Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

     Αριθμός αποφάσεως              2659/2018

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 3782/1858/2017) 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

             Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, κατοίκου …, οδός … αριθ. …., με ΑΦΜ …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, δυνάμει του από … πληρεξουσίου εγγράφου, … (ΑΜ/ΔΣΠ 2669), που υπέβαλε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κάτοικος …, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία «…», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στη … με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 20.6.2017 πληρεξουσίου εγγράφου, Ανάργυρος Κουτσούκος του Κωνσταντίνου (ΑΜ/ΔΣΠ 1327), που υπέβαλε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κάτοικος …, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 5.4.2017 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 3782/1858/5.4.2017 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 28.8.2017 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφαλίσεως περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο περί θαλάσσιας ναυτικής ασφαλίσεως του 1906 (γνωστό ως «Marine Insurance Act 1906 – M.I.A. 1906»), οι δε διατάξεις του, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς υπό της νομολογίας των αγγλικών δικαστηρίων (case law) και τους Άγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου (authorities), ισχύουν αναλλοίωτες μέχρι σήμερα. Οι διατάξεις του ως άνω αγγλικού νόμου (Μ.Ι.Α. 1906) έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση ασφαλίσεως πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων, αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Αποτελεί διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφαλίσεως πλοίων, σκαφών και φορτίων να διέπεται η ασφάλιση, πέραν των διατάξεων του ανωτέρω εφαρμοστέου νόμου και υπό εντύπων κωδικοποιημένων όρων ασφαλίσεως εκπονημένων κατά κανόνα υπό του συλλογικού φορέα των Άγγλων ασφαλιστών, εδρεύοντος στο Λονδίνο υπό την επωνυμία «Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου» (Institute of London Underwriters). Σε περίπτωση συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως, διεπομένης υπό του αγγλικού δικαίου, αυτή ερμηνεύεται βάσει των διατάξεων του περί ναυτικής ασφαλίσεως νόμου, του κοινού δικαίου και της αγγλικής πρακτικής, σε συνδυασμό προς τους εκάστοτε εντύπους όρους ασφαλίσεως του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών, οι οποίοι προσιδιάζουν στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο και, κατά τη συμφωνία των μερών, ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο. Για την περίπτωση ασφαλίσεως θαλαμηγών σκαφών, η ασφάλιση, σχεδόν κατά κανόνα, παρέχεται βάσει των όρων της Ρήτρας Θαλαμηγών Σκαφών του Ινστιτούτου με την κωδική ονομασία “Institute Yacht Clauses 1.11.1985” (ΑΠ 1650/2001 ΕλλΔνη 2002.1040, ΕφΠειρ 143/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 566/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 618/2005 ΕΝαυτΔ 2005.250, ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝαυτΔ 2003.377, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝαυτΔ 2001.165). Συγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου Μ.Ι.Α. 1906, η σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης αποτελεί σύμβαση στην οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο με τον τρόπο και κατά την έκταση που συμφωνείται σ’ αυτήν κατά ναυτικών απωλειών, δηλαδή απωλειών που προσήκουν σε ναυτική περιπέτεια, ενώ, κατά τις διατάξεις του άρθου 17, η σύμβαση θαλάσσιας ασφαλίσεως είναι σύμβαση βασιζόμενη στην υπέρτατη καλή πίστη και, εάν δεν τηρηθεί η υπέρτατη καλή πίστη από κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη, η σύμβαση δύναται να ακυρωθεί από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Εξάλλου, στην αγγλική ασφαλιστική πρακτική η συμφωνηθείσα αξία (agreed value) σε καλύψεις θαλάσσιας ασφάλισης είναι συνήθης στα ασφαλιστήρια. Τα εκδιδόμενα δηλαδή ασφαλιστήρια είναι αποτετιμημένης ή συμφωνηθείσας αξίας (valued policies), κατ΄αντίθεση προς τα μη αποτετιμημένης ή μη συμφωνηθείσας αξίας τέτοια (unvalued policies). Επ’ αυτών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 28 της Μ.