Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

Αριθμός απόφασης  3052/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 23η Ιανουαρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου … (οδός …),  για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ιωάννης Ρούσσος (ΑΜΔΣΑ 8432), δυνάμει του από 22-11-2017 ειδικού πληρεξουσίου που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώθηκε από δημοτική αρχή, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Αλλοδαπής Εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Γαλλία (…), και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της  Ανάργυρος Κουτσούκος (ΑΜΔΣΠ 1327), δυνάμει του υπ’ αριθ. …/11-10-2017 ειδικού πληρεξουσίου που χορηγήθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Κολοβού, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 09-05-2017 με γενικό αριθμό κατάθεσης 5924/2017 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης 2877/2017 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 31-05-2017, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 11-12-2017 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Στην ελληνική νομοθεσία υπάρχουν τρία νομοθετικά κείμενα, τα οποία ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου που απορρέουν από τη θαλάσσια αρωγή. Αυτά είναι κατά χρονολογική σειρά: α) η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910 για την επιθαλάσσια αρωγή και τη ναυαγιαίρεση, η οποία κυρώθηκε με το Ν. ΓΩΠΣΤ/1911, β) οι διατάξεις του δέκατου τρίτου τίτλου του ΚΙΝΔ «περί των εκ της επιθαλασσίου αρωγής απαιτήσεων», και γ) η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, με τις συνημμένες δύο ερμηνευτικές δηλώσεις, οι οποίες κυρώθηκαν με το Ν. 2391/1996. Η τελευταία Διεθνής Σύμβαση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 αυτής, άρχισε να ισχύει διεθνώς, και στην Ελλάδα, την 3η Ιουνίου 1997 (Βλ. Ανακοίνωση ΥΠΕΞ της 19.6/4.7.1996 ΦΕΚ Α΄ 145/1996). Από τη διάταξη του άρθρου 2 της παραπάνω Διεθνούς Σύμβασης συνάγεται ότι αυτή καταλαμβάνει τις αιτήσεις για παροχή έννομης προστασίας σε δικαστική ή διαιτητική διαδικασία που εισάγεται σε κράτος μέλος, χωρίς να τίθεται άλλο συνδετικό στοιχείο εφαρμογής της, επομένως, η Σύμβαση διέπει -μεταξύ άλλων- και τις σχετικές υποθέσεις που εισάγονται στα ελληνικά δικαστήρια, ανεξάρτητα από τη συνδρομή ή μη στοιχείου αλλοδαπότητας της διαφοράς (Βλ. ΕΠ 893/2013 ΕΝΔ 2013.311, δημοσιευμένη και σε ΤΝΠ NOMOS, Κοροτζή Ι., Η αρωγή στο ελληνικό δίκαιο μετά την κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του 1989, σελ. 49). Μάλιστα, επειδή ο Έλληνας νομοθέτης δεν διατύπωσε κατά την κύρωση κάποια επιφύλαξη από αυτές που προβλέπει το άρθρο 30 της Σύμβασης, οι διατάξεις της διέπουν και τις επιχειρήσεις θαλάσσιας αρωγής που παρέχονται σε εσωτερικά ύδατα και όλα τα εμπλεκόμενα πλοία είναι εσωτερικής ναυσιπλοΐας. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 6, 8, 12, 13 του Ν. 2391/21-03-1996 «Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για την επιθαλάσσια αρωγή 1989» συνάγεται ότι για τη γένεση του δικαιώματος αμοιβής από θαλάσσια αρωγή (της οποίας αναγκαία προϋπόθεση δεν είναι η ύπαρξη έγκυρης σχετικής σύμβασης – Βλ. ΕΠ 537/1979 ΕΝΔ 7.474) απαιτείται κατ’ αρχήν η συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: 1) πράξη παροχής βοήθειας από πλοίο προς πλοίο, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα πράγματα που ευρίσκονται πάνω στο τελευταίο, το φορτίο κλπ., με την επισήμανση ότι στο πλαίσιο εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης δεν απαιτείται πλέον η παροχή αρωγής μόνο μεταξύ πλοίων, αλλά αρκεί η βοήθεια να προέρχεται από την ξηρά, ενώ παραλλήλως δεν απαιτείται να ευρίσκονται επί του πλοίου τα πράγματα που κινδυνεύουν, 2) το δεχόμενο την αρωγή πλοίο να διατρέχει κίνδυνο απώλειας ή βλάβης πραγματικό, έστω μη άμεσο, αλλά αναμενόμενο με πιθανότητα, που προϋπάρχει των σωστικών υπηρεσιών και δεν προκαλείται απ’ αυτές, χωρίς να απαιτείται αδυναμία ελικτικής ικανότητας ή αυτοδύναμης προώσεως του κινδυνεύοντος πλοίου. Επίσης, είναι αρκετό το γεγονός ότι κατά το χρόνο που παρασχέθηκε η βοήθεια, το αντικείμενό της αντιμετώπισε οποιαδήποτε ατυχία ή πιθανότητα ατυχίας, η οποία θα μπορούσε να το εκθέσει σε απώλεια ή βλάβη, εάν οι υπηρεσίες της αρωγής δεν παρέχονταν. Η ύπαρξη και ο βαθμός του σοβαρού αυτού κινδύνου πρέπει να εκτιμηθούν με τη συνολική εξέταση των περιστάσεων που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοιες υποδηλωτικές κινδύνου περιστάσεις είναι ενδεικτικά: α) η εγκατάλειψη του ταξιδιού, β) η χρήση των σημάτων κινδύνου, εφόσον με αυτά ζητείται βοήθεια εξ αιτίας π.χ. βλαβών του πλοίου, γ) η ολική ή ουσιώδης απώλεια των μέσων προώθησης, με την ενεστώσα και παρούσα μείωση της ικανότητας του πλοίου να αντιπαρέλθει δυσκολίες, και δ) η απώλεια αγκύρων και αλυσίδων (Βλ. ΕΠ 893/2013, ό.