Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης          2133  /2020

(Γενικός αριθμός κατάθεσης έφεσης: 18106/2018)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης έφεσης: 648/2018)

(Γενικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 2551/2018)

(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 1105/2018)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

              ΣYΓΚPΟTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

              ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 22α Μαΐου του 2018 για να δικάσει με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών την υπό γενικό αριθμό κατάθεσης 18106/2018 και υπό ειδικό αριθμό κατάθεσης 648/2018 και υπό γενικό αριθμό προσδιορισμού 2551/2018 και υπό ειδικό αριθμό προσδιορισμού 1105/2018 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 1385/2017 του Ειρηνοδικείου Αθηνών, και με αντικείμενο την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών σε εργαζόμενο, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στην … με ΑΦΜ … της ΔΟΥ …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στη δίκη με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Παρασκευά Ζουρντού (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 28130), κατοίκου … που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ …, που παραστάθηκε στη δίκη δια της πληρεξουσίας του δικηγόρου Ελένης Καλογιάννη-Κοντοσέα (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1439), κατοίκου …, που κατέθεσε προτάσεις.

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε την από 27-11-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 1940/27-11-2015 αγωγή του κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητούσε ό,τι αναφέρεται σ’ αυτήν. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1385/2017 οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται πλέον η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την από 27-2-2018 και υπό γενικό αριθμό κατάθεσης 18106/2018 και υπό ειδικό αριθμό κατάθεσης 648/2018 και υπό γενικό αριθμό προσδιορισμού 2551/2018 και υπό ειδικό αριθμό προσδιορισμού 1105/2018 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 1385/2017 του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στρεφόμενη κατά του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 22-5-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 7, ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεσή της για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν και στις προτάσεις της, ο δε εφεσίβλητος ζητεί την απόρριψή της για όσους λόγους εκθέτει στις προτάσεις του.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται ως άνω, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των οποίων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους προφορικά, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και τις προτάσεις που κατέθεσαν.

MEΛETHΣE  TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦΘHKE  ΣYMΦΩNA  ME  TOΝ  NOMO

            Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ και 1 του Ν.2112/1920 προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε επειδή συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε επειδή προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ.1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της συμβάσεως. Στοιχεία της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη κατ’ άρθρο 216 παρ.1α ΚΠολΔ, με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί δεδουλευμένες αποδοχές ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση ποσά, όπως προσαυξήσεις νυχτερινής εργασίας, αμοιβή υπερεργασίας, νόμιμης ή παράνομης υπερωριακής εργασίας κτλ., είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 721/2012 ΝοΒ 2012.2400, ΑΠ 1561/2011, ΕφΛαμ 22/2011 Νόμος). Περαιτέρω δε, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω αναφερόμενες νόμιμες αποδοχές που προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν δηλαδή ο «κλειστός» μισθός δεν καλύπτει το σύνολο των ως άνω αναφερόμενων ελάχιστων νομίμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει την διαφορά (ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 58.1314, ΑΠ 1754/1998 ΔΕΝ 56.198). Σημειώνεται δε ότι στην περίπτωση που ο «κλειστός» μισθός είναι μεγαλύτερος των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 8 του Ν.Δ. 4020/1959 ως μη προσιδιάζουσα στην ιδιομορφία και τις συνθήκες της ναυτικής εργασίας (ΕφΠειρ 745/2009 αδημ.). Ως εκ τούτου, στη σύμβαση ναυτικής εργασίας είναι έγκυρη συμφωνία κατά την οποία στον μεγαλύτερο των Σ.Σ.Ν.Ε. «κλειστό» μισθό που θα καταβάλλεται στον ναυτικό θα περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την παρεχόμενη, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, υπερωριακή εργασία, με την έννοια ότι η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία που παρασχέθηκε θα συμψηφίζεται στο ποσό που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του νόμιμου και του μεγαλύτερου μισθού που συμφωνήθηκε να καταβάλλεται, καλύπτει δηλαδή ο «κλειστός» μισθός αμοιβή για υπερωριακή εργασία, υπό την προϋπόθεση ότι ο μισθός αυτός επαρκεί για την κάλυψη των οφειλομένων πραγματικών υπερωριών (ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝΔ 2012.381, ΕφΠειρ 434/2011 ΕΝΔ 2012.24, βλ.Δ.Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, εκδ.Αντ.Ν.Σάκκουλα, 1994, β’ εκδ., σελ.204-205).

  1. II. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποίαν επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, που μπορεί ο ενάγων να αποδείξει, είναι κατά το άρθρο 53 ΚΙΝΔ η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ναυτικό της εργασίας του στον εργοδότη (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει (ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝΔ 2007.385, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 2005.345, με εκεί περαιτέρω αναφορές σε νομολογία). Εξάλλου, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποίαν ζητείται η επιδίκαση διαφορών αποδοχών και προσαυξήσεων για υπερεργασία, υπερωριακή εργασία, εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες και νύκτα, αρκεί να αναφέρονται συνολικά ο βασικός μισθός και τα επιδόματα και επιπλέον ο αριθμός των Κυριακών, αργιών και των ωρών υπερεργασίας, υπερωριακής και νυκτερινής εργασίας, καθώς και τα αξιούμενα για τις αιτίες αυτές ποσά. Δεν απαιτείται να αναφέρονται στην αγωγή και τα ποσά που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα από τον εναγόμενο εργοδότη, για κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο (αποδοχές, επιδόματα, προσαυξήσεις), διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν ένσταση εξόφλησης του εναγομένου κατ’ άρθρο 416 ΑΚ (ΑΠ 965/1998 ΕλλΔνη 1999.315, ΕφΠειρ 166/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΚρητ 514/2007 ΕλλΔνη 2008.1512). Στην αγωγή, για να είναι αυτή ορισμένη, δε χρειάζεται να αναφέρονται ούτε οι νόμιμες κρατήσεις (για την καταβολή τους στους οργανισμούς κύριας και επικουρικής ασφαλίσεως, όπως το Ι.Κ.Α. και το Τ.Ε.Α.Μ., κατ’ άρθρο 26 παρ.5 του Α.Ν.1846/1951, 22 και 32 του Ν.2084/1992 και εκτελεστικές υπουργικές αποφάσεις, καθώς και τον φόρο μισθωτών υπηρεσιών, χαρτόσημο εξοφλήσεως μισθού κλπ.) που έγιναν ή πρέπει να γίνουν επί των αξιούμενων οικείων χρηματικών ποσών, ενώ, πλέον τούτου, δεν χρειάζεται να αναφέρονται τα σχετικώς στον ίδιο τον ενάγοντα καταβληθέντα έναντι των αξιώσεών του χρηματικά ποσά, εφόσον το γεγονός τούτο πρέπει να επικαλεστεί κατ’ ένσταση (άρθρο 416 ΑΚ) ο εναγόμενος, κατά του οποίου προβάλλεται με την αγωγή η σχετική αξίωση (ΑΠ 1171/2007 ΤΝΠ Νόμος). Εάν όμως γίνει, ως εκ περισσού, ενέχει καθ’ υποφορά άρνηση άλλων περαιτέρω καταβολών. Έτσι, η αγωγή, στην οποία τυχόν αναφέρονται συνολικές μόνο καταβολές έναντι της αγωγικής αξίωσης, χωρίς επιμερισμό τους κατά κονδύλιο, δεν πάσχει αοριστίας (ΕφΠειρ 546/2010 ΕΝΔ 2010.397, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝΔ 2007.385, ΕφΠειρ 465/2006 με εκεί περαιτέρω αναφορά σε νομολογία). Περαιτέρω δε, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σ’ αυτήν ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από τον νόμο ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή. Επίσης, για την κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφοράς αποδοχών για παρασχεθείσα κατά Κυριακές και εορτές εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός αυτών, αλλ’ αρκεί ότι αναφέρεται ο αριθμός ωρών εργασίας που παρέσχε ο εργαζόμενος κατά το διάστημα τούτο. Αν εκτίθεται στην αγωγή ότι έναντι της αμοιβής για την παρασχεθείσα κατά Κυριακές και εορτές εργασίας καταβλήθηκε στον ενάγοντα ορισμένο ποσό και αξιώνεται το υπόλοιπο, δεν απαιτείται για το ορισμένο του οικείου αγωγικού κονδυλίου να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής για ποιές Κυριακές ή άλλες αργίες και ποιές αντιστοίχως ώρες εξακολουθούν να υφίστανται οι σχετικές απαντήσεις που επιδιώκονται με την αγωγή, αφού αυτές εξευρίσκονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 422 ΑΚ (ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.385). Τέλος, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον σ’ αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού. Διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (ΕφΠειρ 892/2002 ΠειρΝομ 2002.479).

