ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 2860/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 6η Φεβρουαρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», με διακριτικό τίτλο «….», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στη … (οδός …) και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κλέαρχος Κανελλόπουλος (ΑΜΔΣΑ 9911), δυνάμει του από 08-12-2017 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής της Προέδρου, Διευθύνουσας Συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της βεβαιώθηκε από δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/11-12-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ναυτικής εταιρίας του Ν. 959/1979 με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στο … διατηρεί υποκατάστημα στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, για τους οποίους κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Οδυσσέας Ιωσηφίδης (ΑΜΔΣΠ 2515), δυνάμει των από 08-12-2017 και 07-12-2017 ειδικών πληρεξουσίων, αντίστοιχα, που χορηγήθηκαν με ιδιωτικά έγγραφα, στα οποία το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώθηκε από δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/11-12-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 07-08-2017 με γενικό αριθμό κατάθεσης 8893/2017 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης 4399/2017 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 14-07-2017, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 15-01-2018 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 18 παρ. 1 και 22 παρ. 1 και 3 του Κ.Ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών» συνάγεται ότι η δικαστική ή εξώδικη εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας ανήκει κατ’ αρχήν στο διοικητικό συμβούλιο αυτής, το οποίο ενεργεί για το σκοπό αυτό συλλογικά. Μπορεί, όμως, με το καταστατικό της εταιρίας να ανατεθεί η εκπροσώπηση αυτής στην ίδια έκταση σε ένα ή περισσότερα μέλη αυτού ή σε άλλα πρόσωπα, τα οποία ενεργούν ως όργανα εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρίας, κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 ΑΚ, εκφράζοντας τη βούληση αυτού. Στην αρμοδιότητα του διοικητικού συμβουλίου ανήκει η απόφαση για κάθε θέμα σχετικό με τη διοίκηση, διαχείριση της περιουσίας της εταιρίας και γενικά με την πραγματοποίηση του σκοπού αυτής και, συνεπώς, και η απόφαση για την έγερση αγωγής και τη διενέργεια των απαιτούμενων διαδικαστικών πράξεων (Βλ. ΑΠ 573/2006 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενες προβάλλουν ισχυρισμό περί απαράδεκτης έγερσης της αγωγής για το λόγο ότι η αντίδικός τους κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής στερούταν της ικανότητας να επιχειρεί διαδικαστικές πράξεις, λόγω έλλειψης εκπροσώπησης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα με τις προτάσεις τους.
Από τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι και σχετίζονται με την αυτεπάγγελτη έρευνα της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ικανότητας διαδίκου της ενάγουσας, σύμφωνα με τα άρθρα 62 και 73 ΚΠολΔ, προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία συστήθηκε την 23-01-1995 και το καταστατικό της δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. …/23-01-1995 ΦΕΚ (Τεύχος Α.Ε. και ΕΠΕ). Όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 23-07-2007 Ανακοίνωση καταχώρησης στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών του Νομάρχη Αθηνών (ΦΕΚ …/28-03-2007 Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.) κατά τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της ενάγουσας την 09-03-2007 εκλέχθηκε Διοικητικό Συμβούλιο με πενταετή θητεία, το οποίο συγκροτήθηκε σε σώμα. Επομένως, η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου έληξε την 09-03-2012, ενώ η διάρκειά της παρατάθηκε εκ του νόμου, με βάση τη διάταξη του άρθρου του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. β’ Κ.Ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών», σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 1 του ίδιου νομοθετήματος, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας εντός της οποίας έπρεπε να συνέλθει η επόμενη τακτική γενική συνέλευση, δηλαδή εντός έξι μηνών μετά το τέλος της εταιρικής χρήσης, ήτοι μέχρι την 30-06-2012. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. πρωτ. …/26-09-2017 Ανακοίνωση καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, την 26-09-2017 καταχωρήθηκαν στο Γ.Ε.