Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟ

 

     Αριθμός αποφάσεως  2658/2018

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 3754/1842/2017)

 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

             Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία …, η οποία προέρχεται από μετατροπή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία … που εδρεύει στην …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Γαρουφαλιά Δάρρα του Ανδρέα (ΑΜ/ΔΣΠ 3407 – βλ. το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος………, οδός … και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει τυπικά στις …, στην πραγματικότητα όμως στον ……..οδός … όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Της εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει τυπικά στις …, στην πραγματικότητα όμως στον Π…., οδός … όπως εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες δεν προκατέθεσαν προτάσεις ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, 3) Της εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει τυπικά στις … και διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο στον…… , οδός … δυνάμει των διατάξεων των ΑΝ 89/67 και Ν 27/75, με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 4) … …..οδός … 5) …, κατοίκου …… οδός … και 6) … κατοίκου …… οδός … για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος τους Άννα Κοζώνη του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ 2924 – βλ. το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος …… οδός … οι οποίοι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 4.4.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 3754/1842/5.4.2017 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 28.8.2017 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 124, 126 και 129 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, προκειμένου να γίνει επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο (εμπορική εταιρία), αυτή γίνεται προς τον κατά νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπό της είτε στην κατοικία του είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, όταν δε ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο εγχειρίζεται σε συνοικούντα με αυτόν συγγενή ή υπηρέτη και σε περίπτωση απουσίας τους σε έναν από τους λοιπούς συνοίκους, ενώ στην περίπτωση που ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, το έγγραφο εγχειρίζεται στον διευθυντή ή σε κάποιον από τους υπηρέτες ή υπαλλήλους του καταστήματος. Όμως, για την εν λόγω επίδοση δεν έχει σημασία ο τόπος ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρίας, αλλά ο τόπος της εργασίας ή της κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρίας. Συνεπώς, είναι κατά νόμο δυνατόν το γραφείο από το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ασκεί τη διοίκηση αυτού, να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα του νομικού προσώπου. Μάλιστα, η αναγραφόμενη στο προς επίδοση έγγραφο διεύθυνση κατοικίας ή έδρας του προσώπου, στο οποίο απευθύνεται αυτό, δεν δεσμεύει τον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος οφείλει εξ επαγγέλματος να ερευνήσει αν πραγματικά αυτός προς τον οποίο διενεργείται η επίδοση κατοικεί στη διεύθυνση αυτή και αν διαπιστώσει ότι δεν κατοικεί εκεί (στην αναγραφόμενη), αλλά σε άλλη διεύθυνση, να διενεργήσει την επίδοση στην πραγματική κατοικία ή έδρα του σχετικού προσώπου και όχι στην αναγραφόμενη στο επιδοτέο έγγραφο (βλ. ΑΠ 129/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 532/1999 ΕλλΔνη 2000.87, ΕφΠειρ 151/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8647/1989 ΕλλΔνη 1990.844). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι η ενάγουσα, όπως και η τρίτη, ο τέταρτος, ο πέμπτος και ο έκτος των εναγομένων έχουν καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 5.4.2017 και οι ανωτέρω διάδικοι κατέθεσαν προτάσεις στις 14.7.2017, νομίμως υπογεγραμμένες από τις πληρεξούσιες δικηγόρους τους, δυνάμει ως προς μεν την πληρεξούσια δικηγόρο της ενάγουσας του από 14.7.2017 πληρεξουσίου εγγράφου της Προέδρου και Διευθύνουσας Συμβούλου της Αναστασίας Γεωργοπούλου, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. Πρωτ. 10226/22.6.2017 ανακοίνωση του Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών – Τμήμα Μητρώου / Υπηρεσία ΓΕΜΗ, ως προς δε την πληρεξούσια δικηγόρο των ως άνω εναγομένων των από 10.7.2017 ως προς την τρίτη και τον τέταρτο και των από 11.7.2017 ως προς τον πέμπτο και τον έκτο πληρεξουσίων εγγράφων, κατ’ άρθρο 96 ΚΠολΔ. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνουν κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας ως προς αυτούς (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ). Αντίθετα, η πρώτη και η δεύτερη των εναγομένων δεν έχουν καταθέσει προτάσεις. Από τις υπ’ αριθ. …/5.4.2017 και …/5.4.2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …, τις οποίες προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων εντός 100 ημερών, επιδόθηκε αντίστοιχα στην πρώτη και τη δεύτερη των εναγομένων νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 γ΄, 129 παρ. 1, 130 παρ. 1, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1,2 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015). Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η επίδοση της ως άνω αγωγής στην πρώτη και τη δεύτερη των εναγομένων νομίμως διενεργήθηκε όχι στην αναγραφόμενη στο δικόγραφο της αγωγής καταστατική έδρα αυτών στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στις …, αλλά στον Π…….., οδός … όπου, όπως αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής, είναι η πραγματική έδρα αυτών, δηλαδή ο τόπος όπου βρίσκονται τα γραφεία από τα οποία ασκείται το σύνολο της δραστηριότητάς τους, τούτο δε προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα επιταγές εκδόσεως των εν λόγω εναγομένων σε διαταγή της ενάγουσας, οι οποίες σύρονται σε λογαριασμούς που οι εναγόμενες αυτές τηρούν στην «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος» με δηλωθείσα διεύθυνση τον Πειραιά, οδός … ΤΚ …, και επιρρωνύεται από τις νομοτύπως ληφθείσες υπ’ αριθ. …/2017 και …/2017 ένορκες βεβαιώσεις των … και … που ελήφθησαν ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά και παραδεκτά επισκοπούνται στο παρόν στάδιο της δίκης. Επομένως, η πρώτη και η δεύτερη των εναγομένων πρέπει να δικασθούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015).

ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (βλ. ΑΠ 689/2013 ΕΝαυτΔ 2013.183 = ΧρΙΔ 2013.688). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για ν’ αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (βλ. ΑΠ 776/2010 ΕΝαυτΔ 2011.314, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝαυτΔ 2012.269 = ΕΕμπΔ 2013.411, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478· βλ. και Ιω. Ρόκα / Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ. 71 §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση in rem scriptae που έχει ενοχική φύση). Συνέπεια αυτών που προαναφέρθηκαν είναι ότι η πιο πάνω ευθύνη του κυρίου του πλοίου θεμελιώνεται μόνο εφόσον αυτός εξακολουθεί να είναι κύριος του πλοίου κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της αγωγής, ενώ παύει να υπάρχει όταν κατά τον εν λόγω χρόνο έχει ήδη αποξενωθεί από την κυριότητα του πλοίου με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με τη συμβατική μεταβίβαση της κυριότητάς του, τον πλειστηριασμό του, την απώλειά του, λόγω ναυαγίου κ.λπ., οπότε δεν νομιμοποιείται πλέον παθητικά (ΠΠρΠειρ 395/1992 ΕΕμπΔ 1992.469). Συνακόλουθα δε, είναι δυνατή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 74 αριθ. 1 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, η με τη μορφή της παθητικής ομοδικίας εναγωγή του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου για την επιδίκαση απαίτησης που προήλθε από τον εφοπλισμό του πλοίου, στο πλαίσιο θεμελίωσης νόθου παθητικής εις ολόκληρον ενοχής και προκειμένου να υπάρξει εκτελεστός τίτλος επί του πλοίου (ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝαυτΔ 2002.390, ΕφΠειρ 1270/1997 ΕΝαυτΔ 1997.438, ΕφΠειρ 72/1993 ΕΝαυτΔ 1995.43, ΕφΠειρ 293/1990 ΕΝαυτΔ 1990.199). Εξάλλου, για να έχουν εφαρμογή όσα παραπάνω εκτίθενται αναφορικά με την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό του απαιτήσεις, όταν η εισαγόμενη στο Δικαστήριο υπόθεση περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας, θα πρέπει κατ’ επιταγή συγκεκριμένου κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου να είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο. Για εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 106 εδ. β΄ ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού αυτή δεν αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνα άμεσης εφαρμογής, ενόψει του ότι δεν υπάρχει στο πλαίσιο αυτό κανένα συμφέρον ή κάποιος άλλος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιο χαρακτήρα. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που να ρυθμίζει το θέμα. Ενόψει των ανωτέρω και σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις αξιώσεις τρίτων που απορρέουν από τον εφοπλισμό του ή την εκμετάλλευση αυτού στα πλαίσια χρονοναυλώσεως από τρίτους θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Η ευθύνη αυτή αποτελεί, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εξωσυμβατική ενοχή και ειδικότερα ενοχή της οποίας το στήριγμα αναζητείται ευθέως στο νόμο. Ο πραγματοπαγής χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί καθόλου τον ενοχικό χαρακτήρα της υποχρεώσεως αυτής. Ο κύριος του πλοίου έχει δική του αυτοτελή ενοχή της οποίας απλώς το περιεχόμενο προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως. Συνακόλουθα, για την προαναφερθείσα υποχρέωση του κυρίου, το εφαρμοστέο δίκαιο πρέπει να εξευρίσκεται και στην περίπτωση της εν λόγω εξωσυμβατικής ενοχής, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδαφ. β΄ ΑΚ και του άρθρου 4 §4 του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), με έναρξη εφαρμογής την 17η.12.2009, που αντικατέστησε την Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 (Ν. 1792/1988), δηλαδή να εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα, για τον ίδιο λόγο που αυτό συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών. Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκόμενων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών αλλά και η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας (ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005.375). Το δίκαιο αυτό είναι επίσης εφαρμοστέο και προκειμένου να κριθεί αν το πλοίο είναι υπέγγυο για τα χρέη που συνήψε προς τρίτο ο εφοπλιστής ή ο εξομοιούμενος προς τον εφοπλιστή ναυλωτής (βλ. σχετ. ΜΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝαυτΔ 2013.193).

Περαιτέρω, συνήθης μορφή ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι και εκείνη που ο επιχειρηματίας, μη θέλοντας να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά σπουδαίως και όχι εικονικώς μία ή περισσότερες εταιρίες στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, για την εκμετάλλευση των πλοίων για δικό τους λογαριασμό, είτε άμεσα είτε με την ανάθεση της διαχειρίσεως των πλοίων τους σε άλλη εταιρία που προϋπάρχει ή ιδρύεται για τον λόγο αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά κατά κανόνα και της διαχειρίστριας εταιρίας, διατηρεί το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συμμετέχει συνήθως στη διοίκησή τους και το οποίο έτσι κερδοσκοπεί έμμεσα, ως αποκλειστικός μέτοχος, με την απόληψη κερδών και την οικονομική ανάπτυξη της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή, με την προεκτεθείσα έννοια, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιχειρηματία, που έχοντας συνάμα και την ιδιότητα του αποκλειστικού μετόχου, ελέγχει ή διοικεί την πλοιοκτήτρια ή και τη διαχειρίστρια. Στην περίπτωση αυτή ό,τι ακριβώς δεν θέλει να έχει και δεν έχει ο εν λόγω επιχειρηματίας είναι η βούληση της εκμεταλλεύσεως του πλοίου (άμεσα) για λογαριασμό του (ΑΠ 689/2013 ό.π.). Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχειρίσεως πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανιστεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) Οι συμβάσεις τεχνικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και τη στελέχωση του πλοίου. Και β) Οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναυλώσεως, της εισπράξεως των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά το Baltic and International Maritime Council (BIMCO) δημοσίευσε το έτος 1988 ειδικό τύπο συμβάσεως για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεσή του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξή τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον, συνεπώς, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΕφΠειρ 497/2013 ΔΕΕ 2013.824 = ΕΝαυτΔ 2013.110 = ΕΕμπΔ 2013.950, ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝαυτΔ 2008.211, ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005.373, ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕΔ 2004.931), έχει δε προσωπική ευθύνη μόνο όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΕφΠειρ 5/2012 ΠειρΝομ 2012.168 = ΕΝαυτΔ 2013.12 = Αρμ 2013.1053, όπου και παρατηρήσεις Σ. Κουμάνη, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝαυτΔ 2011.39 = ΕΕμπΔ 2012.681 = Αρμ 2012.1288, όπου και παρατηρήσεις Α. Μπεχλιβάνη = Ε7 2012.111, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝαυτΔ 2009.13). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος, κατ’ άρθρο 105§1 ΚΙΝΔ, εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομά του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από τον διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος ευθύνεται προς τους δανειστές του. Τέλος, τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους, νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (άρθρο 1 ν.δ. 2687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρίες, δηλαδή εταιρίες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σ’ αυτήν (άρθρο 1 ν. 791/1978). Τη διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιριών αυτών συνήθως έχει αλλοδαπή εταιρία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28  ν. 814/1978) ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968 (ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536, ΕφΠειρ 77/2008 ο.π.).

