Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  2331 /2020

(Γενικός αριθμός κατάθεσης έφεσης: 2717/2018)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης έφεσης: 46/2018)

(Γενικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 2882/2018)

(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 1265/2018)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (ΕΝΟΧΙΚΟ)

              ΣYΓΚPΟTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

              ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 22α Μαΐου του 2018 για να δικάσει με την τακτική διαδικασία την υπό γενικό καταθέσεως 2717/2018 και υπό ειδικό αριθμό καταθέσεως 46/2018 και υπό γενικό αριθμό προσδιορισμού 2882/2018 και υπό ειδικό αριθμό προσδιορισμού 1265/2018 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 385/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, και με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης από αδικοπραξία εξ αναγωγής για ασφαλιστική εταιρεία υποκατασταθείσα στα δικαιώματα του ζημιωθέντος έναντι του ζημιώσαντος από σύμβαση πώλησης, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ:  Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στον …, επί της οδού …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ ΦΑΕ .…., νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Λεωνίδα Παναγόπουλου του Βασιλείου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2851), ο οποίος ανακάλεσε την προηγούμενη από 21-5-2018 παράστασή του με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, κατοίκου …, που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στη …, επί της …, και ήδη στην …, επί της οδού …, με ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ευάγγελου Ν. Δημητριάδη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 20714), ο οποίος ανακάλεσε την προηγούμενη από 21-5-2018 παράστασή του με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, κατοίκου …, που κατέθεσε προτάσεις.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε την από 20-4-2015 και υπό γενικό αριθμό καταθέσεως 1935/2015 και ειδικό αριθμό καταθέσεως 181/2015 αγωγή της κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε ό,τι αναφέρεται σ’ αυτήν. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 385/2017 οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία (ενοχικό), η οποία εκδόθηκε ερήμην της εναγομένης, έκανε δεκτή την αγωγή της. Κατά της απόφασης παραπονείται πλέον η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την από 13-3-2018 και υπό γενικό καταθέσεως 2717/2018 και υπό ειδικό αριθμό καταθέσεως 46/2018 και υπό γενικό αριθμό προσδιορισμού 2882/2018 και υπό ειδικό αριθμό προσδιορισμού 1265/2018 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 385/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στρεφόμενη κατά της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για συζήτηση στη δικάσιμο της 22-5-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 8, ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεσή του για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν και στις προτάσεις της, η δε εφεσίβλητη ζητεί την απόρριψή της για όσους λόγους εκθέτει στις προτάσεις της.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, ως άνω σημειώνεται, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των οποίων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους προφορικά, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και τις προτάσεις που κατέθεσαν.

MEΛETHΣE  TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦΘHKE  ΣYMΦΩNA  ME  TOΝ  NOMO

                 Ι. Oι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση αποδίδουν στην ουσία τις ρυθμίσεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1924 (Κανόνες Χάγης), που αφορούν τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων. Mε τον Ν.2107/1992 κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25ης-8-1924 (για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές) μαζί με τις τροποποιήσεις του 1963 (Κανόνες του Βίσμπυ) και τα τροποττοιητικά αυτής Πρωτόκολλα της 23ης-2-1968 και της 21ης-12-1979 (Κανόνες “Χάγης-Βίσμπυ”) και συνεπώς οι κανόνες της Διεθνούς αυτής Συμβάσεως αποτελούν σύμφωνα με το άρθρο 28 §1 του ισχύοντος Συντάγματος αναπόσπαστο τμήμα του ημεδα­πού δικαίου και υπερισχύουν κάθε άλλης αντιθέτου διατάξεως νόμου (ΕφΠειρ 560/2007 ΕΝΔ 35.323). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 περ.β’, 2 §§ 1 και 2, 3 § 1, 5 § 2 και 10 § 2, προκύπτει ότι οι διατάξεις της εν λόγω ΔΣ, που εφαρμόζεται στην Ελλάδα από 23-6-1993, έχουν ισχύ στις θαλάσσιες μεταφορές, στις οποίες τα λιμάνια φορτώσεως και εκφορτώσεως βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω μεταφορές καλύπτονται από φορτωτική ή άλλο πα­ρόμοιο έγγραφο, που αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων. Επίσης, εφαρμόζονται και στις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ ελληνικών λιμένων είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι (βλ. σχετ. Α.Κιάντου-Παμπούκη, Κύρωση Κανόνων Χάγης-Βίσμπυ και Δίκαιο Ναυλώσεως, στην ΕΝΔ 21.287επ. και ιδίως σελ.290, Κοροτζή, Η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα σύμφωνα με τους κανόνες Χάγης-Βίσμπυ, 1994, σελ.12-13, Σωτηροπούλου, Οι κανόνες του “Βίσμπυ”, ΕΕμπΔ 1994 σελ.309-310, Στυλιανού Στ., Η έκταση εφαρμογής στην Ελλάδα της Διεθνούς Σϋμβασης των Βρυξελλών, ΕΝΔ 22.1,7, ΕφΠειρ 76/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 162/2004 ΠειρΝομ 26.323 και στην ΤΝΠ του ΔΣΑ, ΕφΠειρ 305/2005 ΠειρΝομ 27.205). Σύμφωνα με τα ανωτέρω σε περίπτωση διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς, δηλαδή μεταφοράς πραγμάτων δια θαλάσσης που τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, δίχως η μεταφορά αυτή να καλύπτεται από φορτωτική εκδοθείσα από τον θαλάσσιο μεταφορέα σε εκτέλεση του ναυλοσύμφωνου, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Ν.2107/1992 (Kανόνες Χάγης-Βίσμπυ), αλλά οι διατάξεις περί ναυλώσεως του ΚΙΝΔ και συγκεκριμένα οι διατάξεις των άρθρων 107επ. του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384). Η φορτωτική που εκδόθηκε πρέπει να είναι σε διαταγή και να κυκλοφόρησε, οπότε αποτελεί τον τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά (βλ. ΕφΛαμ 198/2006 Αρμ 2007.551, ΕφΠειρ 186/2006 ΕΝΔ 2006.275, ΠολΠρΠειρ 3365/2006 ΕΝΔ 2006.283). Έγγραφο παρόμοιο με τη φορτωτική, το οποίο να αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά, είναι προδήλως το έγγραφο που έχει παρόμοια λειτουργία με τη φορτωτική, δηλαδή που μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση και ενσωματώνει την αξίωση του κατόχου (κομιστή) αυτού για την παράδοση των πραγμάτων που φορτώθηκαν στον τόπο προορισμού τους. Τέτοιο πάντως, παρόμοιο με τη φορτωτική, έγγραφο δεν προβλέπεται στην ελληνική νομοθεσία ούτε χρησιμοποιείται στη ναυτιλιακή πρακτική χωρών με μεγάλη ναυτική παράδοση. Επομένως, δεν εφαρμόζεται η παραπάνω Δ.Σ., αλλά οι διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ στις περιπτώσεις που δεν έχει εκδοθεί φορτωτική με την παραπάνω έννοια, αλλά έχει καταρτιστεί ναύλωση που διέπεται μόνο από ναυλοσύμφωνο ή έχει εκδοθεί δελτίο θαλάσσιας μεταφοράς ή εισιτήριο οχήματος ή απόδειξη παραλαβής ή δελτίο επιβίβασης οχήματος, τα οποία εκδίδονται συνήθως στις περιπτώσεις μεταφοράς πραγμάτων με οχηματαγωγά πλοία, εντός εμπορευματοκιβωτίων ή φορτηγών οχημάτων, δηλαδή έγγραφα που δεν έχουν αξιογραφική και εμπράγματη λειτουργία και χρησιμοποιούνται σε μεταφορές στις οποίες δεν υπάρχει ενδεχόμενο να μεταβιβαστούν τα πράγματα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς (ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384, ΕφΠειρ 1206/2005 ΕΕμπΔ 2006.693, ΕφΠειρ 286/2004 ΕΝΔ 32.27, ΕφΠειρ 162/2004 ΕΝΔ 32.32, ΕφΠειρ 97/2004 ΕΝΔ 32.41, ΕφΠειρ 300/2004 ΕΝΔ 32.124, ΕφΠειρ 1023/1997,ΕφΠειρ 1030/1997). Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 §5 εδ.α’ και β΄ των Κανόνων “Χάγης-Βίσμπυ”, καθορίζεται το συνολικό ποσό αποζημιώσεως, που οφείλεται από τον μεταφορέα, για οποιαδήποτε απώλεια ή ζημία σε εμπορεύματα και ο τρόπος υπολογισμού. Επιπλέον, οι αυτοί Κανόνες (“Χάγης-Βίσμττυ”) ρύθμισαν ειδικώς και ρητώς στο άρθρο 4β (που προστέθηκε με το άρθρο 3 του πιο πάνω Πρωτοκόλλου της 23ης-2-1968) και τις περιπτώσεις στις οποίες εγείρεται αγωγή από αδικοπραξία είτε κατά του μεταφορέα είτε κατά του προστηθέντος αυτού (βλ. σχετ. Κοροτζή ό.π., σελ.41-43, 59-60, Π.Σωτηροπούλου, ό.π., Κιάντου-Παμπούκη ό.π., Γ.Θεοχαρίδη,Η αδικοπρακτική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφο­ρέα, σελ.260-288, ΕφΠειρ 160/2003 ΕΝΔ 31.261, ΕφΠειρ 162/2004 ό.π., ΕφΠειρ 305/2005 ό.π., ΠολΠρΠειρ 4675/2006 αδημ. στον Νομικό Τύπο). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 §5 εδ.β’, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης υπολογίζεται σε σχέση με την αξία αυτών των εμπορευμάτων, στον τόπο και στον χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή τιμή για το εμπό­ρευμα ή, αν δεν υπάρχει τέτοια τιμή, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά ή, αν δεν υπάρχει καμία από τις δύο, με βάση τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ιδίου είδους και ποιότητας. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι σε περίπτωση θαλάσσιας μεταφοράς, ο κατά τα ανωτέρω ειδικός προσδιορισμός της αξίας των απολεσθέντων και βλαβέντων πραγμάτων, δηλαδή η αναφορά μιας από τις πιο πάνω αξίες αυτών και όχι υποχρεωτικά της προηγουμένης, είναι ουσιώδες και αναγκαίο στοιχείο της ιστορικής βά­σης της σχετικής αγωγής αποζημίωσης, η έλλειψη του οποίου καθιστά το δικόγραφο αυτής αόριστο (βλ. ΑΠ 504/2003 ΕΝΔ 31.257, ΑΠ 310/1994 ΕΝΔ 23.12, ΕφΠειρ 726/2006 αδημ. σε Νομικό Τύπο, ΕφΠειρ 305/2005 ό.π., με σχετικές παραπομπές στη θεωρία και στη νομολογία). Από τη διάταξη του άρθρου 4§5 εδ.β’ της ως άνω ΔΣ, σε συνδυασμό με την §1 αυτού, συνάγεται ότι κατά τον προσδιορισμό της καταβλητέας ως άνω αποζημιώσεως και την έκτασή της δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτή οι απαιτήσεις αποκατάστασης διαφυγόντων κερδών, μείωσης της εμπορικής αξίας, χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή άλλη περαιτέρω ζημία θετική ή αποθετική, προκύπτουσα από τη βλάβη ή την απώλεια του πράγματος ή από τη στέρηση του κέρδους ή της ωφελείας από τη χρη­σιμοποίησή του είτε η αγωγή θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική είτε στην εξωσυμβατική ευθύνη (βλ. σχετ. Κοροτζή, ό.π., σελ.41, του ιδίου σχόλ. στη Ναυτική Δικαιοσύνη 2001.105,111, ΕφΠειρ 33/1996 ΕΝΔ 25.140, ΠολΠρΠειρ 4675/2006 αδημ. στον Νομικό Τύπο). Από τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 4 των Κανόνων “Χάγης-Βίσμπυ”, προκύπτει ότι στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφο­ράς ο μεταφορέας (εκναυλωτής) ευθύνεται σε αποζημίωση στην περίπτωση βλάβης ή απώλειας των πραγμάτων που προκλήθηκε κατά τον χρόνο από την παραλαβή προς μεταφορά μέχρι την εκφόρτωση από το πλοίο και την παράδοση στον παραλήπτη, εκτός εάν η απώλεια ή η βλάβη οφείλεται σε περιστατικά που δεν μπο­ρούσαν να αποτραπούν ούτε με την καταβολή της επιμέλειας ενός συνετού εκναυλωτή. Οι ως άνω διατάξεις θεσπίζουν νόθο αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα (βλ. ΕφΠειρ 305/2005 ό.π., ΜονΠρΠειρ 1381/1999 ό.π.).

