Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης     2216/2020

(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 13826/2017)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 6865/2017)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΕΑ ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ  ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ

 

            ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή  Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

            ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 5η Ιουνίου του 2018 για να δικάσει την υπό γενικό αριθμό καταθέσεως 13826/2017 και υπό ειδικό αριθμό καταθέσεως 6865/2017 αγωγή καταβολής αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, μεταξύ:

           ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … κατοίκου …, κατόχου του υπ’ αριθ. … διαβατηρίου έκδοσης …, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει του από 29-1-2018 ειδικού ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου-εξουσιοδότησής του με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του από τον κάτωθι αναφερόμενο δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Καλλια του Αριστοκλή (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 25733), κατοίκου …, αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο στη συζήτηση της υπόθεσης.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ναυτικής Εταιρείας Πλοίων Αναψυχής με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στον Δήμο …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ …, νομίμως εκπροσωπουμένης και 2) Μονοπρόσωπης Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας με την επωνυμία “…” και τον διακριτικό τίτλο “…”, εδρεύουσας στους …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ …, νομίμως εκπροσωπουμένης, οι οποίες προκατέθεσαν προτάσεις, δυνάμει του από 29-3-2018 ειδικού ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου-εξουσιοδοτήσεως εκ μέρους του … η πρώτη εναγομένη, υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της, και δυνάμει του από 29-3-2018 ειδικού ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου-εξουσιοδοτήσεως εκ μέρους του … η δεύτερη εναγομένη, υπό την ιδιότητα του διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της, αντιστοίχως, και με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΚΕΠ του Δήμου Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης στην πρώτη περίπτωση και του ΚΕΠ του Δήμου Καλλιθέας στη δεύτερη περίπτωση, αντιστοίχως, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Αγαμέμνονος Τάτση του Σπυρίδωνος (Α.Μ.Δ.Σ.Α. 23025), κατοίκου …, αλλά δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.

Ο ενάγων με την από  10-12-2017 και υπό γενικό αριθμό καταθέσεως 13826/2017 και υπό ειδικό αριθμό καταθέσεως 6865/2017 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 21-12-2017 και επιδόθηκε στις 10-1-2018 στις εναγόμενες εταιρείες, και δη με νόμιμη θυροκόλληση στην πόρτα των γραφείων στην έδρα τους με την παρουσία του μάρτυρα …, κατοίκου …, με την τήρηση ολόκληρης της διαδικασίας του άρθρου 128 παρ.1-4 ΚΠολΔ, εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της αγωγής, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 24-5-2018 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 5-6-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τον οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 9 ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις που προκατέθεσε, οι δε ως άνω εναγόμενες ζητούν την απόρριψή της για τους λόγους που ισχυρίζονται στις προτάσεις που προκατέθεσαν.

              ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται ανωτέρω.

MEΛETHΣE TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNA ME TOΝ  NOMO

                 Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 ΑΚ, με τη σύμβαση πώλησης ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα και να παραδώσει τη νομή του πράγματος και αντίστοιχα ο αγοραστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα που συμφωνήθηκε. Οι συμβαλλόμενοι επί πωλήσεως είναι δυνατόν να συμφωνήσουν ότι το τίμημα θα πιστώνεται για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 516 και 522, ορίζεται ότι, αν ο πωλητής δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του, ο αγοραστής έχει όσα δικαιώματα έχει ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και ιδίως σε περίπτωση υπερημερίας ή υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη. Αφότου παραδοθεί το πράγμα που πουλήθηκε, τον κίνδυνο για την τυχαία καταστροφή ή τη χειροτέρευσή του φέρει ο αγοραστής. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 537, 540, 543 ΑΚ, ορίζεται ότι ο πωλητής ευθύνεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του, αν το πράγμα, κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, έχει πραγματικά ελαττώματα ή στερείται τις συνομολογημένες ιδιότητες, εκτός αν ο αγοραστής κατά τη σύναψη της σύμβασης γνώριζε ότι το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση ή η μη ανταπόκριση οφείλεται σε υλικό που χορήγησε ο αγοραστής. Το ελάττωμα ή η έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας που διαπιστώνεται μέσα σε έξι μήνες από την παράδοση του πράγματος τεκμαίρεται ότι υπήρχε κατά την παράδοση, εκτός αν τούτο δεν συμβιβάζεται με τη φύση του πράγματος που πωλήθηκε ή με τη φύση του ελαττώματος ή της έλλειψης. Στις περιπτώσεις ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ο αγοραστής δικαιούται κατ’ επιλογήν του: α) να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, β) να μειώσει το τίμημα, γ) να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Ο πωλητής οφείλει να πραγματοποιήσει τη διόρθωση ή την αντικατάσταση σε εύλογο χρόνο και χωρίς σημαντική ενόχληση του αγοραστή. Αν κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για το δικαίωμα του άρθρου 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση παροχής ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή. Με βάση δε το άρθρο 554 ΑΚ, τα δικαιώματα του αγοραστή λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας παραγράφονται μετά την πάροδο πέντε ετών για τα ακίνητα και δύο ετών για τα κινητά. Κατά δε το άρθρο 555 ΑΚ, ορίζεται ότι η παραγραφή αρχίζει από την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή. Το ίδιο ισχύει και αν ο αγοραστής ανακάλυψε το ελάττωμα ή την έλλειψη της ιδιότητας αργότερα. Περαιτέρω δε, από τον συνδυασμό των άρθρων 340 και 341 ΑΚ προκύπτει ότι ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος, αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή. Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη (δήλη) ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 382 ΑΚ ορίζεται ότι αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός γι το οποίο αυτός έχει ευθύνη, μπορεί ο άλλος είτε να επικαλεστεί τα δικαιώματα του άρθρου 380 ΑΚ είτε να απαιτήσει αποζημίωση είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του άρθρου 339 ΑΚ αν περάσει άπρακτη η προθεσμία που προβλέπεται σε αυτό. Ειδικότερα επί υπαίτιας αδυναμίας παροχής, που οφείλεται σε πταίσμα του οφειλέτη της αδύνατης παροχής ή των προσώπων για τα οποία αυτός ευθύνεται, ο δανειστής της αδύνατης παροχής έχει διαζευκτικό δικαίωμα να επιλέξει είτε να επικαλεστεί τα δικαιώματα του άρθρου 380, ήτοι να ζητήσει κοινή απαλλαγή ή να ζητήσει το περιελθόν είτε να απαιτήσει αποζημίωση είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Όσον αφορά την ευθύνη του οφειλέτη για τη μη εκπλήρωση της παροχής, θεμελιώνεται κατά κανόνα μόνο όταν αυτός βαρύνεται με πταίσμα, ήτοι η αθέτηση της συμβατικής υποχρέωσής του μπορεί να αποδοθεί σε δόλο ή αμέλεια του οφειλέτη. Η υπαιτιότητα προϋποθέτει παράνομη συμπεριφορά του δράστη και στην περίπτωση της ενδοσυμβατικής ευθύνης η παρανομία εντοπίζεται στην αθέτηση από τον οφειλέτη της υποχρέωσης που έχει αναλάβει ήδη από προϋφιστάμενη ενοχή. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 383 ΑΚ, ορίζεται ότι αν ο ένας από τους συμβαλλομένους βρίσκεται σε υπερημερία ως προς την παροχή που οφείλει, έχει δικαίωμα ο άλλος να του τάξει εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδό της αποκρούει την παροχή. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, ο τελευταίος έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όχι όμως να απαιτήσει την παροχή, ενώ με βάση την ΑΚ 385, δεν απαιτείται να ταχθεί στον υπερήμερο οφειλέτη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής: 1) όταν από την όλη στάση του προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο, 2) αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης (ΑΠ 923/2007 ΧρΙΔ 2008.121). Με βάση το άρθρο 387 ΑΚ, στις περιπτώσεις που ο δανειστής ασκεί το δικαίωμα της υπαναχώρησης, μπορεί επιπλέον με αίτησή του και κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου, να του επιδικαστεί και αποζημίωση για την τυχόν ζημία από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης. Στο δικαίωμα της υπαναχώρησης κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 389 έως 396 ΑΚ. Κατά δε το άρθρο 389 ΑΚ, στη σύμβαση μπορεί κάποιος να επιφυλάξει στον εαυτό του το δικαίωμα της υπαναχώρησης. Η υπαναχώρηση επιφέρει απόσβεση των υποχρεώσεων για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση, και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η υπαναχώρηση γίνεται με δήλωση αυτού που έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει, προς τον άλλον (ΑΚ 390). Η μη εκπλήρωση των κύριων υποχρεώσεων του πωλητή έχει τις ίδιες συνέπειες που έχει και η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων από αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Αν δηλ. ο πωλητής δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, ο αγοραστής έχει όσα δικαιώματα έχει και ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, και ιδίως σε περίπτωση υπερημερίας ή υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη, σύμφωνα με το άρθρο 516 ΑΚ (ΑΚ 382-383). Συγκεκριμένα, σε περίπτωση υπερημερίας του πωλητή ως προς τις κύριες υποχρεώσεις του, ο αγοραστής μπορεί: α) Αν πρόκειται για ολική υπερημερία, δηλ. υπαίτια καθυστέρηση εκπλήρωσης όλων των κύριων υποχρεώσεων του πωλητή, να ασκήσει τα δικαιώματα που του παρέχουν οι ΑΚ 383, 387, ήτοι δικαιούται να τάξει εύλογη προθεσμία στον πωλητή για εκπλήρωση, δηλώνοντας συγχρόνως ότι μετά την πάροδό της αποκρούει την παροχή, και αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση (ΑΚ 383), έχοντας δε το δικαίωμα σε περίπτωση υπαναχώρησης, και να ζητήσει εύλογη αποζημίωση (ΑΚ 387), (ΑΠ 1443/1998 ΕλλΔνη 39.1615, ΕφΘεσ 1577/1999 Αρμ 53.1192, ΕφΑθ 10841/1987 ΕλλΔνη 30.822). β) Αν πρόκειται δε για περίπτωση μερικής υπερημερίας του, δηλ. υπαίτιας καθυστέρησης εκπλήρωσης μίας από τις κύριες υποχρεώσεις του πωλητή, ο αγοραστής έχει δικαίωμα είτε να απαιτήσει την εκπλήρωση του υπολοίπου μέρους, έστω και καθυστερημένα, και παράλληλα να ζητήσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση (ΑΚ 343 παρ.1) είτε να ζητήσει αποζημίωση για ολική μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει και να ζητήσει εύλογη αποζημίωση, αν αποδείξει ότι δεν έχει συμφέρον στην καθυστερούμενη εκπλήρωση της παροχής (ΑΚ 383, 387) [βλ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό μέρος, 2004, τ.Ι, Παράβαση κύριων υποχρεώσεων πωλητή-Υπερημερία, σελ.57-58]. Συνεπώς, προκύπτει ότι μεταξύ των δικαιωμάτων του αγοραστή, αναγνωρίζεται το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης. Ειδικότερα, πρόκειται για ένα διαπλαστικό δικαίωμα, η άσκηση του οποίου ανατρέπει αναδρομικά την πώληση (ex tunc) και τη μετατρέπει σε μία σχέση εκκαθάρισης (ΕφΑθ 10451/1999 ΕλλΔνη 41.1426, ΕφΑθ 10616/1996 Αρμ 51.1451, ΕφΘεσ 3365/1996 ΕλλΔνη 39.197). Η άσκηση της υπαναχώρησης επιφέρει απόσβεση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από την πώληση και δεν είχαν εκπληρωθεί, και επιπλέον γένεση αξιώσεων και αντιστοίχων υποχρεώσεων για αμοιβαία επιστροφή των παροχών που καταβλήθηκαν, παύει δηλ. η υποχρέωση παράδοσης του πράγματος, εάν δεν έχει ήδη παραδοθεί κατά τον χρόνο άσκησης της υπαναχώρησης, και αναζητείται το τίμημα που έχει ήδη καταβληθεί προς επιστροφή στον δανειστή (αγοραστή) αυτού. Συνεπεία τούτων, εξαφανίζεται η σύμβαση πώλησης και έτσι αίρεται η αιτία των περιουσιακών μετακινήσεων, οπότε οι αξιώσεις που γεννώνται για αμοιβαία επιστροφή των παροχών βασίζονται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 389 παρ.2), [βλ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό μέρος, 2004, τ.Ι, Το δικαίωμα υπαναχώρησης στην πώληση, σελ.103-109]. Αντιστοίχως ισχύουν τα προαναφερόμενα και στη σύμβαση έργου και συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 686 ΑΚ, αν ο εργολάβος δεν αρχίσει έγκαιρα την εκτέλεση του έργου, ή αν χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη επιβραδύνει την εκτέλεση στο σύνολο της, ή εν μέρει, με τρόπο που να αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του έργου, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει τον χρόνο παράδοσης του έργου. Όταν υπάρχει υπερημερία του εργολάβου διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα που έχει ο εργοδότης εξαιτίας της. Τα δικαιώματα αυτά, είναι τα οριζόμενα από τα άρθρα 383 έως 387 ΑΚ, για την περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη, στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, καθόσον επί υπαναχωρήσεως του εργοδότη, όταν ο εργολάβος τελεί σε υπερημερία, η διάταξη του άρθρου 686 ΑΚ δεν είναι δυνατόν, όπως συνάγεται από αυτή, να θεωρηθεί ότι ρυθμίζει αυτοτελώς και ειδικώς την έκταση των περιεχομένων στον εργοδότη δικαιωμάτων, αλλά σε συνδυασμό προς τις προαναφερθείσες γενικές διατάξεις περί αμφοτεροβαρών συμβάσεων στις οποίες υπάγεται και η μίσθωση έργου, καθώς και η σύμβαση παροχής υπηρεσιών και η σύμβαση ναύλωσης κατά ΚΙΝΔ, αντιστοίχως και αναλόγως εφαρμοζομένων των εν λόγω ως άνω διατάξεων (ΟλΑΠ 568/1975 ΝοΒ 23.10080, ΑΠ 653/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 922 & 923/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1266/2002 ΕλλΔνη 2004.481, ΕφΑθ 2447/2006 ΕλλΔνη 2006.1461, ΕφΠατρ 1266/2006 ΑχαΝομ 2007.134, ΕφΛαρ 111/2005 Δικογραφία 2005.335, ΕφΔωδ 179/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 1729/2003 Αρμ 2004.1401, ΕφΛαρ 363/2002 Δικογραφία 2003.76, ΕφΠατρ 119/2001 ΑχαΝομ 2002.71). Εν κατακλείδι, σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού της ζημίας, κρατεί η θεωρία της επιλογής, κατά την οποία ο δανειστής μπορεί να επιλέξει ελεύθερα είτε να αναζητήσει ολόκληρη την αξία της αδύνατης παροχής, καταβάλλοντας όμως τη δική του παροχή (θεωρία υποκατάστασης ή ανταλλαγής) είτε να μην καταβάλει τη δική του αντιπαροχή και να ζητήσει αποζημίωση για την αξία της αδύνατης παροχής, αφαιρώντας όμως την αξία της αντιπαροχής (θεωρία της διαφοράς). Κατά τη θεωρία της υποκατάστασης η αποζημίωση προβλέπεται λόγω μη εκπλήρωσης της παροχής, υποκαθιστά δηλαδή την παροχή του οφειλέτη που αποσβέστηκε και υπολογίζεται με βάση την αξία της συμβατικά οφειλόμενης παροχής και τις λοιπές ζημίες του δανειστή.

