ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2838/2018
(ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 17η Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Του καλούντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου: …, κατοίκου … με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Χρυσούλας Σεβαστοπούλου του Εμμανουήλ (ΑΜ/ΔΣΠ 3018), κατοίκου …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.
Των καθ’ ων η κλήση – εφεσιβλήτων – εκκαλουσών: 1) Της νόμιμα εκπροσωπούμενης εταιρίας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στη … και διατηρεί νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, …, 2) Της νόμιμα εκπροσωπούμενης ναυτικής εταιρίας ν. 959/1970 με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, οι οποίες παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Δημητρίου Πλιάτσικα του Χρήστου (ΑΜ/ΔΣΠ 3635), κατοίκου … που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.
Ο εκκαλών-εφεσίβλητος ήγειρε στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς την από 20.6.2013 με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 7061/2013 και με Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου 102/2013 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε, με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’ αριθ. 109/2015 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Ο μεν ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την από 9.9.2015 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 169/10.9.2015 και ακολούθως κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου για τον προσδιορισμό δικασίμου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 9429/2015 και με Αριθμό Κατάθεσης 5232/2015, προσβάλλει την παραπάνω απόφαση και ζητεί την εξαφάνισή της, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο λόγους, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του. Οι δε εναγόμενες και ήδη εφεσίβλητες – εκκαλούσες, με την από 8.10.2015 έφεσή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 188/8.10.2015 και ακολούθως κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 11294/2015 και με Αριθμό Κατάθεσης 6408/2015, ζητούν να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί, η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί μερικώς η αγωγή του αντιδίκου τους, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της έφεσης λόγους. Δικάσιμος για την εκδίκαση των εφέσεων ορίστηκε, μετά από αναβολή από την αρχική δικάσιμο της 22ης.3.2016, η 4η.4.2017, οπότε οι υποθέσεις εγγράφηκαν στο πινάκιο και συζητήθηκαν. Επ’ αυτών εκδόθηκε η 3506/2017 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία οι ως άνω εφέσεις συνεκδικάστηκαν, έγιναν δεκτές από τυπική πλευρά και περαιτέρω διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο.
Οι παραπάνω εφέσεις επαναφέρονται προς συζήτηση από τον εκκαλούντα – εφεσίβλητο με την από 21.7.2017 κλήση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 8330/2017 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 4105/2017, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω και κατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Παραδεκτώς και νομίμως εισάγονται προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του δικάζοντος ως Εφετείου δικαστηρίου τούτου, οι αντίθετες από 9.9.2015 υπ’ αριθ. κατάθεσης 169/2015 και από 8.10.2015 υπ’ αριθ. κατάθεσης 188/2015 εφέσεις των διαδίκων κατά της 109/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά (διαδικασίας εργατικών διαφορών), με την από 21.7.2017 υπ’ αριθ. κατάθεσης 8330/4105/2017 σχετική ενιαία, και για τις δύο εφέσεις, κλήση του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου – ενάγοντος, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 3506/2017 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου που, αφού έκανε τυπικά δεκτές τις εφέσεις, συνεκδικάζοντάς τις αντιμωλία των διαδίκων, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ προκειμένου να προσκομιστεί, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, αντίγραφο των προτάσεων που κατέθεσαν οι εφεσίβλητες – εκκαλούσες κατά τη συζήτηση της 30ής.1.2015 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Σημειώνεται ότι τίποτε δεν αποκλείει να έλθουν με την ίδια κλήση προς συζήτηση πολλές εφέσεις και κατά διαφορετικών ακόμη αποφάσεων που αφορούν την ίδια υπόθεση και, στην περίπτωση αυτή, αφού υπάρχει μία κλήση, θα γίνει και μία εγγραφή στο πινάκιο (ΑΠ 11/2016 Ε7 2016.855, ΑΠ 1407/1987 ΕΕΝ 1988.755).
Με την από 20.6.2013 αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ενάγων, ισχυριζόμενος ότι ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του Φροντιστή στο αναφερόμενο με το δικόγραφο πλοίο, κυριότητας της πρώτης εναγόμενης και εφοπλισμού της δεύτερης εναγόμενης, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα, έναντι μηνιαίων αποδοχών, που καθορίζονταν από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον η καθεμία, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 17.932,86 ευρώ, για διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας, για πρόσθετη αμοιβή λόγω πραγματοποίησης δρομολογίων εξπρές, για αναλογία επιδομάτων (δώρων) Πάσχα και Χριστουγέννων έτους 2012, για αποζημίωση απόλυσης, καθώς και για διαφορά επί μισθού ενός πλήρους μήνα, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της απόλυσής του την 15η.10.2012, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 109/2015 απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον η καθεμία, το συνολικό ποσό των 6.947,87 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του (16.10.2012), κήρυξε την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 3.500 ευρώ και καταδίκασε τις εναγόμενες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το ύψος των οποίων όρισε στο ποσό των 350 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονούνται οι διάδικοι και ζητούν, για τους αναφερόμενους στα δικόγραφά τους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ώστε στη συνέχεια να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η ένδικη αγωγή ή αντίστοιχα αυτή ν’ απορριφθεί μερικώς.
Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθ. … βεβαίωση που είχε ληφθεί στα πλαίσια άλλης δίκης και επομένως λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι στη δίκη εκείνη τελικά δεν ελήφθη υπόψη, για τον λόγο ότι προσκομίστηκε με την προσθήκη – αντίκρουση χωρίς να σκοπείται με αυτήν η αντίκρουση ισχυρισμών προταθέντων το πρώτον στο ακροατήριο (πρβλ. ΕφΠειρ 39/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τις με αριθμούς … ένορκες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεις τρίτων, που συντάχθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος και των εναγομένων αντίστοιχα, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 εδαφ. τελευταίο ΚΠολΔ κλήτευσης του αντιδίκου εκάστου εξετάζοντος να παραστεί κατ’ αυτές (βλ. τις υπ’ αριθ. … ως προς την πρώτη ένορκη βεβαίωση και την υπ’ αριθ. … ως προς τις λοιπές, επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών … στο Πρωτοδικείο Πειραιά και … στο Πρωτοδικείο Αθηνών αντίστοιχα) και τις οποίες επαναπροσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 στοιχ. α ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στη …, κατά τους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους, μεταξύ του ενάγοντος ναυτικού και της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, εφοπλίστριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ ταχύπλοου πλοίου με το όνομα «…» με αριθμό νηολογίου …, κ.ο.χ. 2.884,63, με μέγιστο αριθμό επιβατών 808 και αυτοκινήτων 170 (ή 145 αυτοκίνητων και 6 λεωφορείων), το οποίο ανήκει κατά κυριότητα στην πρώτη εναγόμενη, ο ενάγων προσλήφθηκε και στη συνέχεια ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του φροντιστή στο πλοίο αυτό, με τις αποδοχές και τους όρους εργασίας που προβλέπονταν από τη ΣΣΕ για τα πληρώματα ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, έτους 2011 [η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.5.2/1/2011 (ΦΕΚ Β΄ 1070/31.5.2011) απόφαση του Υπουργού Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας]. Ειδικότερα, βάσει των ως άνω συμβάσεων, ο ενάγων επιβιβάσθηκε και απασχολήθηκε επί του προαναφερθέντος πλοίου: α) από 15.3.2012 που ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά έως τις 2.5.2012 οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «λόγω αδείας έως τις 31.5.2012», β) από 1.6.2012 που ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά έως τις 30.6.2012 οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «λόγω αδείας έως τις 30.7.2012», γ) από 31.7.2012 που ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά έως τις 31.8.2012 οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «λόγω αδείας έως τις 30.9.2012» και δ) από 2.10.2012 οπότε ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά έως τις 15.10.2012 οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ελευσίνας «αμοιβαία συναινέσει» (βλ. σχετικές σημειώσεις στο φυλλάδιο ναυτικού υπό στοιχ. ΑΑ 32510 του ενάγοντος). Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ενάγοντος στο παραπάνω πλοίο, αυτό εκτελούσε δρομολόγια από τον Πειραιά προς τις δυτικές Κυκλάδες και δη προς Σέριφο, Σίφνο, Μήλο μετ’ επιστροφής. Τα δρομολόγια του πλοίου ήταν μονά, ενώ κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο ήταν διπλά. Οι εναγόμενες συνομολογούν τα χρονικά διαστήματα και την ειδικότητα με την οποία ναυτολογήθηκε ο ενάγων ως και τους πίνακες δρομολογίων του πλοίου που ο ενάγων επικαλείται με την αγωγή του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την περίοδο που το πλοίο εκτελούσε διπλά δρομολόγια ήταν σε αυτό ναυτολογημένα δύο πληρώματα, τα οποία εναλλάσσονταν ανά εβδομάδα στην πρωινή και απογευματινή βάρδια, ένα για το πρωινό και ένα για το απογευματινό δρομολόγιο. Τις Τρίτες δεν υπήρχε απογευματινό δρομολόγιο, οπότε το πλήρωμα που είχε απογευματινή βάρδια δεν εργαζόταν. Η ειδικότητα του ενάγοντος εξαιρείτο από την εναλλαγή των δύο πληρωμάτων, καθώς δεν υπήρχε πρόβλεψη για δεύτερο ναυτολογημένο άτομο αυτής της ειδικότητας και γι’ αυτόν το λόγο ο ενάγων συμμετείχε και στα πρωινά και στα απογευματινά δρομολόγια με τη σύμφωνη γνώμη του τμήματος ναυτολογίας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά και του σωματείου των εργαζόμενων φροντιστών Ε.Ν. Το ταξίδι κατά τη διάρκεια των μονών δρομολογίων διαρκούσε 8,5 ώρες περίπου, ενώ κατά τη διάρκεια των διπλών δρομολογίων διαρκούσε κατά μέσο όρο 17 ώρες για ολόκληρο το διπλό δρομολόγιο. Η παραλαβή των προϊόντων από τους προμηθευτές γινόταν πάντα το πρωί πριν την έναρξη του πρωινού δρομολογίου, περίπου δύο ώρες πριν τον απόπλου από τον Πειραιά. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε., οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου αμειβομένης υπερωριακώς. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε., η προβλεπομένη σ’ αυτό ιδιαίτερη αμοιβή για τη μέχρι οκταώρου εργασία την Κυριακή καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού υπηρεσίας, μάλιστα, η παρασχεθείσα εντός του οκταώρου εργασία κατά την ημέρα αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά μόνον η πλέον του οκταώρου. Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, ο ενάγων ξεκινούσε την εργασία του στο εν λόγω πλοίο δύο περίπου ώρες πριν τον απόπλου από τον λιμένα Πειραιά, στις 5:00, και μεριμνούσε για τον εφοδιασμό του πλοίου με τρόφιμα, νερά και αναψυκτικά, την παραλαβή αυτών από τους προμηθευτές, τον έλεγχο ως προς την ποιότητά τους, τη μεταφορά τους στην αποθήκη και τα ψυγεία του πλοίου και ακολούθως στα τέσσερα (4) κυλικεία (μπαρ). Επίσης, κατά τη διάρκεια εκτελέσεως των δρομολογίων, ο ενάγων ταξινομούσε τα τρόφιμα στα κυλικεία και την αποθήκη, φρόντιζε για την καθαριότητα των αποθηκών, την παρασκευή κρύων σάντουιτς και το ψήσιμο κατεψυγμένων προϊόντων που πωλούνταν στα μπαρ, την ευθύνη, ωστόσο, της έκδοσης και καταχώρησης τιμολογίων για τα προϊόντα, της καταγραφής των ελλείψεων, προκειμένου να προβαίνει στις αντίστοιχες παραγγελίες προς τους προμηθευτές, και της καταμέτρησης των εισπράξεων κατά το κλείσιμο των ταμείων είχε αναλάβει η …, η οποία ήταν διευθύντρια των μπαρ, ναυτολογημένη ως βοηθός φροντιστή, με διακριτό έναντι του ενάγοντος ρόλο, στον οποίο δεν υπαγόταν ιεραρχικά. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το από 21.5.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της δεύτερης εναγόμενης «…» ως εφοπλίστριας και της «…» ως παραχωρησιούχου, που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (βλ. σχετ. το από 2.1.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό), στην τελευταία παραχωρήθηκε έναντι ανταλλάγματος το δικαίωμα εμπορικής εκμετάλλευσης των λειτουργούντων στο ως άνω πλοίο καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, συμφωνήθηκε δε ειδικότερα ότι οι παραγγελίες των απαιτούμενων για την εύρυθμη λειτουργία τους αγαθών θα γίνονταν από υπάλληλο και με ευθύνη της παραχωρησιούχου, καθώς και ότι η παραχωρησιούχος θα επέλεγε και θα υποδείκνυε στην εφοπλίστρια ένα πρόσωπο bar manager που θα είχε τον γενικό έλεγχο και την εποπτεία της καλής και εύρυθμης λειτουργίας των μπαρ. Επομένως, το πρόσωπο αυτό ήταν η …, υπεύθυνη για την οικονομική λειτουργία των κυλικείων, κατά τα προεκτεθέντα, και όχι ο ενάγων, οι αρμοδιότητες του οποίου περιορίζονταν στο πρακτικό κομμάτι της διαχείρισής τους. Δεν αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι, κατόπιν σχετικής συμφωνίας με τη δεύτερη εναγόμενη εφοπλίστρια, κατά τη διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του τελευταίου υπήρχε διακοπή του χρόνου απασχόλησής του για διάστημα τεσσάρων (4) συνεχόμενων ωρών, τόσο κατά το πρωινό όσο και κατά το απογευματινό δρομολόγιο, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενες, με ταυτόχρονή ανάπαυσή του σε χώρο εντός του πλοίου, κατά τους ορισμούς του άρθρου 1 του π.δ. 166/2005, ενόψει και του ότι ο εφοδιασμός των κυλικείων με τα απαιτούμενα προϊόντα, για τον οποίο υπεύθυνος ήταν ο ενάγων ως φροντιστής, ελάμβανε χώρα και κατά τη διάρκεια των δρομολογίων, ούτε αποδείχθηκε ότι σ’ αυτόν (εφοδιασμό) προέβαιναν μόνο οι επίκουροι και θαλαμηπόλοι. Έτσι, ο ενάγων προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο και αφορούσαν στην τροφοδοσία των κυλικείων και την ομαλή λειτουργία αυτών, πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχολήσεώς του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα ανωτέρω καθήκοντα, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνο οκτώ ωρών. Από τα προαναφερθέντα, ενόψει της φύσεως του πλοίου και των ως άνω δρομολογίων του, καθώς και της χρονικής περιόδου εργασίας του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων εργαζόταν κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα και πέραν του νομίμου ωραρίου του. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχολήσεως του ενάγοντος, κατά την ως άνω ναυτολόγησή του, ήταν, κατά μέσο όρο, έντεκα (11) ώρες όταν το πλοίο εκτελούσε μονά δρομολόγια και δεκαπέντε (15) ώρες όταν το πλοίο εκτελούσε διπλά δρομολόγια [ήτοι 29 και 30.6, καθώς και κατά το χρονικό διάστημα 31.7.2012-31.8.2012, πλην της ημέρας της Τρίτης, οπότε εκτελείτο μονό δρομολόγιο και ο ενάγων παρείχε εργασία οκτώ (8) ωρών], όπως ορθά δέχθηκε η εκκαλουμένη. Ο ενάγων ισχυρίζεται με την αγωγή του και προβάλλει ως σχετικό λόγο έφεσης ότι εργαζόταν δεκατρείς ώρες όταν το πλοίο εκτελούσε μονά δρομολόγια και δεκαοχτώ όταν το πλοίο εκτελούσε διπλά δρομολόγια, ωστόσο, η διάρκεια αυτή εργασίας κατά την κρίση του Δικαστηρίου υπερβαίνει το ανθρώπινο σώμα, το οποίο έχει ανάγκη κάλυψης των βασικών αναγκών του κατά τη διάρκεια της ημέρας για να λειτουργήσει, και παρίσταται υπερβολική, δεν αποδεικνύεται δε από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως αποδεικτικά μέσα ούτε συνάγεται άνευ ετέρου από το αναμφισβήτητο γεγονός της μεταφοράς με το ως άνω πλοίο σημαντικού αριθμού προσώπων και οχημάτων [μόνο τον μήνα Αύγουστο 2012 αναχώρησαν από και αφίχθησαν στο λιμάνι του Πειραιά με το πλοίο «…» συνολικά 66.795 επιβάτες – βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. Πρωτ. … έγγραφο Ο.Λ.Π. ΑΕ]. Το καταβληθέν στον ενάγοντα, βάσει του λογαριασμού μισθοδοσίας του Αυγούστου 2012, ποσό των 1.174,31 ευρώ ως «έξτρα λιμανιού», καθώς και το μπόνους 500 ευρώ επιβεβαιώνουν την εργασιακή επιβάρυνση του ενάγοντος ακριβώς λόγω της εκτέλεσης διπλών δρομολογίων τον μήνα εκείνο. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα προσαγόμενα μετ’ επικλήσεως από τις εναγόμενες αντίγραφα του ημερολογίου της γέφυρας του πλοίου, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …, ο ενάγων κατά την περίοδο της ακινησίας του πλοίου, οπότε δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια, ήτοι από 15.3.2012 έως και 5.4.2012 και από 8.10.2012 έως και 15.10.2012, δεν απασχολήθηκε καθόλου κατά τα Σάββατα και τις αργίες, καθώς απασχολήθηκαν μόνο τρία (3) μέλη του κατώτερου πληρώματος -από τα είκοσι επτά (27) συνολικά-, αποκλειστικά και μόνο ως φύλακες για την ασφάλεια του πλοίου. Το ίδιο συνέβη και κατά την περίοδο που το πλοίο εκτελούσε μονά δρομολόγια, δηλαδή από 6.4.2012 έως και 2.5.2012, από 1.6.2012 έως και 30.6.2012, από 2.10.2012 έως και 8.10.2012, αλλά τα Σάββατα και τις αργίες δεν υπήρχε προγραμματισμένο δρομολόγιο. Κατά συνέπεια, ο ενάγων κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ναυτολόγησής του εργάστηκε τις κατωτέρω ώρες στις οποίες αντιστοιχεί η ακόλουθη αμοιβή: α) 6 ημέρες Σαββάτων και αργιών (13/4, 16/4, 2/6, 16/6, 23/6 και 30/6) κατά τις οποίες εκτελέστηκε ένα μονό δρομολόγιο επί 11 ώρες καθ’ εκάστη και συνολικά 66 ώρες × 15,68 ευρώ = 1.034,88 ευρώ, β) 5 ημέρες Σαββάτων και αργιών (4/8, 11/8, 18/8, 25/8 και 15/8) κατά τις οποίες εκτελέσθηκε διπλό δρομολόγιο επί 15 ώρες καθ’ εκάστη και συνολικά 75 ώρες × 15,68 ευρώ = 1.176 ευρώ, γ) από τις 13 ημέρες Σαββάτων και αργιών κατά τις οποίες δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο ο ενάγων εργάστηκε μόνο, όπως συνάγεται από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τις εναγόμενες ημερολόγια γέφυρας, που αφορούν σε αυτές (ημέρες) κατά τις οποίες ο ενάγων δεν εργάστηκε, 2 ημέρες Σαββάτων (31/3, 14/4) και 2 ημέρες αργιών (23/4, 1/5), κατά τις οποίες παρείχε την εργασία του επί 8 ώρες εκάστη ημέρα, ήτοι 4 ημέρες × 8 ώρες καθ’ εκάστη = 32 ώρες × 15,68 ευρώ = 501,76 ευρώ, δ) 33 καθημερινές και Κυριακές κατά τις οποίες εκτελέσθηκε ένα μονό δρομολόγιο (6/4, 8/4, 15/4, 17/4, 20/4, 22/4, 27/4, 29/4, 1/6, 3/6, 4/6, 6/6, 8/6, 13/6, 15/6, 17/6, 18/6, 19/6, 20/6, 21/6, 22/6, 24/6, 25/6, 26/6, 27/6, 28/6, 31/7, 7/8, 14/8, 21/8, 28/8, 5/10 και 7/10) επί 3 ώρες υπερωριακής εργασίας καθ’ εκάστη και συνολικά 99 ώρες × 13,08 ευρώ = 1.294,92 ευρώ και ε) 23 καθημερινές και Κυριακές κατά τις οποίες εκτελέστηκε διπλό δρομολόγιο (29/6 και όλες τις καθημερινές και Κυριακές από 31.7 έως και 31.8, πλην των ημερών της Τρίτης, κατά τις οποίες εκτελέσθηκε μονό δρομολόγιο) επί 7 ώρες υπερωριακής εργασίας καθ’ εκάστη και συνολικά 161 ώρες × 13,08 ευρώ = 2.105,88 ευρώ. Συνολικά ο ενάγων δικαιούτο να λάβει ως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης το ποσό των 6.113,96 ευρώ. Όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους μετ’ επικλήσεως λογαριασμούς μισθοδοσίας, στον ενάγοντα καταβλήθηκε ως αμοιβή για την υπερωριακή του εργασία το συνολικό ποσό των 5.447,25 ευρώ και, ως εκ τούτου, εξακολουθεί να δικαιούται το ποσό των 666,71 ευρώ, γενομένης δεκτής εν μέρει και ως κατ’ ουσία βάσιμης της παραδεκτώς προταθείσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και νόμιμης κατ’ άρθρο 416 ΑΚ ένστασης εξόφλησης που προέβαλαν οι εναγόμενες και την οποία επαναφέρουν νομίμως ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως, ορθά απεφάνθη ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι εφέσεων των δύο πλευρών. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2010 και 2011, που τιτλοφορείται «Δρομολόγια Εξπρές», σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια Υπηρεσία του Υ.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του Κ.Δ.Ν.Δ., η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η, κατά την επομένη παράγραφο 7, πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του, κατά την προηγούμενη παράγραφο 2, προσδιορισμού (παρ. 5). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη, εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και η επιστροφή στο λιμάνι αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7 α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ώρων είναι ίση με το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής (παρ. 7 β). Δηλαδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν περισσότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (6 ή 7), είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παρ. 4, αλλά όπως ορίζεται στην παρ. 5. Επομένως, λαμβάνουν στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, πρόσθετη αμοιβή ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών και, αν εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν εκτελούν, όμως, πέντε (5) δρομολόγια ή λιγότερα των πέντε (5), τότε έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρας δεν είναι ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για τον χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας «πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο». Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 «περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως «το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής», ο δε λιμένας αφετηρίας ως «ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του». Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (ΕφΠειρ 83/2014, ΕφΠειρ 56/2014, ΕφΠειρ 71/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012.107, ΕφΠειρ 33/2002 ΔΕΕ 2003.561). Τέλος, με τη διάταξη της παρ. 