα καθ’ ης η εκτέλεση ναυτική εταιρεία με την ειδικότητα του πλοιάρχου. Τόσο στο ναυτικό του φυλλάδιο όσο και στο ναυτολόγιο του πλοίου έχει καταχωρηθεί η συμφωνία περί εφαρμογής της συλλογικής σύμβασης των πλοίαρχων ποντοπόρων πλοίων (χωρητικότητας μεγαλύτερης των 4.500 TDW), ενώ στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του καταχωρούνταν αναλυτικά οι αποδοχές όπως προβλέπονται από τη σύμβαση αυτή, και κάθε μήνα παραδίδονταν στην οφειλέτιδα, χωρίς αυτή να διατυπώσει οποιαδήποτε επιφύλαξη ή αντίρρηση. Συγκεκριμένα στους λογαριασμούς του έχει καταχωρηθεί η προβλεπόμενη από την παρ.5 του άρθρου 2 της ανωτέρω ΣΣΝΕ αμοιβή για τα έξοδα λιμένος πλοιάρχου, για τους μήνες Δεκέμβριο 2013 και Ιανουάριο 2014 έχουν καταχωρηθεί ποσό  446 € που αντιστοιχεί σε έξοδα 20 ημερών για κάθε μήνα, και για τον μήνα Φεβρουάριο 2014 έχει καταχωρηθεί ποσό 312,34 € που αντιστοιχεί σε έξοδα 14 ημερών, καθώς επίσης, έχει καταχωρηθεί και αποδεικνύεται πλήρως η επιπρόσθετη αμοιβή (μπόνους) που είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει από την οφειλέτιδα εργοδότρια ναυτική εταιρεία, και η οποία ανερχόταν σε ποσό 1.150 € μηνιαίως. Τόσο από την αγωγή του, όσο και από την αναγγελία του, στην οποία έχει ενσωματωθεί αυτούσια η αγωγή του, προκύπτει ότι ρητά αναφέρει τις αποδοχές που είχα συμφωνήσει να λαμβάνει και ότι σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και το ανωτέρω επιμίσθιο ποσού  1.150 €, το οποίο και του επιδικάστηκε με την υπ’ αριθ. 4907/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών). Ειδικά δε, αναφορικά με το επίδομα αδείας των υπολοίπων εφεσιβλήτων ναυτικών εργαζομένων επισημαίνεται ότι από το άρθρο 16 της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ πληρωμάτων, προβλέπεται η χορήγηση οκτώ (8) ημερών αδείας για κάθε μήνα υπηρεσίας του ναυτικού. Από την ίδια διάταξη προβλέπεται ο υπολογισμός της αποζημίωσης της αδείας και επιπλέον ότι σε περίπτωση που αυτή δε χορηγηθεί κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, τότε του καταβάλλεται η αποζημίωση και επιπλέον το αναλογούν στις ημέρες της αδείας αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφής. Αυτήν η αποζημίωση ή επίδομα αδείας συμπεριελήφθη κατά τον υπολογισμό των αποδοχών τους στις αγωγές και την αναγγελία των απαιτήσεών του και εν τέλει επιδικάστηκε δυνάμει των δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν αντιστοίχως επί των εκ μέρους τους ασκηθεισών αγωγών, οι οποίες και προσκομίζονται μετ’ επικλήσεώς τους στη δικογραφία. Αναφορικά δε με την υπερωριακή εργασία των εφεσιβλήτων επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου της οφειλέτιδας αποδεικνύεται τόσο από τις ατομικές τους συμβάσεις, στις οποίες περιελήφθη όρος ότι στο συνολικό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνεται και αμοιβή για την εργασία αυτή, όσο και από την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε κατά τη συζήτηση των αγωγών τους, αλλά και από τις εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις επ’ αυτών. Ειδικά δε για τον τέταρτο και τον δέκατο τέταρτο από τους εφεσιβλήτους που υπηρέτησαν ως ναυτικοί στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του μάγειρα, από το άρθρο 6 παρ.6 εδ.β΄ της ΣΣΝΕ προβλέπεται κατ’ αποκοπή υπερωριακή αμοιβή εκατόν εξήντα επτά (167) ωρών μηνιαίως, την οποία δικαιούνται να τους αναγνωριστει και να λάβουν σχετικές νόμιμες και συμφωνηθείσες μισολογικές αποδοχές, ανεξάρτητα αν εργάζονται υπερωριακά ή όχι. Άλλωστε, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία αξιώνεται υπερωριακή αμοιβή, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε αυτήν κατά τα πορίσματα της νομολογίας των δικαστηρίων ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης, συγκεκριμένες ημέρες του μήνα ούτε το είδος της εργασίας που προσέφερε υπερωριακά ο ενάγων, αλλά αρκεί να αναφέρεται στο δικόγραφο το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας κατά μήνα ή κατά μέσον όρο κατά μήνα (ΑΠ 322/1976 ΕΕΔ 35.382, ΑΠ 323/1976 ΕΕΔ 35.384, ΕφΠ 901/2002 ΠειρΝομ 2003.70, ΕφΠειρ 164/2001, ΕφΠειρ 1312/1997 ΕΝΔ 26.11, ΕφΠειρ 274/1995 ΝομΝαυτΤμΕφετΠειρ 1994-1995 σελ.69, ΕφΑθηνών 10521/1987 ΕλλΔνη 1987.607). Συνακόλουθα, αποδεικνύονται και ως βάσιμες κατ’ ουσίαν οι αναγγελθείσες απαιτήσεις των εργαζομένων ναυτικών στο εκπλειστηριασθέν πλοίο, καθόσον οι καθ’ ων η ανακοπή επικαλούνται με τις προτάσεις τους και αποδεικνύουν τα παραγωγικά πραγματικά γεγονότα των απαιτήσεων για τις οποίες έχουν καταταγεί, ήτοι την ιστορική αιτία, την έννομη σχέση από την οποία αυτές προέρχονται και το μέγεθός τους, όπως έχουν υποχρέωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 106, 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, λόγω της ιδιότητάς τους ως καθ’ ών η ανακοπή, μετά την άρνηση από την εκκαλούσα-ανακόπτουσα του μεγέθους των ως άνω απαιτήσεών τους (ΑΠ 1297/2005 ΤΝΠ Νόμος), η οποία ουδόλως ανταπέδειξε ότι είναι αβάσιμες κατά τους ισχυρισμούς της, οι οποίοι τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, καθόσον δεν ανταποκρίθηκε στο σχετικό βάρος απόδειξης, ενόψει του ότι τα αναφερόμενα το πρώτον στην προσθήκη-αντίκρουση επί της εφέσεως, προς συμπλήρωση των λόγων έφεσης, τα οποία ουδόλως εκτίθεντο είτε στο εφετήριο δικόγραφο είτε έστω στις προτάσεις επ’ αυτού, εκ μέρους της εκκαλούσας, δεν μπορούν να καταστήσουν ορισμένο τον λόγο έφεσης αυτόν, πέραν του ότι αποτελούν, άλλωστε, γενικόλογες και αόριστες αρνήσεις της, χωρίς καν κατ’ ουσίαν εξειδίκευση των επικαλούμενων εκ μέρους της προς υποστήριξη και απόδειξη των κατ’ έφεση ισχυρισμών της εκκαλούσας. Συνακόλουθα, εφόσον στη δεύτερη τάξη προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ εντάσσονται οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας τους με την πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρεία του εκπλειστηριασθέντος πλοίου και καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτρια, ανεξάρτητα εάν πρόκειται για καθαρά ναυτική ή άλλη εργασία, εάν έχει γίνει εγγραφή ή μη αυτών στο ναυτολόγιο του πλοίου ή έλαβε χώρα ασφάλιση ή μη αυτών στο ΝΑΤ, ως ναυτικών, ενώ σ’ αυτές περιλαμβάνονται οι αξιώσεις από σύμβαση (έγκυρη ή άκυρη) εργασίας για βασικό μισθό, προσαυξήσεις, πρόσθετη και υπερωριακή εργασία, επιδόματα (κάθε είδους), μισθό ναυαγίου, μισθούς ασθενείας, αποζημίωση λόγω καταγγελίας, πρόσθετο επιμίσθιο (bonus) και αποζημίωση λόγω εργατικού ατυχήματος (ΟλΑΠ 22/2000 ΕΕΝ 68.14, ΕφΠειρ 577/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 808/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 444/2008 ΕΝΔ 36.426, βλ. σχετ. Ι.Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τομ.4ος, εκδ.1982, παρ.632θ, σελ.2034-2036, Α.Αντάπαση-Λ.Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, Κεφ.15, Οι κατ’ ιδίαν ναυτικές προνομιούχες απαιτήσεις, παρ.578επ., σελ.291επ.), ορθώς κατατάχθηκαν ως προνομιακές στη δεύτερη τάξη του εν λόγω πίνακα κατάταξης δανειστών κατά τη διανομή του εκπλειστηριάσματος τα ου πλειστηριασθέντος πλοίου, υπερέχοντας σε κάθε περίπτωση από την αξίωση της εκκαλούσας-ανακόπτουσας, η οποία αποδείχθηκε ότι δεν είναι προνομιακή, με βάση τα ναυτικά προνόμια του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, ως εκ τούτου, ο σχετικός τελευταίος λόγος έφεσης της εκκαλούσας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ελλείψει εννόμους συμφέροντος, καθότι δεν μπορεί να καταταχθεί για τη συγκεκριμένη απαίτησή της στη θέση των εφεσιβλήτων ναυτικών για τις δικές τους εργατικής φύσης απαιτήσεις ως πληρώματος από τη σχέση εργασίας με την καθ’ ης η εκτέλεση, ακόμη και σε περίπτωση ευδοκίμησης του λόγους ανακοπής ως βάσιμου κατ’ ουσίαν και αποβολής τους από την τάξη κατάταξής τους στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, άλλως πρέπει να απορριφθεί (ο λόγος έφεσής της) ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, καθότι, πέραν της προέχουσας αοριστίας του κατά τα προδιαλμβανόμενα, δεν αποδείχθηκε αποδείχθηκε η βασιμότητά του ούτε και η βασιμότητα του σχετικού λόγου ανακοπής της στην οποία παραπέμπει με την έφεσή της η εκκαλούσα, η οποία δεν ανταποκρίθηκε στο σχετικό βάρος απόδειξής των ισχυρισμών της ως βάσιμων, σε αντίθεση με όσα αποδείχθηκαν ως άνω εκ μέρους των εφεσιβλήτων ως προς τις δικές τους καταταχθείσες προνομιακές απαιτήσεις στον ίδιο πίνακα κατάταξης δανειστών και διανομής εκπλειστηριάσματος από τον πλειστηριασμό του ως άνω πλοίου. Επομένως, απορριπτέοι τυγχάνουν συνολικά ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας, αλυσιτελείς ελλείψει εννόμου συμφέροντος και αβάσιμοι κατ’ ουσίαν οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης της εκκαλούσας-ανακόπτουσας … Α.Ε.» και δεν αποδείχθηκε ότι έκρινε εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την έκδοση της εκκαλουμένης αναφορικά με την κατάταξη στη δεύτερη τάξη συμμέτρως, τυχαίως και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεων των ανακοπτόντων-εφεσίβλητων εργαζομένων ναυτικών στο εκπλειστηριασθέν πλοίο, και ουδόλως πρέπει να αποβληθούν από τη δεύτερη τάξη των προνομιούχων αναγγελθέντων δανειστών για τα συγκεκριμένα ποσά των προνομιακών απαιτήσεών τους που πηγάζουν από την εργασιακή σχέση τους με την καθ’ ης η εκτέλεση από τις συμβάσεις εργασίας τους στο εκπλειστηριασθέν πλοίο της,για να καταταγεί η εκκαλούσα για την επίδικη μη προνομιακή αναγγελθείσα απαίτησή της, απορριπτομένης έτσι της κρινόμενης έφεσής της στο σύνολό της ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, κατά παραδοχή των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εφεσιβλήτων κατ’ αυτής ως βασίμων κατ’ ουσίαν, και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δευτεροβάθμιας δίκης στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στη δίκη αυτή, κατανεμόμενα αναλόγως προς τη νίκη και την ήττα εκάστου των διαδίκων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 178 παρ.1, 179 και 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης (ΜονΕφΠειρ (Ναυτ) 577/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 229/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 432/2011 ΑχαΝομ 2012.281, ΜονΠρΘες 18067/2017 ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του υπ’ αριθ.   … e-παραβόλου Δημοσίου, ποσού 75 ευρώ, που κατατέθηκε για την άσκηση της ως άνω υπ’ αριθ.3 εφέσεως της εκκαλούσας-καταθέσασας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … Α.Ε.», λόγω της ολικής ήττας της στη δίκη αυτή ένεκα απόρριψής της έφεσής της, ως άνω, κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (έναρξη ισχύος από 2-4-2012), (ΜονΕφΠειρ (Ναυτ) 577/2015 ΤΝΠ Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί και το γεγονός ότι, όπως ήδη ειπώθηκε και στα σχετικά κεφάλαια του σκεπτικού της παρούσας κατά παραδοχή ως βάσιμων κατ’ ουσίαν των σχετικων λόγων έφεσης των εκκαλούντων–ανακοπτόντων Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π., εσφαλμένως, διανέμεται το ποσό του υπολοίπου της προνομιακής απαιτήσεώς των Χ. Π. και Α. Π. συμμέτρως μεταξύ άλλων αναγγελθέντων δανειστών, και στην εκκαλούσα-ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία … …», καίτοι η τελευταία δεν άσκησε ανακοπή στρεφόμενη συγκεκρμένα και κατά των αποβληθέντων ανακοπτόντων Χ. Π. και Α. Π. κατ’ αυτό το ποσό που απελευθερώθηκε από τις καταταχθείσας στον ποσβαλλόμενο πίνακα αναγγελθείσες απαιτήσεις αυτών και κατατάχθηκε η εν λόγω εταιρεία, δεδομένου ότι μάλιστα ότι δεν προκύπτει ποιό συγκεκριμένο λόγο ανακοπής της ως άνω εταιρείας έκανε δεκτό η εκκαλούμενη απόφαση για να την κατατάξει σε βάρος των εν λόγω ανακοπτόντων αναγγελθέντων δανειστών και των απαιτήσεών τους, όπως απαιτείται με βάση τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στις αρχικές σχετικές νομικές σκέψιες της παρούσας. Επισημαίνεται δε, τέλος, ότι οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων που αντιστοιχούν σε λόγους ανακοπής τους εκτιμώνται εν προκειμένω ως απορριπτέοι λόγω της αβασιμότητάς τους, σε κάθε δε περίπτωση, δεν μπορούν να επηρεάσουν την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ως δευτεροβάθμιου, ενόψει του ότι δεν έχουν ασκήσει έφεση, προκειμένου να μπορούν να προσβάλουν την εκκαλουμένη για την εξαφάνισή της σύμφωνα με την ευδοκίμηση των δικών τους τυχόν λόγων έφεσης-ισχυρισμών, αντιθέτως, εκτιμώνται ως αμυντικοί ισχυρισμοί που απαντούν στους λόγους έφεσης της εκκαλούσας-ανακόπτουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … Α.Ε.» και κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι, εν προκειμένω, όπως ανωτέρω ειδικότερα διαλαμβάνεται στο σκεπτικό της παρούσας (άρθρα 522, 528, 534, 535, 536 ΚΠολΔ), ενώ κατά τα λοιπά αλυσιτελώς εισφέρονται και εκτιμώνται δεόντως, ως ανωτέρω.

