Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

 

Αριθμός απόφασης   2247/2020

(ΓΑΚ/ΕΑΚ κλήσης 2307/1100/2019

ΓΑΚ/ΕΑΚ αγωγής 1298/578/2018)

 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 22α Οκτωβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …, το γένος …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Χρήστος Αϊβαλιώτης του Ανδριανού (ΑΜ/ΔΣΠ 1132), κάτοικος …, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/9.5.2018 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο ενώπιον της συμβολαιογράφου … Κυριακής Αϊβαλιώτη Κιούση-Αδάμ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο παραπάνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει στις …, με ΑΦΜ …, και εκπροσωπείται νόμιμα από τον …, κάτοικο …, 2. …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, για τους οποίους κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Δημήτριος Ψυχάρης του Χρήστου (ΑΜ/ΔΣΑ 26505), κάτοικος …, δυνάμει αντιστοίχως του υπ’ αριθ. …/7.5.2018 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα, και του υπ’ αριθ. …/10.5.2018 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο ενώπιον του συμβολαιογράφου … Γεώργιου Λυράκη, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο παραπάνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 5.2.2018 υπ’ αριθ. κατάθεσης 1298/578/2018 αγωγή της, την οποία επαναφέρει για συζήτηση με την υπ’ αριθ. κατάθεσης 2307/1100/14.3.2019 κλήση της, μετά την έκδοση της με αριθμό 521/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία κηρύχθηκε αναρμόδιο το δικάσαν τμήμα του Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο τμήμα ναυτικών υποθέσεων του Δικαστηρίου τούτου. Μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, η υπόθεση προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 6.9.2019 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ι. Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, με την υπ’ αριθ. κατάθεσης 2307/1100/2019 κλήση της ενάγουσας, η από 5.2.2018 υπ’ αριθ. κατάθεσης 1298/578/2018 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά την έκδοση επ’ αυτής της υπ’ αριθ. 521/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία κηρύχθηκε αναρμόδιο το δικάσαν τμήμα του Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο τμήμα ναυτικών υποθέσεων του Δικαστηρίου αυτού.

ΙΙ. Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειές του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε, τέτοια δε νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία είτε από ειδική διάταξη νόμου είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη (ΕφΠειρ 161/2004 ΕΝαυτΔ 2004.3), η οποία (αρχή) σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, του επιβάλλει να επιχειρήσει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποφυγή της ζημίας (ΑΠ 2247/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 380/2008 ΧρΙΔ 2008.880). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Από τη διάταξη δε του άρθρου 298 εδ. β΄ του ΑΚ προκύπτει ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση αξιώσεως αποζημιώσεως αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ): α) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και β) επέφερε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1396/2010, ΑΠ 605/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2247/2009 ο.π.). Εξάλλου, από το άρθρο 922 ΑΚ που ορίζει ότι ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, προκύπτει ότι για την ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος πρέπει ο τελευταίος να τελεί υπό τις εντολές και οδηγίες του προστήσαντος ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων του, προς τις οποίες και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται. Από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτους όχι μόνον κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια. Δεν ευθύνεται όμως ο προστήσας, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος οφείλεται σε προσωπικούς του λόγους, άσχετους με την υπηρεσία που του ανατέθηκε, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντος και την άσκηση ή την κατάχρηση της υπηρεσίας του. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που υπάρχει μεν τοπικός ή χρονικός σύνδεσμος της επιβλαβούς συμπεριφοράς του προστηθέντος με την υπηρεσία του, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε με την ευκαιρία της υπηρεσίας, οφείλεται όμως σε αίτια ανεξάρτητα από αυτή και συγκεκριμένα σε προσωπικό πταίσμα του προστηθέντος, τον κίνδυνο του οποίου δεν μπορεί να φέρει ο προστήσας (ΑΠ 957/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 84 εδ. β΄ του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), ο πλοιοκτήτης ευθύνεται από τις αδικοπραξίες, που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις ανωτέρω γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 ΑΚ συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης (προστήσας) ευθύνεται, όταν η αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 864/2009 ΕΝαυτΔ 2009.184, ΑΠ 1711/2008 ΕΕμπΔ 2009.875, ΑΠ 380/2008 ο.