ΙΙ. Εκτός από τη συμβατική, ο εκναυλωτής υπέχει ευθύνη προς αποζημίωση και κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών του Αστικού Κώδικα (άρθρα 26, 914επ. ΑΚ, ΕφΠειρ 980/1995 ΕΝΔ 24.455), αν η απώλεια ή η βλάβη του φορτίου οφείλεται σε υπαιτιότητα των προστηθέντων από αυτόν πλοιάρχου ή πληρώματος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους ανατέθηκαν (άρθρα 922, 914, 297, 298 ΑΚ, 84 παρ.2 ΚΙΝΔ), κι αν ακόμα η συγκεκριμένη συμπεριφορά που συνθέτει τον δόλο ή την αμέλειά του ή, σε περίπτωση νομικού προσώπου, αυτών που νομίμως το εκπροσωπούν, αποτελεί παράβαση και συμβατικής υποχρέωσης, διότι και στην περίπτωση αυτή η συντέλεση της ζημίας αντίκειται στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ γενικό καθήκον του «μη ζημιούν έτερον» και δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ υπαιτίου και ζημιωθέντος, αφού στο πλαίσιο του παραπάνω καθήκοντος ο κάτοχος ή ο μεταφορέας αλλότριου πράγματος υποχρεώνεται από μόνη την ιδιότητα αυτή να απέχει από κάθε ενέργεια ή παράλειψη που θα μπορούσε να προκαλέσει την ολική ή μερική απώλεια ή βλάβη της ουσίας του. Έτσι, επί βλάβης ή απώλειας των πραγμάτων κατά την εκτέλεση της θαλάσσιας μεταφοράς δημιουργείται υπέρ του δανειστή και σε βάρος του εκναυλωτή συρροή αξιώσεων, που μπορούν να ασκηθούν παράλληλα (διακριτική ευχέρεια), ήτοι σχετική αξίωση για αποζημίωση μπορεί να στηριχθεί είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο, αλλά η ικανοποίηση της μίας επιφέρει την απόσβεση της άλλης (ΕφΠειρ 33/1984 ΕλλΔνη 1985.82, ΠολΠρωτΠειρ 911/2002 ΔΕΕ 2003.84, ΠολΠρΠειρ 942/1993 ΕΝΔ 22.105, ΠολΠρΠειρ 2258/1990 ΕΝΔ 1991.161). Ειδικότερα, επί θαλάσσιας μεταφοράς η συνηθέστερη περίπτωση κατά την οποία αντιμετωπίζεται συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης του εκναυλωτή-θαλάσσιου μεταφορέα είναι η απώλεια ή βλάβη των μεταφερόμενων πραγμάτων. Κατά την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη, η μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προφύλαξη του φορτίου αποτελεί απλή συμβατική παράλειψη του εκναυλωτή-θαλάσσιου μεταφορέα και των προστηθέντων αυτού οργάνων. Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη παράνομη και υπαίτια χωρίς την ύπαρξη της σύμβασης ναύλωσης-θαλάσσιας μεταφοράς, μη υφισταμένης συνεπώς αδικοπραξίας (βλ. Η ευθύνη προς αποζημίωση στο ελληνικό και το διεθνές Ναυτικό Δίκαιο κατά το 4° Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου από 6 έως 9 Ιουνίου 2001 από Ιωάννη Βρέλλο, σελ.56-57 – Η αδικοπρακτική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα, Γ. Θεοχαρίδη, 2000, σελ.128-129, ΕφΠειρ 76/2006 ΠειρΝομ 2006.466, ΕφΠειρ 286/2004 ΕΝΔ 32.27, ΕφΠειρ 106/1994 ΕΝΔ 22.375,ΕφΠειρ 1741/1990 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση αυτή για το ορισμένο της αγωγής απαιτείται σαφής αναφορά των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την υπαιτιότητα των παραπάνω προστηθέντων προσώπων από τον εκναυλωτή πλοιάρχου και πληρώματος και δικαιολογούν την ευθύνη τους από την αποδιδόμενη αδικοπραξία (ΑΠ 480/1989 ΕλλΔνη 31.1437, ΕφΠειρ 325/2004 ΕΝΔ 2004.124, ΠολΠρΠειρ 556/2002 ΕΕμπΔ 2003.397). Επιπρόσθετα, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 40, 84 και 138 ΚΙΝΔ προκύπτει ότι ο πλοίαρχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, επομένως και για ελαφρά αμέλεια, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε. Την ως άνω ευθύνη υπέχει ο πλοίαρχος κυρίως απέναντι στον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, με τους οποίους συνδέεται συμβατικά, ενώ απέναντι στους τρίτους και μάλιστα τους παραλήπτες του φορτίου μπορεί να ευθύνεται μόνο κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, δηλαδή όταν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του προκαλέσει στους τρίτους ζημία με τις προϋποθέσεις των άρθρων 914επ. ΑΚ. Η ευθύνη αυτή είναι δυνατό να συντρέχει παράλληλα με την ευθύνη του πλοιοκτήτη ή να αφορά αποκλειστικά στον πλοίαρχο και είναι σε κάθε περίπτωση απεριόριστη, αφού σε αντίθεση με τον πλοιοκτήτη, για τον οποίο προβλέπεται στον νόμο ότι ευθύνεται περιορισμένα (άρθρα 85 επ., 139, 140, 141 ΚΙΝΔ), δεν υπάρχει παρόμοια πρόβλεψη για τον πλοίαρχο στις περιπτώσεις που εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 1206/2005, ό.π., ΕφΠειρ 1023/1997 Νομολ.Ναυτ. Δ.ΕφΠειρ 1996-1997, σελ.661 και τις εκεί παραπομπές, ΜονΠρΧαν 457/2015 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, το άρθρο 138 ΚΙΝΔ ορίζει ότι ο εκναυλωτής ευθύνεται για το πταίσμα των προσώπων που έχει προστήσει και ιδίως του πλοιάρχου και του πληρώματος σαν να ήταν δικό του πταίσμα και προβλέπει περαιτέρω ότι αν προκλήθηκε ζημία από πράξεις ή παραλείψεις σχετικές με τη διακυβέρνηση ή τον χειρισμό του πλοίου, δηλαδή στις περιπτώσεις “ναυτικού πταίσματος”, ο εκναυλωτής ευθύνεται μόνον για προσωπικό του πταίσμα “διαχειριστικόν ή διοικητικόν” (εμπορικόν), διευκρινίζοντας τελικά ότι στη διακυβέρνηση ή τον χειρισμό του πλοίου δεν περιλαμβάνονται μέτρα που λαμβάνονται κυρίως προς το συμφέρον του φορτίου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο εκναυλωτής ευθύνεται, σύμφωνα με το άρθρο 135 ΚΙΝΔ (σε συνδυασμό και με το άρθρο 914 ΑΚ), για κάθε ζημία, ήτοι και για την απώλεια ή βλάβη του φορτίου, που προέρχεται από ελάττωμα του πλοίου ως προς την καταλληλότητα προς πλουν ή προς διατήρηση του φορτίου. Εξειδικεύεται, δηλαδή, η περίπτωση αμελείας του εκναυλωτή, αποτελούσα την αιτία βλάβης ή απώλειας του φορτίου (βλ. Δ. Καμβύση ό.π., σχόλια υπ’ αριθ.135, σελ.389επ. με παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία, ΠολΠρΠειρ 556/2002 ΕΕμπΔ 2003.397). Το θεσπιζόμενο σύστημα της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα στα άρθρα 134 παρ.3 και 135 ΚΙΝΔ βασίζεται στο τεκμαιρόμενο πταίσμα του οφειλέτη, δηλαδή στη νόθο αντικειμενική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα. Ειδικότερα, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα. Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του αστικού δικαίου στη συμβατική ευθύνη (άρθρο 330 και 334 ΑΚ), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφρά αφηρημένη αμέλεια. Η ελαφρά αφηρημένη αμέλεια έχει την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα. Πταίσμα του πλοιάρχου, του πληρώματος και γενικά των προσώπων που έχουν προστηθεί από τον μεταφορέα δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης του για ζημιές από πυρκαγιά, αλλά απαιτείται «ίδιον», δηλαδή προσωπικό, πταίσμα του ή, εφόσον πρόκειται για εταιρεία, των προσώπων που την εκπροσωπούν ή ασκούν τη διοίκησή της, αφού η ως άνω διάταξη απαλλάσσει στη συγκεκριμένη περίπτωση τον μεταφορέα από την ευθύνη για το πταίσμα των προστηθέντων του (ΕφΠειρ 142/2012, ό.π., ΕφΠειρ 835/2010, ό.π., ΕφΠειρ 447/2005, ΕΝΔ 2005.331, βλ. Αλ.Κιάντου-Παμπούκη, ό.π., §108, σελ.390-391). Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 139 του ΚΙΝΔ, που είναι αναγκαστικού δικαίου (jus cogens), εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή (θαλάσσιου μεταφορέα) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 134 του ΚΙΝΔ για ολική ή μερική απώλεια των μεταφερθέντων δια θαλάσσης πραγμάτων, ο εκναυλωτής υποχρεούται να αποζημιώσει τον δικαιούχο αυτών, δηλαδή να αποκαταστήσει την αξία που είχαν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποιότητας στο λιμάνι προορισμού τους, ήτοι στο λιμάνι εκφόρτωσής τους από το πλοίο, κατά τον χρόνο έναρξης της εκφόρτωσής τους από αυτό (βλ. Α.Τούση, Εμπορικός Κώδικας, 1976, υπ’ άρθρο 139 του ΚΙΝΔ, σελ.343, 344 με παραπομπές στη νομολογία, Νικ.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, υπ’ άρθρα 139 και 140 του ΚΙΝΔ, σελ.400 έως 402, Ν.Δελούκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1979, παρ.214, σελ.346 έως 348, Στ.Σταυρόπουλου, Ερμ.Εμπ. και Ναυτ. Δικαίου, υπ’ άρθρο 139, σελ.409, ΑΠ 504/2003 ΕΝΔ 31.257, ΕφΠειρ 762/2002 ΕΝΔ 30.455, ΕφΠειρ 1293/1995 Νομολ.Ναυτ.Τμημ.Εφ.Πειρ 1994-1995, σελ.237, ΕφΠειρ 33/1984 ΕΝΔ 12.481, ΠολΠρΠειρ 1186/1989 ΕΝΔ 1989.507). Τα ανωτέρω εκτεθέντα περί του καθορισμού της αποζημίωσης του παραλήπτη και της ευθύνης του εκναυλωτή σε αποκατάσταση της αξίας των απολεσθέντων πραγμάτων ισχύουν επί συρροής αξιώσεων από αδικοπραξία και από σύμβαση, λόγω ταυτότητας της νομικής αιτίας καθορισμού της ιδιόμορφης ως άνω αποζημίωσης, καθόσον και η με βάση την αδικοπραξία αξίωση νοείται μόνο εντός των ορίων του συμβατικού πταίσματος, για να μη (άλλως) ματαιώνεται το εκ των προτέρων καθορισμένο όριο ευθύνης με την επιλογή της αγωγής με βάση την αδικοπραξία. Επομένως, οι προϋποθέσεις υπολογισμού της ζημίας και το είδος αυτής δεν είναι άλλες από αυτές που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 139 και 140 του ΚΙΝΔ, σύμφωνα με τις οποίες, εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή για ολική ή μερική απώλεια των πραγμάτων, η αποζημίωση την οποία οφείλει στην περίπτωση συμβατικής ευθύνης είναι ίση με την αξία που έχουν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποσότητας στον τόπο του προορισμού, ήτοι τον τόπο εκφόρτωσης. Σε κάθε περίπτωση συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης, ισχύουν οι περιορισμοί της αποζημίωσης των άρθρων 139 και 140 του ΚΙΝΔ, σύμφωνα με τον δεύτερο από τα οποία, εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή για βλάβη των πραγμάτων, η αποζημίωση την οποία οφείλει είναι ίση με τη διαφορά “μεταξύ της τιμής πωλήσεως αυτών και της τιμής εις την οποίαν θα επωλούντο άνευ της βλάβης εις τον τόπον προορισμού κατά τον χρόνον της εκφορτώσεως”. Έτσι, στην περίπτωση αγωγής, με την οποία διώκεται η αποκατάσταση τέτοιας ζημίας, είναι απαραίτητο να αναφέρεται σ’ αυτήν ως ουσιώδες και αναγκαίο στοιχείο η τιμή πωλήσεως του βλαβέντος πράγματος (τη θαλάσσια μεταφορά του οποίου ανέλαβε δυνάμει συμβάσεως ο εναγόμενος) πριν και μετά τη βλάβη στον τόπο προορισμού κατά τον χρόνο της εκφορτώσεως, έτσι ώστε να προκύπτει η αποκαταστατέα διαφορά, που αποτελεί και τη ζημία του δικαιούχου (ΕφΠειρ 757/1997 ΕΝΔ 26.28, ΕφΠειρ 159/1996 ΕΝΔ 24.337, ΕφΠειρ 672/1992 ΕΝΔ 21.54, ΕφΠειρ 430/1991 ΕΝΔ 19.430, ΠολΠρΠειρ 2258/1990 ΕΝΔ 1991.161). Ο δε ναυλωτής ή άλλος νομιμοποιούμενος επί του φορτίου, έναντι του οποίου ευθύνεται κατ’ άρθρο 135 ΚΙΝΔ ο εκναυλωτής, όπως είναι ο ασφαλιστής του φορτίου που αποζημίωσε τη ζημία του ασφαλισμένου και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα αυτού είτε με διάταξη νόμου είτε με εκχώρηση της σχετικής απαίτησης (βλ. ΕφΠειρ 142/2012 ΔΕΕ 2012.695), εκτός από την παραπάνω διαφορά δεν δικαιούται να αξιώσει άλλη ζημία, έστω και αν επικαλείται εξωσυμβατική ευθύνη του εκναυλωτή. Δεν δικαιούται δηλαδή να αξιώσει ούτε το κατά το άρθρο 298 ΑΚ διαφυγόν κέρδος ούτε άλλη περαιτέρω ζημία, θετική ή αποθετική, προκύπτουσα από τη μη παράδοση ή τη βλάβη του πράγματος ή από τη στέρηση του κέρδους ή της ωφέλειας από τη μη χρησιμοποίησή του, αυτό δε είτε η βλάβη του πράγματος ανέκυψε από την αθέτηση της ναύλωσης ή της σύμβασης μεταφοράς είτε από αδικοπραξία (βλ. Αλ.Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 3η έκδοση, § 100, σελ. 355-357, Ν.Δελούκα, Ιδ.Ναυτ. Δίκαιο, 1982, υπ’ άρθρα 139-140 ΚΙΝΔ, παραγρ.2, σελ.402 με παραπομπές στη νομολογία, Γ.Θεοχαρίδη, Η αδικοπρακτική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα, 2000, σελ.126, 127, ΕφΠειρ 835/2010 ΔΕΕ 2011.483, ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384, ΕφΠειρ 603/1998 ΕΝΔ 16.375, ΕφΠειρ 1023/1997 ΕΝΔ 26.13, ΕφΠειρ 1741/1990 ΕΝΔ 19.159, ΕφΠειρ 191/1990 ΕΝΔ 19.158, ΕφΠειρ 506/1988 ΕΝΔ 17.497, ΕφΠειρ 1200/1981 ΕΝΔ 10.13, ΕφΠειρ 805/1979 ΕΝΔ 8.12, ΕφΠειρ 175/1979 ΕΝΔ 7.199, ΠολΠρΠειρ 650/2000 ΕπισκΕμπΔ 2001.212, ΠολΠρΠειρ 942/1993 ΕΝΔ 1994.105). Έτσι, η αγωγή σε βάρος του εκναυλωτή με βάση την αδικοπραξία είναι νόμιμη μόνο κατά το αίτημα αποζημίωσης για την αξία των απολεσθέντων ή βλαβέντων πραγμάτων και όχι για το διαφυγόν κέρδος (ΕφΠειρ 76/2006 ΕΝΔ 2006.278).