Ι.Α. 1906 ισχύει ο υπολογισμός της καταβλητέας αποζημίωσης, σε περίπτωση επελεύσεως κάποιου κινδύνου, βάσει του υπολογισμού για τον καθορισμό της ασφαλιστέας αξίας κατά τον τρόπο του άρθρου 16 της Μ.Ι.Α. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 33 και 35 του νόμου Μ.Ι.Α. 1906 και των ρητρών Institute Yacht Clauses 1.11.1985, στη σύμβαση ασφαλίσεως πλοίου επιτρέπεται στους συμβαλλόμενους να θεωρούν ορισμένους όρους αυτής ουσιώδεις (“warranties”), οι οποίοι  περιέχονται ρητά στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (express warranties) ή και εξυπακούονται  (implied warranties) και αποτελούν υποσχετικές εγγυήσεις του ασφαλισμένου στον ασφαλιστή ότι θα πράξει ή δεν θα πράξει κάτι ή ότι μια ορισμένη κατάσταση πραγμάτων υφίσταται ή δεν υφίσταται, κατά τρόπο ώστε η παράβαση οιουδήποτε από αυτούς τους όρους από τον τελευταίο να συνεπάγεται την απαλλαγή του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από το ασφαλιστήριο. Η επέλευση της αυστηρής αυτής έννομης συνέπειας δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ πάσης ζημίας. Η απαλλαγή από την ευθύνη είναι αυτόματη και δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε δήλωση του ασφαλιστή περί περατώσεως της ασφαλιστικής σύμβασης. Γενικός κανόνας είναι ότι τίποτε δεν δικαιολογεί τη μη συμμόρφωση προς ρητή εγγύηση. Αναφέρεται, συγκεκριμένως, ότι καμία αιτία οσονδήποτε επαρκής, κανένα κίνητρο οσονδήποτε αγαθό, καμία ανάγκη οσονδήποτε επαρκής, καμία ανάγκη οσονδήποτε αναπόφευκτη δεν δικαιολογεί τη μη συμμόρφωση προς ρητή εγγύηση. Εξαιρέσεις από τον γενικό αυτό κανόνα προβλέπονται στο άρθρο 34, το οποίο ορίζει τα εξής: «1. Μη συμμόρφωση προς μία εγγύηση δικαιολογείται, όταν, λόγω αλλαγής των συνθηκών, η εγγύηση παύει να είναι εφαρμοστέα στις συνθήκες της συμβάσεως ή όταν η συμμόρφωση προς την εγγύηση καθίσταται παράνομη δυνάμει οποιουδήποτε μεταγενέστερου νόμου. 2. Όταν μία εγγύηση παραβιάζεται, ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να προβάλει την άμυνα ότι έγινε επανόρθωση της παραβιάσεως και συμμόρφωση προς την εγγύηση πριν από τη ζημία. 3. Ο ασφαλιστής μπορεί να παραιτηθεί από την επίκληση παραβιάσεως της εγγυήσεως. Μόνη η παράβαση, καθ’ εαυτήν, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παραβάσεως. Το βάρος δε της απόδειξης της παράβασης φέρει ο ασφαλιστής» (ΕφΠειρ 143/2015 ό.π.). Άλλωστε, κατά τις διατάξεις του άρθρου 56 του νόμου Μ.Ι.Α. 1906, μια απώλεια δύναται να είναι ολική (πραγματική ή τεκμαρτή) ή μερική, πραγματική δε ολική απώλεια υφίσταται όταν το ασφαλισμένο πράγμα καταστρέφεται ή βλάπτεται κατά τρόπο που να παύει ν’ αποτελεί πράγμα του είδους που ασφαλίστηκε ή εάν ο ασφαλισμένος στερείται ανεπανόρθωτα του πράγματος (άρθρο 57). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 35Α του Νόμου Supreme Court Act του 1981, το Δικαστήριο, εάν δεν υπάρχει συμβατική ρύθμιση και εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα, μπορεί να επιδικάσει τόκους σε ποσοστό που θεωρεί δίκαιο, στο σύνολο ή μέρος της οφειλής και για το όλο ή μέρος του χρονικού διαστήματος από της ημερομηνίας της απώλειας ή βλάβης και μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως. Το σύνηθες στην πρακτική των αγγλικών Δικαστηρίων είναι να επιδικάζονται τόκοι από την ημερομηνία που τα χρήματα έπρεπε να έχουν καταβληθεί, επιδικάζεται δε συνήθως το εμπορικό επιτόκιο, δηλαδή το επιτόκιο, το οποίο ο ενάγων θα πλήρωνε για να δανεισθεί χρήματα και το οποίο δεν απέχει πολύ από το ποσοστό τόκου, το οποίο φέρουν οι δικαστικές εκδόσεις από την έκδοσή τους (ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝαυτΔ 1999.370 με σημ. Χρ. Στυλιανέα, ΜΠρΠειρ 5794/2005 ΕΝαυτΔ 2006.30).