ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης
2079/2020
(ΓΑΚ/ΕΑΚ αγωγής: 7334/3623/2017)
(ΓΑΚ/ΕΑΚ κλήσης: 380/213/2019)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 24η Σεπτεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Πειραιώς, δυνάμει του από 15-04-2019 πληρεξουσίου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής, Νικόλαος Σαββίδης (ΑΜ/ΔΣΠ 3682), που υπέβαλε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) της υπό εκκαθάριση τελούσας Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «…», όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την εκκαθαρίστριά της, με έδρα στον …, με ΑΦΜ …, 2) …, κατοίκου …, νόμιμης εκπροσώπου – εκκαθαρίστριας της υπό εκκαθάριση τελούσας Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «…», για αμφότερες τις οποίες δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) …, …, κατοίκου …, ετερόρρυθμης εταίρου της υπό εκκαθάριση τελούσας Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «…», για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Πειραιώς, δυνάμει του από 22-04-2019 πληρεξουσίου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής, Χαράλαμπος Σαμαρἀς (ΑΜ/ΔΣΠ 5950), που υπέβαλε το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και 4) …, κατοίκου …, νόμιμου εξ αδιαθέτου κληρονόμου του …, ομορρύθμου εν ζωή εταίρου και διαχειριστή της Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «…», για τον οποίο δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 04-07-2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 7334/2017 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3623/2017, και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 17ης-01-2018, ότε και συζητήθηκε, εκδόθηκε δε επ’ αυτής η υπ’ αριθμ. 4842/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης. Εν συνεχεία επανήλθε η ως άνω αγωγή με την από 16-01-2019 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 360/2019 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 213/2019 κλήση και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 11-09-2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως επανέρχεται με την από την από 16-01-2019 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 360/2019 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 213/2019 κλήση η από 04-07-2017 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 7334/2017 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3623/2017 αγωγή, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 4842/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης.
Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 215, 226, 237, 260 και 271 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών που κατατίθενται κατά την τακτική διαδικασία μετά την 1.1.2016, προκύπτει -μεταξύ άλλων- ότι, αν ένας διάδικος δεν κατέθεσε προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως και δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, θα επέρχονται κατά περίπτωση οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Το ίδιο θα ισχύει και αν ο διάδικος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, παρίσταται κατά τη συζήτηση, οπότε και πάλι θα επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Από τα ανωτέρω προκύπτει, λοιπόν, ότι βασική για την έννοια της ερημοδικίας στην τακτική διαδικασία είναι στο ισχύον δίκαιο η έννοια της κανονικής ή μη συμμετοχής του διαδίκου στη δίκη, η οποία λόγω του κυρίως έγγραφου χαρακτήρα της τακτικής διαδικασίας σημαίνει την κατάθεση των προτάσεων υπό τους όρους του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή κατάθεση προτάσεων νομίμως και εμπροθέσμως. Ο διάδικος, ο οποίος δεν καταθέτει προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ δικάζεται ερήμην, είτε παρίσταται είτε δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Και η μεν εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ενώ η νόμιμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις, προϋποθέτει λ.χ. την υπογραφή των προτάσεων από πληρεξούσιο δικηγόρο κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ προκύπτει ότι συνέπεια της ερημοδικίας του εναγομένου και ενάγοντος στην τακτική διαδικασία είναι το πλάσμα της δικαστικής ομολογίας και της παραιτήσεώς του αντίστοιχα. Προτού όμως κριθεί ότι ο εναγόμενος δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή επιδόθηκε νομίμως στον εναγόμενο. Η υποχρέωση αυτή ορίζεται στο άρθρο 271 παρ. 1, με την εξής διατύπωση «Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σ’ αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Κατά την ορθότερη ερμηνεία στην τακτική διαδικασία προβλέπεται μόνο η επίδοση της αγωγής, ενώ η διατήρηση του όρου «κλήση» στη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 2, αφορά μόνο τις περιπτώσεις που υπάρχει κλήση προς συζήτηση, όπως λ.χ. στις ειδικές διαδικασίες, στον προσδιορισμό νέας συζήτησης με κλήση μετά από τη ματαίωση της αγωγής (260 παρ. 2) ή στην επανάληψη της συζήτησης (254) και όχι στην τακτική αγωγή (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος – Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 4η έκδ., σελ. 87, 343, 533 επ., Μακρίδου, Απαλαγάκη, Διαμαντόπουλος, Πολιτική δικονομία, έκδ. 2016, σελ. 9, Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδ., σελ. 472 επ.).