ΜΗ. το από 29-06-2012 πρακτικό της ετήσιας Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ενάγουσας, καθώς και το με ίδια ημερομηνία πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου για τη συγκρότησή του σε σώμα με πενταετή θητεία, παρατεινόμενη μέχρι την ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση που θα λάμβανε χώρα το αργότερο μέχρι την 30-06-2017. Η παραπάνω Ανακοίνωση δημοσιεύθηκε την 03-10-2017 στο υπ’ αριθ. …/03-10-2017 (Τεύχος ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ.) Εξάλλου, από την υπ’ αριθ. πρωτ. …/29-09-2017 ανακοίνωση καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, προκύπτει ότι την …-2017 καταχωρήθηκαν στο Γ.Ε.ΜΗ. η από 25-10-2016 Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ενάγουσας με την οποία εκλέχθηκε νέο Διοικητικό Συμβούλιο, καθώς και το με ίδια ημερομηνία πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου για τη συγκρότησή του σε σώμα, με θητεία που λήγει την 30-06-2021. Με την παραπάνω καταχώρηση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο ικανοποιήθηκε η επιβαλλόμενη από το νόμο υποχρέωση δημοσιότητας [άρθρο 7 β παρ. 1 Κ.Ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με άρθρα 2 παρ. 1 και 2 Ν. 4250/2014 (ΦΕΚ Α 74/26-03-2014), όπως συμπληρώθηκε με άρθρο 207 Ν. 4281/2014 (ΦΕΚ Α 160/08-08-2014), και 232 παρ. 1 έως 3 Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11-04-2012), όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 202 Ν. 4281/2014 (ΦΕΚ Α 160/08-08-2014)]. Η κατά τα παραπάνω δημοσιότητα στην οποία υποβλήθηκε η πράξη διορισμού του Διοικητικού Συμβουλίου της ενάγουσας δεν έχει συστατικό, αλλά βεβαιωτικό ή δηλωτικό χαρακτήρα (Βλ. ΑΠ 397/2016, ΑΠ 737/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Επομένως, η πράξη διορισμού του Διοικητικού Συμβουλίου της ενάγουσας ολοκληρώθηκε την 25-10-2016 με τη λήψη σχετικής απόφασης από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων και την αποδοχή της εκλογής από τους διοριζόμενους. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, σε συνδυασμό με τις υπ’ αριθ. …/04-09-2017 και …/04-09-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …, η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε την 10-08-2017 και επιδόθηκε στις εναγόμενες την 04-09-2017. Με βάση τα παραπάνω, κατά τους χρόνους κατάθεσης και επίδοσης της αγωγής η ενάγουσα δεν στερούταν της ικανότητας να επιχειρεί διαδικαστικές πράξεις και είχε νόμιμη εκπροσώπηση, όπως προναφέρθηκε. Το γεγονός ότι κατά τους παραπάνω χρόνους δεν είχε ακόμη διενεργηθεί η επιβαλλόμενη από το νόμο δημοσίευση της πράξης διορισμού δεν επιδρά στο κύρος της εν λόγω πράξης, ενώ η δημοσίευση αυτή συνδέεται αποκλειστικά με το αντιτάξιμο των καταχωρίσεων στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο σε ό,τι αφορά υποχρεώσεις της εταιρίας έναντι τρίτων (άρθρο 2 παρ. 2 Ν. 4250/2014, σε συνδυασμό με 7β παρ. 13 Κ.Ν. 2190/1920), περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, παρά τα ενάντια υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες, κατά το χρόνο έγερσης της κρινόμενης αγωγής συνέτρεχε στο πρόσωπο της ενάγουσας η διαδικαστική προϋπόθεση της ικανότητας διαδίκου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 62 εδ. α’ ΚΠολΔ, 18 παρ. 1, 19 παρ. 1 και 22 παρ. 1 και 3 του Κ.Ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών».
Κατά τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ «Με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλόμενους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας». Από το νομοθετικό ορισμό της παραπάνω διάταξης προκύπτει ότι η σύμβαση δανείου είναι α) ενοχική, καθώς η κατάρτισή της συνεπάγεται την ίδρυση ενοχικής σχέσης από την οποία απορρέουν ενοχικά δικαιώματα και αντίστοιχες υποχρεώσεις, β) εκποιητική από την πλευρά του δανειοδότη και υποσχετική από την πλευρά του δανειολήπτη, γ) διαρκής, με ορισμένη ή αόριστη διάρκεια, δ) αιτιώδης, με αιτία την πρόθεση δανεισμού (causa credendi), ε) χαριστική, εάν πρόκειται για άτοκο δάνειο, καθώς η απόδοση του δανείου στην οποία υποχρεούται ο οφειλέτης δεν αποτελεί αντάλλαγμα για την παραχώρηση της χρήσης του δανείσματος, ενώ αντίθετα το έντοκο δάνειο αποτελεί επαχθή σύμβαση, καθότι οι οφειλόμενοι τόκοι αποτελούν το αντάλλαγμα για την παραχώρηση της χρήσης του δανείσματος, στ) ετεροβαρής, διότι δεν γεννιούνται υποχρεώσεις εις βάρος του δανειστή re καταρτιζόμενου δανείου, ενώ αντίθετα στο συναινετικό δάνειο γεννιούνται υποχρεώσεις εις βάρος και των δύο συμβαλλόμενων, οπότε θα πρόκειται για τέλεια ή ατελή