ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
2114/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Σαχίνη Χρυσούλα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 7-01-2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Σταμούλη με Α.Μ. 002138 του Δ.Σ. Πειραιώς.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΑΝΑΚΟΠΗ: …, κατοίκου … με ΑΦΜ …, για τον οποίο δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015).
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 10-01-2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 210/107/2019, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 26ης-3-2019 οπότε και συζητήθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, εκδόθηκε δε η υπ’ αριθ. 1593/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου με την οποία παραπέμφθηκε προς εκδίκαση η υπόθεση κατά την τακτική διαδικασία. Ήδη με την 16η-5-2019 κλήση της η ανακόπτουσα επαναφέρει προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία την ως άνω ανακοπή, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της ανακόπτουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως φέρεται προς συζήτηση με την από 16-5-2019 και με αριθμό κατάθεσης 4695/2019 κλήση η από 10-01-2019 και με αριθμό κατάθεσης 210/107/2019 ανακοπή μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 1593/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση σε νέα δικάσιμο.
Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …, την οποία επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει η ανακόπτουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση ανακοπής επιδόθηκε νόμιμα στον εναγόμενο εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών (άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επίσης, για το νομότυπο της κλήτευσης του καθ’ ου η κλήση – ανακοπή, η καλούσα – ανακόπτουσα, που επισπεύδει τη συζήτηση, προσάγει με επίκληση τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή, από τις οποίες προκύπτει ότι αντίγραφο της υπ’ αριθ. 1593/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου καθώς και της παραπάνω κλήσης με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον καθ’ ου η κλήση – ανακοπή (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2 ΚΠολΔ) με θυροκόλληση, παρουσία μάρτυρα, στη κείμενη στον …, κατοικία του καθ’ ου. Εν συνεχεία, απλό αντίγραφο του δικογράφου, που θυροκολλήθηκε παρελήφθη από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας του Α.Τ. …, ενώ έγγραφη ειδοποίηση για την προαναφερόμενη θυροκόλληση εστάλη στον εναγόμενο με συστημένη επιστολή, μέσω του Ταχυδρομικού Γραφείου …….την ίδια ημέρα. Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, επομένως, πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015).
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 712 ΠολΔ η συντηρητική κατάσχεση απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου γίνεται με την επίδοση στον τρίτο αντιγράφου της απόφασης, που τη διατάζει, με επιταγή να μην εξοφλήσει την απαίτηση ή να μην παραδώσει τα κινητά, καθώς και με επίδοση μέσα σε οκτώ (8) ημέρες σε κείνον, κατά του οποίου στρέφεται η (συντηρητική) κατάσχεση, εγγράφου στο οποίο αναφέρεται η κατάσχεση που έχει επιβληθεί στα χέρια τρίτου, άλλως η κατάσχεση είναι άκυρη. Στην κατάσχεση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου. Ο τρίτος, εκείνος που επέβαλε την κατάσχεση και οφειλέτης έχουν όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προβλέπουν οι διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου και εφαρμόζεται η διαδικασία για την άσκηση ή την διαφύλαξή τους, που ορίζεται στις διατάξεις αυτές. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 985 και 986 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο τρίτος, στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση οφείλει, μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών αφότου του επιδοθεί το κατασχετήριο έγγραφο, να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση. Στην περίπτωση που ο τρίτος με την κατά το άρθρο 985 § 1 του ΚΠολΔ δήλωσή του αποδεχθεί την ύπαρξη της απαίτησης, όπως προσδιορίζεται στο κατασχετήριο έγγραφο, η δήλωσή του αυτή είναι καταφατική, διαφορετικά, σε περίπτωση που αρνηθεί την ύπαρξή της, η δήλωση αυτή είναι αρνητική, ενώ, εάν εφησυχάσει και παρέλθει η υπό του ως άνω άρθρου προθεσμία, ο νόμος θεωρεί κατά νομικό πλάσμα την παράλειψη ως αρνητική δήλωση. Επίσης, η ως άνω δήλωση του τρίτου πρέπει να είναι ακριβής (ειλικρινής). Η δήλωση αυτή είναι ανακριβής όταν δεν ανταποκρίνεται προς την αλήθεια, που αφορά στην κατασχεθείσα απαίτηση και γενικώς στις σχέσεις μεταξύ του τρίτου και του καθ’ ου η κατάσχεση. Γενικώς η ανακρίβεια μπορεί να συνίσταται είτε στην απόκρυψη της ύπαρξης της απαίτησης, είτε σε παράλειψη ή εσφαλμένη έκθεση ορισμένου περιστατικού. Επίσης, εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ως άνω δήλωση, όποιος επέβαλε την κατάσχεση έχει δικαίωμα να ασκήσει σχετική ανακοπή, ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 23 επ. του ΚΠολΔ αρμόδιου Δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη για την αρμοδιότητα αυτού και της φύσεως της αντίστοιχης απαιτήσεως. Ειδικότερα, από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει, ότι στον εν λόγω κατάσχοντα παρέχεται ειδικό ένδικο βοήθημα, με το οποίο αυτός μπορεί να αμφισβητήσει την τυχόν αρνητική δήλωση του τρίτου, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που τη συνιστούν, όταν αυτά εκτίθενται στη δήλωση, και να επιδιώξει την αναγνώριση της κατασχεθείσας απαιτήσεως και την καταδίκη του τρίτου σε καταβολή του ποσού της κατασχεθείσας απαιτήσεως, θεωρώντας αυτόν ως οφειλέτη του κατασχεμένου (άρθρο 990 του ΚΠολΔ), ενώ η αναγνώριση της ανειλικρίνειας της αρνητικής δήλωσης ή της προς αυτήν εξομοιούμενης παράλειψης του τρίτου αποτελεί αυτόθροη συνέπεια του αναγνωριστικού χαρακτήρα της ανακοπής και της επ’ αυτής εκδιδόμενης αποφάσεως. Έτσι, μεταξύ του κατάσχοντος και του τρίτου δημιουργείται δίκη, στην οποία κατ’ ουσίαν εισάγεται προς εκδίκαση η έναντι του τρίτου απαίτηση του καθ’ ου η κατάσχεση (εκτέλεση), που αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της δίκης, δηλαδή με την ανακοπή ασκεί ο ανακόπτων πλαγιαστικώς (άρθρο 72 ΚΠολΔ) τα δικαιώματα του καθ’ ου η κατάσχεση. Η ανακρίβεια της αρνητικής δήλωσης κρίνεται μόνο αντικειμενικά, δηλαδή ανεξάρτητα από την υποκειμενική αντίληψη του δηλούντος και την καλή ή κακή πίστη του, γίνεται δε δεκτή κατά το άρθ. 990 ΚΠολΔ η κατ’ αυτής ανακοπή, εφόσον η δήλωση δεν αληθεύει είτε ως προς τα πραγματικά περιστατικά είτε ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών (ΑΠ 256/2011, ΕφΠειρ 377/2015, ΕφΑθ 1837/2007 ΤΝΠ Νόμος). Η ως άνω ανακοπή πρέπει να ασκηθεί εντός τριάντα ημερών από τη δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ. Εντός, συνεπώς, της ως άνω προθεσμίας πρέπει να λάβει χώρα τόσο η κατάθεση, όσο και η επίδοση της ανακοπής στον τρίτο, χωρίς να υπολογίζεται το διάστημα από την 1η ως την 31η Αυγούστου, κατ’ άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π., σελ. 835 επ., στους αρ. περ. 259 επ., Γεωργιάδου, ο.π., σελ. 400, στους αρ. περ. 114-115). Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της ανακοπής, επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα για άσκηση της ανακοπής και αμφισβήτηση της ειλικρίνειας της δήλωσης του τρίτου (βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π., σελ. 836, στον αρ. περ. 261, Γεωργιάδου, ο.π., σελ. 400, στον αρ. περ. 115). Επίσης, στην περίπτωση συντηρητικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου χρημάτων ή άλλων πραγμάτων, που κατά το νόμο επιδέχονται κατάθεση, ο τρίτος εφόσον είναι οφειλέτης, έχει υποχρέωση να τα καταθέσει δημοσίως, αμέσως μετά την κατάσχεση αν η εναντίον του απαίτηση είναι ληξιπρόθεσμη διαφορετικά μόλις λήξει η προθεσμία (αρθρ. 716 § 3 ΠολΔικ, Τζίφρας, Ασφαλιστικά μέτρα, έκδοση 1980 σελ. 160). Επομένως το αίτημα της ανακοπής κατά της αρνητικής δηλώσεως του τρίτου, στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε συντηρητική κατάσχεση χρημάτων ή κινητών πραγμάτων που επιδέχονται κατάθεση πρέπει να είναι η αναγνώριση της απαιτήσεως του καθ’ ου η εκτέλεση κατά του τρίτου και η υποχρέωση του τελευταίου να τα καταθέσει δημόσια, ώστε μετά την τελεσιδικία της απόφασης για την κύρια υπόθεση να επέλθουν οι συνέπειες που διαγράφει το αρ. 722 ΠολΔ.
