ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
2736/2016
(1560/797/2016)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Eυσταθία Τσάμη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στον Πειραιά, στις 22 Σεπτεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝΕΝΑΓΟΝΤΩΝ:1) …, με ΑΦΜ …, 2) …, με ΑΦΜ … και 3) …, με ΑΦΜ …, κατοίκων απάντων …, εκ των οποίων ο πρώτος παραστάθηκε μετά και οι λοιπές δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου Αρετής Σκανδάμη.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εδρεύουσας στον … εταιρείας με την επωνυμία «…», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας τυπικά στα …, στην πραγματικότητα στον …, όπου είναι τα γραφεία της διαχειρίστριας εταιρείας «…», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 3) …, κατοίκου …, ως νομίμου εκπροσώπου στην Ελλάδα της εγκατεστημένης διαχειρίστριας εταιρείας «…» και ως νομίμου εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας «…» και 4) …, καπετάνιου του πλοίου …σημαίας …, πλοιοκτησίας και διαχείρισης των ανωτέρω εταιρειών, κατοίκου …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Γεωργίου Λατσούδη.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η, από 11.04.2016, αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης 1560/2016 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 797/2016, προσδιορίσθηκε αρχικά για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια του άρθρου 1 ν. 551/1915, όπως τροποποιήθηκε με το από 24.7/ 25.8.1920 Β.Δ. «περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων», διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατ` άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, ισχύει δε και επί ναυτικής εργασίας, κατ` άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66 περ. β` του κυρωθέντος με το ν. 3816/1958 «Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΚΙΝΔ), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της κάτω από τις δεδομένες περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35.160, ΑΠ 1616/2003 ΕλΔ 2004.767).Σε περίπτωση τέτοιου ατυχήματος οφείλεται κατ’ αρχήν η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 του ως άνω νόμου αποζημίωση, για την οποία η ευθύνη του εργοδότη είναι αντικειμενική, δηλαδή αυτός ευθύνεται σε καταβολή της αποζημίωσης ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματος αυτού ή των προστηθέντων υπ’ αυτού προσώπων. Πλήρη αποζημίωση κατά το κοινό δίκαιο έχουν το δικαίωμα κατά το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν 551/1915 να ζητήσουν ο παθών από εργατικό ατύχημα και σε περίπτωση θανάτου του οι προσδιοριζόμενοι στο άρθρο6 του Ν 551/1915 συγγενείς του μόνον όταν το ατύχημα μπορεί ν’ αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων απ’ αυτήν προσώπων ή όταν έγινε σε εργασία ή επιχείρηση στην οποία δεν τηρήθηκαν οι παραπάνω διατάξεις για τους όρους ασφαλείας και σ’ αιτιώδη με αυτή συνάφεια. Τέτοιες διατάξεις είναι ειδικότερα μόνο εκείνες που προβλέπουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων και όχι τρίτων, δηλαδή δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την παράβαση όρων, οι οποίοι καταβάλλονται μόνο από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς κατά τα λοιπά να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμων (Ολ ΑΠ 96/1995, ΑΠ 274/2000, σε ΤΝΠ Νόμος). Κατά δε το εδάφιο δ του άρθρου 16 του ως άνω νόμου «Εν περιπτώσει επιλογής της κατά τον παρόντα νόμον αποζημιώσεως, τααυτά πρόσωπα διατηρούσιν την κατά το κοινόν Αστικόν Δίκαιον προσήκουσαναυτοίς αξίωσιν εναντίον του υπαιτίου του ατυχήματος προσώπου, εφ` όσοναυτό είναι διάφορον του κατά τον παρόντα νόμον προς αποζημίωσινυποχρέου».Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ σαφώς προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψηκαι ιδία προηγούμενη συμπεριφορά του (υπαιτίου) από την οποία δημιουργήθηκε κατάσταση η οποία επέβαλε τη λήψη μέτρων προς αποτροπή του απειλουμένου κινδύνου. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. (ΑΠ 561/2015, ΤΝΠ Νόμος).Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως προϋποθέτει: 1)σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, 2)ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 του ΑΚ και 3)η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, η επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών καιτων οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας.Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι εφόσον στην αγωγή αναφέρεται ιστορικά η αναμφίβολα γνωστή έννοια της προστήσεως θεωρείται ότι προβάλλονται με αυτή (αγωγή) τα χαρακτηριστικά για την εξειδίκευση και περιγραφή της εννοίας αυτής γεγονότα, μεταξύ των οποίων και η διατήρηση από τον προστήσαντα του δικαιώματος να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του (βλ. ΑΠ 838/2011 ΧρΙΔ 2012 114, ΑΠ 1198/2009 ΕΕμπΔ 2010 419, ΑΠ 1507/2005 ΕλλΔνη 2006. 94). Τέλος, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 6 του προαναφερομένουκωδ/νου Νόμου (551/1915), σε περίπτωση θανάτου του παθόντος, η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 παρ. 5 του ίδιου νόμου αποζημίωση περιέρχεται, εάν ο παθών δεν κατέλιπεκατιόντες και επιζώντα σύζυγο, στους καταλιπόμενους ανιόντες αυτού, “τους ζώντες εις βάρος του παθόντος”, διανεμομένη συμμέτρως μεταξύ των. Ως “ζώντες σε βάροςτου παθόντος” θεωρούνται οι ανιόντες, οι οποίοι τελούν σε αδυναμία για να επαρκέσουν, με τα δικά τους έσοδα, στις ανάγκες της ζωής τους, ο δε παθών παρείχε πράγματι σ` αυτούς την προς τούτο αναγκαία βοήθεια, χωρίς ν` απαιτείται και πλήρης απορία αυτών (Δ. ΚΑΜΒΥΣΗΣ, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 1982, σελ. 231-232). Δεν μπορούν, όμως, να θεωρηθούν οι ανιόντες “ως ζώντες εις βάρος του παθόντος”, όταν έχουν περιουσία ή επαρκείς πόρους για να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους ή όταν μπορούν να ασκήσουν κάποιο επάγγελμα, που θα τους προσπορίσει πόρους. Τέλος, δεν είναι απαραίτητο να ζούσαν οι ανιόντες “αποκλειστικώς” σε βάρος του παθόντος, αφού, σε αντίθετη εκδοχή, θα επερχόταν το άτοπο να στερείται ο ανιών της επίδικης αποζημιώσεως, αν δέχεται βοήθεια από περισσότερα τέκνα του (ΑΠ 734/1978 – ΝοΒ 27.547, ΕΦΠειρ 388/2004, σε ΤΝΠ Νόμος).
Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι, δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας, ο υιός του πρώτου και της δεύτερης και αδελφός της τρίτης, ναυτολογήθηκε στο πλοίο …, σημαίας … και λιμένος νηολογίου …, του οποίου η πρώτη τυγχάνει διαχειρίστρια και η δεύτερη, η οποία εδρεύει τυπικά στα …, στην πραγματικότητα στον ……πλοιοκτήτρια. Ότι, ειδικότερα, ο ανωτέρω συγγενής τους προσλήφθηκε στο ως άνω πλοίο από εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, με την ειδικότητα του ανθυποπλοιάρχου, την 07.11.2014, με σύμβαση ορισμένου χρόνου, διάρκειας έως την 07.06.2015, αντί του προβλεπόμενου στην ατομική του σύμβαση μηνιαίου μισθού ύψους 5.200,00€, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα ανέρχονταν στο ποσό των 10.500,00€. Ότι την 12.04.2015 και λίγο πριν το παραπάνω πλοίο προσεγγίσει το λιμάνι του Μαντζανίλο στο Μεξικό, ο συγγενής τους εξαφανίσθηκε υπό συνθήκες, οι οποίες παρέμειναν σε αυτούς άγνωστες, λόγω των εκτιθέμενων στην αγωγή πλημμελών ενεργειών και παράνομων παραλείψεων του πλοιάρχου του πλοίου, τέταρτου εναγομένου, προστηθέντα των δύο πρώτων και του