αμφοτεροβαρή σύμβαση, ανάλογα με το αν έχει συμφωνηθεί ή όχι η καταβολή τόκου, αφού μόνη η επιστροφή του δανείσματος από τον δανειολήπτη δεν συνιστά αντιπαροχή, αλλά απλή συνέπεια της δόσης του δανείσματος, και ζ) άτυπη. Με την ίδια διάταξη το δάνειο ρυθμίζεται ως σύμβαση «πράγματι» (re) καταρτιζόμενη, με την έννοια ότι για την κατάρτισή του απαιτείται μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων από τον δανειοδότη στον δανειολήπτη (παραδοτική σύμβαση) (Βλ. Γεωργιάδη Α., Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος Ι, §41, σελ. 573 – 575), χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η δυνατότητα σύναψης σύμβασης συναινετικού δανείου, ενόψει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (πρβλ. ΑΠ 1553/2013 ΤΝΠ NOMOS). Σε περίπτωση κατάρτισης παραδοτικής σύμβασης δανείου η παράδοση του δανείσματος στον οφειλέτη γίνεται συνήθως στα χέρια του ίδιου από το δανειστή. Είναι, ωστόσο, πιθανό η παράδοση αυτή να γίνει δια τρίτου προσώπου, που ενεργεί ως εντολοδόχος είτε του δανειστή, είτε του οφειλέτη (Βλ. ΕΑ 6782/2009 ΕλλΔνη 2010.788). Εφόσον η διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ δεν διακρίνει, είναι αδιάφορο αν η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος γίνεται αμέσως ή εμμέσως από το δανειστή ή αμέσως ή εμμέσως προς τον οφειλέτη. Έμμεση μεταβίβαση του δανείσματος υπάρχει και στην περίπτωση κατά την οποία αντί το δάνεισμα να καταβληθεί αμέσως στον δανειολήπτη, αυτός εκτάσσει τον δανειοδότη να καταβάλει τούτο για λογαριασμό του σε τρίτο. Η από τον δανειοδότη (εκτασσόμενο) καταβολή που γίνεται στον τρίτο (υπέρ ου η έκταξη), επέχει θέση καταβολής του δανείσματος προς τον δανειοδότη (εκτάσσοντα), ώστε μόλις γίνει η καταβολή να καταρτίζεται μεταξύ τους δάνειο (πρβλ. ΕΠ 481/2014 ΤΝΠ NOMOS, ΕΛαρ 680/2004 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται, κατά την ορθή εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, όπως το περιεχόμενό του διορθώθηκε παραδεκτά κατά το άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ, ότι κατά τους αναφερόμενους χρόνους η ενάγουσα μεταβίβασε, λόγω δανείου που κατήρτισε με την πρώτη εναγόμενη, σε τραπεζικούς λογαριασμούς τρίτων, το συνολικό ποσό των 75.000 ευρώ, προκειμένου η δανειολήπτρια να το χρησιμοποιήσει για τη διενέργεια επισκευών στο αλιευτικό σκάφος «…», πλοιοκτησίας της, καθώς και για την αποκατάσταση της ελευθεροπλοΐας του και την επάνδρωσή του με πλήρωμα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα με το δικόγραφο. Ότι το δάνειο συμφωνήθηκε έντοκο, με συμφωνηθέν ετήσιο επιτόκιο 2%, και η απόδοσή του συμφωνήθηκε σε επτά ισόποσες μηνιαίες δόσεις, με έναρξη καταβολής τον πέμπτο μήνα από την εκταμίευση του δανείου. Ότι η πρώτη εναγόμενη δεν απέδωσε το ποσό του δανείου κατά τους συμφωνηθέντες χρόνους. Ότι η δεύτερη εναγόμενη έχει αναλάβει έναντι της ενάγουσας και σωρευτικά με την πρώτη εναγόμενη την εκπλήρωση της οφειλής. Με βάση το ιστορικό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, μετά από παραδεκτό περιορισμό του κύριου αγωγικού αιτήματος με την τροπή του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1, 297 ΚΠολΔ), ζητείται ν’ αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των 75.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητείται να καταδικασθούν οι εναγόμενες στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα η αγωγή, παραδεκτά και αρμόδια, καθ’ ύλην και κατά τόπο, εισάγεται για συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία στο παρόν Δικαστήριο {άρθρα 7, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 22, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2 εδ. α’, 3Α Ν. 2172/1993, καθώς για τη θεμελίωση της λειτουργικής αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου αρκεί ο αγωγικός ισχυρισμός ότι το δάνειο χορηγήθηκε για τη χρηματοδότηση των επισκευών του αναφερόμενου στο δικόγραφο πλοίο, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης, καθώς και για την αποκατάσταση της ελευθεροπλοΐας του, γεγονός που προσδίδει ναυτικό χαρακτήρα στην κρινόμενη υπόθεση). Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στις εναγόμενες εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 10-08-2017, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε την 04-09-2017 (Βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. …/04-09-2017 και …/04-09-2017 προαναφερόμενες εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …). Εξάλλου, η αγωγή είναι ορισμένη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 και 118 περ. 4 ΚΠολΔ, καθώς αυτή διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωσή της, και είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 158, 289, 290, 335, 341, 345, 346, 361, 417, 477, 481, 806, 808, 876 ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, για την οποία, μετά την τροπή του καταψηφιστικού της αιτήματος σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου (άρθρο 33 Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α’ 240/22.12.2016), να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τις διατάξεις των άρθρων 455, 457 παρ. 1 έως 3, 458 ΚΠολΔ συνάγεται ότι τα ιδιωτικά έγγραφα σε αντίθεση με τα δημόσια δεν έχουν το τεκμήριο γνησιότητας και εντεύθεν η επίκληση και προσκομιδή, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, ιδιωτικού εγγράφου εμπεριέχει και τον ισχυρισμό του διαδίκου περί της γνησιότητάς του, ο δε αντίδικός του φέρει το βάρος της άρνησης της γνησιότητας του εγγράφου και ο διάδικος που το προσκομίζει με επίκληση φέρει το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας αυτής, εφόσον αμφισβητηθεί. Εάν το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορα αν φέρει την υπογραφή εκείνου κατά του οποίου προσκομίζεται ή τρίτου, η μη αμφισβήτηση αμέσως της γνησιότητας της επ’ αυτού υπογραφής εκ μέρους του αντιδίκου του προσκομίζοντος αυτό δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για την γνησιότητα του υπερκειμένου της υπογραφής και καλυπτομένου απ’ αυτήν περιεχομένου του εγγράφου, το οποίο (στην περίπτωση αυτή της ως άνω αναγνώρισης της γνησιότητας της υπογραφής ή της απόδειξης αυτής, εφόσον αμφισβητηθεί) ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού. Η απόδειξη της γνησιότητας της αμφισβητηθείσας υπογραφής ιδιωτικού εγγράφου επιβάλλεται, όχι μόνον όταν γίνεται χρήση του εγγράφου αυτού προς άμεση απόδειξη, αλλά και όταν τούτο χρησιμεύει για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Αν αποδειχθεί κατά τη διαδικασία, κατά την οποία δικάζεται η υπόθεση και προσκομίζεται το έγγραφο, η μη γνησιότητά του, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, ενώ αν προκύπτει ότι είναι γνήσιο λαμβάνεται υπόψη (Βλ. ΑΠ 389/2015 ΤΝΠ NOMOS). Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής ιδιωτικού εγγράφου που προσάγεται με τις προτάσεις πρέπει να γίνει με την προσθήκη στις προτάσεις, επιβάλλεται δε να είναι ρητή, σαφής και ειδική χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές εκφράσεις (πρβλ. ΑΠ 1088/2014, ΑΠ 1517/2013, ΑΠ 718/2010, ΕΠ 380/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS).
Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενες με τις προτάσεις τους αρνούνται την κατάρτιση των συμβάσεων του δανείου και της σωρευτικής αναδοχής χρέους. Οι ίδιες αρνούνται τη γνησιότητα της υπογραφής του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, …, στο από 22-04-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό (σύμβαση συνεργασίας), το οποίο προσάγει με επίκληση με τις προτάσεις της η ενάγουσα, ισχυριζόμενες ότι η εν λόγω υπογραφή διαφέρει ουσιωδώς σε σχέση με την υπογραφή που το ίδιο πρόσωπο έχει θέσει στο από …-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο αυτές προσάγουν με επίκληση. Κατόπιν της προαναφερόμενης ρητής και σαφούς αμφιβήτησης γνησιότητας, η οποία προβλήθηκε παραδεκτά, σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 2 ΚΠολΔ, η ενάγουσα φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης της γνησιότητας του παραπάνω εγγράφου, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε.
Από τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 παρ. 2, 339, 409 παρ. 1 και 2, 410, 415 έως 420 ΚΠολΔ και 61, 65, 67 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος και δεν μπορεί γι’ αυτό να έχει (καταρχήν τουλάχιστον) την αντικειμενικότητα του τρίτου, ο διάδικος και, για την ταυτότητα του λόγου, ο αντιπρόσωπος ανίκανου φυσικού προσώπου, ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου, ή το μέλος της διοίκησης αυτού. Τούτο συνάγεται κυρίως από το ως άνω άρθρο 415 ΚΠολΔ που προβλέπει ως αποδεικτικό μέσο την εξέταση των διαδίκων ή των νόμιμων εκπροσώπων των εκ των διαδίκων νομικών προσώπων ή των μελών της διοίκησής τους, η εξέταση, όμως, αυτή δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά ίδιο (επώνυμο) αποδεικτικό μέσο, καθόσον υπό την αντίθετη εκδοχή θα ήταν δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως μάρτυρας και στη συνέχεια ως διάδικος ή ως εκπρόσωπος ή ως μέλος της διοίκησης διαδίκου νομικού προσώπου, λύση προδήλως άτοπη. Κατά συνέπεια, η ένορκη κατάθεση ως μάρτυρα του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου νομικού προσώπου ή μέλους της διοίκησης αυτού είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (Βλ. ΑΠ 908/2017, ΑΠ 397/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Σημειώνεται ότι η έννομη αυτή συνέπεια προϋποθέτει την ύπαρξη της ιδιότητας του διαδίκου φυσικού προσώπου ή του εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου κατά το χρόνο της κατάθεσης, που αποτελεί και τον κρίσιμο χρόνο για το χαρακτηρισμό της ένορκης κατάθεσης ή μαρτυρίας ως ανυπόστατης (Βλ. ΑΠ 908/2017, ό.