IIΙ. Περαιτέρω, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3525.1.9/01/2014 Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ Β΄ 1412/03.06.2014) κυρώθηκε η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών έτους 2014, η οποία ορίζει τα ακόλουθα, στα κάτωθι αναφερόμενα άρθρα αυτής : «Άρθρο 3ο ΟΡΟΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1. Καθημερινή εργασία: α) Τα πληρώματα των ρυμουλκών θα εργάζονται επί οκτώ (8) συνεχείς ώρες την ημέρα σε βάρδιες (φυλακές) από Δευτέρα μέχρι Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής θεωρουμένων ως ημερών αργίας. β) Σε περίπτωση μίας ή περισσοτέρων βαρδιών (φυλακές) σε κάθε ρυμουλκό η αλλαγή των βαρδιών (φυλακών) είναι υποχρεωτική κάθε εβδομάδα, συμπεριλαμβανομένων και του Σαββάτου και της Κυριακής, ώστε να γίνεται δίκαιη κατανομή ημερήσιας και νυκτερινής εργασίας …  ζ) Οι επιπλέον βάρδιες (φυλακές) συμφωνήθηκαν για να μειωθεί η υπερεργασία – υπερωρία, προς αντιμετώπιση της ανεργίας καθώς και για την ενίσχυση της ασφάλειας της εργασίας. … 2. Εργασία κατά το Σάββατο : Τα πληρώματα δεν θα εργάζονται τα Σάββατα. Αναγνωρίζεται, όμως, η υποχρέωση τους να εργάζονται κατ’ απόλυτη σειρά τα Σάββατα επί 8ωρον από 00:01 έως 24:00 σύμφωνα με τις ανάγκες της εργασίας, εφόσον τους ζητηθεί τούτο κατά τη λήξη της εργασίας της προηγουμένης ημέρας, αμειβόμενα υπερωριακώς ως στο άρθρο 4 ορίζεται, μη δικαιουμένων αντιστοίχου ημέρας αναπαύσεως. 3. Εργασία κατά τις Κυριακές: α) Τα πληρώματα των ρυμουλκών από 01/01/2003 και στο εξής θα εργάζονται τις Κυριακές κατ’ απόλυτη σειρά σε βάρδιες επί δώρο λόγω της φύσεως της εργασίας, εφόσον τους ζητηθεί τούτο κατά τη λήξη της εργασίας της τελευταίας εργάσιμης ημέρας της εβδομάδος και όχι μετά από αυτήν και θα αμείβονται σύμφωνα με το Άρθρο 7 της παρούσας Σ.Σ.Ε. β) Στην περίπτωση που λόγω της φύσεως της εργασίας ή έκτακτης ανάγκης ο εργαζόμενος απασχοληθεί επί δύο συνεχείς Κυριακές, για την απασχόληση του κατά τη δεύτερη Κυριακή, επιπλέον της ιδιαίτερης αμοιβής που ορίζει το άρθρο 7, δικαιούται και μία εργάσιμη ημέρα ανάπαυση (ρεπό). γ) Και στην περίπτωση του Άρθρου 17 (παρ.α και β), μία εργάσιμη ημέρα ανάπαυση (ρεπό) θα δίδεται στους εργαζόμενους που έχουν απασχοληθεί επί δύο συνεχείς Κυριακές. Και στις δύο περιπτώσεις το ρεπό θα δίδεται κατά τις επόμενες δέκα πέντε ημέρες. δ) Στην μεμονωμένη περίπτωση που δεν δοθεί εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης (ρεπό) κατά τις ως άνω περιπτώσεις, στη διάρκεια των επόμενων δέκα πέντε ημερών, η 8ωρη απασχόληση κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα του 15ημέρου θα αμείβεται υπερωριακώς με προσαύξηση της υπερωρίας όπως ορίζει το (Άρθρο 4 παρ.β) για τη συγκεκριμένη περίπτωση, επιπλέον της οριζόμενης ιδιαίτερης αμοιβής του (άρθρου 7). 4. Εργασία κατά τις Εορτές: α) Τα πληρώματα των ρυμουλκών δεν θα εργάζονται τις εορτές. Αναγνωρίζεται, όμως, ότι είναι υποχρέωση τους λόγω της φύσεως της εργασίας να εργάζονται και απόλυτη σειρά σε βάρδιες τις εορτές επί 7ώρον, εφόσον τους ζητηθεί τούτο κατά τη λήξη της εργασίας της τελευταίας εργάσιμης ημέρας και όχι μετά από αυτήν. Για κάθε αργία που εργάζονται πέραν της οριζόμενης κατωτέρω έξτρα αμοιβής, δικαιούται και μία εργάσιμη ανάπαυσης (ρεπό) που θα δίδεται υποχρεωτικά κατά τις επόμενες δέκα πέντε ημέρες. β) Στην μεμονωμένη περίπτωση που δεν δοθεί εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης (ρεπό) κατά τις ως άνω περιπτώσεις στη διάρκεια των επόμενων δέκα πέντε ημερών, η 8ωρη απασχόληση κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα θα αμείβεται υπερωριακώς με προσαύξηση της υπερωρίας όπως ορίζει το (άρθρο 4 παρ. =β) για τη συγκεκριμένη περίπτωση, επιπλέον της οριζόμενης έξτρα αμοιβής. γ) Οι κατωτέρω αναφερόμενες εορτές είναι αργίες και οι εργαζόμενοι κατ’ αυτές δικαιούνται έξτρα αμοιβής. 1) Η 1η του έτους, 2) Των Θεοφανίων, 3) Καθαρά Δευτέρα, 4) Η 25η Μαρτίου, 5) Η Μεγάλη Παρασκευή, 6) Η ημέρα του Πάσχα, 7) Η δεύτερη ημέρα του Πάσχα, δ) Του Αγίου Γεωργίου, 9) Η 1η Μαΐου, 10) Η εορτή της Αναλήψεως, 11) Η 15η Αυγούστου, 12) Η 14η Σεπτεμβρίου, 13) Η 28η Οκτωβρίου, 14) Του Αγίου Νικολάου, 15) Η ημέρα των Χριστουγέννων, 16) Η δευτέρα ημέρα των Χριστουγέννων και 17) Η αναγνωρισμένη ως ημέρα αργίας, τοπική του Ελληνικού λιμένος που ευρίσκεται το ρυμουλκό. δ) Διευκρινίζεται ότι εάν οποιαδήποτε εκ των ανωτέρω αργιών συμπέσει ημέρα Κυριακή ο ναυτικός θα αμείβεται επιπλέον αυτών που προβλέπονται από την παρούσα Σ.Σ.Ε. για της Κυριακές με ρεπό και με έξτρα 75%. ε) Διευκρινίζεται ότι εάν οποιαδήποτε εκ των ανωτέρω αργιών συμπέσει ημέρα Σάββατο ο ναυτικός θα αμείβεται επιπλέον αυτών που προβλέπονται από την παρούσα Σ.Σ.Ε. για το Σάββατο και με έξτρα 75%. 5. Υπερωριακή εργασία: α) Τα πληρώματα υποχρεούνται σε εκτέλεση υπερωριακής εργασίας αμειβόμενη σύμφωνα με το άρθρο 4. Ως υπερωριακή εργασία θεωρείται ο χρόνος εργασίας κατά μεν τις ημέρες από Δευτέρα έως Παρασκευή μετά τη λήξη της 8ώρης κανονικής εργασίας, κατά τις Κυριακές μετά τη λήξη της 8ωρης εργασίας και τις εορτές μετά τη λήξη της 7ωρης έξτρα εργασίας, ενώ κατά τα Σάββατα όλες οι ώρες εργασίας από 00:01 έως 24:00. β) Η υπερωριακή εργασία που αρχίζει αμέσως μετά τη λήξη της 8ωρης κανονικής εργασίας τις καθημερινές δεν μπορεί να υπερβαίνει τις (4) ώρες ημερησίως, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, δηλαδή όταν δεν δύναται να γίνει διακοπή λόγω ρυμούλκησης και στις περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης για παροχή βοήθειας σε κινδυνεύοντα πλοία κλπ., γ) Σε εξαιρετική περίπτωση που θα ζητηθεί από τα πληρώματα που έχουν σχολάσει να επανέλθουν να εργασθούν κατά τις ώρες ανάπαυσης, δηλαδή στο διάστημα από τη λήξη της 8ωρης κανονικής εργασίας και έως την έναρξη της εργασίας της επομένης ημέρας, εφόσον το επιθυμούν και συμφωνούν, θα αμείβονται υπερωριακώς υποχρεωτικά από την λήξη της 8ωρης κανονικής εργασίας έως τη λήξη της εργασίας που εκτέλεσαν. δ) Συμφωνείται ότι, εάν ζητηθεί από τα πληρώματα των ρυμουλκών που έχουν εργασθεί Σάββατο Κυριακή ή αργία και έχουν σχολάσει, να επανέλθουν να εργασθούν και έχει παρέλθει 8ωρη ανάπαυση από τη λήξη της προηγούμενης εργασίας τους, δεν θα αμείβονται υπερωριακώς συνεχόμενα από τη λήξη της προηγούμενης εργασίας τους, αλλά θα αμείβονται με το ελάχιστον τέσσερις (4) ώρες υπερωρία ανεξαρτήτως αν έχουν εργασθεί λιγότερο. Εάν όμως η εργασία ξεπερνά τις τέσσερις ώρες θα αμείβονται υπερωριακώς για όσες ώρες έχουν εργασθεί. ε) Για το διάστημα που τα πληρώματα των ρυμουλκών εκτελούν επιφυλακή ως ρυμουλκά Ασφαλείας Λιμένος Πειραιώς ή Θεσσαλονίκης σύμφωνα με την απόφαση του Υ.Ε.Ν. θα αμείβονται υπερωριακώς ως ορίζει το άρθρο 4 (παρ.γ), ανεξάρτητα εάν η επιφυλακή πραγματοποιείται, Σάββατο, Κυριακή, αργία ή καθημερινή…». Τέλος, στο άρθρο 4 ορίζονται, μεταξύ άλλων, αναφορικά με τον υπολογισμό των έξτρα αμοιβών και των αμοιβών υπερωριών «α)Δια την 7ώρο εργασία στο λιμάνι κατά τις εορτές (και οι Εορτές που συμπίπτουν με Κυριακή ή Σαββάτο), καταβάλλεται και έξτρα αμοιβή ίση με το 75% του 1/25 του βασικού μισθού, της ημέρας υπολογιζόμενης από 00:01 μέχρι 24:00. β) Η αποζημίωση για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας ορίζεται σε 1/173 του βασικού μισθού, προσαυξημένου κατά 25% για τις ώρες υπερωριακής εργασίας από Δευτέρα έως Παρασκευή και κατά 50% για όλες τις ώρες εργασίας του Σαββάτου, για πέραν του 8ώρου ώρες εργασίας των Κυριακών, και τις πέραν του 7ωρου ώρες εργασίας των Εορτών. Στην μεμονωμένη περίπτωση που αναφέρει το άρθρο 3 (παρ.3, υποπαρ.δ), (παρ.4, υποπαρ.β), και το άρθρο 13 (παρ.2, υποπαρ.δ) δεν δοθεί εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης (ρεπό) κατά τις ως άνω περιπτώσεις, η 8ωρη απασχόληση κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα του 15ημέρου θα αμείβεται υπερωριακώς με προσαύξηση της υπερωρίας κατά 100%. … γ) Οι ώρες υπερωριακής εργασίας που αναφέρει το άρθρο 3 (παρ.5 υποπαρ.ε, ζ,) θα υπολογίζονται με το 1/173 του βασικού μισθού της Σ.Σ.Ε. δ) Για την νυκτερινή εργασία από 22:00–06:00 το βασικό ωρομίσθιο θα προσαυξάνεται κατά 25%. ε) Σε περίπτωση που συμπίπτουν περισσότερες της μίας προσαυξήσεις, θα υπολογίζονται χωριστά και αθροιστικά στο βασικό ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο.» Με βάση τις ρυθμίσεις αυτές του ως άνω άρθρου καταχωρείται πίνακας υπερωριακής αμοιβής, σύμφωνα με τον οποίον, για την ειδικότητα του Ναυκλήρου, προβλέπεται (μεταξύ λοιπών προβλεπομένων προσαυξημένων αμοιβών) (α) υπερωριακή αμοιβή υπολογιζόμενη με βασικό 1/173 ωρομίσθιο, ποσού 8,29 ευρώ, (β) υπερωριακή αμοιβή προσαυξημένη κατά 25%, ποσού 10,36 ευρώ, (γ) υπερωριακή αμοιβή προσαυξημένη κατά 50%, ποσού 12,44 ευρώ και (δ) υπερωριακή αμοιβή προσαυξημένη κατά 100%, ποσού 16,58 ευρώ.

ΙV. Εξάλλου, ο ναυτικός, σύμφωνα με πάγια ρύθμιση των εκάστοτε συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας δικαιούται άδεια αναπαύσεως ορισμένων ημερών μηνιαίως, σε περίπτωση δε μη παροχής της άδειας αυτής αυτουσίως, δικαιούται να λάβει, επιπλέον, εκτός από τις λοιπές μηνιαίες αποδοχές, και εκείνες που θα εισέπραττε κατά τις ημέρες τις αδείας του. Με αυτά τα δεδομένα, η συμφωνία καταλογισμού στον «κλειστό μισθό» και των αποδοχών (αποζημιώσεως) που οφείλονται στον ναυτικό για την περίπτωση μη λήψης της άδειάς του αυτουσίως, είναι επιτρεπτή, αφού πράγματι η συμφωνία αυτή, εφόσον δεν θίγονται οι ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, δεν ενέχει ανεπίτρεπτη εκ των προτέρων παραίτηση από το δικαίωμα για αυτούσια παροχή της άδειας, η άσκηση του οποίου, εάν ο πλοίαρχος κρίνει ότι οι ανάγκες του πλοίου το επιτρέπουν, δεν αποκλείεται ούτε περιορίζεται από την ανωτέρω συμφωνία, έτσι ώστε η λήψη του «κλειστού μισθού», ως συνολικώς και ενιαίως καταβαλλόμενου ανταλλάγματος για την εργασία του ναυτικού στη συγκεκριμένη μονάδα του χρόνου, που καλύπτει, κατά τα συμφωνηθέντα, και τη χρηματική παροχή για τη μη παρασχεθείσα αυτουσίως άδεια, δεν συνιστά επιλογή του ναυτικού μεταξύ δύο διαζευκτικώς οφειλόμενων παροχών (άρθρα 305επ. ΑΚ).

  1. V. Περαιτέρω δε, κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης μπορεί να λυθεί με καταγγελία του πλοιάρχου οποτεδήποτε, χωρίς ο τελευταίος να υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας είτε η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου είτε ορισμένου χρόνου και χωρίς να απαιτείται να επικαλεστεί λόγο που να δικαιολογεί στην ορισμένου χρόνου σύμβαση την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός εάν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμά του (άρθρο 75 εδ.β΄ ΚΙΝΔ). Η αποζημίωση αυτή προβλέπεται και προσδιορίζεται από τα άρθρα 75 εδ.δ΄ και 76 του ΚΙΝΔ και είναι ίση προς τις αποδοχές δεκαπέντε (15) ημερών, εφόσον η απόλυση έγινε εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας και προς υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικώς, καθώς επίσης και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς καθ’ έκαστον μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονιά διαστήματα (ΜονΕφΠειρ 434/2013, ΜονΕφΠειρ 231/2013, ΕφΠειρ 143/2011, ΕφΠειρ 676/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010.405, ΕφΠειρ 172/2008 ΕΝΔ 36.100, ΕφΠειρ 111/2007 ΕΝΔ 2007.406, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 34.355, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005.92, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΕφΠειρ 123/2003 ΕΝΔ 2003.128, βλ. σχετ. Δ.Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, έκδ.1994, σελ.355, Ι.Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.2004, άρθρο 72 ΚΙΝΔ, σελ.372). Εξάλλου, όπως συνάγεται από τη διατύπωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ, ο ναυτικός όταν ενάγει για την καταβολή της κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ αποζημίωσής του, αρκεί να επικαλεστεί και, εφόσον αμφισβητηθεί, να αποδείξει ότι η σύμβαση ναυτολόγησής του λύθηκε μονομερώς, ύστερα από καταγγελία του πλοιάρχου. Η δε προαναφερόμενη αξίωσή του καταλύεται με την προβολή και την απόδειξη από τον εργοδότη του ισχυρισμού ότι η καταγγελία της σύμβασης ναυτολόγησης, που έγινε από τον πλοίαρχο, οφείλεται σε παράπτωμα του ναυτικού, στο οποίο υπέπεσε υπαιτίως αυτός και το οποίο δικαιολογεί την καταγγελία, ισχυρισμός δε που αποτελεί και αντιμετωπίζεται ως ένσταση (ΕφΠειρ 346/2011, ΕφΠειρ 288/2011 ΤΝΠ Νόμος).

H υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1385/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 663επ., σε συνδ. με το άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513 §1β΄, 516 §1, 517, 518 §1, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Αθηνών, την 1-3-2018, η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε την 3-11-2017 και επιδόθηκε στην 30-1-2018 από τον ενάγοντα στην εναγομένη (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ…. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …), συνακόλουθα, ενεργοποιείται η γνήσια προθεσμία άσκησης της έφεσης των τριάντα (30) ημερών, η οποία δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αθηνών, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας, που ήταν εν μέρει ηττηθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω μερικής παραδοχής της αγωγής σε βάρος της, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (ΚΠολΔ 14 §§1-2, 25 §2, 17Α, όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011), ένεκα του ότι στο παρόν Δικαστήριο (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) εκδικάζονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων των περιφερειών των Πρωτοδικείων Πειραιώς και Αθηνών (Νομός Αττικής) που κρίνουν διαφορές και υποθέσεις που αφορούν ναυτικές διαφορές, κατ’ άρθρο 51 παρ.1 περ.γ΄, παρ.2, παρ.3 Α και Β περ.ε΄ του Ν.2172/1993, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 533 §1), ενόψει και του ότι δεν απαιτούταν, κατ’ άρθρα 495 παρ.4 και 663 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (έναρξη ισχύος από 2-4-2012) [και ήδη άρθρα 495 παρ.3 εδ.στ΄ και 614 αριθ.3, 621-622 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 και παρ.2 του Ν.4335/2015], η κατάθεση παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης για εργατικές διαφορές (ΜονΠρΚορινθ 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 ΤΝΠ Νόμος).

              Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 27-11-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 1940/27-11-2015 αγωγή του κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία εξέθετε ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, καταρτισθείσας με την εναγομένη στο λιμένα του Ευδήλου Ικαρίας τη 14-1-2015, προσελήφθη και ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του κυβερνήτη, επί του υπό ελληνική σημαία και αριθμό νηολογίου …….. …, χωρητικότητα 67,04 κόρων και διεθνούς σήματος SV … πλοίου με το όνομα «…», το οποίο ανήκει στην εναγομένη ανώνυμη εταιρεία ως πλοιοκτήτρια, έναντι συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού βάσει της ΣΣΝΕ πληρωμάτων ρυμουλκών πλοίων, ως ίσχυσε και αναδρομικά μετά την κύρωσή της με την υπ’ αριθ. 3525.1.12/01/2015 απόφαση του ΥΕΝ, ποσού 2.917,83 ευρώ. Ότι στις 5-6-2015 απολύθηκε από τον πλοίαρχο στον λιμένα του Ευδήλου Ικαρίας με αναγραφόμενη στο ναυτικό του φυλλάδιο αιτιολογία «κοινή συναινέσει», στην πραγματικότητα όμως λόγω λύσης της σύμβασης ναυτολόγησής του με καταγγελία της εναγομένης χωρίς δικό του παράπτωμα. Ότι καθόλη τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησής του το εν λόγω πλοίο της εναγομένης, στο οποίο απασχολήθηκε ως άνω, εκτελούσε ρυμουλκήσεις προσφέροντας βοηθητικές υπηρεσίες στην κατασκευή λιμενικών έργων στον λιμένα του Ευδήλου Ικαρίας. Ότι παρότι παρείχε καθημερινά την εργασία του στο πλοίο ακόμη και υπερωριακά, η εναγομένη δεν του κατέβαλε το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του, αλλά μόνο μέρος αυτών. Ότι συνολικά έλαβε το ποσό των 13.811,06 ευρώ ως μισθολογικές αποδοχές του (ως βασικός μισθός και τακτικά επιδόματα), ενώ έπρεπε να είχε λάβει για την υπερωριακή του απασχόληση το ποσό των 3.267,50 ευρώ, όπως ειδικότερα και αναλυτικώς παρατίθενται οι ώρες εργασίας του στην αγωγή κατά ημεροχρονολογία με έναρξη και λήξη εργασίας σε σχετικό πίνακα, και δη για την εργασία του τα Σάββατα και τις Κυριακές το ποσό των 2.469,38 ευρώ, για τη μη χορήγηση ρεπό από την εργασία του το ποσό των 6.664,08 ευρώ (ως υπερωριακή αμοιβή), καθώς και προσαύξηση για την εργασία του κατά τις εορτές ποσού 180,54 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 20.655,68 ευρώ, ενώ έλαβε για τις προαναφερόμενες αιτίες εργασίας του το ποσό των 8.133,62 ευρώ, με συνέπεια να του οφείλεται ως υπόλοιπο μισθολογικών αποδοχών του το ποσό των 12.522,06 ευρώ. Ότι επιπλέον δικαιούταν αποζημίωση αδείας ποσού 3.342,16 ευρώ και αποζημίωση απόλυσης ποσού 3.016,35 ευρώ. Ότι συνολικά η εναγομένη του όφειλε ως μισθολογικές αποδοχές από τη σχέση εργασίας τους το ποσό των 18.880,57 ευρώ, το οποίο δεν του κατέβαλε, καίτοι εκείνος την όχλησε επανειλημμένως, με βάση τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4, 8, 9 της προαναφερόμενης ΣΣΝΕ και τις διατάξεις των άρθρων 72, 75, 76 και 77 του ΚΙΝΔ, για τις εκτιθέμενες στην αγωγή του επιμέρους νόμιμες αιτίες βάσει της σύμβασης εργασίας του και της οικείας εργατικής νομοθεσίας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί προστασίας της ναυτικής εργασίας (Ν.3816/1958-ΚΙΝΔ, ΑΚ, ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ρυμουλκών Πλοίων), άλλως και επικουρικώς με βάση τις επικαλούμενες διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού των άρθρων 904επ. ΑΚ, άλλως και σε κάθε περίπτωση η εναγομένη εργοδότρια εταιρεία κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος εργαζομένου, χωρίς νόμιμη αιτία, ο δε πλουτισμός της, ως χρηματικός, σώζεται μέχρι σήμερα, αφού αρνείται να του καταβάλει τα ως άνω οφειλόμενα παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του. Βάσει αυτού του ιστορικού, ζητούσε ο ενάγων, με κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, να υποχρεωθεί να του καταβάλει η εναγομένη πλοιοκτήτρια και εργοδότρια ανώνυμη εταιρεία, το συνολικό ποσό των 18.880,57 ευρώ, ως υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών του από τη μεταξύ τους σχέση εργασίας, που αντιστοιχεί σε διαφορές για την υπερωριακή απασχόληση και αμοιβή του επί καθημερινών ημερών, Σαββάτων, Κυριακών και εορτών, καθώς και αποζημίωση αδείας και απολύσεως, από την παροχή της ναυτικής εργασίας του στο ως άνω πλοίο της κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ως ειδικότερα εξειδικεύονται στην αγωγή, από τη μεταξύ τους σχέση εργασίας, άλλως και επικουρικώς και από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, νομιμοτόκως από την ημέρα απολύσεώς του και λήξης της σύμβασης εργασίας του, ήτοι από την 5-6-2015, που είναι δήλη ημέρα εκ του νόμου (άρθρα 648, 655, 341, 345 ΑΚ), άλλως από την επίδοση της αγωγής του και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης για την πρωτοβάθμια δίκη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αφού έκρινε την αγωγή ως παραδεκτώς ασκηθείσα και νόμιμη κατά την κύρια βάση της από τη σχέση εργασίας, την έκανε δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.937,30 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης, ήτοι από την 6-6-2015 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, κήρυξε προσωρινώς εκτελεστή την εκκαλούμενη απόφαση  μέχρι του ποσού των 5.000 ευρώ και τέλος, επέβαλε σε βάρος της εναγομένης τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος για στην πρωτοβάθμια δίκη, το οποίο όρισε σε ποσό 380 ευρώ, λόγω της μερικής ήττας της και της αντίστοιχης μερικής νίκης αυτού.

Ήδη η εκκαλούσα-εναγομένη ως εν μέρει ηττηθείσα από την πρωτοβάθμια δίκη παραπονείται με την από 27-2-2018 και την υπό γενικό αριθμό κατάθεσης 18106/2018 και υπό ειδικό αριθμό κατάθεσης 648/2018 και υπό γενικό αριθμό προσδιορισμού 2551/2018 και υπό ειδικό αριθμό προσδιορισμού 1105/2018 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 1385/2017 του Ειρηνοδικείου Αθηνών, έναντι του εφεσιβλήτου-ενάγοντος για τους λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται εν γένει σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει των οποίων κατέτεινε στην έκδοση της εκκαλουμένης, και πιο συγκεκριμένα, αφορούν παράπονα για πλημμέλειες ως προς τα εξής κεφάλαια της εκκαλούμενης απόφασης: 1) εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την απόρριψη της ένστασης αοριστίας της αγωγής, 2) πλημμελή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου κατά το μέρος που η εκκαλουμένη απέρριψε την ένσταση εξόφλησης των ενδίκων αξιώσεων,άλλως ένσταση συμψηφισμού, 3) πλημμελή εφαρμογή του νόμου κατά το μέρος που η εκκαλουμένη έκανε δεκτό ότι εφαρμοστέα τυγχάνει η ΣΣΝΕ περί Πληρωμάτων Ρυμουλκών, 4) πλημμελή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου κατά το μέρος που η εκκαλουμένη έκανε δεκτό, ότι ο ενάγων δικαιούται για υπερωριακή εργασία ποσό 3.267,50 ευρώ, για υπερωρίες Σαββάτων και Κυριακών ποσό 2.469,38 ευρώ, για εργασία Κυριακής ποσό 927,20 ευρώ και για εργασία εορτών-αργιών ποσό 180,54 ευρώ, 5) πλημμελή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου κατά το μέρος που η εκκαλουμένη έκανε δεκτό ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος δικαιούται για μη ληφθείσα άδεια αναψυχής το ποσό των 3.342,16 ευρώ, 6) πλημμελή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου κατά το μέρος που η εκκαλουμένη επιδίκασε στον ενάγοντα-εφεσίβλητο αποζημίωση απολύσεως ποσού 2.854,33 ευρώ και 7) εσφαλμένη εκτίμηση και εφαρμογή του νόμου κατά το μέρος που η εκκαλουμένη απέρριψε τη νομίμως προβληθείσα εκ μέρους της εναγομένης-εκκαλούσας πρωτοδίκως ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος αναφορικά με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής εκ μέρους του ενάγοντος-εφεσιβλήτου σε βάρος της. Με βάση τους προαναφερόμενους λόγους έφεσης, η εκκαλούσα ζητεί, κατ’ εκτίμηση του εφετηρίου αυτού δικογράφου της, να γίνει δεκτή η έφεσή της τυπικά και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά το μέρος που εκκαλείται με αυτό, προκειμένου εν συνεχεία να απορριφθεί η κρινόμενης σε βάρος της αγωγή του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, κατά παραδοχή των λόγων έφεσής της, να γίνει επαναφορά κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση που ευρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης, ήτοι να διαταχθεί από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο η επιστροφή του χρηματικού ποσού των 5.000 ευρώ, το οποίο επιδικάστηκε με την πρωτόδικη απόφαση και κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστό, συνεπεία δε τούτου, υποχρεώθηκε η εκκαλούσα-εναγομένη εργοδότρια και πλοιοκτήτρια εταιρεία να το καταβάλει στον εφεσίβλητο-ενάγοντα και δη νομιμοτόκως από τις 19-12-2017, οπότε και του είχε καταβληθεί εκ μέρους της σε συμμόρφωση με το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης και τέλος, να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης της εκκαλούσας επί αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, που δικάστηκε η μεταξύ τους κρινόμενη αγωγή.