Περαιτέρω δε, αναφορικά με την τέταρτη ως ανω κρινόμενη έφεση και πιο συγκεκριμένα με τον πρώτο ως άνω λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Α. Π.  Π., λεκτέα τα εξής:

Με την υπ’αριθ.ΦΥ3113.1.3053/2007 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13 του Ν.Δ.2687/1953 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1126/5.7.2007), εγκρίθηκε η εισαγωγή του πλοίου … ως κεφαλαίου εξωτερικού και ορίσθηκε (με τον 19ο όρο), εκτός των άλλων, ότι “οι προτιμώμενες ναυτικές υποθήκες θα προηγούνται από όλα τα ναυτικά και υπόλοιπα προνόμια, κατά παρέκκλιση του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, του Ν.Δ.3899/1958 ή οποιασδήποτε άλλης διατάξεως του ελληνικού δικαίου, που ισχύει κάθε φορά, με εξαίρεση μόνο τα προνόμια που ορίζονται στο άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926 περί ενοποιήσεως ορισμένων κανόνων δικαίου σχετικών προς τα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες και εφόσον αναγνωρίζονται ως τοιαύτα υπό του ελληνικού νόμου. Η ναυτική υποθήκη ορίσθηκε, επίσης, ότι εξασφαλίζει την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού που ενυπόθηκοι δανειστές έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν από τους πλοιοκτήτες ή οφειλέτες μαζί με τα έξοδα και τους τόκους σε αυτά κατά παρέκκλιση του άρθρου 1289 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 204 ΚΙΝΔ ή οποιασδήποτε άλλης διατάξεως. Σύμφωνα, επομένως, και με τα αναφερόμενα στη σχετική αρχική νομική σκέψη της παρούσας, στην προκείμενη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 2 της Συμβάσεως κατέστη εσωτερικό δίκαιο και έτσι προηγούνται στην κατάταξη των απαιτήσεων που ασφαλίζονται με ναυτικά προνόμια, τα οποία αναγνωρίζονται από τη διάταξη αυτή κατά την τάξη και σειρά αυτών και ακολουθεί η κατάταξη των αναφερομένων στο άρθρο 13 του Ν.Δ.2687/1953 προτιμωμένων ναυτικών υποθηκών κατά τη σειρά της εγγραφής στο ναυτικό υποθηκοφυλακείο και έπεται η κατάταξη κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ. Με βάση τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο προσδιορισμός των απαιτήσεων με παραπομπή στο άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926 γίνεται αποκλειστικά και μόνον στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει προτιμώμενη ναυτική υποθήκη. Ο όρος 19 της ως άνω Εγκριτικής Πράξης Νηολόγησης του εκπλειστηραζόμενου πλοίου είναι σαφής αναφερόμενος μόνον στις προτιμώμενες υποθήκες και όχι στα λοιπά ναυτικά προνόμια. Το σύνολο δε της θεωρίας και της νομολογίας, η οποία έχει αναπτυχθεί για το συγκεκριμένο ζήτημα (συμπεριλαμβανομένων και των αποφάσεων που μνημονεύονται στον προσβαλλόμενο πίνακα κατατάξεως δανειστών), αφορά περιπτώσεις υπάρξεως ναυτικών υποθηκών και την κατάταξη αυτών σε σχέση με τα λοιπά ναυτικά προνόμια. Στη δε περίπτωση που εκπλειστηριάζεται πλοίο, το οποίο έχει νηολογηθεί ως κεφάλαιο εξωτερικού με βάση τις διατάξεις του Ν.Δ.2687/1953 “Περί επενδύσεων και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού” και επ’ αυτού είτε δεν υφίσταται απαίτηση από προτιμώμενη ναυτική υποθήκη είτε υφίσταται αλλά δεν αναγγέλλεται μετά τον πλειστηριασμό, τότε η κατάταξη των προνομιακών απαιτήσεων δεν γίνεται με παραπομπή στο άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926, αλλά με βάση τις διατάξεις του άρθρου 205 ΚΙΝΔ και της Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με πάγια θεωρία και νομολογία (βλ. σχετ. Α.Αντάπαση, «Απαιτήσεις Απολαύουσαι Ναυτικών Προνομίων», Αθήνα 1976, σελ.244: «Αν το εκπλειστηριασθέν πλοίον δεν βαρύνεται παντάπασιν δια ναυτικής υποθήκης ή ο τυχόν ενυπόθηκος δανειστής (απλούς ή προτιμώμενος) δεν αναγγελθεί κατά νόμον, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος θα κατατάξει προνομιακώς κατά πρώτον μεν εκείνας εκ των αναγγελθεισών απαιτήσεων, αίτινες χαίρουν ναυτικού προνομίου συμφώνως τω άρθρω 205 παρ.1 ΚΙΝΔ, κατά δεύτερον δε εκείνας εκ των αναγγελθεισών απαιτήσεων, αίτινες αναγνωρίζονται προνομιακαί υπό του ΚΠολΔ ή άλλης διατάξεως νόμου.», Ιωάννη Μαρκιανού Δανιόλου, «Νομική Αξιολόγηση των Εγκριτικών Πράξεων Νηολόγησης Πλοίων κατά το Άρθρο 13 του Ν.Δ.2687/1953», Μελέτη δημοσιευμένη το έτος 2013 στην Επιθεώρηση Ναυτιλιακού Δικαίου, τόμος 41, σελ.161: «…Περαιτέρω συνέπεια αποτελεί το ότι η εφαρμογή του άρθρου 2 της ΔΣ των Βρυξελλών του 1926 μπορεί να γίνει μόνο αν αναγγελθεί μετά τον πλειστηριασμό απαίτηση από προτιμώμενη υποθήκη, διαφορετικά ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος θα πρέπει να προβεί στην κατάταξη προνομιακών απαιτήσεων μόνο με βάση τις διατάξεις του άρθρου 205 ΚΙΝΔ και της Πολιτικής Δικονομίας.», βλ. και ΕφΠειρ 1824/1988 ΕΝΔ 17.38: «…Ειδικότερα η παραπομπή μπορεί να γίνει στο άρθρο 2 της Συμβάσεως αυτής οπότε τούτο έχει πλήρη ισχύ ως στοιχείο προσδιορισμού των απαιτήσεων που θα προηγούνται από την προτιμώμενη υποθήκη ανεξάρτητα αν το σχετικό προνόμιο προβλέπεται από το άρθρο 205 ΚΙΝΔ του οποίου η εφαρμογή αποκλείεται (…) Από αυτά προκύπτει ότι κατά την κατάρτιση από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πλοίου που αποτελεί κεφάλαιο εξωτερικού του σχετικού πίνακα κατάταξης και κατά τη δίκη που θα ανοιγεί κατόπιν ανακοπής κατ’ αυτού δεν υπάρχει θέμα εφαρμογής της πιο πάνω Σύμβασης, όταν δεν αναγγέλθηκε προς κατάταξη απαίτηση εξασφαλισμένη με προτιμώμενη υποθήκη (έτσι Αντάπασης, «Απαιτήσεις Απολαύουσαι Ναυτικών Προνομίων», 1986, σελ.244). Ειδικότερα όταν δεν φέρεται προς σύγκριση απαίτηση εξασφαλισμένη με προτιμώμενη υποθήκη δεν εφαρμόζεται ούτε το άρθρο 2 που προαναφέρθηκε ούτε το άρθρο 9 με το οποίο ορίζεται αποκλειστική προθεσμία άσκησης του προνομίου το ένα έτος και οι έξι μήνες κατά τις διακρίσεις που γίνονται σε αυτό…»). Σε περίπτωση, επομένως, μη υπάρξεως προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης, η σειρά κατατάξεως των προνομιούχων δανειστών καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από τις οικείες διατάξεις του ΚΙΝΔ και συγκεκριμένα από το άρθρο 205 αυτού χωρίς να προβλέπεται οποιαδήποτε παρέκκλιση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από όλα τα έγγραφα της αναγκαστικής εκτέλεσης (έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως, περίληψη κατασχετηρίας εκθέσεως πλοίου, πρόσκληση δανειστών), δεν υφίσταται προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου …. Επομένως,  η σειρά κατατάξεως των προνομιούχων δανειστών καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από τις οικείες διατάξεις του ΚΙΝΔ και συγκεκριμένα από το άρθρο 205 αυτού.Με βάση τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι στην προκείμενη περίπτωση εφαρμοστέος κανόνας για την κατάταξη των προνομιακών απαιτήσεων των δανειστών είναι μόνον ο προβλεπόμενος από το άρθρο 205 ΚΙΝΔ,όπως τροπ. από το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012), ο οποίος προβλέπει τα εξής: «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοϊαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενοι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία.Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης.» Ομοίως κρίθηκε και ορθώς στην ίδια υπόθεση με έτερους διαδίκους και με βάση την υπ’ αριθ. 781/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Ναυτικό Τμήμα), η οποία επικυρώθηκε τελεσίδικα δυνάμει της υπ’ αριθ. 121/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), βάσει των οποίων αναφορικά με τον επίδικο υπ’ αριθ. … πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιά Ελένης Γεωργίου Τσούμα εφαρμοστέος κανόνας για την κατάταξη των προνομιακών απαιτήσεων των δανειστών δεν είναι το άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926, αλλά μόνον ο προβλεπόμενος από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ(Ν.3816/1958), όπως αντικ. από το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α΄ 86/11-4-2012) και για τον λόγο αυτό απέρριψε την ανακοπή της εταιρείας …» ως νόμω αβάσιμη, η οποία ζητούσε αποκλειστικά και μόνο την κατάταξη της απαίτησής της για δαπάνες του πλοίου που πραγματοποιήθηκαν για τη συντήρηση και τη φύλαξή του στην πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων επικαλούμενη το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, χωρίς να επικαλείται ή να προκύπτει η ύπαρξη προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου … ούτε και υπέβαλε επικουρικό αίτημα κατάταξής της στη δεύτερη τάξη, κρίνοντας –και ορθώς- ότι ο προσδιορισμός των απαιτήσεων που εξοπλίζονται με ειδικό προνόμιο με παραπομπή στο άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του έτους 1926 γίνεται αποκλειστικά στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει προτιμώμενη ναυτική υποθήκη, η οποία αναγγέλλεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφο), προκειμένου για τη σύνταξη πίνακα κατάταξης δανειστών προς διανομή του μη επαρκούς για την κάλυψη απάντων των αναγγελθέντων δανειστών εκπλειστηριάσματος από τον πλειστηριασμό του πλοίου … της οφειλέτιδας (καθ’ ης η εκτέλεση) πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρείας, όπως ορθώς δέχθηκε στην ίδια υπόθεση και το Εφετείο Πειραιά, τελεσίδικα. Το δε εν προκειμένω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πάντως, με την εκκαλουμένη απόφασή του οδήγήθηκε εσφαλμένως στο αντίθετο συμπέρασμα, κρίνοντας ότι στην επίδικη υπόθεση δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, αλλά το άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926. Ωστόσο, τόσο η γραμματική όσο και η τελολογική ερμηνεία του όρου 19 της ως άνω ΚΥΑ έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την επιχειρηματολογία και τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων, καθώς, αναφορικά με τη γραμματική ερμηνεία γίνεται σαφής και περιοριστική αναφορά μόνο σε προτιμώμενες υποθήκες χωρίς άλλη διατύπωση που να επιτρέπει διεύρυνση των περιπτώσεων εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, ενώ εάν σκοπός του νομοθέτη ήταν η καθολική εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 και όχι του ΚΙΝΔ, τότε απλά δεν θα περιόριζε την εφαρμογή της μόνο στην περίπτωση ύπαρξης προτιμώμενης υποθήκης, αλλά θα προέβλεπε μία γενική εφαρμογή της και παράλληλα αποκλεισμό των διατάξεων του ΚΙΝΔ, η δε άποψη-ισχυρισμός ότι η ανωτέρω παραδοχή, που διαπιστώνεται ως πάγια θέση της νομολογίας και της θεωρίας, ήτοι ότι εφόσον δεν αναγγέλθηκε απαίτηση εξασφαλισμένη με προτιμώμενη υποθήκη, δεν έχει εφαρμογή η εγκριτική πράξη νηολόγησης το πλοίου και κατ’ επέκταση η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του έτους 1926, αλλά το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ ως προς τη σειρά κατάταξης των δανειστών, είναι δήθεν εσφαλμένη, επειδή προσβάλλει την ασφάλεια των συναλλαγών, δεν βρίσκει έρεισμα στον νόμο, αλλά ούτε και στις θέσεις της θεωρίας και στα πορίσματα της διαμορφωθείσας νομολογίας των δικαστηρίων, πέραν του ότι είναι γενικόλογη και αοριστολογική, είναι δε εύλογη η αντίθετη θέση και εξυπακούεται ως προϋπόθεση η αναγγελία της προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, διότι τότε και μόνο γεννάται ζήτημα σύγκρισης των προνομιακών απαιτήσεων μεταξύ των αναγγελθέντων δανειστών για την κατάταξη των απαιτήσεών τους στον πίνακα κατάταξης δανειστών για τη διανομή του εκλπειστηριάσματος που επετεύχθη από τον πλειστηριασμό του πλοίου της οφειλέτιδας-καθ’ ης η εκτέλεση, κατά παραδοχή του σχετικού προβαλλόμενου λόγου έφεσης και ανακοπής του ως άνω εκκαλούντος-ανακόπτοντος στην παρούσα δίκη. Οπως προκύπτει  από  τον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης, στην υπάλληλο του πλειστηριασμού δεν αναγγέλθηκε κανένας ενυπόθηκος δανειστής και στο εκπλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε κατατάχθηκαν οι αναφερόμενοι εκεί εφεσίβλητοι δανειστές κλπ., κανένας από τους οποίους δεν είναι προτιμώμενος ενυπόθηκος δανειστής, κατά τα ποσά που αναφέρονται σε αυτόν, συνακόλουθα, στην ερευνώμενη υπόθεση δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών και συγκεκριμένα των άρθρων 2 και 9, με τα οποία ορίζονται αφενός τα προνόμια επί απαιτήσεων δανειστών για την προνομιούχο κατάταξή τους κι αφετέρου η αποκλειστική προθεσμία άσκησής τους (ΕφΠειρ 1824/1988 ΕΝΔ 1989.38). Από το γεγονός ότι σύμφωνα με την εγγραφή του εκπλειστηριασθέντος πλοίου … στα Νηολόγια Πειραιώς με αριθμό … είχε γίνει καταχώριση πρώτης προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης την 28-3-2007 για ποσό 1.200.000 δολ.ΗΠΑ υπέρ της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία … και εν συνεχεία έλαβε χώρα η έκδοση και εγγραφή σε αυτά της ως άνω Εγκριτικής Πράξης Νηολόγησης του εν λόγω πλοίου (ΦΕΚ Β΄ 1126/5-7-2007), και δη βάσει του 19ο όρους αυτής, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, δεν γεννάται ζήτημα εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 (άρθρα 2 και 9), εφόσον η συγκεκριμένη υποθήκη δεν αναγγέλθηκε ως προνόμιο με την ενυπόθηκη απαίτηση στην οποία αφορούσε για την κατάταξη των δανειστών στον πίνακα διανομής του εκπλειστηριάσματος είτε επειδή η απαίτηση του συγκεκριμένου δανειστή εξοφλήθηκε και η υποθήκη διαγράφηκε είτε επειδή αυτός αμέλησε να αναγγελθεί, ήτοι δεν ανακύπτει ζήτημα κατάταξης αυτής της πρωτιμώμενης ναυτικής υποθήκης σε σύγκριση με τις λοιπές απαιτήσεις των αναγγελθέντων δανειστών και επομένως, δεν τυγχάνει εφαρμογής ο όρος αυτός της Εγκριτικής Πράξης Νηολόγησης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου ως Κεφαλαίου Εξωτερικού κατ’ άρθρο 13 του Ν.Δ.2687/1953, ούτε εγείρονται ζητήματα κατάταξης της εν λόγω ενυπόθηκης απαίτησης σε σχέση με τα ναυτικά προνόμια που προβλέπονται στη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών του 1926 και στον ΚΙΝΔ ή στον ΚΠολΔ. Απευθείας καλείται προς εφαρμογή, κατά τη νομολογία και τη θεωρία, όπως ανωτέρω επισημάνθηκε, ο κανόνας του άρθρου 205 ΚΙΝΔ για την κατάταξη των ναυτικών προνομίων των αναγγελθεισών απαιτήσεων των δανειστών στον πίνακα κατάταξης δανειστών για τη διανομή του εκπλειστηριάσματος που επετεύχθη από το ως άνω πλειστηριασθέν πλοίο. Τούτο δε ανεξαρτήτως ασφάλειας δικαίου και συναλλαγών,που δεν ήταν ο κύριος σκοπός του νομοθέτη με τη συγκεκριμένη ρύθμιση, από απόψεως γραμματικής και τελολογικής ερμηνείας, κατά τρόπο που θα οδηγούσε αιτιωδώς στα αποτελέσματα που επικαλείται αβασίμως στην ανακοπή του και εν γένει στα δικογραφά του ο Κ. Σ., αφού κρίσιμο παραμένει εν προκειμένω το γεγονός της αναγγελίας ή μη της ενυπόθηκης απαίτησης, διότι εξ αυτού και μόνο ενεργοποιείται η διάταξη του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης μέσω της εν λόγω Εγκριτικής Πράξης Νηολόγησης του πλοίου (όρος 19ος) που έχει θεσπιστεί με την επικαλούμενη ΚΥΑ, καθώς μόνο σε περίπτση αναγγελίας απαίτησης με προνόμιο υποθήκης εγείρεται ζήτημα σειράς κατάταξης μεταξύ αυτής και των λοιπών προνομιακών απαιτήσεων που αναγγέλουν οι δανειστές για την ικανοποίησή τους με την κατάταξή τους στον σχετικό πίνακα διανομής του εκπλειστηριάσματος του πλειστηριασθέντος πλοίου. Επομένως, εφόσον, εν προκειμένω, αναφορικά με την κατάταξη των προνομιούχων δανειστών τυγχάνει εφαρμογής αποκλειστικά και μόνον ο ΚΙΝΔ και συγκεκριμένα το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, όπως τροπ. από το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 και όχι η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του έτους 1926, δεν υπήρχε ανάγκη να την αναφέρει στην αναγγελία του για το ορισμένο και το βάσιμο της κατάταξης της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του ο εκκαλών, οπότε δεν συντρέχει περίπτωση παράλειψης ορισμένης αναφοράς του προνομίου της απαίτησής του κατά τρόπο που να καθιστά αόριστη και ωσαύτως απορριπτέα την αναγγελία της επίδικης απαίτησής του, η δε εκκαλουμένη εσφαλμένως τον απέβαλε από τον ως άνω προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών εξ αυτού του λόγου και ως εκ τούτου, ορθώς εκκαλείται και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς το κεφάλαιό της αυτό που προσβάλλεται με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης, κατά παραδοχή δε αυτού ως βασίμου κατ’ ουσίαν, πρέπει τόσο η ανακοπή του εφεσίβλητου Κ. Σ., όσο και η ανακοπή του Ε. Δ., αναφορικά με τον συγκεκριμένο εκκαλούντα και για τον συγκεκριμένο λόγο ανακοπής του, να απορριφθούν ως νόμω και ουσία αβάσιμες και να γίνει δεκτή η ανακοπή του ως παραδεκτή και νόμιμη, ως προς τον λόγο αυτόν ανακοπής, για την άσκηση της οποίας έχει έννομο συμφέρον, κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου έφεσής του.