Kατά το άρθρο 76 § 1 του ΚΠολΔ αναγκαστική ομοδικία υπάρχει, εκτός των άλλων περιπτώσεων, και όταν η ισχύς της αποφάσεως που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους. Τούτο συμβαίνει, κατά τα άρθρα 329 και 920 του ΚΠολΔ, και στην περίπτωση κατά την οποία ενάγονται η ομόρρυθμη εταιρεία και ατομικώς οι ομόρρυθμοι εταίροι της για υποχρεώσεις της εταιρείας (βλ. Κ. Μπέη, Πολ. Δικ., άρθρο 76 III 2α, σ. 419, Γέσιου – Φαλτσή, Η ομοδικία στην Πολ. Δικ., σ. 247, Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 76, 3 σ. 174, Σταυρόπουλο, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 76, 8γ, σ. 158, Εφ Αθ 9775/2002 Νοβ 2003.1237, ΕφΑθ 2968/1998 ΕλλΔνη 40. 423, ΕφΘ 2687/1996, Αρμ 1997. 919, ΕφΑθ 6995/1995 ΑρχΝ 1996. 734).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι η ενάγουσα και η τρίτη εναγομένη έχουν καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς η κλήση με την οποία επανήλθε προς συζήτηση η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 16-01-2019 και η ενάγουσα κατέθεσε προτάσεις στις 02-11-2019, νομίμως υπογεγραμμένες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της δυνάμει του από 15-04-2019 πληρεξουσίου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής, ενώ η τρίτη εναγομένη κατέθεσε προτάσεις στις 25-04-2019, νομίμως υπογεγραμμένες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της δυνάμει του από 22-04-2019 πληρεξουσίου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνουν κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ). Αντίθετα, οι πρώτη, δεύτερη και τέταρτος των εναγομένων δεν έχουν καταθέσει προτάσεις. Από τις υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …, τις οποίες νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, αποδεικνύεται, ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων, επιδόθηκε στους ανωτέρω εναγόμενους νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 γ΄, 128 παρ. 4, 129, 130 παρ. 1, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015). Επομένως, οι πρώτη, δεύτερη και τέταρτος των εναγομένων πρέπει να δικασθούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ). Παρότι, όμως, οι προαναφερόμενοι εναγόμενοι δεν εμφανίσθηκαν, πρέπει να δικασθούν σαν να ήταν παρόντες, διότι στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει το περιεχόμενο και το αίτημα της κρινόμενης αγωγής (απαίτηση της ενάγουσας κατά υπό εκκαθάριση τελούσας Ετερρόρυθμης Εταιρείας, των εταίρων και της εκκαθαρίστριας αυτής) με την πιο πάνω σκέψη αναγκαστική ομοδικία μεταξύ των εναγομένων, γιατί δεν είναι νοητή, η έκδοση αντιθέτων αποφάσεων έναντι των ειρημένων ομοδίκων. Αφού λοιπόν, εκπροσωπούνται οι απολιπόμενοι εναγόμενοι από την παρούσα αναγκαία ομόδικό τους τρίτη εναγομένη, η αγωγή δεν θεωρείται ομολογημένη από αυτούς, αλλά ερευνάται κατ’ ουσίαν σαν να ήταν και αυτοί παρόντες και ακόμη δεν ορίζεται παράβολο ερημοδικίας, γιατί αντιπροσωπεύονται από την ομόδικό τους και δεν δικαιούνται να ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας (ΕφΘες 37/1990 Αρμ 90, 108 ΕφΑθ 8871/1982 ΕλλΔνη 24,94).
