ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 3366/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 20η Μαρτίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου … που εμφανίστηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Ανδρουτσόπουλο (ΑΜΔΣΑ 29033), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/22-03-2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία «….», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Πετσάλα (ΑΜΔΣΑ 7616), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/22-03-2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Ο καλών – ενάγων κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την από 09-10-2014 με Γ.Α.Κ. 10684/2015 και με Α.Κ. 6025/2015 αγωγή. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5715/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), με την οποία το Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του τμήματος ναυτικών διαφορών του ίδιου Πρωτοδικείου. Ήδη, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στο παρόν τμήμα ναυτικών διαφορών στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 09-01-2018 με Γ.Α.Κ. 552/2018 και με Ε.Α.Κ. 238/2018 κλήση του καλούντος – ενάγοντος.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση με την από 09-01-2018 με Γ.Α.Κ. 552/2018 και με Ε.Α.Κ. 238/2018 κλήση του καλούντος – ενάγοντος, η από 09-10-2014 με Γ.Α.Κ. 10684/2015 και με Α.Κ. 6025/2015 αγωγή, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 5715/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), με την οποία το Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος τμήματος ναυτικών διαφορών του ίδιου Πρωτοδικείου.
Με την αγωγή εκτίθεται ότι δυνάμει της αναφερόμενης σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση για την ασφαλιστική κάλυψη για τη ζημία ή απώλεια, μέχρι του ποσού των 15.000 ευρώ, του περιγραφόμενου στο δικόγραφο ταχύπλοου σκάφους, ιδιοκτησίας του καλούντος – ενάγοντος, έναντι των αναφερόμενων στην ασφαλιστική σύμβαση κινδύνων -μεταξύ των οποίων- και αυτός της κλοπής, για το χρονικό διάστημα από 24-04-2013 έως 24-10-2013. Ότι κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο το σκάφος του καλούντος – ενάγοντος, το οποίο βρισκόταν σε επαγγελματικό χώρο φύλαξης σκαφών στις … Κορινθίας, κλάπηκε από άγνωστους δράστες. Ότι η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη αρνείται να καταβάλει στον καλούντα – ενάγοντα, ως ασφαλιστική αποζημίωση, το ποσό των 15.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην ορισθείσα με το συμβόλαιο αξία του σκάφους και του εξοπλισμού του. Ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη, διά των υπαλλήλων και συνεργατών της, είχε ελέγξει το χώρο στον οποίο επρόκειτο να φυλάξει το σκάφος του ο καλών – ενάγων και είχε κρίνει τούτον κατάλληλο, και ότι η μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου άρνηση της καθ’ ης η κλήση -εναγόμενης να καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση, επικαλούμενη ακαταλληλότητα του χώρου φύλαξης, αντίκειται προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και προσβάλλει την προσωπικότητα και το δικαίωμα στην προστασία της ιδιοκτησίας του καλούντος – ενάγοντος. Με βάση το ιστορικό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, ο καλών – ενάγων, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του κύριου αγωγικού του αιτήματος με τις προτάσεις και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ), ζητεί: α) Να υποχρεωθεί η αντίδικός του να του καταβάλει, ως ασφαλιστική αποζημίωση, το ποσό των 15.000 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και β) Να αναγνωριστεί η υποχρέωση της αντιδίκου του να του καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 10.000, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ο καλών – ενάγων ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και κύρια αιτήματα, η αγωγή, παραδεκτά και αρμόδια, καθ’ ύλην και κατά τόπο, εισάγεται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι και λειτουργικά αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3Α και 3Β περ. θ’ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς.
