Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης            2971/2016

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 22η Νοεμβρίου 2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στις … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Φώτιου Βέργου (ΑΜΔΣΠ 4098), δυνάμει ειδικού πληρεξουσίου που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του νόμιμου εκπροσώπου της βεβαιώνεται από τον παραπάνω πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», με ΑΦΜ …, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αρετής Σκανδάμη (ΑΜΔΣΠ 13407), δυνάμει ειδικού πληρεξουσίου που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του νόμιμου εκπροσώπου της βεβαιώνεται από δικηγόρο και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την ίδια ως άνω δικηγόρο δυνάμει του παραπάνω πληρεξουσίου.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-05-2016 με γενικό αριθμό κατάθεσης 2749/2016 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης 1515/2016 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την 30-05-2016, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 09-11-2016 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά την συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγόμενου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή το διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του στα έξοδα. Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι κριτήριο της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσης της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους. Ο σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής και τούτο ισχύει ιδίως στις περιπτώσεις που ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, είναι άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ίδιου του διαδίκου και ήδη αιτούντος και εν γένει αφερέγγυος. Μόνος ο ισχυρισμός περί έλλειψης περιουσίας του στην Ελλάδα χωρίς επίκληση εν γένει αφερεγγυότητας δεν αρκεί για την καταδίκη σε εγγυοδοσία. Εξάλλου, δεν εφαρμόζεται η διάταξη αυτή όταν απλώς είναι δυσχερής η εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η εκτέλεση πρέπει να γίνει στην αλλοδαπή. Επίσης, για να διαταχθεί η παραπάνω εγγυοδοσία πρέπει, κατά την κρίση του δικαστηρίου που δικάζει, η οποία σχηματίζεται από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπ’ όψιν του, να υπάρχει προφανής κίνδυνος για τη μη εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης σ’ αυτά του υπόχρεου διαδίκου στην εγγυοδοσία. Όμως, το βάρος της απόδειξης των προϋποθέσεων της εν λόγω αναβλητικής ένστασης, που εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα, φέρει ο εναγόμενος, ο καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή εκείνος κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ αυτή (ένσταση) είναι βάσιμη αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (Βλ. ΕφΠειρ 60/2015 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη, με τις προτάσεις που κατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα σε αυτό το Δικαστήριο, επικαλείται ότι υφίσταται προφανής αδυναμία είσπραξης της ενδεχόμενης αξίωσής της για τα δικαστικά έξοδα, σε περίπτωση που η αντίδικός της καταδικαστεί σ’ αυτά, και για το λόγο αυτό ζητεί να επιβληθεί εγγυοδοσία σε βάρος της τελευταίας, με την κατάθεση εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης τράπεζας για το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης, που φέρει το χαρακτήρα αναβλητικής ένστασης, προτείνεται παραδεκτά με τις προτάσεις της (άρθρο 263 περ. γ’ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 Ν. 4335/2015). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος ως δικονομικό ζήτημα ερευνάται κατά το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori), είναι νόμιμος στηριζόμενος στη διάταξη που αναφέρεται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 162, 163, 164 περ. 2, 165 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ωστόσο, ο παραπάνω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς η εναγόμενη, η οποία έχει το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν απέδειξε την ύπαρξη προφανούς κινδύνου ματαίωσης ενδεχόμενης αξίωσής της σε βάρος της ενάγουσας για τα δικαστικά έξοδα, και, συγκεκριμένα, η εναγόμενη δεν απέδειξε την εν γένει αφερεγγυότητα της αντιδίκου της, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, μόνη δε η επίκληση του στοιχείου ότι υφίσταται κίνδυνος η ενάγουσα να μεταβιβάσει το πλοίο της, καθώς και η επίκληση και απόδειξη του γεγονότος ότι η ενάγουσα δεν τηρεί τραπεζικό λογαριασμό στην τράπεζα Πειραιώς, δεν αρκούν για να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε αντίθετη κρίση.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 534 ΑΚ, ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα. Πραγματικό ελάττωμα νοείται κάθε ατέλεια του πράγματος, που αφορά την ιδιοσυστασία ή την κατάσταση του πράγματος κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή, η οποία (ατέλεια) έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 540 παρ. 1 ΑΚ, στις περιπτώσεις ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ο αγοραστής δικαιούται κατ’ επιλογήν του: 1. να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός εάν μία τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες. 2. να μειώσει το τίμημα. 