Αναφορικά με τον δεύτερο ως άνω λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Α. Π.  Π., πέραν του ότι συνάπτεται στενά με τον προαναφερόμενο πρώτο λόγο έφεσης και ανακοπής του ιδίου εκκαλούντος-ανακόπτοντος, για τον οποίο τα προδιαλαμβανόμενα, πρέπει να επισημανθούν επιπλέον και ειδικότερα και τα εξής:

Η διάταξη του άρθρου 972 παρ.1 περιπτ.β΄ ΚΠολΔ, ορίζει ότι η αναγγελία πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων, και περιγραφή της απαίτησης (κύριας και παρεπόμενης) του δανειστή που αναγγέλλεται. Η διάταξη δε του άρθρου 159 αριθ.3 ΚΠολΔ, ορίζει ότι η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, αν η παράβαση προκάλεσε στον διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική πράξη της κατάταξης και το αρχικό δικόγραφο με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και ειδικότερα της κατάταξης η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν, με τις παρατηρήσεις τους (άρθρο 974 ΚΠολΔ) και την ανακοπή (άρθρου 979 ΚΠολΔ), ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσας απαιτήσεως. Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνα τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότατα της απαιτήσεως. Ανάμεσα στις προϋποθέσεις αυτές είναι και η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου, πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση (ΟλΑΠ 1783/2001 ΕΝΔ 30.310, ΑΠ 1087/2013, ΑΠ 1580/2013, ΑΠ 650/2011, ΑΠ 31/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 618/2001 ΕλλΔνη 43.1389, ΑΠ 286/2000 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 52/1995 ΕΝΔ 23.200 ΕΕμπΔ 95.467, ΑΠ 14/1995 ΕλλΔνη 37.108, ΑΠ 172/1994 ΕλλΔνη 37.61, ΕφΠειρ 544/2008 ΕΝΔ 2008.417, ΕφΠειρ 3/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 198/2003 ΕΝΔ 31.144, ΕφΠειρ 497/2003 ΕΝΔ 31.447, ΕφΑθ 1600/1999 ΕλλΔνη 42.197, ΕφΑθ 3028/1998 ΕλλΔνη 39.1363, ΕφΑθ 883/1986 ΕΝΔ 15.415, βλ. σχετ. Μ.Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος ΙΙ, 2012, άρθρο 972, σελ.714επ.). Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαίτησης μόνον όταν η περιγραφή αυτής, καθώς και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μην μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ και να υφίστανται έτσι βλάβη. Δεν είναι,όμως,αναγκαία η εξειδίκευση στον βαθμό που απαιτείται επί της αγωγής και της ανακοπής (άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ), διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για δικαστική προστασία κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ (ΑΠ 1783/2001, ΑΠ 387/2001, ΑΠ 196/1999, ΕφΠειρ 198/2003, ΕφΠειρ 3/2004 ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσίβλητος Κ. Σ. με την επίδικη ανακοπή του ισχυρίζεται ότι ο εκκαλών δεν ζήτησε την προνομιακή του κατάταξη με βάση τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926, πλην όμως, ούτε επικαλείται κάποια βλάβη που δήθεν του προκάλεσε η μη επίκληση εκ μέρους του των ως άνω διατάξεων ούτε και ισχυρίζεται ότι η περιγραφή της απαίτησής του και του υφισταμένου προνομίου του είναι τόσο ελλιπής, ώστε να μη δύναται να την αντικρούσει, αντιθέτως, επικαλείται τις ως άνω διατάξεις προκειμένου να στηρίξει επ’ αυτών τις δικές του φερόμενες ως προνομιακές απαιτήσεις, οπότε η μη αναφορά του εκκαλούντος-ανακόπτοντος σ’ αυτές ουδεμία βλάβη δικονομικής ή άλλης φύσεως προκύπτει ότι του προκάλεσε, στοιχείο απαραίτητο για την ευδοκίμηση του λόγου αυτού ανακοπής του. Το δε Ε. Δ. δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά στις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 στο δικόγραφο της ανακοπής του ούτε επικαλέστηκε κάποια βλάβη που τυχόν υπέστη από τη μη επίκλησή τους στην αναγγελία του εκκαλούντος, αλλά γενικώς και αορίστως αρνήθηκε και αμφισβήτησε τις απαιτήσεις του και τον προνομιακό τους χαρακτήρα, χωρίς όμως κάποια περαιτέρω ειδικότερη αναφορά σε συγκεκριμένες απαιτήσεις και σε συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους τις αμφισβητεί. Τούτα βεβαίως πέραν του ότι ο ως άνω εκκαλών δεν είχε σχετική υποχρέωση να επικαλεστεί την εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926, δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα στον προηγούμενο λόγος έφεσης-ανακοπής, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής αυτής για την κατάταξη των αναγγελθεισών απαιτήσεων των δανειστών με βάση τα προνόμιά τους στον επίδικο πίνακα κατάταξης δανειστών για τη διανομή του εκπλειστηριάσματος του πλειστηριασθένος πλοίου … αλλά του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ και συμπληρωματικα των σχετικών άρθρων 975επ. ΚΠολΔ, οπότε δεν υπάρχει παράλειψη εκ μέρους του εκκαλλούντος-ανακόπτοντος που πρέπει να αποβαίνει σε βάρος του. Επομένως, εφόσον εν προκειμένω, βάσει των ανωτέρω, αναφορικά με την κατάταξη των προνομιούχων δανειστών τυγχάνει εφαρμογής αποκλειστικά και μόνον ο ΚΙΝΔ και συγκεκριμένα το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, όπως τροπ. από το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012) και όχι η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του έτους 1926, δεν υπήρχε ανάγκη να την αναφέρει για το ορισμένο και το βάσιμο της κατάταξης της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του ο εκκαλών Α. Π.  Π. στην αναγγελία του, η δε εκκαλουμένη εσφαλμένως τον απέβαλε από τον ως άνω προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών εξ αυτού του λόγου και ως εκ τούτου, ορθώς εκκαλείται και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς το κεφάλαιό της αυτό που προσβάλλεται εν προκειμένω με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης και πρέπει κατά παραδοχή αυτού ως βασίμου κατ’ ουσίαν, τόσο η ανακοπή του εφεσίβλητου Κ. Σ., όσο και η ανακοπή του Ε. Δ., αναφορικά με τον συγκεκριμένο εκκαλούντα και για τον συγκεκριμένο λόγο ανακοπής του, να απορριφθούν ως νόμω και ουσία αβάσιμες και να γίνει δεκτή η ανακοπή του εκκαλούντος ως παραδεκτή και νόμιμη, ως προς τον λόγο αυτόν ανακοπής, για την άσκηση της οποίας έχει έννομο συμφέρον, κατά παραδοχή και του δεύτερου λόγου έφεσής του, σε συνδυασμό και με τον πρώτο λόγο έφεσής του, που έγινε δεκτός, ως άνω.