Με την κρινόμενη ανακοπή η ανακόπτουσα εκθέτει ότι με τίτλο την υπ’ αριθ. 3026/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία της επιδικάστηκε το ποσό των 21.924,75 ευρώ, επέβαλε κατ’ άρθρο 724 ΚΠολΔ, αυτοδυνάμως το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης μέχρι του ποσού των 33.422,20 ευρώ της απαίτησης που διατηρούσε η οφειλέτιδα εταιρεία «…», λόγω σύμβασης έργου, σε βάρος του τρίτου και καθ’ ου η ανακοπή …, ως εξασφαλιστικό μέτρο για την ικανοποίηση της απαιτήσεως της ανακόπτουσας. Ότι επέδωσε στον καθ’ ου η ανακοπή ως τρίτο οφειλέτη της εταιρείας «…» κατασχετήριο με την επιταγή να μην εξοφλήσει την υφιστάμενη σε βάρος του ληξιπρόθεσμη χρηματική απαίτηση της τελευταίας. Ότι ο καθ’ ου η ανακοπή παρέλειψε να προβεί εμπρόθεσμα στην δήλωση τρίτου, που επιβάλλεται από το άρθρο 985 ΠολΔ και ειδικότερα να προβεί σε καταφατική δήλωση, ότι δηλαδή οφείλει στην εταιρεία «…». Με βάση το ιστορικό αυτό η ανακόπτουσα ζητεί να αναγνωρισθεί η ανειλικρίνεια της προς αρνητική δήλωση εξομοιούμενης παράλειψης δήλωσης του καθ’ ου η ανακοπή και ύπαρξη της κατ’ αυτού απαίτησης που προαναφέρθηκε και να καταδικασθεί ο καθ’ ου να καταβάλει στην ανακόπτουσα το ποσό των 30.422,20 ευρώ καθώς και το ποσό των 1.156,52 ευρώ ως αποζημίωση με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας μέχρι την εξόφληση τους. Επιπροσθέτως, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις και να καταδικασθεί ο καθ’ ου στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η ανακοπή αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2, 18 και 25 παρ. 2, 712, 986 ΚΠολΔ), προκειμένου να εκδικαστεί κατά την τακτική διαδικασία. Ωστόσο η ανακοπή έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα, κατ’ αρθρ. 986 εδ. α΄ ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η προθεσμία για τη δήλωση του καθ’ ου ως τρίτου παρήλθε στις 12-12-2018, ήτοι μετά την πάροδο 8 ημερών από την επίδοση του κατασχετήριου στις 4-12-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …) και η ανακοπή κατατέθηκε και επιδόθηκε σ’ αυτόν (καθ’ ου) την 11-01-2019 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …). Συνεπώς, επήλθε η έκπτωση από το δικαίωμα για άσκηση της ανακοπής και αμφισβήτηση της ειλικρίνειας της δήλωσης του τρίτου και για το λόγο αυτό η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, η σωρευόμενη αγωγή αποζημίωσης κατ’ άρθρο 985 παρ. 3 ΚΠολΔ κρίνεται μη νόμιμη, δεδομένου ότι το ποσό της αποζημίωσης το οποίο αιτείται να της καταβάλει ο καθ’ ου αποτελεί τη δικαστική της δαπάνη η οποία επιδικάζεται σε περίπτωση νίκης της με βάση τα άρθρα 176 επ. ΚΠολΔ και δεν αποτελεί ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με την δια της παραλείψεως της δηλώσεως του τρίτου ανακρίβεια. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που ο ερημοδικαζόμενος καθ’ ου, ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι αφενός η προκείμενη δίκη δεν αποτελεί δίκη περί την εκτέλεση και κατά συνέπεια δεν καταλαμβάνεται από την απαγόρευση του άρθρου 937§1 περ. 2 ΚΠολΔ, το οποίο αφορά δίκες σχετικές με την εκτέλεση, και αφετέρου μόνο το δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας έχει την εξουσία, ερευνώντας το παραδεκτό της ανακοπής, να αποφανθεί για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του έννομου συμφέροντος του ανακόπτοντα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του καθ’ ου η κλήση – ανακοπή.
ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους του καθ’ ου κατά της απόφασης αυτής, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 4-6-2020 .
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