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυχτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 7.00 ώρας. Από το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, προκύπτει ότι μ’ αυτήν εισάγεται, κατ’ αρχή, εξαίρεση, όσον αφορά τα ημερόπλοια, επί των οποίων συμφωνήθηκε με την ως άνω ΣΣΝΕ να μην ισχύουν και να μην εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις για καταβολή πρόσθετης αμοιβής, σε περίπτωση εκτελέσεως δρομολογίων “Express”. Ως ημερόπλοια νοούνται τα πλοία που εκτελούν ημερινούς πλόες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 του Κανονισμού «περί ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών των επιβατηγών πλοίων», ως ημερινοί πλόες νοούνται οι εκτελούμενοι μεταξύ των ωρών 05.00 έως 22.00 κατά τη θερινή περίοδο και των οποίων η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει τις 12 ώρες. Όμως, και για τα ημερόπλοια, κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 33 εισάγεται εξαίρεση της ως άνω εξαιρέσεως, σύμφωνα με την οποία και επί των πλοίων αυτών έχουν εφαρμογή όλες οι προαναφερθείσες διατάξεις, εφόσον όμως τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μμ μέχρι 07.00 πμ, όπως ειδικότερα ορίζεται με τη ΣΣΝΕ αυτή. Επομένως, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή και στους απασχολουμένους στα ημερόπλοια, τα οποία όμως εκτελούν τα παραπάνω δρομολόγια (Express) μόνον τις νυκτερινές ώρες ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους αυτά, τις ώρες αυτές, δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (ΕφΠειρ 19/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 83/2014, ΕφΠειρ 71/2014, ΕφΠειρ 33/2002 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 31.7.2012 έως και 31.8.2012 το επίδικο πλοίο πραγματοποιούσε δεκατρία (13) τακτικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, ήτοι μονό δρομολόγιο τις Τρίτες και διπλό δρομολόγιο τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας, τα οποία εκτελούνταν και κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00), καθώς το πλοίο επέστρεφε στο λιμάνι αφετηρίας (Πειραιάς) στις 00:15, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εκκαλουσών – εναγομένων ότι επρόκειτο για ημερόπλοιο, παρέμενε δε αυτό (πλοίο) στο λιμάνι προορισμού τις ημέρες των διπλών δρομολογίων για χρονικό διάστημα μικρότερο των έξι (6) ωρών. Επομένως, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο ενάγων απασχολήθηκε ως φροντιστής σε 36,56 εξπρές δρομολόγια ( = 8 δρομολόγια εξπρές εβδομαδιαίως × 4,57 εβδομάδες) που εκτέλεσε το πλοίο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του προταθέντος και πρωτοδίκως ισχυρισμού των εναγομένων, τον οποίο νόμιμα επαναφέρουν, ότι ο ενάγων δεν δικαιούται αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, για τον λόγο ότι η εργασία του δεν εκτεινόταν πέραν τις 19:30, αφού δεν αποδείχθηκε ότι η εργασία του διακοπτόταν επί τέσσερις συνεχόμενες ώρες τόσο κατά το πρωινό όσο και κατά το απογευματινό δρομολόγιο, και συγκεκριμένα από τις 19:30 έως το τέλος του απογευματινού δρομολογίου, σύμφωνα με τους ορισμούς του π.δ. 166/2005, κατά τα προεκτεθέντα, πέραν του ότι η ΣΣΝΕ δεν απαιτεί αδιάλειπτη εργασία των ναυτικών για την αμοιβή «δρομολογίου εξπρές» και δη μετά τις 23.00. Επομένως, για κάθε δρομολόγιο εξπρές ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως αμοιβή το 1/60 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 5 και 7 της ως άνω ΣΣΝΕ. Οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν, σύμφωνα με την ισχύουσα ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., στο ποσό των 4.942,33 [1.810,10 ευρώ ο μισθός ενεργείας + 398,22 ευρώ το επίδομα Κυριακών + 576,30 ευρώ το αντίτιμο τροφής + 35,22 ευρώ το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 597,94 ευρώ οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας + 57,20 ευρώ το ειδικό επίδομα φροντιστή + 1.467,35 ευρώ ο μέσος όρος της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής (6.113,96 : 125 ημέρες εργασίας × 30 ημέρες)] ευρώ και, κατά συνέπεια, ο ενάγων έπρεπε να λάβει ως πρόσθετη αμοιβή για την πραγματοποίηση δρομολογίων εξπρές το ποσό των 3.011,44 ευρώ, ήτοι 4.942,33 ευρώ οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές Χ 1/60 = 82,37 ευρώ ανά εξπρές δρομολόγιο Χ 36,56 εξπρές δρομολόγια. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα για διαφορές πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, το ανωτέρω συνολικό ποσό των 3.011,44 ευρώ, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι εφέσεων των δύο πλευρών. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθ. 70109/8008/14.12.1981-7.1.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7.1.1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1η Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού υπό την έννοια που προεκτέθηκε. Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στον μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές. Έτσι, στις ως άνω αποδοχές συμπεριλαμβάνεται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία, καθώς και άλλες αμοιβές, που καταβάλλονταν τακτικώς στον ενάγοντα. Εν προκειμένω, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στο χρηματικό ποσό των 4.942,33 ευρώ, με συνυπολογισμό του μισθού ενέργειας, του επιδόματος Κυριακών, του αντιτίμου της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, του επιδόματος βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, των αποδοχών της άδειάς του μετά τροφοδοσίας, του ειδικού επιδόματος φροντιστή και του μέσου όρου της μηνιαίας αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται ως επιδόματα δώρου εορτών τα ακόλουθα χρηματικά ποσά: Α) Για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2012, το ποσόν των εννιακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών [4.942,33 € μηνιαίες τακτικές αποδοχές : 2 = 2.471,16 € × 1/15 = 164,74 € για κάθε οκταήμερο εργασίας ×5,62 οκταήμερα (χρονικό διάστημα 15.3.2012-30.4.2012 = 47 ημέρες : 8) = 925,83 €], έναντι του οποίου οι εναγόμενες τού έχουν καταβάλει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς η κρίση της αυτή να πλήττεται, το χρηματικό ποσό των 673,89 €, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των διακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (925,83 € – 673,89 € = 251,94 €), Β) για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2012, που αφορά τα χρονικά διαστήματα από 1.5.2012 έως 2.5.2012, από 1.6.2012 έως 30.6.2012, από 31.7.2012 έως 31.8.2012 και από 2.10.2012 έως 15.10.2012, ήτοι 78 ημέρες : 19 = 4,10 19ήμερα, το ποσό των 1.621,05 ευρώ (4.942,33 € οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα προαναφερόμενα × 2/25 = 395,38 € για κάθε δεκαεννεαήμερο εργασίας Χ 4,10 δεκαεννεαήμερα της ως άνω περιόδου = 1.621,05 ευρώ), οι δε εναγόμενες συνομολογούν ότι ο ενάγων εδικαιούτο να λάβει για την αιτία αυτή το ποσό των 1.665,59 €, έναντι του οποίου του έχουν καταβάλει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς η κρίση της αυτή να πλήττεται, το χρηματικό ποσόν των 1.521,85 €, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των εκατό σαράντα τριών ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (1.665,59 € – 1.521,85 € = 143,74 €). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι εφέσεων των δύο πλευρών. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, η οποία εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 5 του α.ν. 3276/1944 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα, «σε κάθε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των 60 ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές 22 ημερών». Από τη διάταξη αυτή, η οποία έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, επέχει ισχύ νόμου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν 1876/1990 και κατισχύει των συναφών διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 1α και 174 παρ. 3 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (ΝΔ 187/1973), επειδή η διάταξη αυτή είναι νεότερη, προκύπτει ότι σε περίπτωση που ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατηγό-ακτοπλοϊκό σκάφος λόγω διακοπής των πλόων αυτού για οποιονδήποτε λόγο και δεν επαναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από την προσωρινή απόλυσή του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέληση του ναυτικού λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται «οριστική», υπό την έννοια ότι είναι πλέον αδιάφορο εάν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να τού οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές αυτού 22 ημερών (ΑΠ 887/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προς υπολογισμό της οποίας λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας, τα επιδόματα εορτών, ως και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕφΠειρ 603/2015, ΕφΠειρ 283/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των άρθρων 39, 53, 72 του ΚΙΝΔ (Ν 3816/1958) και 105 παρ. 2 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973), προκύπτει ότι ο πλοίαρχος που καταρτίζει το πλήρωμα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση ναυτολογήσεως κάθε μέλους αυτού για λογαριασμό του πλοιοκτήτη οποτεδήποτε, είτε η σύμβαση είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία ούτε να επικαλεσθεί λόγο που να δικαιολογεί (στην ορισμένου χρόνου σύμβαση) την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος, το οποίο (μέλος του πληρώματος) δικαιούται να λάβει μόνον την αποζημίωση που ορίζεται στα άρθρα 75 παρ. 3 και 76 του ΚΙΝΔ, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού (βλ. ΕφΘεσ 1115/2009 Αρμ 2009.1217, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝαυτΔ 2005.92, ΕφΠειρ 246/2005 ΕΝαυτΔ 2005.452). Άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 76 εδ. α΄ του ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δεκαπέντε (15) ημερών (ΕφΠειρ 739/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, μετά τη ναυτολόγησή του κατά τ’ ανωτέρω στις 2.10.2012, απολύθηκε στις 15.10.2012 στο λιμάνι της Ελευσίνας «αμοιβαία συναινέσει», κατά τη σχετική σημείωση του πλοιάρχου στο φυλλάδιο ναυτικού του ενάγοντος, στην πραγματικότητα, όμως, η τελευταία επίδικη σύμβαση λύθηκε λόγω μονομερούς καταγγελίας της από τον πλοίαρχο, χωρίς τη θέληση του ενάγοντος, ο οποίος έμεινε χωρίς εργασία για πολλούς μήνες (βλ. σχετ. την … ένορκη βεβαίωση), και χωρίς να επαναυτολογηθεί μετέπειτα αυτός στο ίδιο ή σε άλλο πλοίο των εναγομένων, λόγω διακοπής των πλόων του, αφού στο διάστημα από 15.10.2012 έως και 31.12.2012 το πλοίο δεν είχε δρομολογιακές υποχρεώσεις σύμφωνα με σχετική Απόφαση Ανάκλησης Δήλωσης Δρομολόγησής του από τη Διεύθυνση Θαλάσσιων Συγκοινωνιών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. … έγγραφο