Αναφορικά με τον τρίτο ως άνω λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Α. Π.  Π., πρέπει να επισημανθεί ότι: εσφαλμένως έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση αποβάλλοντας τον ανακόπτοντα αυτόν από τον πίνακα κατάταξης δανειστών και δη από τη δεύτερη τάξη του για το σύνολο της απαίτησής του, για την οποία είχε καταταγεί και όχι μόνο για το υπόλοιπο της απαίτησης του ανακόπτοντος Κ. Σ., για το οποίο θα έπρεπε αυτός να καταταγεί, σε περίπτωση παραδοχής εν τέλει της ανακοπής του, όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενόψει του ότι βάσει και των προδιαλαμβανομένων οι απαιτήσεις του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Α. Π., στην έκταση που δεν είχαν παραγραφεί, ήταν εξοπλισμένες με προνόμιο βάσει του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, ανεξαρτήτως των αναφερομένων στο άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926 και της (μη) υποχρέωσής του για αναφορά του προνομίου βάσει αυτής, ώστε έπρεπε να καταταχθούν στη δεύτερη τάξη του επίδικου πίνακα κατάταξης δανειστών ως προνομιακές, τυχαίως και συμμέτρως και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασής τους και ουδόλως έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως μη προνομιακές ούτε ο συγκεκριμένος αναγγελθείς δανειστής να καταταχθεί στους μη προνομιούχους-εγχειρόγραφους δανειστές, υποβληθείς στη σύμμετρη διανομή του υπολοίπου του εκπλειστηριάσματος, που εσφαλμένως απελευθερώθηκε με αποβολή του, σε βάρος των επίδικων απαιτήσεών του, για τους λόγους που πλημμελώς διέλαβε ως άνω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην εκκαλουμένη (βλ. σχετ. και σκεπτικό της παρούσας επί του πρώτου λόγου έφεσης), ενώ και το ποσό που ελευθερώθηκε από την προνομιακή απαίτηση του Α. Π. για να καταταγεί ο Κ. Σ. δεν αναφέρεται συγκεκριμένα, αλλά αορίστως και εν συνόλω ως ποσό 13.390,81 ευρώ από κοινού με τον ανακόπτοντα Χ. Π., που επίσης αποβλήθηκε από τον επίδικο πίνακα κατάταξης δανειστών, χωρίς να γίνεται όμως εξειδίκευση έναντι εκάστου εξ αυτών χωριστά για το αντίστοιχο ποσό, ενόψει του ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς ανακόπτοντες με χωριστές αναγγελθείσες απαιτήσεις, η τύχη των οποίων δύναται να είναι διαφορετική στην αντιμετώπισή τους από το επιληφθέν δικαστήριο, ανεξαρτήτως του ότι οι ένδικες απαιτήσεις τους σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής και η παράστασή τους στη δίκη γίνεται διά του ιδίου πληρεξουσίου δικηγόρου τους, διότι οι απαιτήσεις αναγγέλονται και κρίνονται αυτοτελώς και διαιρετώς και σε τέτοιες περιπτώσεις και όχι αθροιστικά, ακόμη κι αν πηγάζουν από την ίδια νομική και ιστορική αιτία, πόσω μάλλον που εν προκειμένω υπάρχει εμφανής διαφοροποίησή τους με βάση τις αναγγελίες των απαιτήσεων και τα αναφερόμενα στα δικόγραφα ανακοπής των δύο αυτών δικαιούχων, ήτοι η εκκαλούμενη απόφαση δεν αναφέρει συγκεκριμένο ποσό που ελευθερώνει από την προνομιακή απαίτηση εκάστου εξ αυτών και για το οποίο θα έπρεπε να καταταγεί χωριστά ο Κ. Σ. για μέρος της συνολικής απαίτησής του, και όχι να ελευθερώσει αορίστως ένα ποσό της τάξεως των 13.390,81 ευρώ, το οποίο όμως αφορά χωρίς την αναγκαία περαιτέρω εξειδείκευση τόσο την απαίτηση του Χ. Π., όσο και την απαίτηση του Α. Π., ο οποίος επίσης αποβλήθηκε για τον ίδιο λόγο από τον πίνακα, χωρίς να δύναται να προδικάσει κανείς ότι αμφότερες θα είχαν την ίδια τύχη και νομική αντιμετώπιση. Τέλος, εσφαλμένως, διανέμεται το ποσό αυτό του υπολοίπου της προνομιακής απαιτήσεώς του Α. Π. στην οποία προσθέτει και το υπόλοιπο της προνομιακής απαιτήσεως του επίσης αποβληθέντος Χ. Π., συμμέτρως δε μεταξύ των Ε. Δ., ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … …», Χ. Π. και Α. Π., καίτοι η εταιρεία … Α.Ε.» δεν άσκησε ανακοπή σε βάρος του αποβληθέντος ανακόπτοντος Α. Π. κατ’ αυτό το ποσό, δεδομένου ότι μάλιστα ότι δεν προκύπτει ποιο συγκεκριμένο λόγο ανακοπής της ως άνω εταιρείας έκανε δεκτό η εκκαλούμενη απόφαση για να την κατατάξει σε βάρος του εν λόγω ανακόπτοντος αναγγελθέντος δανειστή και της απαίτησής του. Συνακόλουθα, έπρεπε η εκκαλουμένη σε περίπτωση παραδοχής της ανακοπής του Κ. Σ. να αποβάλει τον Α. Π. από τη δεύτερη τάξη των προνομιούχων δανειστών μόνο για συγκεκριμένο ποσό που θα αντιστοιχούσε αναλογικά στο υπόλοιπο της απαίτησής του, για το οποίο έπρεπε αυτός να καταταγεί, τα δε περί του αντιθέτου αναφερόμενα στις προτάσεις του Κ. Σ. τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα. Επομένως, η εκκαλουμένη εσφαλμένως έκρινε ως άνω και ορθώς εκκαλείται και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς το κεφάλαιό της αυτό που προσβάλλεται εν προκειμένω με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης και πρέπει κατά παραδοχή αυτού ως βασίμου κατ’ ουσίαν, να διαμορφωθεί αναλόγως, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα, ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών, αναφορικά με τον συγκεκριμένο εκκαλούντα και για τον συγκεκριμένο λόγο ανακοπής του, να απορριφθούν ως νόμω και ουσία αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων, καθώς και οι ανακοπές τους στο συγκεκριμένο κεφάλαιο που αφορούν εν προκειμένω, κατά παραδοχή της ανακοπής του Α. Π. ως νόμιμης και βάσιμης, ως προς τον λόγο αυτόν ανακοπής του, για την άσκηση της οποίας έχει έννομο συμφέρον, κατά παραδοχή και του τρίτου ως άνω λόγου έφεσής του, σε συνδυασμό όμως και με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγους έφεσής του που έγιναν επίσης δεκτοί, ως άνω, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος (άρθρο 522 ΚΠολΔ), λαμβάνοντας υπόψη και τα διαλαμβανόμενα σχετικώς στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας. Επισημαίνεται δε, τέλος, ότι οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων που αντιστοιχούν σε λόγους ανακοπής τους εκτιμώνται εν προκειμένω ως απορριπτέοι λόγω της αβασιμότητάς τους, σε κάθε δε περίπτωση, δεν μπορούν να επηρεάσουν την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ως δευτεροβάθμιου, ενόψει του ότι δεν έχουν ασκήσει έφεση, προκειμένου να μπορούν να προσβάλουν την εκκαλουμένη για την εξαφάνισή της σύμφωνα με την ευδοκίμηση των δικών τους τυχόν λόγων έφεσης-ισχυρισμών, αντιθέτως, εκτιμώνται ως αμυντικοί ισχυρισμοί που απαντούν στους λόγους έφεσης του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Α. Π. και κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι, εν προκειμένω, όπως ανωτέρω ειδικότερα διαλαμβάνεται στο σκεπτικό της παρούσας (άρθρα 522, 528, 534, 535, 536 ΚΠολΔ), ενώ κατά τα λοιπά αλυσιτελώς εισφέρονται και εκτιμώνται δεόντως, ως ανωτέρω.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ένεκα παραδοχής ως κατ’ ουσίαν βάσιμων των εφέσεων του δεύτερου και του τέταρτου των εκκαλούντων, Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π., αποδείχθηκε ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη τους απέβαλε από τη δεύτερη τάξη (προνομιακής) κατάταξης των προνομιακών απαιτήσεων βάσει των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, ελευθερώνοντας εν συνεχεία,  τα ποσά των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους λόγω της αποβολής τους από τον επίδικο πίνακα κατάταξης δανειστών, και πιο συγκεκριμένα, τα ποσά των 20.425,30 ευρώ και 21.643,86 ευρώ, αντιστοίχως, στα οποία κατέταξε τον αναγγελθέντα δανειστή και ανακόπτοντα Κ. Σ. έως του ποσού των 28.800 ευρώ της αναγγελθείσας απαίτησής του, συνολικά επί αμφοτέρων των ποσών που ελευθερώθηκαν ως άνω με την αποβολή των προαναφερομένων αναγγελθέντων δανειστών, αντί του ποσού των 15.409,19 ευρώ, για το οποίο ο τελευταίος είχε αρχικά καταταγεί βάσει του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, ενώ το εναπομείναν υπόλοιπο ποσό 28.678,35 ευρώ (= 21.643,86 ευρώ + 20.425,30 ευρώ – (28.800 ευρώ – 15.409,19 ευρώ)), διένειμε συμμέτρως στους μη προνομιούχους-εγχειρόγραφους δανειστές και δη στους ανακόπτοντες: α) στο Ε. Δ. για την αναγγελθεισα απαίτησή του το ποσό των (171.737,65 ευρώ– 6.674,35 ευρώ) 165.063,30 ευρώ, β) στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία … ΑΕ» για την αναγγελθείσα απαίτησή της το ποσό των 6.146,54 ευρώ, γ) στον Χ. Π. για την αναγγελθείσα απαίτησή του το ποσό των 38.175,19 ευρώ και δ) στον Α. Π. για την αναγγελθείσα απαίτησή του το ποσό των 40.452,70 ευρώ, συνακόλουθα, πρέπει κατά παραδοχή ως βάσιμων κατ’ ουσίαν των ανωτέρω λόγων έφεσης και ανακοπής αντιστοίχως των εκκαλούντων Χ. Π. και Α. Π. να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών και δη, να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες εφέσεις τους, απορριπτομένων