π.). Τέλος, από το συνδυασμό και των διατάξεων των άρθρων 481, 483 – 486, 922 και 926 ΑΚ συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται εις ολόκληρον με τον προστηθέντα, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε την περιουσιακή ή τη μη περιουσιακή ζημία, δημιουργούμενης έτσι παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (ΑΠ 181/2011 ΧρΙΔ 2011.664, ΑΠ 72/2007 ΧρΙΔ 2007.411, ΑΠ 160/2001 ΑρχΝ 2001.868· Σταθόπουλο στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τομ. IV, εκδ.1982, υπ’ αρθρ. 922 αρ. 41 και Γεωργιάδη ο.π. υπ’ αρθρ. 926 αρ. 16), με τις εξ αυτής συνέπειες (ΕφΠειρ 1042/1986 ΕΝαυτΔ 1989.456). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 481 ΑΚ οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει όταν, σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ιδίας παροχής, καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής, όμως, έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για την ύπαρξη οφειλής εις ολόκληρον αποτελεί η ταυτότητα της παροχής που οφείλουν περισσότεροι οφειλέτες. Ως ταυτότητα παροχής νοείται η ταυτότητα του σκοπού της παροχής, ο οποίος είναι το συμφέρον του δανειστή για εκπλήρωσή της. Η ταυτότητα αυτή της παροχής δεν προϋποθέτει αναγκαστικά ταυτότητα του νομικού και πραγματικού παραγωγικού λόγου γενέσεώς της και για το λόγο αυτό η υποχρέωση ή η κοινή ευθύνη του συνοφειλετών μπορεί να πηγάζει από διαφορετική αιτία και να γεννήθηκε σε διαφορετικό χρόνο, αρκεί η ικανοποίηση του ίδιου συμφέροντος του δανειστή (ΑΠ 1489/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τα άρθρα 481 και 483 παρ. 1 ΑΚ προκύπτει ότι επί παθητικής εις ολόκληρον οφειλής η καταβολή που έγινε από ένα των συνοφειλετών απαλλάσσει και τους λοιπούς (ΑΠ 22/2004 ΝοΒ 2004.1206). Β. Το άρθρο 107 ΚΙΝΔ, που ανήκει στο Κεφάλαιο Α΄ αυτού, ορίζει τα ακόλουθα: «Η σύμβασις ναυλώσεως έχει ως αντικείμενον την έναντι ανταλλάγματος: α) χρησιμοποίησιν του πλοίου εν όλω (ολική ναύλωσις) ή εν μέρει (μερική ναύλωσις) προς ενέργειαν θαλάσσιας μεταφοράς, β) μεταφοράν πραγμάτων δια θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς πραγμάτων), γ) μεταφοράν επιβατών δια θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς επιβατών). Επί της συμβάσεως μεταφοράς πραγμάτων, εφ’ όσον άλλο τι δεν ορίζεται υπό του νόμου ή δεν συνομολογείται ρητώς ή δεν προκύπτει εκ της φύσεως της σχέσεως, εφαρμόζονται αι διατάξεις περί ολικής ή μερικής ναυλώσεως. Η μεταφορά επιβατών ρυθμίζεται υπό των ειδικών διατάξεων του Κεφαλαίου Ζ΄ του παρόντος τίτλου». Όπως συνάγεται από τη διατύπωση του ανωτέρω άρθρου, αλλά και από την Εισηγητική Έκθεση της Συντακτικής Επιτροπής του Σχεδίου του ΚΙΝΔ, οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση διατυπώθηκαν για να εφαρμόζονται κατά πρώτο λόγο στην κατά κυριολεξία ναύλωση (strictu sensu ναύλωσιν, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση) και, υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 2, στη σύμβαση μεταφοράς πραγμάτων (Αλ. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τομ. II, εκδ. 2007, σελ. 7-8). Κατά την επικρατέστερη άποψη, η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη υπάγεται στη latu sensu ναύλωση και ρυθμίζεται, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 174-189 ΚΙΝΔ, συμπληρωματικά και απ’ όσες διατάξεις των άρθρων 107-173 ΚΙΝΔ προσαρμόζονται στη φύση της σχέσης (Ιω. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τομ. 2ος, εκδ. 2005, υπ’ αρθρ. 107, παρ. 4.1, σελ. 100, αντιθ. Πην. Αγαλλοπούλου – Ζερβογιάννη, Ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα για ατύχημα επιβατών, σελ. 381-383, που θεωρεί ότι εφαρμόζονται συμπληρωματικά στα άρθρα 174-189 ΚΙΝΔ μόνον οι γενικές διατάξεις του αστικού δικαίου). Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση αποδίδουν στην ουσία τις ρυθμίσεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1924 για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές (Κανόνες Χάγης), που αφορούν τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων, η οποία κυρώθηκε, μαζί με τις τροποποιήσεις του 1963 (Κανόνες του Βίσμπυ) και τα δύο τροποποιητικά της Πρωτόκολλα των ετών 1968 και 1979, με το Ν. 2107/1992. Περαιτέρω, οι ρυθμίζουσες την ενδοσυμβατική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα από τη μεταφορά επιβατών διατάξεις του Κεφαλαίου Ζ΄ του ΚΙΝΔ (174-189), εφαρμόζονται όταν η μεταφορά αυτών είναι εσωτερική και δεν υπόκεινται στη ρύθμιση της Σύμβασης των Αθηνών 1974/1976 που κυρώθηκε με το Ν. 1922/1991, αφορά δε, όπως προκύπτει από τα άρθρα 1 παρ. 9 και 2 παρ. 1 αυτής, μόνο διεθνείς μεταφορές, μη εφαρμοζόμενες αν ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού καθώς και οι ενδιάμεσοι λιμένες προορισμού βρίσκονται στο ίδιο κράτος (ΑΠ 1002/2002 ΕΝαυτΔ 2002.273) ούτε επεκτεινόμενες και επί των εσωτερικών μεταφορών (ΕφΠειρ 161/2004 ο.π.). Στο μέτρο, όμως, που συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας ο επιβάτης μπορεί να στηρίξει τις αξιώσεις του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ (Ιω. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, ο.