νομίμου εκπροσώπου τους, τρίτου εναγομένου, οι οποίοι δεν κατέβαλαν τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια, ώστε να ενημερωθούν έγκαιρα οι αρμόδιες Αρχές για τις θαλάσσιες έρευνες, ενώ δολίως απέτρεψαν τη συλλογή προανακριτικού υλικού από τις τοπικές Αρχές του Μαντζανίλο, παραβαίνοντας τα καθήκοντα τους ως προς την εξακρίβωση πιθανής ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, άλλως θανατηφόρας έκθεσης, συμμετοχής σε αυτοκτονία και παράλειψης λύτρωσης από κίνδυνο ζωής ή της ενδεχόμενης πτώσης του ανθυποπλοιάρχου στη θάλασσα, δεδομένου και ότι τα κιγκλιδώματα του πλοίου παρουσίαζαν μικρή καμπή, με αποτέλεσμα να μην παρέχουν την απαραίτητη ασφάλεια έναντι πτώσης ανθρώπου στη θάλασσα. Ότι, συνεπεία της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, που έγκειται κυρίως σε παραλείψεις, δεν εξακριβώθηκαν τα ακριβή αίτια της εξαφάνισης του υιού και αδελφού τους, η εξαφάνιση δε αυτού βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με την αδικοπρακτική συμπεριφορά τους. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό οι ενάγοντες ζητούν, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής τους, με την τροπή του καταψηφιστικού της αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου τους, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης και επαναλαμβάνεται στις έγγραφες προτάσεις τους (άρθ. 223, 295§1, 297 Κ.Πολ.Δ. όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ 87/23.07.2015), να αναγνωριστεί: Α. η υποχρέωση της πρώτης, του τρίτου και του τετάρτου των εναγομένων, ευθυνόμενων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 300.000,00€ και η υποχρέωση άπαντων των εναγομένων, ευθυνόμενων ως ανωτέρω, να καταβάλουν στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 300.000,00€ και στην τρίτη το ποσό των 250.000,00€, ως χρηματική ικανοποίηση για τη ψυχική τους οδύνη λόγω της μη εξακρίβωσης των αιτίων της εξαφάνισης του συγγενούς τους και της προξενηθείσας σε αυτούς στενοχώριας από την απώλεια αυτού και Β. η υποχρέωση της δεύτερης των εναγομένων, πλοιοκτήτριας εταιρείας, να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα, ως ειδική αποζημίωση του Ν. 551/1915 το ποσό των 157.514,67€, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής. Ζητούν, επίσης, να διαταχθεί η επιβολή χρηματικής ποινής 3.000,00€ σε βάρος των εναγομένων και η προσωπική κράτηση του τρίτου και τέταρτου εξ αυτών, διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί η τελευταία προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας σημειωτέον ότι δεν απαιτείται να καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, διότι οι αγωγές με τις οποίες ζητείται αποζημίωση του παθόντος εργάτη ή υπαλλήλου από ατύχημα στην εργασία, καθώς και οι σχετικές αξιώσεις για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης δεν υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο (άρθρο 15 παρ. 2 του Ν 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24.7/25.8.1920, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 8 του ΕισΝΚΠολΔ, Βλ. ΟλΑΠ 296/1972, ΕΕργΔ 31.1229, ΕφΔυτΜακ 36/2007, Αρμ 2008.936, ΕφΘεσ 1090/2005, Αρμ 2005.1080), παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25§2, 33 του Κ.