Περαιτέρω, αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την επίδικη διαφορά, σε σχέση με την αντικειμενικά σωρευόμενη αίτηση του ενάγοντος για καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, η οποία απορρέει από την καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), οι συμβάσεις ασφάλισης που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ΄ της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής», διέπονται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού. Σύμφωνα δε με το προαναφερόμενο στοιχείο δ΄ του άρθρου 5 της ως άνω Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 της Δεύτερης Οδηγίας 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ», μεγάλοι κίνδυνοι είναι μεταξύ άλλων οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στον κλάδο 6 του σημείου Α του παραρτήματος της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (στον οποίο υπάγονται τα πλοία, και συγκεκριμένα τα ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη) και αφορούν κάθε ζημία την οποία υφίστανται ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του υπ’ αριθ. …/25-04-2013 ασφαλιστήριου συμβολαίου, το οποίο προσκομίζουν με επίκληση αμφότεροι οι διάδικοι, προκύπτει ότι αναφορικά με την ασφάλιση ζημιών ή απώλειας του ασφαλισμένου σκάφους συμφωνήθηκε με ρήτρα ως εφαρμοστέο δίκαιο το αγγλικό δίκαιο και η αγγλική πρακτική. Περαιτέρω, με τους ειδικότερους όρους της ασφάλισης έγινε παραπομπή στις Ρήτρες του Ινστιτούτου για την Ασφάλιση Θαλαμηγών της 1.11.1985 (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), που επισυνάφθηκαν στο ως άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο και αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος του, οι οποίες, ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή τους, διέπονται επίσης από το αγγλικό δίκαιο και την αγγλική πρακτική. Επομένως, εφόσον η ένδικη σύμβαση ασφάλισης συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, καθόσον αφορά την ασφαλιστική κάλυψη ζημιών και απώλειας σε πλοίο (ταχύπλοο σκάφος), εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο στην προκείμενη υπόθεση τυγχάνει το αγγλικό, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 2 και 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 (Ρώμη Ι). Γίνεται μνεία ότι αποτελεί καθιερωμένη συναλλακτική πρακτική οι ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται στη χώρα και αφορούν σκάφη να διέπονται από το αγγλικό δίκαιο, λόγω της ευελιξίας του δικαίου τούτου, της αυστηρότητάς του, της απαρέγκλιτης τήρησης των υποχρεώσεων, τις οποίες επιβάλλει στους ασφαλισμένους, της επί σειρά ετών νομολογιακής διαμόρφωσής του και της καθιέρωσής του στην παγκόσμια ναυτιλιακή πρακτική (Βλ. ΑΠ 1584/2011 ΕΝΔ 2012.45, ΕΠ 143/2015 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, ενόψει του ότι το παρόν Δικαστήριο αναζήτησε και ανηύρε, με δικές του ενέργειες, το περιεχόμενο των διατάξεων του ως άνω εφαρμοζόμενου δικαίου, δεν απαιτείται να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ, η απόδειξη του περιεχομένου του, το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Ειδικότερα, το εφαρμοστέο στην ένδικη υπόθεση αγγλικό δίκαιο περιέχεται κωδικοποιημένο στον Αγγλικό Νόμο για τη Θαλάσσια Ασφάλιση του 1906 (Maritime Insurance Act 1906 – εφεξής Μ.Ι.Α. 1906), ο οποίος εξακολουθεί να εφαρμόζεται για ασφαλιστικές συμβάσεις που καταρτίστηκαν πριν την 12-08-2016, όπως στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη σύμβαση, που καταρτίστηκε την 24-04-2013 (για συμβάσεις που καταρτίστηκαν κατά ή μετά την προαναφερόμενη ημερομηνία εφαρμόζεται ο Insurance Act 2015), στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι ρυθμίσεις του δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην αγγλική πρακτική (english practice), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου της Ένωσης των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την Ασφάλιση Σκαφών Αναψυχής της 1ης-11-1985 (εφεξής Institute Yacht Clauses). Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Σύμφωνα, λοιπόν, με το περιεχόμενο των παρακάτω αναφερόμενων άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906, τα οποία ρυθμίζουν τη θαλάσσια ασφάλιση και έχουν σχέση με την επίδικη διαφορά: 1) Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και σε έκταση, που συμφωνείται μ’ αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (ορισμός ναυτικής ασφάλισης – Άρθρο 1). 2) Ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν, και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 παρ. 1 και 2). 3) Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλίσιμου περιουσιακού στοιχείου ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (πότε το συμφέρον οφείλει να υφίσταται – άρθρο 6 παρ. 1). 