των εφέσεων των εκκαλούντων-ανακοπτόντων Ε. Δ. και ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … …» ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν, στο σύνολό τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος που ορίζεται από τους λόγους έφεσης που έγιναν ως άνω δεκτοί ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν (ΚΠολΔ 522), να διακρατηθεί η υπόθεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τα εν λόγω κεφάλαια και να δικαστεί κατ’ ουσίαν με βάση τις τις ανακοπές των ως άνω εκκαλούντων κατά τα αντίστοιχα εκκαλούμενα κεφάλαια στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού πάντοτε αποτελέσματος (ΚΠολΔ 522), πρέπει να τις κάνει δεκτές (ανακοπές) ως κατ’ ουσίαν βάσιμες (εν μέρει) κατά παραδοχή ως βάσιμων κατ’ ουσίαν των αντιστοίχων κρίσιμων λόγων ανακοπής, να μεταρρυθμίσει τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών με βάση τις αναγγελθείσες απαιτήσεις τους ως ακολούθως (ΜονΕφΠειρ (Ναυτ) 191/2017 αδημ. στον νομικό Τύπο), σχετικά με τη διανομή του εκπλειστηριάσματος, από τον πλειστηριασμό του επίδικου πλοίου, το οποίο δεν επαρκεί για την πλήρη ικανοποίηση του συνόλου των αναγγελθεισών απαιτήσεων των αναγγελθέντων δανειστών της καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδας πλοιοκτήτριας εταιρείας και για την ενότητα του διατακτικού της εκτελεστής απόφασης προς διευκόλυνση των ενδιαφερομένων και αποφυγή σύγχυσης, πρέπει να μεταρρυθμιστεί και διαμορφωθεί ο σχετικός υπ’ αριθ. … πίνακας κατάταξης δανειστών ως προς τις αναγγελθείσες απαιτήσεις τους, αφού αφαιρεθούν –παρά τη διάταξη του άρθρου 205 περ.α΄ ΚΙΝΔ, ως αντικ. με το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α΄ 86/11-4-2012), για τους προδιαλαμβανόμενους λόγους- τα δικαιώματα και τα έξοδα πλειστηριασμού του επί της εκτελέσεως δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Ι. Α., ποσού 3.327,76 ευρώ συμπεριλαμβανομένων ΦΠΑ και εξόδων (προνομιακής απαίτησης, κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ), σύμφωνα με την κατατεθείσα έγγραφη κατάσταση εξόδων και δικαιωμάτων του, καθώς και τα τέλη και δικαιώματα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού-συμβολαιογράφου, Ελένης Τσούμα, ποσού 6.233,44 ευρώ, για το ήμισυ των δικαιωμάτων του από τη σύνταξη περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης για την έκδοση γραμματίου παρακαταθήκης, για τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης δανειστών, για τη σύνταξη πρόσκλησης δανειστών με αντίγραφα της όσοι οι παράγοντες του πλειστηριασμού και για έξοδα και αμοιβή κοινοποιήσεώς της με δικαστικό επιμελητή (προνομιακής απαίτησης, κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ), ήτοι συνολικό ποσό 9.561,20 ευρώ, επί του υπολοίπου ποσού του προς διανομή εκπλειστηριάσματος των 391.438,80 ευρώ: 1) στην πρώτη (προνομιακή) τάξη, προνομιακά και οριστικά, κατατάσσονται: α) το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς για ποσό 219,92 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.α΄ ΚΙΝΔ), β) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΟΛΠ Α.Ε.» για ποσό 6.936,10 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.α΄ ΚΙΝΔ) και γ) το Ε. Δ. για ποσό 6.674,35 ευρώ για φόρους πλοίου, τέλη ελλιμενισμού και πρόστιμο Ε.Π. (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.α΄ ΚΙΝΔ), ενώ 2) στη δεύτερη (προνομιακή) τάξη, προνομιακώς, συμμέτρως (αναλογικά με την αξίωση του καθενός), τυχαίως και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους, επί του εναπομείναντος υπολοίπου προς διανομή ποσού των 377.608,43 ευρώ, κατατάσσονται οι ναυτικοί εργαζόμενοι για τις εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσες προνομιακές απαιτήσεις τους ως αναγγελθέντων δανειστών, πλοιάρχων και πληρώματος του εκπλειστηριασθένος πλοίου … και δη τυχαίως και συμμέτρως και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας τους σε σχέση με το εκπλειστηριασθέν πλοίο, καθόσον οριστικά κατατάσσονται οι απαιτήσεις που αποδεικνύονται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ (Ναυτ) 191/2017 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΜονΕφΠειρ (Ναυτ) 577/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΠειρ (Ναυτ) 428/2019 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΘεσ 18067/2017 ΤΝΠ Νόμος), βλ. σχετ. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ειδικό Μέρος, σελ.623), οι: 1) Α. Ρ. για το ποσό των 14.355,65 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 2) … (… για το ποσό των 33.609,60 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 3) Μ. Ζ. …) για το ποσό των 32.233,89 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 4) … για το ποσο των 23.580,94 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 5) …) για το ποσό των 34.169,24 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 6) Δ. Κ. για το ποσό των 17.037,32 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 7) Σ. Χ. …) για το ποσό των 30.690,75 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 8) …) για το ποσό των 21.839,26 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 9) … για το ποσό των 21.987,98 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 10) Α. Α. για το ποσό των 24.249,26 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 11) Μ. Τ. για το ποσό των 7.468,96 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 12) … για το ποσό τον 6.430,49 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 13) … για το ποσό των 12.845,25 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 14) … για το ποσό των 13.776,79 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 15) Α. Α. για το ποσό των 9.363,04 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 16) Φ. Δ. για το ποσό των 16.491,66 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 17) Α. Π.  Π. για το ποσό των 21.643,86 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ), 18) Χ. Π.  Α. ια το ποσό των 20.425,30 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ) και 19) Κ. Σ. του Γεωργίου για το ποσό των 15.409,19 ευρώ (προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ ΚΙΝΔ). Κατόπιν της ως άνω διανομής του εκπλειστηριάσματος που επετεύχθη από το πλειστηριασθεν πλοίο, λόγω της πλήρους εξάντλησής του, για τις προαναφερόμενες προνομιακές αναγγελθείσες απαιτήσεις, βασει του άρθρου 205 περ. α΄ και β΄  του ΚΙΝΔ, που τυγχάνει εφαρμοστέο αποκλειστικώς στην προκείμενη περίπτωση, πλέον δεν απομένει υπόλοιπο εκπλειστηριάσματος για την κατάταξη έτερων αναγγελθέντων δανειστών για άλλες απαιτήσεις, μη προνομιακές, λαμβάνοντας υπόψη τη διάταξη του άρθρου 206 του ΚΙΝΔ, βάσει της οποίας ορίζεται ότι «αι προνομιούχοι απαιτήσεις της αυτής τάξεως κατατάσσονται συμμέτρως…». Τα παραπάνω προνόμια των περιπτώσεων α΄ και β΄ του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, είναι ειδικά, έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο (ή τον ναύλο) και εκτοπίζουν κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ, όταν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι το πλοίο. Στη συνέχεια, εφόσον υπάρχει υπόλοιπο εναπομείναν εκπλειστηρίσμα από τον πλειστηριασμό του πλοίου κατατάσσονται οι ενυπόθηκες απαιτήσεις επί του πλοίου, απλές ή προτιμώμενες και μετά την ικανοποίηση και των απαιτήσεων αυτών, στο τυχόν απομένον εκπλειστηρίασμα κατατάσσονται οι απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και αυτές των εργαζομένων με σύμβαση χερσαίας εργασίας, ενώ τελευταίοι κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι δανειστές (ΑΠ 1556/1998 ΕλλΔνη 40.1326, ΕφΠειρ 131/2012 ΕΝΔ 2012.209, ΕφΠειρ 808/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 501/2008 ΕΝΔ 36.424, ΕφΠειρ 3/2004 ΕΝΔ 32.140, ΕφΠειρ 1112/1986 ΕλλΔνη 28.493, βλ. σχετ. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 1012, σελ.456, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠοΛΔ, άρθρο 1012, αριθ.7, σελ.1981). Επισημαίνεται δε ότι σε περίπτωση απόρριψης ολόκληρης ή μέρους της απαίτησης οποιουδήποτε από τους ανωτέρω αναγγελθέντες και καταταγέντες ναυτικούς για τις μη επιδικασθείσες απαιτήσεις τους, θα κατατάσσονται συμμέτρως οι υπόλοιποι αναγγελθέντες και καταταγέντες ναυτικοί μέχρι πλήρους ικανοποιήσεως των απαιτήσεών τους και σε περίπτωση υπάρξεως και πάλι υπολοίπου, τότε θα κατατάσσονται συμμέτρως οι απαιτήσεις των δανειστών που κρίθηκε ότι απολαμβάνουν προνομίου της επομενης τάξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, που τυγχάνει εφαρμοστέο στην προκείμενη περίπτωση. Ως εκ τούτου, ορθώς είχαν τα προαναφερόμενα διαληφθεί στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών και των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους για τη διανομή του εκπλειστηριάσματος από τον πλειστηριασμό του επίδικου πλοίου … και εσφαλμένως έκρινε η εκκαλουμένη αναφορικά με τους εκκαλούντες-ανακόπτοντες Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π., των οποίων οι απαιτήσεις εσφαλμενως είχαν κριθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι δεν ετύγχαναν προνομιακές, διότι το αντίθετο ήταν το αληθές, όπως ανωτέρω αποδείχθηκε, συνακόλουθα, δεν έπρεπε να αφαιρεθούν τα ποσά τους και να αποβληθούν οι δύο εκκαλούντες αυτοί από την προνομιακή κατάταξή τους στη δεύτερη τάξη του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης των αναγγελθεισών απαιτήσεων των δανειστών πος διανομή του εκπλειστηριάσματος του πλειστηριασθέντος πλοίου ούτε το ποσό που αφορούσε τις ως άνω επίδικες προνομιακές απαιτήσεις τους να ελευθερωθεί και διανεμηθεί εν συνεχεία συμμέτρως στους προαναφερόμενους μη προνομιούχους-εγχειρόγραφους δανειστές, καθόσον δε μετά την ορθή και βάσιμη προνομιακή κατάταξη των εν λόγω απαιτήσεών τους στη δεύτερη τάξη του προσβαλλόμενου πίνακα, όπως και των λοιπών μελών του πληρώματος του πλειστηριασθεντος πλοίου, και δη συμμέτρως, και τυχαίως και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασής των πηγαζουσών εκ της συμβάσεως εργασίας προνομιακών απαιτήσεών τους, δεν μένει υπόλοιπο προς διανομή εκπλειστηρίασμα, παρεκτός κι αν δεν υπήρχε τελεσίδικη επιδίκαση των απαιτήσεών τους, οπότε εν συνεχεία, επικουρικώς, θα καλούνται και θα κατατάσσονται στη θέση τους κατά την προδιαλαμβανόμενη σειρά κατάταξης, πρώτα οι υπόλοιποι αναγγελθέντες και καταταχθέντες συμμέτρως ναυτικοί των οποίων οι προνομιακές κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ του ΚΙΝΔ εργατικές απαιτήσεις τους επιδικάστηκαν τελεσιδίκως, αλλά δεν εξοφλήθηκαν πλήρως, παρά μόνο συμμέτρως με τους υπόλοιπους αναγγελθέντες και καταταχθέντες ναυτικούς εργαζόμενους δανειστές -για την περίπτωση που ματαιωθεί η πλήρωση της αίρεσης της τελεσιδικίας συγκεκριμένης καταταχθείσας προνομιακής απαίτησης, ως άνω- και τέλος, επικουρικώς, εφόσον υπάρχει εναπομείναν υπόλοιπο προς διανομή εκπλειστηρίασμα, τότε και μόνον, επικουρικώς, θα καλούνται και θα κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι-μη προνομιούχοι δανειστές, συμμέτρως δε εάν δεν έφτανε το υπόλοιπο εκπλειστηρίασμα για την ικανοποίηση του συνόλου των μη προνομιακών-εγχειρόγραφων απαιτήσεών τους, όπως η επίδικη ως άνω απαίτηση του Ε. Δ. για ΦΠΑ ποσού 165.063,30 ευρώ και η επίδικη ως άνω απαίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … …», ποσού 6.146,54 ευρώ -για την περίπτωση που ματαιωθεί η πλήρωση της αίρεσης της τελεσιδικίας συγκεκριμένης καταταχθείσας προνομιακής απαίτησης, ως άνω- οι οποίες, ειδάλλως, δεν πρέπει να καταταχθούν ως προνομιακές, απορριπτομένων ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν των κρινόμενων εφέσεων και των αντίστοιχων ανακοπών των εν λόγω διαδίκων-δικαιούχων, αλλά ούτε και να ικανοποιηθούν ως εγχειρόγραφες-μη προνομιακές, εφόσον το εκπλειστηρίασμα εξαντλήθηκε με τη σύμμετρη ικανοποίηση των προνομιακών απαιτήσεων των αναγγελθέντων δανειστών στην πρώτη και στη δεύτερη τάξη του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, κατ’ εφαρμογή δε των διατάξεων του άρθρου 205 περ.α΄ και β΄ του ΚΙΝΔ και πάντοτε υπό τον όρο (αίρεση) της τελεσίδικης επιδίκασης αυτών, συμπεριλαμβανομένων σε αυτές και των επίδικων προνομιακών απαιτήσεων των εκκαλούντων-ανακοπτόντων Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π., για τους οποίους εσφαλμένως κρίθηκε ότι οι απαιτήσεις τους δεν πρέπει να καταταχθούν προνομιακώς στη δεύτερη τάξη του προσβαλλόμενου πίνακα, απορριπτομένων στο σημείο αυτό των ανακοπών τους και κατά παραδοχή (εσφαλμένως) των αντίθετων ανακοπών του Ε. Δ., του Κ. Σ. και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … Α.Ε.» σε βάρος τους, τουλάχιστον στην έκταση που κρίθηκε εν προκειμένω στην παρούσα δίκη στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος και σύμφωνα με την αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης των ίδιας τάξης κατάταξης προνομιακών απαιτήσεων με βάση τα ναυτικά προνόμια του εφαρμοστέου άρθρου 205 περ.β΄ του ΚΙΝΔ σε συνδ. με το άρθρο 206 του ΚΙΝΔ, ώστε αναλόγως πρέπει να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών και να διαμορφωθεί πλέον η κατάταξη των αναγγελθεισών απαιτήσεων των δανειστών σε αυτόν, σύμφωνα με το ακόλουθο ενιαίο –για λόγους ενότητας και ευχέρειας στην εκτέλεση σύμφωνα προς τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα- διατακτικό της παρούσας απόφασης, κατόπιν εξαφάνισης της εσφαλμένης ως προς το σημείο αυτό κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά το σκεπτικό και το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης, το οποίο πρέπει να εξαφανιστεί κατά παραδοχή των εφέσεων και ανακοπών αντιστοίχων των ως άνω αναφερομένων δύο εκκαλούντων, στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος των εφέσεών τους και των λόγων αυτών που έγιναν δεκτοί ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν, ήτοι εξαφανίζοντας τις σχετικές εσφαλμένες διατάξεις από το διατακτικό της εκκαλουμένης, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, προβαίνοντας έτσι στην αντίστοιχη ορθή μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης αυτής, με κατάταξη των εργατικών προνομιακών απαιτήσεων των ως άνω εκκαλούντων κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ του ΚΙΝΔ συμμέτρως με τις αντίστοιχες εργατικές προνομιακές απαιτήσεις των λοιπών μελών του πληρώματος του εκπλειστηριασθέντος πλοίο, όπως ορθώς είχε λάβει χώρα στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης εξ αρχης από την υπάλληλο του πλειστηριασμού-συμβολαιογράφο Ελένη Τσούμα, και στην έκταση που κρίθηκαν αυτές οι απαιτήσεις τους βάσιμες κατ’ ουσίαν, ενόψει και της εν μέρει παραγραφής των απαιτήσεων του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Α. Π.  Π., κατά τις διατάξεις των άρθρων 289, 291 του ΚΙΝΔ σε συνδ. με 260-261 ΑΚ (βλ. σχετ. περί μερικής παραγραφής των επίδικων αξιώσεων του εν λόγω εκκαλούντος : ΜονΕφΠειρ (Ναυτ) 577/2015 ΤΝΠ Νόμος), για τις οποίες άλλωστε ο ίδιος δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένο λόγο έφεσης στην κρινόμενη έφεσή του, συνεπώς, δεν αποτελεί αντικείμενο της δικης αυτής στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσής του (ΚΠολΔ 522) αφού δεν εκκαλείται ως προς το κεφάλαιο αυτό η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για σχετική πλημμέλεια του συντάξαντος τον πίνακα κατάταξης δανειστών δεσμεύοντας το παρόν Δικαστήριο, αλλά οι επίδικες αναγγελθείσες απαιτήσεις των εκκαλούντων-ανακοπτόντων που δικαιώθηκαν ως άνω με την παραδοχή των εφέσεών τους θα πρέπει να καταταχθούν προνομιακά σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα, όπως αναγγέλθηκαν και αναγνωρίστηκαν ως βάσιμες και κατατάχθηκεν συμμέτρως κατά τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. … πίνακα κατάταξης δανειστών που συνέταξε η συμβολαιογράφος Πειραιά Ελένη Τσούμα, τον οποίο το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αποδέχεται ως ορθόν, με βάση όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας εκδίκασης της υπόθεσης αυτής, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των ανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, κατανεμόμενα αναλόγως προς τη νίκη και την ήττα εκάστου των διαδίκων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 178 παρ.1, 179 και 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης (ΜονΕφΠειρ (Ναυτ) 191/2017 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΜονΕφΠειρ (Ναυτ) 577/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 229/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 432/2011 ΑχαΝομ 2012.281, ΜονΠρΠειρ (Ναυτ) 2558/2017 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΜονΠρΘεσ 18067/2017 ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους ως άνω εκκαλούντες-καταθέσαντες λόγω της νίκης τους στη δίκη αυτή ένεκα παραδοχής των εφέσεών τους, των υπ’ αριθ. υπ’ αριθ. … e-παραβόλου Δημοσίου ποσού 75 ευρώ, και υπ’ αριθ. … e-παραβόλου Δημοσίου, ποσού 75 ευρώ, που κατατέθηκαν για την άσκηση των ως άνω υπ’ αριθ.2 και υπ’ αριθ. 4 εφέσεων των εκκαλούντων Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π., αντιστοίχως, κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (έναρξη ισχύος από 2-4-2012) (ΜονΕφΠειρ (Ναυτ) 191/2017 αδημ. στον νομικό Τύπο), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

     ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία εκδίκασης των διαφορών από ανακοπές:

Α) την από 3-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 18/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12564/2017 και ΕΑΚ 6229/2017 έφεση του Ε. Δ., όπως νομίμως εκπροσωπείται εν προκειμένω από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά κατά των: 1) Α. Ρ.  Ν., 2) … 3) … 4) …, 5) …l), 6) … 8) … 10) … 13) … 14) …, 16) ……………..  …..  18) Ε. Τ.  Γ.,

Β) την από 27-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 14/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12565/2017 και ΕΑΚ 6230/2017 έφεση του Χ. Π.  Α. κατά των: 1) Α. Ρ.  Ν., 2) … 3) … 4) …, 5) …l), 6) … 8) … 10) … 13) … 14) …, 16) Φ. Δ.  Σ., 17) Κ. Σ.  Γ., 18) Ε. Δ. και … Πειραιώς, και 19) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία … … με την πρώην επωνυμία … Εμπορική-Εισαγωγική-Εξαγωγική-Αντιπροσωπευτική-Τεχνική&Επισκευαστική Α.Ε.», και με τον διακριτικό τίτλο … …»,

Γ) την από 2-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 17/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12567/2017 και ΕΑΚ 6232/2017 έφεση της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία … … με την πρώην επωνυμία … ….», και με τον διακριτικό τίτλο … …» κατά των: 1) Ι. Α., 2) Α. Ρ.  Ν., 3) … 4) … 5) …, 6) …l), 7) Δ. Κ.  Ι., 8) … 9) … 10) …, 11) … 13) … 14) … 15) … 16) Α. Α.  Ι., 17) Φ. Δ.  Σ., 18) Κ. Σ.  Γ. και Δ) την από 27-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 13/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12566/2017 και ΕΑΚ 6231/2017 έφεση του Α. Π.  Π. κατά των: 1) Α. Ρ.  Ν., 2) … 3) … 4) …, 5) …l), 6) … 8) … 10) … 13) … 14) …, 16) Φ. Δ.  Σ., 17) Κ. Σ.  Γ., 18) Ε. Δ. και … Πειραιώς, και 19) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία … … με την πρώην επωνυμία … Εμπορική-Εισαγωγική-Εξαγωγική-Αντιπροσωπευτική-Τεχνική&Επισκευαστική Α.Ε.», και με τον διακριτικό τίτλο … …».

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο Α΄ έφεση από 3-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 18/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12564/2017 και ΕΑΚ 6229/2017 έφεση του Ε. Δ., όπως νομίμως εκπροσωπείται εν προκειμένω από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων για την παρούσα δευτεροβάθμια δίκη.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο Γ΄ έφεση από 2-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 17/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12567/2017 και ΕΑΚ 6232/2017 έφεση της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία … … με την πρώην επωνυμία … ….», και με τον διακριτικό τίτλο … …».

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων για την παρούσα δευτεροβάθμια δίκη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του υπ’ αριθ.   … e-παραβόλου Δημοσίου, ποσού 75 ευρώ, που κατατέθηκε για την άσκηση της ως άνω εφέσεως της εκκαλούσας-καταθέσασας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … … (… Α.Ε.»), λόγω της ολικής ήττας της στη δίκη αυτή ένεκα απόρριψής της έφεσής της.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό στοιχεό Β΄ από 27-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 14/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12565/2017 και ΕΑΚ 6230/2017 έφεση του Χ. Π.  Α..

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο Δ΄ από 27-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 13/2017 και προσδιορισμού ΓΑΚ 12566/2017 και ΕΑΚ 6231/2017 έφεση του Α. Π.  Π..

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 50/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνος, στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της παρούσας δευτεροβάθμιας δίκης.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για τα κεφάλαια που εκκαλούνται, στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της παρούσας δίκης.

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ ουσίαν στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της παρούσας δίκης και ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσίαν εν μέρει: α) την από 16-7-2014 και υπ’αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 35795/2014 και ΕΑΚ 4795/2014 ανακοπή του Χ. Π.  Α. και β) την από 16-7-2014 και υπ’ αριθ.καταθέσεως ΓΑΚ 35799/2014 και ΕΑΚ 4797/2014 ανακοπή του Α. Π.  Π. κατά τα αντίστοιχα εκκαλούμενα κεφάλαια στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της παρούσας δευτεροβάθμιας δίκης.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον υπ’ αριθ. … πίνακα κατάταξης των αναγγελθεισών απαιτήσεων των δανειστών προς διανομή του εκπλειστηριασματος του πλειστηριασθέντος πλοίου … ιδιοτησίας της καθ’ης η εκτέλεση πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρείας, που συντάχθηκε από την υπάλληλο πλειστηριασμού-συμβολαιογράφο Πειραιά Ελένης Τσούμα -και για την ενότητα του διατακτικού της εκτελεστής απόφασης- αφού αφαιρεθούν τα δικαιώματα και έξοδα πλειστηριασμού του επί της εκτελέσεως δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Ι. Α., ποσού 3.327,76 ευρώ συμπεριλαμβανομένων ΦΠΑ και εξόδων (προνομιακής απαίτησης, κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ), καθώς και τα τέλη και δικαιώματα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού-συμβολαιογράφου, Ελένης Τσούμα, ποσού 6.233,44 ευρώ, για το ήμισυ των δικαιωμάτων του από τη σύνταξη περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης για την έκδοση γραμματίου παρακαταθήκης, για τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης δανειστών, για τη σύνταξη πρόσκλησης δανειστών με αντίγραφα της όσοι οι παράγοντες του πλειστηριασμού και για έξοδα και αμοιβή κοινοποιήσεώς της με δικαστικό επιμελητή, (προνομιακής απαίτησης, κατ’ άρθρο 205 ΚΙΝΔ), ήτοι συνολικό ποσό 9.561,20 ευρώ, επί του υπολοίπου ποσού του προς διανομή εκπλειστηριάσματος των 391.438,80 ευρώ, ως εξής:

– Στην πρώτη τάξη προνομιακά και οριστικά κατατάσσονται: 1) το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς για το ποσό των 219,92 ευρώ, 2) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. («ΟΛΠ Α.Ε.») για το ποσό των 6936,10 ευρώ και 3) το Ε. Δ. για το ποσό των 6674,35 ευρώ, για φόρους πλοίου, τέλη ελλιμενισμού και πρόστιμο Ε.Π. (προνομιακές απαιτήσεις κατ’ άρθρο 205 περ.α΄ ΚΙΝΔ),

– Στη δεύτερη τάξη, προνομιακά, τυχαίως και συμμέτρως και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους επί του εναπομείναντος υπολοίπου προς διανομή ποσού των 377.608,43 ευρώ, οι ναυτικοί εργαζόμενοι για τις εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσες προνομιακές απαιτήσεις τους ως αναγγελθέντων δανειστών, πλοιάρχων και πληρώματος του εκπλειστηριασθένος πλοίου … κατατάσσονται οι: 1) Α. Ρ. για το ποσό των 14.355,65 ευρώ, 2) … (… για το ποσό των 33.609,60 ευρώ, 3) Μ. Ζ. …) για το ποσό των 32.233,89 ευρώ, 4) … για το ποσο των 23.580,94 ευρώ, 5) …) για το ποσό των 34.169,24 ευρώ, 6) Δ. Κ. για το ποσό των 17.037,32 ευρώ, 7) Σ. Χ. …) για το ποσό των 30.690,75 ευρώ, 8) …) για το ποσό των 21.839,26 ευρώ, 9) … για το ποσό των 21.987,98, 10) Α. Α. για το ποσό των 24.249,26 ευρώ, 11) Μ. Τ. για το ποσό των 7.468,96 ευρώ, 12) … για το ποσό τον 6.430,49 ευρώ, 13) … για το ποσό των 12.845,25 ευρώ, 14) … για το ποσό των 13.776,79 ευρώ, 15) Α. Α. για το ποσό των 9.363,04 ευρώ, 16) Φ. Δ. για το ποσό των 16.491,66 ευρώ, 17) Α. Π.  Π. για το ποσό των 21.643,86 ευρώ, 18) Χ. Π.  Α. ια το ποσό των 20.425,30 ευρώ και 19) Κ. Σ. του Γεωργίου για το ποσό των 15.409,19 ευρώ (προνομιακές απαιτήσεις κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ του ΚΙΝΔ), ενώ σε περίπτωση μη τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους, επικουρικώς, θα καλούνται και θα κατατάσσονται στη θέση τους κατά την προδιαλαμβανόμενη σειρά κατάταξης, πρώτα οι υπόλοιποι αναγγελθέντες και καταταχθέντες συμμέτρως ναυτικοί των οποίων οι προνομιακές κατ’ άρθρο 205 περ.β΄ του ΚΙΝΔ εργατικές απαιτήσεις τους επιδικάστηκαν τελεσιδίκως, αλλά δεν εξοφλήθηκαν πλήρως, παρά μόνο συμμέτρως με τους υπόλοιπους αναγγελθέντες και καταταχθέντες ναυτικούς εργαζόμενους δανειστές, για την περίπτωση που ματαιωθεί η πλήρωση της αίρεσης της τελεσιδικίας συγκεκριμένης καταταχθείσας προνομιακής απαίτησης, ως άνω, και τέλος, επικουρικώς, εφόσον υπάρχει εναπομείναν υπόλοιπο προς διανομή εκπλειστηρίασμα, τότε και μόνον θα καλούνται και θα κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι-μη προνομιούχοι δανειστές, συμμέτρως δε εάν δεν έφτανε το υπόλοιπο εκπλειστηρίασμα για την ικανοποίηση του συνόλου των μη προνομιακών-εγχειρογραφων απαιτήσεών τους, όπως η επίδικη απαίτηση του Ε. Δ. για ΦΠΑ ποσού 165.063,30 ευρώ και η επίδικη απαίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … …», ποσού 6.146,54 ευρώ, για την περίπτωση που ματαιωθεί η πλήρωση της αίρεσης της τελεσιδικίας συγκεκριμένης καταταχθείσας προνομιακής απαίτησης, ως άνω.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων γι’ αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας εκδίκασης της υπόθεσης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες-καταθέσαντες Χ. Π.  Α. και Α. Π.  Π. λόγω της νίκης τους στη δίκη αυτή ένεκα παραδοχής των εφέσεών τους, των υπ’ αριθ. υπ’ αριθ. … e-παραβόλου Δημοσίου ποσού 75 ευρώ, και υπ’ αριθ. … e-παραβόλου Δημοσίου, ποσού 75 ευρώ, που κατατέθηκαν για την άσκηση των εφέσεων τους, αντιστοίχως.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις     -4-2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