IΙ. Περαιτέρω δε, η αθέτηση της συμβάσεως καθεαυτή δεν συνιστά αδικοπραξία, εάν χωρίς τη συμβατική σχέση δεν αποτελεί πράξη παράνομη (ΑΠ 850/2002, ΕφΑθ 1060/2008, ΕφΑθ 7466/2007, ΕφΔωδ 30/2004 ΤΝΠ Νόμος). Μπορεί όμως μία ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή, και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 347/2010 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση αυτή οι αξιώσεις από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλ. στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, είναι δυνατόν να συρρέουν και απόκειται στο δικαιούχο να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 347/2010, ΑΠ 1734/2009, ΑΠ 555/1999, Νόμος), όμως η ικανοποίηση της μιας επιφέρει απόσβεση και της άλλης (ΑΠ 261/1957, ΕφΠατρ. 215/2005, Νόμος), εκτός αν η άλλη έχει μεγαλύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται για το επιπλέον (βλ. Γεωργιάδη στην ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, τομ.IV, εισαγ. άρθρα 914-938, αριθ.7-10, ΕφΘεσ 2393/2008, ΕφΘεσ 1137/2008, ΕφΑθ  116/2007 ΤΝΠΝόμος). Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως σε αποζημίωση κατά τη διάταξη αυτή αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ προβλέπεται ότι όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Η διάταξη αυτή είναι ειδική και συμπληρώνει εκείνη του άρθρου 914 ΑΚ, αφού επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ευθέως δεν προσβλήθηκε ορισμένο δικαίωμα ή προστατευόμενο συμφέρον σαφώς προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι : α) συμπεριφορά δράστη (πράξη ή παράλειψη) αντικείμενη στα χρηστά ήθη, ήτοι όταν κατ’ αντικειμενική κρίση σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο, β) συμπεριφορά που συνοδεύεται από πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, προκλήσεως ζημίας, ήτοι δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημία του άλλου, αλλά αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημίας στον άλλον και παρά ταύτα αυτός δεν θέλησε να αποστεί από αυτήν, γ) πρόκληση ζημίας σε άλλον και δ) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας (ΑΠ 137/2005 ΤΝΠ Νόμος). Η διά του άρθρου 288 ΑΚ θεσμοθετηθείσα αρχή κατά την οποία ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, είναι εφαρμοστέα επί της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη και του δανειστή που απορρέουν από έγκυρη ενοχική σχέση, όταν από τον νόμο δεν προβλέπεται άλλη προστασία των προσώπων αυτής κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή δεν συντρέχουν οι διά τη τυχόν προβλεπομένη προστασία απαιτούμενες ειδικές προϋποθέσεις. Λειτουργεί δε η ως άνω αρχή τόσο ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα, όσο και ως διορθωτική αυτών, σε όσες περιπτώσεις λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπληρώσεως στο συμφωνημένο μέτρο των συμβατικών παροχών (ΟλΑΠ 927/1982). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, η από δόλο ή αμέλεια μη εκπλήρωση της εκ της διατάξεως του άρθρου 288 ΑΚ υποχρεώσεως οδηγεί σε τροπή της πρωτογενούς υποχρεώσεως σε δευτερογενή υποχρέωση αποζημιώσεως. Περαιτέρω δε, απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον συμβαλλόμενο που τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία και προκλήθηκε πράγματι από την απάτη (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 890/2010, ΑΠ 41/2010, ΑΠ 342/2009, ΑΠ 325/2009, ΑΠ 1437/2007, ΑΠ 1458/2001, ΑΠ 1516/1999 ΤΝΠ Νόμος). Η αποζημίωση στην περίπτωση αυτή και εφόσον αποδεχθεί τη δικαιοπραξία ο απατηθείς, περιλαμβάνει τη θετική και αποθετική ζημία στην έκταση που δικαιούται ο ζημιωθείς σε κάθε αδικοπραξία. Aπό τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147, 149, 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνον την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή στην έκταση που δικαιούται αποζημίωσης για κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 1399/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1458/2001 ΕλλΔνη 2002.1623). Στην πρώτη περίπτωση η αποζημίωση συνίσταται στο αρνητικό διαφέρον, δηλαδή ο απατηθείς, που επέλεξε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, δικαιούται παράλληλα και αποζημίωση για την κάλυψη κάθε ζημίας που θα είχε αποφευχθεί αν δεν είχε πιστέψει στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης, δικαιούται δηλαδή το αρνητικό διαφέρον, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το καταβληθέν τίμημα (ΑΠ 715/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 74/1983 Αρμ 1983. 656, ΠολΠρΛαρ 35/2015 ΤΝΠ Νόμος).