Περαιτέρω, η εταιρία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, υπηρετεί κοινωνικό σκοπό. Η χρησιμοποίηση της εταιρίας για την εξυπηρέτηση διαφορετικών σκοπών και μάλιστα αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρίας. Η καταχρηστική συμπεριφορά που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο, όμως αυτή πρέπει να υπαχθεί στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της καταχρήσεως δικαιώματος. Σημειωτέον ότι, κατά την ως άνω έννοια, δεν ενεργούν αθέμιτα οι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προσφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρίας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρίας έναντι των μετόχων ή των εταίρων, που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, υποχωρεί όμως όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρίας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή καταχρήσεως του θεσμού της εταιρίας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας για να καταστρατηγήσει το νόμο ή για να προκαλέσει δολίως ζημιά σε τρίτον ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προβάλλει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας και η μετακύλιση από την εταιρία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η μετακύλιση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρία. Ενόψει των ανωτέρω, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου κεφαλαιουχικής εταιρίας δεν αρκεί απλώς η μονομετοχική ιδιότητα ούτε η ιδιότητα του φυσικού προσώπου (που είναι ο μοναδικός μέτοχος ή ο κάτοχος του μεγαλυτέρου μέρους των μετοχών) ως διαχειριστή, αλλά ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του φυσικού αυτού προσώπου στην εταιρία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής, αλλά απαιτείται η συνδρομή συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία καταδεικνύουν βούληση καταστρατηγήσεως των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, τα οποία πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία επιχειρείται η θεμελίωση ευθύνης φυσικού προσώπου, υπό την προϋπόθεση της άρσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου (βλ. ΟλΑΠ 2/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012.661, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010.792). Εξάλλου, κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 του ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης, καθώς και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία που επήλθε και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης προς αποζημίωση αποτελεί και η απάτη (άρθρο 386 του ΠΚ) σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη (βλ. ΑΠ 115/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012.114, ΑΠ 457/2011 ΧρΙΔ 2012.33, ΑΠ 1485/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της υπαιτιότητας του εναγομένου, που είναι μια ορισμένη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την υπαιτιότητα τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τούτο δε διότι η κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ απαγόρευση της μεταβολής της βάσεως της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής και όχι της νομικής βάσης της αγωγής. Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρου 71 εδ. β΄ του ΑΚ προκύπτει ότι αν πράξη ή παράλειψη αρμόδιου οργάνου του νομικού προσώπου, η οποία είναι παράνομη και υπαίτια, έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση του νομικού προσώπου προς αποζημίωση, τότε παράλληλα ευθύνεται και αυτό (το αρμόδιο όργανο) εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο. Ειδικότερα, στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιριών, οι διοικούντες και νόμιμοι εκπρόσωποι αυτών δεν υπέχουν προσωπική ευθύνη για τα χρέη της εταιρίας, όμως μπορεί να ανακύψει ευθύνη τους προσωπικά από αδικοπραξία, αφού η αρχή της μη ευθύνης τους κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών διατάξεων (βλ. ΑΠ 495/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 263/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1031/2007 ΕΕμπΔ 2008.88, ΑΠ 29/2006 ΕπισκΕΔ 2006.718). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 του ΚΠολΔ, 914, 932, 297, 298 του ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου. Επίσης, πρέπει να αναφέρονται τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και του ζημιογόνου αποτελέσματος που επήλθε (βλ. ΑΠ 838/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ό.π., ΕφΠειρ 149/2015 ό.π.).

Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ΄, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 του ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου και β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως (βλ. ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1594, ΑΠ 1881/1987 ΕλλΔνη 29.1385). Επίσης, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων. Μάλιστα, σε περίπτωση αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι του δικογράφου, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την ανταπόδειξη (βλ. ΕφΠειρ 149/2015 ο.π., ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝαυτΔ 2005.97, ΕφΠειρ 860/1997 ΕΝαυτΔ 1998.9· Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ άρθρο 216 αρ. 2-3).

ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις της ενάγουσας κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ και εκτιμάται από το Δικαστήριο, η ενάγουσα εκθέτει ότι, κατόπιν έγγραφων εντολών υπαλλήλων της γ΄ εναγομένης, η οποία εμφανίζεται τυπικά ως διαχειρίστρια των υπό σημαία Παναμά πλοίων M/V «…» και «…», κυριότητας άλλως πλοιοκτησίας της α΄ και της β΄ των εναγομένων αντίστοιχα, αυτή (ενάγουσα), η οποία είναι επιχείρηση με δραστηριότητα τις μεταφορές εμπορευμάτων στο εσωτερικό και το εξωτερικό, την περισυλλογή και τη διανομή δεμάτων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τις συσκευασίες, μεταφορτώσεις και εκτελωνισμό αυτών, την εναπόθεση και αποθήκευση εμπορευμάτων και κάθε συναφή εργασία, κατήρτισε με τη γ΄ εναγόμενη διαδοχικές συμβάσεις, δυνάμει των οποίων παρείχε, έναντι της συμφωνηθείσας και, σε κάθε περίπτωση, ειθισμένης αμοιβής, τις υπηρεσίες που αναλυτικά ως προς το όνομα του πλοίου, τα προϊόντα που μετέφερε, τον τόπο παραλαβής/παράδοσης, ημερομηνία άφιξης και αναχώρησης, αριθμό και αξία φορτωτικής κ.λπ. αναφέρονται στα ενσωματωμένα στο δικόγραφο της αγωγής τιμολόγια, τα οποία έχουν εκδοθεί στο όνομα είτε της α΄ είτε της β΄ των εναγομένων, ανάλογα με το πλοίο, ενώ στο όνομα της γ΄ εναγομένης εκδίδονταν τα παραστατικά διασάφησης, εκτελωνισμού, φορτωτικών, παραδίδονταν δε (τα τιμολόγια) στην πραγματική έδρα των εναγομένων εταιριών στον Πειραιά. Ότι κατόπιν καταβολών από την α΄ και τη β΄ των εναγομένων, τής οφείλεται για τις υπηρεσίες που παρείχε το συνολικό ποσό των 37.103,76 ευρώ, και συγκεκριμένα 6.565,35 ευρώ για το πλοίο «…», 29.722,12 ευρώ για το πλοίο «…» και 816,29 ευρώ για το πλοίο «AFIFI», καταβλητέο εντός δεκαπέντε ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου. Ότι στις 19.10.2016 απέστειλε στη γ΄ εναγόμενη γι’ αυτήν ατομικά και ως διαχειρίστρια και εκπρόσωπο των α΄ και β΄ εναγομένων εξώδικη δήλωση, με την οποία την καλούσε να τής καταβάλει εντός προθεσμίας 15 ημερών το ως άνω ποσό, ωστόσο η προθεσμία παρήλθε άπρακτη. Ότι, συνεπώς, η γ΄ εναγόμενη ευθύνεται στην καταβολή του ανωτέρω ποσού κυρίως ως αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας για δικό της λογαριασμό, που εκμεταλλευόταν τα πλοία κατά τον επίδικο χρόνο, επειδή δε μέτοχοι και πραγματικοί διοικητές τόσο αυτής όσο και των α΄ και β΄ εναγομένων εταιριών ήταν οι δ΄, ε΄ και στ΄ των εναγομένων, τις οποίες ήλεγχαν απόλυτα, προβαίνοντας σε σύναψη ναυλοσυμφώνων, είσπραξη προκαταβολών και ναύλων, διαπραγματεύσεις και κατάρτιση συμβάσεων, προκαλούσαν δε την εντύπωση της προσωπικής τους ευθύνης για τα χρέη των εταιριών, αφού οι ίδιοι εμφανίζονταν ως ουσιαστικοί φορείς τους, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για ν’ αποφύγουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους και τα έσοδα των οποίων διοχέτευαν σε δικούς τους τραπεζικούς λογαριασμούς, ευθύνονται αυτοί εις ολόκληρον, με βάση τις διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης, σε συνδυασμό με τη διάταξη περί καλόπιστης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης της παροχής, καθώς συντρέχει περίπτωση κάμψης ή άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας, λόγω καταχρήσεως του θεσμού του νομικού προσώπου των εταιριών, αλλά και διότι εξαπάτησαν την ενάγουσα, διαβεβαιώνοντάς την για τη φερεγγυότητά τους, ενώ δεν είχαν σκοπό να καταβάλουν την αμοιβή για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες. Ότι περαιτέρω, η α΄ και η β΄ των εναγομένων ευθύνονται εις ολόκληρον με τους γ΄, δ΄, ε΄ και στ΄ για ποσά 6.565,35 και 29.722,12 ευρώ ως κυρίες των ως άνω πλοίων αντίστοιχα, με τη σημείωση ότι η β΄ εναγόμενη πώλησε το πλοίο «…» την 1.12.2016 στην εδρεύουσα στην … εταιρία με την επωνυμία «…», η δε γ΄ εναγόμενη με τους δ΄, ε΄ και στ΄ για ποσό 816,29 ευρώ, που αφορά στο υπ’ αριθ. 164/29.1.2016 τιμολόγιο. Άλλως και επικουρικά, ότι οι α΄ και β΄ των εναγομένων ευθύνονται ως πλοιοκτήτριες για τα προαναφερθέντα ποσά, επειδή δε πρόκειται γι’ αλλοδαπές εταιρίες με καταστατική έδρα στις …, χωρίς, ωστόσο, να έχουν νόμιμη εγκατάσταση στην ημεδαπή βάσει του άρθρου 1 του ν. 791/1978, επομένως, κατά τους ισχυρισμούς της, είναι άκυρες, αφού δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ίδρυσής τους στην Ελλάδα, και θεωρούνται ως «εν τοις πράγμασι» εμπορικές προσωπικές (ομόρρυθμες) εταιρίες, κατά συνέπεια υφίσταται και σχετική προσωπική ευθύνη των δ΄, ε΄ και στ΄ εναγομένων φυσικών προσώπων, οι οποίοι συναλλάσσονται στο όνομά τους (α΄ και β΄ των εναγομένων), ο δ΄ δε εξ αυτών δεσμεύει αυτές δια μόνης της υπογραφής του. Επικουρικότερα, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υφίσταται ευθύνη των εναγομένων με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς πλούτισαν σε βάρος της χωρίς νόμιμη αιτία. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι γ΄, δ΄, ε΄ και στ΄ των εναγομένων να τής καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 37.103,76 ευρώ, νομιμοτόκως από την πάροδο 15 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου ως προς κάθε επιμέρους ποσό, άλλως από την πάροδο της ταχθείσας με την ως άνω εξώδικη δήλωση προθεσμίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και να υποχρεωθεί η μεν α΄ των εναγομένων στην καταβολή ποσού 6.565,35 ευρώ, εις ολόκληρον με τους γ΄, δ΄, ε΄ και στ΄ των εναγομένων, η δε β΄ των εναγομένων στην καταβολή ποσού 29.722,12 ευρώ, εις ολόκληρον με τους γ΄, δ΄, ε΄ και στ΄ των εναγομένων και η γ΄ των εναγομένων στην καταβολή ποσού 816,29 ευρώ, εις ολόκληρον με τους δ΄, ε΄ και στ΄ των εναγομένων, τα ποσά δε αυτά νομιμοτόκως από την πάροδο 15 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, άλλως από την πάροδο της ταχθείσας με την ως άνω εξώδικη δήλωση προθεσμίας, άλλως από την 30ή.12.2016, οπότε επεδόθη η προηγούμενη από 29.12.2016 αγωγή της (11103/5772/2016) ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, από την οποία παραιτήθηκε με την υπό κρίση αγωγή, άλλως από την επίδοση της τελευταίας (αγωγής) και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη της. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός της προθεσμίας των 30 ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. τις προαναφερθείσες 6437Δ και 6436Δ/ 5.4.2017, καθώς και τις 6441Δ, 6440Δ, 6439Δ και 6438Δ/5.4.2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα), αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2, 37 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 62 και 63 παρ. 1 του Κανονισμού «Βρυξέλλες Ια» 1215/2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, κατά την τακτική διαδικασία. Σημειώνεται ότι νόμιμα συνεχίζει την παρούσα εκκρεμή δίκη η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία …, η οποία προήλθε εκ μετατροπής από την ενάγουσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «SPEED AIR ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. Πρωτ. 10226/22.6.2017 ανακοίνωση του Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών – Τμήμα Μητρώου / Υπηρεσία ΓΕΜΗ, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 38.493/27.4.2017 συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Χρήστου Στείρου και την υπ’ αριθ. 38.508/11.5.2017 συμβολαιογραφική πράξη τροποποίησης – διόρθωσης συμβολαίου συστάσεως ανώνυμης εταιρίας & κωδικοποίησης του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 67 του κ.ν. 2190/1920, από την οποία συνάγεται ότι με τη μετατροπή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ανώνυμη εταιρεία, δεν επέρχεται κατάλυση του νομικού προσώπου της πρώτης και ίδρυση νέου νομικού προσώπου, αλλά μεταβάλλεται απλώς ο νομικός τύπος της υφιστάμενης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ανώνυμη εταιρία, με αποτέλεσμα η ανώνυμη εταιρία να συνεχίζει τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης (ΣτΕ 1656/2011 ΔΕΕ 2013.531, ΑΠ 893/2009 ΧρΙΔ 2010.191). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 118 ΚΠολΔ, δεν απαιτείται ν’ αναφέρονται στο εισαγωγικό δικόγραφο τα στοιχεία του νομίμου εκπροσώπου του ενάγοντος νομικού προσώπου, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι παριστάμενοι εναγόμενοι, αρκούσης της αναγραφής της επωνυμίας του νομικού προσώπου, της διεύθυνσης της έδρας του και, μετά την τροποποίηση του άρθρου αυτού με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, και του αριθμού φορολογικού μητρώου του. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ. 2, σελ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Επ’ αυτού, βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής, πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις: Α) Ως προς τις ιστορούμενες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών (μεταφοράς, εκτελωνισμού εμπορευμάτων κ.λπ.) και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη της αντισυμβαλλόμενης της ενάγουσας γ΄ εναγομένης, εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου τέτοιου από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η ενάγουσα – παρέχουσα τις υπηρεσίες έχει τη συνήθη διαμονή της, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1β του ως άνω Κανονισμού. Ομοίως, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, η ευθύνη της γ΄ εναγόμενης ως εφοπλίστριας και των α΄ και β΄ των εναγομένων ως κυρίων των πλοίων θα κριθεί με βάση τα προβλεπόμενα στο εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο (άρθρο 106 ΚΙΝΔ), ως το δίκαιο του τόπου όπου εδρεύει η ενάγουσα και διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο η τρίτη εναγόμενη, του τόπου πραγματικής έδρας της πρώτης και της δεύτερης των εναγομένων, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, καθώς και του τόπου όπου καταρτίστηκαν οι επίδικες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Σημειώνεται, άλλωστε, ότι οι παριστάμενοι εναγόμενοι αρνούνται μεν την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου, αλλά για τη θεμελίωση των επιμέρους ισχυρισμών τους επικαλούνται διατάξεις του ίδιου (ελληνικού) δικαίου. Ωστόσο, η