Από τις διατάξεις των άρθρων 741, 766, 767, 777 – 783 ΑΚ, 18 και 20 ΕμπΝ (οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν, όσον αφορά τις υπό εκκαθάριση ομόρρυθμες εταιρείες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 294 παρ. 1 Ν. 4072/2012) συνάγεται, ότι η λύση προσωπικής εμπορικής εταιρείας, όπως είναι και η ομόρρυθμη εταιρεία, αορίστου, αλλά και ορισμένου χρόνου, επέρχεται με καταγγελία οποιουδήποτε εταίρου, ανεξάρτητα συνδρομής ή μη σπουδαίου λόγου, η οποία (καταγγελία) αποτελεί άτυπη μονομερή δήλωση, απευθυνόμενη στους λοιπούς εταίρους, που δεν ανακαλείται και η οποία έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού διαμορφώνει νέα κατάσταση (ΑΠ 1648/2014, ΑΠ 1776/2006, ΑΠ 76/2001). Εξάλλου, από τη λύση της εταιρείας παύει η εξουσία των διαχειριστών εταίρων (άρθρο 777 ΑΚ) και αρχίζει η εξουσία των εκκαθαριστών (συμβατικών, νομίμων ή δικαστικών – άρθρο 778 ΑΚ), εφόσον, βέβαια, υπάρχει εκκαθαριστέα εταιρική περιουσία. Το στάδιο της εκκαθάρισης ακολουθεί υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως τη λύση του νομικού προσώπου της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας (ΑΠ 1648/2014, ΑΠ 693/2008, ΑΠ 96/2005). Η δε εκκαθάριση έχει σκοπό την ενέργεια των πράξεων εκείνων, που είναι αναγκαίες για να επιτευχθεί ο προσδιορισμός του ενεργητικού της εταιρικής περιουσίας, ώστε να προπαρασκευασθεί η διανομή του, μεταξύ των εταίρων, ειδικότερα δε ο σκοπός της εκκαθάρισης έγκειται στη ρευστοποίηση του ενεργητικού, τη διαπίστωση και εξόφληση των χρεών και, στη συνέχεια, στην απόδοση των εισφορών και τη διανομή του, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, ενεργείται δε από όλους τους εταίρους μαζί ή από εκκαθαριστή, που έχει διοριστεί με ομόφωνη απόφαση όλων (ΑΠ 989/2014).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, όπως παραδεκτά διορθώθηκε κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, η ενάγουσα εκθέτει ότι ο εμπορικός σκοπός της συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αντιπροσώπευση δια της μεσολάβησης πώλησης σε ιδιοκτήτες πλοίων και σκαφών αναψυχής χρωμάτων και χημικών ειδών, καθώς επίσης στην μεσολάβηση σε αγοραπωλησίες πλοίων και σκαφών αναψυχής, στο εμπόριο χρωμάτων και χημικών ειδών κυρίως σε πλοία και σκάφη αναψυχής κλπ. Ότι η πρώτη εναγόμενη, η οποία ήδη τελεί υπό εκκαθάριση και της οποίας νόμιμη εκπρόσωπος και εκκαθαρίστρια σήμερα είναι η δεύτερη εναγόμενη, ευθυνόμενη απεριόριστα για τα εταιρικά χρέη με την προσωπική της περιουσία, σκοπό έχει την εμπορία ναυτιλιακών ειδών, βιομηχανικών ειδών, χρωμάτων και συναφών ειδών και την αντιπροσώπευση οίκων του εξωτερικού. Ότι η τρίτη και ο τέταρτος των εναγομένων τυγχάνουν αντίστοιχα ετερόρρυθμη και ομόρρυθμος εταίρος της πρώτης εναγομένης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι η ενάγουσα, κατά το διάστημα από 02-11-2015 έως 02-12-2016 προμήθευε την πρώτη των εναγομένων με χρώματα πλοίων, συνάπτοντας με αυτήν διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, σε εκτέλεση των οποίων παρέδιδε στην τελευταία και μεταβίβαζε την κυριότητα χρωμάτων πλοίων, εκδίδοντας αντίστοιχα τιμολόγια με πίστωση εξήντα (60) ημερών για την καταβολή του τιμήματος, αντίγραφα των οποίων, καθώς και των σχετικών δελτίων αποστολής, ενσωματώνονται αυτούσια στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι η πρώτη εναγόμενη παρελάμβανε ανεπιφύλακτα τα επίδικα εμπορεύματα, τα οποία και χρησιμοποίησε για τον σκοπό που αυτά προορίζονταν, καθόσον είχαν όλες τις συμφωνηθείσες ιδιότητες, ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει προχωρήσει σε εξόφληση των οφειλομένων από αυτήν ποσών και οφείλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 27.405,21 ευρώ, το οποίο ακόμη δεν της έχει εξοφλήσει, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της. Ότι η πρώτη εναγομένη αποδέχτηκε έναντι καταβολής τέσσερις συναλλαγματικές συνολικής αξίας 10.700 ευρώ εις διαταγήν της ενάγουσας, ωστόσο κατά τη λήξη τους δεν κατέβαλε κανένα ποσό, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να έχει ακόμη τις συναλλαγματικές αυτές στην κατοχή της. Με βάση το ιστορικό αυτό και