Καταρχάς, αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης περί αοριστίας της κρινόμενης αγωγής, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος για τους ακόλουθους λόγους: Η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, ως ορθώς κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά την εκκαλουμένη, αφού περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική και πραγματική της θεμελίωση, για να ταχθούν οι αποδείξεις από το Δικαστήριο και να δύναται η εναγομένη-εκκαλούσα διάδικος να αντικρούσει και να αντιτάξει τους αμυντικούς της ισχυρισμούς επί των εκτιθέμενων στην αγωγή εκ μέρους του ενάγοντος-εφεσιβλήτου. Ειδικότερα δε, λαμβάνοντας υπόψη και τα εκτιθέμενα στην οικεία αρχική νομική σκέψη της παρούσας προκύπτει ότι στο ιστορικό της κρινόμενης αγωγής περί επιδίκασης δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού έναντι της εργοδότριας πλοιοκτήτριας εταιρείας, εκτίθεται επαρκώς όσα ορίζονται στη διάταξης του άρθρου 53 ΚΙΝΔ, ήτοι η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ναυτικό της εργασίας του στο πλοίο του πλοιοκτήτη, ο συμβατικός και νόμιμος μισθός βάσει της οικείας ΣΣΝΕ, η χωρητικότητα και το είδος του πλοίου απασχόλησής του, που επηρεάζουν την εφαρμογή της κατάλληλης ΣΣΝΕ στην περίπτωσή του (ΕφΠειρ 293/1985 ΕΝΔ 13.340, ΕφΠειρ 955/1979 ΕΝΔ 8.21, βλ. σχετ. Βερνάρδο, Το δίκαιο της ναυτικής εργασίας, σελ.99), χωρίς όμως να αποτελούν αναγκαία στοιχεία το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν από τον ναυτικό (ενάγοντα), ως κυβερνήτη του πλοίου, εφόσον αναφέρεται η ειδικότητά του και ο βαθμός του που προσδιορίζουν τα καθήκοντά του, αλλά και τα κριτήρια και τους όρους της απασχόλησης και της μισθοδοσίας του, δοθέντος ότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον δεν πρόκειται για εργασίες για τις οποίες προβλέπεται ειδική αμοιβή από τις ΣΣΝΕ ούτε αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σε αυτήν ο χρόνος από τον οποίο άρχισε και ο χρόνος στον οποίο ολοκληρώθηκε η παροχή υπερεργασίας και υπερωρίας κάθε ημέρα, καθώς και το στοιχείο αυτό ορίζεται από τον νόμο ούτε και ο λόγος και η ανάγκη που παρέστη συγκεκριμένα κάθε φορά και επέβαλαν την εκτέλεση υπερεργασίας και υπερωρίας από τον εργαζόμενο ναυτικό, εν προκειμένω κυβερνήτη του ενδίκου πλοίου, καθώς και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε τέτοια εντολή στον ναυτικό, καθότι αυτά, ήτοι τα ειδικότερα καθήκοντα που εκτελούσε ο ενάγων ναυτικός σε καθημερινή βάση και εκείνα που εκτέλεσε σε καθεστώς υπερεργασίας ή υπερωρίας, οι συγκεκριμένες συνθήκες εργασίας του υπό τις οποίες αναγκάστηκε να εργαστεί υπερωριακώς, η εξειδίκευση του χρόνου εκτέλεσης έκαστης εργασίας του ούτε το είδος της εργασίας που προσέφερε υπερωριακά ο ενάγων εργαζόμενος κλπ., τα οποία επικαλείται η εναγομένη για να θεμελιώσει –αβασίμως δε- τον ισχυρισμό της περί αοριστίας της κρινόμενης αγωγής του σε βάρος, αποτελούν στοιχεία απόδειξης και ανταπόδειξης της ιστορικής και νομικής βάσης της αγωγής και όχι του ορισμένου αυτής, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝΔ 2007.385, ΕφΠειρ 892/2002 ΕΝΔ 2002.437, ΕφΠειρ 901/2002 ΠειρΝομ 2003.70, ΕφΔωδ 140/2001 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1312/1997, ΕφΠειρ 1239/1996, ΕφΠειρ 202/1995, ΕφΠειρ 274/1995 αδημ. στον νομικό τύπο). Αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας κατά μήνα ή κατά μέσον όρο κατά μήνα (ΑΠ 322/1976 ΕΕΔ 35.382, ΑΠ 323/1976 ΕΕΔ 35.384, ΕφΠειρ 164/2001, ΕφΠειρ 1312/1997, ΕφΠειρ 274/1995 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιά 1994-1995, σελ.69, 1996-1997, σελ.157, ΕφΑθ 10521/1987 ΕλλΔνη 1987.607). Τα ανωτέρω αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής επαρκώς εκτίθενται στο δικόγραφό της, ήτοι η σύμβασης ναυτολόγησης, το είδος και η χωρητικότητα του πλοίου στο οποίο ναυτολογήθηκε ο ενάγων, η ειδικότητα με την οποία υπηρέτησε σε αυτό, η χρονική διάρκεια της ναυτολόγησής τους και η αιτία απόλυσής του, καθώς επίσης και τα επιμέρους ποσά που έπρεπε να λάβει για καθεμία από τις νομικές και ιστορικές αιτίες, ήτοι για βασικό μισθό και για καθένα από τα τακτικά επιδόματα που προβλέπονται από την εφαρμοζόμενη ΣΣΝΕ και για υπερωριακή αμοιβή, καθώς επίσης και για αποζημίωση αδείας και για αποζημίωση απόλυσης. Μάλιστα, ως προς τις επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος για την υπερωριακή εργασία και τις οφειλόμενες γι’ αυτήν μισθολογικές αποδοχές του προκύπτει ότι εκθέτει στην αγωγή του ποιες ημέρες εργάστηκε πέραν του 8ώρου, την ώρα έναρξης και λήξης της εργασίας του κάθε ημέρα και τον αριθμό των ωρών υπερωρίας που εκτέλεσε, καθώς επίσης, και τις ημέρες αργιών, Σαββάτων και Κυριακών που εργάστηκε και τις συγκεκριμένες σε αριθμό ώρες, υπολογίζοντας και τις οφειλόμενες αποδοχές για κάθε αιτία χωριστά όπως προβλέπονται από την εφαρμοζόμενη ΣΣΝΕ, προσκομίζοντας σε απόδειξη αυτών και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία (βλ. σχετ. ένορκη βεβαίωση, αντίγραφο ημερολογίου γέφυρας πλοίου όπου καταχωρούνταν καθημερινά οι ώρες έναρξης και λήξης της εργασίας που έχει αποδεικτική αξία αφού υπάρχει σχετική πρόβλεψη και υποχρέωση τήρησής του για τον σκοπό αυτόν κατ’άρθρα 48, 246 παρ.στ΄ του Ν.Δ.187/1973/ Κ.Δ.Ν.Δ. και με δεδομένο ότι οι καταχωρίσεις αυτές ήταν ευχερές να ελεγχθούν για την ακρίβειά τους από τις αρμόδιες λιμενικές αρχές ανά πάσα στιγμή, ενώ και ο διευθυντής του έργου της εναγομένης είχε πρόσβαση σε αυτό για τη διαπίστωση της ορθότητας των καταχωρίσεων, αφού το ημερολόγιο παρέμενε στο πλοίο, ο δε ισχυρισμός αμφισβήτησής τους εκ μέρους της εναγομένης-εκκαλούσας περί ανακρίβειας των καταχωρίσεων εκ μέρους του ενάγοντος-εφεσιβλήτου τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος και γενικόλογος, αφού δεν προσδιορίζει ποιες εξ αυτών είναι ανακριβείς). Επομένως, ουδεμία αμφιβολία γεννάται για το επίδικο αντικείμενο και  για τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, ώστε να ταχθούν τα ζητήματα απόδειξης και να δύναται η τελευταία να αντιτάξει τους αμυντικούς ισχυρισμούς της κατ’ αυτών, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης-εκκαλούσας ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν. Άλλωστε, δεν είναι αναγκαίο να εκτίθεται στην αγωγή για το ορισμένο της οι συγκεκριμένες επιμέρους καταβολές αρκεί δηλαδή να αναφέρονται οι συνολικές μόνο καταβολές έναντι της αγωγικής αξίωσης του ενάγοντος κατά της εναγομένης, χωρίς επιμερισμό κατά κονδύλι, χωρίς να υπάρχει υποχρέωση του ενάγοντος να αναλύσει λεπτομερώς τα ποσά που έλαβε από την εναγομένη για κάθε επιμέρους κονδύλιο και να δικαιολογήσει τις προκύπτουσες διαφορές για καθένα από αυτά, δεδομένου ότι οι εν λόγω καταβολές θεμελιώνουν ένσταση εξοφλήσεως του εναγομένου (ΑΚ 416) και αναφέρονται καθ’ υποφορά στην αγωγή και το σχετικό βάρος για την επίκληση και απόδειξή τους φέρει η εναγομένη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη (ΑΠ 1405/2006, ΑΠ 805/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 965/1998 ΕλλΔνη 1999.315, ΕφΠειρ 546/2010 ΕΝΔ 2010.397, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝΔ 2007.385, ΕφΠειρ 465/2006 αδημ. στον νομικό τύπο, ΜονΠρΠειρ 278/2017 αδημ. στον νομικό τύπο). Κάθε διάδικος οφείλει κατ’ άρθρα 335, 338 παρ.1 ΚΠολΔ να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του, κατ’ άρθρο 416 ΑΚ, συνακόλουθα, ο οφειλέτης που ενάγεται για την πληρωμή ορισμένου χρέους, εάν προβάλει απόσβεση αυτού με καταβολή, φέρει το βάρος απόδειξης της καταβολής αυτής, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, καθόσον αυτό εξυπακούεται, αφού γι’ αυτό μόνο είναι η διαφορά και μόνον εάν ο δανειστής ενάγων αντιλέγει με αντένσταση ότι η προβαλλόμενη από τον εναγόμενο οφειλέτη καταβολή αφορά όχι το επίδικο, αλλά άλλο χρέος του προς αυτόν, τότε υποχρεούνται, ο μεν δανειστής ενάγων να αποδείξει, αν αρνείται ο εναγόμενος οφειλέτης την ύπαρξη του άλλου χρέους και τα παραγωγικά αυτού γεγονότα, ο δε εναγόμενος οφειλέτης να αποδείξει ότι η καταβολή έγινε προς εξόφληση του επίδικου χρέους είτε βάσει μονομερούς προς αυτόν καθορισμού του εξοφλητέου από τα περισσότερα χρέη προς τον δανειστή είτε βάσει της διάταξης του άρθρου 422 εδ.α΄ ΑΚ (ΑΠ 594/1999 ΕλλΔνη 41.107). Εξ αυτών συνάγεται ότι εφόσον ο εναγόμενος οφειλέτης φέρει το βάρος απόδειξης της καταβολής της παροχής κατ’ ένσταση, δεν απαιτείται η μνεία αυτής στην αγωγή. Εάν, όμως, γίνει εκ του περισσού, ενέχει καθ’ υποφορά άρνηση άλλων περαιτέρω καταβολών. Έτσι η αγωγή στην οποία τυχόν αναφέρονται συνολικές μόνο καταβολές έναντι της αγωγικής αξίωσης χωρίς επιμερισμό του κατά κονδύλιο, δεν πάσχει από αοριστία (ΑΠ 594/1999 ΕλλΔνη 41.107, ΑΠ 965/1998 ΕλλΔνη 1999.315, ΑΠ 1545/1997 Δ 29.409, ΑΠ 1291/1994  ΔΕΝ 51.544, ΕφΠειρ 166/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 546/2010 ΕΝΔ 2010.397, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝΔ 2007.385, ΕφΚρητ 514/2007 ΕλλΔνη 2008.1511, ΕφΠειρ 465/2006 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 2005.345). Τέλος, η άρνηση εκ μέρους της εκκαλούσας-εναγομένης περί των επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος-εφεσιβλήτου από την υπερωριακή εργασία τυγχάνει γενικόλογη και αόριστη, αφού δεν προσδιορίζει η ίδια κατά τρόπο αντίθετο, ειδικό και σαφή τον αριθμό των ωρών που απασχολήθηκε υπερωριακά ο εργαζόμενος ναυτικός, κατά την άποψή της, με δεδομένο ότι κατά τους ισχυρισμούς της ο εργοταξιάρχης της κατέγραφε και εκείνος τις εργασίες του ρυμουλκού πλοίου ούτε προσδιορίζει ποίο ποσό από τον «κλειστό μισθό» που ελάμβανε ο ενάγων-εφεσίβλητος αντιστοιχεί σε υπερωριακή εργασία και οφειλόμενες αποδοχές του και ποιο ποσό εν τέλει του κατέβαλε για την αιτία αυτή, ώστε να μπορεί να κριθεί η βασιμότητα της ένστασης εξοφλήσεώς του, εν όλω ή εν μέρει. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκανε δεκτή την αγωγή εν μέρει, έχοντας προηγουμένως σιωπηρά απορρίψει την ένσταση αοριστίας της που προέβαλε η εναγομένη-εκκαλούσα, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο, κρίνοντας κατά το σκεπτικό της εκκαλουμένης ότι η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη και ως εκ τούτου, απορριπτέος τυγχάνει ως κατ ουσίαν αβάσιμος ο πρώτος λόγος έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης.