αγωγή, ως προς την γ΄εναγόμενη, κατά την προαναφερθείσα κύρια βάση της, ερειδόμενη στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης (άρθρα 361, 681, 694 ΑΚ), τυγχάνει απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, καθόσον η ενάγουσα δεν εκθέτει με σαφήνεια στην αγωγή -ούτε διευκρινίζει με τις προτάσεις της- αν στρέφεται κατά της γ΄ εναγόμενης υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των προαναφερθέντων πλοίων, η οποία ωστόσο, λειτουργούσε στο δικό της όνομα και λογαριασμό κατά την κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων, ήτοι ως έμμεσος αντιπρόσωπος των δύο πρώτων εναγομένων εταιριών, ή αν στρέφεται κατ’ αυτής ως εφοπλίστριας των επίδικων πλοίων (άρθρο 106 ΚΙΝΔ), η οποία εκμεταλλευόταν τα πλοία για λογαριασμό της. Σε πολλά σημεία του αγωγικού δικογράφου γίνεται αναφορά στην ιδιότητα της γ΄εναγόμενης ως διαχειρίστριας (έστω και φερόμενης) των ανωτέρω πλοίων, καθώς και στο ότι αυτή συνεβλήθη με την ενάγουσα για δικό της όφελος και λογαριασμό, ταυτόχρονα, όμως, εκτίθεται ότι εκμεταλλευόταν τα πλοία κατά τον επίδικο χρόνο, δηλαδή ήταν εφοπλίστρια. Επομένως, επειδή το Δικαστήριο, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν μπορεί να διακρίνει τη νομική σχέση της γ΄ εναγόμενης με το πλοίο, ήτοι δεν είναι δυνατή η διαπίστωση του νόμιμου λόγου ευθύνης της για την καταβολή των αιτουμένων αγωγικών ποσών κατά την κύρια βάση της αγωγής, αυτή πρέπει ν’ απορριφθεί. Η ως άνω αοριστία του αγωγικού δικογράφου συνέχεται με την αοριστία που υφίσταται και στο πρόσωπο των α΄ και β΄ εναγομένων εταιριών, για τις οποίες αναφέρεται μεν ότι ευθύνονται ως κυρίες των πλοίων “…” και “…” αντιστοίχως, δεν διευκρινίζεται ωστόσο επαρκώς στο όνομα και για λογαριασμό τίνος καταρτίστηκαν οι επίδικες συμβάσεις. Σημειώνεται σχετικά ότι, ενώ στο αγωγικό δικόγραφο αναγράφεται πως η ενάγουσα ανέλαβε την παροχή των περιγραφόμενων υπηρεσιών κατόπιν έγγραφων εντολών της γ΄ εναγόμενης, η οποία συμβλήθηκε μαζί της, πλην όμως τα σχετικά τιμολόγια εκδόθηκαν επ’ ονόματι της α΄ και της β΄ των εναγομένων, οι οποίες προέβησαν και  σε καταβολές, με τις προτάσεις της η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, όσον αφορά στο M/V “…” τις έγγραφες εντολές παρείχε η α΄ εναγόμενη και όσον αφορά στο M/V “…” η β΄ εναγόμενη, μέσω υπαλλήλων της γ΄ εναγόμενης. Έτσι, καθίσταται έτι περαιτέρω ασαφές το πρόσωπο του αντισυμβαλλομένου της ενάγουσας, με συνέπεια να καθίσταται αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη η αγωγή. Επιπρόσθετα, η κύρια βάση της αγωγής τυγχάνει απαράδεκτη ως προς τη β΄ εναγόμενη και ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης στο πρόσωπό της, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, καθώς, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της αγωγής (αλλά ήδη και κατά τον χρόνο άσκησης της προγενέστερης όμοιας από 29.12.2016 αγωγής της, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε με την παρούσα), η τελευταία είχε μεταβιβάσει κατά κυριότητα το πλοίο «…», με συνέπεια να μην ευθύνεται πλέον ως κύρια του πλοίου. Περαιτέρω, ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο που τυγχάνει εφαρμογής στο ζήτημα της ευθύνης των δ΄, ε΄ και στ΄ των εναγομένων, φυσικών προσώπων, συνεπεία της άρσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των εναγομένων εταιριών, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τούτο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 του ΑΚ, διέπεται από το δίκαιο της πραγματικής έδρας τους, ήτοι εν προκειμένω το ελληνικό, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για εταιρίες του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 791/1978, αφού οι σχετικές διατάξεις του εν λόγω νόμου περί εφαρμογής του δικαίου της καταστατικής έδρας δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝαυτΔ 2012.409 = ΔΕΕ 2013.145, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.250· Αθ. Λιακόπουλου, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, 1993, σελ. 82, Χ. Παμπούκη, Νομικά πρόσωπα και ιδίως εταιρίες στις συγκρούσεις νόμων, 2004, σελ. 152, Κ. Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, 2008, σελ. 177). Επιπρόσθετα, ως προς την ιστορούμενη αδικοπραξία και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη των δ΄, ε΄ και στ΄ των εναγομένων, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ σε συνδ. με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II») και τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, αφού από το σύνολο των εκτιθεμένων περιστάσεων συνάγεται ότι η αναφερόμενη στην υπό κρίση αγωγή αδικοπραξία εμφανίζει προφανή στενότερο δεσμό με την Ελλάδα, όπου έχουν την κατοικία τους οι φερόμενοι ως αδικοπραγήσαντες εν λόγω εναγόμενοι, έχει εγκαταστήσει γραφείο η γ΄ των εναγομένων, βασίζεται δε αυτός (ο στενότερος δεσμός) στις προϋπάρχουσες της εν λόγω αδικοπραξίας προαναφερθείσες συμβάσεις, που συνήφθησαν μεταξύ των διαδίκων μερών (άρθρο 4 παρ. 3 Κανονισμού «Ρώμη