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε (άρθρο 224 ΚΠολΔ), ο ενάγων εκθέτει ότι τυγχάνει κύριος του ταχύπλοου φουσκωτού ερασιτεχνικού σκάφους αναψυχής «…», λεμβολογίου λιμένος …, με αριθμό ΤΡ …, μάρκας …, μοντέλου …, διαστάσεων 6,50 Χ 2,50 Χ 1,07 μέτρων, μηχανοκίνητου με μηχανή εργοστασίου κατασκευής Honda μοντέλο …, το οποίο είχε ασφαλίσει στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρία κατά παντός κινδύνου, για το χρονικό διάστημα από 17.7.2014 έως 16.7.2015, έως του ποσού των 800.000 ευρώ, με ασφαλιζόμενη αξία του σκάφους ορισθείσα στις 40.000 ευρώ. Ότι το βράδυ της 11ης.10.2014 μετακίνησε το σκάφος του, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στο λιμάνι …, όπου ήταν ελλιμενισμένο, στον παρακείμενο λιμένα – όρμο …, τον οποίο διαχειρίζεται ο Ναυτικός Αθλητικός Όμιλος Αναβύσσου, η συγκεκριμένη δε θέση ελλιμενισμού τού παραχωρήθηκε από μέλος του ανωτέρω Ομίλου. Ότι το πρωί της 12ης.10.2014 το ως άνω σκάφος έλειπε, παρ’ όλες δε τις προσπάθειές του δεν ανευρέθη, οπότε δήλωσε την απώλειά του στο Λιμεναρχείο … και στις 22.10.2014 ενημέρωσε την εναγόμενη για την κλοπή του σκάφους του. Ότι η εναγόμενη, αν και επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος της απώλειας του σκάφους του λόγω κλοπής και ειδοποιήθηκε έγκαιρα, αρνείται να του καταβάλει την αιτούμενη ασφαλιστική αποζημίωση, επικαλούμενη ότι απαλλάσσεται της υποχρέωσης καταβολής της λόγω μη τήρησης της δήλωσης – εγγύησης του ενάγοντος ότι «το σκάφος κατά τον λιμενισμό του ή τον παροπλισμό του στην ξηρά θα βρίσκεται εντός ασφαλούς λιμένος, θέσης λιμενισμού ή οργανωμένης μαρίνας ή εντός περίφρακτου και ασφαλούς χώρου φύλαξης». Με βάση το ιστορικό αυτό, ισχυριζόμενος ότι ο ελλιμενισμός του σκάφους του στον λιμένα – όρμο … πρέπει να θεωρηθεί «ασφαλής θέση ελλιμενισμού», σύμφωνα με τη σχετική δήλωση – εγγύηση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και δηλώνοντας ότι παραιτείται της από 29.12.2016 με ΓΑΚ 11115/2016 και ΕΑΚ 5783/2016 προηγούμενης αγωγής του κατά της εναγόμενης, ζητεί, όπως παραδεκτά περιόρισε το αγωγικό αίτημα (άρθρο 223 ΚΠολΔ) από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 35.110 ευρώ (ήτοι 27.300 ευρώ που αντιστοιχεί στην αξία του σκάφους και της μηχανής, 6.010 ευρώ που αντιστοιχεί στην αξία του εξοπλισμού και 1.800 ευρώ που αντιστοιχεί στην αξία των προσωπικών του αντικειμένων κατά τον χρόνο της κλοπής), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της αναγγελίας σ’ αυτήν της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη του. Με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, η αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …) αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 9, 14 αρ. 2 και 25 παρ. 2, 42-44 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Περαιτέρω, σε σχέση με το δίκαιο που τυγχάνει εφαρμογής στην ένδικη σύμβαση ασφάλισης, λεκτέα τα εξής: Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 25 εδαφ. α΄ ΑΚ, κατά την οποία οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο τα μέρη υποβλήθηκαν, σε συνδυασμό με το άρθρο 361 ΑΚ, καθιερώνεται η αρχή της αυτονομίας της βούλησης ως προς την υποβολή μιας σύμβασης, αναφερομένης σε διεθνή συναλλαγή, στο δίκαιο ορισμένης Πολιτείας. Η αυτονομία όμως αυτή δεν είναι απόλυτη, υπό την έννοια ότι δεν δύναται να επιλεγεί δίκαιο προς το οποίο δεν συνδέεται κάποιο από τα στοιχεία της σύμβασης, έστω και χαλαρά. Δεν έχει σημασία εάν ο