Περαιτέρω δε, αναφορικά με τους λοιπούς ως άνω προβαλλόμενους λόγους έφεσης, από την επανεκτίμηση όλων ων αποδεικτικών μέσων της κρινόμενης υπόθεσης και δη της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης της εναγομένης-εκκαλούσας … –ο ενάγων-εφεσίβλητος δεν επιμελήθηκε της εξέτασης μάρτυρα στην πρωτοβάθμια δίκη-, ο οποίος νομίμως εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, όπως αυτή καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, λαμβάνεται δε υπόψη καθ’ εαυτή και ανάλογα με τη γνώση και την αξιοπιστία του, σε συνδυασμό προς το σύνολο των νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους μετ’ επικλήσεως εγγράφων, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτοτελώς προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα οποία άλλωστε στην προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη ακόμα και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 §1 εδ.α’ ΚΠολΔ), από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του …, που ελήφθη νομότυπα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αγίου Κηρύκου Ικαρίας, Μοσχούλας-Ζαχαρούλας Βαλανίδα του Αλεξάνδρου, με επιμέλεια του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, κατόπιν της από 9-3-2017 κλήσης γνωστοποίησης μαρτύρων και πρόσκλησης προς την εναγομένη-εκκαλούσα, που της επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 9-3-2017,πριν από είκοσι τέσσερεις (24) τουλάχιστον ώρες από τη λήψη της στις 14-3-2017 (βλ. υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικής επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …) (ΑΠ 1290/1994 ΔΕΝ 1996.280), από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του …, που ελήφθη νομότυπα ενώπιον του συμβολαιογράφου Ρόδου Σταύρου Κουταλιανού του Αναστασίου, με επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας, κατόπιν της από 17-3-2017 κλήσης γνωστοποίησης μαρτύρων και πρόσκλησης προς τον ενάγοντα-εφεσίβλητο που έλαβε χώρα μετά το τέλος της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που της επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 17-3-2017, πριν από είκοσι τέσσερεις (24) τουλάχιστον ώρες από τη λήψη της στις 22-3-2017 ημέρα Τετάρτη, καθώς η Ειρηνοδίκης Αθηνών είχε χορηγήσει σχετική προθεσμία για την κατάθεση προσθήκης-αντίκρουσης εκ μέρους των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων μέχρι και την Παρασκευή 24-3-2017, σύμφωνα με τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, προς αντίκρουση ισχυρισμών του ενάγοντος-εφεσιβλήτου που προτάθηκαν το πρώτον κατά τη συζήτηση της αγωγής την ίδια ημέρα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, κατ’ άρθρο 591 παρ.1 περ.δ΄ και ήδη στ΄ (μετά την ισχύ του Ν.4335/2015) του ΚΠολΔ (βλ. υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …) (ΟλΑΠ 9/2000 ΕλλΔνη 41.668, ΑΠ 66/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1784/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1603/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1646/2002 ΕλλΔνη 44.724, ΑΠ 605/2001 ΕλλΔνη 43.110, ΑΠ 562/2000 ΕΕργΔ 2001.941, ΑΠ 197/2000 ΕλλΔνη 2000.1311, ΑΠ 182/2000 ΕλλΔνη 41.279, ΑΠ 1815/1999 ΕλλΔνη 41.985, ΑΠ 1402/1999 ΕλλΔνη 2000.360, ΑΠ 1167/1999 ΕλλΔνη 41.361), καθώς και από όσα συνομολογούν εν γένει οι διάδικοι, όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν και προέκυψαν κατά την προφορική διαδικασία στο ακροατήριο, με βάση τα πρακτικά της δίκης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, όπως αναφέρονται ειδικότερα και περιοριστικά παρακάτω (άρθρα 261, 352 §1 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 §4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν εν προκειμένω τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά:  Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, καταρτισθείσας με την εναγομένη στο λιμένα του Ευδήλου Ικαρίας τη 14-1-2015, ο ενάγων προσελήφθη και ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του κυβερνήτη, επί του υπό ελληνική σημαία και αριθμό νηολογίου …….. …, χωρητικότητας 67,04 κόρων και διεθνούς σήματος SV … πλοίου με το όνομα «…», το οποίο ανήκει στην εναγομένη ανώνυμη εταιρεία ως πλοιοκτήτρια, έναντι συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού βάσει της ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ρυμουλκών Πλοίων, ως ίσχυσε και αναδρομικά μετά την κύρωσή της με την υπ’ αριθ. 3525.1.12/01/2015 απόφαση του ΥΕΝ. Η εργασιακή σχέση μεταξύ τους διέπεται από τη Συλλογική Ναυτική Σύμβαση Ρυμουλκών και όχι τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών Βιομηχανικών Επιχειρήσεων, διότι επ’ αυτού αποφάνθηκε το ΝΑΤ απαντώντας σε σχετικό ερώτημα της εναγομένης εταιρείας, καθότι από την υπ’ αριθ. πρωτ. … απάντηση του Ν.Α.Τ. (Διεύθυνση Πόρων – Τμήμα Εισφορών Ελληνικών Πλοίων σε Ευρώ) προς αυτήν δεν συνάγεται κατά τρόπο σαφή και ειδικό η ένταξη της εργασιακής σχέσης σε ΣΣΕ Πληρωμάτων Ρυμουλκών Βιομηχανικών Επιχειρήσεων για τους εργαζόμενους στα εν λόγω πλοία, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού και συναφούς τρίτου λόγου έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Αντιθέτως,αναφέρεται αυτή στην υποχρέωση απόδοσης ασφαλιστικών εισφορών της εργοδότριας εταιρείας, οι οποίες πράγματι οφείλονται υπολογιζόμενες με τον τρόπο αυτόν λόγω της φύσης των εργασιών της, ενώ σε κάθε περίπτωση η απάντηση αφορά σε Φ.Ε. που θα εκδοθούν, καθώς και σε ναυτολόγια που θα χορηγηθούν στο μέλλον και όχι στην επίδικη περίοδο πριν την 25-10-2016, που υποβλήθηκε το σχετικό ερώτημα από την εναγομένη, ήτοι από 14-1-2015 έως 5-6-2015 και μάλιστα παρότι στην υπ’ αριθ. πρωτ. … αίτησή της αναφέρεται η αιτούσα εναγομένη σε επανακαθορισμό των ασφαλιστικών εισφορών της με βάση τις Συμβάσεις Ρυμουλκών Βιομηχανικών Επιχειρήσεων, προκειμένου να ναυτολογήσει εργαζόμενους στα ρυμουλκά πλοία της με την ονομασία «…» (Ν………) και «…» (Ν……..) και να καταστούν έτσι αξιοποιήσιμα με αμοιβαίο όφελος για την ίδια ως επιχείρηση, αλλά και για το ΝΑΤ, η δε απάντησή του οποίου είναι καταφατική τόσο για τα ΦΕ που θα εκδοθούν και τα ναυτολόγια που θα χορηγηθούν στο μέλλον, ενώ για τα μέχρι τότε κοινοποιηθέντα ΦΕ ναυτολογίων γνωστοποιείται στην εναγομένη ότι δύναται να προβεί σε διακανονισμό της οφειλής σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν.3569/2007. Ο ενάγων κυβερνήτης του πλοίου είχε συμφωνήσει με την εναγομένη πλοιοκτήτρια και εργοδότριά του μεικτό μισθό ποσού 3.390,82 ευρώ, όπως προκύπτει από τις μηνιαίες ενυπόγραφες από τον ίδιο αποδείξεις πληρωμών κατά τον χρόνο που ο νόμιμος βασικός μισθός ήταν 2.005,93 ευρώ όπως συνομολογείται και στην αγωγή του. Συγκεκριμένα, προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα στη δικογραφία εκ μέρους αμφοτέρων των διαδίκων, ότι τον Ιανουάριο του 2015 μετά από τις νόμιμες κρατήσεις ο ενάγων έλαβε από τις μεικτές αποδοχές των 3.390,82 ευρώ, καθαρό ποσό 2.177,80 ευρώ και μαζί με την προκαταβολή ποσού 500 ευρώ, το συνολικό ποσό των 2.677,80 ευρώ, τον Φεβρουάριο του 2015, με βάση πάλι τον μεικτό κλειστό μισθό των 3.390,82 ευρώ, έλαβε καθαρό συνολικό ποσό 2.600,05 ευρώ, ήτοι ποσό 2.200,05 ευρώ μαζί με προκαταβολή ποσού 400 ευρώ, τον Μάρτιο του 2015, έλαβε καθαρό συνολικό ποσό 2.796,83 ευρώ, ήτοι ποσό 2.096,83 ευρώ μαζί με προκαταβολή ποσού 700 ευρώ, τον Απρίλιο του 2015 έλαβε καθαρό συνολικό ποσό 3.205,50 ευρώ,ήτοι ποσό 2.705,50 ευρώ μαζί με προκαταβολή ποσού 500 ευρώ, τον Μάιο του 2015 έλαβε καθαρό συνολικό ποσό 2.804,98 ευρώ, ήτοι ποσό 2.304,98 ευρώ μαζί με προκαταβολή ποσού 500 ευρώ και τον Ιούνιο του 2015 καθαρό συνολικό ποσό 478,64 ευρώ,κατόπιν οικειοθελούς αποχώρησής του από την εργασία του, όπως αναγράφεται στην από 5-6-2015 απόδειξη, αλλά και σε σχετική δήλωση ενώπιον του Λιμεναρχείου. Συνολικά ο ενάγων προκύπτει βάσει των προδιαλαμβανομένων αποδειχθέντων ότι έλαβε 17.632,26 ευρώ μεικτά (3.390,82 € x 5 μήνες, ήτοι από Ιανουάριο έως και Μάιο του 2015 και ποσό 678,16 € μεικτού μισθού μηνός Ιουνίου του 2015 μέχρι την αποχώρηση) και καθαρά (2.677,80 + 2.600,05 + 2.796,83 + 3.205,50 + 2.804,98 + 478,64 =) 14,563,80 ευρώ. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ως κυβερνήτης του πλοίου, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του πλοίου: α) απασχολήθηκε υπερωριακώς, ήτοι πέραν του 8ώρου κατά τις καθημερινές ημέρες, επί 225,30 ώρες και δικαιούται να λάβει αμοιβή προς 14,49 ευρώ ανά ώρα και συνολικά το ποσό των 3.264,60 ευρώ από αυτήν την αιτία, β) απασχολήθηκε για 142 ώρες υπερωρίας Σάββατα (που όλες οι ώρες εργασίας αμείβονται υπερωριακώς), Κυριακές (που αμείβονται υπερωριακώς οι ώρες πέραν του 8ώρου) και εορτές (αργίες, που αμείβονται υπερωριακώς όλες οι ώρες πέραν του 7ώρου), και δικαιούται να λάβει υπερωριακή αμοιβή προς 17,39 ευρώ ανά ώρα και συνολικά το ποσό των 2.469,38 ευρώ, γ) απασχολήθηκε για 40 ώρες Κυριακές (19-4-2015, 26-4-2015, 3-5-2015) και εορτές (23-2-2015-Καθαρά Δευτέρα, 23-4-2015-Αγ.Γεωργίου, 21-5-2015-Αναλήψεως) και μετά από δύο συνεχόμενες Κυριακές και κατά τις εορτές χωρίς να του χορηγηθεί εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης (ρεπό) μέσα στο επόμενο δεκαπενθήμερο και, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ.3 υποπαρ.δ΄ και παρ.4 υποπαρ.β΄, σε συνδυασμό και προς το άρθρο 4 παρ.1 εδ.β΄ της εφαρμοζόμενης ως άνω εν προκειμένω ΣΣΝΕ, δικαιούται να λάβει υπερωριακή αμοιβή για την 8ωρη εργασία του την τελευταία ημέρα του κάθε δεκαπενθημέρου που επακολούθησε, με προσαύξηση της υπερωρίας κατά 100%, προς 23,18 ευρώ ανά ώρα και συνολικά το ποσό των 927,20 ευρώ, δ) απασχολήθηκε για 3 εορτές και αργίες επί 7ωρο τουλάχιστον (23-2-2015, 23-4-2015 και 21-5-2015) και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 της ως άνω εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ δικαιούται να λάβει έξτρα αμοιβή ίση προς το 75% του 1/25 του βασικού μισθού για καθεμία και συνολικά το ποσό τω 180,54 ευρώ, ε) απασχολήθηκε στην εργασία του χωρίς να λάβει άδειας και κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.5 και τη διάταξη του άρθρου 2 τελευταίο εδάφιο της ως αν εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, δικαιούται να λάβει αποζημίωση αδείας, η οποία δεν του χορηγήθηκε αυτούσια, 8 ημερομισθίων μηνιαίως, η οποία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 3.342,16 ευρώ, στ) βάσει της ιδίας ως άνω εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ δικαιούται επιπλέον να λάβει το συνολικό ποσό των 2.647,83 ευρώ (= 2.005,93 ευρώ/βασικός μισθός + 100,30 ευρώ/επίδομα μερικής τροφοδοσίας + 100,30 ευρώ/επίδομα εξειδικευμένης εργασίας + 441,30 ευρώ/επίδομα Κυριακής), χωρίς όμως να δικαιούται επίδομα στέγης και οδοιπορικά, διότι ήταν μόνιμος κάτοικος της περιοχής και η μετάβασή του στον τόπο παροχής της εργασίας του γινόταν χωρίς οικονομική επιβάρυνσή του, όπως ενόρκως κατέθεσε και ο μάρτυρας απόδειξης … (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση που προσκομίζεται) και ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλι τυγχάνει απορριπτέο ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν. Δικαιούται δε να λάβει το ποσό των 2.647,83 ευρώ επί 4 μήνες και 22 ημέρες εργασίας του, ήτοι το συνολικό ποσό 12.532,45 ευρώ εξ αυτής της αιτίας. Βάσει δε όλων των ανωτέρω αιτιών δικαιούται το συνολικό ποσό των 22.716,33 ευρώ ( = 3.264,60 ευρώ + 2.469,38 ευρώ + 927,20 ευρώ + 180,54 ευρώ + 3.342,16 ευρώ + 12.532,45 ευρώ). Εξ αυτών ο ενάγων αποδεικνύεται έλαβε ως μισθολογικές αποδοχές του από τις ανωτέρω νόμιμες και συμβατικές αιτίες για την παροχή της εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης το συνολικό ποσό των 17.632,26 ευρώ ως «κλειστό μεικτό μισθό», βάσει των προαναφερομένων προσκομιζόμενων αποδείξεων μισθοδοσίας εκ μέρους των διαδίκων και συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά που προκύπτει, ήτοι το ποσό των 5.084,07 ευρώ, ως υπόλοιπο οφειλόμενων προς αυτόν μισθολογικών αποδοχών του εκ μέρους της εναγομένης πλοιοκτήτριας εργοδότριάς του εταιρείας. Εν συνεχεία, ο ενάγων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 της ως άνω εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, όπως κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.12/01/2015 Απόφαση του YEN (ΦΕΚ 936/21-5-2015), σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 72, 75, 76 και 77 ΚΙΝΔ δικαιούται να λάβει αποζημίωση απόλυσης, λόγω λύσης της σύμβασης ναυτολόγησής του με την εργοδότριά του, διά καταγγελίας της από τον πλοίαρχο για λογαριασμό της, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από οποιοδήποτε πταίσμα ή παράπτωμά του, ώστε να μη δικαιούται της νόμιμης αυτής αποζημίωσής, η οποία ισούται με τις πάσης φύσεως αποδοχές του 15 ημερών, και ανέρχεται συγκεκριμένα στο συνολικό ποσό των 2.854,33€ (=2.005,93 ευρώ/βασικός μισθός + 100,30 ευρώ/ επίδομα μερικής τροφοδοσίας + 100,30 ευρώ/επίδομα εξειδικευμένης εργασίας + 441,30 ευρώ/επίδομα Κυριακών + 706,09 ευρώ/επίδομα αδείας 8 ημερομισθίων + 1.403,31 ευρώ/κατά μέσο όρο υπερωριακή αμοιβή = 4.757,23 ευρώ / 25 ημέρες εργασίας = 190,09 ευρώ ημερησίως x 15 ημέρες = 2,854,33 ευρώ, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη το ποσό του επιδόματος ενοικίου και το ποσό των οδοιπορικών ως αποζημίωση, διότι δεν τα δικαιούται εν προκειμένω ο ενάγων, για τους προδιαλαμβανόμενους ως άνω λόγους. Επισημαίνεται ότι εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται την αποζημίωση απολύσεως, διότι την 5-6-2015 απολύθηκε στην πραγματικότητα από την εναγόμενη εργοδότρια και πλοιοκτήτρια του πλοίου στο οποίο παρείχε την εργασία του εταιρεία, και ότι δεν αποχώρησε οικειοθελώς, όπως αναγράφεται στην τελευταία απόδειξη πληρωμής και υποστηρίζεται αβασίμως εκ μέρους της εναγομένης-εκκαλούσας, γεγονός για το οποίο δεν πείστηκε το παρόν Δικαστήριο, καθόσον ο ενάγων δεν έχει υπογράψει πράξη οικειοθελούς αποχώρησης, ενώ στο έντυπο της απόδειξης πληρωμής που φέρει την υπογραφή του, αυτή έχει τεθεί μόνο στο πεδίο ο «λαβών» και όχι στο πεδίο που αναγράφεται «ο παραπλεύρως υπογεγραμμένος απεχώρησα οικειοθελώς σήμερα 4-6-2015, ο αποχωρήσας», δηλώνοντας δια της υπογραφής του ότι αποδέχεται μόνο το ποσό που έλαβε ως αμοιβή, για το σύνολο της οποίας μάλιστα επιφυλάχθηκε, σε καμία όμως περίπτωση δεν συναίνεσε έτσι στην απόλυσή του. Δοθέντος δε ότι δεν είχε υποπέσει σε κάποιο παράπτωμα που να δικαιολογεί την καταγγελία της εργασιακής σχέσης του από την εναγομένη εταιρεία, εργοδότριά του, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό και με τις αντιστοίχως της οικείας εφαρμοζόμενης ως άνω εν προκειμένω ΣΣΝΕ, δικαιούται τη νόμιμη αποζημίωση απορριπτομένου ως αβάσιμου του ισχυρισμού της εκκαλούσας ότι ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς, επειδή ήθελε να απασχοληθεί σε άλλη ομοειδή εταιρεία που εκτελούσε έργο στην ίδια περιοχή, καθόσον μάλιστα από την επισκόπηση του ναυτικού φυλλαδίου του προκύπτει σαφώς ότι αυτός απασχολήθηκε σε αντίστοιχη εργασία μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, ήτοι κατόπιν 53 ημερών, την 28-7-2015 στο ρυμουλκό πλοίο «…», συνακόλουθα, συνάγεται ότι δεν είχε λόγο ο ίδιος να αποχωρήσει οικειοθελώς από την εργασία του και να απεμπολήσει άνευ λόγου έτσι τα εργασιακά του δικαιώματα και τις υψηλές μισθολογικές αποδοχές του, που του ήταν αναγκαίες για λόγους βιοποριστικούς, δεδομένης και της ανεργίας στον οικείο εργασιακό κλάδο. Το γεγονός δε ότι στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος με αριθμό … αναφέρεται ως αιτία της αποναυτολόγησής του από το πλοίο «…» της εναγομένης «αμοιβαία συναινέσει» και όχι η απόλυση, ουδόλως αποδεικνύει την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την εργασία του, αλλά εκτιμάται ότι έγινε από τον ίδιο τον εργαζόμενο, προκειμένου να μη δημιουργηθεί αρνητική εντύπωση σε επόμενο εργοδότη του, δεδομένης, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας που είναι γνωστά και λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, της περιρρέουσας ατμόσφαιρας γνωστοποίησης τέτοιων γεγονότων και συμπεριφορών στην οικεία ναυτιλιακή αγορά, με συνέπεια να δυσχεραίνεται αν όχι να αποκλείεται εν συνεχεία η πρόσληψη και απασχόληση των αντιδρώντων ναυτικών που δεν συμμορφώνονται στις απαιτήσεις των εργοδοτριών ναυτικών εταιρειών, απεμπολώντας ορισμένες φορές ακόμη και πάγια και προστατευόμενα από τον νόμο εργασιακά και μισθολογικά τους δικαιώματα και αποδοχές, προκειμένου για την ανεύρεση εργασίας σε πλοίο με σημαντικές και αναγκαίες αποδοχές για λόγους βιοπορισμού των ιδίων και των οικογενειών τους, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εκκαλούσας-εναγομένης ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν, ομοίως δε και του σχετικού λόγου έφεσής τους ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Επιπλέον δε, απορριπτέα τυγχάνει ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που προέβαλε η εναγόμενη και επαναφέρει ως εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, επικαλούμενη αφενός μεν ότι ο εργαζόμενος καταχρηστικά ζητά την υπερωριακή του απασχόληση, διότι ουδέποτε του δόθηκε εντολή να εργαστεί πέραν του ωραρίου, αλλά και ότι ο ενάγων μη αιτούμενος καθόλη την εργασιακή σχέση των επιπλέον απολαβών που με την αγωγή του ζητά και παραλείποντας να την οχλήσει για την εξόφληση των νυν επίδικων ή να διαμαρτυρηθεί για το ύψος των αποδοχών του, της δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι ουδέν του οφείλει πέραν αυτών που του κατέβαλε εκείνη ήδη, διότι ο εργαζόμενος ενάγων δεν ενεργούσε αυτοβούλως κατά την εκτέλεση των εργασιών του στο πλοίο, αλλά βάσει των αναγκών του έργου και των υποδείξεων του …, εργοταξιάρχη του έργου, που ενεργούσε προφανώς για λογαριασμό και επ’ ονόματι της εργοδότριας εταιρείας, εναγομένης, ενώ από το γεγονός ότι ο ενάγων δεν διαμαρτυρήθηκε διαρκούσης της εργασιακής σχέσης του για τις μειωμένες των δικαιούμενων και οφειλόμενω σε αυτόν από την εργοδότριά του νομίμων αποδοχών του, δεν συνάγεται παραίτησή του ή άφεση χρέους υπέρ της εναγομένης εταιρείας, αλλά αντιθέτως, εκτιμάται ότι δικαιολογείται απόλυτα τούτο από τη βούλησή του να μη διαταράξει την εργασιακή του σχέση με την εργοδότρια και έτσι απολέσει τη θέση εργασίας του, ήτοι από φόβο απόλυσής του και δυσχέρειας επαναπρόσληψής του σε άλλη ομοειδή εταιρεία, ενόψει του δυσμενούς αντίκτυπου τέτοιων αντιδράσεων εργαζομένων στην ναυτολόγηση και πρόσληψή τους από άλλη ναυτιλιακή εταιρεία, καθώς τα νέα αυτά κυκλοφορούν ευρέως και λαμβάνονται υπόψη δυσμενώς σε βάρος των εργαζομένων ναυτικών, σύμφωνα με τα γνωστά τοις πάσι διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως κατ’ άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ (ΑΠ 139/2010 ΔΕΕ 2011.109, ΕφΑθ 185/2010 ΤΝΠ Νόμος).