π., ΕΠ 704/2013 ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 24/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.481). Προϋπόθεση της ύπαρξης του κινδύνου δεν αποτελεί μόνο η κατάσταση που δρομολογεί την απώλεια του πλοίου, πραγματική ή τεκμαρτή, αλλ’ αρκεί να υπάρχει κίνδυνος βλάβης και μάλιστα υπολογίσιμης, ώστε να δικαιολογεί το κόστος της επέμβασης, όχι, όμως, και επουσιώδους βλάβης του πλοίου ή του φορτίου (Βλ. ΕΠ 913/2009, ΕΝΔ 2010.63). Συνοψίζοντας, θα μπορούσε να λεχθεί ότι για την αιτιολόγηση της ύπαρξης σωστικών υπηρεσιών πρέπει να υφίσταται τέτοιος εύλογος φόβος κινδύνου, ώστε με το σκοπό να αποφευχθεί, κανένας φρόνιμος και επιτήδειος άνθρωπος, που είναι επικεφαλής πλοίου την ώρα του κινδύνου, δεν θα αρνιόταν τη βοήθεια του θαλάσσιου αρωγού, εάν αυτή προσφερόταν και με την προϋπόθεση βέβαια πληρωμής σώστρων (Βλ. ΕΠ 831/2009, ΕΝΔ 2010.71), και 3) η πράξη αρωγής να είχε ωφέλιμο αποτέλεσμα, νοείται δε ως ωφέλιμο αποτέλεσμα η διατήρηση του πράγματος με την αντιμετώπιση του κινδύνου απώλειας ή βλάβης, με την οποία αυτό απειλείται, είτε ολικώς είτε κατά ένα μέρος (Βλ. ΕΠ 6/2009 ΕΝΔ 2009.42, ΕΠ 1172/2005 ΕΝΔ 34.187, Κοροτζή Ι., Το δίκαιο της επιθαλάσσιας αρωγής κατά τον ΚΙΝΔ και τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910, 1988, σ. 46 επ.). Παράλληλα, είναι δυνατό να υπάρξει και μερική συμβολή στη διατήρηση του πράγματος, όταν οι σωστικές υπηρεσίες παρασχέθηκαν από περισσότερους από έναν αρωγούς και συνέβαλαν στο ωφέλιμο αποτέλεσμα, έστω και αν καθεμία από αυτές μόνη δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σ’ αυτό (Βλ. Κοροτζή Ι., Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος Γ΄, εκδ. 2007, σελ 385-386). Αμοιβή αρωγής είναι το εκ του νόμου οφειλόμενο και υπό του δικαστηρίου καθοριζόμενο αντάλλαγμα, το καταβλητέο στον ή τους αρωγούς από τους κυρίους των διασωθέντων περιουσιακών στοιχείων (άρθρα 13, 15 παρ. 1). Ο καθορισμός του ύψους της αμοιβής από το δικαστήριο γίνεται με βάση τα κριτήρια που περιέχονται στο άρθρο 13 παρ. 1, ανεξάρτητα από τη σειρά με την οποία αναφέρονται, ήτοι: (α) τη διασωθείσα αξία του πλοίου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων [αν πρόκειται για διασωθέν πλοίο η διασωθείσα αξία του ισούται προς την αξία που είχε αυτό αμέσως πριν το ατύχημα, μειωμένη κατά το ποσό: αα) της δαπάνης που θα απαιτηθεί για να ενεργηθούν οι αναγκαίες επισκευές ώστε το πλοίο να επαναφερθεί στην προτέρα του κατάσταση, και ββ) της απομείωσης της αγοραίας αξίας του πλοίου συνεπεία των ζημιών [Βλ. μειοψηφία στην ΑΠ 2045/1990, ΕΕΝ 1991.790, δημοσιευθείσα και στην ΤΝΠ NOMOS, καθώς και Κοροτζή Ι., ό.π., σελ. 393)], (β) την επιτηδειότητα και τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι αρωγοί για να αποτρέψουν ή να ελαχιστοποιήσουν βλάβη του περιβάλλοντος, (γ) το μέγεθος της επιτυχίας, που επιτεύχθηκε από τον αρωγό [σε σχέση με το κριτήριο της περίπτωσης α΄, η μεν αξία των αγαθών που διασώθηκαν αποτελεί σταθερό αριθμητικό παράγοντα, ενώ το μέτρο της επιτυχίας αναφέρεται στη σχέση του επιτυχούς αποτελέσματος με την αρχική αξία των ίδιων αγαθών (Βλ. Κοροτζή Ι., ό.π., σελ. 397)], (δ) τη φύση και την έκταση του κινδύνου, (ε) την επιτηδειότητα και τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι αρωγοί για να σώσουν το πλοίο, τυχόν άλλα περιουσιακά στοιχεία και ζωές [το κόστος της βοήθειας που προσέφεραν στη διάσωση του πλοίου, των ανθρώπινων ζωών και των πραγμάτων πάνω σ’ αυτό ο πλοιοκτήτης και τα μέλη του πληρώματος του πλοίου που δέχθηκε τις σωστικές υπηρεσίες (όπως λ.χ. η μίσθωση από τον πλοιοκτήτη και άλλων απαραίτητων ρυμουλκών) υπολογίζεται επίσης με βάση το εν λόγω κριτήριο στον καθορισμό της αμοιβής (Βλ. Ι. Κοροτζή, ό.π., σελ. 400)], (στ) το χρόνο, που διατέθηκε, τις δαπάνες και τις απώλειες, που είχαν οι αρωγοί, (ζ) τον κίνδυνο ευθύνης και άλλους κινδύνους, τους οποίους διέτρεξαν οι αρωγοί ή ο εξοπλισμός τους, (η) το έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν [η ταχύτητα ανταπόκρισης στην έκκληση του δέκτη της αρωγής που βρίσκεται σε δυσχερή κατάσταση και η ταχύτητα της αντιμετώπισης του κινδύνου, ώστε το αντικείμενο της αρωγής να εξέλθει από την κατάσταση αυτή, συνιστά πολύτιμη υπηρεσία και αποτελεί σε κάθε περίπτωση κριτήριο για την παροχή αυξημένης αμοιβής του αρωγού (Βλ. Κοροτζή Ι., ό.π., σελ. 403)], (θ) τη δυνατότητα διάθεσης και χρησιμοποίησης πλοίων ή άλλου εξοπλισμού που προορίζονται για επιχειρήσεις αρωγής, και (ι) το βαθμό ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού του αρωγού και την αξία τούτου [ενόψει του ότι η διάταξη δεν καθορίζει το είδος του θαλάσσιου αρωγού, έχει εφαρμογή τόσο στις αρωγές που εκτελούνται από επαγγελματίες διασώστες όσο και από τους περιστασιακούς (Βλ. Κοροτζή Ι., ό.