του Διευθυντή της ως άνω Υπηρεσίας), τέλος, δε, από τις 19.10.2012 το ανωτέρω πλοίο παροπλίστηκε στο Γ΄ καραβοστάσι κόλπου Ελευσίνας και το ναυτολόγιό του έκλεισε, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο ημερολόγιο γέφυρας θεωρημένο από τη λιμενική αρχή Ελευσίνας. Η ανωτέρω ΣΣΝΕ, που προβλέπει αποζημίωση απόλυσης ίση προς τις αποδοχές 22 ημερών εάν αυτή λάβει χώρα λόγω διακοπής των πλόων και ο ναυτικός δεν επαναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από την προσωρινή απόλυσή του, αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο διακοπής, επομένως συμπεριλαμβάνει τόσο την περίπτωση ανάκλησης της δρομολόγησης του πλοίου με σχετική απόφαση της αρμόδιας αρχής όσο και τον παροπλισμό του πλοίου. Σημειώνεται, άλλωστε, ότι η αναγραφή από τον πλοίαρχο ότι η λύση επήλθε με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του ναυτικού είναι δεκτική ανταποδείξεως (ΕφΠειρ 977/2003 ΕπισκΕμπΔ 2003.1144) με κοινά αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο με προσβολή του εγγράφου αυτού ως πλαστού, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ, καθώς το ναυτικό φυλλάδιο έχει την αποδεικτική ισχύ του δημοσίου εγγράφου και ως προς τις καταχωρίσεις του πλοιάρχου μόνον όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι δε και όταν λειτουργεί ως αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης ναυτολόγησης ναυτικού «αμοιβαία συναινέσει», εφόσον η εγγραφή αυτή έγινε από τον πλοίαρχο και ο απολυόμενος δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική ή προξενική αρχή (ΕφΠειρ 603/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 456/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 977/2003 ό.π.). Επομένως, ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση απόλυσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 27 της ανωτέρω ΣΣΝΕ και ως εκ τούτου δικαιούται αυτός αποζημίωση απόλυσης 22 ημερών ποσού 4.115,75 ευρώ [1.810,10 ευρώ ο μισθός ενεργείας + 398,22 ευρώ το επίδομα Κυριακών + 576,30 ευρώ το αντίτιμο τροφής + 35,22 ευρώ το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 597,94 ευρώ οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας + 57,20 ευρώ το ειδικό επίδομα φροντιστή + 1.467,35 ευρώ ο μέσος όρος της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής (κατά τα ανωτέρω) + 670,06 ευρώ η μηνιαία αναλογία δώρων εορτών (συνομολογούμενη από τις εναγόμενες) = 5.612,39 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές : 30 ημέρες × 22 ημέρες = 4.115,75 ευρώ]. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι η αποζημίωση απόλυσης του ενάγοντος έπρεπε να υπολογιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 72, 75 και 76 ΚΙΝΔ και επιδίκασε διαφορετικό ποσό για την αιτία αυτή, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, δεκτού γενομένου εν μέρει ως βάσιμου του τέταρτου λόγου έφεσης του ενάγοντος. Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει όταν, από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιμότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές, ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη, ή προς τον κοινωνικό ή τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 33/2005, ΑΠ 446/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την αγωγή του ισχυρίστηκε ότι δικαιούται τις αποδοχές ενός πλήρους μηνός, σύμφωνα με το άρθρο 60 ΚΙΝΔ, για το τελευταίο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του (2.10.2012-15.10.2012) και όχι μόνο τις αποδοχές 14 ημερών που του κατέβαλαν οι εναγόμενες, ζήτησε δε να του καταβληθεί η προκύπτουσα διαφορά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κάνοντας δεκτή την παραδεκτώς προταθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ που πρόβαλαν οι εναγόμενες, απέρριψε το σχετικό κονδύλι. Συγκεκριμένα, οι εναγόμενες ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως, ισχυρισμό που επαναφέρουν ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου νομίμως κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, ότι ο ενάγων προσλήφθηκε στις 15.3.2012 και εργάστηκε επί τέσσερις ολόκληρους μήνες, ήτοι τον μήνα Απρίλιο, τον μήνα Ιούνιο, τον μήνα Αύγουστο και έως τις 15.10.2012, λαμβάνοντας πλήρεις αποδοχές τεσσάρων μηνών, ο ίδιος δε είχε ζητήσει από τη δεύτερη εναγόμενη από κοινού με τον συνάδελφό του φροντιστή … να μοιραστούν τον χρόνο εργασίας απασχολούμενοι τέσσερις μήνες έκαστος, προκειμένου αμφότεροι να έχουν εργασία. Ότι, συνεπώς, η ένδικη αξίωση του ενάγοντος ασκείται καταχρηστικώς, ήτοι παρά τη σχετική συμφωνία που έγινε κατόπιν επιθυμίας του ιδίου και του συναδέλφου του φροντιστή και ενώ ευλόγως είχε δημιουργηθεί στις εναγόμενες η πεποίθηση ότι δεν διατηρούσε οποιαδήποτε αξίωση σε βάρος τους. Ωστόσο οι εναγόμενες δεν επικαλούνται τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 281 ΑΚ στοιχεία, ήτοι ότι δημιουργήθηκε σε αυτές η πεποίθηση, λόγω της επί μακρόν αδράνειας του ενάγοντος, ότι δεν θα ασκήσει στο μέλλον τις επίδικες αξιώσεις του και ότι συντρέχουν, επιπροσθέτως, ειδικώς μνημονευόμενες ειδικές συνθήκες, οι οποίες καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματος, μη αρκούσης προς τούτο μόνης της μη άσκησης των επίδικων αξιώσεων για σημαντικό χρονικό διάστημα, ώστε να κριθεί ότι η άσκηση του ενδίκου δικαιώματος αντίκειται, και μάλιστα προφανώς, στις καθοριζόμενες από το άρθρο 281 ΑΚ αρχές της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 5/2001, ΑΠ 1126/2013, ΑΠ 1075/2013, ΑΠ 480/2013, ΑΠ 436/2013, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 37/2013, ΑΠ 1740/2012, ΕφΠειρ 603/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, οι εναγόμενες δεν κάνουν καμία αναφορά στην πιθανότητα πρόκλησης στις επιχειρήσεις τους οικονομικής ζημίας στην περίπτωση ικανοποίησης των αξιώσεων του ενάγοντος (πρβλ. ΑΠ 429/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ). Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός των εφεσιβλήτων – εκκαλουσών – εναγομένων τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθόσον υπό τα εκτιθέμενα, και αληθή υποτιθέμενα, δεν στοιχειοθετείται η σχετική ένσταση. Σε κάθε περίπτωση, από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη σχετικής συμφωνίας μεταξύ της δεύτερης εναγόμενης, του ενάγοντος και του συναδέλφου του φροντιστή, αφού ο ενόρκως βεβαιώσας μάρτυρας των εναγομένων … δεν προσδιορίζει στην κατάθεσή του το τετράμηνο εργασίας του … ούτε οι εναγόμενες προσκομίζουν οποιοδήποτε έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι ο τελευταίος εργάστηκε ως φροντιστής στο επίδικο πλοίο λ.χ. τους μήνες Μάιο, Ιούλιο, Σεπτέμβριο του έτους 2012, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι το εν λόγω πλοίο διέκοψε τους πλόες του στα μέσα Οκτωβρίου. Σημειώνεται ότι η εκκαλούμενη έκανε δεκτή ως νόμω και ουσία βάσιμη τη σχετική ένσταση με διαφορετικές παραδοχές, ήτοι ότι ο ενάγων κατά τρόπο που υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος επιδίωξε ν’ απομονώσει από το σύνολο των 125 ημερών απασχόλησής του, βάσει των οποίων υπολογίστηκε ο μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας και τα 8ήμερα και 19ήμερα για τις δικαιούμενες αναλογίες δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, το τελευταίο διάστημα ναυτολόγησης των 14 ημερών, με μοναδική σκοπιμότητα να τύχουν εφαρμογής οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ. Συνακόλουθα, ο ενάγων, που ναυτολογήθηκε για χρονικό διάστημα μικρότερο του μηνός κατά τον μήνα Οκτώβριο 2012, καθώς απασχολήθηκε 14 ημέρες, η λύση δε της σύμβασης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα ή αποκλειστικά στη βούληση του ιδίου (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 97/2012 ΕΝαυτΔ 2012.97), δικαιούται την προκύπτουσα διαφορά των 1.521,33 ευρώ (3.474,98 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές – 1.953,65 ευρώ που κατέβαλαν οι εναγόμενες). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε το κονδύλι αυτό κάνοντας δεκτή ως νόμω και ουσία βάσιμη την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ που πρότειναν οι εναγόμενες έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο συναφής πέμπτος λόγος έφεσης του ενάγοντος να γίνει δεκτός ως βάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν η έφεση των εναγομένων – εκκαλουσών και να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία η συνεκδικαζόμενη έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτελέσεως και εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και δικαστεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η αγωγή και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον η καθεμία, η πρώτη εξ αυτών ευθυνόμενη περιορισμένα δια του πλοίου της «…» και έως την αξία αυτού, το συνολικό ποσό των 9.710,91 ευρώ (666,71 + 3.011,44 + 251,94 + 143,74 + 4.115,75 + 1.521,33), νομιμοτόκως όλα τα προαναφερθέντα ποσά από την επομένη της ημέρας απόλυσής του (15.10.2012) και μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής είναι πλέον άνευ αντικειμένου. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, τέλος, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων – εκκαλουσών, λόγω της εν μέρει ήττας τους και αναλογικώς προς αυτήν, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό [άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 69 παρ. 1, 68 παρ. 1,2 και 63 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων)].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις από 9.9.2015 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς 169/10.9.2015) και από 8.10.2015 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς 188/8.10.2015) αντίθετες εφέσεις.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 8.10.2015 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς 188/8.10.2015) έφεση και
ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσίαν την από 9.9.2015 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς 169/10.9.2015) έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 109/2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε τη διαφορά κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον η καθεμία, η πρώτη εξ αυτών ευθυνόμενη περιορισμένα δια του πλοίου της «…» και έως την αξία αυτού, το συνολικό ποσό των εννιά χιλιάδων επτακοσίων δέκα ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών (9.710,91 €), νομιμοτόκως από 16.10.2012 έως την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων – εκκαλουσών μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει σε χίλια διακόσια (1.200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