III. Εξάλλου, κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΕφΠειρ 60/2015 ΤΝΠ Νόμος). Κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως προϋποθέτει: 1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί ότι, εφόσον στην αγωγή αναφέρεται ιστορικά η αναμφίβολα γνωστή έννοια της προστήσεως, θεωρείται ότι προβάλλονται με αυτή (αγωγή) τα χαρακτηριστικά για την εξειδίκευση και περιγραφή της εννοίας αυτής γεγονότα, μεταξύ των οποίων και η διατήρηση από τον προστήσαντα του δικαιώματος να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του (ΑΠ 838/2011 ΧρΙΔ 2012.114, ΑΠ 1198/2009 ΕΕμπΔ 2010.419, ΑΠ 1507/2005 ΕλλΔνη 2006.94, ΕφΠειρ 60/2015 ΤΝΠ Νόμος). Με το άρθρο 926 ΑΚ καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από τον νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Η πρώτη κατηγορία αφορά την περίπτωση της επέλευσης της ζημίας από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζημίας, ανεξαρτήτως του αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας. Ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ’ άρθρο 927 ΑΚ (ΑΠ 1124/2015, ΑΠ 1804/2014). Τέλος, από δε τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 παρ.4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, όσα παρέλειψε, από τον νόμο, τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Πρέπει, περαιτέρω, να αναφέρονται τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας (ζημιογόνου αποτελέσματος), που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του (ΑΠ 59/2019 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 838/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 641/2011 ΤΝΠ Νόμος).

ΙV. Aπό τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ.2, 118 εδ.δ΄, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού προσδιορισμού ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (ΑΠ 768/1985 ΕΕΝ 1986.275, ΕφΑθ 5788/1992 Δ 1993.686, ΕφΛαρ 233/1992 ΕλλΔνη 1992.1500), προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων: α) σαφή έκθεση όλων των συγκεκριμένων περιστατικών και των ειδικών παραγωγικών γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση και που αντιστοιχούν στα αφηρημένα στοιχεία του πραγματικού ορισμένου κανόνα δικαίου και των συνεπειών που επέρχονται, δηλαδή των περιστατικών που είναι παραγωγικά του επίδικου δικαιώματος, ήτοι είναι αναγκαία, κατά νόμο, για τη στήριξη του αξιούμενου δικαιώματος και δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου (άρθρο 216 παρ.1α ΚΠολΔ) β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς (άρθρο 216 παρ.1β ΚΠολΔ) και γ) ορισμένο αίτημα άρθρο 216 παρ.1γ ΚΠολΔ), με τρόπο ώστε να καθίσταται εφικτό στον μεν εναγόμενο διάδικο να απαντήσει, στο δε δικαστήριο να προβεί στην προσήκουσα απόδειξη. Η αναγραφή στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση που απορρέει απ’ αυτά, είναι απαραίτητη ώστε να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 35.1582). Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να είναι αυτάρκες, δηλαδή να περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο το αξιούμενο δικαίωμα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να συμπληρωθούν αυτά από το περιεχόμενο άλλου εγγράφου (διαδικαστικού ή εξωδίκου), αφού η τυχόν αόριστη αγωγή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή της στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα άλλα έγγραφα της δίκης ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 403/2002 Δ 2003.93, ΑΠ 488/2001 ΕλλΔνη 43.381, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 762/2000 ΕλλΔνη 42.142-143, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 1871/1999 ΕλλΔνη 41.1302, ΑΠ 1322/1992 ΕλλΔνη 35.368, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 186/2006 ΕΝΔ 2006.275, ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝΔ 2005.97, ΕφΠειρ 325/2004 ΕΝΔ 2004.124, ΕφΠειρ 860/1997 ΕΝΔ1998.9, ΠολΠρΠειρ 910/2002 Αρμ 2003.1289, ΠολΠρΠειρ 2258/1990 ΕΝΔ 1991.161). Η έλλειψη, η ανεπαρκής ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα στοιχεία αυτά, καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού λόγω αοριστίας, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία (ΚΠολΔ 111, 159), η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1594, ΑΠ 1297/2009 ΤΝΠ Νόμος,  ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 718/1998 ΕλλΔνη 40.575, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 1998.325, ΕφΑθ 8609/1999 ΕλλΔνη 42.13954, ΕφΘεσ 690/1997 ΕπισκΕμπΔ 1998.189). Ποιά είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής, που η ελλιπής αναφορά τους οδηγεί σε απόρριψή της ως αόριστης, εξαρτάται από το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440, ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161,ΠολΠρΘεσ 21205/1996 Αρμ 1997.239).