π., σελ. 404)]. Τα κριτήρια αυτά είτε (i) εκτιμώνται από τους ενδιαφερόμενους σε σύμβαση, συναπτομένη μετά την αρωγή και μη υποκείμενη σε δικαστική ακύρωση ή τροποποίηση, επειδή δεν συνήφθη υπό την επήρεια του κινδύνου, είτε (ii) εκτιμώνται από τα μέρη σε συμφωνία προγενέστερη της αρωγής, οπότε, εφόσον υπήρχε ο κίνδυνος, η συμφωνία επιδέχεται δικαστική ακύρωση ή τροποποίηση, ή (iii) εκτιμώνται από το δικαστήριο. Τα κριτήρια αναφέρονται από το νόμο εξαντλητικά (περιοριστικά) και όχι ενδεικτικά και υπόκεινται στον κανόνα ότι αποβλέπουν στην ενθάρρυνση του αρωγού (προθυμία, ικανότητα, εξοπλισμό του) (Βλ. ΕΠ 207/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 3 της Σύμβασης, «Οι αμοιβές, πλην τόκων και των επιδικασθέντων δικαστικών εξόδων τα οποία ενδέχεται να καταβληθούν υπ’ αυτών, δεν θα υπερβαίνουν τη διασωθείσα αξία του πλοίου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων». Από την ευρύτητα της διατύπωσης της παραπάνω διάταξης και του νομοθετικού σκοπού με βάση τις αρχές της επιείκειας και της ύπαρξης ωφέλιμου αποτελέσματος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το όριο που τίθεται δεν μπορεί να υπερκεραστεί στην περίπτωση που η αμοιβή καθορίζεται από το δικαστήριο ή από διαιτητή (Βλ. Κοροτζή Ι., Η αρωγή στο ελληνικό δίκαιο μετά την κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του 1989, σελ. 177). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 1 έως 4 της Σύμβασης, «1. Αν ο αρωγός διεξήγαγε επιχείρηση αρωγής σε πλοίο, που είτε το ίδιο είτε το φορτίο του απειλούσε να προκαλέσει βλάβη στο περιβάλλον και δεν έλαβε αμοιβή, σύμφωνα με το Άρθρο 13, τουλάχιστον ίση προς την ειδική αποζημίωση, η οποία είναι δυνατόν να υπολογισθεί σύμφωνα με αυτό το Άρθρο, τότε δικαιούται ειδικής αποζημίωσης από τον πλοιοκτήτη ίση προς τις δαπάνες του, όπως αυτές καθορίζονται στο παρόν. 2. Εάν υπό τις περιστάσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1, ο αρωγός, με την επιχείρηση αρωγής απέτρεψε ή ελαχιστοποίησε βλάβη του περιβάλλοντος, η ειδική αποζημίωση που του οφείλεται από τον πλοιοκτήτη, σύμφωνα με την παράγραφο 1, μπορεί να αυξηθεί μέχρι ενός ανώτατου ορίου, που αντιστοιχεί στο 30% των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε ο αρωγός. Πάντως το δικαστήριο, εάν το θεωρήσει εύλογο και δίκαιο, έχοντας υπόψη του τα σχετικά κριτήρια που καθορίστηκαν στο Άρθρο 13, παράγραφος 1, μπορεί να αυξήσει ακόμη περισσότερο αυτήν την ειδική αποζημίωση, αλλά ουδέποτε το σύνολο της αύξησης θα υπερβαίνει το 100% των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε ο αρωγός. 3. Κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 2, δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο αρωγός είναι οι δαπάνες που ευλόγως κατέβαλε ο αρωγός κατά την επιχείρηση αρωγής, καθώς και ένα λογικό ποσοστό για τον εξοπλισμό και το προσωπικό, που πραγματικά και εύλογα χρησιμοποίησε στην επιχείρηση αρωγής, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων, που καθορίστηκαν από το Άρθρο 13 παράγραφος 1 (η), (θ) και (ι). 4. Η συνολική ειδική αποζημίωση, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, θα καταβάλλεται μόνο στην έκταση που αυτή είναι μεγαλύτερη από αμοιβή που μπορεί να αξιώσει ο αρωγός, σύμφωνα με το Άρθρο 13». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι ο αρωγός δικαιούται να ζητήσει κατά πρώτο λόγο ειδική αποζημίωση, με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 14, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) απειλή πρόκλησης βλάβης στο περιβάλλον, β) διεξαγωγή επιχείρησης αρωγής, η οποία, αντίθετα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13 της Σύμβασης για τον καθορισμό αμοιβής από θαλάσσια αρωγή, δεν απαιτείται να είχε ωφέλιμο αποτέλεσμα, γ) διενέργεια δαπανών («out of pocket expenses», κατά την απόδοση στο αγγλικό κείμενο), δ) αποτυχία του αρωγού να λάβει αμοιβή ίση τουλάχιστον προς την ειδική αποζημίωση. Η εν λόγω ειδική αποζημίωση δεν επιδικάζεται αυτοτελώς, με αποτέλεσμα οι δαπάνες του θαλάσσιου αρωγού να υπολογίζονται κατά τον τρόπο που καθορίζεται στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 14 και στη συνέχεια να αφαιρείται το ποσό της αμοιβής, που τυχόν επιδικάστηκε κατά το άρθρο 13. Εφόσον δεν έχει προηγηθεί δικαστικός ή διαιτητικός καθορισμός, το ποσό της αμοιβής του αρωγού για τη διάσωση πλοίου, φορτίου ή και προσώπων καθορίζεται με τα κριτήρια του άρθρου 13 παρ. 1 της Σύμβασης. Η αποζημίωση της πρώτης παραγράφου του άρθρου 14 αποτελεί το πρώτο στάδιο στο μηχανισμό του θεσμού της ειδικής αποζημίωσης του αρωγού, σε σχέση με τις υπηρεσίες του για την αποτροπή ή ελαχιστοποίηση της βλάβης του περιβάλλοντος. Ενώ, η δεύτερη παράγραφος παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο, κατόπιν αίτησης του αρωγού, να επιδικάσει σ’ αυτόν επιπλέον αποζημίωση, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) να οφείλεται η βασική ειδική αποζημίωση της πρώτης παραγράφου του άρθρου 14, η οποία υπερβαίνει το ποσό της αμοιβής του άρθρου 13, β) οι υπηρεσίες που παρείχε ο αρωγός να απέτρεψαν ή να περιόρισαν τη βλάβη του περιβάλλοντος, και γ) το συνολικό ποσό της βασικής και της επαυξημένης ειδικής αποζημίωσης να μην υπερβαίνει το ποσό της αμοιβής από θαλάσσια αρωγή, το οποίο είτε επιδικάστηκε είτε οφείλεται. Τόσο ο υπολογισμός του ποσού της επαυξημένης ειδικής αποζημίωσης, όσο και ο υπολογισμός της αμοιβής του θαλάσσιου αρωγού έχουν ανώτατο όριο, σε αντίθεση προς το ποσό της βασικής ειδικής αποζημίωσης, το οποίο, κατά το ποσό που υπερβαίνει την αμοιβή, δεν υπόκειται σε περιορισμό. Έτσι, αν έχει επιδικαστεί αμοιβή για τη διάσωση περιουσιακού στοιχείου του πλοιοκτήτη ή άλλου δέκτη θαλάσσιας αρωγής και το ποσό της συνολικής αποζημίωσης υπερβαίνει το ποσό της αμοιβής, από το συνολικό ποσό της αποζημίωσης αφαιρείται το ποσό της αμοιβής αυτής, σύμφωνα με την τέταρτη παράγραφο και μόνο το υπόλοιπο οφείλεται στον αρωγό επιπλέον του ποσού της αμοιβής, το οποίο αυτός δικαιούται να λάβει. Τέλος, για τον καθορισμό της ειδικής αποζημίωσης που προβλέπουν οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 13, υπολογίζονται οι δαπάνες του αρωγού, οι οποίες περιλαμβάνουν μόνο τις έκτακτης φύσης δαπάνες που συνδέονται αιτιωδώς με την επιχείρηση της θαλάσσιας αρωγής (Βλ. Κοροτζή Ι., ό.