σύνδεσμος, κρινόμενος αντικειμενικά, είναι πολύ ασθενέστερος από τους συνδέσμους που παρουσιάζει η σύμβαση με άλλα δίκαια, διότι αξία έχει η ύπαρξη του συνδέσμου και όχι η εγγύτητα αυτού. Άλλωστε υπάρχει η τάση για τη μέγιστη δυνατή διεύρυνση της εννοίας του συνδέσμου, με συνέπεια να διευρύνεται και ο κύκλος των δικαίων, μεταξύ των οποίων δύναται να γίνει η επιλογή. Ως, μάλιστα, παρατηρείται σχετικά, σε ορισμένους κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων υπάρχει η τάση για διεθνή τυποποίηση ή ενοποίηση, ο σκοπός δε αυτός επιτυγχάνεται, εκτός των διεθνών συμβάσεων, με την υποβολή των σπουδαιότερων τύπων των σχετικών συμβάσεων στο ίδιο δίκαιο, ανεξαρτήτως ιθαγένειας ή κατοικίας των συμβληθέντων ή τόπου σύναψης ή εκτέλεσης της σύμβασης. Στους προαναφερθέντες κλάδους, όπου οι γενικώς χρησιμοποιούμενοι τύποι των συμβάσεων διατυπώνονται και συντάσσονται σύμφωνα προς τα έθιμα του αγγλικού εμπορίου, η υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο είναι εύλογη και φυσική. Για την περίπτωση ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών, η ασφάλιση σχεδόν κατά κανόνα παρέχεται με βάση τους όρους της Ρήτρας Θαλαμηγών Σκαφών του Ινστιτούτου με την κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1.11.1985. Συνεπώς, ένας εσωτερικός σύνδεσμος μιας τοιαύτης συμβάσεως με το αγγλικό δίκαιο δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως απαράδεκτος (ΑΠ 1584/2011 ΕΝαυτΔ 2012.45, ΕφΠειρ 143/2015 ό.π., ΕφΠειρ 4/2013 ΔΕΕ 2013.355, ΕφΠειρ 525/2003 ό.π. Βρέλλης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, 25 αριθ. 24). Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των προσκομισθέντων από τους διαδίκους εγγράφων, και ειδικότερα του υπ’ αριθμ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο συνετάγη μεταξύ των διαδίκων, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. αίτησης … πρόταση ασφάλισης, προκύπτει ότι μεταξύ των διαδίκων είχε συμφωνηθεί ότι για την ένδικη σύμβαση θαλάσσιας ασφαλίσεως εφαρμοστέο είναι το αγγλικό δίκαιο και η αγγλική πρακτική και, πλέον συγκεκριμένα, οι, επισυναπτόμενες στο ασφαλιστήριο και αποτελούσες αναπόσπαστο τμήμα αυτού, Ρήτρες του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, οι Ρήτρες Προσωπικών Αντικειμένων και οι Ρήτρες Ταχυπλόων Σκαφών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985 (CL …). Σημειώνεται ότι, κατά κοινή πρακτική στην ασφάλιση σκαφών αναψυχής, ο υποψήφιος ασφαλιζόμενος, που αναφέρεται γενικά ως «ο προτείνων», συμπληρώνει την πρόταση ασφάλισης, ήτοι έντυπο που προμηθεύει ο ασφαλιστής και αφορά σε ουσιώδη περιστατικά τα οποία θα επηρεάσουν την κρίση του ασφαλιστή στον καθορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφασή του να αναλάβει τον κίνδυνο (βλ. σχετ. Templeman on Marine Insurance, Its Principles and Practice, sixth edition, σελ. 35-36). Επομένως, λόγω της ανωτέρω συμφωνηθείσας μεταξύ των διαδίκων ρήτρας, η ύπαρξη και η εγκυρότητα της ασφαλιστικής συμβάσεως, όπως και οι όροι αυτής, θα κριθούν σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, εφόσον τούτο διέπει την επίδικη σύμβαση, γενομένης δεκτής ως και ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής παραδεκτά προταθείσας ένστασης της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, η υποβολή της ως άνω ασφαλιστικής συμβάσεως στις διατάξεις του αγγλικού δικαίου βάσει του περιληφθέντος σ’ αυτή σχετικού όρου, που αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεως, υπήρξε καθ’ όλα νόμιμη, δοθέντος ότι αποτελεί καθιερωθείσα συναλλακτική πρακτική οι ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται στην Ελλάδα και αφορούν πλωτά ναυπηγήματα (σκάφη) και πλοία να διέπονται από το αγγλικό δίκαιο και την αγγλική πρακτική, λόγω της ευελιξίας του δικαίου τούτου, της αυστηρότητάς του, της απαρέγκλιτης τηρήσεως των υποχρεώσεων, τις οποίες επιβάλλει στους ασφαλισμένους, της επί σειρά ετών νομολογιακής διαμόρφωσής του και της καθιέρωσής του στην παγκόσμια ναυτιλιακή πρακτική. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών «γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι λοιπές ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται», ενώ κατά την παρ. 8 του ιδίου ως άνω άρθρου «ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί». Εκ των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι τον προσδιορισμό της αορίστου νομικής εννοίας της καταχρηστικότητας του γενικού όρου της ασφαλιστικής συμβάσεως ο νόμος εξαρτά εξ ορισμένων στοιχείων, τα οποία πρέπει να τεθούν υπ’ όψη του δικαστηρίου, ώστε τούτο να κρίνει αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο όρος είναι άκυρος ως καταχρηστικός. Η απαγόρευση δηλαδή της εφαρμογής ενός καταχρηστικού γενικού όρου της ασφαλιστικής συμβάσεως αποτελεί εξειδικευμένη περίπτωση της θεμελιώδους αρχής του άρθρου 281 ΑΚ. Συνεπώς, σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρία προβάλλει κατά της αγωγής του ασφαλισμένου για επιδίκαση του ασφαλίσματος ένσταση καταλυτική της αγωγής αυτής βάσει κάποιου γενικού όρου του ασφαλιστηρίου, ο ενάγων δύναται να επικαλεσθεί με αντένσταση την ακυρότητα του όρου αυτού ως καταχρηστικού (ΑΠ 1584/2011 ό.π., ΑΠ 1599/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 143/2015 ό.π.). Σχετικά ο ενάγων ισχυρίζεται με την προσθήκη στις προτάσεις του ότι η εφαρμογή του αγγλικού δικαίου για ένα μέρος της σύμβασης (ασφάλιση πλοίων) και του ελληνικού γι’ άλλο (ασφάλιση αστικής ευθύνης) ήταν καταχρηστική και επιλέχθηκε από μόνη την εναγόμενη εταιρία, καθόσον ο ίδιος ουδέποτε διαπραγματεύθηκε τον σχετικό όρο, με συνέπεια αυτός (όρος) να τυγχάνει άκυρος και να πρέπει να εφαρμοστεί μόνο το ελληνικό δίκαιο. Ο ισχυρισμός, ωστόσο, αυτός, εκτιμώμενος ως ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, είναι απορριπτέος κατ’ ουσίαν, καθόσον από την επισκόπηση των προσκομισθέντων μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους εγγράφων, ιδίως δε της υπ’ αριθ. αίτησης … πρότασης ασφάλισης αποδεικνύεται ότι η ένδικη ασφαλιστική σύμβαση δεν ήταν σύμβαση προσχωρήσεως, στην οποία προσχώρησε ο ενάγων, αλλά, αντίθετα, αυτή διαμορφώθηκε από τους διαδίκους, μπορούσε δε να τροποποιηθεί με τις διαπραγματεύσεις και να ορισθεί ως εφαρμοστέο δίκαιο το ελληνικό δίκαιο. Άλλωστε, το γεγονός ότι το ασφαλιζόμενο είναι «πλοίο» κατά τις διατάξεις του αγγλικού δικαίου προκύπτει από τον ορισμό που περιλαμβάνεται στον 1ο όρο των εφαρμοζόμενων Ρητρών του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Σκαφών Αναψυχής της 1.11.1985 (Institute Yacht Clauses), σύμφωνα με τον οποίο «”πλοίο” σημαίνει το σκάφος, ο μηχανικός εξοπλισμός, η (οι) λέμβος (οι), εξοπλισμός και εφόδια, εκείνα τα οποία θα επωλούντο συνήθως μαζί με το πλοίο εάν αυτό άλλαζε ιδιοκτησία», της σχετικής εννοίας μη χρήζουσας περαιτέρω αποδείξεως. Συνακόλουθα, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει ορισμένη και νόμω βάσιμη, ερειδόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις του εφαρμοστέου αγγλικού δικαίου ως συμβατικά καθορισθέντος, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 346 ΑΚ (τόκοι επιδικίας), 176 ΚΠολΔ, οι οποίες, λόγω του δικονομικού τους χαρακτήρα, εφαρμόζονται ως lex fori. Σημειώνεται ότι, ενόψει του ότι το παρόν Δικαστήριο  αναζήτησε και ανεύρε με δικές του ενέργειες το ισχύον στην υπό κρίση περίπτωση δίκαιο, δεν απαιτείται να διαταχθεί κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ η απόδειξη του περιεχομένου του ως άνω αλλοδαπού δικαίου, το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, εφόσον, μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (άρθρο 33 Ν. 4416/2016 ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016).