ΙΙ»), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο. Ωστόσο, τυγχάνει η αγωγή ως προς τους δ΄, ε΄και στ΄ των εναγομένων απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά την ως άνω κύρια βάση της, για τον λόγο ότι δεν δικαιολογείται με πραγματικά περιστατικά η επικαλούμενη κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των α΄, β΄ και γ΄ εναγομένων εταιριών από τους ανωτέρω εναγόμενους – φυσικά πρόσωπα, απλά αυτή αναφέρεται αφηγηματικά και σε θεωρητικό επίπεδο στην αγωγή, ούτε εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά που να καταδεικνύουν κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς τους για πρόκληση ζημίας στην ενάγουσα και αποφυγή εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους. Σημειώνεται, άλλωστε, πως τα αναφερόμενα στην αγωγή αποδίδονται από κοινού στους δ΄, ε΄ και στ΄ των εναγομένων, χωρίς να προκύπτει η ιδιότητα κάποιου εξ αυτών ως κυρίαρχου μετόχου των εναγομένων εταιριών ούτε να προσδιορίζονται ειδικότερα οι πράξεις εκάστου. Ομοίως, η αποδιδόμενη στους δ΄, ε΄ και στ΄ των εναγομένων αδικοπρακτική συμπεριφορά, συνιστάμενη στις απατηλές διαβεβαιώσεις τους προς την ενάγουσα για τη φερεγγυότητα των εναγόμενων εταιριών, τυγχάνει αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον δεν αναφέρονται ούτε τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους ούτε τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς τους και της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα. Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι, αν και η σχέση που συνδέει γενικά την εφοπλίστρια και την κύρια του πλοίου εταιρία είναι αυτή της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ), όπως έχει ήδη αναφερθεί, επειδή οι εναγόμενοι, κατά την κύρια βάση της αγωγής, ενάγονται σωρευτικά με βάση την κατάχρηση του θεσμού της εταιρίας και την άρση της αυτοτέλειας των εναγομένων νομικών προσώπων,  μεταξύ των απολιπόμενων α΄ και β΄ των εναγομένων και των γ΄, δ΄, ε΄ και στ΄ παριστάμενων εναγομένων υφίσταται αναγκαία ομοδικία κατ’ άρθρο 76 ΚΠολΔ (πρβλ. ΑΠ 812/2013 Αρμ 2014.634, ΜΠρΘεσ 9969/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Β) Σχετικά με το δίκαιο που θα εφαρμοστεί κατά την επικουρική βάση της αγωγής, σύμφωνα με την οποία οι α΄ και β΄ εναγόμενες, πλοιοκτήτριες εταιρίες, είναι άκυρες ως αλλοδαπές εταιρίες με καταστατική έδρα στις …, χωρίς να έχουν νόμιμη εγκατάσταση στην ημεδαπή βάσει του άρθρου 1 του ν. 791/1978, επομένως θεωρούνται ως «εν τοις πράγμασι» εμπορικές προσωπικές (ομόρρυθμες) εταιρίες, κατά συνέπεια υφίσταται και σχετική προσωπική ευθύνη των δ΄, ε΄ και στ΄ εναγομένων φυσικών προσώπων, εφόσον η ενάγουσα στηρίζει την αγωγή της στο ελληνικό δίκαιο και μόνο, αποκλείοντας την προσφυγή σε κάποιο άλλο δίκαιο, το Δικαστήριο θα κρίνει την αγωγή με αυτό και όχι με το δίκαιο του τόπου της καταστατικής έδρας της εναγόμενης, προκειμένου να μην προσβάλλει το εκ του άρθρου 106 ΚΠολΔ δικαίωμα της ενάγουσας (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536). Είναι δε αυτή ορισμένη και νόμω βάσιμη, ερειδόμενη στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 του ν. 4072/2012, 361, 681, 694, 340, 341, 345, 346 ΑΚ και 907, 908, 176 ΚΠολΔ. Γ) Τέλος, ως προς την επικουρικότερη βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με βάση το άρθρο 10 παρ. 1 του Κανονισμού ΕΚ αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II»), εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, κρίνεται δε αυτή μη νόμιμη και απορριπτέα, αφού για την ένδικη διαφορά δεν ελλείπει η νόμιμη αιτία, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, με τη σημείωση ότι η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι επιβοηθητικής φύσεως και ασκείται μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εν προκειμένω δε ουδόλως εκτίθενται περιστατικά διαφορετικά από εκείνα στα οποία θεμελιώνονται οι λοιπές βάσεις της αγωγής, ώστε να μην εμποδίζεται η άσκησή της (ΑΠ 1567/1983 ΝοΒ 1984.1354, ΕφΑθ 6601/2011 ΕλλΔνη 2013.189, ΕφΛαρ 273/2002 Δικογραφία 2003.163, ΕφΑθ 4861/2000 ΠειρΝομ 2000.468, ΕφΘεσ 1868/1999 Αρμ 2001.809). Μετά ταύτα, πρέπει η αγωγή, κατά την επικουρική της βάση που κρίθηκε ορισμένη και νόμω βάσιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, εφόσον έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το e-παράβολο με κωδικό 156086680957 0911 0044, σε συνδυασμό με την από 14.7.2017 απόδειξη εξόφλησης Alpha Web Banking).

  1. IV. Κατά την επικουρική βάση της αγωγής, οι απολιπόμενες εναγόμενες συνδέονται με τους δ΄, ε΄ και στ΄ εναγόμενους με τον δεσμό της αναγκαίας ομοδικίας (άρθρο 76 ΚΠολΔ), η οποία υφίσταται μεταξύ των «de facto» ομορρύθμων εταιριών και των «de facto» ομορρύθμων εταίρων τους (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 102/2006 ΠειρΝομ 2006.211). Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι απολιπόμενοι εναγόμενοι αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους και να δικαστούν αυτοί σαν να ήταν παρόντες.