Περαιτέρω δε, αναφορικά με τους λοιπούς ως άνω λόγους έφεσης της εκκαλούσας λεκτέα τα εξής: Ως προς τον δεύτερο λόγο έφεσης περί ολοσχερούς εξόφλησης των ενδίκων αξιώσεων του ενάγοντος εκ μέρους της εναγομένης επικαλούμενη η τελευταία την από 10-2-2016 βεβαίωση αποδοχών του ενάγοντος, την οποία υπογράφει η ίδια και μόνο, τυγχάνει κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι δεν αποδείχθηκε από το συγκεκριμένο έγγραφο σε καμία περίπτωση ότι ο ενάγων έλαβε το συνολικό ποσό των 20.250,50 ευρώ, καθότι συνιστά και μόνο μία βεβαίωση, την οποία υπογράφει η εκδότρια εργοδότρια εταιρεία και ουδόλως φέρει υπογραφή του, ώστε να επιβεβαιώνεται ότι ο εργαζόμενος εισέπραξε το εν λόγω χρηματικό ποσό σε εξόφληση των οφειλόμενων σε αυτόν μισθολογικών αποδοχών από τη μεταξύ τους σχέση εργασίας για τις ανωτέρω νόμιμες και συμβατικές αιτίες. Το συγκεκριμένο έγγραφο έχει εκδοθεί από την εργοδότρια και βεβαιώνει κάτι το οποίο δεν προκύπτει ότι συμφωνεί και αποδέχεται ο εργαζόμενος, κάλλιστα θα μπορούσε να έχει συνταχθεί ενόψει της συγκεκριμένης δίκης και μόνον και δεν συνιστά εξοφλητική απόδειξη ούτε μπορεί να ληφθεί δικονομικά και ουσιαστικά υπόψη υπέρ της εκδότριας εταιρείας και σε βάρος του εργαζομένου έναντι των δικαιούμενων αποδοχών του (ΚΠολΔ 445, 447), ιδίως δε, όταν δεν φέρει βέβαιη χρονολογία (ΚΠολΔ 446) και όταν προσκομίζονται από αμφότερους τους διαδίκους έγγραφα, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν περί της αναλυτικής μισθοδοσίας του ενάγοντος εργαζόμενου κυβερνήτη, τα οποία υπογράφονται από τον τελευταίο, ο οποίος έτσι αποδέχεται το περιεχόμενό τους, η δε υπογραφή του δεν αμφισβητείται από κανέναν από τους διαδίκους, συνομολογείται δε το περιεχόμενό τους και αποτελούν πλήρη απόδειξη υπέρ και κατά του ενάγοντος, αλλά και έναντι της εναγομένης εργοδότριας, η οποία δεν αντικρούει ούτε εισφέρει με τρόπο σαφή, ορισμένο και ειδικό αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία, πειστικά περί της βασιμότητάς τους προς ανταπόδειξη των αναγραφομένων σε αυτά τα έγγραφα (ΚΠολΔ 261, 262, 352), σύμφωνα με τις προδιαλαμβανόμενες διατάξεις των άρθρων 445, 446, 447 ΚΠολΔ, συνακόλουθα, ούτε η ένστασή της περί πλήρους εξοφλήσεως του ενάγοντος εκ μέρους της αποδείχθηκε ως βάσιμη, αλλά τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εισέπραξε το συνολικό ποσό των 20.250,50 ευρώ ως μισθολογικές αποδοχές του εκ μέρους της εναγομένης εργοδότριάς του για όσα του οφείλονταν από τις προαναφερόμενες αιτίες με βάση τη μεταξύ τους σχέση εργασίας στο πλοίο της. Όσα δε πειστικά βεβαιώνονται με βάση τα έγγραφα αναλυτικής μισθοδοσίας που η εναγομένη εξέδωσε και ο ενάγων υπέγραψε δεν αντικρούονται με τρόπο πειστικό, αντίθετο, ειδικό και ορισμένο εκ μέρους των διαδίκων και ιδίως της εκκαλούσας-εναγομένης. Ο δε ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, ο οποίος σε κάθε περίπτωση αφού δεν άσκησε έφεση, δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο της εκκαλουμένης υπέρ του και σε βάρος της εκκαλούσας-εναγομένης, αφού δεν εξέφρασε οποιαδήποτε παράπονα με εφετήριο δικόγραφο κατ’ αυτής, ουδόλως δύναται δε να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των όσων βεβαιώνονται με αυτά, αφού φέρουν την υπογραφή του και δη πρωτότυπη, την οποία εξάλλου δεν αμφισβητεί ούτε χρήζει εξέτασης προς διαπίστωση της γνησιότητάς τους με γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, γνώριζε σε κάθε περίπτωση τι υπέγραφε περί των οφειλόμενων μισθολογικών αποδοχών του προς αυτόν ως έμπειρος ναυτικός και άλλωστε ουδόλως προσκομίζει οποιοδήποτε έγγραφη απόδειξη περί είσπραξης μέρους μόνο των αναγραφομένων ως μισθολογικών αποδοχών του στις έγγραφες αυτές βεβαιώσεις, ώστε να επικαλείται ότι δεν του έχουν καταβληθεί όσα βεβαιώνονται και συνάγονται εξ αυτών και δη ενυπογράφως. Ως εκ τούτου απορριπτέος τυγχάνει ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, όπως και οι αντίθετοι ισχυρισμοί των διαδίκων περί τούτου και ορθώς κρίθηκαν τα ανωτέρω από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας, άποψη που υιοθετεί και το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δεν διαπίστωσε συγκεκριμένη πλημμέλεια στην εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης στην εκκαλουμένη, η δε έντασή της περί ολοσχερούς εξόφλησης των οφειλόμενων προς τον ενάγοντα τυγχάνει αναπόδεικτη και απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν.

Περαιτέρω δε, αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης περί της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ περί Πληρωμάτων Ρυμουλκών Πλοίων, την οποία δέχθηκε εν προκειμένω η εκκαλουμένη, λεκτέα τα εξής: Εφαρμοστέα στην κρινόμενη υπόθεση Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας επί της σύμβασης ναυτολογήσεως του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης είναι η ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ρυμουλκών Πλοίων, που επικαλείται με την αγωγή του, την οποία ορθά εφήρμοσε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με βάση την εκκαλουμένη, καθόσον, πέραν της προαναφερόμενης έγγραφης απάντησης που έλαβε η εναγομένη-εκκαλούσα εργοδότρια από το ΝΑΤ, στο οποίο η ίδια απευθύνθηκε με σχετική αίτησή της, όπως ανωτέρω επισημάνθηκε σχετικώς, η ίδια η εργοδότρια πλοιοκτήτρια εταιρεία είχε πλήρως αποδεχθεί κατά τη διάρκεια της μεταξύ τους σχέσης εργασίας την εφαρμογή αυτής της ΣΣΝΕ, καθόσον και στα ίδια τα έντυπα μισθοδοσίας που εκείνη εξέδιδε και χορηγούσε στον εργαζόμενο ενάγοντα κυβερνήτη του εν λόγω ρυμουλκού πλοίου της, τα οποία και προσκομίζονται από αμφότερες τις διάδικες πλευρές στη δίκη αυτή, αναγράφεται στο επάνω μέρος τους ρητώς ως νόμιμος μισθός, αυτός που προβλέπεται για την ειδικότητά του από το άρθρο 1 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών Πλοίων, ήτοι ποσό 2.005,93 ευρώ, όπως εκτίθεται και στην ιστορική βάση της κρινόμενης αγωγής, βάσει του οποίου υπολογίζεται και το ωρομίσθιο, ήτοι το 1/173 του προαναφερόμενου μισθού (άρθρο 4 της ανωτέρω ΣΣΝΕ), ενώ επιπλέον, στο αριστερό μέρος των εντύπων αυτών αναφέρεται ως τιμή υπερωρίας ανά ώρα το ποσό των 14,49 ευρώ και ως τιμή υπερωρίας Σαββάτων το ποσό των 17,39 ευρώ, που αντιστοιχούν επακριβώς στα ποσά της υπερωριακής αμοιβής που καθορίζονται με την ίδια ανωτέρω ΣΣΝΕ, στοιχεία τα οποία ουδέποτε πριν τη δίκη αυτή αμφισβήτησε ο εναγομένη εργοδότρια, αντιθέτως δε, κατέβαλε βάσει αυτών τις μισθολογικές αποδοχές προς τον ενάγοντα εργαζόμενο, τις οποίες επικαλείται η ίδια σε εξόφληση ή έστω συμψηφισμό προς τις οφειλόμενες εκ μέρους της προς αυτόν μισθολογικές αποδοχές του βάσει της μεταξύ τους επίδικης εργασιακής σχέσης. Εξάλλου, κατά την πρόσληψη και ναυτολόγησή του είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους την εφαρμογή αυτής της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, την οποία ο ενάγων επικαλείται στην αγωγή του και ωσαύτως, η επίδικη σύμβαση εργασίας του, όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως, διέπεται από τη ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ρυμουλκών Πλοίων, η εφαρμογή της οποίας, μετά την κύρωσή της με την υπ’ αριθ. 3525.1.12/01/2015 Υπουργική Απόφαση, είναι υποχρεωτική. Ειδικότερα δε, με το άρθρο 15 της ΣΣΝΕ αυτής καθορίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων των ρυμουλκών «που απασχολούνται αποκλειστικά και προσφέρουν βοηθητικές υπηρεσίες στην κατασκευή ή την εκμετάλλευση σε έργα (κατασκευές λιμένων, προσχώσεις, μόλοι, προβλήτες, σήραγγες, γέφυρες, διώρυγες κλπ.), τα οποία ανήκουν ή διαχειρίζονται διάφορες ιδιωτικές εργοληπτικές, τεχνικές εταιρείες», και στην κατηγορία αυτή των ρυμουλκών πλοίων προκύπτει ότι υπάγεται και το πλοίο της εναγομένης εργοδότριας εταιρείας, το οποίο δεν αποδείχθηκε εκ μέρους της ότι εντάσσεται στα ρυμουλκά βιομηχανικών επιχειρήσεων. Άλλωστε, σύμφωνα με πάγια νομολογία, ως “βιομηχανική επιχείρηση” κατά την κοινή πείρα και την οικεία νομοθεσία, νοείται εκείνη η οποία με εκτεταμένη χρησιμοποίηση μηχανημάτων ή χημικών μέσων και ειδικευμένου προσωπικού, παράγει με την κατεργασία της πρώτης ύλης νέα προϊόντα ή εξευγενίζει τα υπάρχοντα, βελτιώνοντας την ποιότητά τους ή με επεξεργασία προετοιμάζει αυτά προς πώληση ή περαιτέρω εκβιομηχάνιση (ΑΠ 157/2004 ΤΝΠ Νόμος). Βιομηχανικές επιχειρήσεις που διαθέτουν ρυμουλκά είναι τα ναυπηγεία, η τσιμεντοβιομηχανία, τα διυλιστήρια πετρελαίου κλπ. ενώ δεν είναι βιομηχανικές οι επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν μηχανικά έργα μεταξύ των οποίων και λιμενικά (ΑΠ 204/2002 ΕΝΔ 2002.280, ΕφΠειρ 50/1995 ΕΝΔ 23.491). Επομένως, η επικαλούμενη ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ρυμουλκών Πλοίων λιμένων εσωτερικού είναι εφαρμοστέα και δεσμευτική για τα πληρώματα των ελληνικών ρυμουλκών των λοιπών ιδιωτικών επιχειρήσεων, όπως αυτή της εκκαλούσας-εναγομένης. Εξάλλου, το πλοίο της τελευταίας, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, δεν ήταν χαρακτηρισμένο ως ρυμουλκό βιομηχανικών επιχειρήσεων, γεγονός που προκύπτει άμεσα και από την προσαγόμενη από την 1-12-2016 επιστολή του NAT, η οποία ρητά αναφέρεται σε μελλοντικές ασφαλιστικές εισφορές.          Σε κάθε περίπτωση, με το άρθρο 4 της ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας πληρωμάτων ρυμουλκών βιομηχανικών επιχειρήσεων, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.13/01/2011 Υπουργική Απόφαση, θεσπίζεται αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, και συγκεκριμένα, ορίζεται ότι «αποδοχές ανώτερες στο σύνολο τους από αυτές που καθορίζει η παρούσα ΣΣΕ ή ευνοϊκότεροι όροι εργασίας που προβλέπονται από νόμους, διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις, συλλογικές συμβάσεις, διαιτητικές αποφάσεις, εσωτερικούς κανονισμούς, έθιμα ή ατομικές συμβάσεις εργασίας, δεν θίγονται από τις διατάξεις της παρούσας.» Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι, για οποιονδήποτε λόγο, στο πλοίο της αντιδίκου μου εφαρμόζεται η ανωτέρω συλλογική σύμβαση, την οποία εκείνη επικαλείται, η εργασία του ενάγοντος στο πλοίο της θα διεπόταν από την επικαλούμενη με την αγωγή του ΣΣΝΕ, αφού οι όροι της είναι ευνοϊκότεροι για τον ίδιο ως ναυτικό (Κυβερνήτη). Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, απορριπτέος τυγχάνει ο τρίτος λόγος έφεσης ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.