  1. V. Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσης, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Ενόψει της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, που εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της νομιμοποίησής του, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξή της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ελλείψει (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά τον δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Από δε τον συνδυασμό των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για νομιμοποίηση του διαδίκου, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι, αφού η έλλειψη συνδρομής της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής, ως νομικά μεν αβάσιμης, στο στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητάς της, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης σε περίπτωση μη απόδειξης, στο στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας των επικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1157/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος). Επομένως, πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να αναγράφονται –μεταξύ άλλων- τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, η οποία, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ερευνάται αυτεπαγγέλτως (άρθρα 68, 73 ΚΠολΔ), ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγόμενου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, όπως προαναφέρθηκε, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (ΑΠ 339/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002.1680, ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 40.339, ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΠειρ 689/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 424/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005.1774, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕφΑθ 7138/2003 ΕλλΔνη 45.821). Το απαράδεκτο αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι αποτελεί ζήτημα αναγόμενο στην τήρηση της προδικασίας, που αφορά τη δημόσια τάξη. Η αοριστία αυτή της αγωγής δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, αλλά ούτε και με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 187/2006 Δ 2006.907, ΑΠ 252/2006 Δ 2006.1066, ΑΠ 524/2002, ΕφΑθ 1778/2011, ΕφΠειρ 689/2011 ΤΝΠ Νόμος).
  2. VI. Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 44 παρ.2 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25.7.2011), ορίζεται ότι, αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης (AΠ1906/2008 ΤΝΠ Νόμος) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της έφεσης και τις προτάσεις του (Εφ.Δωδ 136/2009 ΤΝΠ Νόμος) όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε ως εάν ήταν παρών, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του, ενδεχομένως, επέφερε, (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν.2915/2001, II Β 12 στον ΚΝοΒ 2001.1329). Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε σαν να ήταν παρών ο διάδικος, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής (ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 46.1100, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ ορίζεται ότι, αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα (30) ημέρες, αν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, εξήντα (60) ημέρες, και στις δύο περιπτώσεις η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη.

H υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 385/2017 ερήμην οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία (ενοχικό), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513§1β΄, 516 §1, 517, 518§1, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, τη 13-3-2018, η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε τη 15-9-2017 και επιδόθηκε την 15-2-2018 από την ενάγουσα στην εναγομένη (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …/15-2-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …), συνακόλουθα, ενεργοποιείται η γνήσια προθεσμία άσκησης της έφεσης των τριάντα (30) ημερών, η οποία δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας, που ήταν ηττηθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω καθολικής παραδοχής της αγωγής σε βάρος της, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (ΚΠολΔ 14 §§1-2, 25 §2, 17Α, όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011), ένεκα του ότι στο παρόν Δικαστήριο (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) εκδικάζονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων των περιφερειών των Πρωτοδικείων Πειραιώς και Αθηνών (Νομός Αττικής) που κρίνουν διαφορές και υποθέσεις που αφορούν ναυτικές διαφορές, κατ’ άρθρο 51 παρ.1 περ.γ΄, παρ.2, παρ.3 Α και Β περ.ε΄ και περ.ι΄ του Ν.2172/1993, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης κατά την ίδια τακτική διαδικασία (ΚΠολΔ 533 §1), ενόψει και του ότι κατατέθηκε το οφειλόμενο παράβολο των 75 € υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. το υπ’ αριθ. …/2018 ηλεκτρονικό παράβολο), κατ’ άρθρο 495 παρ.3 Α. περ.α΄ ΚΠολΔ, (όπως αντικ. με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 και παρ.2 του Ν.4335/2015), όπως βεβαιώνεται από τον Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιά στην από 13-3-2018 έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης (ΜονΠρΚοριν 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 Νόμος).

               Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 20-4-2015 και υπό γενικό αριθμό καταθέσεως 1935/2015 και ειδικό αριθμό καταθέσεως 181/2015 αγωγή της κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη ερήμην απόφαση, με αριθμό 385/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, με την οποία εξέθετε η ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία ότι δυνάμει ασφαλιστηρίου συμβολαίου μεταφοράς της ενάγουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ασφαλίστηκε η πωλήτρια εταιρεία με την επωνυμία «….» κατά κινδύνων διεθνούς μεταφοράς από την Ελλάδα στις Η.Π.Α. δέκα (10) συσκευασιών από φύλλα αλουμινίου, μεικτού βάρους 21.154 kg και καθαρού βάρους 19.920 kg, το οποίο είχε πωλήσει τον Μάρτιο του 2014, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου ζημίας λόγω βλάβης κατά τη μεταφορά τους από οποιονδήποτε λόγο καθώς και του κινδύνου συναφών ζημιών λόγω της βλάβης τους κατά τη μεταφορά, μέχρι και του ποσού των 56.540,73 ευρώ και πιο συγκεκριμένα, από τον Πειραιά στη Σαβάνα και εν συνεχεία με τραίνο στη Βαλτιμόρη, όπου το φορτίο θα παραλαμβανόταν από την εταιρεία “….” στον χώρο της “…” και ότι η εναγομένη ανέλαβε τη διεκπεραίωση της μεταφοράς του φορτίου εκδοθέντος και του σχετικού τιμολογίου, πλην όμως, εν τέλει δεν παρέδωσε στον παραλήπτη το σύνολο του ως άνω φορτίου αβλαβές και ακέραιο. Ότι ο οδηγός της …” διαπίστωσε ζημία κατά μήκος της μίας πλευράς του … όταν το παρέλαβε στη Βαλτιμόρη, όπως απεικονίστηκε και φωτογραφικά πριν αποσυσκευαστεί το φορτίο στις αποθήκες της “…”. Ότι αν και οι ως άνω συσκευασίες από φύλλα αλουμινίου, φορτώθηκαν στο πλοίο “…”, σε άριστη κατάσταση, για τη θαλάσσια μεταφορά τους από το λιμάνι του Πειραιώς στην Σαβάνα (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής), μετά τον κατάπλου στις 21-4-2014 και τη μεταφορά των εμπορευμάτων για εκφόρτωση και προσωρινή αποθήκευση και ύστερα από τον έλεγχο που έγινε σε αυτά μετά την αποσυσκευασία τους από την αγοράστρια εταιρεία με την επωνυμία “….”, διαπιστώθηκε ότι λόγω κακής μεταχείρισης και πλημμελούς φύλαξης κατά τη μεταφορά κάποια από τα εμπορεύματα είχαν υποστεί βλάβες που καθιστούσαν αδύνατη την μεταπώλησή τους. Ότι ειδικότερα, τα πέντε (5) πακέτα που ευρίσκονταν κάτω στη συσκευασία διαπιστώθηκε να έχουν υποστεί βλάβη σε ένα προσδιορισμένο τμήμα στην άκρη της μίας πλευράς και ότι το υλικό είχε υποστεί βαθούλωμα από μία σημαντική δύναμη συμπίεσης στην περιοχή που είχαν προσδεθεί καθώς με κάποιο τρόπο χτυπήθηκε η πλευρά του container στην οποία προεξείχαν τα πακέτα αυτά που ευρίσκονταν χαμηλά, ενώ είναι πιθανόν να υπήρχε και κάποια άλλη ατσάλινη ζώνη σε αυτές τις άκρες προκαλώντας τη ζημία, αποτιμώμενη σε 9.913 ΜΤ από 39 κομμάτια. Ότι η ζημία προκλήθηκε όταν το φορτίο ευρισκόταν στο FR Container πριν παραδοθεί στην εταιρεία με την επωνυμία …” για την τελική (εσωτερική) μεταφορά κατά προφανή πλημμελή στοιβασία και συσκευασία. Ότι η εταιρεία με την επωνυμία “….” έκρινε ότι το υλικό δεν μπορούσε να μεταπωληθεί σε αυτήν την κατάσταση διεκδικώντας ένα ποσό για την αξία διατηρούσε πλέον αυτό ως παλιοσίδερα (scrap), την οποία εκτίμησε στο ποσό των 26.226,00 δολαρίων ΗΠΑ. Ότι η τιμολογιακή αξία των κατεστραμμένων αντικειμένων υπολογίστηκε βάσει της αξίας των εμπορευμάτων στον τόπο και κατά τον χρόνο κατά τον οποίο τα εμπορεύματα έγιναν δεκτά προς μεταφορά, ενώ με την ισοτιμία που περιγράφεται στο ασφαλιστήριο αντιστοιχεί σε ποσό 13.643,18 ευρώ. Ότι η καλυπτόμενη από την ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία ζημία της ασφαλισμένης σε αυτήν πωλήτριας εταιρείας συνίσταται στο ποσό των 13.643,18 ευρώ, ως άμεση ζημία από τη βλάβη κατά τη μεταφορά των ως άνω εμπορευμάτων και το εκ μέρους της καταβλητέο ασφάλισμα εν προκειμένω ανήλθε στο ως άνω ποσό, το οποίο κατέβαλε στην ως άνω ασφαλισμένη εταιρεία προς εξόφληση κάθε απαίτησής της από αυτήν (ασφαλιστική εταιρεία) για την εν λόγω ζημία στο πλαίσιο της μεταξύ τους σύμβασης ασφάλισης. Ότι κατόπιν εκείνη εκχώρησε στην ασφαλιστική εταιρεία το σύνολο των δικαιωμάτων και αξιώσεών της από το επίδικο συμβάν κατά των υπαιτίων (ήτοι της εναγομένης) με βάση την προσκομιζόμενη από 24-12-2014 εξοφλητική απόδειξη πληρωμής αποζημίωσης. Ότι ο μεταφορέας ευθύνεται γα τη βλάβη ή απώλεια των πραγμάτων φέροντας το βάρος απόδειξης ότι δεν το βαρύνει πταίσμα και ότι η ευθύνη υφίσταται έναντι οποιουδήποτε προσώπου που έχει ενδιαφέρον επί του φορτίου (φορτωτής, παραλήπτης, ασφαλιστής, ενεχυρούχος δανειστής) και ζημιώνεται άμεσα από την απώλεια ή τη βλάβη αυτού. Ότι τα όρια ευθύνης ισχύουν για κάθε αξίωση για απώλεια ή βλάβη εμπορευμάτων είτε η αξίωση θεμελιώνεται σε συμβατική ευθύνη είτε σε εξωσυμβατική ευθύνη (αδικοπραξία). Ότι η εναγομένη ευθύνεται σε αποζημίωση ως μεταφορέας, άλλως ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς έναντι της ασφαλισμένης εταιρείας, στα δικαιώματα της οποίας υποκαταστάθηκε εκ του νόμου (ex lege), αλλά και δυνάμει εκχωρήσεως, βάσει της από 24-12-2014 εξοφλητικής απόδειξης πληρωμής αποζημίωσης η ενάγουσα. Ότι το δικαίωμα αποζημίωσης της ζημιωθείσας ασφαλισμένης κυρίας του καταστραφέντος τμήματος του φορτίου υφίστατο κατά τον χρόνο καταβολής του ασφαλίσματος σε αυτήν. Ότι η τιμολογιακή αξία των καταστραφέντων εμπορευμάτων αντιστοιχεί στην τρέχουσα τιμή αγοράς τους κατά τον τόπο και τον χρόνο που αυτά έγιναν δεκτά προς μεταφορά. Ότι η εναγομένη παρέλαβε την κατά νόμο από 23-4-2014 έγγραφη διαμαρτυρία της για την καταστροφή τμήματος του μεταφερθέντος φορτίου. Ότι παρότι η εναγομένη ως μεταφορέας είναι υπόχρεη για την καταβολή του ως άνω καταβληθέντος από την ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία προς την ασφαλισμένη πωλήτρια εταιρεία ποσό των 13.643,18 ευρώ παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ασφαλιστικής εταιρείας και της ασφαλισμένης εταιρείας, αρνείται (η εναγομένη) να το καταβάλει και πρέπει να υποχρεωθεί με δικαστική απόφαση και δη νομιμοτόκως από τότε που το ποσό αυτό καταβλήθηκε προς τη ζημιωθείσα τρίτη εταιρεία άλλως από την επίδοση της αγωγής. Βάσει αυτού του ιστορικού, ζητούσε η ενάγουσα εταιρεία, με κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, να υποχρεωθεί να της καταβάλει η εναγομένη εταιρεία το ποσό των 13.643,18 ευρώ, ως αποζημίωσης λόγω αποκατάστασης της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας στα δικαιώματα και τις αξιώσεις της ζημιωθείσας ασφαλισμένης έναντι της ζημιώσασας εναγομένης μεταφορέα, νομιμοτόκως δε από την επομένη της καταβολής του προς την ως άνω ασφαλισμένη εταιρεία, άλλως από της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας για την πρωτοβάθμια δίκη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική ερήμην απόφασή του, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, ως άνω, αφού έκρινε την κρινόμενη αγωγή ως παραδεκτώς ασκηθείσα, ορισμένη και νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 της κυρωθείσης με τον Ν.2107/1992 και από 25-8-1924 Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών, όπως τροποποιήθηκε με τα Πρωτόκολλα της 23ης-02-1968 και της 21ης-12-1979 (κανόνες Χάγης- Βίσμπυ), και η οποία αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 28 §1 του ισχύοντος Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του ημεδαπού δικαίου και υπερισχύει κάθε άλλης αντιθέτου διατάξεως νόμου, 1, 2, 3, 5 του Πρωτοκόλλου Βίσμπυ (που κυρώθηκε με τον ως άνω νόμο), ως επίσης και στις διατάξεις των άρθρων 455, 460, 462 ΑΚ, 14 § 2 του Ν.2496/1997 (ΕφΠειρ 305/2005 ΤΠΠ Νόμος, ΜονΠρΠειρ 1381/1999 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης), συνακόλουθα, την έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν στο σύνολό της, υποχρέωσε τη ζημιώσασα εναγομένη μεταφορέα εταιρεία να καταβάλει το συνολικό ποσό των 13.643,18 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω ζημίας από τη μεταφορά εμπορευμάτων, στην ενάγουσα ως ζημιωθείσα εξ αναγωγής και υποκατασταθείσα στα δικαιώματα και τις αξιώσεις της ζημιωθείσας ασφαλισμένης στην ίδια πωλήτριας των ζημιωθέντων μεταφερόμενων εμπορευμάτων εταιρείας, κήρυξε την εκκαλούμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 5.000 ευρώ από το επιδικασθέν και τέλος, καταδίκασε την εναγομένη στην πληρωμή του συνόλου της εν γένει δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας για την πρωτοβάθμια δίκη, ποσού 230 ευρώ.