δηλώνοντας ότι παραιτείται από το δικόγραφο προγενέστερης αγωγής της σε βάρος των εναγομένων με γενικό αριθμό κατάθεσης 6952/2017 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 3413/2017, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με κύρια βάση από τις διατάξεις για τη σύμβαση πώλησης, και επικουρικώς, με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό να της καταβάλουν εις ολόκληρον οι πρώτη, δεύτερη και τέταρτος εξ αυτών το ποσό των 27.405,21 ευρώ, η δε τρίτη μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στο εκ 37% ποσοστό συμμετοχής της στην πρώτη των εναγομένων, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που το αναγραφόμενο ποσό σε κάθε ένα τιμολόγιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ήτοι από την παρέλευση της εξηκοστής (60ης) ημέρας από την έκδοση του, άλλως, επικουρικώς, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Ακόμη ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος ενός εκάστου των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης και να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά της έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται, για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρ. 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2 25 παρ. 2 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων για τον λόγο ότι η κλήση με την οποία εισήχθη η υπό κρίση αγωγή προς συζήτηση μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 4842/2018 απόφασης του παρόντος δικαστηρίου, κατατέθηκε στο παρόν τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ αντίθετα η αγωγή είχε αρχικά προσδιορισθεί στο τμήμα της τακτικής διαδικασίας. Ωστόσο, ο προσδιορισμός αυτός της συζήτησης δεν είναι απαράδεκτος, δοθέντος ότι πρόκειται για το ίδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον δικαστήριο, επιπλέον δε το συγκεκριμένο τμήμα ναυτικών διαφορών είναι και λειτουργικά αρμόδιο ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, όπως προεκτέθηκε, επομένως και για την οικονομία της δίκης είναι αρμόδιο (το παρόν δικαστήριο) να εκδικάσει την υπό κρίση διαφορά, ενώ επιπλέον κατά την επίδοση της κλήσης στη δεύτερη των εναγομένων αναφέρεται η ιδιότητά της ως εκκαθαρίστριας της πρώτης εναγομένης. Περαιτέρω η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από την ενάγουσα κατά των εναγομένων, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων και νόμιμη, ως προς την κύρια βάση της, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 23, 28 ΕμπΝ, 72, 759, 777 εδ. α 780 εδ. α, 781, 782, 784, 361, 513 επ., 341, 345, 346 ΑΚ, 907, 908 εδ. στ΄ και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά των εναγομένων ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης, δοθέντος ότι σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1047 ΚΠολΔ, δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη των 30.000 ευρώ. Επίσης, απορριπτέα είναι η επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καταρχήν ως αόριστη γιατί η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι είναι άκυρη η σύμβαση πώλησης, που συνήψε με την πρώτη εναγομένη και σε κάθε περίπτωση ως μη νόμιμη, διότι λόγω της επιβοηθητικής φύσης της, η εν λόγω βάση ασκείται μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις άσκησης της αγωγής από τη σύμβαση ή αδικοπραξία, περίπτωση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω. Ας σημειωθεί πως στην προκείμενη περίπτωση, δοθέντος ότι η πρώτη εναγομένη ετερόρρυθμη εταιρεία καταγγέλθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση το έτος 2010, δηλαδή πριν τη θέση σε ισχύ του Ν. 4072/2012, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 294 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του Εμπορικού Νόμου, και όχι εκείνες του Ν. 4072/2012. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, στο μέτρο που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το καταψηφιστικό της αντικείμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τo υπ’ αριθμ. … e-παράβολo σε συνδυασμό με την από … απόδειξη εξόφλησης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος).