Από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του …, που λήφθηκε με επιμέλεια της εναγομένης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …- άρθρα 143 και 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων τυγχάνει ιδιοκτήτης του ταχύπλοου φουσκωτού ερασιτεχνικού μηχανοκίνητου (μικρού) σκάφους (μοντέλο …) με όνομα «…», που έχει ολικό μήκος 6,50 μ., μέγιστο πλάτος 2,50 μ. και ύψος 1,07 μ. και ανώτατο αριθμό επιβαινόντων οκτώ (8) άτομα, είναι δε λεμβολογημένο στο … με αριθμό εγγραφής … και διαθέτει εξωλέμβια μηχανή. Με την υπ’ αριθ. … σύμβαση θαλάσσιας ασφαλίσεως, που καταρτίστηκε στις 7.7.2014 στην Αθήνα, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης ελληνικής ασφαλιστικής εταιρίας, η τελευταία ασφάλισε για το χρονικό διάστημα από 17.7.2014 έως 16.7.2015 το ανωτέρω ταχύπλοο σκάφος αναψυχής, μετά του εξωλέμβιου κινητήρα και των παρελκομένων του, καθώς και τα προσωπικά αντικείμενα με ανώτατο όριο ευθύνης της εναγόμενης το ποσό των 5.000 ευρώ, κατά των θαλασσίων κινδύνων, όπως αυτοί περιγράφονται στις εφαρμοζόμενες Ρήτρες του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Σκαφών Αναψυχής της 1.11.1985 (Institute Yacht Clauses) υπό 9 και στις οποίες περιλαμβάνεται, υπό την προϋπόθεση ότι η τέτοια απώλεια ή ζημιά δεν προκύπτει από την έλλειψη οφειλόμενης επιμέλειας από τους ασφαλισμένους πλοιοκτήτες ή διαχειριστές, η κλοπή ολόκληρου του πλοίου (όρος 9.2.1.4.). Ειδικότερα δε το επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, στο οποίο ορίστηκε ως περιοχή πλεύσης τα ελληνικά χωρικά ύδατα και η Μεσόγειος θάλασσα, διείπετο από τους προσαρτημένους σ’ αυτό γενικούς και ειδικούς όρους ασφαλιστικής καλύψεως θαλαμηγών σκαφών, από τους οποίους δεσμεύονταν αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη. Συγκεκριμένα, με γενικό ρητό όρο, ενσωματωμένο στο κύριο σώμα του εν λόγω συμβολαίου (μέρος δεύτερο), η ένδικη ασφαλιστική σύμβαση κάλυπτε, μεταξύ άλλων, και τις ζημίες στο ασφαλισμένο σκάφος και τον κινητό εξοπλισμό του, λόγω κλοπής τούτων (η οποία εξομοιούται με ολική απώλεια) τόσο εντός όσο και εκτός ύδατος (στην ξηρά), υπό την προϋπόθεση ότι «το σκάφος κατά τον λιμενισμό του ή τον παροπλισμό του στην ξηρά θα βρίσκεται εντός ασφαλούς λιμένος, θέσης λιμενισμού ή οργανωμένης μαρίνας ή εντός περίφρακτου και ασφαλούς χώρου φύλαξης». Συνεπώς, με βάση τους προαναφερόμενους γενικούς και ειδικούς όρους της ασφαλιστικής συμβάσεως (που ενσωματώθηκαν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα αυτού) προκύπτει ότι η υπό της εναγομένης κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου της ολικής απώλειας του ασφαλισμένου σκάφους συνεπεία κλοπής εξαρτήθηκε από την υπό του ενάγοντος τήρηση, κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής συμβάσεως, της ως άνω ρητής εγγυήσεως-υποσχέσεώς του σε σχέση με τον λιμενισμό του ασφαλισμένου σκάφους σε ασφαλή λιμένα, θέση λιμενισμού ή οργανωμένη μαρίνα. Πράγματι, στις 12.10.2014 κατά τις πρώτες πρωινές ώρες άγνωστοι δράστες αφαίρεσαν, με σκοπό προφανώς παράνομης ιδιοποίησης, το ασφαλισμένο σκάφος, το οποίο ο ενάγων είχε αγκυροβολήσει το προηγούμενο βράδυ (11.10.2014, περί ώρα 20.30) στον όρμο ……. και συγκεκριμένα στη θαλάσσια περιοχή …, προκειμένου να διενεργήσει ερασιτεχνική αλιεία το επόμενο πρωί. Άμεσα ο ενάγων, αφού ερεύνησε την περιοχή μήπως το σκάφος είχε λυθεί και παρασυρθεί λόγω των ισχυρών ανέμων που επικρατούσαν τη νύχτα, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα, κατήγγειλε την απώλεια στο Α΄ Λιμενικό Τμήμα … και στις 15.10.2014 ειδοποίησε