3. να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 543 ΑΚ, αν κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή, σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση παροχή ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή. Περαιτέρω, για να είναι ορισμένη και επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης η αγωγή με την οποία ο αγοραστής ασκεί τα δικαιώματα των άρθρων 540 ή 543 ΑΚ, πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτήν ποιο συγκεκριμένα είναι το πραγματικό ελάττωμα που εμφάνισε το πωληθέν πράγμα, καθώς και ότι το ελάττωμα αυτό υπήρχε κατά τον χρόνο μετάθεσης του κινδύνου (πρβλ. ΕφΠειρ 45/2015 ΤΝΠ NOMOS). Τέλος, η ενεργητική νομιμοποίηση, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής της δίκης απ’ αυτόν που εμφανίζεται ως δικαιούχος συγκεκριμένου δικαιώματος ή έννομης σχέσης κατά το ουσιαστικό δίκαιο, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, κατά το άρθρο 73 ΚΠολΔ, η δε έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης (πρβλ. ΕφΠειρ 446/2014 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει, κατά την εκτίμηση του δικογράφου της, ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … πλοίου «…», το οποίο της μεταβίβασε τον Μάϊο του έτους 2015 η μη διάδικος στην παρούσα δίκη αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «….». Ότι η εναγόμενη, κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο, είχε πωλήσει και είχε παραδώσει στην παραπάνω μη διάδικο εταιρία ανταλλακτικά για τους υπερπληρωτές των τριών ηλεκτρομηχανών του παραπάνω πλοίου. Ότι τα ανταλλακτικά που πώλησε και παρέδωσε η εναγόμενη στην παραπάνω μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρία  ήταν ελαττωματικά και εξαιτίας των ελαττωμάτων τους την 21-07-2015 οι υπερπληρωτές του πλοίου παρουσίαζαν πολύ χαμηλή συμπίεση, με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν οι τρεις ηλεκτρομηχανές του, οι οποίες την 10-10-2015 σταμάτησαν να λειτουργούν. Ότι ακολούθως αυτή προέβη στην αγορά τριών νέων υπερπληρωτών από την αναφερόμενη στο δικόγραφο εταιρία, στην οποία κατέβαλε, ως συμφωνηθέν τίμημα αγοραπωλησίας, το συνολικό ποσό των 93.600 δολλαρίων ΗΠΑ. Με βάση το ιστορικό η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το ποσό των ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων σαράντα τεσσάρων (84.044) ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ισόποσο των ενενήντα τριών χιλιάδων εξακοσίων δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία ευρώ/δολλαρίου ΗΠΑ, κατά το χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης αγωγής. Επίσης, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα το Δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής, με την οποία εισάγεται ιδιωτική διαφορά που πηγάζει από έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, καθώς κατά τα εκτιθέμενα η επίδικη σύμβαση πώλησης έχει καταρτιστεί μεταξύ της εναγόμενης, ως πωλήτριας, και αλλοδαπής εταιρίας, ως αγοράστριας (άρθρα 3 ΚΠολΔ, 1, 4 παρ. 1, 63 περ. α’, 80, 81 Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται για συζήτηση σ’ αυτό το Δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 7, 8, 9, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α’, 2, 3Α, 3Β περ. ι’ Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Εξάλλου, η κρινόμενη αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός προθεσμίας τριάντα ημέρων από την κατάθεσή της, κατά τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Πρωτοδικείου την 30-05-2016, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε στην εναγόμενη την 01-06-2016 (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …). Περαιτέρω, η αγωγή είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1 περ. α’, 19 παρ. 1, 28 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ο οποίος εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτονται από την 17η Δεκεμβρίου 2009, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η πωλήτρια εταιρία, που εδρεύει στην Ελλάδα, έχει την κεντρική της διοίκηση. Ωστόσο, η κρινόμενη αγωγή είναι απαράδεκτη προεχόντως λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 73 ΚΠολΔ), καθώς οι αγωγικές αξιώσεις της ενάγουσας, τις οποίες επιχειρεί να θεμελιώσει στις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, προϋποθέτουν την ύπαρξη συμβατικού δεσμού μεταξύ της ίδιας και της εναγόμενης, στοιχείο όμως που ελλείπει, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ενόψει του γεγονότος ότι η ενάγουσα επικαλείται ότι η ένδικη σύμβαση πώλησης καταρτίστηκε μεταξύ της εναγόμενης και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «….». Σε κάθε περίπτωση η κρινόμενη αγωγή είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, καθώς η ενάγουσα με το δικόγραφό της δεν εκθέτει, αφενός μεν ποιο συγκεκριμένα ήταν το πραγματικό ελάττωμα που εμφάνισαν τα πωληθέντα από την εναγόμενη ανταλλακτικά, αφετέρου δε τον χρόνο κατά τον οποίο υπήρχε το ελάττωμα. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, πρέπει η ενάγουσα λόγω της ήττας της να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρο 176 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κρινόμενη αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 19-12-2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