Οι εναγόμενοι αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή και, περαιτέρω, προβάλλουν ισχυρισμούς. Ειδικότερα ζητούν την αναβολή της δίκης, άλλως της έκδοσης απόφασης, μέχρι την περάτωση της διαδικασίας εκκαθάρισης της πρώτης εναγομένης, άλλως μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της από 27-11-2017 με γενικό αριθμό κατάθεσης 12668/2017 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 6275/2017 αγωγής της μη διαδίκου στην προκείμενη δίκη εταιρείας με την επωνυμία «…», με έδρα στη ………, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 03ης-05-2018 και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης επ’ αυτής. Το αίτημα αυτό των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί, δοθέντος ότι αφενός μεν η περάτωση της διαδικασίας εκκαθάρισης της πρώτης εναγομένης δεν συνιστά πρόκριμα για την εξέταση της υπό κρίση διαφοράς, η οποία ουδόλως επηρεάζεται από την έκβαση της εκκαθάρισης, αφετέρου δε δεν κρίνεται σκόπιμη η αναβολή της δίκης μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ανωτέρω αναφερόμενης εκκρεμούς αγωγής τρίτης μη διαδίκου στην προκείμενη δίκη ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων. Περαιτέρω, προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η τρίτη εναγομένη δεν νομιμοποιείται παθητικά για την άσκηση της αγωγής, δοθέντος ότι τυγχάνει ετερόρρυθμη εταίρος που έχει καταβάλει την εισφορά της, συνεπώς, ουδεμία ευθύνη φέρει. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως εκτιμάται από το δικαστήριο, συνιστά ένσταση άρσης της ευθύνης της ετερορρύθμου εταίρου που έχει καταβάλει την εισφορά της και είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 26 ΕμπΝ (για τους λόγους που προεκτέθηκαν, ως προς τη μη εφαρμογή του Ν. 4072/2012) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Περαιτέρω, προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι οι ένδικες συμβάσεις πώλησης ήταν άκυρες, καθόσον ήδη κατά το χρόνο συνάψεώς τους η πρώτη εναγομένη τελούσε υπό εκκαθάριση, και ο εκκαθαριστής αυτής ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο εκκαθαριστής της πρώτης εναγομένης ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του, δεν θίγεται το κύρος των συναφθεισών συμβάσεων πώλησης, σε κάθε δε περίπτωση οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται κακοπιστία της ενάγουσας. Στο μέτρο που ο ισχυρισμός αυτός έχει την έννοια ότι οι εναγόμενοι δεν δεσμεύονται από τις παραπάνω συμβάσεις, αυτός συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και θα ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς. Περαιτέρω, προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η ενάγουσα είναι συνυπαίτια για τη ζημία που έχει υποστεί, δοθέντος ότι γνώριζε την οικονομική δυσχέρεια της πρώτης εναγομένης και το γεγονός ότι τελούσε υπό εκκαθάριση. Ο ισχυρισμός αυτός με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση συνυπαιτιότητας κατ’ άρθρο 300 ΑΚ τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, δοθέντος ότι, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, την οποία υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο, η ένσταση του άρθρου 300 ΑΚ προτείνεται επί ενοχών που έχουν αποζημιωτικό χαρακτήρα και όχι σε αξιώσεις που δεν έχουν αποζημιωτικό χαρακτήρα, όπως αυτή που κατάγεται προς δικαστική διάγνωση