Ήδη η εκκαλούσα-εναγομένη εταιρεία ως ηττηθείσα από την πρωτοβάθμια δίκη παραπονείται με την από 13-3-2018 και υπό γενικό καταθέσεως 2717/2018 και υπό ειδικό αριθμό καταθέσεως 46/2018 και υπό γενικό αριθμό προσδιορισμού 2882/2018 και υπό ειδικό αριθμό προσδιορισμού 1265/2018 έφεση κατά της οριστικής ερήμην απόφασης με αριθμό 385/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, έναντι ενάγουσας-εφεσίβλητης, για τους λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται εν γένει σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει των οποίων κατέτεινε στην έκδοση της εκκαλουμένης, κάνοντας δεκτή στο σύνολό της την κρινόμενη αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, ενώ εάν είχε κρίνει ορθώς τα αποδεικτικά μέσα θα έπρεπε την είχε απορρίψει στο σύνολό της ως μη αόριστη, παθητικώς ανομιμοποίητη, μη νόμιμη ή έστω  αβάσιμη κατ’ ουσίαν ως αναπόδεικτη. Συγκεκριμένα, οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης της αφορούν τα εξής: 1) αοριστία της κρινόμενης αγωγής, αναφορικά με την μη ορισμένη περιγραφή και έκθεση του αντικειμένου της διαφοράς και των αναγκαίων πραγματικών περιστατικών κατά τον νόμο για το δικαίωμα και την ένδικη αξίωσης της ενάγουσας, όπως αναλυτικώς οι αοριστίες αυτές εξειδικεύονται στο δικόγραφο της έφεσης, 2) έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης ως ζημιώσασας την ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, δοθέντος ότι δεν ενήργησε ως μεταφορέας ούτε ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, αλλά ως ναυτικός πράκτορας του πλοίου στον Πειραιά, κατά τους ισχυρισμούς της, ενεργούσας στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή του πλοίου και ουδεμία ευθύνη φέρει για τη ζημία που ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι υπέστη λόγω της βλάβης του μεταφερόμενου φορτίου, είτε ως άμεση αντιπρόσωπος είτε ως προστηθείσα του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, παρά μόνο σε περίπτωση αδικοπραξίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 919, 922, 926 ΑΚ, γεγονός το οποίο δεν συντρέχει, διότι ούτε καν το ισχυρίζεται η ενάγουσα στην αγωγή της, 3) περιορισμός της ευθύνης της εναγομένης επί της ουσίας κατ’ άρθρο 1 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών μόνο στη χρονική περίοδο της θαλάσσιας αποστολής μεταξύ του χρόνου φόρτωσης και εκφόρτωσης του μεταφερόμενου φορτίου εντός του εμπορευματοκιβωτίου, το οποίο φορτώθηκε από την έδρα της πωλήτριας εταιρείας «….» στα Οινόφυτα και μεταφέρθηκε αρχικά οδικώς από μη κατονομαζόμενο στην αγωγή οδικό μεταφορέα και πάντως όχι από την εναγομένη ούτε από τον θαλάσσιο μεταφορέα στον λιμένα Πειραιά προκειμένου να μεταφορτωθεί επί του πλοίου με το όνομα “…” και να μεταφερθεί εν συνεχεία στις Η.Π.Α. στο λιμένα της Σαβάνας αρχικά και έπειτα με τρένο στ Βαλτιμόρη, η δε φόρτωση, στοιβασία και μέτρηση του φορτίου είχε γίνει από την πωλήτρια-φορτώτρια εταιρεία, συνεπώς, οι ως άνω κανόνες δεν καλύπτουν την ευθύνη του μεταφορέα για τα ακραία στάδια της μεταφοράς από την παράδοση των πραγμάτων μέχρι την παραλαβή τους από τον παραλήπτη, για τα οποία αυτός έγκυρα μπορεί να συμφωνήσει μείωση ή απαλλαγή από την ευθύνη του για απώλεια ή βλάβη που επέρχεται κατά τη διάρκεια των δύο φάσεων της μεταφοράς (άρθρο 7) καθώς και τον περιορισμό της ευθύνης (του μεταφορέα) για το προ της φορτώσεως και μετά την εκφόρτωση χρονικό διάστημα (άρθρα 134, 142 και 143 ΚΙΝΔ), με το βάρος απόδειξης να φέρει ο εναγόμενος μεταφορέας κατά την αρχή της νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με σοβαρό ενδεχόμενο η ζημία στο φορτίο (φύλλα αλουμινίου) να προκλήθηκε είτε κατά την οδική μεταφορά στο λιμάνι του Πειραιά από τις εγκαταστάσεις της πωλήτριας-φορτώτριας εταιρείας “….”, την οποία είχε αναλάβει τρίτος μεταφορέας είτε κατά τη μεταφορά με τρένο από το λιμάνι της Σαβάνας μέχρι τη Βαλτιμόρη των Η.Π.Α., όταν και παραλήφθηκαν από την τρίτη μεταφορική εταιρεία με την επωνυμία “…”, η οποία διαπίστωσε το πρώτον τη βλάβη στα εμπορεύματα, τα οποία είχαν φορτωθεί σε εμπορευματοκιβώτια κάτω από το κατάστρωμα του πλοίου και σε αυτά δεν υπήρχαν ίχνη βλάβης (κακοποίησης), συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα που περιορίζεται χρονικά από την παραλαβή του φορτίου προς φόρτωση μέχρι την περάτωση της εκφόρτωσής του εκ του πλοίου και πρέπει να απορριφθεί η αγωγική αξίωση της ενάγουσας και 4) απαλλαγή ex lege κατ’ άρθρα 134 και 144 του ΚΙΝΔ του θαλάσσιου μεταφορέα (εναγομένης), λόγω κακής στοιβασίας του μεταφερόμενου φορτίου υπό του φορτωτή, καθόσον μεταξύ των εξαιρούμενων κινδύνων για την απαλλαγή του εκναυλωτή αναφέρονται και οι πράξεις ή παραλείψεις του φορτωτή ή του κυρίου του φορτίου ή των εν γένει προστηθέντων στους οποίους αποδίδεται η επέλευση της ζημίας ή της απώλειας του φορτίου, καθώς η φόρτωση, η στοιβασία και η μέτρησή του έγιναν από τους φορτωτές (…, …), με βάση τη φορτωτική του, παραλήφθηκε δε από το πλοίο με το όνομα “…” σφραγισμένο και τοποθετήθηκε με επιμέλεια σε ασφαλές σημείο κάτω από το κατάστρωμα, «κλεισμένο» και «στριμωγμένο» από όλες τις πλευρές του από άλλα εμπορευματοκιβώτια, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα μετακίνησής του, η δε ζημία στα φύλλα αλουμινίου έγινε πριν από τη φόρτωση των εμπορευμάτων στο πλοίο κατά τη διάρκεια της οδικής μεταφοράς τους από τα Οινόφυτα στον Πειραιά ή κατά τη μεταφορά τους με τρέναο από τη Σαβάνα στη Βαλτιμόρη των Η.Π.Α., ενώ εάν έγινε κατά τη μεταφορά επί του πλοίου, η αιτία ήταν η κακή στοιβασία του φορτίου, η οποία έγινε με  υποχρέωση και ευθύνη της φορτώτριας και ασφαλισμένης εταιρείας με την επωνυμία «….», σύμφωνα με ρητό όρο της φορτωτικής, επομένως, ουδεμία ευθύνη φέρει ο μεταφορέας του φορτίου (εναγομένη) για τη ζημία των εμπορευμάτων και η αγωγική αξίωση της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Επισημαίνει τέλος η εναγομένη ότι είναι ύποπτη και ενδεικτική της κακόπιστης στάσης της ενάγουσας και της φορτώτριας-πωλήτριας εταιρείας το γεγονός ότι ούτε διενεργήθηκε σχετική πραγματογνωμοσύνη στον λιμένα προορισμού του φορτίου από την παραλήπτρια εταιρεία για τη διαπίστωση και εξακρίβωση των αιτιών που προκάλεσαν τη βλάβη στο μεταφερόμενο φορτίο καθώς και την ακριβή έκταση αυτής, ενώ δεν δόθηκε καν η δυνατότητα στην εναγομένη ως θαλάσσιο μεταφορέα να καλέσει και ορίσει δικό της ειδικό πραγματογνώμονα, ώστε να αποφανθεί αρμοδίως για λογαριασμό της για την ισχυριζόμενη στην αγωγή ζημία στο φορτίο. Με βάση αυτούς τους λόγους έφεσης, η εκκαλούσα ζητεί, κατ’ εκτίμηση του εφετηρίου δικογράφου, να γίνει δεκτή η έφεσή της τυπικά και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, προκειμένου εν συνεχεία να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή σε βάρος της ως αόριστη, παθητικώς ανομιμοποίητη, μη νόμιμη ή αβάσιμη κατ’ ουσίαν ως αναπόδεικτη στο σύνολό της, κατά παραδοχή των λόγων έφεσης και των συναφών ανταγωγικών ισχυρισμών της και τέλος, να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης της εκκαλούσας επί αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Αναφορικά με τον πρώτο και τον δεύτερο ως άνω προβαλλόμενους λόγους έφεσης εκ μέρους της εκκαλούσας πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Η εκκαλούμενη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου έκρινε την αγωγή ως επαρκώς ορισμένη αντί απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι πράγματι δεν περιέχεται ακριβής περιγραφή και έκθεση του αντικειμένου της ένδικης διαφοράς και δεν μνημονεύονται επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία κατά τον νόμο για τη στήριξη και ευδοκίμηση του αγωγικού αιτήματος της ενάγουσας. Ειδικότερα δε, στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία εκθέτει αορίστως ότι η εναγομένη ανέλαβε τη διεκπεραίωση της μεταφοράς του επίδικου φορτίου από την Ελλάδα στην Αμερική και συγκεκριμένα από τον Πειραιά στη Σαβάνα με πλοίο και εν συνεχεία με τραίνο στη Βαλτιμόρη, χωρίς να προσδιορίζει εάν ενήργησε ως μεταφορέας, παραγγελιοδόχος μεταφοράς ή με οιαδήποτε άλλη συμβατική ιδιότητα, γεγονός κρίσιμο για την αποσαφήνιση των υποχρεώσεων και της ευθύνης της εναγομένης έναντι της ναυλώτριας-φορτώτριας και πωλήτριας του επίδικου φορτίου, με βάση το σχετικώς εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς. Επίσης, η ενάγουσα δεν εκθέτει στην αγωγή κατά τρόπο ορισμένο και σαφή τα εξής κρίσιμα στοιχεία και συναφή πραγματικά περιστατικά, ήτοι: α) εάν για την επίδικη μεταφορά εκδόθηκε φορτωτική (bill of lading) από τον θαλάσσιο μεταφορέα (εναγομένη), γεγονός που επηρεάζει ακόμη και το εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς στην επίδικη περίπτωση, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, β) ποιός ανέλαβε την οδική μεταφορά των εμπορευμάτων από το εργοστάσιο της πωλήτριας/φορτώτριας εταιρείας με την επωνυμία «….» στα Οινόφυτα Βοιωτίας μέχρι τον λιμένα του Πειραιά, γ) την ημερομηνία πώλησης των ένδικων εμπορευμάτων από την φορτώτρια εταιρεία «….» στην παραλήπτρια/αγοράστρια εταιρεία «…», δ) τον αριθμό του εμπορευματοκιβωτίου (container) επί του οποίου είχαν στοιβαχθεί τα βλαβέντα εμπορεύματα και το όνομα του πλοίου δια του οποίου πραγματοποιήθηκε η θαλάσσια μεταφορά των εμπορευμάτων, της ασφαλισμένης στην ενάγουσα εταιρείας «….», από τον λιμένα του Πειραιά στον λιμένα της Σαβάνας των Η.Π.Α., ε) την ημερομηνία άφιξης και παραλαβής των εμπορευμάτων στον λιμένα προορισμού (Σαβάνα των Η.Π.