Πoλ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 αρ.3, 621επ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄87/23.07.2015) πλην όμως τυγχάνει απορριπτέα για τους ακόλουθους λόγους: Α) κατά το μέρος που με την αγωγή ζητείται χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης των εναγόντων, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα, ως μη νόμιμη, διότι το περιγραφόμενο σε αυτήν αποτέλεσμα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, ήτοι η ματαίωση της εξιχνίασης των αιτίων της εξαφάνισης του συγγενούς των εναγόντων, δεν θεμελιώνει κατά το νόμο αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης αυτών, η οποία μπορεί να ζητηθεί μόνον όταν προκλήθηκε, κατά πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου, ο θάνατος μέλους της οικογένειας του ενάγοντος ή η εξαφάνιση αυτού υπό συνθήκες καθιστούν το θάνατο του βέβαιο. Ειδικότερα οι ενάγοντες με το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, όπως ανωτέρω αυτό παρατέθηκε, ισχυρίζονται ότι συνεπεία των εξ αμελείας και εκ δόλου παρανόμωνπαραλείψεων των εναγομένων, δεν συλλέχθηκε το απαραίτητο προανακριτικό υλικό και δεν κατέστη ούτως εφικτή η διακρίβωση των αιτίων της εξαφάνισης του συγγενούς τους, ήτοι εκθέτουναδικοπρακτικό αποτέλεσμα διάφορο από αυτό που θεμελιώνει αξίωση χρηματική ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, κατ’ άρθρα 914 και 932 του ΑΚ. Αλλά ακόμη και εάν, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, ήθελε θεωρηθεί ότι οι ενάγοντες ισχυρίζονται με αυτό ότι οι ανωτέρω παραλείψεις των εναγομένων οδήγησαν αιτιωδώς στην απώλεια του συγγενούς τους και δη στην εξαφάνιση του υπό συνθήκες που καθιστούν το θάνατο του βέβαιο, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα, ως αόριστη, καθώς δεν περιγράφεται στο υπό κρίση δικόγραφο ο αιτιώδης σύνδεσμος των παρανόμων και υπαιτίων παραλείψεων των εναγομένων, ήτοι τον τρόπο με τον οποίο οι παραλείψεις αυτές ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανές και μπορούσαν αντικειμενικά να επιφέρουν, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα, ήτοι την εξαφάνιση του παθόντος, η οποία δεν θα επερχόταν εάν αυτές έλειπαν. Επισημαίνεται δε ότι τα ανωτέρω αποτελούν αναγκαία στοιχεία της αγωγής, η έλλειψη των οποίων επιφέρει τη νομική αοριστία της, η οποία δεν δύναται να θεραπευθεί με τις προτάσεις των εναγόντων. Τέλος, η αγωγή, κατά τη βάση της αυτή, ως άνω εκτιμηθείσας, πάσχει αοριστίας και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν μνημονεύονται οι εδικές διατάξεις, που προβλέπουν τα συγκεκριμένα μέτρα που όφειλαν να λάβουν οι τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, ως νόμιμος εκπρόσωπος και προστηθείς, αντίστοιχα, των δύο πρώτων, προκειμένου να επιτευχθεί η προσήκουσα διαδικασία έρευνας και διάσωσης στη θάλασσα, η παράβαση των οποίων, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη της παρούσας, δικαιολογεί κατά νόμο την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης του κοινού δικαίου (914 ΑΚ) και Β) κατά το μέρος που με την αγωγή ζητείται η επιδίκαση στον πρώτο ενάγοντα της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 3§5 του Ν. 551/1915, αυτή τυγχάνει απορριπτέα, ως αόριστη, καθώς δεν εκτίθενται σε αυτήν τα αναγκαία στοιχεία που δικαιολογούν κατά νόμο τη σχετική αξίωση του ενάγοντος και συγκεκριμένα δεν αναφέρεται η οικογενειακή κατάσταση του εξαφανισθέντος ναυτικού, ήτοι εάν αυτός ήταν άγαμος, εάν κατέλειπε τέκνα, κυρίως όμως δεν αναφέρεται ότι ο ίδιος ο ενάγωντελεί σε αδυναμία για να καλύψει, με τα δικά του έσοδα, τις βιοποριστικές του ανάγκες, ο δε παθών, όσο ζούσε και εργαζόταν, παρείχε πράγματι σ` αυτόν την προς τούτο αναγκαία βοήθεια και ότι μάλιστα τυγχάνει ο μοναδικός ανιών που πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις, ώστε να δικαιούται το σύνολο της ως άνω αποζημίωσης. Μετά ταύτα πρέπει η κρινόμενη αγωγή, να απορριφθεί, για τους ανωτέρω λόγους, και η δικαστική δαπάνη των διαδίκων να συμψηφισθεί, στο σύνολο της, ενόψει της δυσχέρειας ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις Δεκεμβρίου 2016, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