με την υπό κρίση αγωγή (βλ. ΣΕΑΚ Γεωργιάδη/ Περάκη αρ. 300 σημ. 2 με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία). Τέλος οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο τέταρτος εξ αυτών, ο οποίος υπεισήλθε στη θέση του αποβιώσαντος πατρός του …, βρήκε στο αρχείο του πατέρα του ένα έγγραφο αναγνώρισης χρέους της εταιρείας …, φωτοτυπία ομολόγου ……., ένα μπλοκ εισπράξεων, δύο επιταγές και μετρητά 2.270 ευρώ, τα οποία παρέδωσε προς την ενάγουσα, με σκοπό εξοφλήσεως τυχόν οφειλής της πρώτης εναγομένης προς αυτήν. Ότι συνεπώς η επίδικη απαίτηση θα έπρεπε τουλάχιστον να μειωθεί και ως προς το ποσό των 2.270 ευρώ των ανωτέρω μετρητών, αλλά και ως προς το ποσό των ανωτέρω επιταγών, τις οποίες η ενάγουσα έχει εις χείρας της και καλείται να επιδείξει. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος τείνει να θεμελιωθεί στο άρθρο 416 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως αόριστος, καθώς οι εναγόμενοι δεν εξειδικεύουν ούτε το ποσό των επιταγών που ο τέταρτος εναγόμενος φέρεται να εγχείρισε στην ενάγουσα, αλλά ούτε προς εξόφληση ποιού τιμολογίου εδόθησαν τα μετρητά που ισχυρίζονται ότι έλαβε η ενάγουσα, καθώς μάλιστα οι διάδικοι διατηρούσαν μεταξύ τους συναλλαγές πέραν των επιδίκων. Αόριστο είναι επίσης το εκτιμώμενο ως αίτημα επίδειξης εγγράφων δοθέντος ότι οι εναγόμενοι αόριστα αναφέρονται σε επιταγές που βρίσκονται στα χέρια της ενάγουσας, χωρίς να εκθέτουν τα ειδικότερα στοιχεία των επιταγών, ήτοι τον αριθμό, το ποσό τον χρόνο πληρωμής, τα στοιχεία του εκδότη κλπ.
Από την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά …, που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει η ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας ελήφθη αυτή, ύστερα από προηγούμενη εμπρόθεσμη (πριν από 2 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) κλήτευση των αντιδίκων της (βλ. τις υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …), τις υπ’ αριθμ. … ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου, που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει η τρίτη εναγομένη, με πρωτοβουλία της οποίας ελήφθησαν αυτές, ύστερα από προηγούμενη εμπρόθεσμη (πριν από 2 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) κλήτευση της αντιδίκου της (βλ. τις υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …), από την συνεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκόμισαν μετ’ επικλήσεως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφ’ όσον επιτρέπεται η εμμάρτυρος απόδειξη κατά τις διατάξεις των άρθρων 269 παρ. 1, 270 παρ. 2, 393, 394 εδ. α’ και δ’, 395 του ΚΠολΔ, ανεξαρτήτως αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου κατά το άρθρο 270 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 363/2001, ΕλλΔνη 43, σελ. 18, ΑΠ 320/1999, ΕλλΔνη 40, σελ.1310, ΑΠ 1021/1998, ΕλλΔνη 39, σελ.1553), μερικά εκ των οποίων μνημονεύονται ειδικότερα παρακάτω, χωρίς, όμως, να παραλείπεται κανένα απολύτως κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, καθώς και από τις ομολογίες, που συνάγονται από τις έγγραφες προτάσεις της εναγομένης κατά τις διατάξεις των άρθρων 261 και 352 του ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα έχει ως εμπορικό σκοπό της, μεταξύ άλλων, την αντιπροσώπευση δια της μεσολάβησης πώλησης σε ιδιοκτήτες πλοίων και σκαφών αναψυχής