4) Το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. Αποτιμημένο είναι το ασφαλιστήριο, το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος, ενώ με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εν απουσία απάτης η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίας του πράγματος, για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας (αποτιμημένο ασφαλιστήριο – άρθρο 27). 5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφόσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (από δόλια ενέργεια) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου, αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος (καλυπτόμενες και εξαιρούμενες ζημίες ή απώλειες – άρθρο 55 παρ. 1). Ειδικότερα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια, που εγγύτερη αιτία έχει αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή, για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή πρέπει να υπάρχει μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου, και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνα «causa proxima non remota spectatur». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγύτερης (proxima) προς αυτήν κείμενης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (Βλ. σχετικά με την έννοια της causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων: Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σελ. 190 – 191). 6) Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Οποιαδήποτε άλλη απώλεια, πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. Μια ολική απώλεια μπορεί να είναι είτε μια πραγματική απώλεια είτε μια τεκμαρτή ολική απώλεια. Εκτός εάν από τους όρους του ασφαλιστηρίου προκύπτει διαφορετική πρόθεση η ασφάλιση κατά ολικής απωλείας περιλαμβάνει πραγματική και τεκμαρτή απώλεια. Όταν ο ασφαλισμένος εγείρει αγωγή για ολική απώλεια και τα στοιχεία αποδεικνύουν μερική μόνο απώλεια, αυτός μπορεί, εκτός εάν διαφορετικά προβλέπεται στο ασφαλιστήριο, ν’ αποζημιωθεί για μερική απώλεια (μερική και ολική απώλεια – άρθρο 56 παρ. 1 – 4). 7) Όταν το ασφαλισμένο πράγμα καταστρέφεται ή βλάπτεται κατά τρόπο που παύει να αποτελεί πράγμα του είδους που ασφαλίσθηκε ή εάν ο ασφαλισμένος στερείται ανεπανόρθωτα του πράγματος υφίσταται πραγματική ολική απώλεια. Στην περίπτωση πραγματικής ολικής απώλειας δεν απαιτείται δήλωση εγκαταλείψεως (πραγματική ολική απώλεια – άρθρο 57 παρ. 1 και 2). 8) Όταν το ενεχόμενο στην περιπέτεια πλοίο τυγχάνει αγνοούμενο και, μετά την πάροδο ευλόγου χρονικού διαστήματος, δεν ελήφθησαν νέα περί αυτού, συμπεραίνεται ολική απώλεια (αγνοούμενο πλοίο – άρθρο 58). 9) Με την επιφύλαξη τυχόν όρων του ασφαλιστηρίου, υφίσταται τεκμαρτή ολική απώλεια, όταν το ασφαλισμένο πράγμα ευλόγως εγκαταλείπεται εξαιτίας εμφάνισης της πραγματικής ολικής απώλειάς του ως αναπόφευκτης ή διότι δεν μπορούσε να σωθεί από πραγματική ολική απώλεια άνευ δαπάνης, η οποία θα υπερέβαινε την αξία του κατά το χρόνο που θα πραγματοποιούταν. 10) Το ποσό, το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια από το ασφαλιστήριο, με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημίωσης (έκταση της ευθύνης του ασφαλιστή για την απώλεια – άρθρο 67 παρ. 1). Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω, μεταξύ των κινδύνων που δύνανται να ασφαλισθούν με την ασφαλιστική σύμβαση είναι και η κλοπή και μάλιστα όχι μόνο η συνοδευομένη από χρήση βίας, αλλά και η κοινή κλοπή, η οποία συνίσταται γενικώς στην παράνομη ιδιοποίηση ξένου πράγματος. Και είναι μεν αληθές ότι κατά το άρθρο 9 των Κανόνων Κατάρτισης Ασφαλιστηρίου, οι οποίοι αποτελούν παράρτημα του ως άνω Νομοθετήματος, από το οποίο προβλέπεται ο τύπος και το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου, ορίζεται ότι με τον όρο «κλοπή» νοείται η κλοπή που συνοδεύεται από χρήση βίας. Το άρθρο όμως αυτό προσδιορίζει μόνο τον ασφαλιζόμενο στο τυπικό ασφαλιστήριο κίνδυνο με τον όρο «κλοπή» και δεν αποκλείει τη δυνατότητα, με πρόσθετο όρο που συμπληρώνει το τυπικό ασφαλιστήριο, να ασφαλισθεί με τη σύμβαση ως κίνδυνος και η κοινή κλοπή (Βλ. ΕΠ 1592/1989 ΕΝΔ 18.64, ΠΠΠειρ 1336/1990 αδημ. στο νομικό τύπο). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 35Α του Νόμου «Supreme Court Act 1981», το δικαστήριο, αν δεν υπάρχει συμβατική ρύθμιση, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα, μπορεί να επιδικάσει τόκους, σε ποσοστό που θεωρεί δίκαιο στο σύνολο ή μέρος της οφειλής και για το όλο ή μέρος του χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία απώλειας ή βλάβης του αντικειμένου της ασφάλισης μέχρι την έκδοση της απόφασης. Το σύνηθες στην πρακτική των αγγλικών δικαστηρίων είναι να επιδικάζονται τόκοι από την ημερομηνία κατά την οποία τα χρήματα έπρεπε να είχαν καταβληθεί. Επιδικάζεται συνήθως το εμπορικό επιτόκιο, δηλαδή το επιτόκιο το οποίο ο ενάγων θα πλήρωνε για να δανεισθεί χρήματα και το οποίο δεν απέχει πολύ από το ποσοστό τόκου, το οποίο φέρουν οι δικαστικές αποφάσεις από την έκδοσή τους. Τα παραπάνω αναφέρονται στο ουσιαστικό δίκαιο, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι τόκοι υπερημερίας, προκειμένου όμως περί τόκων επιδικίας, που αρχίζουν από την έγερση της αγωγής μέχρι την εξόφληση του ποσού, αυτοί κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori) και στην προκειμένη περίπτωση κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 346 ΑΚ) (Βλ. ΕΠ 342/2007 ΤΝΠ NOMOS). Με βάση λοιπόν όσα προαναφέρθηκαν, η αγωγή, ως προς την αντικειμενικά σωρευόμενη αίτηση για την καταβολή του ποσού των 15.000 ευρώ, ως ασφαλιστική αποζημίωση, την οποία ο καλών – ενάγων θεμελιώνει στη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου που παρατέθηκαν παραπάνω. Περαιτέρω, αναφορικά με τη σωρευόμενη αίτηση για την αναγνώριση της υποχρέωσης της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης για την καταβολή του ποσού των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη ο καλών – ενάγων, η αγωγή είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 919, 922, 932 ΑΚ, 70 ΚΠολΔ. Εξάλλου, μετά την τροπή του σωρευόμενου αιτήματος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης προσωρινής εκτελεστότητας καθίσταται μη νόμιμο και απορριπτέο κατά το αντίστοιχο σκέλος, ενώ, κατά τα λοιπά, τα παρεπόμενα αγωγικά αιτήματα είναι νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340, 346 ΑΚ, 176 ΚΠολΔ και 907, 908 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την επισήμανση ότι το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας παραδεκτά, κατά το άρθρο 223 εδ. β’ περ. 1 ΚΠολΔ, προβάλλεται το πρώτον με τις προτάσεις του καλούντος – ενάγοντος (Βλ. ΑΠ 137/1994 ΕΕργΔ 195.818, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Μακρίδου), Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος Ι, άρθρο 223, αριθ. περιθ. 11, σελ. 492). Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το καταψηφιστικό της αντικείμενο έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις (Βλ. το υπ’ αριθ. … e – παράβολο, σε συνδυασμό με το από 22-03-2018 αποδεικτικό ηλεκτρονικής πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος).
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 33 και 35 του Αγγλικού Νόμου για τη Θαλάσσια Ασφάλιση Μ.Ι.Α. 1906 και των ρητρών Institute Yacht Clauses 1.11.1985, στη σύμβαση ασφαλίσεως πλοίου επιτρέπεται στους συμβαλλόμενους να θεωρούν ορισμένους όρους αυτής ουσιώδεις (warranties), οι οποίοι περιέχονται ρητά στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (express warranties) ή και εξυπακούονται (implied warranties) και αποτελούν υποσχετικές εγγυήσεις του ασφαλισμένου στον ασφαλιστή ότι θα πράξει ή δεν θα πράξει κάτι ή ότι μια ορισμένη κατάσταση πραγμάτων υφίσταται ή δεν υφίσταται, κατά τρόπο ώστε η παράβαση οιουδήποτε από αυτούς τους όρους από τον τελευταίο να συνεπάγεται την απαλλαγή του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από το ασφαλιστήριο. Η επέλευση της αυστηρής αυτής έννομης συνέπειας δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ πάσης ζημίας. Η απαλλαγή από την ευθύνη είναι αυτόματη και δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε δήλωση του ασφαλιστή περί περατώσεως της ασφαλιστικής σύμβασης. Γενικός κανόνας είναι ότι τίποτε δεν δικαιολογεί τη μη συμμόρφωση προς ρητή εγγύηση. Αναφέρεται, συγκεκριμένως, ότι καμία αιτία οσονδήποτε επαρκής, κανένα κίνητρο οσονδήποτε αγαθό, καμία ανάγκη οσονδήποτε επαρκής, καμία ανάγκη οσονδήποτε αναπόφευκτη δεν δικαιολογεί τη μη συμμόρφωση προς ρητή εγγύηση. Εξαιρέσεις από τον γενικό αυτό κανόνα προβλέπονται στο άρθρο 34, το οποίο ορίζει τα εξής: «1. Μη συμμόρφωση προς μία εγγύηση δικαιολογείται, όταν, λόγω αλλαγής των συνθηκών, η εγγύηση παύει να είναι εφαρμοστέα στις συνθήκες της συμβάσεως ή όταν η συμμόρφωση προς την εγγύηση καθίσταται παράνομη δυνάμει οποιουδήποτε μεταγενέστερου νόμου. 2. Όταν μία εγγύηση παραβιάζεται, ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να προβάλει την άμυνα ότι έγινε επανόρθωση της παραβιάσεως και συμμόρφωση προς την εγγύηση πριν από τη ζημία. 