ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
2115 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Κουντούρη Κούλα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 19-11-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, η πληρεξούσια δικηγόρος της Χριστίνα Σφαέλου με Α.Μ. 002361 του Δ.Σ. Πειραιώς.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου … με ΑΦΜ …, για τον οποίο δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015).
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-11-2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 12476/5611/2018, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 21ης-5-2019 οπότε και ματαιώθηκε η συζήτηση της. Ήδη με την από 11-4-2019 και με αριθμό κατάθεσης 3465/1709/2019 κλήση της η ενάγουσα επαναφέρει προς συζήτηση την ως άνω αγωγή της, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 11-4-2019 και με αριθμό κατάθεσης 3465/1709/2019 κλήση η από 30-11-2018 και με αριθμό κατάθεσης 12476/5611/2018 αγωγή, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 21ης-5-2019 οπότε και ματαιώθηκε η συζήτηση της.
Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …, την οποία επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων επιδόθηκε νόμιμα στον εναγόμενο εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών (άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επίσης, για το νομότυπο της κλήτευσης του καθ’ ου η κλήση – εναγόμενου, η καλούσα – ενάγουσα, που επισπεύδει τη συζήτηση, προσάγει με επίκληση την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …, από την οποία προκύπτει ότι αντίγραφο της παραπάνω κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού δικαστή και συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον καθ’ ου η κλήση – εναγόμενο (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2 ΚΠολΔ) με θυροκόλληση, παρουσία μάρτυρα, στη κείμενη επί της οδού …, κατοικία του εναγομένου. Εν συνεχεία, απλό αντίγραφο του δικογράφου, που θυροκολλήθηκε παρελήφθη από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας του Α.Τ. …, ενώ έγγραφη ειδοποίηση για την προαναφερόμενη θυροκόλληση εστάλη στον εναγόμενο με συστημένη επιστολή, μέσω του Ταχυδρομικού Γραφείου …… την ίδια ημέρα. Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, επομένως, πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015).
Από το άρθρο 79 Ν. 5960/1933, μετά την τροποποίηση τούτου με το άρθρο 1 Ν.Δ. 1325/1972, σε συνδυασμό με τα άρθρα 71, 297, 298, 914 και 926 ΑΚ, συνάγονται τα εξής: Τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται στο ως άνω άρθρο 79 εκείνος που εκδίδει επιταγή, η οποία στη συνέχεια εμφανίζεται μεν εμπρόθεσμα από τον νόμιμο κομιστή της προς πληρωμή στον πληρωτή της, αλλά δεν πληρώνεται από αυτόν εξαιτίας έλλειψης αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων. Για τη θεμελίωση του υποκειμενικού στοιχείου του άνω αδικήματος αρκεί ο εκδότης της επιταγής να τελεί εν γνώσει της έλλειψης αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα είτε κατά τον χρόνο της έκδοσης, είτε κατά τον χρόνο της πληρωμής. Αρκεί, δηλαδή, για το υποκειμενικό στοιχείο ο εκδότης σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει, ακόμη και ως ενδεχόμενη, την έλλειψη των διαθεσίμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω χρονικά σημεία και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. (ΑΠ 1069/2017, Εφ.θεσ. 1284/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, όταν, στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, στοιχειοθετείται παράλληλα και η αναγκαία για την αστική ευθύνη από αδικοπραξία παράνομη και υπαίτια πράξη εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, από την οποία πράξη προξενείται κατ’ αιτιώδη συνάφεια στον νόμιμο κομιστή της επιταγής η ζημία εκ της μη είσπραξης του ποσού της εν λόγω επιταγής κατά το χρόνο εμφανίσεως της προς πληρωμή και έτσι γεννιέται η ευθύνη εκείνου για αποζημίωση τούτου με ποσό ίσο εκείνου της επιταγής. Η εν λόγω ευθύνη γεννιέται, γιατί η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 έχει θεσπιστεί για να προστατεύει παράλληλα προς το δημόσιο και το ιδιωτικό συμφέρον του κομιστή της επιταγής (Ολ.ΑΠ 18/2004 ΝοΒ 53.61, ΑΠ 29/2011, ΑΠ 1686/2010, Εφ.Θεσ. 2006/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η υποχρέωση δε αυτή του εκδότη δεν έχει ως προϋπόθεση την προηγούμενη καταδίκη του για το ποινικό αδίκημα (ΑΠ 1442/2003 ΕλλΔνη 46.772). Περαιτέρω, η αξίωση προς αποζημίωση από τα άρθρα 914 επ. ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 Ν. 5960/1933 και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει (ΑΠ 343/2013 ΕπισκΕΔ 2013.352, ΑΠ 449/2012 ΔΕΕ 2013.68, ΑΠ 1051/2012 ΔΕΕ 2013.490, ΑΠ 157/2010 ΕλλΔνη 53.87, ΑΠ 45/2009 ΕλλΔνη 50.480). Για την πληρότητα ,τέλος του δικογράφου της αγωγής, με την οποία διώκεται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις αποζημίωση του κομιστή μη πληρωθείσας αν και νομοτύπως και εμπροθέσμως εμφανισθείσας επιταγής, απαιτείται, κατ’ αρθρ. 216 ΚΠολΔ, να διαλαμβάνεται σ’ αυτό, 1) η έκδοση της επιταγής από τον εναγόμενο εν γνώσει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, 2) η ύπαρξη ζημίας, 3) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη και 4) η εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτής προς πληρωμή (ΑΠ 25/2000 ΕλλΔνη 41.712, Εφ.Πειρ. 621/2010, Εφ.Αθ. 3835/2009 ΔΕΕ 2010. 1324,1205). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο ο εναγόμενος, υπό την ιδιότητα του εγγυητή μέρους της οφειλής της εταιρείας «…» από πώληση ναυτιλιακών καυσίμων, εξέδωσε σε διαταγή της ενάγουσας την υπ’ αριθ. … επιταγή, ποσού 75.000 ευρώ, η οποία ήταν πληρωτέα στην Τράπεζα Πειραιώς σε χρέωση τραπεζικού λογαριασμού που διατηρούσε στην τελευταία ο εναγόμενος. Ότι η ενάγουσα, με την ιδιότητα της λήπτριας της επιταγής, την εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα προς πληρωμή νόμιμα και εμπρόθεσμα, αλλά δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου. Ότι ο εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή, παρόλο που γνώριζε την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων για την πληρωμή της, κατά τον χρόνο έκδοσης και κατά τον χρόνο πληρωμής της, και ότι με τη συμπεριφορά του αυτή προκάλεσε αιτιωδώς την περιουσιακή ζημία της ενάγουσας, που ισούται με το ποσό της επιταγής. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής με τις προτάσεις (άρθρο 223 ΚΠολΔ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, το ποσό των 74.956 ευρώ, επιφυλασσόμενη να επιδιώξει την καταβολή του ποσού των 44 ευρώ ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της σφράγισης της επιταγής, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Επίσης, η ενάγουσα ζητεί να απαγγελθεί σε βάρος του εναγόμενου προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, καθώς και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο [άρθρα 7, 9 εδ. α’ – γ’, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3Α – B περ. ι’ Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, δεδομένου ότι η επιταγή εκδόθηκε για την εξόφληση οφειλόμενου τιμήματος από σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων. Περαιτέρω, η αγωγή κρίνεται ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 5, 12 παρ. 1, 28, 29, 79 Ν. 5960/1933, 71, 297 εδ. α’, 298 εδ. α’, 299, 340, 345, 346, 914 επ. ΑΚ, 176, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής και απαγγελίας προσωπικής κράτησης, τα οποία κρίνονται μη νόμιμα, δεδομένου ότι το αίτημα της αγωγής έχει τραπεί σε αναγνωριστικό. Επίσης, μη νόμιμο κρίνεται και το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας από την επομένη της εμφάνισης της επιταγής, διότι εν προκειμένω η αξίωση της ενάγουσας στηρίζεται σε αδικοπραξία και, επομένως, δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 45 αριθ. 2 Ν. 5960/1933 (ΕφΠειρ 414/2015 ΤΝΠ NOMOS, ΕφΑθ 2897/2010 ΔΕΕ 2011.78). Κατόπιν τούτων, πρέπει, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας αποδεικνύονται πλήρως, αφού θεωρούνται ομολογημένοι [άρθρο 352 παρ. 1 σε συνδ. με 271 παρ. 3 ΚΠολΔ), και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι ευρώ (74.956) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του, καθώς και να καταδικαστεί στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, κατά παραδοχή και του σχετικού αιτήματός της, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης (άρθρα 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63 παρ.1 (ι) α΄, 68 παρ.1, 84 παρ.1 του Ν.4194/2013/Κώδικας Δικηγόρων). Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που ο ερημοδικαζόμενος εναγόμενος ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του καθ’ ου η κλήση – εναγομένου.
ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους του εναγομένου κατά της απόφασης αυτής, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι ευρώ (74.956) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, την οποία καθορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων (2.400,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 4-6-2020.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