χρωμάτων και χημικών ειδών, καθώς επίσης την μεσολάβηση σε αγοραπωλησίες πλοίων και σκαφών αναψυχής, το εμπόριο χρωμάτων και χημικών ειδών κυρίως σε πλοία και σκάφη αναψυχής, την παροχή γενικών ναυτιλιακών εργασιών (ναυλώσεις, πρακτορεύσεις κλπ) και την τροφοδοσία σε εφόδια και ανταλλακτικά πλοίων. Η πρώτη εναγομένη τυγχάνει ετερόρρυθμη εταιρεία και σκοπό έχει την εμπορία ναυτιλιακών ειδών, βιομηχανικών ειδών, χρωμάτων και συναφών ειδών και την αντιπροσώπευση οίκων του εξωτερικού, τελεί δε από το έτος 2010 σε εκκαθάριση (βλ. τα υπ’ αριθ. … πιστοποιητικά ΓΕΜΗ του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά). Η ενάγουσα και η πρώτη εναγομένη, οι οποίες είχαν μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές ήδη από το έτος 2012, συνήψαν κατά το διάστημα από 02-11-2015 έως 02-12-2016 διαδοχικές συμβάσεις πώλησης με αντικείμενο χρώματα πλοίων. Οι συμβάσεις αυτές ήταν έγκυρες, και, ακόμα και αν υποτεθεί ότι συνήφθησαν καθ’ υπέρβαση του σκοπού της εκκαθάρισης, δεσμεύουν έναντι της ενάγουσας την πρώτη εναγομένη εταιρεία και, κατ’ επέκταση, τους λοιπούς εναγομένους εταίρους της (βλ. Αντωνόπουλο, Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών 5η έκδοση, σελ. 280-281), δοθέντος ότι συνήφθησαν νόμιμα από τον εκκαθαριστή της πρώτης εναγομένης. Για τις παραπάνω συμβάσεις πωλήσεως εκδόθηκαν τα εξής τιμολόγια με τους κάτωθι αριθμούς και ποσά: … ποσού 984,18 ευρώ, … ποσού 427,43 ευρώ, … ποσού 1.265,55 ευρώ, … ποσού 778,34 ευρώ, … ποσού 591,57 ευρώ, … ποσού 1.074,65 ευρώ, … ποσού 258,30 ευρώ, … ποσού 163,59 ευρώ, … ποσού 425,83 ευρώ, … ποσού 343,90 ευρώ, … ποσού 461,25 ευρώ, … ποσού 564,08 ευρώ, … ποσού 843,69 ευρώ, … ποσού 100,86 ευρώ, … ποσού 331,18 ευρώ, … ποσού 267,16 ευρώ, … ποσού 992,12 ευρώ, … ποσού 1145,68 ευρώ, … ποσού 1.204,66 ευρώ, … ποσού 62,73 ευρώ, … ποσού 203,44 ευρώ, … ποσού 44,28 ευρώ, … ποσού 1.069,24 ευρώ, … ποσού 355,53 ευρώ, … ποσού 202,95 ευρώ, … ποσού 270,54 ευρώ, … ποσού 470,35, ευρώ, … ποσού 374,17 ευρώ, … ποσού 80.57 ευρώ, … ποσού 799,19 ευρώ, … ποσού 233,95 ευρώ, … ποσού 1.080,19 ευρώ, … ποσού 217,40 ευρώ, … ποσού 439,54 ευρώ, … ποσού 399,75 ευρώ, … ποσού 906,26 ευρώ, … ποσού 299,94 ευρώ, … ποσού 250,92 ευρώ, … ποσού 576,38 ευρώ, … ποσού 199,26 ευρώ, … ποσού 721,40 ευρώ, … ποσού 1.668,86 ευρώ, … ποσού 55,04 ευρώ, … ποσού 323,49 ευρώ, … ποσού 440,09 ευρώ, … ποσού 721,52 ευρώ, … ποσού 1.023.74 ευρώ, … ποσού 41,04 ευρώ, … ποσού 657,45 ευρώ, … ποσού 19,47 ευρώ, … ποσού 30,07 ευρώ και … ποσού 942,46 ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, 27.405,21 ευρώ. Τα πωληθέντα εμπορεύματα παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από την πρώτη των εναγομένων, νομίμως εκπροσωπούμενη, χωρίς αυτή να προβάλει καμία επιφύλαξη ως προς τις συμφωνηθείσες ιδιότητές τους και τα εν γένει χαρακτηριστικά τους. Ωστόσο, η πρώτη εναγομένη δεν κατέβαλε το ως άνω ποσό, το οποίο παραμένει, παρά τις οχλήσεις της ενάγουσας, ανεξόφλητο, ενώ επίσης δεν αποδείχτηκε ότι έλαβε χώρα εξόφληση των ανωτέρω τιμολογίων με οποιονδήποτε άλλο τρόπο (αποδοχή συναλλαγματικών, καταβολή ποσού έναντι της ανωτέρω οφειλής κλπ). Κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, μέλη της πρώτης εναγομένης ετερόρρυθμης εταιρείας ήταν η δεύτερη των εναγομένων, η οποία τυγχάνει νόμιμη εκπρόσωπος και εκκαθαρίστρια της πρώτης