Περαιτέρω δε, αναφορικά με τον τέταρτο λόγο έφεσης, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, για όλους τους ανωτέρω διαλαμβανόμενους λόγους, καθόσον και το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως αποδειχθέντα ως βάσιμα κατ’ ουσίαν τα ανωτέρω, όπως και το Ειρηνοδικείο Πειραιά δέχθηκε με την εκκαλουμένη απόφασή του, σχετικά με τα οφειλόμενα εκ μέρους της εναγομένης εργοδότριας εταιρείας προς τον εργαζόμενο ναυτικό και τα καταβληθέντα εκ μέρους της προς αυτόν ως μισθολογικές αποδοχές τους από τη μεταξύ τους εργασιακή σχέση, επιδικάζοντας ορθώς το υπόλοιπο που προκύπτει ως μη καταβληθέν για την αιτία αυτή από τη μεταξύ τους διαφορά, ενώ περαιτέρω επ’ αυτών λεκτέα και τα εξής: Το γεγονός ότι ο εναγων εργαζόμενος υπέγραφε τα έντυπα “Μισθοδοσία Ναυτικών” και δη κατά κανόνα χωρίς επιφύλαξη, δεν ενέχει παραίτηση από το δικαίωμά του να διεκδικήσει τις νόμιμες αποδοχές του. Ακόμη κι αν είχε παραιτηθεί, η παραίτησή του σύμφωνα με πάγια νομολογία των δικαστηρίων είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων του και δη επί των δικαιούμενων μισθολογικών αποδοχών του, είναι άκυρη, έστω και αν η παραίτηση αυτή έλαβε χώρα μετά τη λύση της συμβάσεως εργασίας. Ειδικότερα δε, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με τον σχετικό λόγο της έφεσής της, ότι καθόλη τη διάρκεια ναυτολόγησης στο ανωτέρω πλοίο ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη ή αντίρρηση, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός (για το οποίο δεν αποκλείεται η απόδειξη με κάθε πρόσφορο και νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως και έγινε εν προκειμένω), ότι ο ενάγων απασχολούταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσής του, αν διαμαρτυρόταν, λαμβανομένης μάλιστα υπόψη της πράγματι δύσκολης θέσης κάθε εργαζόμενου ιδίως σε περίπτωση υψηλού δείκτη ανεργίας και της εύλογης ανάγκης του ενάγοντος για εργασία, προς τούτο, άλλωστε, κρίνεται και απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων ουδέποτε διατύπωσε οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή επιφύλαξη στους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του τόσο κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησής του, όσο και μετά από αυτή, αφού υπάρχει πάντα ο φόβος για τον κίνδυνο απολύσεως και ανεργίας, αλλά και για τον κίνδυνο της μη ανεύρεσης εργασίας σε άλλη πλοιοκτήτρια εταιρία εξαιτίας της εγέρσεως αξιώσεων κατά προηγούμενης εργοδότριας πλοιοκτήτριας, γεγονός που ευχερώς διαδίδεται και επισταμένως λαμβάνεται υπόψη στη ναυτιλιακή και ναυτική αγορά εργασίας (ΑΠ 1700/1998 ΕΝΔ 26.465, ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 778/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕφΠειρ 609/1988 ΕΝΔ 12.492, ΜονΠρΠειρ 3107/2016, ΜονΠρΠειρ 2505/2015, ΜονΠρΠειρ 3822/2014, ΜονΠρΠειρ 3534/2004 αδημ. στον νομικό τύπο). Άλλωστε, αυτή δεν συνιστά ούτε συνεπάγεται παραίτηση (άφεση χρέους) από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής (άρθρα 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 του Ν.2112/1920, 8 παρ.4 του Ν.4020/1959), αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας του και δη αναφορικά με τις δικαιούμενες μισθολογικές και υπερωριακές αποδοχές του, είναι άκυρη, ακόμη κι αν έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας του (ΟλΑΠ 173/1961 ΕΕΔ 20.531, ΑΠ 1635/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1554/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1157/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 300/2007 ΕλλΔνη 48.1092, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1284/2001 ΕλλΔνη 43.129, ΑΠ 927/1997 ΔΕΝ 55.854, ΑΠ 243/1985 ΕΕΔ 45.79, ΜονΕφΠειρ 268/2015 αδημ. στον νομικό τύπο, ΜονΕφΠειρ 315/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 56/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 361/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 501/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 185/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 778/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕφΠειρ 506/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 377/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, ΕφΠειρ 244/2009 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 180/2008 ΕΝΔ 2008.308, ΕφΠειρ 34/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1117/2005 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 704/2002 ΕΝΔ 30.370, ΕφΠειρ 901/2002 ΠειρΝομ 2003.70, ΕφΠειρ 892/2002 ΕΝΔ 30.437, ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 30.19, ΜονΠρΠειρ 3107/2016, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο). Οι εγγραφές στα βιβλία που τηρούνται από την εργοδότρια πλοιοκτήτρια εν γένει δεν είναι πάντοτε ακριβείς, δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι ναυτικοί σταθερά εργάζονται υπερωριακώς και γι’ αυτό εξάλλου συμφωνείται μισθός στον οποίο συμπεριλαμβάνεται εξ αρχής ένα ορισμένο ποσό (αντίτιμο-αποδοχές) λόγω υπερωριών, επακολουθεί δε τυχόν συμψηφισμός αυτών σε περίπτωση υπέρβασης του προβλεπόμενου ορίου ωρών εργασίας για τις οποίες καταβάλλεται το συγκεκριμένο συμφωνηθέν ποσό μισθού, αναγκαζόμενοι δε οι εργαζόμενοι ναυτικοί να υπογράφουν ακόμη και εικονικές υπερωρίες υπό τον φόβο τυχόν απολύσεώς του σε περίπτωση διαμαρτυρίας τους, χωρίς τούτο να συνιστά παραίτησή τους από τα σχετικά εκ των υπερωριών του δικαιώματα, όντας σε δυσχερή θέση και τελούντες υπό τον φόβο απολύσεως και δη σε περίοδο υψηλού δείκτη ανεργίας και με τρέχουσες τις οικογενειακές και προσωπικές τους υποχρεώσεις και δαπάνες (ΜονΕφΠειρ 590/2014, ΕφΠειρ 452/2010 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 778/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕφΠειρ 609/1988 ΕΝΔ 12.492). Επομένως, απορριπτέος τυγχάνει ο τέταρτος λόγος έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, βάσει των προδιαλαμβανομένων, διότι δεν αποδείχθηκαν οι σχετικοί ισχυρισμοί της ως βάσιμοι και πειστικοί ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ορθώς δε κρίθηκαν τα ανωτέρω από το Ειρηνοδικείο Πειραιά με την εκκαλουμένη.

Περαιτέρω δε, αναφορικά με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της, λεκτέα τα εξής: Με βάση το προσκομιζόμενο εκ μέρους του ενάγοντος αντίγραφο του ημερολογίου γεφύρας αποδείχθηκε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του δεν του χορηγήθηκε άδεια αναπαύσεως, το οποίο δεν αμφισβητείται, άλλωστε, από την εκκαλούσα. Ορθά, επομένως, έκρινε η εκκαλούμενη απόφαση που του επεδίκασε το ποσό των 3.342,16 ευρώως αποζημίωση αδείας, εφαρμόζοντας ορθά τη σχετική διάταξη της επικαλούμενης με την αγωγή του εφαρμοζόμενης ως άνω ΣΣΝΕ. Συγκεκριμένα, στο πλοίο της εκκαλούσας (ρυμουλκό), ισχύει το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή, ενώ το Σάββατο και η Κυριακή ορίζονται ως ημέρες αργίας (άρθρο 3 παρ.1 της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ). Με την παρ.4.γ του άρθρου 3 της ιδίας ΣΣΝΕ, καθορίζονται οι ημέρες των εορτών και αργιών του έτους, η δε εργασία κατά τις ημέρες αυτές (Σάββατα, Κυριακές και αργίες), και ο τρόπος αμοιβής της ορίζονται με ειδικότερες διατάξεις της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ως άνω ΣΣΝΕ. Οι άδειες αναπαύσεως ρυθμίζονται με το άρθρο 8 της ΣΣΝΕ. Σύμφωνα με την παρ.α΄ του άρθρου αυτού, τα πληρώματα των ρυμουλκών δικαιούνται άδεια ίση με οκτώ (8) ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας, ενώ με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής, διευκρινίζεται ότι δικαιούνται ετήσια άδεια 96 ημερών συνυπολογιζομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών. Εν συνεχεία, με την παρ.γ΄ του ιδίου άρθρου, ορίζεται ότι οι άδειες θα δίδονται κατά την κρίση των εργοδοτών, ανάλογα με τις ανάγκες της εργασίας, με την παρ.δ΄, ότι η χορήγηση της άδειας θα γίνεται σε δύο τμήματα, ένα το καλοκαίρι και ένα τον χειμώνα και ότι σε κάθε εργαζόμενο θα χορηγούνται μόνο οι ημέρες της άδειας που του αναλογούν σύμφωνα με την προηγούμενη υπηρεσία του, με την παρ.ε΄, ότι κατά την “λόγω αδείας” απόλυση θα καταβάλλεται στον εργαζόμενο η αποζημίωση που αναλογεί για την κάθε ημέρα της άδειας που του χορηγείται και τέλος, με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου στ΄, ορίζεται ότι «σε κάθε όμως περίπτωση, με την απόλυση του ναυτικού εξοφλείται η τυχόν οφειλόμενη σε αυτόν άδεια». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, η αναφερόμενη σε αυτές άδεια αναπαύσεως, χορηγείται και διανύεται εκτός πλοίου και βάσει του β΄ εδαφίου της παρ.α΄ του άρθρου 8, διευκρινίζεται ότι στις 96 ημέρες άδειας που δικαιούνται οι ναυτικοί ετησίως, υπολογίζονται όλες οι ημέρες της εβδομάδας και όχι μόνον οι εργάσιμες. Τα Σάββατα και οι Κυριακές, όπως και οι αργίες που ορίζονται από τη ΣΣΝΕ, είναι ημέρες αργίας και σε καμία περίπτωση ημέρες αδείας. Συνεπώς, δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι οι ημέρες των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, κατά τις οποίες το πλοίο της δεν πραγματοποίησε πλόες ή δεν διενεργήθηκαν εργασίες σε αυτό, θα πρέπει να θεωρηθούν ως ημέρες αδείας αναπαύσεως και να αφαιρεθούν από την αξιούμενη αποζημίωση αδείας. Τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι αργίες που διανύθηκαν κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεως του ενάγοντος αμείβονται με το βασικό μισθό του και το ειδικό επίδομα Κυριακών, το οποίο κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 7 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, καταβάλλεται ανεξάρτητα από το αν εργαστεί ο ναυτικός ημέρα Κυριακή ή όχι. Συνεπώς, οι ημέρες αυτές δεν θεωρούνται και δεν είναι ημέρες αδείας. Η άδεια αυτή διανύεται εκτός πλοίου και στις 96 ημέρες της προσμετρώνται όλες οι ημέρες της εβδομάδας και όχι μόνον οι εργάσιμες (ΜονΠρΠειρ 278/2017 αδημ. στον νομικό τύπο). Συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο πέμπτος λόγος έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, βάσει των προδιαλαμβανομένων, διότι δεν αποδείχθηκαν οι σχετικοί ισχυρισμοί της ως βάσιμοι και πειστικοί ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ορθώς δε κρίθηκαν τα άνω από το Ειρηνοδικείο Πειραιά με την εκκαλουμένη.