3. Ο ασφαλιστής μπορεί να παραιτηθεί από την επίκληση παραβιάσεως της εγγυήσεως. Μόνη η παράβαση, καθ’ εαυτήν, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παραβάσεως. Το βάρος της απόδειξης της παράβασης φέρει ο ασφαλιστής (Βλ. ΕΠ 143/2015 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, το άρθρο 17 του Μ.Ι.Α. 1906 ορίζει ότι η σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι σύμβαση, η οποία στηρίζεται στην υπέρτατη καλή πίστη (uberrima fides/utmost good faith) και, αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από το ένα μέρος, η σύμβαση μπορεί να ακυρωθεί (may be avoided) από το άλλο μέρος. Η υπέρτατη καλή πίστη που προβλέπεται από το παραπάνω άρθρο, έχει την έννοια ότι οι πληροφορίες που παρέχονται, κατά την κατάρτιση της σύμβασης, πρέπει να είναι απολύτως ειλικρινείς. Αυτό δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, από το γεγονός δηλαδή ότι ο ασφαλιστής προκειμένου να προβεί σε ασφάλιση βασίζεται αποκλειστικά στον ασφαλιζόμενο, ο οποίος είναι ο μόνος που εκ των πραγμάτων μπορεί να γνωρίζει την κατάσταση της ασφαλιζόμενης περιουσίας και να του παράσχει τις πληροφορίες τις σχετιζόμενες με τη φύση και το χαρακτήρα του κινδύνου που αναλαμβάνει, για να κρίνει, αν θα αναλάβει ή όχι την ασφάλιση. Η έννοια δε της «υπέρτατης καλής πίστης» εκτείνεται πολύ πέρα από την έννοια του δόλου (fraud) και δη έχει ως αφετηρία απλώς την αποσιώπηση ή την απόκρυψη ενός ουσιώδους περιστατικού ή τη λανθασμένη ή πεπλανημένη δήλωση ή, σε επίγνωση του ασφαλιζομένου, τη μη τήρηση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων, αδιάφορα αν αυτές οι παραλείψεις ή οι εσφαλμένες απεικονίσεις, έγιναν με δόλια πρόθεση, από απλή αμέλεια, εκ παραδρομής ή από αδιαφορία. Εξάλλου, αν ένα συγκεκριμένο περιστατικό, το οποίο δεν αποκαλύφθηκε, είναι ουσιώδες (ήτοι μπορεί να επηρεάσει ένα συνετό ασφαλιστή στον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφασή του να αναλάβει τον κίνδυνο) ή όχι, είναι ζήτημα πραγματικό (άρθρο 18 του Μ.Ι.Α. 1906). Το βάρος απόδειξης βαρύνει εκείνον που επικαλείται τη μη αποκάλυψη (Βλ. ΑΠ 1651/2005 ΕΝΔ 2005.241, ΕΠ 1141/2004 ΠειρΝομ 27.72).
Στην προκειμένη περίπτωση η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη συνομολογεί την κατάρτιση και το περιεχόμενο της σύμβασης ασφάλισης, ενώ αρνείται ότι το σκάφος του αντιδίκου της βρισκόταν στον αναφερόμενο με το δικόγραφο επαγγελματικό χώρο φύλαξης σκαφών. Περαιτέρω, προς απόκρουση της αγωγής, η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη ισχυρίζεται ότι απαλλάσσεται από την ευθύνη προς αποζημίωση του αντιδίκου της, επειδή ο τελευταίος: α) παραβίασε τον εγγυητικό όρο (warranty) περί κίνησης του σκάφους επί έξι μήνες, β) παραβίασε τον εγγυητικό όρο (warranty) για την ύπαρξη συγκεκριμένων μέτρων ασφαλείας στο χώρο φύλαξης που βρισκόταν το σκάφος του, γ) παραβίασε την αρχή της υπέρτατης καλής πίστης (uberrimae fides), που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση, λόγω παραβίασης της υποχρέωσής του για έγκαιρη ειδοποίηση περί της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, με βάση τη Ρήτρα 13 των Ρητρών του Ινστιτούτου της Ένωσης των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την Ασφάλιση Σκαφών Αναψυχής της 1ης-11-1985 (εφεξής Institute Yacht Clauses), και το άρθρο 1 της Ρήτρας «Claims Procedure Clause». Επικουρικά, η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο δεν ήταν αποτιμημένο, με την έννοια ότι αυτό δεν αποτύπωνε τη συμφωνημένη αξία του σκάφους του ενάγοντος, αλλά ότι με εγγυητικό όρο συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση ολικής απώλειας η ασφαλιστική αποζημίωση θα υπολογίζεται με βάση την εμπορική αξία του σκάφους κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, η οποία (εμπορική αξία), κατά τον ισχυρισμό της, δεν υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ. Με αυτό το περιεχόμενο, οι κυρίως προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης συνιστούν νόμιμες καταλυτικές της αγωγής ενστάσεις ερειδόμενες στις διατάξεις των άρθρων 17, 33 επ. Μ.Ι.