π.). Τα παραπάνω ισχύουν, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και επί ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ. Επομένως, ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου του ίδιου του διαδίκου ή του νόμιμου εκπροσώπου ή μέλους της διοίκησης του διάδικου νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (πρβλ. ΑΠ 745/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενες προσάγουν με επίκληση την υπ’ αριθ. …/04-12-2017 ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκε με επιμέλειά τους, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου τους (Βλ. την υπ’ αριθ. …’/29-11-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …). Η εν λόγω ένορκη βεβαίωση δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, καθώς πρόκειται για ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, διότι η παραπάνω κατά το χρόνο λήψης της ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, κατέχοντας τη θέση της Αντιπροέδρου, όπως προκύπτει από το ίδιο το περιέχομενο της ένορκης βεβαίωσης, σε συνδυασμό με το πρακτικό συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης της 8ης-12-2017. Αντίθετα, λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές ένορκες βεβαιώσεις που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, και, συγκεκριμένα: α) η υπ’ αριθ. …./08-12-2017 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της συμβολαιογράφου Κηφισιάς Συμώνης Δημητρακοπούλου, που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της, κατά τις διατάξεις του άρθρου 422 ΚΠολΔ (Βλ. τις προσαγόμενες υπ’ αριθ. …/05-12-2017 και …/05-12-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …), και β) η υπ’ αριθ. …/04-12-2017 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, καθώς και η υπ’ αριθ. …/08-12-2017 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγόμενων, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου τους (Βλ. την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. …’/29-11-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …). Από τις παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις, σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων: α) όσα έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσάγονται σε νόμιμη πλήρη ή αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική, καθώς και όσα έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσκομίζονται χωρίς νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, τα οποία ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ (πρβλ. ΜονΕΠ 256/2014 ΤΝΠ NOMOS), β) φωτογραφικές απεικονίσεις γραπτών μηνυμάτων (SMS), που προσάγονται με επίκληση από την ενάγουσα (Σχετικά 7, 7α, 7β, 7γ, 7δ, 8 και 8α), των οποίων η γνησιότητα δεν αμφιβητείται από τους αντιδίκους της (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ’, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι τα παραπάνω δεν αποτελούν παράνομα αποδεικτικά μέσα, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγομένων, καθόσον αυτά περιήλθαν στην κατοχή της ενάγουσας δια του νομίμου εκπροσώπου της, με τη συναίνεση της δεύτερης εναγόμενης, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά, η δε συνταγματικά κατοχυρωμένη με το άρθρο 19 Σ. προστασία του απορρήτου λήγει μόλις ο παραλήπτης του μηνύματος λάβει γνώση του περιεχομένου του, ενώ η εν λόγω αλληλογραφία δια γραπτών μηνυμάτων κρίνεται αποκλειστικά συνδεδεμένη με την επιχειρηματική δραστηριότητα των διαδίκων και δεν εμπίπτει στην έννοια της ιδιωτικής ζωής του άρθρου 9 Σ., ούτε σ’ αυτήν των προσωπικών δεδομένων του άρθρου 9Α Σ., σε συνδυασμό με το άρθρο 2 Ν. 2472/1997 «προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (πρβλ. ΟλΑΠ 1/2017), γ) το ανυπόγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, που προσάγεται από τις εναγόμενες (Σχετικό 50), το οποίο λαμβάνεται υπόψη, κατά το άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου (Βλ. ΟλΑΠ 15/2003, ΑΠ 239/2017, ΑΠ 20/2017, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), χωρίς ωστόσο να λαμβάνεται υπόψη το από 08-04-2016 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, το οποίο προσάγουν με επίκληση οι εναγόμενες με την προσθήκη στις προτάσεις τους (Σχετικό 52), διότι το εν λόγω έγγραφο κατατείνει στην απόκρουση της ιστορικής βάσης της αγωγής και όχι στην αντίκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν από την αντίδικό τους, ενόψει του ότι η ενάγουσα δεν πρόβαλε ισχυρισμούς με τις προτάσεις της (άρθρο 237 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία συστήθηκε την 23-01-1995 με βάση τις διατάξεις του Κ.Ν. 2190/1920 και το καταστατικό της δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. …/23-01-1995 ΦΕΚ (Τεύχος Α.Ε. και ΕΠΕ). Η εναγόμενη εταιρία συστήθηκε με βάση τις διατάξεις του Ν. 959/1979 δυνάμει του από …-1988 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο καταχωρήθηκε την …-1988 στα οικεία Βιβλία του Μητρώου Ναυτικών Εταιριών, και είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία αλιευτικού (Α/Κ) πλοίου «…», με αριθμό Νηολογίου …, και με αριθμό ΙΜΟ …. Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και νόμιμη εκπρόσωπος της εναγόμενης εταιρίας είναι η δεύτερη εναγόμενη. Κατά τους σχετικούς με την ένδικη υπόθεση χρόνους, ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη, …, κάτοικος …, δραστηριοποιούταν στον τομέα της εμπορίας αλιευμάτων, που αλιεύονταν σε χώρες της Δυτικής Αφρικής. Το Φεβρουάριο του έτους 2016 ο παραπάνω, κατόπιν μεσολάβησης του …, επικοινώνησε με τις εκπροσώπους της πρώτης εναγόμενης και εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για εμπορική συνεργασία. Ειδικότερα, αυτός, αφού διαβεβαίωσε τις εκπροσώπους της εναγόμενης εταιρίας, … – δεύτερη εναγόμενη και …, ότι είχε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει αλιευτική άδεια για το Α/Κ «…» για αλιεία βυθού στη Σενεγάλη ή τη Γουινέα – Μπισσάου, καθώς και ότι είχε τη δυνατότητα να εξεύρει πόρους χρηματοδότησης, ποσού 80.000 ευρώ, για την εν γένει προετοιμασία του πλοίου, την αγορά εξοπλισμού, την έκδοση των απαραίτητων πιστοποιητικών επιθεώρησης, την ανανέωση των σωστικών μέσων, τον εφοδιασμό του με ναυτιλιακά καύσιμα και λιπαντικά για να πραγματοποιήσει το ταξίδι από τη … προς τη Σενεγάλη, τους πρότεινε να αναλάβει αποκλειστικά την εμπορική εκμετάλλευση των αλιευμάτων που θα αλίευε το πλοίο, σε τιμές που θα συμφωνούνταν μεταξύ τους, με βάση τις εκάστοτε τιμές της αγοράς. Σημειώνεται ότι κατά τον παραπάνω χρόνο το πλοίο της πρώτης εναγόμενης βρισκόταν στη …, χωρίς να προκύπτει ότι εκτελούσε πλόες, ότι είχε πιστοποιητικά επιθεώρησης σε ισχύ και ναυτολογημένο πλήρωμα, η δε εναγόμενη εταιρία αντιμετώπιζε προβλήματα ρευστότητας. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που λάμβαναν χώρα προς επίτευξη της παραπάνω εμπορικής συμφωνίας, ο …, ο οποίος διατηρούσε εμπορική συνεργασία με την ενάγουσα, ενημέρωσε τον τότε νόμιμο εκπρόσωπό της, …, σχετικά με την επικείμενη συμφωνία του με την πρώτη εναγόμενη, και του πρότεινε να αναλάβει η ενάγουσα τη δανειοδότηση του πλοίου «…». Σε αντάλλαγμα της δανειοδότησης του πρότεινε να μεταπωλεί στην ενάγουσα το σύνολο των αλιευμάτων που θα αγόραζε από την πρώτη εναγόμενη. Κατόπιν μεσολάβησης του …, ο ως άνω νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας, …, ήλθε απευθείας σε επικοινωνία με τη δεύτερη εναγόμενη, με την ιδιότητά της ως νόμιμης εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης, και συμφώνησαν προφορικά να αναλάβει η ενάγουσα να χορηγήσει δάνειο στην πρώτη εναγόμενη. Για λόγους διευκόλυνσης της επικείμενης εμπορικής συνεργασίας όλων των εμπλεκόμενων μερών, η απόδοση του δανείου που θα λάμβανε η εναγόμενη εταιρία από την ενάγουσα συμφωνήθηκε να γίνεται απευθείας στον τραπεζικό λογαριασμό του … στη Σενεγάλη, ο οποίος στη συνέχεια θα συμψήφιζε το εν λόγω ποσό με το τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης αλιευμάτων που θα κατήρτιζε με την ενάγουσα. Ακολούθως, η πρώτη εναγόμενη έλαβε από την ενάγουσα δάνειο, συνολικού ποσού 65.000 ευρώ, τμηματικά ως ακολούθως: α) Την 10-05-2016 με έμβασμα, ποσού 40.000 ευρώ, που πραγματοποίησε η ενάγουσα σε τραπεζικό λογαριασμό της εδρεύουσας στη … εταιρίας με την επωνυμία «…» (Βλ. αντίγραφο του υπό στοιχείο …/10-05-2016 ειδοποιητήριου εξερχόμενου εμβάσματος), και και β) Την 26-05-2016 με έμβασμα, ποσού 25.000 ευρώ, που πραγματοποίησε η ενάγουσα σε