ΙΙΙ. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των άρθρων 111 παρ.2, 118 αρ.4, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού προσδιορισμού ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (ΑΠ 768/1985 ΕΕΝ 1986.275, ΕφΑθ 5788/1992 Δ 1993.686,ΕφΛαρ 233/1992 ΕλλΔνη 1992.1500), προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός της ακριβούς περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς και το ορισμένο αίτημά της, επιπλέον σαφή έκθεση των ειδικών παραγωγικών γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, η δε έλλειψη ή ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από αυτά (αοριστία) συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία ως αναγόμενη στη δημοσία τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Υπό τον ΚΠολΔ απαιτείται να τίθενται υπόψη του Δικαστηρίου κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα γεγονότα, τα οποία, κατά τον νόμο, θεμελιώνουν το δικαίωμα του οποίου ζητείται η προστασία με την αγωγή, κατά τρόπο σαφή και ειδικό, ώστε να παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου της αγωγής, για να τάξει τις αναγκαίες αποδείξεις (ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 35.1582). Όταν στην αγωγή δεν περιέχονται τα ανωτέρω γεγονότα ή περιέχονται μεν, πλην όμως ασαφή ή ελλιπή, τότε η έλλειψη καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και εντεύθεν απορριπτέα, ως απαράδεκτη,λόγω αοριστίας είτε κατόπιν προβολής ένστασης είτε αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα αναγόμενο στην προδικασία (ΚΠολΔ 111, 159 – ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 718/1998 ΕλλΔνη 40.575, ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161). Η αοριστία δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο εγγράφων ή τους μάρτυρες της δίκης ούτε από εκτίμηση αποδείξεων (ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 1998.325, ΕφΑθ 8609/1999 ΕλλΔνη 42.13954, ΕφΘεσ 690/1997 ΕπισκΕμπΔ 1998.189). Ποιά είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής,που η ελλιπής αναφορά τους οδηγεί σε απόρριψή της ως αόριστης, εξαρτάται από το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440,ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161,ΠολΠρΘεσ 21205/1996 Αρμ 1997.239). Για τη θεμελίωση και της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης, ο ενάγων θα πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής του να περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσής του. Ειδικότερα, για την υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, απαιτείται να εκτίθενται και πραγματικά περιστατικά που να τη θεμελιώνουν, είτε με τη μορφή του δόλου είτε με τη μορφή της αμέλειας, καθόσον δεν είναι αρκετή η αναφορά στην αγωγή, ότι από την παράνομη ενέργεια του εναγομένου επήλθε κάποιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1863/2007, ΕφΠατρ 658/2004, ΕφΛαρ 284/2004, ΕφΑθ 3534/2003 ΤΝΠ Νόμος).

IV. Επιπλέον δε, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του.Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δημιουργείται ευθύνη ενός προσώπου (του “κυρίου” ή του “προστήσαντος”) για αλλότρια πράξη (του “υπηρέτη” ή του “προστηθέντος”), θεσπίζεται, δηλαδή, σημαντική εξαίρεση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης, αφού την υποχρέωση για αποζημίωση φέρει πρόσωπο ανυπαίτιο, σε αντίθεση με το γενικό κανόνα του άρθρου 914 ΑΚ. Η αντικειμενική αυτή ευθύνη του προστήσαντος γεννιέται, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) Όταν υπάρχει σχέση πρόστησης, κατά την οποία γίνεται ανάθεση από κάποιον (προστήσαντα) σε έναν τρίτο (προστηθέντα) ορισμένης υπηρεσίας, που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου. Η ανάθεση της υπηρεσίας στον προστηθέντα πρέπει να στηρίζεται στη βούληση ή στη μεταγενέστερη έγκριση του προστήσαντος. Βάση της σχέσης πρόστησης μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος μπορεί να είναι είτε μία σύμβαση (π.χ. σύμβαση εργασίας ή έργου) είτε οποιαδήποτε μεταξύ τους βιοτική σχέση (π.χ. άκυρη σύμβαση εργασίας), οικογενειακή ή φιλική σχέση. Είναι αδιάφορο αν η σχέση αυτή, στην οποία βασίζεται η πρόστηση, είναι νόμιμη ή παράνομη, αν ο προστηθείς αμείβεται ή όχι, ποια είναι η φύση της εκτελούμενης υπηρεσίας (υλική ή νομική), αν η σχέση πρόστησης είναι διαρκής ή μόνο ευκαιριακή. β) Όταν υπάρχει ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα σχέση εξάρτησης ως προς την εκτέλεση της υπηρεσίας, όπου η εξάρτηση αυτή έχει την έννοια της εξουσίας του προστήσαντος να ελέγχει τον προστηθέντα, ή απλώς να επιβλέπει αυτόν κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή μόνο να παρέχει σχετικές οδηγίες σ’ αυτόν, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων του προς τις οποίες ο τελευταίος υποχρεούται να συμμορφώνεται (ΑΠ 555/2000 ΕλλΔνη 41.1577, ΑΠ 1876/1999 ΕλλΔνη 41.1305, ΑΠ 684/1999 ΕλλΔνη 41.344, ΑΠ 1270/1989 ΕλλΔνη 32.765, ΑΠ 385/1988 ΕλλΔνη 30.69, ΑΠ 609/1988 ΕλλΔνη 30.303, ΕφΘεσ 1335/2000 Αρμ 2000.926, ΕφΚερκ 213/2000 ΔΕΕ 2001.1007), γ) αδικοπραξία του προστηθέντος, στο πρόσωπο του οποίου απαιτείται να συντρέχει όχι απλώς παράνομη τέλεση αυτής (όπως φαίνεται να συνάγεται από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 922 ΑΚ), αλλά και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 914 ΑΚ ή άλλες ειδικές διατάξεις (ΑΠ 555/2000 ΕλλΔνη 41.1577, ΑΠ 385/1988 ΕλλΔνη 30.69, ΕφΚερκ 213/2000 ΔΕΕ 2001.1007), δ) συνάφεια με την υπηρεσία, με την έννοια ότι η ζημία προκλήθηκε από τον προστηθέντα επ’ ευκαιρία της εκτελέσεως της υπηρεσίας του ή κατά κατάχρηση αυτής και κατά παράβαση των οδηγιών που του δόθηκαν, καθώς και από κάθε άλλη πράξη, που προήλθε από τη δυνατότητα την οποία παρέσχε στον προστηθέντα η υπηρεσία του να χρησιμοποιήσει για άλλο σκοπό τα μέσα που του διατέθηκαν, δηλαδή όταν η υπηρεσία του προστηθέντος αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση της πράξης και γενικά, σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ αυτής (πράξης) και της υπηρεσίας του προστηθέντος υφίσταται στενός αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η πρώτη δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη δεύτερη (ΑΠ 1293/1994 αδημ., ΑΠ 1617/1987 ΝοΒ 36.1627, ΕφΚερκ 211/2000 ΔΕΕ 2001.1251, βλ.Κ.Καυκά,Ενοχικό Δίκαιο, Ειδ.Μέρος, τόμος Β΄, εκδ.1982, άρθρο 922, παρ.35, σελ.805, Σταθόπουλο σε ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 922, αριθ.26-37, σελ.748-754, ΑΠ 765/1984 ΝοΒ 33.607). Στην περίπτωση, όμως, που ο ζημιωθείς γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάχρηση, αίρεται η ευθύνη προστήσαντος (ΑΠ 1797/1985 ΝοΒ 34.1074, ΑΠ 330/1977 ΝοΒ 25.1342).