π., σελ. 204 έως 220). ΙΙ. Ρυμούλκηση είναι η ενέργεια που καταβάλλεται με αμοιβή από το πλοίο, που είναι εφοδιασμένο με κινητήρια δύναμη και έχει ως σκοπό του τη μεταφορά, από τόπο σε τόπο, είτε πλοίου που στερείται γενικά ή κατά ένα μέρος δικής του κινητήριας δύναμης, είτε γενικά οποιουδήποτε επιπλέοντος κατασκευάσματος, με τη βοήθεια ρυμουλκίου (σχοινιού), το οποίο ενώνει το ρυμουλκό με το ρυμουλκούμενο. Η ρυμούλκηση έχει το χαρακτήρα της σύμβασης μίσθωσης έργου, όταν το ρυμουλκούμενο έχει δικό του επαρκές πλήρωμα και είναι κύριο των δικών του κινήσεων, στο πλαίσιο της περιορισμένης δραστηριότητας του και δεν ακολουθεί το ρυμουλκό ως αδρανές σώμα. Στις άλλες περιπτώσεις, όταν δηλαδή το ρυμουλκούμενο δεν έχει δικό του πλήρωμα και δεν είναι κύριο των δικών του κινήσεων, αλλά βρίσκεται στην παραφυλακή του ρυμουλκέα και υπό την εξουσία του πλοιάρχου του ρυμουλκούντος πλοίου και ακολουθεί το ρυμουλκό ως αδρανές σώμα, η ρυμούλκηση χαρακτηρίζεται ως σύμβαση ναύλωσης (ΕΠ 751/2007 ΕΝΔ 36.52). Η διαφορά της θαλάσσιας αρωγής από την απλή ρυμούλκηση έγκειται ακριβώς στο ότι η πρώτη προϋποθέτει τη συνδρομή σοβαρού κινδύνου απώλειας ή βλάβης του πλοίου, ο οποίος (κίνδυνος) δεν είναι ανάγκη να είναι επικείμενος (άμεσος), αλλά αρκεί να είναι ενδεχόμενος και πιθανός, ενώ στη δεύτερη (ρυμούλκηση) το πλοίο απλώς δεν μπορεί από άλλο λόγο (στέρηση γενικά ή κατά ένα μέρος της δικής του κινητήριας δύναμης) να συνεχίσει τον πλου του και ζητεί την συνδρομή άλλου πλοίου για να συνεχίσει (Βλ. ΕΠ 893/2013, ΕΠ 24/2011 ΕΕμπΔ 2011.654 ΕφΠειρ 830/2008 ΕΝΔ 37.50, ΕΠ 73/2008 ΕΝΔ 36.133). Τέλος, όταν έχει ασκηθεί αγωγή για καταβολή αμοιβής από θαλάσσια αρωγή και αποδειχθεί ότι δεν πρόκειται για θαλάσσια αρωγή, αλλά για σύμβαση ρυμούλκησης, προκειμένου να προχωρήσει το δικαστήριο στην επιδίκαση αμοιβής με βάση την τελευταία σύμβαση, η αγωγή πρέπει να περιέχει τα στοιχεία τα οποία θεμελιώνουν το δικαίωμα από τη σύμβαση έργου (ή ναύλωση), αλλιώς η αγωγή απορρίπτεται (Βλ. ΕΠ 516/2010 ΕΝΔ 2010.442).Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται, κατά την ορθή της εκτίμηση, ότι κατά τον αναφερόμενο με το δικόγραφο χρόνο το υπό σημαία Γαλλίας ιστιοφόρο σκάφος «…», πλοιοκτησίας της εναγόμενης, διέτρεχε κίνδυνο απώλειας, για το λόγο ότι με δυσμενείς καιρικές συνθήκες είχε παρασυρθεί ακυβέρνητο στη θάλασσια περιοχή «…» στα … Θεσπρωτίας και προσέκρουε σε βραχώδη ακτή. Ότι ο ενάγων με το σκάφος «…», πλοιοκτησίας του, υπό τις αναφερόμενες συνθήκες, παρείχε τις περιγραφόμενες στο δικόγραφο υπηρεσίες θαλάσσιας αρωγής, οι οποίες είχαν ωφέλιμο αποτέλεσμα. Με βάση το ιστορικό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του κύριου αγωγικού αιτήματος με τις προτάσεις, με την τροπή του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β’, 294, 295 παρ. 1, 297 ΚΠολΔ), ο ενάγων αιτείται ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 234.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία παροχής των υπηρεσιών θαλάσσιας αρωγής, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, αναλυόμενου του συνολικά αιτούμενου ποσού ως εξής: α) το επιμέρους ποσό των 195.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην αξία του διασωθέντος πλοίου, ως αμοιβή θαλάσσιας αρωγής, και β) το επιμέρους ποσό των 39.000 ευρώ, ως ειδική αποζημίωση, λόγω αποτροπής της βλάβης του περιβάλλοντος. Επίσης, ο ενάγων αιτείται να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, με την οποία εισάγεται προς επίλυση ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας της εναγόμενης στη Γαλλία, παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται για συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο (άρθρα 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 33, 42 παρ. 2, 44 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3Α και 3Β περ. ε’ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Συνακόλουθα δε το Δικαστήριο τούτο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 5 παρ. 1, 7 παρ. 1 α’, 66 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ως το δικαστήριο της χώρας όπου οφείλει να εκπληρωθεί η επίδικη παροχή (Βλ. ΔΕΚ 6.10.1976 (De Bloos) 14/76, ελλην. Συλλ 1976.553, σκέψεις 9 επ., ως προς το κριτήριο επιλογής της βάσης της επίδικης παροχής), αλλά και λόγω σιωπηρής παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας, με