την εναγομένη, με επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου διαμέσου του γραφείου ασφαλιστικών μεσιτειών “C.I.S. and Sons Inc.”, για την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης της απώλειας του ασφαλισμένου αντικειμένου, λόγω κλοπής. Τέλος, μετά την πάροδο ενάμιση περίπου μήνα από την αρχική δήλωσή του, ήτοι στις 28.11.2014, ο ενάγων μετέβη στο Α/Τ Φώκαιας και υπέβαλε μήνυση κατ’ αγνώστων δραστών για την κλοπή του σκάφους του. Περαιτέρω όμως, σε σχέση με τις συνθήκες ελλιμενισμού του σκάφους, από τις οποίες εξαρτήθηκε, κατά τη σύμβαση, η υποχρέωση της εναγομένης για την ασφαλιστική κάλυψη της απωλεσθείσης ασφαλισμένης αξίας του, αποδείχθηκε ότι ο όρμος στον οποίο αυτό αγκυροβόλησε, κατά τον επίδικο χρόνο, δεν πληρούσε καμία από τις προϋποθέσεις ασφαλούς ελλιμενισμού κατά τους (γενικούς και ειδικούς) όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Ειδικότερα, ο ενάγων αγκυροβόλησε το σκάφος του στο εσωτερικό του κολπίσκου …, όπου το προσέδεσε σε ελεύθερο ρεμέντζο (μόνιμο αγκυροβόλιο) που απείχε περί τα 30 μέτρα από τη βραχώδη ακτή. Στην περιοχή δεν υπάρχει λιμάνι ή εγκατάσταση μαρίνας με προβλήτες, αλλά πρόκειται για φυσικό ερημικό κολπίσκο που περιβάλλεται από βραχώδεις ακτές και περιμετρικά του οποίου δεν υπάρχουν κτίρια [οικίες, επιχειρήσεις ψυχαγωγίας (καφετέριες, εστιατόρια) κ.λπ.], παρά μόνο μια οικία που απέχει περί τα 100 μ. από τη θάλασσα, η οποία μάλιστα, κατά τον χρόνο μετάβασης στην περιοχή του ναυτικού επιθεωρητή – πραγματογνώμονα … στις 20.10.2014, από κοινού με τον ενάγοντα, στα πλαίσια της διερεύνησης των συνθηκών της επίδικης ναυτασφαλιστικής ζημίας, κατόπιν εντολής από την εναγόμενη, φαινόταν ακατοίκητη. Γειτονικά του επιδειχθέντος ρεμέντζου, που βρισκόταν στο βόρειο τμήμα του όρμου, δεν υπήρχαν αγκυροβολημένα άλλα σκάφη σε κοντινή απόσταση, το πλησιέστερο δε σκάφος απείχε περίπου είκοσι (20) μέτρα σε σχέση με τα υπόλοιπα σκάφη (περίπου 30-40) που ήταν αγκυροβολημένα στο νοτιοδυτικό τμήμα του όρμου και τα οποία βρίσκονταν σε πιο κοντινές αποστάσεις μεταξύ τους. Σημειώνεται ότι πρόκειται για σκάφη μελών του τοπικού Ναυταθλητικού Ομίλου, στον οποίο δεν ανήκε ο ενάγων, πλην όμως τη συγκεκριμένη θέση (πλωτήρα ρεμέντζου) τού παραχώρησε μέλος του Ομίλου, ονόματι …. Ο ανωτέρω πραγματογνώμονας διαπίστωσε ότι στην περιοχή δεν υπάρχει η παραμικρή λιμενική εγκατάσταση (έργο) ούτε φωτισμός, πρόκειται δε για ερημική τοποθεσία η οποία δεν αστυνομεύεται ούτε φυλάσσεται, παρά μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, με τον τελευταίο φύλακα να έχει απασχοληθεί μέχρι την 30ή.9.2014, συνεπώς παρίσταται σφόδρα πιθανός ο κίνδυνος είτε το σκάφος να αποσπαστεί τυχαία από το ρεμέντζο του και να χαθεί στη θάλασσα είτε να κλαπεί. Άλλωστε, το γεγονός ότι μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 12ης.10.2014 στην περιοχή υπήρχε έντονη δραστηριότητα, λόγω του διαγωνισμού ιστιοσανίδας που ελάμβανε χώρα και των σχετικών εκδηλώσεων, δεν αναιρεί τον χαρακτήρα του εν λόγω ορμίσκου ως μη ασφαλούς θέσης ελλιμενισμού, καθόσον η κλοπή ευχερώς μπορούσε να λάβει χώρα κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν δεν θα υπήρχε πλέον δραστηριότητα. Περαιτέρω, ο ενάγων διατηρεί μεν εξοχική κατοικία στην περιοχή με θέα προς τον όρμο, σε λόφο που βρίσκεται βορειότερα του όρμου, επάνω από τη λεωφόρο Αθηνών – Σουνίου, ωστόσο κατά τις νυχτερινές ώρες η παρακολούθηση και εποπτεία του ασφαλισμένου σκάφους δεν ήταν δυνατή. Εξάλλου, ο ενάγων είχε δηλώσει με την πρόταση ασφάλισης ως μόνιμο τόπο ελλιμενισμού του σκάφους