π., υπ’ αρθρ. 174, παρ. 3, σελ. 471-472). Τούτο συμβαίνει όταν η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως αντικειμενική στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505). Σε μία τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει την αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 1024/2010, ΑΠ 347/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1734/2009 ΧρΙΔ 2011.100, ΕφΠειρ 53/2012 ΕΝαυτΔ 2012.125). Γ. Κατά το άρθρο 298 εδάφ. α΄ ΑΚ η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 929 εδάφ. α΄ του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Ως νοσήλια νοούνται οι δαπάνες που είναι αναγκαίες για τη σωτηρία και την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος, όπως είναι, κατά ενδεικτική αναφορά, οι καταβολές για αγορά φαρμάκων, οι αμοιβές γιατρών, η δαπάνη για την παραμονή του στο νοσοκομείο ή την κλινική, για τη φυσικοθεραπεία, για μίσθωση αυτοκινήτου TAXI προς μεταφορά του παθόντος σε νοσοκομείο ή για τη μετάβασή του σε εξετάσεις και παρακολούθηση, για την πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου είτε στην οικία του είτε στο νοσοκομείο, για τη λήψη βελτιωμένης τροφής, όσο τούτο επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, για τα εν γένει έξοδα του συνοδού του, σε περίπτωση μετακίνησής του σε άλλη πόλη, εφόσον η παρουσία του συνοδού κρίνεται αναγκαία κ.ά. και έτσι, με κριτήριο την αναγκαιότητα ή όχι πραγματοποίησης της δαπάνης, θα υποχρεωθεί ή όχι ο υπόχρεος σε αποζημίωση να καταβάλει τη συγκεκριμένη δαπάνη ως οφειλόμενη ζημία (ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 1935/2013, ΑΠ 2176/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε (άρθρο 224 εδ. β ΚΠολΔ), η ενάγουσα εκθέτει ότι την 16η Φεβρουαρίου 2017 και περί ώρα 07.15 μετέβη στο λιμάνι των … προκειμένου να επιβιβαστεί στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «…», πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην πορθμειακή γραμμή Σπετσών– Κόστας Ερμιονίδας, Νομού Αργολίδας, με Πλοίαρχο, κατά τον ως άνω χρόνο, τον δεύτερο εναγόμενο. Ότι κατά την επιβίβασή της στο πλοίο σηκώθηκε ο καταπέλτης του, ο οποίος, κινούμενος προς τα εμπρός, παρέσυρε το δεξί της πόδι από κάτω, προκαλώντας της τις αναλυτικά περιγραφόμενες στην αγωγή σωματικές βλάβες. Ότι οι σωματικές της βλάβες οφείλονται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του Πλοιάρχου του ως άνω πλοίου και της πλοιοκτήτριας εταιρείας, καθώς αφενός ο πρώτος προσόρμισε το πλοίο στην εξωτερική πλευρά του ανατολικού λιμενοβραχίονα, η οποία ήταν εκτεθειμένη στον ΒΑ πλέοντα άνεμο, αντί της υπήνεμης εξωτερικής δυτικής πλευράς του δυτικού λιμενοβραχίονα, στον οποίο όφειλε και μπορούσε να προσορμίσει το πλοίο, αφετέρου δεν το αγκυροβόλησε, ώστε αυτό να συγκρατείται σε σταθερή θέση, και ακόμη, επειδή το πλοίο δεν διέθετε στρωμάτσα και δεν τοποθετήθηκε τέτοια προ του καταπέλτη κατά την επιβίβαση των επιβατών, ώστε να καλύπτεται το κενό μεταξύ του καταπέλτη και του τσιμέντου του λιμενοβραχίονα και, τέλος, επειδή δεν είχε ανατεθεί τόσο από τον Πλοίαρχο όσο και από την πλοιοκτήτρια εταιρεία σε μέλος του πληρώματος η επίβλεψη της επιβίβασης και η σχετική καθοδήγηση, ενόψει και των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν. Με βάση το ως άνω ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, α) το ποσό των 12.640,55 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας, όπως το εν λόγω κονδύλιο αναλύεται περαιτέρω στην κρινόμενη αγωγή, β) το ποσό των 300.000 ευρώ για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας του επίδικου τραυματισμού της, από το οποίο αφαιρεί το χρηματικό ποσό των 44 ευρώ, το οποίο επιφυλάσσεται ρητά να διεκδικήσει, παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα, ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου κατά την εκδίκαση του ποινικού σκέλους της υπόθεσης, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, ζητεί να απαγγελθεί σε βάρος του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης και του δεύτερου εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, που επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα ημέρων από την κατάθεσή της, καθώς, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5.2.2018 και επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 21.2.2018 (βλ. αντιστοίχως τις προσαγόμενες με επίκληση από την ενάγουσα υπ’ αριθ. …/21.2.2018 και …/21.2.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …), παραδεκτά εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του αρμόδιου τούτου Δικαστηρίου (άρθρα 7 – 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 18, 22, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ και 51 παρ. 1 α, 2, 3 Α – Β ιζ Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού περιέχονται σ’ αυτήν όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ, στοιχεία, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των εναγομένων, πλην του κονδυλίου που αφορά στη διατροφή της ενάγουσας και της θυγατέρας της κατά τα χρονικά διαστήματα διαμονής τους στην Αθήνα και στη βελτιωμένη διατροφή της ίδιας κατά το διάστημα της αποθεραπείας της, μέχρι τον Ιούνιο 2017, καθόσον δε γίνεται διάκριση των επιμέρους αιτουμένων ποσών ούτε επίκληση έστω του μηνιαίου κόστους αυτών, παρά μόνο ζητείται το συνολικό ποσό των 5.000 ευρώ, περαιτέρω δε, σε σχέση με τη βελτιωμένη διατροφή, δε γίνεται επίκληση της αναγκαιότητας λήψης τέτοιας (πρβλ. ΜονΕφΑθ 519/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τα λοιπά, η υπό κρίση αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 288, 297, 298, 299, 330, 345, 346, 481 επ., 914, 922, 926, 929, 932 ΑΚ, 84 εδ. β΄ ΚΙΝΔ και 907, 908, 1047, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Συνεπώς, στο μέρος που η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το με κωδικό … e-παράβολο, σε συνδυασμό με το από 24.9.2018 αποδεικτικό πληρωμής της «Τράπεζας .…….»).