βάση το άρθρο 26 παρ. 1 εδ. α’ του παραπάνω Κανονισμού, διότι η εναγόμενη δεν πρόβαλε με τις προτάσεις της αντιρρήσεις επί της διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της προβλεπόμενης για τους κατοίκους εξωτερικού προθεσμίας των εξήντα ημέρων από την κατάθεσή της (άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 31-05-2017, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε νόμιμα στην εναγόμενη την 19-06-2017 (Βλ. την προσαγόμενη με επίκληση από τον ενάγοντα υπ’ αριθ. …’/07-06-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών … προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, σε συνδυασμό με την από 20-06-2017 βεβαίωση επίδοσης με βάση το άρθρο 10 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 «περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις», με τα συνημμένα σ’ αυτήν έγγραφα, μεταξύ των οποίων και αντίγραφο της αγωγής). Εξάλλου, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας της εναγόμενης στη Γαλλία, όπως προαναφέρθηκε, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, εφαρμοστέα τυγχάνει η Διεθνής Σύμβαση Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή (εφεξής «Διεθνής Σύμβαση Λονδίνου 1989»), που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 2391/1996, καθώς μοναδική προϋπόθεση που τίθεται για την εφαρμογή της, με βάση το άρθρο 2 της Σύμβασης, είναι η άσκηση αίτησης για παροχή έννομης προστασίας ενώπιον κράτους μέλους. Περαιτέρω, για όσα ζητήματα δεν ρυθμίζονται από την παραπάνω Σύμβαση, η αγωγή τυγχάνει ερευνητέα με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 3, 28 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), προεχόντως λόγω σιωπηρής επιλογής του εν λόγω δικαίου από τους διαδίκους, διότι τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου επικαλείται ο ενάγων, χωρίς να αντιλέγει στην εφαρμογή τους η εναγόμενη (πρβλ. ΕΠ 572/2015, ΕΠ 548/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 128/1994 ΕΕμπΔ 1994.448, ΠΠΠ 2447/2014 ΤΝΠ NOMOS). Με βάση λοιπόν το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, η αγωγή, με την οποία σωρεύονται αντικειμενικά αιτήσεις για αμοιβή από επιχείρηση θαλάσσιας αρωγής και για ειδική αποζημίωση λόγω αποτροπής της βλάβης του περιβάλλοντος, τυγχάνει απαράδεκτη λόγω αοριστίας, και ως εκ τούτου απορριπτέα, ως προς τη σωρευόμενη αίτηση ειδικής αποζημίωσης, καθόσον ο καθορισμός της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 14 της Διεθνούς Σύμβασης Λονδίνου 1989 δεν γίνεται αυτοτελώς, αλλά σε συνάρτηση με τις δαπάνες του θαλάσσιου αρωγού, σύμφωνα με την πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε, και στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων δεν προσδιορίζει τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε κατά την επιχείρηση της θαλάσσιας αρωγής. Κατά τα λοιπά, δηλαδή ως προς τη σωρευόμενη αίτηση για αμοιβή θαλάσσιας αρωγής, η αγωγή είναι ορισμένη, παρά τα ενάντια υποστηριζόμενα από την εναγόμενη, καθώς αυτή διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη νομική θεμελίωσή της στοιχεία, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, και, συγκεκριμένα, με το αγωγικό δικόγραφο προσδιορίζονται επαρκώς οι συνθήκες που υποδηλώνουν τον κίνδυνο που διέτρεξε το σκάφος της εναγόμενης, οι ενέργειες στις οποίες προέβη ο ενάγων για την αποτροπή του κινδύνου, καθώς και το ωφέλιμο αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών, χωρίς να είναι αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής να εξειδικεύονται όλα τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 13 παρ. 1 της Διεθνούς Σύμβασης Λονδίνου 1989, διότι τα κριτήρια αυτά λαμβάνονται υπ’ όψιν εφόσον και στο μέτρο που συνέτρεξαν στο πρόσωπο του αρωγού. Σημειώνεται, επίσης, ότι εφόσον με το αγωγικό δικόγραφο περιγράφεται η επιχείρηση θαλάσσιας αρωγής ως διενεργηθείσα αποκλειστικά από τον ενάγοντα, δεν απαιτείται για το ορισμένο της αναφορά της ενιαίας αμοιβής και περαιτέρω προσδιορισμός του μεριδίου που αντιστοιχεί στον ενάγοντα, απορριπτομένης της σχετικής αιτίασης της εναγόμενης. Περαιτέρω, η αγωγή, κατά το σκέλος που κρίθηκε ορισμένη, είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 6 παρ. 1, 8 παρ. 1, 12 παρ. 1, 13 παρ. 1 και 3 της Διεθνούς Σύμβασης Λονδίνου του 1989, 70, 176 ΚΠολΔ, με τη μνεία ότι μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό το παρεπόμενο αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας καθίσταται μη νόμιμο και απορριπτέο, ενώ το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας είναι νόμιμο από το χρόνο επίδοσης της αγωγής, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ (σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 24 της Διεθνούς Συμβάσεως, κατά την οποία «Το δικαίωμα του αρωγού για τόκους σε κάθε πληρωμή αμοιβής που οφείλεται, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, θα καθορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους, που εδρεύει το δικαστήριο που επιλήφθηκε της υπόθεσης») και τυγχάνει μη νόμιμο και απορριπτέο για το προγενέστερο χρονικό διάστημα από την ημέρα παροχής των υπηρεσιών θαλάσσιας αρωγής, διότι ο ενάγων δεν επικαλείται προηγούμενη της αγωγής όχληση της αντιδίκου του (Βλ. ΜονΕΠ 504/2015 ΤΝΠ NOMOS). Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το σκέλος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, χωρίς να απαιτείται, μετά τον ως άνω περιορισμό του κύριου αγωγικού αιτήματος, η καταβολή ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 33 Ν. 4446/2016 ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016).  Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ, «Οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επόμενων άρθρων, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 422 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, «Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 424 ΚΠολΔ, «Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι η κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης αποτελεί προϋπόθεση για την εκτίμηση της ένορκης βεβαίωσης από το δικαστήριο, το οποίο οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της κλήτευσης, καθόσον η έλλειψή της την καθιστά ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο, ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (πρβλ. ΑΠ 52/2012 ΤΝΠ NOMOS). Στο πλαίσιο αυτό ο έλεγχος της νομιμότητας της κλήτευσης του αντιδίκου και του χρόνου αυτής ανήκει στο δικαστήριο, και αποδεικνύεται από το διάδικο που προσκομίζει με επίκληση την ένορκη βεβαίωση, με την προσκόμιση της σχετικής έκθεσης επίδοσης, που αποτελεί δημόσιο έγγραφο και παράγει πλήρη απόδειξη, χωρίς να αρκεί η βεβαίωση από τον συμβολαιογράφο στην ένορκη βεβαίωση περί νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου (πρβλ. ΑΠ 708/2015 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων προσκομίζει με επίκληση τις υπ’ αριθ. …/08-11-2017 και …/08-11-2017 ένορκες βεβαιώσεις του … και του …, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Άννας Πανταλού – Σωπασουδάκη, κατά τη λήψη των οποίων δεν παρέστη η εναγόμενη. Οι παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, ούτε ως δικαστικό τεκμήριο, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, διότι δεν αποδεικνύεται η νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης για τη λήψη τους. Ειδικότερα, ο ενάγων, ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης της νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου του, επικαλείται με τις προτάσεις του την από 02-11-2017 κλήση, καθώς και την υπ’ αριθ. …/2017 έκθεση επίδοσης κλήσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών … (Σχετικά 5 και 6), χωρίς ωστόσο να προσκομίζει τα παραπάνω έγγραφα, ενώ για τον σχετικό έλεγχο στον οποίο προβαίνει αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο δεν αρκεί η βεβαίωση της συμβολαιογράφου στην υπ’ αριθ. …/08-11-2017 ένορκη βεβαίωση περί της κλήτευσης της εναγόμενης (πρβλ. ΑΠ 708/2015, ό.π.). Αντίθετα, λαμβάνονται υπόψη η υπ’ αριθ. …/07-11-2017 ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον της συμβολαιογράφου Κέρκυρας Ανδρομάχης – Αικατερίνης Σπίγγου, καθώς και η υπ’ αριθ. …/07-11-2017 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Κολοβού, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγόμενης, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου της, σύμφωνα με το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (Βλ. την υπ’ αριθ. …’/02-11-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …, με τη συνημμένη σ’ αυτήν από 02-11-2017 κλήση), με τη μνεία ότι δεν πάσχει ακυρότητας η εν λόγω κλήση προς παράσταση για την ίδια ημέρα, σε διαφορετικές ώρες και σε διαφορετικούς τόπους (Βλ. ΑΠ 771/2010 ΤΝΠ NOMOS). Από τις παραπάνω λοιπόν ένορκες βεβαιώσεις, σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων: α) οι φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από τους αντιδίκους τους (άρθρα 444 παρ.1 γ’, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), β) τα έγγραφα και οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που αντίστοιχα συντάχθηκαν ή λήφθηκαν στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας, γ) τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στη γαλλική γλώσσα και προσκομίζονται χωρίς νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, τα οποία ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ (πρβλ. ΜονΕΠ 256/2014 ΤΝΠ NOMOS), και δ) η από 31-08-2017 τεχνική έκθεση του Ναυτικού Επιθεωρητή – Επιθεωρητή Ναυτικών Ατυχημάτων …, την οποία προσάγει με επίκληση η εναγόμενη, η οποία εκτιμάται ελεύθερα, κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ (Βλ. ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 858/2011 ΤΝΠ NOMOS), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι πλοιοκτήτης του υπό ελληνική σημαία και με αριθμό Νηολογίου … Ε/Π – Τ/Ρ σκάφους αναψυχής «…», μήκους ολικού 9,96 μ., κ.ο.χ. 19,27, κ.κ.