Α.), για να ελεγχθεί τυχόν παραγραφή της επίδικης αξίωσης, στ) ποίος ανέλαβε τη μεταφορά των εμπορευμάτων με τραίνο από τη Σαβάνα στη Βαλτιμόρη των ΗΠΑ, ζ) εάν το εμπορευματοκιβώτιο, επί του οποίου είχαν στοιβαχθεί τα βλαβέντα εμπορεύματα, έφερε σημάδια κακοποίησης ή παραμόρφωσης μετά την άφιξή του στο λιμένα προορισμού (Σαβάνα) ή μετά τη μεταφορά του με τραίνο στη Βαλτιμόρη των ΗΠΑ, η) ποία η ευθύνη της εναγόμενης εταιρείας ως θαλάσσιου μεταφορέα διά των προστηθέντων της ως προς την προκληθείσα ζημιά στο φορτίο κατά τη θαλάσσια μεταφορά του, ήτοι κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας αποστολής το χρονικό διάστημα από την φόρτωση μέχρι την εκφόρτωση του επίδικου βλαβέντος φορτίου, θ) την έκταση της προβαλλόμενης βλάβης του εν λόγω φορτίου, την ποσότητα και την αξία του, ιδίως δε κατά τον χρόνο εκφόρτωσης αυτού στον λιμένα προορισμού του (Σαβάνα ΗΠΑ), ώστε αφενός μεν να παρασχεθεί στο Δικαστήριο η δυνατότητα να διαπιστώσει τη βασιμότητα του σχετικού ισχυρισμού της εφεσίβλητης-εναγομένης και να προσδιορίσει με ακρίβεια το ποσό της αποζημίωσης που δικαιούται για την προβαλλόμενη βλάβη του φορτίου, αφετέρου δε, στην εναγομένη-εκκαλούσα η δυνατότητα να αντικρούσει τον ως άνω ισχυρισμό και να αντιτείνει τους ανταποδεικτικούς ισχυρισμούς της επί της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας. Η ενάγουσα-εφεσίβλητη με την κρινόμενη αγωγή της δεν εκθέτει ορισμένα και με σαφή και συγκεκριμένο τρόπο ούτε ποία είναι η αξία των βλαβέντων εμπορευμάτων (φορτίου) κατά τον χρόνο εκφόρτωσής τους στον τόπο (λιμένα) προορισμού τους, ώστε να προσδιορισθεί στο δικόγραφο ορισμένα ποία είναι η περιουσιακή ζημία που υπέστη καταρχήν η πωλήτρια-φορτώτρια ασφαλισμένη σε αυτήν (την ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία) και η συνεχεία η ίδια η εναγομένη που κάλυψε την οφειλόμενη ασφαλιστική αποζημίωση προς αυτήν, την οποία δικαιούται να αιτηθεί ως ζημιωθείσα έναντι της ζημιώσασας εναγομένης εταιρείας, ως θαλασσίου μεταφορέα,υποκατασταθείσα στα δικαιώματα και τις αξιώσεις της ασφαλισμένης εταιρείας (πωλήτριας-φορτώτριας του επίδικου βλαβέντος φορτίου), χωρίς να ταυτίζονται τα δύο ποσά εξ ανάγκης, ήτοι αυτό της οφειλόμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης με αυτό της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας, διότι το κρίσιμο στοιχείο είναι η πραγματική ζημία που υπέστη η φορτώτρια-πωλήτρια εταιρεία (…) και όχι η ασφαλιστική αποζημίωση την οποία δικαιούται και εντέλει έλαβε από την ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, ώστε η τελευταία να δικαιούται να διεκδικήσει εξ αναγωγής έναντι της εναγομένης ζημιώσασας εταιρείας μόνο ό,τι εδικαιούτο να λάβει ως ασφαλιστική αποζημίωση η αρχικώς ζημιωθείσα φορτώτρια-πωλήτρια -και όχι αναγκαίως ό,τι έλαβε εξ αυτής της αιτίας- το οποίο ορίζεται από την πραγματική της ζημία που αντιστοιχεί στο ποσό της αξίας του βλαβέντος φορτίου κατά τον χρόνο και τον τόπο εκφόρτωσής ου, το οποίο ουδόλως ορίζεται και εκτίθεται σαφώς και ορισμένα στην κρινόμενη αγωγή, καθόσον μάλιστα η ενάγουσα κάνει λόγο εσφαλμένως για τον τόπο και τον χρόνο που τα εμπορεύματα έγιναν δεκτά για μεταφορά, αιτούμενη το ποσό της αξίας τους σε αυτόν τον χρόνο και τόπο της φόρτωσης, αντί της εκφόρτωσης, ορίζοντάς το σε ποσό 13.643,18 ευρώ, αντίθετα με όσα διαλαμβάνονται σχετικώς στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 §5 εδ.β’ της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1924 (Κανόνες Χάγης), σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης υπολογίζεται σε σχέση με την αξία αυτών των εμπορευμάτων, στον τόπο και στον χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή τιμή για το εμπό­ρευμα ή, αν δεν υπάρχει τέτοια τιμή, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά ή, αν δεν υπάρχει καμία από τις δύο, με βάση τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ιδίου είδους και ποιότητας, σε περίπτωση θαλάσσιας μεταφοράς, ο κατά τα ανωτέρω ειδικός προσδιορισμός της αξίας των απολεσθέντων και βλαβέντων πραγμάτων, δηλαδή η αναφορά μιας από τις πιο πάνω αξίες αυτών και όχι υποχρεωτικά της προηγουμένης, είναι ουσιώδες και αναγκαίο στοιχείο της ιστορικής βά­σης της σχετικής αγωγής αποζημίωσης, η έλλειψη του οποίου καθιστά το δικόγραφο αυτής αόριστο (ΑΠ 504/2003 ΕΝΔ 31.257, ΑΠ 310/1994 ΕΝΔ 23.12, ΑΠ 1529/1991 ΕΕΔ 1994.227, ΕφΠειρ 726/2006, ΕφΠειρ 305/2005, ΕφΠειρ 142/2003 αδημ. σε Νομικό Τύπο). Κατά τη διάταξη του άρθρου 139 ΚΙΝΔ, που είναι αναγκαστικού δικαίου (jus cogens), εάν υπάρχει ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 134 του ΚΙΝΔ για ολική ή μερική απώλεια των μεταφερθέντων δια θαλάσσης πραγμάτων, υποχρεούται να αποζημιώσει τον δικαιούχο αυτών, δηλαδή να αποκαταστήσει την αξία που είχαν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποιότητας στο λιμάνι προορισμού τους, ήτοι στο λιμάνι εκφόρτωσής τους από το πλοίο, κατά τον χρόνο έναρξης της εκφόρτωσής τους από αυτό (ΑΠ 504/2003 ΕΝΔ 31.257, ΕφΠειρ 762/2002 ΕΝΔ 30.455, ΕφΠειρ 1293/1995 Νομολ.Ναυτ.Τμημ.Εφ.Πειρ 1994-1995, σελ.237, ΕφΠειρ 33/1984 ΕΝΔ 12.481, ΠολΠρΠειρ 1186/1989 ΕΝΔ 1989.507). Σε κάθε δε περίπτωση συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης, ισχύουν οι περιορισμοί της αποζημίωσης των άρθρων 139 και 140 του ΚΙΝΔ, σύμφωνα με τον δεύτερο από τα οποία, εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή για βλάβη των πραγμάτων, η αποζημίωση την οποία οφείλει είναι ίση με τη διαφορά “μεταξύ της τιμής πωλήσεως αυτών και της τιμής εις την οποίαν θα επωλούντο άνευ της βλάβης εις τον τόπον προορισμού κατά τον χρόνον της εκφορτώσεως”. Έτσι, στην περίπτωση αγωγής, με την οποία διώκεται η αποκατάσταση τέτοιας ζημίας, είναι απαραίτητο να αναφέρεται σ’ αυτήν ως ουσιώδες και αναγκαίο στοιχείο η τιμή πωλήσεως του βλαβέντος πράγματος (τη θαλάσσια μεταφορά του οποίου ανέλαβε δυνάμει συμβάσεως ο εναγόμενος) πριν και μετά τη βλάβη στον τόπο προορισμού κατά τον χρόνο της εκφορτώσεως, έτσι ώστε να προκύπτει η αποκαταστατέα διαφορά, που αποτελεί και τη ζημία του δικαιούχου (ΕφΠειρ 757/1997 ΕΝΔ 26.28, ΕφΠειρ 159/1996 ΕΝΔ 24.337, ΕφΠειρ 672/1992 ΕΝΔ 21.54, ΕφΠειρ 430/1991 ΕΝΔ 19.430, ΠολΠρΠειρ 2258/1990 ΕΝΔ 1991.161). Η δε παράλειψη της αυτή συνιστά προφανή αοριστία της αγωγής της, έλλειψη που δεν θεραπεύεται ούτε με τις προτάσεις της ούτε με τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, σύμφωνα με την πάγια νομολογία των δικαστηρίων στο συγκεκριμένο ζήτημα. Επίσης, δεν ορίζεται στην αγωγή εκ μέρους της ενάγουσας-εφεσίβλητης η ευθύνη για αδικοπραξία της εναγομένης και των προστηθέντων της κατά τη θαλάσσια μεταφορά από τον χρόνο φόρτωσης μέχρι τον χρόνο εκφόρτωσης του φορτίου για την επελθούσα βλάβη, την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη το ασφαλισμένο φορτίο. Ειδικότερα, επί θαλάσσιας μεταφοράς η συνηθέστερη περίπτωση κατά την οποία αντιμετωπίζεται συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα είναι η απώλεια ή βλάβη των μεταφερόμενων πραγμάτων. Η μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προφύλαξη του φορτίου αποτελεί συμβατική παράλειψη του θαλάσσιου μεταφορέα και των προστηθέντων αυτού οργάνων. Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη παράνομη και υπαίτια χωρίς την ύπαρξη της σύμβασης ναύλωσης-θαλάσσιας μεταφοράς, μη υφισταμένης συνεπώς αδικοπραξίας (ΕφΠειρ 76/2006 ΠειρΝομ 2006.466, ΕφΠειρ 286/2004 ΕΝΔ 32.27, ΕφΠειρ 106/1994 ΕΝΔ 22.375, ΕφΠειρ 1741/1990 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση αυτή για το ορισμένο της αγωγής απαιτείται σαφής αναφορά των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την υπαιτιότητα των παραπάνω προστηθέντων προσώπων από τον εκναυλωτή πλοιάρχου και πληρώματος και δικαιολογούν την ευθύνη τους από την αποδιδόμενη αδικοπραξία (ΑΠ 480/1989 ΕλλΔνη 31.1437, ΕφΠειρ 325/2004 ΕΝΔ 2004.124). Εν προκειμένω, δηλαδή, δεν εξειδικεύεται, κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή, η περίπτωση αμελείας του θαλάσσιου μεταφορέα και των προστηθέντων εξ αυτού,  ως αποτελούσα την αιτία βλάβης του φορτίου (ΠολΠρΠειρ 556/2002 ΕΕμπΔ 2003.397). H ενάγουσα όφειλε να εκθέσει στην αγωγή της τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την ευθύνη της εναγομένης ως θαλάσσιου μεταφορέα για την επικαλούμενη εκ μέρους της βλάβη των μεταφερόμενων εμπορευμάτων (φορτίου), ήτοι σε τι συνίσταται το πταίσμα ή η αμέλεια της εναγομένης και δη των προστηθέντων αυτής στο πλοίο μεταφοράς του επίδικου φορτίου κατά τη διάρκεια δε της θαλάσσιας μεταφοράς, μεταξύ του χρόνου φόρτωσης και μέχρι την εκφόρτωση και παράδοσή του στην παραλήπτρια εταιρεία., καθότι στην έκταση που η κρινόμενη αγωγή στηρίζεται όχι στην ευθύνη από τη σύμβαση μεταφοράς, αλλά στην αδικοπραξία, μόνη η επίκληση της ιδιότητας της πωλήτριας–φορτώτριας εταιρείας με την επωνυμία «…» ή της αγοράστριας-παραλήπτριας του φορτίου δεν αρκεί για να νομιμοποιήσει αυτούς και κατ’ επέκταση την καθ’ υποκατάσταση αυτών ως ζημιωθέντων ασφαλίστριας εταιρείας (ενάγουσας) στην έγερση της κρινόμενης αγωγής, ως εξ αναγωγής ζημιωθείσας, στηριζόμενης στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς περί καταβολής αποζημιώσεως για ζημίες που προέρχονται από βλάβη του επίδικου φορτίου. Πλην όμως στην κρινόμενη αγωγή δεν εκτίθεται ούτε οτιδήποτε αναφορικά με τους σχετικούς όρους και ρήτρες δια των οποίων συμφωνήθηκε η επικαλούμενη σύμβαση διεθνούς πώλησης μεταξύ της πωλήτριας εταιρείας «….» και της αγοράστριας εταιρείας «…» ούτε ορισμένα περί της σύμβασης μεταφοράς αναφορικά με την ευθύνη για την επελθούσα ζημία σε βάρος του μεταφερόμενου φορτίου, ήτοι την υπαιτιότητα τω προστηθέντων της θαλασσίου μεταφορέα εναγομένης κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας αποστολής-μεταφοράς του, ενώ δεν ορίζεται κατά τρόπο ειδικό και σαφή ούτε ο τρόπος με τον οποίο η πωλήτρια-φορτώτρια του επίδικου φορτίου εταιρεία υπεισήλθε στα δικαιώματα της επίδικης σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς, που καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγομένης θαλάασσιας μεταφορέα εταιρείας και αυτής και ειδικότερα εάν εξεδόθη ή όχι θαλάσσια φορτωτική που να καλύπτει την ένδικη μεταφορά, καθώς και τα ειδικότερα στοιχεία αυτής, αφού το μόνον που αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής της είναι ότι η «….» ήταν η πωλήτρια του επίδικου φορτίου. Συνεπεία τούτων των παραλείψεων,  στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται ορισμένα τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων νομιμοποιείται η ζημιωθείσα πωλήτρια-φορτώτρια του φορτίου, και επομένως, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, που υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα αυτής για την άσκηση της επίδικης αξίωσης. Η αναγραφή των ως άνω πραγματικών περιστατικών, μεταξύ των οποίων και τα θεμελιωτικά της νομιμοποίησης των διαδίκων, (βλ. σχετ. ΑΠ 1016/2005 ΕλλΔνη 46.1088, ΕφΑθ 7138/2003 ΕλλΔνη 45.819) είναι απαραίτητη για να μπορέσει τόσο η εναγομένη ως ενεχόμενη θαλάσσια μεταφορέας του επίδικου ζημιωθέντος φορτίου να αμυνθεί, όσο και το Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξεις τις επιβαλλόμενες αποδείξεις. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο κι ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, καθόσον η εναγομένη στερείται της δυνατότητας να αντιτάξει κατά της ενάγουσας τη νόμιμη άμυνά της, με άμεση συνέπεια την δικονομική βλάβη της και επιφέρει το απαράδεκτο αυτής, διότι ανάγεται στην προδικασία, η οποία είναι δημόσιας τάξης. Η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει, περαιτέρω απορριπτέα ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως, διότι δεν είναι σαφές και ορισμένο, όπως εκτίθεται, εάν η εναγομένη ενήργησε ως μεταφορέας, ως πράκτορας ή ως παραγγελιοδόχος, παρά μόνο αναφέρεται εν γένει, αορίστως και με τρόπο που προκαλεί εύλογη σύγχυση, ότι ανέλαβε τη διεκπεραίωση της μεταφοράς του επίδικου και βλαβέντος φορτίου, γεγονός που επηρεάζει και την εφαρμογή του αντίστοιχου νομοθετικού καθεστώτος καθόσον διαμορφώνει αναλόγως και τις υποχρεώσεις και την ευθύνη της εναγομένης από τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς του φορτίου έναντι της πωλήτριας-φορτώτριας εταιρείας με την επωνυμία «…», σύμφωνα με τις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας (ΑΠ 420/2003 ΕλλΔνη 45.783, ΕφΠειρ 286/2004 ΕΝΔ 32.27, ΕφΠειρ 377/2003 ΕΝΔ 31.267, ΕφΠειρ 720/2002 ΕΝΔ 30.462, ΕφΠειρ 1046/2001 ΕΝΔ 30.219, ΕφΠειρ 824/2000 ΕΝΔ 29.132, ΕφΠειρ 596/1999 ΕΝΔ 27.270, ΕφΠειρ 654/1999 ΕΝΔ 27.436, ΕφΠειρ 1168/1997 ΕΝΔ 26.100, ΕφΠειρ 191/1997 ΕΝΔ 1998.383, ΕφΠειρ 299/1996 ΕΕμπΔ ΜΖ.370), και συνακόλουθα, ασκεί ευλόγως επιρροή και στη νομική και ουσιαστική αντιμετώπιση των επίδικων αξιώσεων της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας ως υποκατασταθείσας στα δικαιώματα και τις αξιώσεις της προαναφερόμενης ζημιωθείσας εξ αυτής της αιτίας, με βάση τα ιστορούμενα στην αγωγή, είτε από τη συμβατική σχέση είτε υπό τη νομική βάση της αδικοπραξίας, δεδομένου ότι η εναγομένη δεν αποδέχεται τη θέση του μεταφορέα ή του παραγγελιοδόχου μεταφοράς, αλλά ισχυρίζεται ότι ενήργησε μόνο ως ναυτικός πράκτορας στον Πειραιά του πλοίου με το όνομα “…”, για τη θαλάσσια μεταφορά του επίδικου βλαβέντος φορτίου, αρνούμενη την όποια ευθύνη της για το συμβάν της προκληθείσας βλάβης αυτού, υποστηρίζοντας ότι εξ αυτής της θέσης της ως ναυτικός πράκτορας συναλλάσσεται επ’ ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή και ουδεμία ευθύνη φέρει ούτε αποκτά οποιοδήποτε δικαίωμα έναντι των τρίτων είτε θεωρηθεί ότι ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή (άρθρο 211 ΑΚ) είτε ως προστηθείς (άρθρο 922 ΑΚ), εκτός εάν υπό την ιδιότητά της αυτή ζημιώσει εκ προθέσεως άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, οπότε ευθύνεται επιπροσθέτως και παραλλήλως προς τον προστήσαντα πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή κατά τας διατάξεις των άρθρων 914, 919, 922 και 926 ΑΚ (ΑΠ 3/1979 ΕΝΔ 8.169), περίπτωση την οποία αρνείται αιτιολογημένα η ίδια επικαλούμενη και σχετικά αποδεικτικά στοιχεία προς ενίσχυση τούτων, ενώ ουδόλως εκτίθεται ορισμένα στην κρινόμενη αγωγή κάτι τέτοιο εκ μέρους της ενάγουσας. Εξάλλου, στην κρινόμενη αγωγή ουδεμία μνεία γίνεται περί ύπαρξης παραγγελίας μεταφοράς ούτε εκτίθενται ορισμένα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ανεξαρτήτως της νομικής αξιολογήσεως και χαρακτηρισμού από τους διαδίκους θα ηδυνάντο υπό του Δικαστηρίου να υπαχθούν στον ορθό νομικό κανόνα και κατόπιν στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ώστε να διαγνωστεί η νομική φύση της έννομης σχέσης μεταξύ της εναγομένης και της πωλήτριας-φορτώτριας εταιρείας με την επωνυμία «…» αρχικώς και εν συνεχεία βάσει αυτής και η ενοχική σχέση που διαμορφώνεται εξ αυτής της συμβατικής αιτίας μεταξύ της εναγομένης και της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας ως εξ αναγωγής ζημιωθείσας και υποκατασταθείσας στη θέση, στα δικαιώματα και στις αξιώσεις της πωλήτριας-φορτώτριας του επιδίκου φορτίου, καθόσον στην κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα, όλως αορίστως αναφέρει απλώς και μόνο ότι «… η εναγομένη ανέλαβε τη διεκπεραίωση της μεταφοράς αυτού του φορτίου από την Ελλάδα στην Αμερική …». Ομοίως αόριστη διαγιγνώσκεται η αγωγή και υπό τη νομική βάση της αδικοπρακτικής ευθύνης, σύμφωνα με τα διαλμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης, καθόσον ουδόλως γίνεται ορισμένα επίκληση εκ μέρους της ενάγουσας που φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης περί των νομίμων προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης, αναφορικά με την υπαιτιότητα (πταίσμα-αμέλεια) της εναγομένης ή των προστηθέντων αυτής, με βάση τις υποχρεώσεις τους ούτε και για την επελθούσα περιουσιακή ζημία της, εξ αναγωγής και αντανακλάσεως βεβαίως με τη ζημία που επήλθε στην πωλήτρια-φορτώτρια λόγω βλάβης του επίδικου μεταφερόμενου φορτίου της. Συνακόλουθα, είναι εμφανής και εν προκειμένω η αοριστία στην αγωγή ως προς την παθητική νομιμοποίηση της εναγομένης εταιρείας, το βάρος δε επίκλησης τούτου και εν συνεχεία απόδειξης, ως προς την παθητική νομιμοποίησή της, ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (άρθρο 73 ΚΠολΔ),  φέρει οπωσδήποτε η ενάγουσα, η οποία στρέφεται κατ’ αυτής αιτούμενη την ικανοποίηση της ένδικης αξίωσής της, γεγονός που προκαλεί απαράδεκτο του δικογράφου της στο στάδιο ελέγχου του παραδεκτού της αγωγής ως προς τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της προκείμενης δίκης, σύμφωνα με τις σαφείς υποχρεώσεις της ενάγουσας, όπως ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 περ.α΄ ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη σχετική αρχική νομική σκέψη της παρούσας. Μάλιστα, εφόσον δεν ορίζονται με σαφήνεια τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά της έννομης σχέσης που διαμορφώθηκε μεταξύ των αρχικώς συμβαλλομένων, ως άνω, σε συνδυασμό με τις υποχρεώσεις τους και δη της εναγομένης εταιρείας, κατά τη χρονική διάρκεια, όμως, της θαλάσσιας μεταφοράς του φορτίου, στο χρονικό πλαίσιο και μόνο της οποίας καταλογίζεται στην ιστορική βάση της αγωγής η ευθύνη της εναγομένης, ήτοι από τη φόρτωση μέχρι την εκφόρτωσή του, αλλά ούτε και τα προηγούμενα και επόμενα πραγματικά περιστατικά, για να μπορεί να ελεγχθεί η πρόκληση της βλάβης σε αυτό το χρονικό στάδιο και πλαίσιο, ενόψει και των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης ενώπιον του δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου, συντρέχει περίπτωση αοριστίας του δικογράφου και ως προς την ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της ένδικης διαφοράς, αλλά και ως προς το αγωγικό αίτημα, αφού, όπως προειπώθηκε, η αποζημίωση εξαρτάται από τη ζημία που υπέστη η πωλήτρια-φορτώτρια του βλαβέντος φορτίου, όπως διαμορφώθηκε με βάση την αξία του στον τόπο και στον χρόνο εκφόρτωσής του, εξ αυτής δε επηρεάζεται και η ένδικη αξίωση της ασφαλιστικής εταιρείας να αιτηθεί εξ αναγωγής λόγω εκχώρησης ή υποκατάστασης στα δικαιώματα της συμβεβλημένης ζημιωθείσας πωλήτριας-φοτώτριας έναντι της εναγομένης, στοιχεία τα οποία ουδόλως εκτίθενται στην αγωγή και είναι κρίσιμα για το ορισμένο της, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης, όπως ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 περ.β΄ και γ΄ ΚΠολΔ. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή, τυγχάνει προεχόντως απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω πρόδηλης αοριστίας της, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 216 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις και τις νομικές σκέψεις που παρατίθενται στην αρχή της απόφασης, αφού δεν εκτίθεται κατά τρόπο ειδικό, ορισμένο και σαφή τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για το ορισμένο της αγωγικής βάσης που αφορά ευθύνη της εναγομένης από αδικοπραξία λόγω πταίσματος των προστηθέντων υπαλλήλων της, δεν αναφέρονται ποιες οι συμβατικές υποχρεώσεις που παραβιάστηκαν από τα μέλη του πληρώματος στο πλαίσιο της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς, ποιες πράξεις ή παραλείψεις τους συνιστούν αδικοπραξία σε βάρος της φορτώτριας-πωλήτριας και συνακόλουθα της ενάγουσας ασφαλιστικής της, οι οποίες να συνδέονται αιτιωδώς με την επέλευση της επίδικης βλάβηςστο φορτίο και εξ αυτής της περιουσιακής ζημίας τους, το βασικότερο, δεν ιστορείται στην αγωγή επαρκώς ορισμένα ποια είναι η υπαιτιότητα, ήτοι η αμέλεια των προστηθέντων μελών του πληρώματος, η οποία εν τέλει καταλογίζεται στην εναγομένη και υπό ποία ιδιότητα αυτής σε σχέση με τη διενεργηθείσα θαλάσσια μεταφορά στου φορτίου, διότι διαμορφώνονται αναλόγως και τα καθήκοντα επιμελείας και η ευθύνη για τη θαλάσσια μεταφορέα μέσω των προστηθέντων της, ενώ διαφωτίζεται και το Δικαστήριο σε τι έγκειται ως ερευνητέο και αποδεικτέο ζήτημα της δίκης αυτής η υπαιτιότητα (ευθύνη) της εναγομένης και των προστηθέντων της και για το γεγονός της τυχόν υπαιτιότητα, στοιχεία κρίσιμα για την έκβαση της υπόθεσης κατ’ ουσίαν, για τη διαμόρφωση της ουσιαστικής κρίσης του Δικαστηρίου, ενώ εξαιτίας της αοριστίας αυτής είναι δυσχερής η υπαγωγή της περίπτωσης στους εφαρμοστέους κατ’ επίκληση της ενάγουσας κανόνες δικαίου, η δε εναγομένη λόγω και της αοριστίας αυτής δυσχεραίνεται να αντιτάξει τους αμυντικούς ισχυρισμούς της προς ανταπόδειξη της αγωγικής βάσης και του αιτήματος της ενάγουσας. Συνεπώς, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και δεύτερος ως άνω λόγοι έφεσης της εκκαλούσας ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν, σύμφωνα με τα προδιαλμβανόμενα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ενάγουσας-εφεσίβλητης ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν, εφόσον ουδέν αντιτείνει προς αντίκρουση αυτών των λόγων έφεσης, και εν τέλει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η έφεση της εκκαλούσας-εναγομένης, που πλήττει την εκκαλουμένη, κατά της εφεσίβλητης-ενάγουσας.