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία. Με τη διάταξη αυτή, χωρίς να θεσμοθετείται υποχρέωση, παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να αναβάλλει με απόφασή του τη συζήτηση της υπόθεσης, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση διαδίκου, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη, η οποία επηρεάζει, κατά οποιονδήποτε τρόπο, τη διάγνωση της αστικής διαφοράς. Έτσι, για την αναβολή της συζήτησης, απαιτείται, αφενός μεν εκκρεμής ποινική αγωγή, αφετέρου δε επηρεασμός της ποινικής αγωγής στη διάγνωση της αστικής δικαιολογητικής σχέσεως, με την έννοια ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν την υπόσταση μιας πράξεως που τελέστηκε, ασκούν ουσιώδη επιρροή, όσον αφορά τα θεμελιωτικά της δικαιολογητικής σχέσεως περιστατικά (βλ. ΕφΑθ 3221/2006 ΕλλΔνη 2009.274, ΕφΑθ 3177/2006 ΕλλΔνη 2007.1508, ΕφΛαρ 40/2003 ΝοΒ 2004.1218). Εκκρεμής θεωρείται η ποινική αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και διατάχθηκε προανάκριση ή κυρία ανάκριση, ανεξάρτητα από την εισαγωγή ή όχι της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά το χρόνο της έκδοσης της αναβλητικής απόφασης (βλ. ΕφΑθ 3221/2006 ό.π., ΕφΑθ 3177/2006 ό.π., ΕφΠατρ 838/1996 Δ 1997.767). Είναι αλήθεια ότι η αμετάκλητη ποινική απόφαση ούτε δημιουργεί ούτε είναι δυνατόν να δημιουργήσει δεδικασμένο για τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία στηρίζουν παράλληλα, αφενός μεν την ποινική αξίωση της πολιτείας κατά του κατηγορουμένου, αφετέρου δε την εναντίον του αστική αξίωση, πλην όμως, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, ο δικαστής είναι ελεύθερος να εκτιμήσει, κατά συνείδηση, την αξία της ποινικής απόφασης. Έτσι, απόκειται στην έμφρονα κρίση του πολιτικού δικαστηρίου να εξετάσει αν με την αναβολή της πολιτικής δίκης, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία, θα διευκολυνθεί η αποδεικτική διαδικασία περί της βασιμότητας της εκκρεμούς αγωγής (ΕφΠειρ 104/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3221/2006 ό.π., ΕφΑθ 3177/2006 ό.π., ΕφΠατρ 838/1996 ό.π.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 300 ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 914 ΑΚ, προκύπτει ότι, για να μην επιδικαστεί από το δικαστήριο αποζημίωση στο ζημιωθέντα ή για να μειωθεί το ποσό της, απαιτείται συντρέχον πταίσμα του ίδιου και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος (υπαίτιας πράξης ή παράλειψης) και του επελθόντος αποτελέσματος. Αν δεν υπάρχει ο απαιτούμενος αυτός αιτιώδης σύνδεσμος διατηρείται πλήρης η αξίωση αποζημιώσεως του ζημιωθέντος. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του υπαίτιου ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, ικανή να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1663/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι ισχυρίζονται με τις προτάσεις τους ότι μετά το ένδικο συμβάν διενεργήθηκε προανάκριση από το Λιμεναρχείο …, στο πλαίσιο της οποίας η ενάγουσα δήλωσε ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη των υπεύθυνων για τον τραυματισμό της και ο δεύτερος εναγόμενος, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, παρέσχε έγγραφες εξηγήσεις, εν συνεχεία δε, ο σχηματισθείς φάκελος δικογραφίας διαβιβάσθηκε (εκ νέου) στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά. Επικαλούμενοι τα ανωτέρω, υποβάλλουν αίτημα αναβολής της δίκης κατ’ άρθρο 250 του ΚΠολΔ μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία επί της ανωτέρω έγκλησης, το οποίο (αίτημα) είναι μη νόμιμο και πρέπει να απορριφθεί, γιατί οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται ότι με βάση την ανωτέρω έγκληση ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του δεύτερου εξ αυτών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 250 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω οι εναγόμενοι αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή, ισχυρίζονται δε ότι συνυπαίτια σε ποσοστό 95% για το ατύχημα είναι η ενάγουσα, διότι κατά σαφή παράβαση των διατάξεων του άρθρου 14 παρ. 5 και 6 του Ν. 3709/2008 αγνόησε την εντολή του αρμόδιου ναύτη να μην επιβιβασθεί στο πλοίο πριν την ολοκλήρωση της φόρτωσης των οχημάτων, πέρασε δε πίσω από την πλάτη του προκειμένου να μη γίνει αντιληπτή από αυτόν και εν τέλει, λόγω της σωματικής της διάπλασης και της δυσχέρειας κίνησης που παρουσιάζει, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μετέφερε μια μεγάλη βαλίτσα, απώλεσε την ισορροπία της όταν ο καταπέλτης κλυδωνίστηκε κατά τη φόρτωση ενός φορτηγού οχήματος και τραυματίστηκε. Ο ισχυρισμός αυτός περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στη ζημία της συνιστά ένσταση καταλυτική της αγωγής, η οποία είναι ορισμένη κατ’ άρθρο 262 ΚΠολΔ και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.