χ. 15,48, το οποίο έχει δύο εσωλέμβιες μηχανές, εργοστασίου κατασκευής …,  συνολικής ιπποδύναμης (2 Χ 300) 600 ίππων, και διαθέτει άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής. Η εναγόμενη είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Γαλλίας και με αριθμό νηολογίου … Ι/Φ σκάφους αναψυχής «…», εργοστασίου κατασκευής Jeanneau, τύπου Sun Odyssey 469, μήκους ολικού 13,65 μ., πλάτους 4,49 μ., το οποίο είναι κατασκευασμένο από ενισχυμένο πλαστικό (G.R.P.), έχει έναν πετρελαιοκινητήρα εσωτερικής καύσης, ιπποδύναμης 54 ίππων, και διαθέτει άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής. Κατά τον κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση χρόνο το σκάφος της εναγόμενης ήταν ναυλωμένο με σύμβαση γυμνής ναύλωσης στον …, υπήκοο Καναδά, δυνάμει του από 13-06-2015 ναυλοσυμφώνου. Την 17-06-2015 και περί ώρα 15.30, ενώ επικρατούσαν καλές καιρικές συνθήκες, το σκάφος της εναγόμενης, με Κυβερνήτη τον ως άνω ναυλωτή, …, αγκυροβόλησε σε βάθος 4 – 5 μέτρων στη θαλάσσια περιοχή του όρμου «…» Συβότων Θεσπρωτίας, ο οποίος βρίσκεται σε απόσταση περίπου 0,5 ν.μ. έξω από το λιμένα Συβότων. Το έκταμα της αλυσίδας της άγκυρας που πόντισε ο Κυβερνήτης ήταν 32 μέτρα και ήταν επαρκές για την ασφαλή αγκυροβολία του σκάφους, λαμβάνοντας επιπρόσθετα υπόψη ότι το συνολικό βάρος της αγκυροβολίας ανερχόταν σε (32 μέτρα αλυσίδα Χ 2,5 κιλά = 80 κιλά + 15 κιλά η άγκυρα =) 95 κιλά. Γύρω στις 19.30 της ίδιας ημέρας ο Κυβερνήτης και οι πέντε επιβαίνοντες στο σκάφος επιβιβάστηκαν σε βοηθητική πνευστή λέμβο (tender) και αναχώρησαν για να δειπνήσουν στο λιμένα των Συβότων. Περί ώρα 21.00 κάτοικος της περιοχής ενημέρωσε τηλεφωνικά την τοπική Λιμενική Αρχή (Α’ Λιμενικό Τμήμα Συβότων) ότι το σκάφος της εναγόμενης προσέκρουσε σε βραχώδη περιοχή. Άμεσα, ο βαθμοφόρος της Λιμενικής Αρχής, …, ο οποίος εκτελούσε υπηρεσία, αναζήτησε στο λιμένα Συβότων διαθέσιμο σκάφος για να μεταβεί στην περιοχή. Κατά τον παραπάνω χρόνο ο ενάγων ευρισκόταν πλησίον του σκάφους του «…», το οποίο ήταν προσδεδεμένο στο λιμένα Συβότων και ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη, …, επαγγελματίας αλιέας, επέβαινε στο Ε/Π – Α/Κ σκάφος «…», ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν επίσης προσδεδεμένο στον ίδιο λιμένα. Οι παραπάνω δέχθηκαν να συνδράμουν, και για το λόγο αυτό επιβιβάστηκαν στο σκάφος του ενάγοντος μαζί με τον βαθμοφόρο της Λιμενικής Αρχής, και κατέπλευσαν στην περιοχή. Κατά την άφιξή τους αυτοί διαπίστωσαν ότι η άγκυρα του σκάφους είχε «ξεσύρει» και ότι επί του σκάφους δεν επέβαιναν άτομα. Κατόπιν προσέγγισης του σκάφους της εναγόμενης, επιβιβάστηκε σ’ αυτό ο μη διάδικος, …, ο οποίος ανέσυρε με τα χέρια την άγκυρα και εναπόθεσε αυτήν, μαζί με την αλυσίδα, στο κατάστρωμα του σκάφους. Ακολούθησε η διαδικασία πρόσδεσης του σκάφους της εναγόμενης με κάβους από την πλώρη του στην πρύμνη του σκάφους του ενάγοντος, και η ρυμούλκησή του στη θαλάσσια περιοχή «…» Συβότων Θεσπρωτίας, όπου και αγκυροβολήθηκε περί ώρα 23.00 της ίδιας ημέρας. Από το συμβάν δεν προκλήθηκε κίνδυνος ζωής ή τραυματισμός προσώπου, ούτε διαπιστώθηκε βλάβη του περιβάλλοντος. Στη συνέχεια, κατόπιν εντολής της Λιμενικής Αρχής, περί ώρα 02.00 της 18ης-06-2015 διενεργήθηκε επιθεώρηση των υφάλων του σκάφους της εναγόμενης από επαγγελματία δύτη, ο οποίος διαπίστωσε ζημία στο κάτω μέρος του πηδαλίου του σκάφους, που συνίστατο σε απομάκρυνση της πάστας επικάλυψης (gel coat) του πολυεστέρα, καθώς και φθορά μικρής έκτασης στον πολυεστέρα, τα υπόλοιπα μέρη του σκάφους -μεταξύ των οποίων- η προπέλα, ο άξονας, η καρίνα, ο πρωραίος έλικας πηδαλιουχίας και τα ύφαλα βρέθηκαν σε ικανοποιητική κατάσταση, ενώ δεν διαπιστώθηκε ρήγμα κάτω από την ίσαλο γραμμή, ούτε εισροή υδάτων εντός του σκάφους (Βλ. το με ημερομηνία 18-06-2015 έγγραφο του δύτη, …, σε συνδυασμό με την ένορκη κατάθεση του ίδιου στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας). Τα παραπάνω διαπιστώθηκαν και από τη Ναυπηγό – Μηχανολόγο Μηχανικό, …, η οποία επιθεώρησε το σκάφος την 19-06-2015 και εξέδωσε το με ίδια ημερομηνία βεβαιωτικό επιθεώρησης πλοίου μετά από βλάβη/ζημία, χωρίς να διατυπώσει οποιαδήποτε παρατήρηση. Κατόπιν προσκόμισης του εν λόγω βεβαιωτικού επιθεώρησης στην αρμόδια Λιμενική Αρχή, την 19-06-2015 επιτράπηκε ο απόπλους του σκάφους της εναγόμενης. Κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, εξαιτίας της πρόσκρουσης του σκάφους της εναγόμενης σε βραχώδη περιοχή υπήρξε κίνδυνος βύθισής του, ο οποίος αποτράπηκε χάρη στις σωστικές ενέργειες του ενάγοντος. Ειδικότερα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι, ενόσω επικρατούσαν άνεμοι ισχυρής έντασης, το σκάφος της εναγόμενης έπλεε ακυβέρνητο και προσέκρουε με δύναμη σε βραχώδη πυθμένα της περιοχής, γεγονός που θα επέφερε ως αποτέλεσμα τη μερική ή ολική βύθιση του σκάφους, εξαιτίας της πρόκλησης ζημιών στα στεγανά τοιχώματά του και της επακόλουθης εισροής θαλάσσιων υδάτων στο εσωτερικό του. Στις ένορκες καταθέσεις τους στην ποινική προδικασία, τόσο ο ενάγων όσο και οι δύο επιβαίνοντες στο σκάφος κατέθεσαν ότι όταν κατέφτασαν στο «…» διαπίστωσαν ότι το σκάφος της εναγόμενης προσέκρουε με δύναμη σε βραχώδη περιοχή, μάλιστα απ’ αυτούς, ο Λιμενικός κατέθεσε ότι το