V. Στην κατά τη διάταξη του άρθρου 18 ΚΠολΔ καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι χρηματικώς αποτιμητές διαφορές που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, που είναι δεικτικές χρηματικής αποτίμησης και έχουν αντικείμενο αξίας άνω των 250.000 ευρώ (άρθρο 14 ΚΠολΔ), καθώς και οι μη αποτιμητές σε χρήμα διαφορές που δεν υπάγονται στην κατ’ άρθρο 17 ΚΠολΔ αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου και αν ακόμη η απόφαση μπορεί να έχει συνέπειες οικονομικής φύσης. Διαφορές ανεπίδεκτες χρηματικής αποτίμησης είναι εκείνες, που το αντικείμενό τους από τη φύση του δεν έχει χρηματική αξία, έστω και αν η έκβαση της δίκης μπορεί να εμφανίσει οικονομικές παρενέργειες. Υπάγεται λοιπόν και η αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας της σύμβασης, διότι δεν έχει περιουσιακό χαρακτήρα και δεν μπορεί από τη φύση της να αποτιμηθεί σε χρήμα (ΜονΠρΑθ 757/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΡοδ 11/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ ισοκράτης, ΜονΠρΘεσ 29478/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Επίσης, κατά το άρθρο 154 ΑΚ, η ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής επέρχεται με δικαστική απόφαση κατά τα προεκτιθέμενα, ήτοι πρόκειται περί διαπλαστικού δικαιώματος, ασκούμενου διά εγέρσεως διαπλαστικής αγωγής (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 155, σελ.243), η οποία εισάγει διαφορά μη αποτιμητή σε χρήμα, για την οποία αρμόδιο δικαστήριο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 18 ΚΠολΔ, το Πολυμελές Πρωτοδικείο (βλ. ΠολΠρΘηβ 106/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΘεσ 22330/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΑθ 706/2010 ΤΝΠ Νόμος, ενώ πρβλ. ΠολΠρΞανθ 151/2007 ΤΝΠ Νόμος [μετά από παραπομπή], ΠολΠρΘηβ 203/1986 ΕΕΝ 1986 (56).481, ΜονΠρΜεσολ 85/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, και από τους θεωρητικούς βλ. αντί άλλων Ν.Νίκα, Πολιτική Δικονομία I [2003], §14.IV, αριθ.53-55, σελ.154-155, Κεραμεύς/Κονδύλης/[-Νίκας], ΕρμΚΠολΔ I [2000], άρθρο 18, αριθ.1,σελ.62), δεδομένου και του ότι η εν λόγω διαφορά δεν υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατ’ άρθρο 17 ΚΠολΔ. Εξάλλου, οι αγωγές αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα, που καθορίζεται βάσει της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς και της φύσης αυτής (βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα, τόμος Α΄, Αθήνα, 2001, υπό το άρθρο 57, αριθ.43, 48, σελ.282-283). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 46 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπο αρμόδιο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως (αναλογικά: 73 ΚΠολΔ), εφόσον πρόκειται για διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης που αφορά τη δημόσια τάξη, και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση (ΑΠ 1392/1987 ΕΕΝ 1988.751, ΑΠ 365/1978 ΝοΒ 27.171, ΕφΑθ 1530/1989 Αρμ 1989.1123, ΕφΑθ 1644/1988 ΕλλΔνη 30.631). Οι συνέπειες που έχει η άσκηση της αγωγής διατηρούνται. Με βάση το άρθρο 47 ΚΠολΔ, απόφαση Πολυμελούς ή Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για τον λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου. Η διάταξη αυτή θεωρεί απαράδεκτο τον λόγο ενδίκου μέσου που προσάπτει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι δίκασε υπόθεση που ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου (ΑΠ 1665/1990 ΕλλΔνη 1992.335). Ωστόσο, λειτουργεί μόνο ex post, με την έννοια ότι το δικαστήριο που κρίνει τη διαφορά δεν επιτρέπεται να παραβεί τους κανόνες της καθ’ ύλην αρμοδιότητας και να δικάσει διαφορά υπαγόμενη σε κατώτερο δικαστήριο (ΕφΑθ 5077/1979 ΝοΒ 1980.301, ΠολΠρΚοζ 24/1981 ΝοΒ 1982.91, βλ.Νίκα σε Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 47, σελ.110-111). Σύμφωνα με το άρθρο 9 ΚΠολΔ ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής (εδ.α΄), ότι δεν συνυπολογίζονται οι παρεπόμενες αιτήσεις για καρπούς, τόκους και έξοδα (εδ.β΄) και ότι συνυπολογίζονται περισσότερες απαιτήσεις που επιδιώκονται με την ίδια αγωγή (εδ.γ΄). Σε περίπτωση ομοδικίας, αν πρόκειται για διαιρετά δικαιώματα, λαμβάνεται υπόψη το αίτημα κάθε ενάγοντος ή το αιτούμενο από κάθε εναγόμενο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 14 παρ.1 εδ.α΄, όπως ισχύει κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής, η οποία κατά το άρθρο 221 παρ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς το άρθρο 5 παρ.2 εδ.α΄ του ΕισΝΚΠολΔ επιφέρει το αμετάβλητο της καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητας, στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές, που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα και που η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει τις 20.000 € (ΕφΛαρ 92/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ, βλ. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 14, αρ.5, σελ.153). Κατά δε την παρ.2 του άρθρου 14 ΚΠολΔ, στην αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από 20.000 €, δεν υπερβαίνει όμως τις 250.000€. Για τον καθορισμό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας λαμβάνεται υπόψη το με την αγωγή αιτούμενο ή προσδιοριζόμενο ποσόν (ΑΠ 1241/1977 ΕΕΝ 1978.316, ΑΠ 1162/1974 ΑρχΝ 26.390, ΕφΑθ 29/1995 ΕλλΔνη 36.1587, ΕφΑθ 8752/1989 ΑρχΝ 41.365). Σε περίπτωση ομοδικίας (ΚΠολΔ 74 §1), ο καθορισμός της αρμοδιότητας του δικαστηρίου διαφοροποιείται ανάλογα με τη φύση του δικαιώματος που αφορά η δίκη, δηλ. αν πρόκειται για διαιρετό ή αδιαίρετο δικαίωμα. Αν η αγωγή αφορά αδιαίρετο δικαίωμα, η αρμοδιότητα καθορίζεται από τη συνολική αξία του. Αν όμως αφορά διαιρετό δικαίωμα, όπως είναι και οι διαφορές που αφορούν αποζημίωση σε χρήμα (αποτιμητή σε χρήμα), που επιδέχεται την κατ’ ιδανικά μερίδια κτήση, για τον προσδιορισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το αίτημα κάθε ενάγοντος ή το ζητούμενο από κάθε εναγόμενο και όχι η αξία ολοκλήρου του επιδίκου πράγματος (ΑΠ 493/1996 ΕλλΔνη 38.76, ΑΠ 1162/1994 ΝοΒ 23.712, ΑΠ 857/1990 ΕλλΔνη 1991.543, ΕφΑθ 197/2008 ΑχΝομ 2009.296, ΕφΠατρ 86/2002 ΑχΝομ 2003.245, ΕφΛαρ 164/2002 Δικ/φια 2002.245,ΕφΘεσ 626/1997 Αρμ 1997.808,ΕφΘεσ 185/1994 Αρμ 1994.1411). Το δικαστήριο με αυτά τα δεδομένα θα κρίνει εάν είναι υλικά αρμόδιο, στην αντίθετη δε περίπτωση πρέπει να παραπέμψει την υπόθεση στο υλικά αρμόδιο δικαστήριο (ΠολΠρΒολ 355/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΠολΠρΛαρ 579/2000 Δικ/φια 2000.96, ΠολΠρΠειρ 574/1996 ΑρχΝ 1998.127, ΜονΠρΑθ 21/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΤριπ 1472009, ΜονΠρΡοδ 105/2009, ΜονΠρΣερ 161/2005 Αρμ 2006.1752). Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα ελέγχεται αυτεπαγγέλτως, ανεξάρτητα δηλαδή από την συμπεριφορά των διαδίκων, ενόψει του ότι η καθ’ ύλην αρμοδιότητα αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 51/2004 Δίκη 2004[35].965, ΑΠ 1392/1987 EΕN751. ΑΠ 365/1978 ΝοΒ 21.171, ΕφΛαρ 92/2006 Δικογραφία 2006.304). Ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης ερευνάται απαρεγκλίτως πριν από τη νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 1392/1987 ΕΕΝ 1988 [55].751, ΜονΠρΘεσ 5410/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΜεσολ 85/2010 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Ν.Νίκα,ΠολΔ I,§20.1,αριθ.3, σελ.281). VI. Στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης αιτημάτων στην αγωγή εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 218 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία περισσότερα αιτήματα του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο, αν στο σύνολό τους υπάγονται λόγω ποσού στο ίδιο δικαστήριο, στο οποίο εισάγονται. Όταν στο ίδιο δικόγραφο σωρεύονται περισσότερες απαιτήσεις, του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, η σώρευση των οποίων αποτελεί δικαίωμα του ενάγοντος, η αρμοδιότητα, ανεξαρτήτως αν οι απαιτήσεις απορρέουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία ή όχι, προσδιορίζεται από το σύνολο των απαιτήσεων, παρά την αυτοτέλεια κάθε σωρευόμενης απαίτησης έναντι των άλλων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο θα ερευνήσει την αρμοδιότητα για κάθε απαίτηση, ανάλογα με το ποσό αν είναι αποτιμητή σε χρήμα και ανάλογα με τη φύση της αν δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα. Αν για κάθε μία είναι αρμόδιο το δικαστήριο θα εκδικαστούν από αυτό, ενώ αλλιώς το δικαστήριο θα κρατήσει εκείνη, για την οποία έχει αρμοδιότητα, και θα παραπέμψει την άλλη για την οποία δεν έχει αρμοδιότητα στο αρμόδιο δικαστήριο, εκτός αν έχουν συνάφεια μεταξύ τους. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αντικειμενικής σώρευσης, το δικαστήριο διατάσσει τον χωρισμό των αιτημάτων και αφού παραπέμψει όσα υπάγονται σε άλλο δικαστήριο, δικάζει τα αιτήματα για τα οποία είναι καθ’ ύλην αρμόδιο. Στην περίπτωση κατά την οποία στο ίδιο δικόγραφο, που εισάγεται ενώπιον του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου, σωρεύονται αιτήματα, από τα οποία το ένα είναι ανεπίδεκτο χρηματικής αποτίμησης και υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου και το άλλο υπάγεται λόγω ποσού στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου, το δικαστήριο, ερευνώντας αυτεπαγγέλτως και αυτοτελώς για κάθε σωρευόμενη αξίωση την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του, διατάσσει τον χωρισμό κατ’ άρθρο 218 §2 ΚΠολΔ και κρατεί προς εκδίκαση την υπόθεση, που λόγω ποσού υπάγεται στη δική του αρμοδιότητα, τη δε ανεπίδεκτη χρηματικής αποτίμησης διαφορά παραπέμπει στο Πολυμελές Πρωτοδικείο. Η ρύθμιση αυτή του άρθρου 218 ΚΠολΔ μπορεί να καμφθεί από την εφαρμογή του άρθρου 31 ΚΠολΔ σχετικά με τη δωσιδικία της συνάφειας, που διέπει όχι μόνο την κατά τόπο, αλλά και την καθ’ ύλην αρμοδιότητα, υπό την έννοια ότι στην αρμοδιότητα της κύριας δίκης μπορούν να υπαχθούν και οι παρεπόμενες αυτής δίκες, που ανήκουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου. Συνάφεια υπάρχει και όταν τα δικαιώματα, που αποτελούν τα αντικείμενα των περισσότερων δικών, βρίσκονται σε εσωτερικό ή ουσιαστικό σύνδεσμο, που απορρέει από την ίδια έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου, ή όταν το ίδιο βιοτικό συμβάν αποτελεί κοινή ιστορική βάση των περισσότερων αγωγών και συνακόλουθα η συνεκδίκασή τους είναι απαραίτητη προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Στην περίπτωση της συνάφειας θα εφαρμοστούν οι διατάξεις των παρ.2 και 3 του άρθρου 31 ΚΠολΔ, οπότε στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου υπάγεται και η σωρευόμενη συναφής απαίτηση, για την οποία καθ’ ύλην αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο (βλ. σχετ. Β.Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση, τόμος Α΄, Αθήνα, 1996, υπό το άρθρο 9, αριθ.12, 14, σελ.132, 133, ΕφΔωδ 188/2004, ΠολΠρΘεσ 25108/2009, ΜονΠρΘηβ 156/2015 ΤΝΠ Νόμος). Από την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 31 παρ.3 και 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αποκλειστικά αρμόδιο για την εκδίκαση (κυρίων) δικών που είναι συναφείς μεταξύ τους είναι το δικαστήριο που είχε επιληφθεί πρώτο, εφόσον βέβαια η δεύτερη κλπ., δίκη υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα ισόβαθμου ή κατωτέρου δικαστηρίου. Συναφείς δε είναι οι υποθέσεις όταν τα αντικείμενά τους εντάσσονται στην ίδια έννομη σχέση ή συνδέονται με τον δεσμό της προδικαστικότητας ή απορρέουν από το ίδιο βιοτικό συμβάν (βλ. Νίκα σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠοΛΔ, τόμο I, άρθρο 31, αριθ.4-5, σελ.76, με σχετικές παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται αναλογικά και στην περίπτωση που περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος ενώνονται στο ίδιο δικόγραφο (αντικειμενική σώρευση αγωγών), αρμόδιο δε προς εκδίκαση εκάστης είναι διαφορετικό δικαστήριο και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί το άρθρο 218 ΚΠολΔ και το στοιχείο β’ της πρώτης παραγράφου του, ώστε να γίνει συνυπολογισμός των συμπλεκτικά σωρευομένων αξιώσεων, επειδή το αντικείμενο μιας εξ αυτών δεν είναι δεκτικό χρηματικής αποτιμήσεως (ΜονΠρΘεσ 195/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΘεσ 22330/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΑθ 706/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΘεσ 29478/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, βλ. Π.Γ. Φαλτσή, Η Έννομη Δικονομική Τάξη, εκδ.1981, σελ.1-12, Β.Μπρακατσούλα, Η Πολιτική Δίκη, εκδ.2001, τόμος Α, σελ.212). Τέλος μολονότι η απόφαση περί παραπομπής δεν καταργεί την εκκρεμοδικία, θεωρείται οριστική, διότι εφεσιβάλλεται και περιέχει για τον λόγο αυτόν διάταξη για δικαστική δαπάνη (βλ.Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό άρθρο 46, αρ.1, 4, 6, 9).