  1. IV. Από τις με αριθμούς …./4.5.2018, …./4.5.2018 και …./8.5.2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων … και … ενώπιον της Ειρηνοδίκου … που προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα, οι οποίες λήφθηκαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. αντίστοιχα τις εκθέσεις επίδοσης με αριθμούς …/27.4.2018 και …/27.4.2018 του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …) και από τη με αριθμό …/15.5.2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … ενώπιον του συμβολαιογράφου Σπετσών Γεωργίου Λυράκη που προσκομίζουν με επίκληση οι εναγόμενοι, η οποία λήφθηκε μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …΄/10.5.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων (άρθρα 261 εδ. β, 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 16.2.2017 και περί ώρα 07.15 η ενάγουσα …, ηλικίας 66 ετών, μετέβη μαζί με τη θυγατέρα της … με το ταξί του … στο λιμάνι των … προκειμένου να επιβιβαστούν στο επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο με το όνομα «…», Ν.Π. … για να μεταβούν μετά από ολιγόλεπτης διάρκειας ταξίδι απέναντι στην Κόστα Πελοποννήσου με το δρομολόγιο που θα εκτελούσε το παραπάνω πλοίο στις 07.20 και στη συνέχεια οδικώς, με το ταξί του …, στην Αθήνα. Το πλοίο αυτό κατά τον ανωτέρω χρόνο ήταν πλοιοκτησίας της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «….», εργαζόταν δε σ’ αυτό ως πλοίαρχος ο … (δεύτερος εναγόμενος). Κατά την επιβίβαση των προαναφερομένων προσώπων στο πλοίο, το οποίο δεν είχε αγκυροβολήσει, αν και διαθέτει δύο άγκυρες στην πρύμνη του, αλλά είχε προσδεθεί με δύο κάβους (σχοινιά), αριστερά και δεξιά της πλώρης του, στις δέστρες που υπήρχαν στην ανατολική πλευρά της ανατολικής προβλήτας, επιχειρώντας η ενάγουσα να ολοκληρώσει το βηματισμό της για ν’ ανέλθει καθ’ ολοκληρία στον καταπέλτη του πλοίου και, ειδικότερα, ενώ είχε τοποθετήσει το αριστερό της πόδι επάνω στον καταπέλτη και ετοιμαζόταν με το επόμενο βήμα της να ανεβάσει και το δεξί της πόδι, αφήνοντας την προκυμαία, ο καταπέλτης αυτός σηκώθηκε στιγμιαία, αφήνοντας μικρό κενό μεταξύ αυτού και της προκυμαίας, επανήλθε δε αμέσως μετά κινούμενος προς τα εμπρός, δηλαδή αντίθετα με την κίνηση του δεξιού ποδιού της ενάγουσας. Κατά τη στιγμή της επαναφοράς του καταπέλτη, που συνέπεσε με τη στιγμή εκκίνησης του δεξιού ποδιού της ενάγουσας, εγκλωβίστηκε από τον καταπέλτη μεταξύ αυτού και της προκυμαίας το άκρο του ποδιού αυτού, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό τον βαρύ τραυματισμό της ενάγουσας, η οποία στη συνέχεια ανατράπηκε προς τα δεξιά. Κατόπιν μεταφοράς της στο Πολυδύναμο Ιατρείο (Π.Π.Ι.) … για την παροχή πρώτων βοηθειών, η ιατρός … διέγνωσε συνθλιπτικό θλαστικό τραύμα δεξιού άκρου ποδός, το οποίο αντιμετώπισε με συρραφή του τραύματος στην εσωτερική πλευρά του πέλματος. Επειδή δε το δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο από τα δάχτυλα του δεξιού ποδιού της ενάγουσας είχαν συνθλιβεί με αποκάλυψη του οστού, η ιατρός έκανε περίδεση, χορήγησε φαρμακευτική αγωγή και συνέστησε περαιτέρω εκτίμηση και αντιμετώπιση. Το παραπάνω συμβάν – ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια του προστηθέντος από την πρώτη εναγόμενη Πλοιάρχου του «…», του οποίου εκείνη ήταν πλοιοκτήτρια, δηλονότι του δεύτερου εναγόμενου, που βρισκόταν στην υπηρεσία της και είχε την κυβέρνηση του ως άνω πλοίου. Ειδικότερα, αυτός δεν επέδειξε την επιμέλεια, τη φροντίδα και την επαγρύπνηση που όφειλε απαραιτήτως και μπορούσε να καταβάλει λόγω της ιδιότητάς του αυτής και έτσι δεν είχε λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την ασφαλή επιβίβαση των επιβατών στο πλοίο, σύμφωνα προς τη ναυτική εμπειρία και τέχνη (πρβλ. άρθρο 159 β.δ. 683/1960). Πλέον συγκεκριμένα, ο ανωτέρω πλοίαρχος δεν τοποθέτησε, για την ασφαλή μετακίνηση των μεταφερομένων, σχοίνινο στρώμα, τη γνωστή στη ναυτική ορολογία «στρωμάτσα», πάνω στο κρηπίδωμα της προκυμαίας έμπροσθεν και κατά μήκος του καταπέλτη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 34 παρ. 1 και 5 του Γενικού Κανονισμού Λιμένα …, ο οποίος δεν εμπεριέχει συγκεκριμένους και απαριθμούμενους τρόπους προσδέσεως του καταπέλτη, αλλά ορίζει ότι αυτή (πρόσδεση) πρέπει να γίνει με τρόπο που να εξασφαλίζει απόλυτα τη διακίνηση επιβατών και οχημάτων (πρβλ. ΑΠ 1653/2010 ΕΝαυτΔ 2011.25). Ο εγκλωβισμός του ποδιού της ενάγουσας κάτω από τον καταπέλτη και η ούτως επελθούσα σωματική βλάβη σε αυτήν θα είχε αποφευχθεί αν ο πλοίαρχος (δεύτερος εναγόμενος) είχε επιμεληθεί να τοποθετήσει στρώμα από σχοινιά («στρωμάτσα»), κατά τέτοιο τρόπο ώστε η τοποθέτηση αυτή να μην κατέλειπε κενά κατά τις ελαφρές μετακινήσεις του καταπέλτη. Εάν δεν είχε παραλείψει να τοποθετήσει «στρωμάτσα», ο καταπέλτης του πλοίου θα ακουμπούσε σταθερά και καθ’ όλο το μήκος του στην προκυμαία, χωρίς να καταλείπονται κενά. Περαιτέρω, καίτοι γνώριζε, λόγω των συνεχών δρομολογίων που εκτελούσε με το προμνημονευόμενο πλοίο της ναυτικής εταιρίας «….» στη διαδρομή