τραπεζικό λογαριασμό του … (Βλ. αντίγραφο του υπό στοιχείο …/26-05-2016 ειδοποιητήριου εξερχόμενου εμβάσματος). Σημειώνεται ότι στα παραπάνω εξερχόμενα εμβάσματα αναφέρεται ως αιτιολογία πληρωμής, στο μεν πρώτο «εξοπλισμός, πλήρωμα και ταξίδι από Νορβηγία προς Ντακάρ» («equipment, crew and voyage from Norway to Dakar»), στο δε δεύτερο «Διάφορες δαπάνες και άδεια αλιείας για το «…»» («Various disbursements and fishing licence for M/V …»). Με τις παραπάνω καταβολές, οι οποίες έγιναν σε λογαριασμούς τρίτων προσώπων, καθ’ υπόδειξη και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, και επείχαν θέση καταβολής του δανείσματος προς αυτήν, καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης δάνειο (πρβλ. ΕΠ 481/2014, ΕΛαρ 680/2004, ό.π.), η απόδοση του οποίου συμφωνήθηκε να γίνει σε επτά ισόποσες μηνιαίες δόσεις, με έναρξη καταβολής μετά την παρέλευση πέντε μηνών από την εκταμίευση του ποσού του δανείου. Η ένδικη σύμβαση δανείου καταρτίσθηκε μόνο για το συνολικό ποσό των 65.000 ευρώ, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του αγωγικού ισχυρισμού ότι αυτή καταρτίσθηκε για το ποσό των 75.000 ευρώ. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι το έμβασμα, επιπλέον ποσού 10.000 ευρώ, που πραγματοποίησε η ενάγουσα σε τραπεζικό λογαριασμό του … την 10-05-2016 (Βλ. αντίγραφο του υπό στοιχείο …/10-05-2016 ειδοποιητήριου εξερχόμενου εμβάσματος) έγινε καθ’ υπόδειξη και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, κρίση που συνάγεται από το γεγονός ότι στο εν λόγω ειδοποιητήριο δεν περιλαμβάνεται οποιαδήποτε αιτιολογία πληρωμής που να συνδέει την εν λόγω καταβολή με την πρώτη εναγόμενη, σε αντίθεση με την πρακτική που ακολουθήθηκε κατά την αποστολή των άλλων δύο εμβασμάτων, στα οποία, όπως προαναφέρθηκε, η αιτιολογία πληρωμής συνδέεται με την πρώτη εναγόμενη. Η κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι η σύμβαση δανείου καταρτίσθηκε μόνο για το ποσό των 65.000 ευρώ ενισχύεται και από την επισκόπηση του ανυπόγραφου ιδιωτικού συμφωνητικού, που προσάγουν με επίκληση οι εναγόμενες (Σχετικό 50), το οποίο λαμβάνεται υπόψη, κατά το άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου (Βλ. ΟλΑΠ 15/2003, ΑΠ 239/2017, ΑΠ 20/2017, ό.π.). Ειδικότερα, στο παραπάνω έγγραφο, που συνέταξε η ενάγουσα ως σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού και παρέδωσε στην πρώτη εναγόμενη το Μάϊο έτους 2017, στο πλαίσιο συζητήσεων μεταξύ των διαδίκων για τη διευθέτηση της ένδικης διαφοράς, ως οφειλόμενο στην ενάγουσα ποσό δανείου αναφέρεται αυτό των 65.000 ευρώ. Για την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης δανείου, το ποσό της οποίας υπερβαίνει αυτό των 30.000 ευρώ, απόδειξη συνάγεται από την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, …, με την υπ’ αριθ. …../08-12-2017 ένορκη βεβαίωσή του, η οποία επιτρεπτά λαμβάνεται υπόψη, καθόσον, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αφενός υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης (άρθρο 394 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ), που πηγάζει από τα προαναφερόμενα ειδοποιητήρια εξερχόμενου εμβάσματος, σε συνδυασμό με το από 09-04-2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που απέστειλε η πρώτη εναγόμενη, διά του …, προς την ενάγουσα, ζητώντας ενημέρωση αναφορικά με το χρόνο εκταμίευσης, αφετέρου δικαιολογείται από τη φύση της δικαιοπραξίας λόγω της εμπορικότητας της συναλλαγής και των ειδικών συνθηκών που προεκτέθηκαν. Η κρίση του Δικαστηρίου περί κατάρτισης σύμβασης δανείου μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης δεν αντικρούεται από όσα κατέθεσε ο μάρτυρας των εναγόμενων, …, με την υπ’ αριθ. …/2017 ένορκη βεβαίωσή του, καθώς από την επισκόπηση του περιεχομένου της προκύπτει ότι ο παραπάνω δεν έχει προσωπική αντίληψη, αλλά μεταφέρει τις διηγήσεις των μετόχων της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, ούτε όμως και από όσα κατέθεσε ο μάρτυρας των εναγόμενων …, με την υπ’ αριθ. …/2017 ένορκη βεβαίωσή του, ο οποίος, επίσης, ως προς την παράδοση του ποσού των 40.000 ευρώ μεταφέρει τις διηγήσεις των μετόχων της εναγόμενης. Η ως άνω κρίση δεν αντικρούεται ούτε από την επισκόπηση του από …-2016 ιδιωτικού συμφωνητικού, που προσκομίζουν με επίκληση οι εναγόμενες, προς απόκρουση της αγωγής. Ειδικότερα, από την επισκόπηση του παραπάνω ιδιωτικού συμφωνητικού, που καταρτίσθηκε μεταξύ του … και της πρώτης εναγόμενης, δεν προκύπτει ότι μεταξύ των συμβαλλόμενων καταρτίστηκε συναινετικό δάνειο, καθόσον για την κατάρτιση συναινετικού δανείου (άρθρα 361, 806 ΑΚ), απαιτείται η ανάληψη υποχρέωσης προς μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος και εν προκειμένω ο παραπάνω μη διάδικος δεν ανέλαβε τέτοια υποχρέωση. Η υποχρέωση που ανέλαβε ο παραπάνω έναντι της πρώτης εναγόμενης ήταν «να μεριμνήσει για την εξασφάλιση χρηματοδότησης υπό μορφή βραχυπρόθεσμου έντοκου δανείου προς την πλοιοκτήτρια» (Βλ. Όρο ΙΙΙ), και όχι να μεταβιβάσει στην πρώτη εναγόμενη κατά κυριότητα το παραπάνω αναφερόμενο ποσό. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι οι παραπάνω συμβαλλόμενοι δεν κατήρτισαν σύμβαση δανείου δεν αντικρούεται από το γεγονός ότι αυτοί χαρακτήρισαν την εν λόγω σύμβαση ως «Μνημόνιο Συνεργασίας – Δανειακή Σύμβαση» («Memorandum of Understanding – Loan Agreement»), καθόσον ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Κατόπιν τούτων, η ενάγουσα νομιμοποιείται να ζητήσει την απόδοση του δανείου από την πρώτη εναγόμενη, απορριπτομένων των ενάντια υποστηριζόμενων από τις εναγόμενες. Ο δε ισχυρισμός των εναγόμενων ότι η ένδικη σύμβαση δανείου είναι άκυρη, διότι κατά το χρόνο κατάρτισής της η ενάγουσα στερούταν νόμιμης εκπροσώπησης, τυγχάνει απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι η έλλειψη εξουσίας εκπροσώπησης δεν συνεπάγεται ακυρότητα της σύμβασης, αλλά εκκρεμότητα αυτής, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 2, 229 έως 231 ΑΚ (Βλ. ΑΠ 474/2006 ΧρΙΔ 2006.637, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006.173), περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Επισημαίνεται ότι για τη διαμόρφωση της δικανικής του κρίσης το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, την από 22-04-2016 σύμβαση συνεργασίας, την οποία προσήγαγε με επίκληση η ενάγουσα, καθώς η τελευταία, παρότι έφερε το βάρος απόδειξης της γνησιότητας της υπογραφής του … επί του παραπάνω εγγράφου, κατόπιν σχετικής αμφισβήτησης από τις αντιδίκους της, δεν προσκόμισε οποιοδήποτε σχετικό αποδεικτικό στοιχείο, ενώ και ο μάρτυράς της με την υπ’ αριθ. 90/08-12-2017 ένορκη βεβαίωσή του δεν καταθέτει ο,τιδήποτε αναφορικά με την εν λόγω υπογραφή (πρβλ. ΑΠ 239/2017, ό.π.). Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη, η οποία έχει την ιδιότητα της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και της νόμιμης εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης, ανέλαβε αυτοτελή και ατομική ευθύνη έναντι της ενάγουσας για την εκπλήρωση της οφειλής της πρώτης εναγόμενης. Σε αντίθετη κρίση δε δύναται να οδηγηθεί το Δικαστήριο μόνο από από όσα σχετικά κατέθεσε ο μάρτυρας της ενάγουσας με την υπ’ αριθ. …./2017 ένορκη βεβαίωσή του, τα οποία ελέγχονται ως ασαφή, και δεν επιβεβαιώνονται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των φωτογραφικών απεικονίσεων γραπτών μηνυμάτων (SMS), που προσάγει με επίκληση η ενάγουσα. Επομένως, η δεύτερη εναγόμενη δεν ευθύνεται ατομικά έναντι της ενάγουσας για την καταβολή του ποσού των 65.000 ευρώ. Τέλος, δεν συντρέχει λόγος αναβολής (αναστολής) της παρούσας δίκης, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 06-12-2017 με ΓΑΚ 13219/2017 και με ΕΑΚ 6560/2017 αγωγής της πρώτης εναγόμενης σε βάρος του …, η οποία εκκρεμεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (τακτική διαδικασία – τμήμα ναυτικών διαφορών), αποριπτομένης της σχετικής αίτησης των εναγόμενων, διότι κρίνεται ότι δεν υφίστανται, αφενός πραγματική εξάρτηση της διάγνωσης της προκείμενης διαφοράς από την απόφαση που θα εκδοθεί στο πλαίσιο της άλλης δίκης, αφετέρου κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων.
Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη κατά το σκέλος που στρέφεται σε βάρος της πρώτης εναγόμενης και ν’ αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, πρέπει η πρώτη εναγόμενη να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών έξοδων της ενάγουσας, ανάλογο της ήττας της, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 178, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1iα’, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων). Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το σκέλος που στρέφεται σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης. Δικαστικά έξοδα υπέρ της δεύτερης εναγόμενης δεν επιδικάζονται, διότι δεν προέκυψε ότι η παραπάνω υποβλήθηκε σε χωριστά έξοδα (πρβλ. ΕΛαρ 170/2005 ΤΝΠ NOMOS).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η πρώτη εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 21-06-2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