VII. Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Ενόψει της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, που εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της νομιμοποίησής του, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξή της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ελλείψει (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά τον δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Από δε τον συνδυασμό των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για νομιμοποίηση του διαδίκου, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι, αφού η έλλειψη συνδρομής της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής, ως νομικά μεν αβάσιμης, στο στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητάς της, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης σε περίπτωση μη απόδειξης, στο στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας των επικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1157/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος). Συνεπώς, πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να αναγράφονται –μεταξύ άλλων- τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, η οποία, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ερευνάται αυτεπαγγέλτως (άρθρα 68, 73 ΚΠολΔ), ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγόμενου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, όπως προαναφέρθηκε, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (ΑΠ 339/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002.1680, ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 40.339, ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΠειρ 689/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 424/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005.1774, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕφΑθ 7138/2003 ΕλλΔνη 45.821). Το απαράδεκτο αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι αποτελεί ζήτημα αναγόμενο στην τήρηση της προδικασίας, που αφορά τη δημόσια τάξη. Η αοριστία αυτή της αγωγής δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, αλλά ούτε και με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 187/2006 Δ 2006.907, ΑΠ 252/2006 Δ 2006.1066, ΑΠ 524/2002, ΕφΑθ 1778/2011, ΕφΠειρ 689/2011 ΤΝΠ Νόμος).

VΙΙΙ.H ναύλωση κατά τον ΚΙΝΔ (άρθρα 107 έως 189) ως σύμβαση που αφορά τη θαλάσσια μεταφορά ρυθμίζεται ως μία μορφή αμφοτεροβαρούς σύμβασης ενόψει των διατάξεων του ΑΚ περί των εκ της συμβάσεως υποχρεώσεων. Το άρθρο 111 ΚΙΝΔ σχετικά με τις υποχρεώσεις του εκναυλωτή ορίζει ότι ο εκναυλωτής υποχρεούται να έχει το πλοίο κατάλληλο προς θαλασσοπλοΐα και εν γένει στην αντίστοιχη προς τον σκοπό της ναύλωσης κατάσταση, εξοπλισμό, εφοδιασμό και επάνδρωση (καταλληλότητα προς πλουν). Κατά δε τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 3 του Ν.4256/2014 για την εκμετάλλευση του πλοίου αναψυχής συνάπτεται σύμβαση ολικής ναύλωσης, ενώ μερική ναύλωση απαγορεύεται, οι δε υποχρεώσεις για την έναρξη της ναύλωσης προβλέπονται στο άρθρο 9 παρ.3β  του ιδίου ως άνω νόμου. Ειδικότερα, στην περίπτωση που υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη του εκναυλωτή λόγω αδυναμίας παροχής από υπαιτιότητα του ιδίου για τη θεμελίωση και εξωσυμβατικής από αδικοπραξία ευθύνης αυτού, θα πρέπει η αδυναμία παροχής να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του εκναυλωτή, με την οποία αυτός από πρόθεση επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον ναυλωτή αναφορικά με την πραγματική κατάσταση του σκάφους, ανεξάρτητα αν η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή σε απόκρυψη ή σε αποσιώπηση ή σε ατελή ανακοίνωση των αληθών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον ναυλωτή, ο οποίος τα αγνοεί, ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ εκναυλωτή και ναυλωτή.