Α. 1906, σε συνδυασμό με τη Ρήτρα 13 των Ρητρών του Ινστιτούτου της Ένωσης των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την Ασφάλιση Σκαφών Αναψυχής της 1ης-11-1985 (εφεξής Institute Yacht Clauses), και το άρθρο 1 της Ρήτρας «Claims Procedure Clause», οι οποίες έχουν επισυναφθεί στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθούν περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα. Ο δε επικουρικά προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο δεν ήταν αποτιμημένο, με τον οποίο αμφισβητείται το ύψος της ασφαλιστικής αποζημίωσης, συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά), το περιεχόμενο των οποίων περιλαμβάνεται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) της 15ης-11-2017, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων η από 15-05-2014 έκθεση ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης του εκτιμητή – πραγματογνώμονα ασφαλίσεων …, που εκτιμάται ελεύθερα, σύμφωνα με το άρθρο 390 ΚΠολΔ, χωρίς ωστόσο να λαμβάνεται υπόψη ούτε ως δικαστικό τεκμήριο η από 17-11-2017 βεβαίωση – δήλωση της …, την οποία προσάγει με επίκληση ο καλών – ενάγων, καθόσον κρίνεται ότι αυτή δεν συντάχθηκε σε ανύποπτο χρόνο, αλλά στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα δίκη, οπότε αποτελεί μαρτυρία τρίτου κατά τρόπο μη προβλεπόμενο στο νόμο και κατά καταστρατήγηση των σχετικών διατάξεων των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ (πρβλ. ΟλΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 1987.628), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων, που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο καλών – ενάγων είναι ιδιοκτήτης του υπό ελληνική σημαία ταχύπλοου σκάφους «…», μάρκας …, έτους κατασκευής 1995, μήκους ολικού 6,50 μ., πλάτους 2,25 μ., το οποίο είναι εξοπλισμένο με έναν κινητήρα, ιπποδύναμης 205 ίππων, μάρκας MERCRUISER. Δυνάμει του υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριου συμβολαίου κλάδου σκαφών, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη ασφάλισε το παραπάνω σκάφος, με την κύρια μηχανή και τον εξοπλισμό του, αποτελούμενο από μία βοηθητική μηχανή, ιπποδύναμης 15 ίππων, μάρκας MERCURY, ένα τρέιλερ, ένα echo sounder, μία πυξίδα, μία ηλεκτρική άγκυρα και σωστικά μέσα, για το χρονικό διάστημα από τη 12η μεσημβρινή της 24ης-04-2013 έως 12 μεσημβρινή της 24ης-10-2013, για τους αναφερόμενους σ’ αυτό ασφαλιστικούς κινδύνους, με δηλωθείσα ασφαλιζόμενη αξία (sum insured – declared) μέχρι του ποσού των 15.000 ευρώ, και με αφαιρετέα απαλλαγή (deductible) ποσού 400 ευρώ, πλην της περίπτωσης της ολικής απώλειας του σκάφους ή της τεκμαρτής ολικής απώλειάς του, ως προς την οποία δεν ίσχυε η αφαιρετέα απαλλαγή. Τα ασφάλιστρα ορίστηκαν στο ποσό των 224,99 ευρώ και καταβλήθηκαν εμπρόθεσμα στην καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη, γεγονός που συνομολογείται από την τελευταία με τις προτάσεις της (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Με το ως άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο παρεχόταν στον καλούντα – ενάγοντα ασφαλιστική κάλυψη κατά των θαλάσσιων κινδύνων που περιγράφονται στις Ρήτρες του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Σκαφών Αναψυχής (Institute Yacht Clauses) της 1.11.1985, οι οποίες προσαρτήθηκαν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος του, με διαγραφή των Όρων 5.1 (speed warranty – όρος ταχύτητας), 10.1 (out board motor drop off – απόρριψη ή πτώση στη θάλασσα εξωλέμβιου κινητήρα), 11.6.3 (skiers liability – αστική ευθύνη σκιέρ), 21 (war exclusion – εξαίρεση πολέμου), και 22 (strikes and political risks exclusion – εξαίρεση απεργιών και πολιτικών πράξεων). Επομένως, στους ασφαλιζόμενους θαλάσσιους κινδύνους περιλαμβανόταν και η κλοπή ολόκληρου του σκάφους μαζί με τη μηχανή και τον εξοπλισμό του, υπό την προϋπόθεση ότι τέτοια απώλεια δεν οφείλεται σε έλλειψη επαρκούς επιμέλειας από τον ασφαλισμένο (Όροι 9.2 και 9.2.1.4.). Περαιτέρω, με όρο της σύμβασης, ο οποίος ενσωματώθηκε στο κύριο σώμα του ασφαλιστήριου συμβολαίου υπό τον τίτλο «Γενικές Πρόσθετες Συμφωνίες», συμφωνήθηκε ότι η ασφαλιστική κάλυψη για τον κίνδυνο απώλειας του σκάφους λόγω κλοπής ή για ζημίες εξαιτίας κλοπής ή απόπειρας κλοπής εξαρτήθηκε από την τήρηση εκ μέρους του καλούντος – ενάγοντος της ρητής εγγύησης ότι το σκάφος θα «ελλιμενίζεται ή/και αποθηκεύεται σε αναγνωρισμένο Λιμάνι, Μαρίνα, Ναυπηγείο ή σε ασφαλή εσωτερικό χώρο, κλειστό από όλες τις πλευρές και κλειδωμένο ή σε περιφραγμένο επαγγελματικό parking σκαφών, το οποίο διαθέτει φύλακα 24 ώρες το 24ωρο ή/και έχει κάμερες ασφαλείας και σύστημα συναγερμού, σε λειτουργία και συνδεδεμένο με εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, που κάνει περιπολίες σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα». Συνεπώς, με βάση τους