του το λιμάνι της …, που αποτελεί οργανωμένη μαρίνα, όρος που συμπεριελήφθη στο ασφαλιστήριο και συνάδει με την προαναφερθείσα δήλωση – εγγύηση, το γεγονός δε ότι το συγκεκριμένο βράδυ στον λιμένα αυτό επικρατούσαν ισχυροί άνεμοι δεν δικαιολογεί τη μετακίνηση και το αγκυροβόλιο του σκάφους σε μη ασφαλή λιμένα, κατά τ’ ανωτέρω. Η οφειλόμενη επιμέλεια εκ μέρους του ενάγοντος δεν εξαντλείται στην αποφυγή πρόκλησης ζημιών στο σκάφος του λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, αλλά εκτείνεται και στην πρόληψη του ενδεχομένου απωλείας αυτού. Σημειώνεται σχετικά ότι η προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διπλ. ναυπηγού – μηχανολόγου μηχανικού … επιμένει στο ενδεχόμενο πρόκλησης ζημιών στο σκάφος του ενάγοντος από τη θαλασσοταραχή στην περίπτωση που είχε παραμείνει στο λιμάνι …, αλλά και στο ενδεχόμενο κλοπής του και από το λιμάνι αυτό, δεν αντικρούει, ωστόσο, επαρκώς την από Νοεμβρίου 2015 έκθεση ασφαλιστικής διερεύνησης για την κλοπή σκάφους της “…”, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγόμενη και στην οποία με πληρότητα αναλύονται οι συνθήκες που επικρατούσαν στον ορμίσκο … Αναβύσσου. Συνεπώς, ο ανωτέρω περιγραφόμενος χώρος δεν αποτελεί, κατά τους όρους της επίδικης ασφάλισης, «ασφαλή λιμένα, θέση λιμενισμού ή οργανωμένη μαρίνα» και, εφόσον ο ενάγων παραβίασε τη σχετική δήλωση – εγγύηση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου (express warranty) δεν δικαιούται την ένδικη ασφαλιστική αποζημίωση από την ολική απώλεια του αντικειμένου της ασφάλισης, δεδομένου ότι, κατά τις ανωτέρω σκέψεις, η παράβαση των εγγυήσεων-δηλώσεων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου έχει ως συνέπεια την αναδρομική λύση της σύμβασης και την άρση της υποχρέωσης της εναγομένης προς καταβολή της αιτουμένης αποζημιώσεως, ανεξάρτητα αν το γεγονός αυτό τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την κλοπή του σκάφους. Για τα ανωτέρω το Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση από τα ήδη προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά μέσα, της εξέτασης των μαρτύρων που προτείνει ο ενάγων με την προσθήκη του, κατ’ άρθρο 237 §6 ΚΠολΔ με διάταξη του δικαστηρίου, μη κρινομένης αναγκαίας, ενόψει και του ότι ως μάρτυρας καλείται ένας (από κάθε πλευρά) από τους ενόρκως βεβαιώσαντες, ο δε ενάγων είχε τη δυνατότητα να προσκομίσει ένορκες βεβαιώσεις προαποδεικτικώς και προς αντίκρουση των ισχυρισμών της αντιδίκου του ασφαλιστικής εταιρίας (άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ) και με την επισήμανση ότι το βάρος προσκόμισης του κρίσιμου αποδεικτικού υλικού βαρύνει τον ίδιο τον ενάγοντα, σύμφωνα με τη συζητητική αρχή που ισχύει στο δικαιικό μας σύστημα (άρθρο 106 ΚΠολΔ) και μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ με το ν. 4335/2015. Συνακόλουθα, κατά παραδοχή της προβληθείσας από την εναγόμενη νόμιμης καταλυτικής της αγωγής ενστάσεως, που θεμελιώνεται στις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 33 του αγγλικού νόμου Μ.Ι.Α. 1906, ως κατ’ ουσία βάσιμης, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών ισχυρισμών και επαλλήλως προταθεισών ενστάσεων της εναγόμενης. Τέλος, ο ενάγων, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της τελευταίας [άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1  i περ. α, 68 παρ. 1 ΚώδΔικηγ (Ν. 4194/2013)], κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των οχτακοσίων σαράντα (840) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις …

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