σκάφος προσέκρουε με την πρύμνη του. Ωστόσο, τα όσα σχετικά κατέθεσαν οι παραπάνω στην ποινική προδικασία δεν επιβεβαιώνονται από τα ευρήματα της επιθεώρησης που διενεργήθηκε από τον επαγγελματία δύτη την 18-06-2015 και από τη Ναυπηγό – Μηχανολόγο Μηχανικό την 19-06-2015. Ειδικότερα, εάν το σκάφος της εναγόμενης προσέκρουε με δύναμη με την πρύμνη του σε βραχώδη περιοχή, θα είχε υποστεί τις ακόλουθες ζημίες στα πρυμναία στοιχεία του: α) θραύση και ολοκληρωτική καταστροφή του πτερυγίου του πηδαλίου, το οποίο είναι κατασκευασμένο από ενισχυμένο πλαστικό (G.R.P.), και β) στρέβλωση του άξονα του πηδαλίου, κατασκευασμένου από ανοξείδωτο χάλυβα. Επιπλέον, εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι κατά το χρόνο που το σκάφος προσέκρουε σε βραχώδη περιοχή η πλατφόρμα κολύμβησης, η οποία είναι κατασκευασμένη από ενισχυμένο πλαστικό, ήταν σε ανοικτή οριζόντια θέση, το σκάφος θα είχε υποστεί και θραύση και αποκόλληση της πλατφόρμας από τα σημεία έδρασής της στον καθρέπτη της πρύμνης (Βλ. την από 31-08-2017 τεχνική έκθεση του Ναυτικού Επιθεωρητή – Επιθεωρητή Ναυτικών Ατυχημάτων …). Τέτοιες, όμως, ζημίες δεν διαπιστώθηκαν, κατά τις επιθεωρήσεις του σκάφους της εναγόμενης, όπως προαναφέρθηκε. Περαιτέρω, αναφορικά με τη ζημία που εντοπίστηκε στο κάτω μέρος του πηδαλίου του σκάφους της εναγόμενης, λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Το βύθισμα του σκάφους της εναγόμενης κάτω από την ίσαλο γραμμή μέχρι το άκρο του βολβού της τρόπιδας έρματος είναι 2,24 μέτρα (Βλ. την προαναφερόμενη τεχνική έκθεση του …). Δηλαδή, όταν το σκάφος επιπλέει στην επιφάνεια της θάλασσας, το κατώτατο ίχνος (ακτή) της τρόπιδας και του πτερυγίου του πηδαλίου του προεκτείνονται προς το βυθό από την ίσαλο γραμμή κατά 2,24 μέτρα. Επομένως, εάν το σκάφος της εναγόμενης, λόγω ολίσθησης της άγκυράς του, είχε μετατοπιστεί προς την ακτή του όρμου «…», θα είχε δεσμευτεί η τρόπιδα έρματος σε αντίστοιχο βάθος θάλασσας 2,24 μέτρων και θα είχε προσαράξει επί του βυθού, γεγονός που δεν αποδείχθηκε (ούτε άλλωστε ο ενάγων επικαλείται ότι το σκάφος της εναγόμενης προσάραξε), και απ’ αυτό, σε συνδυασμό με τα ευρήματα της επιθεώρησης, συνάγεται ότι η πρύμνη του σκάφους δεν προσέγγισε τα αβαθή της βραχώδους ακτογραμμής. Εξάλλου, κατά τον κρίσιμο για την ένδικη υπόθεση χρόνο το σκάφος της εναγόμενης δεν ήταν ακυβέρνητο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, καθώς αυτό δεν στερούταν δυνατότητας αυτοδύναμης κίνησης, ούτε αποτελεί στοιχείο ακυβερνησίας η αποκόλληση της άγκυράς του από το βυθό και η ολίσθησή του επ’ αυτού. Τέλος, ναι μεν την ημέρα εκείνη από ώρα 20.00 έως 22.00 στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή του όρμου «…» έπνεαν άνεμοι από βόρειες διευθύνσεις σχεδόν μέτριοι, εντάσεως 4 – 5 στην κλίμακα μποφόρ, με ριπές ισχυρούς εντάσεως 6 στην κλίμακα μποφόρ, που έφταναν τους πολύ ισχυρούς (7 μποφόρ) (Βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. 2575/18-06-2015/ΕΜΥ/Ε1/06-07-2015 πιστοποιητικό της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας), πλην όμως, κρίνεται ότι οι καιρικές αυτές συνθήκες δεν υπήρξαν καθοριστικές για την ένδικη επιχείρηση, κρίση που ενισχύεται από το γεγονός ότι κανένα άλλο από τα αγκυροβολημένα σκάφη στην ίδια θαλάσσια περιοχή δεν διέτρεξε κίνδυνο υπό τις ίδιες καιρικές συνθήκες. Για τους λόγους που εκτέθηκαν παραπάνω, δεν συνέτρεξε στην προκειμένη περίπτωση υπαρκτός ή έστω και αναμενόμενος με πιθανότητα κίνδυνος απώλειας ή υπολογίσιμης βλάβης του σκάφους της εναγόμενης. Επομένως, οι υπηρεσίες που παρείχε ο ενάγων δεν συνιστούν παροχή θαλάσσιας αρωγής, αλλά εντάσσονται στο πλαίσιο σιωπηρά καταρτισμένης σύμβασης ρυμούλκησης, η οποία εν προκειμένω φέρει το χαρακτήρα ναύλωσης, διότι κατά τον ένδικο χρόνο το σκάφος της εναγόμενης, στερούμενο πληρώματος, μετακινήθηκε από το σκάφος του ενάγοντος ως αδρανές σώμα. Συνεπώς, ο ενάγων δεν δικαιούται αμοιβή για παροχή θαλάσσιας αρωγής. Ωστόσο, ενόψει του ότι η αγωγή, κατά την εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, περιέχει όλα τα στοιχεία που θεμελιώνουν το δικαίωμα του ενάγοντος σε αμοιβή από τη σιωπηρά καταρτισμένη σύμβαση ρυμούλκησης (Βλ. ΕΠ 516/2010, ό.π.), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 361, 371 ΑΚ, 107 επ. ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 682 ΑΚ, αναλογικά εφαρμοζόμενο, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της ρυμούλκησης, του χρόνου που δαπανήθηκε, καθώς και του μέσου που διατέθηκε, κρίνεται ότι η αμοιβή του ενάγοντος για την παραπάνω αιτία ανέρχεται στο ποσό των 1.500 ευρώ. Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή, κατά το σκέλος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, και ν’ αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από την 20-06-2017, μέχρι την εξόφληση.  Περαιτέρω, πρέπει η εναγόμενη, λόγω της μερικής ήττας της, να καταδικαστεί στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 i(α), 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 02-07-2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