Κατά το άρθρο 10 ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επιμέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» νοείται στη διάταξη αυτή όχι η καταστατική, αλλά η πραγματική, δηλαδή ο τόπος στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, με άλλα λόγια ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις (ΕφΠειρ 269/2016 ό.π.). Έτσι, αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί συμφώνως προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρίες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι» και οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 του ν. 4072/2012. Τούτο, όμως, δεν ισχύει προκειμένου περί: α) εταιριών των Η.Π.Α. συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ. 3 εδ. 2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, κυρωθείσης δια του άρθρου μόνου του ν. 2893/1954), β) εταιριών συσταθεισών συμφώνως προς τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα αυτών (άρθρα 52 και 58 και εν συνεχεία, μετά την αναρίθμηση που έγινε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, 43 και 48 ΣυνθΕΚ – βλ. σχετ. αποφ. Centros, 9.3.1999, C-212/97 ΔΕΕ 1999.610 και Überseering BV, 5.11.2002, C-208/00), γ) ναυτιλιακών εταιριών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιριών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών μόνο σκαφών αναψυχής, δ) ναυτιλιακών εταιριών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν ως άνω (υπό στοιχείο γ΄) εξαίρεση, και ε) ναυτιλιακών εταιριών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διεχειρίζοντο γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει ομοίας ως άνω (υπό στοιχείο δ΄) αδείας, ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την ιδία εξαίρεση (άρθρα 1 του ν. 791/1978 και 25 του ν. 27/1975, ως έχει αντικατασταθεί δια του άρθρου 4 του ν. 2234/1994, 11Δ του ν. 3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεων (βλ. ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003.388, ΑΠ 803/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 812/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 269/2016 ό.π., ΕφΠειρ 149/2015 ό.π., ΕφΠειρ 701/2013 ΕΝαυτΔ 2013.100, ΕφΠειρ 586/2012 ΔΕΕ 2013.145, ΕφΠειρ 40/2010 ΔΕΕ 2011.314).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τις υπ’ αριθ. … και …/14.7.2017 ένορκες βεβαιώσεις των … και … αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο … – άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι δύο πρώτες εναγόμενες εταιρίες, που φέρουν την επωνυμία «… …» και «…» αντίστοιχα, έχουν καταστατική έδρα στις … και δεν έχουν λάβει άδεια εγκατάστασης γραφείου τους στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/68 και Ν. 27/75, Ν. 814/78, Ν. 2234/94, Ν. 3752/09 και Ν. 4150/13, είναι δε πλοιοκτήτριες εταιρίες των πλοίων:  α) «…», σημαίας Παναμά, με αριθμό νηολογίου …, ΔΔΣ …, κοχ. 24987 και κκχ. 13532, ΙΜΟ 9142980, έτους ναυπήγησης 1997 και β) «…», σημαίας Παναμά, με αριθμό νηολογίου …, ΔΔΣ …, κοχ. 25537 και κκχ. 15927, ΙΜΟ 9144029, έτους ναυπήγησης 1998, αντίστοιχα. Σημειώνεται ότι την 1η.12.2016 η β΄ εναγόμενη εταιρία μεταβίβασε λόγω πωλήσεως το πλοίο «…» στην εδρεύουσα στην … εταιρία με την επωνυμία «…». Τη διαχείριση των πλοίων αυτών είχε αναλάβει κατά το επίδικο διάστημα η γ΄ εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στις … και διατηρεί εγκατεστημένο στην Ελλάδα γραφείο, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/68 και Ν. 27/75, Ν. 814/78, Ν. 2234/94, Ν. 3752/09 και Ν. 4150/13, κατόπιν της 3122.1/3873/24225/24.5.2005 κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 102/ τ.ΑΠΣ/6.6.2005), η οποία είχε γνωστοποιήσει τη διαχείριση στην αρμόδια αρχή (Υπουργείο Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας). Εκπρόσωπος δε του πιο πάνω γραφείου είχε οριστεί ο δ΄ εναγόμενος … του …. Επομένως, σύμφωνα με όσα σημειώνονται ανωτέρω, από τα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η α΄ και η β΄ των εναγομένων υπάγονται στο εξαιρετικό καθεστώς του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 791/1978, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 25 παρ. 7 του Ν. 27/1975 και η αγωγή στο μέρος που στρέφεται κατ’ αυτών, κατά την επικουρική της βάση, πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, αφού, ανεξάρτητα της πραγματικής έδρας της α΄ και της β΄ των εναγόμενων εταιριών στον Π……., επί της οδού … στη διεύθυνση όπου διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο η γ΄ εναγόμενη, αυτές διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο των νήσων …, όπου βρίσκεται η καταστατική τους έδρα. Περαιτέρω, επειδή οι α΄ και β΄ των εναγομένων δεν θεωρούνται ως «ομόρρυθμες εταιρίες εν τοις πράγμασι», και οι δ΄, ε΄ και στ΄ των εναγομένων δεν θεωρούνται ως ομόρρυθμοι εταίροι τους και, συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθεί και ως προς αυτούς η αγωγή κατά την επικουρική της βάση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη.

Κατ’ ακολουθίαν, η αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί κατά τις προαναφερθείσες διακρίσεις και τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν  (άρθρο 179 περ. γ΄ ΚΠολΔ). Τέλος, επειδή, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 76 παρ. 1 και 501 ΚΠολΔ, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, δικαίωμα να ασκήσει αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε παρά την απουσία του έχει ο αναγκαίος ομόδικος (που ήταν απών από τη δίκη), έστω και αν αυτός σύμφωνα με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύθηκε στη δίκη από τους παρόντες αναγκαίους ομοδίκους του (ΑΠ 338/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 855/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 241/2015 ΕΠολΔ 2015.204), το έννομο δε συμφέρον δεν κρίνεται γενικά και αφηρημένα ούτε εκ των προτέρων, αλλά ενόψει του συγκεκριμένου περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης -στο μέτρο και στην έκταση που αυτή θα προσβληθεί- σε σύγκριση προς το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ανακοπής λαμβανομένων υπόψη και των ισχυρισμών του ανακόπτοντα, έτσι ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη βλάβης του από την προσβαλλόμενη απόφαση και να αξιολογηθεί αν η ασκούμενη ανακοπή αποτελεί ικανό και αναγκαίο μέσο για την αποτροπή αυτής της βλάβης, με συνέπεια μόνο το δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας να έχει την εξουσία, ερευνώντας το παραδεκτό της ανακοπής, να αποφανθεί για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του έννομου συμφέροντος του ανακόπτοντα (ΑΠ Ολ 15/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση που οι α΄ και β΄ εναγόμενες ασκήσουν ανακοπή κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων (των α΄ και β΄ εναγομένων θεωρουμένων ότι αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους αναγκαίους ομοδίκους τους).

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