εναγομένης, και, συνεπώς, ευθύνεται για τα εταιρικά χρέη ατομικά και απεριόριστα με την προσωπική της περιουσία, όπως ευθύνεται και ο τέταρτος εναγόμενος, ως ομόρρυθμος εταίρος, έχοντας υπεισέλθει στη θέση του αποβιώσαντος …, ως μοναδικός του κληρονόμος. Ακόμη, στην πρώτη εναγομένη υπό εκκαθάριση ετερόρρυθμη εταιρεία συμμετέχει ως ετερόρρυθμη εταίρος η τρίτη των εναγομένων, με ποσοστό συμμετοχής στα κέρδη και τις ζημίες σε ποσοστό 37%, με ποσό εισφοράς ύψους 21.129,86 ευρώ. Η τρίτη των εναγομένων, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι έχει καταβάλει στην ετερόρρυθμη εταιρεία την εισφορά της που αντιστοιχεί στο ποσοστό συμμετοχής της, όπως αυτό προσδιορίζεται στην από 03-08-1994 τροποποίηση και κωδικοποίηση καταστατικού ετερόρρυθμης εταιρείας, ούτε άλλωστε γίνεται ανάλογη μνεία περί καταβολής της εισφοράς στην παραπάνω τροποποίηση και κωδικοποίηση καταστατικού, ακριβές αντίγραφο της οποίας προσκομίζουν με επίκληση οι εναγόμενοι, πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία η ένσταση άρσης της ευθύνης της κατ’ άρθρο 26 ΕμπΝ. Κατόπιν των προαναφερομένων, οι εναγόμενοι ευθύνονται εις ολόκληρον για το εταιρικό χρέος ύψους 27.405,21 ευρώ, οι πρώτη, δεύτερη και τέταρτος εξ αυτών στο σύνολό του, ενώ η τρίτη μέχρι του ποσού των 21.129,86 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσοστό συμμετοχής της στην πρώτη των εναγομένων υπό εκκαθάριση ετερόρρυθμη εταιρεία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή, στο μέτρο που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν ο καθένας εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των 27.405,21 ευρώ, οι πρώτη, δεύτερη και τέταρτος στο σύνολό του, ενώ η τρίτη μέχρι του ποσού των 21.129,86 ευρώ, τα ανωτέρω με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που το αναγραφόμενο ποσό σε κάθε ένα τιμολόγιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ήτοι από την παρέλευση της εξηκοστής (60ης) ημέρας από την έκδοση του και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της αποφάσεως που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτό, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, καθόσον η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ενώ, περαιτέρω, πρόκειται για αξίωση από εμπορική διαφορά (άρθρα 907, 908 παρ. 1 περ. στ’). Τέλος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της πρώτης, δεύτερης και τέταρτου των εναγομένων και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν ο καθένας εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων τετρακοσίων πέντε ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (27.405,21 ευρώ), οι πρώτη, δεύτερη και τέταρτος στο σύνολό του, ενώ η τρίτη μέχρι του ποσού των είκοσι μία χιλιάδων εκατόν είκοσι εννέα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (21.129,86 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση της εξηκοστής (60ης) ημέρας από την έκδοση καθενός εκ των αναφερομένων στο σκεπτικό της παρούσας τιμολογίων και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Κηρύσσει την παρούσα, ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, προσωρινώς εκτελεστή μέχρι του ποσού των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ.
Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις -2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