Σπέτσες-Κόστα Πελοποννήσου και τανάπαλιν, ότι το λιμάνι Ντάπιας Σπετσών επηρεάζεται από τις καιρικές συνθήκες, λόγος για τον οποίο, άλλωστε, του έχουν παραχωρηθεί κατ’ αποκλειστικότητα δύο θέσεις για την πρόσδεση και επιβίβαση / αποβίβαση επιβατών και οχημάτων, ώστε να επιτυγχάνεται η ασφαλέστερη δυνατή ανάλογα με τις εκάστοτε επικρατούσες καιρικές συνθήκες (βλ. σχετ. το με αριθμό Πρωτ. …/29.5.2018 έγγραφο του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου …, που προσκομίζει με την προσθήκη της μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα), προσέδεσε στην ανατολική πλευρά της ανατολικής προβλήτας, με συνέπεια να υπάρχει κυματισμός στο σημείο όπου ήταν απλωμένος ο καταπέλτης του προς το μέρος της ξηράς λόγω των πνεόντων βορειοανατολικών ανέμων μέτριας εντάσεως (5 μποφόρ), αντί της δυτικής πλευράς της δυτικής προβλήτας, που δεν επηρεάζεται από τους εν λόγω ανέμους. Πλήρης ακινητοποίηση του πλοίου και του καταπέλτη σύμφωνα με την κοινή εμπειρία και τους κανόνες της λογικής είναι αδύνατη και ιδιαίτερα όταν δεν επικρατεί νηνεμία και πρόκειται για τον συγκεκριμένο τύπο πλοίου, γεγονότα τα οποία ήταν γνωστά στον πλοίαρχο – δεύτερο εναγόμενο. Η πρόσδεση του πλοίου, ωστόσο, στην υπήνεμη δυτική προβλήτα και δη η αγκυροβολία του, με χρήση των διαθεσίμων αγκυρών, η οποία δεν απαγορεύεται, με βάση το άρθρο 11 του Γενικού Κανονισμού Λιμένα …, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, αλλά υπόκειται στις ειδικές διαταγές και υποδείξεις της Λιμενικής Αρχής, θα περιόριζαν τις μετακινήσεις του καταπέλτη, οι οποίες άλλωστε είναι συνήθεις μεν για τα πλοία αυτού του τύπου, πλην όμως ικανές (οι μετακινήσεις) να προκαλέσουν τραυματισμό στους επιβιβαζόμενους∙ έτσι, από τη λήψη των ανωτέρω περιγραφόμενων μέτρων θα αποκλείονταν τέτοια συμβάντα. Όλα αυτά, βεβαίως, ιδίως δε οι κίνδυνοι που ο κλυδωνισμός του πλοίου περικλείει, ήταν απολύτως σε γνώση του εναγόμενου και συνετέλεσαν στον τραυματισμό της ενάγουσας. Από τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, όμως, προέκυψε ότι και η ενάγουσα επέδειξε αμελή συμπεριφορά, καθώς έσπευσε να επιβιβαστεί στο πλοίο ενόσω διαρκούσε η επιβίβαση των οχημάτων, χωρίς να περιμένει να την καθοδηγήσει το μέλος του πληρώματος …, ο οποίος επέβλεπε τη διαδικασία φόρτωσης και δεν την αντιλήφθηκε. Τα ανωτέρω, που προκύπτουν με σαφήνεια από την κατάθεση του παρόντος στο συμβάν λιμενικού …, που ελήφθη την ίδια ημέρα (16.2.2017) και κάνει λόγο συγκεκριμένα για «μία μεμονωμένη επιβάτιδα [που] μαζί με την κόρη της προσπάθησαν να εισέλθουν στο πλοίο με δική τους πρωτοβουλία», καθώς και από τις καταθέσεις των παρόντων μελών του πληρώματος …, Γ΄ μηχανικού, και …, οι οποίες συμπεριλαμβάνονται άπασες στη σχηματισθείσα προανακριτική δικογραφία και δεν αναιρούνται από τις ένορκες βεβαιώσεις της κόρης της ενάγουσας και του οδηγού ταξί …, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι δεν είδε το ατύχημα, καταδεικνύουν ευθύνη και της ενάγουσας για τον ένδικο τραυματισμό της, καθόσον αυτή παρέβη τις διατάξεις των παρ. 5 και 6 του άρθρου 14 του Ν. 3709/2008 «Δικαιώματα – Υποχρεώσεις επιβατών και μεταφορέων στις θαλάσσιες μεταφορές και άλλες διατάξεις», σχετικά με την υποχρέωση των επιβατών να συμμορφώνονται στις οδηγίες του πληρώματος και τους κανονισμούς του πλοίου, εν προκειμένω δε σχετικά με την υποχρέωση μη επιβίβασής της μέχρι την ολοκλήρωση φόρτωσης των οχημάτων. Η σπουδή της αυτή είχε ως αποτέλεσμα να επιχειρήσει να επιβιβαστεί στο πλοίο σε στιγμή που ο …, που ήταν παρών και γνώριζε τους κινδύνους από τον κλυδωνισμό του πλοίου, ορισθείς από τον Πλοίαρχο κατ’ άρθρο 34 παρ. 2 και 3 του Γενικού Κανονισμού Λιμένα …, για να επιβλέπει την απο-επιβίβαση και να καταμετρά επιβάτες και οχήματα, δεν είχε τη δυνατότητα να της επισημάνει ότι έπρεπε να επιδείξει ιδιαίτερη προσοχή, ενόψει της μη σταθερής πρόσδεσης του καταπέλτη. Τούτο βεβαίως δεν αναιρεί την ευθύνη των εναγομένων, οι οποίοι, με τις προαναφερθείσες ενέργειες και παραλείψεις τους, ιδίως δε τη μη τοποθέτηση «στρωμάτσας», παρέλειψαν να αποτρέψουν το ένδικο ατύχημα, αν και τελούσαν σε γνώση των μέτρων που όφειλαν και μπορούσαν να λάβουν προς άρση τους. Γίνεται ιδιαίτερη μνεία στο γεγονός ότι η ενδεδειγμένη, από άποψη θέσης (δυτικός λιμενοβραχίονας) και τρόπου (αγκυροβολία), πρόσδεση του πλοίου θα είχε περιορίσει αισθητά τον κλυδωνισμό του καταπέλτη, που οφειλόταν κυρίως στον φυσικό κυματισμό λόγω των επικρατούντων ανέμων, ακόμη και ενόσω διαρκούσε η φόρτωση των οχημάτων, κατά την ετοιμασία του απόπλου του. Ωστόσο, άλλη αμελής συμπεριφορά της ενάγουσας δεν αποδείχθηκε, περαιτέρω δε δεν αποδείχθηκε ότι αυτή γλίστρησε στον καταπέλτη ούτε ότι είχε κινητικά προβλήματα κατά το χρόνο επέλευσης του συμβάντος, και δη τέτοια που να συνετέλεσαν αιτιωδώς στην πρόκλησή του. Τέλος, σκόπιμο κρίνεται να σημειωθεί ότι, το γεγονός πως η ενάγουσα έσυρε μία αποσκευή με ροδάκια κατά τη στιγμή της επιβίβασής της στο πλοίο, όπως προκύπτει από το σύνολο των προανακριτικών καταθέσεων των προαναφερθέντων προσώπων και δεν αναιρείται από άλλη αξιόπιστη ένορκη κατάθεση, λ.