Κατόπιν των ανωτέρω, με βάση το εφαρμοστέο εν προκειμένω ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, αποδείχθηκε ότι εσφαλμένως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά την εκκαλούμενη ερήμην απόφασή του ότι η κρινόμενη αγωγή είναι ορισμένη και παραδεκτή, κατά παραδοχή των σχετικώς ως άνω πρώτου και δεύτερου λόγων έφεσης ως βάσιμων κατ’ ουσίαν και συνακόλουθα της κρινόμενης έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης ως κατ’ ουσίαν βάσιμης και πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος που ορίζεται από τους ως άνω λόγους έφεσης που έγιναν δεκτοί ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν (ΚΠολΔ 522), σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα, να διακρατηθεί η υπόθεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και να δικαστεί στο σύνολό της, εν συνεχεία δε, να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (ΚΠολΔ 106), ενόψει του ότι για το ορισμένο της αγωγής απαιτείτο ορισμένη έκθεση των αναγκαίων πραγματικών περιστατικών κατά τους κανόνες δικαίου που επικαλείται η ενάγουσα-εφεσίβλητη προς στοιχειοθέτηση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της επίδικης αξίωσής της κατά της εναγομένης-εκκαλούσας, ενώ με τον ελλιπή τρόπο που εκτίθενται στην αγωγή τα πραγματικά περιστατικά, καθίσταται δυσχερής ο δικαστικός έλεγχος ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της επίδικης αξίωσης και αποστερείται η εναγομένη της δυνατότητας να αντιτάξει εγκαίρως και πλήρως τους ανταποδεικτικούς ισχυρισμούς της κατ’ αυτής -σε οποιονδήποτε βαθμό δικαιοδοσίας- η δε παράλειψη, κατά πάγια θέση της νομολογίας, προκαλεί αοριστία, ασάφεια και σύγχυση στην ιστορική βάση της αγωγής, που δεν θεραπεύεται ούτε με τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση ούτε με την αποδεικτική διαδικασία και καθιστά την αγωγή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και απορριπτέα αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ελλείψει τήρησης της νόμιμης προδικασίας, ως ζητήματος δημόσιας τάξης στη δίκη (ΑΠ 1255/2010, ΑΠ 682/2010, ΑΠ 314/2009, ΑΠ 1635/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 246/2013 ΕλλΔνη 2014.144, 196, ΕφΠειρ 163/2010 ΠειρΝομ 2010.209, ΕφΑθ 7466/2007 ΕλλΔνη 2008. 933). Τα δικαστικά έξοδα, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας εκδίκασης της υπόθεσης,πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης), (ΜονΕφΠειρ (Ναυτ) 191/2017 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΜονΕφΠειρ (Ναυτ) 577/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 229/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΠειρ (Ναυτ) 2558/2017 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΜονΠρΘεσ 18067/2017 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην καταθέσασα εκκαλούσα λόγω της νίκης της στη δίκη ένεκα παραδοχής της έφεσής της, του υπ’ αριθ. …/2018 ηλεκτρονικού παραβόλου του Δημοσίου ποσού 75 ευρώ, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης, κατ’ άρθρο 495 παρ.3 Α. περ.α΄ ΚΠολΔ, (όπως αντικ. με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 και παρ.2 του Ν.4335/2015), (ΜονΕφΠειρ (Ναυτ) 191/2017 αδημ. στον νομικό Τύπο), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

       ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία.

       ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση της εκκαλούσας-εναγομένης.

      ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 385/2017 ερήμην απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

      ΔΙΚΑΖΕΙ την κρινόμενη αγωγή της ενάγουσας-εφεσίβλητης.

      ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας.

      ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

      ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα-εναγομένη-καταθέσασα λόγω της νίκης της στη δίκη αυτή ένεκα παραδοχής της έφεσής της, του υπ’ αριθ. …/2018 ηλεκτρονικού παραβόλου του Δημοσίου ποσού 75 ευρώ, που κατατέθηκε για την άσκηση της κρινόμενης έφεσή της.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις     -6-2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