Περαιτέρω δε, αναφορικά με τον έκτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, λεκτέα τα εξής: Η σύμβαση ναυτολογήσεώς του ενάγοντος λύθηκε την 5-6-2015 με καταγγελία της από την εκκαλούσα-εναγόμενη διά του πλοιάρχου της στο εν λόγω πλοίο, στο οποίο αυτός ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε βάσει της μεταξύ τους συναφθείσας επίδικης σύμβασης εργασίας. Είναι γεγονός μεν ότι στο ναυτικό του φυλλάδιο καταχωρήθηκε ως αιτιολογία απολύσεως, “αμοιβαία συναινέσει”. Πλην όμως, χωρεί ανταπόδειξη περί τούτου, σύμφωνα με τη νομολογία (ΕφΠειρ 474/1997 ΤΝΠ Νόμος). Συγκεκριμένα, ο ενάγων δεν προκύπτει ότι υπέβαλε έγγραφη ή και προφορική παραίτηση και ούτε ότι είχε λόγο να ενεργήσει ούτως, καθώς για λόγους επαγγελματικού, οικονομικούς και βιοποριστικούς είναι σαφές ότι δεν επιθυμούσα να απολέσει τη θέση εργασίας του, η οποία ήταν και υψηλά αμειβόμενη, έχοντας δε ανάγκη τα εισοδήματα από αυτήν, για προφανείς λόγους βιοπορισμού του. Μάλιστα αρνήθηκε να υπογράψει τη δήλωση οικειοθελούς αποχώρησής του. Όπως προκύπτει από το προσαχθέν από την εναγομένη τελευταίο έντυπο μισθοδοσίας ναυτικού με ημερομηνία 5-6-2015, το υπέγραψα μόνο για την παράδοση αντιγράφου της αποδείξεως και μάλιστα με επιφύλαξη των νομίμων δικαιωμάτων του, ενώ δεν υπέγραψα τη δήλωση “ο παραπλεύρως υπογεγραμμένος απεχώρησα οικειοθελώς σήμερα 4-6-2015 – ο αποχωρήσας», όπως ορθώς κρίθηκε σχετικώς με την εκκαλούμενη απόφαση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που του επεδίκασε την αιτούμενη αποζημίωση απολύσεως, πεισθέν στους ισχυρισμούς του ενάγοντος ναυτικού και όχι της εναγομένης εργοδότριας. Ο δε ισχυρισμός της εκκαλούσας, ότι ο εφεσίβλητος αποχώρησε από το πλοίο της, επειδή είχε ήδη βρει αλλού εργασία δεν αποδείχθηκε πειστικός και βάσιμος κατ’ ουσίαν, καθόσον δε από το προσκομιζόμενο εκ μέρους του ναυτικού αντιγράφου των σελίδων 64 και 65 του υπ’ αριθ. … ναυτικού φυλλαδίου του προκύπτει ότι στη σελίδα 64 έχει καταχωρηθεί η ναυτολόγησή του στο πλοίο της εναγομένης- εκκαλούσας και στη σελίδα 66 η αμέσως επόμενη ναυτολόγησή του, στο πλοίο με το όνομα «Ρ/Κ …» και αποδεικνύεται ότι από το επίδικο πλοίο της εκκαλούσας απολύθηκα την 5-6-2015 και ότι ναυτολογήθηκα εκ νέου στο πλοίο «Ρ/Κ …» μόλις την 28-7-2015, μετά πάροδο 53 ημερών, διάστημα κατά το οποίο παρέμεινα χωρίς εργασία και χωρίς εισοδήματα. Άλλωστε, πρέπει να επισημανθεί εν προκειμένω ότι, σύμφωνα με τη σχετική θεωρία και νομολογία, το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο με ιδιάζουσα φύση, έχει αποδεικτική ισχύ δημοσίου εγγράφου μόνο για όσα γεγονότα συντάχθηκαν από τη δημόσια λιμενική ή προξενική αρχή, όπως π.χ. για την ιδιότητα του κατόχου του ως ναυτικού, για τα στοιχεία της ταυτότητάς του, τον αριθμό θαλάσσιας απογραφής και τη θαλάσσια υπηρεσία του, έχει δε επίσης την αποδεικτική ισχύ δημοσίου εγγράφου για τις καταχωρήσεις σε αυτό του πλοιάρχου, μόνο όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι όμως και ως εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη. Επομένως, η αναγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος από τον ίδιο ότι αποναυτολογείται “αμοιβαία συναινέσει” είναι δεκτική ανταπόδεξης με κοινά αποδεικτικά μέσα ως εξώδικη ομολογία και όχι μόνο με προσβολή του εγγράφου αυτού ως πλαστού (ΕφΠειρ 474/1997 ΤΝΠ Νόμος). Είναι άλλωστε γνωστό τοις πάσι και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα διδάγματα της κοινής πείρας (ΚΠολΔ 336 παρ.4) ότι τυχόν καταχώρηση του ενάγοντος στο ναυτικό φυλλάδιο του, με αιτιολογία απολύσεως ότι προηγήθηκε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την εναγομένη πλοιοκτήτρια και εργοδότρια του, έστω και χωρίς δικό του παράπτωμα ή πταίσμα, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ΚΙΝΔ, η εγγραφή αυτή θα δυσχέραινε σοβαρά την ανεύρεση νέας θέσης εργασίας σε πλοίο, την πρόσληψη και ναυτολόγησή του από άλλη ναυτιλιακή εταιρεία και μάλιστα στη χρονική περίοδο που η ανεργία «μαστίζει» τον οικείο κλάδο, γεγονός που γίνεται δεκτό από τη νομολογία των δικαστηρίων στις σχετικές υποθέσεις. Συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο έκτος λόγος έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, βάσει των προδιαλαμβανομένων, διότι δεν αποδείχθηκαν οι σχετικοί ισχυρισμοί της ως βάσιμοι και πειστικοί ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ορθώς δε κρίθηκαν τα άνω από το Ειρηνοδικείο Πειραιά με την εκκαλουμένη.

Τέλος, αναφορικά με τον έβδομο λόγο έφεσης που προβάλει η εκκαλούσα περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους του εφεσιβλήτου, με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής σε βάρος της, όπως ‘ήδη επισημάνθηκε ανωτέρω και ορθώς κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, άποψη που ασπάζεται και το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο,  τυγχάνει αβάσιμος κατ’ ουσίαν, για τους προδιαλμβανόμενους λόγου και περαιτέρω λεκτέα και τα εξής: Kατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, η απλή αδράνεια του εργαζομένου επί μακρό χρόνο, ακόμη και αν δημιούργησε στον εργοδότη την πεποίθηση ότι ποτέ δεν θα ασκήσει το συγκεκριμένο δικαίωμά του, δεν αρκεί για να καταστήσει την επακολουθήσασα άσκηση καταχρηστική, εκτός και αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες ή περιστάσεις, υπό τις οποίες η ικανοποίηση του εργαζομένου θα προκαλέσει στον εργοδότη τόσο δυσβάστακτες συνέπειες, ώστε για την αποτροπή τους, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να είναι επιβεβλημένη η θυσία του δικαιώματος ΑΠ 971/1998 ΕΕΔ 58.896, ΑΠ 1320/1998 ΕΕΔ 50.72, ΑΠ 1614/1990 ΕΕΔ 51.498, ΕφΠειρ 901/2002 ΤΝΠ Νόμος). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εκ βάρος του δικαιούχου, από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματος του (ΟλΑΠ 10/2012,ΟλΑΠ 8/2001,ΑΠ 351/2011, ΑΠ 131/2015 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση δεν προκύπτει ότι ο ενάγων επέδειξε μακροχρόνια αδράνεια ως προς την άσκηση των εργασιακών και δη των μισθολογικών του δικαιωμάτων, με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής του σε σύντομο χρονικό διάστημα από τη λήξη της σύμβασης εργασίας του, ήτοι πέντε (5) μήνες μετά, οι δε αξιώσεις του δεν είναι τόσο υψηλές, ιδίως δε αυτές που επιδικάστηκαν και πρωτοδίκως σε ποσό 7.937,30 ευρώ, ώστε να απειλείται ότι θα επισύρουν ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες στην εναγομένη εργοδότρια εταιρεία, η οποία είναι μία ανώνυμη κατασκευαστική εταιρεία, εργολήπτρια δημοσίων έργων με σημαντικό κύκλο εργασιών και οικονομική επιφάνεια, τα οποία η ίδια αμφισβητεί ή αρνείται κατά τρόπο ορισμένο, σαφή και ειδικό (ΚΠοΛΔ 261, 352), ενόψει και του δημοσιευμένου στην ιστοσελίδα της ισολογισμού της περιόδου από 1.1.2014 έως 31.12.2014, από τον οποίο αποδεικνύεται ότι η επιχείρησή της ήταν κερδοφόρα, τον οποίο προσκομίζει ο ενάγων προς επίρρωση του βάσιμου αυτού ισχυρισμού του, οι δε αξιώσεις του τελευταίου για τις αποδοχές του κατ’ αντιπαραβολή προς τις ανάγκες της εναγομένης εργοδότριάς του από την παρασχεθείσα εργασία του είναι απαραίτητες για τον βιοπορισμό του. Το δε γεγονός ότι ο ενάγων δεν διατύπωσε διαμαρτυρία διαρκούσης της σύμβασης εργασίας του για τις μικρότερες των νομίμων δικαιούμενες από αυτόν αποδοχές του έναντι της εναγομένης, κρίνεται ότι οφειλόταν στη βούλησή του να μη διαταράξει την εργασιακή του σχέση, καθόσον είχε κάθε συμφέρον να συνεχίσει να εργάζεται στο πλοίο της ή σε άλλο πλοίο συμφερόντων της (ΑΠ 139/210 ΔΕΕ 2011.109). Συνεπώς, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματός του, δεδομένου ότι κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν δικαιολογείται ο σχηματισμός εύλογης πεποίθησης στην εναγομένη περί μη διεκδίκησης των οφειλόμενων σε αυτόν, αφού ουδέποτε ο ίδιος παραιτήθηκε ρητώς από τις σχετικές εργατικές αξιώσεις του (ΑΠ 556/2008, ΕφΠειρ 185/2010 ΤΝΠ Νόμος), αφετέρου δε, δεν αποδείχθηκε η πρόκληση δυσμενών επιπτώσεων σε βάρος της εναγομένης εταιρείας, η οποία δεν προσκομίζει τέτοια βάσιμα αποδεικτικά στοιχεία της οικονομικής της κατάστασης, στη δίκη αυτή (ΟλΑΠ 8/2001 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, η προβαλλόμενη ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ πρέπει να απορριφθεί, για όλους αυτούς τους λόγους, και ομοίως και ο σχετικός λόγος έφεσής της ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκαν οι σχετικοί ισχυρισμοί της ως βάσιμοι και πειστικοί ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ορθώς δε κρίθηκαν τα ως άνω από το Ειρηνοδικείο Πειραιά με την εκκαλούμενη απόφαση. Επισημαίνεται ότι ορθώς επιδικάστηκε το ποσό αυτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός της εναγομένης περί αφαίρεσης των ασφαλιστικών εισφορών του ΝΑΤ, καθότι αντικείμενο της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες μεικτές αποδοχές του, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών ταμείων και οργανισμών, ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών κλπ., τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού, επομένως οι καταβολές από τον εργοδότη αναφέρονται στα ακαθάριστα ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών (ΑΠ 2126/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 2005.345), ώστε, εάν αυτός έχει ήδη καταβάλει εκουσίως ή συνεπεία ΠΕΕ στον ασφαλιστικό φορέα τις εισφορές που οφείλονται σε εργαζόμενες για τις αποδοχές του, τούτο στηρίζει ένστασης καταβολής κατ’ άρθρο 416 ΑΚ εκ μέρους του αποσβεστική κατά το οικείο ποσό αξίωσης του εργαζομένου για δεδουλευμένες αποδοχές του. Αν δεν υποβληθεί τέτοια ένσταση, οι εν λόγω ασφαλιστικές εισφορές παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης (ΑΠ 178/2010, ΑΠ 59/2009, ΑΠ 332/2008, ΑΠ 1678/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 335/2008 ΕΝΔ 2008.287). Εν προκειμένω, ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη εργοδότρια εταιρεία έχει πράγματι καταβάλει κάποιο ποσό για τις νόμιμες επίδικες μισθολογικές αποδοχές που αφορούν στον ενάγοντα, ως άνω, καθόσον δεν προσκομίζει τέτοια αποδεικτικά στοιχεία στη δίκη αυτή ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας μπορεί να συναχθεί με ασφάλεια εάν έχει καταβληθεί εκ μέρους της ορισμένο ποσό που να αφορά στην εργασία του ενάγοντος ούτε τι ύψους είναι το ποσό αυτό, προκειμένου να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο στην προκείμενη υπόθεση. Επομένως, θα επιδικασθούν, όπως και ορθώς έγινε πρωτοδίκως, οι μεικτές ακαθάριστες μισθολογικές αποδοχές του και οι ασφαλιστικές και λοιπές εισφορές που τυχόν έχει καταβάλει εκείνη για λογαριασμό του από τέτοια αιτία θα παρακρατηθούν εκ μέρους της κατά την εκτέλεση της παρούσας απόφασης (ΜονΠρΠειρ 3286/220115 αδημ. στον νομικό τύπο). Επισημαίνεται τέλος ότι ορθώς κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή η πρωτοβάθμια απόφαση κι ενόψει του ότι επικυρώνεται και σε δεύτερο βαθμό, ώστε καθίσταται πλέον τελεσίδικη, απορριπτέο ως αβάσιμο τυγχάνει εκτός της έφεσης της εκκαλούσας στο σύνολό της, και το σχετικό αίτημά της περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, ήτοι η επιστροφή του χρηματικού ποσού των 5.000 ευρώ, το οποίο επιδικάστηκε με την πρωτόδικη απόφαση και κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστό, συνεπεία δε τούτου, υποχρεώθηκε η εκκαλούσα-εναγομένη εργοδότρια και πλοιοκτήτρια εταιρεία να το καταβάλει στον εφεσίβλητο-ενάγοντα και δη νομιμοτόκως από τις 19-12-2017σε συμμόρφωση με το διατακτικό της εκκαλούμενης.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι, για τις ως άνω αιτίες, και έκανε δεκτή την αγωγή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων απάντων των λόγων έφεσης και των συναφών ισχυρισμών της εκκαλούσας-εναγομένης, που διαλαμβάνονται στους λόγους της έφεσής της και στα δικόγραφά τηςυ, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμων στο σύνολό τους και με αντικατάσταση και συμπλήρωση των αιτιολογιών από το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, όπως στο σκεπτικό προεκτέθηκαν, πρέπει δε συνακόλουθα να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, η εκκαλούσα-εναγομένη πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου-ενάγοντος, για την παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, λόγω της ήττας της και της αντίστοιχης νίκης αυτού, ενόψει της απόρριψης της έφεσής της ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης (άρθρα 176, 183, 191 §2 ΚΠολΔ, 63 §1, 68§1, 69 του Ν.4194/2013-ΚωδΔικ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

      ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

      ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

      ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα σε πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για την παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, τα οποία ορίζει σε ποσό τριακοσίων ευρώ (300 €).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις   5 -6-2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