χ. του οδηγού ταξί …, ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, επιβιβάστηκε πρώτος στο πλοίο με τη μεγάλη βαλίτσα, δεν συνδέεται αιτιωδώς με τον ένδικο τραυματισμό της, καθόσον αυτός δεν προκλήθηκε από πτώση της συνεπεία απώλειας της ισορροπίας της, στην οποία θα μπορούσε να είχε συντελέσει η προσπάθεια μετακίνησης της βαλίτσας της, αλλά από τον εγκλωβισμό του άκρου ποδός της κάτω από τον καταπέλτη, λόγω των προαναφερθεισών πράξεων και παραλείψεων των εναγομένων, ο οποίος (εγκλωβισμός) επέφερε στη συνέχεια την πτώση της, ήτοι για λόγους μη σχετιζόμενους με τη μεταφορά της βαλίτσας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, κατ’ αποδοχή ως εν μέρει βάσιμης και κατ’ ουσία της προταθείσας από τους εναγόμενους ένστασης συντρέχοντος πταίσματος, πρέπει η ευθύνη του δεύτερου εναγόμενου, προστηθέντος της πρώτης – πλοιοκτήτριας, συνακόλουθα και αυτής (άρθρα 922 ΑΚ, 84 εδ. β΄ ΚΙΝΔ), από τις ανωτέρω πράξεις και παραλείψεις του, που τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ζημιογόνο αποτέλεσμα, να περιοριστεί σε ποσοστό 80%, του υπολοίπου 20% ποσοστού ευθύνης αναλογούντος στην ενάγουσα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, μετά το συμβάν, σύμφωνα με την οδηγία της ως άνω ιατρού του Π.Π.Ι. …, η ενάγουσα μετέβη αυθημερόν στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής – ΚΑΤ – ΕΚΑ και εισήχθη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών με αναγραφείσα στο φύλλο ασθενούς αιτία «αποσπαστικό θλαστικό τραύμα 2ου, 3ου, 4ου δακτύλου δεξιού άκρου ποδός με συνοδά συντριπτικά κατάγματα της φάλαγγας». Η ενάγουσα συγκεκριμένα διεγνώσθη ότι παρουσίαζε βαρεία συνθλιπτικού τύπου κάκωση του δεξιού ποδός με θλαστικό τραύμα ήδη συρραφέν στις …, διάστρεμμα ποδοκνημικής και κατάγματα φαλάγγων 2ου-4ου δακτύλων. Άμεσα έγινε αφαίρεση (ακρωτηριασμός) του τρίτου δάκτυλου και διαμόρφωση κολοβώματος, με συμπλησιαστική συρραφή δέρματος και μαλακών μορίων δεύτερου και τέταρτου δακτύλου. Τοποθετήθηκε γυψονάρθηκας από ορθοπεδικούς ιατρούς και συνεστήθη η χρησιμοποίησή του για είκοσι ημέρες, ενώ χορηγήθηκε και φαρμακευτική αγωγή και δόθηκε η οδηγία το άκρο να βρίσκεται σε ανάρροπη θέση. Η ενάγουσα εξήλθε αυθημερόν του Νοσοκομείου και υποβλήθηκε επανειλημμένα σε αλλαγή του τραύματος και καθαρισμό από ιδιώτη ιατρό – χειρουργό. Σε επανεκτίμηση – επανεξέταση που έλαβε χώρα στα Εξωτερικά Ιατρεία της Κλινικής Πλαστικής Χειρουργικής, διαπιστώθηκε νέκρωση του δεύτερου δάκτυλου, καθώς και των μαλακών μορίων της ραχιαίας επιφάνειας του δεξιού ποδός. Για το λόγο αυτό, νοσηλεύθηκε στην Κλινική Πλαστικής Χειρουργικής από 12.3.2017 έως 22.3.2017, διάστημα κατά το οποίο υποβλήθηκε σε χειρουργικούς καθαρισμούς νεκρωμάτων και κάλυψη του προκύψαντος ελλείμματος με δερματικά αυτομοσχεύματα από τον σύστοιχο μηρό. Η μετεγχειρητική πορεία υπήρξε ομαλή και η ενάγουσα εξήλθε του νοσοκομείου – κλινική πλαστικής χειρουργικής και εγκαυμάτων με οδηγίες, επανεξετασθείσα δε στις 25.4.2017 διαπιστώθηκε ότι το τραύμα εμφάνιζε ικανοποιητική εικόνα και έτεινε προς επούλωση και συνεστήθη περαιτέρω τοπική φροντίδα και σειρά φυσιοθεραπειών. Σε κλινική εξέταση που έλαβε χώρα στην οικία της στις αρχές Ιουνίου 2017 από τον ορθοπαιδικό χειρουργό … διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: – ομαλή αποκατάσταση στη ραχιαία επιφάνεια, που είχε καλυφθεί με δερματικό αυτομόσχευμα από τον σύστοιχο μηρό, πλην όμως υπαισθησία της περιοχής και οιδήματα μέτριας βαρύτητας, – κατάγματα ονυχοφόρων φαλαγγών πρώτου και τέταρτου δακτύλου μη πωρωθέντα, – επώδυνος περιορισμός του εύρους κίνησης της δεξιάς κνημαστραγαλικής άρθρωσης και – δυσχέρεια προτύπου βάδισης. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι η ενάγουσα κατέβαλε για διαμονή σε ξενοδοχεία των Αθηνών της ιδίας και της θυγατέρας της, που τη συνόδευε, ένεκα του σοβαρού τραυματισμού της, στις 16, 17 και 18 Φεβρουαρίου (ξενοδοχείο “…”), στις 6, 7 και 8 Μαρτίου (ξενοδοχείο “…”), στις 22 και 23 Μαρτίου (ξενοδοχείο “…”) και στις 24 και 25 Απριλίου 2017 (ξενοδοχείο “…”) συνολικά το ποσό των 778,00 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως αποδείξεις, αξίας αντίστοιχα 174, 150, 216, 120 και 118 ευρώ. Εξάλλου, η ενάγουσα, λόγω του ανωτέρω τραυματισμού της και για έλεγχο της πορείας του, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει για τις μετακινήσεις της από την Κόστα, που είναι απέναντι από τις Σπέτσες στην πελοποννησιακή ακτή, στην Αθήνα στις 6.3.2017, στις 12.3.2017 και στις 24.4.2017, με επιστροφή αντίστοιχα στις 9.3.2017, στις 23.3.2017 και στις 26.4.2017, αυτοκίνητο ΤΑΧΙ, δαπανώντας το συνολικό ποσό των 1.535,55 ευρώ (βλ. σχετ. τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως αποδείξεις του οδηγού ταξί …, αξίας 263,90, 243,50, 281,90, 253,80, 243,85 και 248,60 ευρώ). Επίσης, για την ιατρική παρακολούθηση των τραυμάτων της χρησιμοποίησε αυτοκίνητο ΤΑΧΙ για ένδεκα συνολικά μετακινήσεις της από τα προαναφερθέντα ξενοδοχεία στα οποία διέμενε στην Αθήνα στο νοσοκομείο και αντίστροφα, δαπανώντας το συνολικό ποσό των (19,13 + 14,55 + 15,63 + 12,91 + 13,45 + 14,35 + 13,30 + 17,80 + 3,47 + 5,35 + 13,85 =) 143,79 ευρώ. Για την αγορά από φαρμακεία των απαιτούμενων αντιβιοτικών, παυσιπόνων και υλικών επιδέσεως αποδείχθηκε, από τις προσκομισθείσες μετ’ επικλήσεως