προαναφερόμενους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, που ενσωματώθηκαν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του, προκύπτει ότι η υπό της καθ’ ης η κλήση – εναγομένης κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου της ολικής απώλειας του ασφαλισμένου σκάφους, συνεπεία κλοπής, εξαρτήθηκε από την υπό του καλούντος – ενάγοντος τήρηση, κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, της παραπάνω ρητής εγγύησης -υπόσχεσής του (warranty), σε σχέση με τον ελλιμενισμό/αποθήκευση του ασφαλισμένου σκάφους. Η εν λόγω σύμβαση ασφάλισης καταρτίσθηκε κατόπιν υποβολής από την καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη προς τον καλούντα – ενάγοντα της από 22-04-2013 προσφοράς ασφάλισης, στο έντυπο της οποίας αναγράφεται -μεταξύ άλλων- ως απαράβατος όρος ο παραπάνω αναφερόμενος σχετικά με τον ελλιμενισμό ή αποθήκευση του σκάφους, με την ίδια ακριβώς διατύπωση. Ακολούθησε η αποστολή από τον καλούντα – ενάγοντα προς την καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη σχετικής αίτησης για έκδοση του ασφαλιστήριου συμβολαίου, σύμφωνα με την προσφορά της τελευταίας, χωρίς να προκύπτει ότι ο καλών – ενάγων διατύπωσε οποιαδήποτε επιφύλαξη ως προς τον παραπάνω όρο. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι πριν ή κατά την κατάρτιση της σύμβασης ο καλών – ενάγων ενημέρωσε την αντίδικό του ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ασφαλιστικής κάλυψης το σκάφος του θα αποθηκευόταν στο πάρκινγκ σκαφών, ιδιοκτησίας …, στις … Κορινθίας, καθώς και ότι η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη είχε ελέγξει και είχε εγκρίνει τον παραπάνω χώρο. Ειδικότερα, ο καλών – ενάγων ισχυρίζεται ότι πριν την κατάρτιση της σύμβασης είχε ενημερώσει την ασφαλιστική πράκτορα, …, ότι το σκάφος του θα φυλασσόταν στον παραπάνω χώρο στάθμευσης, καθώς και ότι η παραπάνω είχε ελέγξει και είχε εγκρίνει το χώρο για λογαριασμό της αντιδίκου του. Επί του ισχυρισμού αυτού λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Η παραπάνω αναφερόμενη, …, δεν είχε την ιδιότητα του ασφαλιστικού πράκτορα, αλλά αυτή του ασφαλιστικού συμβούλου της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης εταιρίας, κρίση που συνάγεται από την επισκόπηση της από 01-03-2012 σύμβασης, την οποία προσάγει με επίκληση η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη. Επομένως, κατά τον κρίσιμο για την ένδικη υπόθεση χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης, η παραπάνω συνδεόταν με την καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη με σύμβαση έργου, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 1569/1985, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 36 παρ. 24 του Ν. 2496/1997, αλλά και με ρητή πρόβλεψη στην παραπάνω σύμβαση (άρθρο 2.1), στα καθήκοντά της ανάγονταν η μελέτη της αγοράς, η παρουσίαση και πρόταση λύσεων ασφαλιστικής κάλυψης για τις ανάγκες των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό της εναγόμενης εταιρίας, χωρίς να έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή εκπροσώπησης της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης (Ως προς τις αρμοδιότητες του ασφαλιστικού συμβούλου βλ. ΑΠ 650/2002 ΧρΙΔ 2002.631, ΕΠ 11/2011 ΔΕΕ 2011.814). Με βάση τα προαναφερθέντα, στα καθήκοντα της παραπάνω ασφαλιστικής πράκτορα δεν ενέπιπτε η προσυμβατική επιθεώρηση σε σκάφη και σε χώρους ελλιμενισμού ή αποθήκευσης αυτών, ενώ οποιαδήποτε σχετική επιθεώρηση διενεργούταν, κατόπιν εντολής από τους υπαλλήλους του κλάδου ασφαλειών σκαφών της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης, από ειδικούς πραγματογνώμονες, τέτοια δε επιθεώρηση δεν προέκυψε ότι έλαβε χώρα πριν την κατάρτιση της σύμβασης στην προκειμένη περίπτωση. Πέραν όμως τούτου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε περίπτωση που ο καλών – ενάγων είχε δηλώσει προς την αντίδικό του ότι το σκάφος του θα αποθηκευόταν στον παραπάνω αναφερόμενο χώρο στάθμευσης και τούτο είχε εγκριθεί από αυτήν, η δήλωση αυτή θα είχε συμπεριληφθεί στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, στο οποίο θα αναγραφόταν ο συγκεκριμένος χώρος, ως χώρος αποθήκευσης του σκάφους. Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 18.00 της 9ης-10-2013 και της 10.00 ώρας της 10ης-10-2013 άγνωστοι δράστες παραβίασαν την εξωτερική πόρτα του χώρου στάθμευσης και φύλαξης σκαφών, που βρίσκεται στις … Κορινθίας, ιδιοκτησίας …, και αφαίρεσαν το ασφαλισμένο σκάφος, μαζί με την κύρια και βοηθητική μηχανή του, και το τρέιλερ. Ο καλών – ενάγων ενημερώθηκε για το συμβάν από τον ιδιοκτήτη του χώρου φύλαξης την 10-10-2013 και μετέβη την ίδια ημέρα στο Τμήμα Ασφαλείας Κορίνθου για να δηλώσει την κλοπή (Βλ. αντίγραφο από το ηλεκτρονικό αρχείο συμβάντων και αδικημάτων της παραπάνω Υπηρεσίας της 10ης-10-2013). Η κρίση του Δικαστηρίου ότι κατά το χρόνο της κλοπής το σκάφος του καλούντος – ενάγοντος βρισκόταν στον παραπάνω χώρο στάθμευσης σκαφών στηρίζεται στην ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης και ενισχύεται από όσα σχετικά ανέφερε στον εκτιμητή – πραγματογνώμονα ασφαλίσεων … ο ιδιοκτήτης του εν λόγω χώρου (Βλ. την από 15-05-2014 έκθεση του παραπάνω εκτιμητή – πραγματογνώμονα ασφαλίσεων). Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, επήλθε κατ’ αρχήν ο ασφαλιζόμενος ασφαλιστικός κίνδυνος. Ωστόσο, αναφορικά με τις συνθήκες αποθήκευσης του σκάφους του καλούντος -ενάγοντος, από τις οποίες εξαρτήθηκε η υποχρέωση της καθ’ ης η κλήση- εναγόμενης για την ασφαλιστική κάλυψη, σε περίπτωση απώλειας λόγω κλοπής, αποδείχθηκε ότι ο χώρος φύλαξης, στον οποίο βρισκόταν το σκάφος κατά το χρόνο του συμβάντος, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις κατά τον σχετικό όρο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Ειδικότερα, ο εν λόγω χώρος στάθμευσης σκαφών βρίσκεται στην περιοχή … Κορινθίας, στο …, σε περιοχή που χαρακτηρίζεται ερημική, ειδικά τις βραδινές ώρες και τους χειμερινούς μήνες, όταν κλείνουν τα παρακείμενα, σε απόσταση 50 μ. περίπου, πρατήριο υγρών καυσίμων και εστιατόριο. Ο χώρος αυτός έχει έκταση 1.000 περίπου τ.μ., με πρόσοψη επί της … και η πρόσβαση γίνεται από συρόμενη μεταλλική πόρτα, διαστάσεων 3,5 Χ 2 μ., που κλειδώνει με αλυσίδα και λουκέτο. Ο χώρος είναι μεν περιφραγμένος, με πλέγμα τύπου δάρινγκ σε ύψος 2 μ. περίπου, πλην όμως δεν διαθέτει σύστημα συναγερμού ούτε κάμερες ασφαλείας, μάλιστα δεν είναι ηλεκτροδοτούμενος, και οι όποιες ανάγκες για παροχή ρεύματος καλύπτονται με τη χρήση μπαλαντέζας που συνδέεται σε διπλανή οικία (Βλ. την προαναφερόμενη από 15-05-2014 έκθεση πραγματογνωμοσύνης). Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο της κλοπής ο χώρος επιτηρούταν και φυλασσόταν από φύλακα επί 24ωρο, κρίση που στηρίζεται στα όσα σχετικά αναφέρονται στην παραπάνω αναφερόμενη έκθεση και δεν αντικρούεται από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος υπήρξε ασαφής ως προς το εάν υπήρχε φύλαξη στο χώρο, περιοριζόμενος στο να καταθέσει ότι «πιθανόν» να υπήρχε φύλαξη του χώρου το βράδυ από τον ιδιοκτήτη του πάρκινγκ σκαφών, της γυναίκας του και των τέκνων του, οι οποίοι διαμένουν σε παρακείμενη οικία. Με βάση τα προαναφερθέντα, κρίνεται ουσιαστικά βάσιμη η προβληθείσα από την καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη καταλυτική της αγωγής ένσταση περί απαλλαγής της από την ασφαλιστική κάλυψη, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 33 του Μ.Ι.Α. 1906, χωρίς να τίθεται ζήτημα καταχρηστικής επίκλησης της παραπάνω ένστασης, απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού που πρόβαλε με την προσθήκη στις προτάσεις του ο καλών – ενάγων, καθόσον η συνομολόγηση του παραπάνω αναφερόμενου όρου για τη φύλαξη του σκάφους, όπως και των υπόλοιπων όρων της ασφαλιστικής σύμβασης, δεν συνιστά υπέρμετρη δέσμευση του καλούντος – ενάγοντος, και αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Κατόπιν τούτων, παρελκομένης της έρευνας των λοιπών ισχυρισμών και επαλλήλως προταθεισών ενστάσεων της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τη σωρευόμενη αξίωση για την καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης, λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου της κλοπής του σκάφους του καλούντος – ενάγοντος. Συνακόλουθα, δεν αποδείχθηκε αδικοπρακτική συμπεριφορά της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης και των προστηθέντων από την ίδια υπαλλήλων και συνεργατών της, ούτε συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, με πρόθεση να προξενηθεί ζημία στον καλούντα – ενάγοντα, και, επομένως, η αγωγική αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης, τα δικαστικά της έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του καλούντος – ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 i περ. α’, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον καλούντα – ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 17-07-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