Με την κρινόμενη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ο ενάγων εκθέτει ότι η πρώτη εναγομένη είναι ……. ναυτική εταιρεία πλοίων αναψυχής του Ν.3183/2003 καταχωρημένη στα νηολόγια …… ως πλοιοκτήτρια του υπό …… σημαία μηχανοκίνητου σκάφους με το όνομα “…”, με αριθμό νηολογίου …, ενώ η δεύτερη εναγομένη είναι ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία που λειτουργούσε ως ναυλομεσίτρια δυνάμει ρητής εξουσιοδότησης της πρώτης εναγομένης πλοιοκτήτριας του προαναφερόμενου σκάφους. Ότι δυνάμει του από 27-5-2017 ναυλοσυμφώνου που καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος ως ναυλωτή, της πρώτης εναγομένης ως πλοιοκτήτριας εταιρείας και της δεύτερης εναγομένης ως ναυλομεσίτριας συμφωνήθηκε η ναύλωση του ως άνω σκάφους για το χρονικό διάστημα από τις 27-7-2017 και ώρα 12.00 μμ. έως τις 2-8-2017 και ώρα 12.00 μ.μ., και λιμένας παράδοσης του σκάφους το λιμάνι της Μυκόνου και ότι ορίστηκε ως συνολικός ναύλος το ποσό των 18.000 ευρώ. , το οποίο ο ενάγων υποχρεώθηκε να προκαταβάλει ολοσχερώς στον υποδειχθέντα αναγραφόμενο στο ναυλοσύμφωνο τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η δεύτερη εναγομένη σε κυπριακή τράπεζα, τον οποίο και κατέβαλε ο ίδιος στις 13-6-2017. Ότι παρότι ο ενάγων εκπλήρωσε τις συμβατικές του υποχρεώσεις με βάση το ναυλοσύμφωνο, οι εναγόμενες δεν υπήρξαν συνεπείς στις δικές του ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις, αφού η ναύλωση αυτή τελικά δεν πραγματοποιήθηκε για λόγους που ανάγονται αποκλειστικά σε δική τους ευθύνη και υπαιτιότητα. Ότι όταν ο ενάγων αφίχθη με συνοδεία επτά (7) ατόμων και επιβιβάστηκαν στο εν λόγω σκάφος, στον λιμένα της Μυκόνου, αφού στην αρχή αναβλήθηκε ο απόπλους τους για ανεφοδιασμό καυσίμων στο σκάφος την επομένη στις 28-7-2017, εν συνεχεία, στις 29-7-2017 ο φερόμενος καπετάνιος … τους ενημέρωσε ότι ήταν αδύνατος ο απόπλους τους, διότι είχε προκληθεί πρόβλημα με τη λιμενική αστυνομία και περίμενε να του χορηγηθεί άδεια καυσίμων για τον ανεφοδιασμό του σκάφους και ότι έλαβαν την υπόσχεση ότι δεν θα υπάρξει άλλη καθυστέρηση. Ότι με συνεχείς αναβολές, καθυστερήσεις και δικαιολογίες εν τέλει το σκάφος αυτό δεν απέπλευσε ποτέ, αλλά παρέμεινε ελλιμενισμένο στον λιμένα Μυκόνου καθόλη την προαναφερόμενη χρονική περίοδο συμφωνηθείσας ναύλωσής του. Ότι ο ενάγων ενημέρωσε τη Λιμενική Αρχή Μυκόνου σχετικώς καταγγέλλοντας το περιστατικό τη μη εκτέλεσης της συμφωνηθείσας ναύλωσης του σκάφους και τότε ενημερώθηκε ότι το από 27-5-2017 ναυλοσύμφωνο που καταρτίστηκε μεταξύ τους κατά παράβαση της νομοθεσίας δεν είχε προσκομιστεί στο Λιμεναρχείο για θεώρηση από τις εναγόμενες, ως όφειλαν για να ξεκινήσει η ναύλωση και ότι το σκάφος αυτό δεν διατηρούσε εν ισχύ ναυτολόγιο ήδη από το έτος 2016 (2-1-2016), λόγος για τον οποίο δεν απέπλευσε για την εκτέλεση της ναύλωσης. Ότι συνεπώς κατά την υπογραφή του ναυλοσυμφώνου στις 27-5-2017 οι εναγόμενες συνέπραξαν γνωρίζοντας ότι το σκάφος στερούταν ναυτολογίου ήδη από το έτος 2016, γεγονός για το οποίο εάν δεν μεριμνούσαν οι ίδιες δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ο σκοπός της ναύλωσής του και συνακόλουθα, δεν θα εκπλήρωσαν τη συμβατική παροχή τους προς τον ενάγοντα ναυλωτή (αδυναμία παροχής σκάφους), εντούτοις υπέγραψαν το ναυλοσύμφωνο και απαίτησαν την προκαταβολή του ναύλου από τον ενάγοντα. Ότι έτσι κατά τη σύναψη της ένδικης σύμβασης ναύλωσης οι εναγόμενες παράστησαν ψευδώς εν γνώσει τους προβαίνοντας σε σχετική δήλωση προς τον ενάγοντα ναυλωτή ότι το ναυλωμένο σε αυτόν σκάφος τους ήταν ικανό να ταξιδέψει και ότι δεν είχε πρόβλημα ή ελάττωμα που θα μπορούσε να είναι απαγορευτικό του απόπλου του σε εκτέλεση της συμφωνηθείσας ναύλωσης. Ότι ο προαναφερόμενος καπετάνιος για να τον παραπλανήσει και να τον πείσει για λογαριασμό των εναγομένων να συνάψει την επίδικη σύμβασης ναύλωσης ισχυρίστηκε ότι η αδυναμία απόπλου του σκάφους οφειλόταν σε θέματα που δεν μπορούσαν να προβλέψουν και για τα οποία δεν ευθύνονταν οι εναγόμενες, ώσπου τελικά κι εκείνος εξαφανίστηκε με προορισμό την Αθήνα, εγκαταλείποντάς τους και επιφέροντάς τους έτσι σημαντική περιουσιακή ζημία, καίτοι γνώριζε ο ίδια και οι εναγόμενες ότι το πλοίο στερούταν ναυτολογίου εν ισχύ γεγονός που του απαγόρευε τον απόπλου εξ αρχής καθώς και ότι δεν είχαν προβεί υπαιτίως οι υπόχρεες σε διαδικασία για την απόκτησή του, αλλά ούτε καν στη θεώρηση του ναυλοσυμφώνου στη Λιμενική Αρχή Μυκόνου. Ότι εξαιτίας της αδυναμίας εκπλήρωσης της συμβατικής υποχρέωσης των εναγομένων έναντί του, ήτοι από την παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά τους, ο ενάγων υπέστη θετική ζημία, την οποία οφείλουν οι εναγόμενες να του αποκαταστήσουν και πρόκειται για τα εξής αγωγικά κονδύλια και ποσά: α) 18.000 ευρώ, που κατέβαλε ο ενάγων προς εξόφληση του συμφωνηθέντος ναύλου στον τραπεζικό λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης, για την ανωτέρω σύμβαση ναύλωσης, β) 1.062,48 ευρώ, που κατέβαλε ο ενάγων για αεροπορικά εισιτήρια, προκειμένου να ταξιδέψει από τις ΗΠΑ προς Αθήνα μετ’ επιστροφής, κατόπιν μετατροπής από το ποσό των 1.253,66 δολαρίων ΗΠΑ, γ) 662,93 ευρώ, που κατέβαλε ο ενάγων για αεροπορικά εισιτήρια, προκειμένου να ταξιδέψει από την Αθήνα προς τη Μύκονο μετ’ επιστροφής, κατόπιν μετατροπής από το ποσό των 782,22 δολαρίων ΗΠΑ, δ) 51,14 ευρώ, που ο ενάγων ως οδοιπορικά (χρήση ταξί), προκειμένου να φτάσει στο αεροδρόμιο και να ταξιδέψει για Ελλάδα, κατόπιν μετατροπής από το ποσό των 60,34 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι ότι ο ενάγων κατέβαλε αθροιστικά το συνολικό ποσό των 19.776,55 ευρώ, ως θετική και αποθετική ζημία. Ότι οι εναγόμενες στο πλαίσιο της μεταξύ τους σύμβασης ναύλωσης του ως άνω σκάφους παρέστησαν μέσω το πλοιάρχου στον ενάγοντα και του δήλωσαν κατ’ επανάληψη τόσο κατά την υπογραφή του ναυλοσυμφώνου, όσο και κατά τον χρόνο παράδοσης του σκάφους ότι είναι ικανό να πραγματοποιήσει απόπλου και να ταξιδέψει και δεν υπάρχει πρόβλημα, έλλειψη ή ελάττωμα πραγματικό ή νομικό που θα καθιστούσε τον απόπλου αδύνατο, εν γνώσει τους ότι το ναυλωμένο σκάφος δεν έφερε ναυτολόγιο εν ισχύ ήδη από το έτος 2016 και χωρίς να προβούν στη θεώρηση του ναυλοσυμφώνου από την αρμόδια Λιμενική Αρχή ως όφειλαν, του απέκρυψαν επιμελώς τα γεγονότα και εκμεταλλεύτηκαν την καλή του πίστη και την αδυναμία του για κατανόηση των κανονισμών δημιουργώντας του την πεπλανημένη αντίληψη ότι το ναυλωμένο σκάφος δεν μπορεί να πραγματοποιήσει απόπλου εξαιτίας διαδικαστικών ζητημάτων και λόγω καθυστέρησης των δημοσίων αρχών να προβούν στις δέουσες ενέργειες και όχι εξ υπαιτιότητας των ιδίων των εναγομένων, προκαλώντας του ζημία με την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους, ποσού 19.776,55 ευρώ, ως άνω. Ότι επίσης εξ αυτής της αιτίας του προκάλεσαν ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται από τις εναγόμενες χρηματική ικανοποίηση 10.000 ευρώ από έκαστη, λόγω της ψυχικής ταλαιπωρίας που του προκάλεσαν λόγω ματαίωσης των θερινών διακοπών του στα ελληνικά νησιά κι ενώ είχε ταξιδέψει από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα επενδύοντας μεγάλο χρηματικό ποσό, συνοδεία δε των φίλων του, εκπλήρωσε δε τη δική του συμβατική υποχρέωση χωρίς να λάβει την οφειλόμενη συμβατική αντιπαροχή από τις εναγόμενες. Ότι με βάση αυτήν την κύρια αδικοπρακτική βάση της αγωγής του αξιώνει το χρηματικό ποσό των 29.776,55 ευρώ έναντι έκαστης των εναγομένων, βάσει του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 914 ΑΚ και 386 ΠΚ. Ότι επικουρικώς αξιώνει το ίδιο ως άνω ποσό από έκαστη από τις εναγόμενες υπό τη νομική βάση της ευθύνης από αδικοπραξία αντίθετη στα χρηστά ήθη (ανήθικη), βάσει του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 914 και 919 ΑΚ. Ότι έτι επικουρικότερα, οι εναγόνενες δεν είχαν προβεί σε όλες τις απαραίτητες νόμιμες ενέργειες προκειμένου το ναυλωμένο επίδικο σκάφος στον ενάγοντα να είναι ικανό προς απόπλου και δεν κατέστη δυνατή η εν λόγω συμβατική παροχή τους και η εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων από δική τους αποκλειστική υπαιτιότητα. Ότι με την κρινόμενη αγωγή του, ο ενάγων προβαίνει στην άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης έναντι των εναγομένων αντισυμβαλλομένων του βάσει του μεταξύ τους συναφθέντος ναυλοσυμφώνου λόγω αδυναμίας παροχής τους από υπαιτιότητά τους, υπολογιζόμενης αυτής με βάση την αξία της συμβατικά οφειλόμενης παροχής και τις λοιπές ζημίες του, ανερχόμενης δε σε συνολικό ποσό 19.776,55 ευρώ έναντι έκαστης εναγομένης, με βάση τις ίδιες προαναφερόμενες επιμέρους αιτίες, αγωγικά κονδύλια και ποσά. Ότι ενώ ο ενάγων υπήρξε πλήρως συνεπής στην εκπλήρωση της συμβατικής του υποχρέωσης, οι εναγόμενες παράνομα, αντισυμβατικά και αντίθετα προς την καλή πίστη και τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, παραβίασαν και δεν εκτέλεσαν προσηκόντως τη δική τους συμβατική υποχρέωση στον συμφωνηθέντα συμβατικό χρόνο, αναφορικά με την επίδικη εκ μέρους του παροχή, για τον απόπλου του σκάφους και την πραγματοποίηση ταξιδιού κατά τα τους όρους του μεταξύ τους συναφθέντος ναυλοσυμφώνου, ζημιώνοντας έτσι με τα αντίστοιχα ως άνω ποσά την περιουσία του ενάγοντος. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητεί ο ενάγων: α) να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν για τις αναφερόμενες στην αγωγή του πραγματικές και νομικές αιτίες εις ολόκληρον και αλληλεγγύως κατά την κύρια βάση της αγωγής του σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών λόγω απάτης το συνολικό ποσό των 29.776,55 ευρώ (19.776,55 ευρώ ως αποζημίωση λόγω θετικής ζημίας από αδικοπραξία και 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του) έκαστη εξ αυτών, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση αυτή προσωρινώς εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος των νομίμων εκπροσώπων των εναγομένων λόγω της ως άνω αδικοπραξίας τους προσωπική κράτηση έως ενός (1) έτους ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης και τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης για την παρούσα δίκη, β) άλλως και επικουρικώς, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν για τις αναφερόμενες στην αγωγή του πραγματικές και νομικές αιτίες εις ολόκληρον και αλληλεγγύως κατά την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής του σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών λόγω προσβολής των χρηστών ηθών το συνολικό ποσό των 29.776,55 ευρώ (19.776,55 ευρώ ως αποζημίωση λόγω θετικής ζημίας από αδικοπραξία και 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του) έκαστη εξ αυτών, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση αυτή προσωρινώς εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος των νομίμων εκπροσώπων των εναγομένων λόγω της ως άνω αδικοπραξίας τους προσωπική κράτηση έως ενός (1) έτους ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης και τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης για την παρούσα δίκη,  γ) άλλως και έτι επικουρικότερα, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν για τις αναφερόμενες στην αγωγή του πραγματικές και νομικές αιτίες εις ολόκληρον και αλληλεγγύως κατά τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής του σύμφωνα με τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων το συνολικό ποσό των 19.776,55 ευρώ ως αποζημίωση λόγω θετικής ζημίας από ενδοσυμβατική ευθύνη λόγω μη προσήκουσας και εμπρόθεσμης εκτέλεσης (υπερημερία ή αδυναμία παροχής οφειλέτη) έκαστη εξ αυτών, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση αυτή προσωρινώς εκτελεστή και τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης για την παρούσα δίκη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στις 10-1-2018 στις εναγόμενες εταιρείες, εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, στις 21-12-2017, και δη με νόμιμη θυροκόλληση στην πόρτα των γραφείων στην έδρα τους με την παρουσία του μάρτυρα …, κατοίκου …, με την τήρηση ολόκληρης της διαδικασίας του άρθρου 128 παρ.1-4 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 εδ.α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, επακολουθούσης και της παράδοσης του επιδοτέου εγγράφου στον Αξιωματικό Υπηρεσίας του αρμοδίου ΑΤ και της ταχυδρόμησής του προ τις εναγόμενες στην ανωτέρω διεύθυνση έδρας τους (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ…. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων), μετά και τον παραδεκτό με τις προτάσεις του περιορισμό εκ μέρους του ενάγοντος με τη μερική τροπή του αγωγικού αιτήματος της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, που συνιστά αναδρομικά παραίτησή του εξ αυτού, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για να εκδικασθεί με την τακτική διαδικασία, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς, έχοντος του Δικαστηρίου διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 4 παρ.1, 62 παρ.1, 63 παρ.1, 66 παρ.1 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθόσον τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία και την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους, όπως η Ελλάδα, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους κι ενόψει του ότι οι εναγόμενες, σύμφωνα με το εισαγωγικό της αγωγής, έχουν την πραγματική έδρα όπου ασκείται η κεντρική τους διοίκηση και την κατοικία τους στην … και το Πρωτοδικείο Πειραιά εκδικάζει τις ναυτικές διαφορές αποκλειστικώς εντός της δικαστικής περιφέρειας Αττικής, ο δε ως άνω Κανονισμός εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά τη 10η-1-2015. Περαιτέρω, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει εφαρμοστέο δίκαιο για την επίδικη διαφορά, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της ιθαγένειας του ενάγοντος που είναι υπήκοος Η.Π.Α. όπου και έχει την κατοικία του (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), καθότι οι εναγόμενες έχουν την έδρα στην ημεδαπή και ελληνική ιθαγένεια (στην περιφέρεια του Δικαστηρίου τούτου που επιλαμβάνεται για τις ναυτικές διαφορές για όλη την Αττική, κατ’ άρθρο 51 παρ.2 εδ.α΄ του Ν.2172/1993), η επίδικη σύμβαση ναύλωσης σκάφους αναψυχής (χαρακτηριστική παροχή/characteristic performance) συνήφθη στην Ελλάδα, αλλά και η αδικοπραξία (απάτη) που επικαλούνται οι ενάγοντες εκ μέρους των εναγομένων φέρεται ότι έλαβε χώρα σε βάρος τους στην ημεδαπή και από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, με το οποίο συνδέεται (προδήλως) στενότερα η ένδικη διαφορά μεταξύ των διαδίκων υπό οποιαδήποτε νομική της βάση και αίτημα (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101, ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477), χωρίς άλλωστε οι διάδικοι να έχουν οποιαδήποτε αντίρρηση επ’ αυτού και βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο, το νόμω και το ουσία βάσιμο της αγωγής (βλ. άρθρα 1, 2, 4 παρ.1α΄ και παρ.2, 12, 19, 28, 29 του Κανονισμού της ΕΕ 593/2008-Ρώμη Ι / άρθρα 1, 2, 3, 4 παρ.115, 16, 17, 23, 31, 32 του Κανονισμού της ΕΕ 864/2007–Ρώμη ΙΙ, αντιστοίχως). Επισημαίνεται δε ότι στην κρινόμενη αγωγή σωρεύονται αντικειμενικά τρεις νομικές βάσεις (αιτίες): α) μία συμβατική βάση (αιτία), από τη σύμβαση ναύλωσης σκάφους αναψυχής (πλοίου) μεταξύ του ενάγοντος και των εναγομένων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον (ΑΚ 374επ., 382επ. και ΚΙΝΔ), β) μία αδικοπρακτική βάση (αιτία), από την αδικοπραξία που αφορά την απάτη που επικαλείται ο ενάγων ότι τέλεσαν σε βάρος του οι εναγόμενες εταιρείες υπό την ιδιότητα της εκναυλώτριας και πλοιοκτήτριας η πρώτη και της ναυλομεσίτριας η δεύτερη (ΑΚ 914, 147επ., ΠΚ 386), παραπείθοντάς τον με ψευδείς παραστάσεις περί της ικανότητας ναύλωσης και χρήσης του εν λόγω ναυλωθέντος σκάφους για πλοήγησή του σε ταξίδια αναψυχής για θερινές διακοπές, ενώ τούτο δεν ίσχυε με δική τους υπαιτιότητα, κατά τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της αγωγής, ενώ τελούσαν εν γνώσει ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ναύλωσής του, διότι στερούταν ναυτολογίου ήδη από έτος 2016 και δεν είχε καν θεωρηθεί το ναυλοσύμφωνο στις αρμόδιες λιμενικές αρχές Μυκόνου, καθώς είχαν προαποφασίσει οι εναγόμενες ότι δεν πρόκειται να προβούν σε εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών τους προς τον ενάγοντα ναυλωτή, ο οποίος μάλιστα κατ’ απαίτησή τους είχε προκαταβάλει το σύνολο του ναύλου ποσού 18.000 ευρώ για τη ναύλωση αυτή, εκπληρώνοντας τη δική του συμβατική υποχρέωση και παροχή, εξαπατώντας τον και αποσπώντας του το ανωτέρω ποσό, που αποτελεί θετική περιουσιακή ζημία του, καθώς και τα έξοδα για αεροπορικά εισιτήρια και τα οδοιπορικά για τη μετακίνησή του από τις ΗΠΑ στην Αθήνα και εν τέλει στη Μύκονο μετ’ επιστροφής, καθώς επίσης και για χρηματική ικανοποίηση του λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος έναντι αμφοτέρων των εναγομένων εις ολόκληρον, και γ) μία έτερη αδικοπρακτική βάση (αιτία) αντίθετη στα χρηστά ήθη και στην καλή πίστη (ανήθικη), από την αδικοπραξία που αφορά την απάτη που επικαλείται ο ενάγων ότι τέλεσαν σε βάρος του οι εναγόμενες εταιρείες υπό την ιδιότητα της εκναυλώτριας και πλοιοκτήτριας η πρώτη και της ναυλομεσίτριας η δεύτερη (ΑΚ 914, 919), παραπείθοντάς τον με ψευδείς παραστάσεις περί της ικανότητας ναύλωσης και χρήσης του εν λόγω ναυλωθέντος σκάφους για πλοήγησή του σε ταξίδια αναψυχής για θερινές διακοπές, ενώ τούτο δεν ίσχυε με δική τους υπαιτιότητα, κατά τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της αγωγής, ενώ τελούσαν εν γνώσει ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ναύλωσής του, διότι στερούταν ναυτολογίου ήδη από έτος 2016 και δεν είχε καν θεωρηθεί το ναυλοσύμφωνο στις αρμόδιες λιμενικές αρχές Μυκόνου, καθώς είχαν προαποφασίσει οι εναγόμενες ότι δεν πρόκειται να προβούν σε εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών τους προς τον ενάγοντα ναυλωτή, ο οποίος μάλιστα κατ’ απαίτησή τους είχε προκαταβάλει το σύνολο του ναύλου ποσού 18.000 ευρώ για τη ναύλωση αυτή, εκπληρώνοντας τη δική του συμβατική υποχρέωση και παροχή, εξαπατώντας τον και αποσπώντας του το ανωτέρω ποσό, που αποτελεί θετική περιουσιακή ζημία του, καθώς και τα έξοδα για αεροπορικά εισιτήρια και τα οδοιπορικά για τη μετακίνησή του από τις ΗΠΑ στην Αθήνα και εν τέλει στη Μύκονο μετ’ επιστροφής, καθώς επίσης και για χρηματική ικανοποίηση του λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος έναντι αμφοτέρων των εναγομένων εις ολόκληρον. Ειδικότερα δε, εξ αυτών, η δεύτερη και η τρίτη ως άνω νομικές βάσεις (αιτίες) αδικοπραξίας (ΑΚ 914, 919, 147, ΠΚ 386), κύρια και πρώτη επικουρική κατά τον ενάγοντα, τυγχάνουν απορριπτέες ως αόριστες έναντι αμφότερων των εναγομένων, καθότι δεν διαλαμβάνονται κατά τρόπο ορισμένο, σαφή και ειδικό τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για τη στοιχειοθέτηση της παράνομης και υπαίτιας πράξης της απάτης, και ιδίως αναφορικά με το πρόσωπο του φερόμενου ως καπετάνιου του εν λόγω σκάφους ή έτερου νομίμου εκπροσώπου των εν λόγω εναγομένων εταιρειών, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 216 ΚΠολΔ, 147επ. και 914επ., 919 ΑΚ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις σχετικές αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης. Ο ενάγων δεν εκθέτει κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή, πραγματικά περιστατικά περί παραπλάνησης και εξαπάτησής της εκ μέρους οποιουδήποτε εκ μέρους των εναγομένων νομικών προσώπων, ενεργούντος στο όνομα και για λογαριασμό τους, ώστε να δύναται να στοιχειοθετηθεί περίπτωση απάτης, μη συντρεχουσών των προϋποθέσεων του νόμου, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, αντιθέτως εκθέτει εντελώς αορίστως, γενικόλογα και επιγραμματικά, περί της υπόσχεσης και ψευδούς παράστασης εκ μέρους τους για την ικανότητα ναύλωσης και χρήσης (πλοήγησης) του επίδικου σκάφους αναψυχής, αποδίδοντας εν γένει την ευθύνη της καθυστέρησης, στο πλαίσιο των συμβατικών ευθυνών-υποχρεώσεών τους για εκπλήρωση της παροχής του ενδίκου σκάφους, σε παραπλάνηση και εξαπάτησή του από αυτές και δη του φερόμενου ως πλοιάρχου του σκάφους … για λογαριασμό των εναγομένων, ο οποίος άλλωστε δεν εμφανίζεται καν στο ναυλοσύμφωνο να διαπραγματεύεται και να συμφωνεί, αλλά μόνο εκ των υστέρων κατά την παράδοση του σκάφους στον ενάγοντα, ο οποίος δεν αναφέρει όμως ειδικότερα πραγματικά περιστατικά απάτης, γεγονός που προκαλεί ασάφεια και σύγχυση στον έλεγχο αυτών κατά νόμω και κατ’ ουσίαν, αλλά και για τη δυνατότητα αντίκρουσής τους από τους εναγόμενους, με προβολή των ανταποδεικτικών και αμυντικών ισχυρισμών τους (ΠολΠρΑθ 4495/2010, ΜονΠρΧίου 91/2016, ΜονΠρΡοδ 20/2012 ΤΝΠ Νόμος). Η αοριστία αυτή αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενη υπό του Δικαστηρίου ως ζήτημα δημόσιας τάξης, είναι αθεράπευτη με τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση του ενάγντος, καθώς και με την αποδεικτική διαδικασία, με συνέπεια να καθίσταται η αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει τήρησης της νόμιμης προδικασίας ως προς τις συγκεκριμένες αδικοπρακτικές νομικές βάσεις, διότι αφού δεν αναφέρονται σ’ αυτές τα ειδικά δικαιοπαραγωγικά νομικά και πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία κατά τον νόμο για την παραγωγή του διωκόμενου αγωγικού δικαιώματος (άρθρα 111, 118, 216 ΚΠολΔ, 147επ., 914 ΑΚ), (ΑΠ 1635/2008, ΑΠ 1056/2002, ΑΠ 216/2002, ΑΠ 1363/1997, ΑΠ 560/1979, ΕφΑθ 6731/2009, ΕφΑθ 8511/2005, ΕφΑθ 8660/2002, ΕφΘεσ 2462/1990 ΤΝΠ Νόμος). Ως εκ τούτου, όσον αφορά την αξίωση των εναγόντων επί της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι αόριστη, σε κάθε δε περίπτωση μη νόμιμη, διότι δεν εκτίθενται επιπλέον ή διαφορετικά πραγματικά περιστατικά αδικοπραξίας τελεσθείσας εκ μέρους των εναγομένων σε βάρος του ναυλωτή (ενάγοντος), πέραν των όσων αφορούν ήδη και μόνο τη συμβατική ευθύνη εκπλήρωσης της συμφωνηθείσας εκ μέρους τους παροχής από τη μεταξύ τους συναφθείσα σύμβαση ναύλωση, η δε επιδίκαση τέτοιας αξίωσης προϋποθέτει τη στοιχειοθέτηση αυτοτελώς αδικοπραξίας από τον υπόχρεο σε βάρος του δικαιούχου αυτής, δε δικαιολογείται δε από την παραβίαση και μόνο συμβατικής υποχρέωσης μεταξύ των συμβαλλομένων, από τον εκναυλωτή έναντι του ναυλωτή. Μόνη δε η παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων του εκναυλωτή και της ναυλομεσίτριας δεν συνιστά οπωσδήποτε και αδικοπραξία υπό οποιαδήποτε μορφής αυτής ούτε και απάτη σε βάρος του ενάγοντος ναυλωτή. Στην προκείμενη δε υπόθεση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Δικαίου (άρθρα 914 919 και 932), τις προϋποθέσεις των οποίων ουδόλως επικαλείται κατά τρόπο ορισμένο και νόμιμο ο ενάγων (υπαιτιότητα, αιτιώδης σύνδεσμος, ζημία κλπ.), ώστε δεν νομιμοποιείται να εγείρει και την αξίωση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του έναντι των εναγομένων εταιρειών, αφού δεν προσωποποιεί καν κατά τρόπο συγκεκριμένο και σαφή ορισμένα πραγματικά περιστατικά απάτης σε βάρος, πέραν της συμβατικής υποχρέωσης από το ναυλοσύμφωνο που δεσμεύει συμβατικά τις εναγόμενες απέναντί του. Η επίκληση της αξίωσης από την ΑΚ 932, η οποία προϋποθέτει τη θεμελίωση αδικοπραξίας κατά την ΑΚ 914, αφενός μεν, δεν συμβαδίζει με την ενδοσυμβατική ευθύνη από τη σύμβαση πώλησης, στην οποία εδράζεται η κρινόμενη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του Δικαστηρίου, ήτοι δεν είναι καν νόμιμο αίτημα υπό τη νομική βάση της συμβατικής ευθύνης, αφετέρου δε, ο ενάγωνς δεν επικαλείται συγκεκριμένα και ειδικά αδικοπρακτικά πραγματικά περιστατικά που να συνάδουν και να στοιχειοθετούν αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων, αυτοτελώς για έκαστη εξ αυτών, το οποίο αποτελεί σε κάθε περίπτωση αναγκαίο πρόκριμμα για τη νόμιμη θεμελίωση της αξίωσής του από χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΚ 932). Συνακόλουθα, η αξίωση του ενάγοντος για χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής τους βλάβης που υπέστη από τη συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος του εξ αδικοπραξίας (απάτης), πρέπει να απορριφθεί μαζί με τις νομικές βάσεις περί αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας τους ένεκα περιουσιακής ζημίας του ενάγοντος υπό τις νομικές βάσεις των ΑΚ 914 και 919 σε συνδυασμό με τα άρθρα 147επ. ΑΚ και 386 ΠΚ, έναντι αμφοτέρων των εναγομένων, στην έκταση δε που στην αγωγή ουδόλως εκτίθενται έτερα περιστατικά περί αδικοπραξίας των εναγομένων σε βάρος του ενάγοντος κατά τρόπο ειδικό, ορισμένο και σαφή, ώστε στοιχειοθετουμένης της νομικής βάσης της αδικοπραξίας κατ’ άρθρα 914επ., 919 και 147επ. ΑΚ, 386 ΠΚ να δικαιούται ο ενάγων επιδίκασης αξίωσης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ έναντι των εναγομένων, δεδομένου ότι η παραβίαση και μόνο συμβατικής υποχρέωσης εκ μέρους των εναγομένων σε βάρος του, λόγω μη εκπλήρωσης της οφειλόμενης παροχής εκ μέρους τους για ναύλωση του επίδικου σκάφους αναψυχής, εκ μέρους τους, δεν συνιστά αδικοπραξία ούτε είναι δυνατόν από την επικαλούμενη συμβατική ευθύνη των εναγομένων να ανακύψει αδικοπρακτική ευθύνη τους έναντι του ενάγοντος από τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση μπορεί, εκτός από την αξίωση από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλον υπαίτια (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 347/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1190/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1015/1999 ΕλλΔνη 2000.344, ΕφΠατρ 510/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 3345/1999ΝοΒ 2000.54,ΕφΘεσ 1888/1999 Αρμ 2000.621, ΠολΠρΑθ 124/2011 Νόμος). Οι αξιώσεις από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλ. στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, είναι δυνατόν να συρρέουν και απόκειται στον δικαιούχο να στηρίξει την αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 1734/2009, ΑΠ 555/1999 ΤΝΠ Νόμος), πλην όμως εν προκειμένω δεν συντρέχουν περιστατικά αδικοπραξίας διάφορα ή επιπλέον όσων αφορούν τη συμβατική ευθύνη των εναγομένων από το ναυλοσύμφωνο έναντι του ενάγοντος, οι δε σχετικές νομικές βάσεις περί αποζημίωσης από αδικοπραξία και χρηματικής ικανοποίησης από ηθική βλάβη τυγχάνουν απορριπτέες ως αόριστες και απαράδεκτες, άλλως μη νόμιμες στην προκείμενη περίπτωση. Η αοριστία αυτή αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενη υπό του Δικαστηρίου ως ζήτημα δημόσιας τάξης, είναι αθεράπευτη με τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση του ενάγοντος, καθώς και με την αποδεικτική διαδικασία, με συνέπεια να καθίσταται η αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει τήρησης της νόμιμης προδικασίας (άρθρα 111, 118, 216 ΚΠολΔ, 147επ., 914 ΑΚ), (ΑΠ 1635/2008, ΑΠ 1056/2002, ΑΠ 216/2002, ΑΠ 1363/1997, ΑΠ 560/1979, ΕφΑθ 6731/2009, ΕφΑθ 8511/2005, ΕφΑθ 8660/2002, ΕφΘεσ 2462/1990 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω δε, αναφορικά με τη συμβατική βάση από τη σύμβαση ναύλωσης που είναι ορισμένη και νόμιμη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, .ενόψει του ότι ο ενάγων αιτείται με την αγωγή του να του επιδικαστεί νομιμοτόκως δε έναντι έκαστης των εναγομένων το χρηματικό ποσό των 19.776,55 ευρώ, η οποία είναι διαιρετή παροχή εκ του νόμου, στη δίκη κατάγεται δηλαδή διαιρετό δικαίωμα του ενάγοντος κατά των ως άνω εναγομένων εταιρειών, συνακόλουθα, είναι σαφές και αναμφίβολο ότι η κρινόμενη υπόθεση δεν εμπίπτει σε καμία περίπτωση στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, αλλά σε αυτήν του ειρηνοδικείου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9 και 14 ΚΠολΔ, αφού σε κάθε περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το αγωγικό αίτημα περί αποζημίωσης του ενάγοντος αυτοτελώς και διαιρετώς εκτιθέμενο και επισκοπούμενο έναντι εκάστου των εναγομένων εταιρειών, καθόσον πρόκειται εν προκειμένω για παθητική ομοδικία των εναγομένων έναντι αυτού (άρθρο 9 εδ.δ΄ ΚΠολΔ), υπολείπεται του ποσού των 20.000 ευρώ, το οποίο αποτελεί την ελάχιστη προβλεπόμενη στον ΚΠολΔ αξία αντικειμένου δίκης (ένδικης διαφοράς), που εμπίπτει στην υλική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου (άρθρο 14 παρ.1-2 ΚΠολΔ), χωρίς εν προκειμένω να ασκεί επιρροή η αντικειμενική σώρευση των αιτημάτων περί καταβολής στον ενάγοντα των προαναφερομένων ποσών ως αποζημίωση και ως χρηματική ικανοποίηση, με βάση την αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων και λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία της τελεσθείσας σε βάρος της αδικοπραξίας, υπαγομένων μεν αυτών στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, απορριπτέων δε κατά τα προδιαλαμβανόμενα, δεδομένου ότι πρόκειται περί κυρίας αντικειμενικής σωρεύσεως (άρθρο 218§1 ΚΠολΔ) διαφοράς, χωρίς να μπορεί να διακρατηθεί η υπόθεση και για την επικουρική συμβατική βάση της αγωγής από το παρόν ανώτερο Δικαστήριο, διότι δεν έχει καθ’ ύλην αρμοδιότητα και πρέπει να γίνει χωρισμός και παραπομπή της στο αρμόδιο καθ’ ύλην Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή και των διατάξεων του άρθρου 218 παρ.2 ΚΠολΔ, σε συνδ. με αυτές των άρθρων 46 και 47 ΚΠολΔ, όπως έχουν επισημανθεί ειδικότερα στις σχετικές αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης, εφόσον δεν προκύπτει ότι συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της παρ.1 του άρθρου 218 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, η υπόθεση απαραδέκτως έχει εισαχθεί προς εκδίκαση ως προς την καθ’ ύλην αρμοδιότητα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο πρέπει να κηρύξει εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο και να παραπεμφθεί για να δικαστεί σε πρώτο βαθμό από το καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο που είναι το Ειρηνοδικείο Πειραιά, απέχοντας από την περαιτέρω κρίση της αγωγής κατά νόμω και ουσία, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 46 εδ.α΄ και 47 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπ’ αριθ. ΙΙΙ αρχική νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, καθόσον δεν μπορεί να κρατηθεί ex post και να δικαστεί, διότι καταστρατηγούνται οι διατάξεις περί υλικής αρμοδιότητας και τούτο δεν είναι επιτρεπτό κατά τη δικονομική τάξη, με βάση το εξ αρχής αίτημα της αγωγής και την ενεργητική και ιδίως παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, μη χωρούσης παρεκτάσεως εν σχέσει προς την αυτεπαγγέλτως ερευνώμενη καθ’ ύλην αρμοδιότητα (ΕφΛαρ 92/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ). Επειδή η απόφαση αυτή είναι οριστική, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην παρούσα δίκη (άρθρο 179 ΚΠολΔ), (ΕφΑθ 2339/1982 ΕλλΔνη 23.397, ΕφΑθ 6781/1978 ΝοΒ 27.1116,ΜονΠρΑθ 5797/2014 ΤΝΠ Νόμος, βλ.Β.Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τόμος Α`, Αθήνα, 1996, από το άρθρο 46, σελ.305, αριθ. 14, 15).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

       ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της απόφασης, ως προς τις αδικοπρακτικές νομικές βάσεις (κύρια και πρώτη επικουρική) της αγωγής.

       ΚΗΡΥΣΣΕΙ εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής ως προς τη συμβατική βάση (δεύτερη επικουρική) της αγωγής.

        ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την αγωγή ως προς αυτήν τη νομική βάση προς εκδίκαση ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου, που είναι το Ειρηνοδικείο Πειραιά.         

        ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την      -6-2020.  

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