αποδείξεις, ότι η ενάγουσα κατέβαλε το συνολικό ποσό των (9,90 + 20,47 + 16,20 + 25,00 + 2,97 + 21,34 = ) 95,88 ευρώ, του υπολοίπου αιτουμένου για την αιτία αυτή ποσού απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου, καθόσον δεν αποδείχθηκε με πλήρη δικανική βεβαιότητα. Περαιτέρω, όμως, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία και δη από τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών των ιατρών … και …, που η ενάγουσα επικαλείται και προσκομίζει, αποδείχθηκε ότι κατέβαλε σε ιατρικές αμοιβές, για εξωνοσοκομειακή περίθαλψη και αλλαγές του τραύματός της, το συνολικό ποσό των (80 + 120 + 40 + 180 + 50 + 30 = ) 500,00 ευρώ. Εξάλλου, για τη διενέργεια των απαιτούμενων βάσει ιατρικής σύστασης συνεδριών φυσικοθεραπείας, με σκοπό την ενδυνάμωση των κάτω άκρων, ειδικά του δεξιού, την απόκτηση εύρους κίνησης (δε) κνημαστραγαλικής και την εκπαίδευση για τη δυσχέρεια βάδισης, κατέβαλε στον φυσικοθεραπευτή … το συνολικό ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ για είκοσι συνεδρίες. Τέλος, αποδείχθηκε, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), ότι η ενάγουσα αναγκάστηκε να προσλάβει, για τη φροντίδα της ιδίας και του οίκου της, οικιακές βοηθούς, καθημερινά επί τρεις ώρες ημερησίως από 20.2.2017 μέχρι 11.3.2017, με διάλειμμα τριών ημερών που μετέβη στην Αθήνα, δηλαδή επί 17 ημέρες, και από 24.3.2017 μέχρι 30.6.2017, με διάλειμμα πάλι τριών ημερών που μετέβη στην Αθήνα, δηλαδή επί 97 ημέρες. Συνολικά δηλαδή απασχόλησε για το διάστημα αυτό των 114 ημερών οικιακές βοηθούς επί τρεις ώρες ημερησίως, ήτοι επί 342 ώρες, δαπανώντας για κάθε ώρα 6 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 2.052,00 ευρώ. Έκτοτε μέχρι και την 31η.1.2018 απασχόλησε οικιακές βοηθούς επί 40 ώρες μηνιαίως, ήτοι συνολικά επί (40 ώρες × 7 μήνες =) 280 ώρες, δαπανώντας για κάθε ώρα 6 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 1.680,00 ευρώ. Επομένως, συνολικά για αμοιβή των οικιακών βοηθών δαπάνησε το ποσό των (2.052 + 1.680) = 3.732,00 ευρώ. Συνεπώς το σύνολο των δαπανών της ανέρχεται στο ποσό των (778 + 1.535,55 + 143,79 + 95,88 + 500 + 800 + 3.732 =) 7.585,22 ευρώ, εκ των οποίων οι εναγόμενοι οφείλουν να τής καταβάλουν ως αποζημίωση το ποσό των (7.585,22 × 80% =) 6.068,18 ευρώ, σύμφωνα με το ποσοστό ευθύνης τους στην πρόκληση του τραυματισμού της ενάγουσας. Τέλος, σε σχέση με την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Ο τραυματισμός της ενάγουσας που επέφερε τον ακρωτηριασμό δύο δακτύλων του δεξιού άκρου ποδός της επηρεάζει την ικανότητά της προς βάδιση και τις λειτουργικές της δραστηριότητες, λαμβάνοντας υπόψη και την ηλικία της (68 ετών σήμερα). Περαιτέρω, έχει δυσμενείς επιδράσεις στην κοινωνική της ζωή και την επηρεάζει ψυχολογικά, λόγω και του γεγονότος ότι η εικόνα του δεξιού άκρου ποδός της τής θυμίζει τη μοιραία στιγμή του ατυχήματός της. Επίσης δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι η τοιαύτη σωματική αναπηρία της γεννά λύπη και στενοχώρια, ενόψει και του ότι δεν προβλέπεται αποκατάσταση της βλάβης του προαναφερόμενου ποδιού της. Μετά απ’ αυτά το Δικαστήριο αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε ο τραυματισμός της ενάγουσας, το ποσοστό συνυπαιτιότητας του Πλοιάρχου … και συνακόλουθα και της ναυτικής εταιρίας «….» για τον τραυματισμό αυτόν, το είδος της σωματικής βλάβης που προκλήθηκε στην ως άνω παθούσα, τις επιπτώσεις που έχει στη σωματική της εξέλιξη, τη στενοχώρια και ταλαιπωρία αυτής εξαιτίας του τραυματισμού της ως και τις μακροχρόνιες επιπτώσεις που έχει ο προαναφερόμενος τραυματισμός της στην ψυχική υγεία της, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων και την αντιμετώπιση του ενδίκου ατυχήματος, κρίνει ότι η ανωτέρω ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη και πρέπει να της επιδικασθεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η υπό κρίση αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να επιδικασθεί συνολικά στην ενάγουσα, ευθυνόμενων εις ολόκληρον των εναγόμενων, το ποσό των 36.068,18 (068,18 + 30.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, το παρεπόμενο αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό, διότι κρίνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (άρθρα 907, 908 ΚΠολΔ). Αντίθετα, το αίτημα να απαγγελθεί σε βάρος του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης και του δεύτερου εναγόμενου προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας, πρέπει ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν, καθόσον το μέτρο αυτό δεν κρίνεται απολύτως αναγκαίο ούτε πρόσφορο για να επιτευχθεί η συμμόρφωση των εν λόγω προσώπων με την παρούσα (πρβλ. ΑΠ 736/2019, ΕφΔωδ 277/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγόμενων [άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 58, 61, 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013)], κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους, εις ολόκληρον έκαστον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων εξήντα οχτώ ευρώ και δεκαοχτώ λεπτών (36.068,18 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 9.6.2020 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