Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός αποφάσεως  4418/2018

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 8100/4015/2017)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

            Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…»,που εδρεύει στη …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος τηςΦανή-Γεωργία Ροντογιάννη του Φώτιου (ΑΜ/ΔΣΑ 24442), που προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κάτοικος …, και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τυπικά στη …, πραγματικά, όμως, εδρεύει, άλλως διατηρεί γραφείο στην …, όπου και τα γραφεία της διαχειρίστριας εταιρίας «…», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 18.7.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 8100/4015/19.7.2017 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 20.2.2018 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.

Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι η ενάγουσα έχει καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο εικοστό τέταρτο του Ν. 4411/2016, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 19.7.2017 και η ενάγουσα κατέθεσε προτάσεις στις 27.11.2017, νομίμως υπογεγραμμένες από την πληρεξούσια δικηγόρο της, δυνάμει του υπ’ αριθ. … ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Νάκου – Μανίσαλη. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνει κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας. Αντίθετα, η εναγόμενη δεν έχει καταθέσει προτάσεις. Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …, με την κάτωθι αυτήςταυθήμερη απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας του Α.Τ. Αμπελοκήπων, απόντος του προϊσταμένου αυτού, και την από … βεβαίωση του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, την οποία μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων, επιδόθηκε στην εναγόμενη νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 γ΄, 128 παρ. 4, 129, 130 παρ. 1, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015). Σημειώνεται ότι η επίδοση της αγωγής νόμιμα διενεργήθηκε στο εγκατεστημένο στην Αθήνα γραφείο της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…» (βλ. σχετ. ΦΕΚ Β΄ 3105/23.11.2012), η οποία ήταν -και κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως- διαχειρίστρια και πράκτορας της εναγόμενης, όπως αποδεικνύεται από τα έγγραφα που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται στο στάδιο αυτό, ήτοι διοικούσε τις υποθέσειςτης εναγόμενης εταιρίας και εξέφραζε άμεσα (οργανικά) τη βούλησή της.Επομένως, η εναγόμενη πρέπει να δικασθείερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 2532/1997, με τον οποίο κυρώθηκε από την Ελλάδα η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων (ConventiononContractsfortheInternationalSaleofGoods – CISG), που καταρτίσθηκε στη Βιέννη στις 11.4.1980 και ισχύει στην Ελλάδα από 1.2.1999, η Σύμβαση εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη: α) όταν τα κράτη αυτά είναι συμβαλλόμενα ή β) όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους. Ωστόσο, στη διάταξη του άρθρου 2 αυτής, καθορίζονται οι εξαιρέσεις εφαρμογής της και ειδικότερα στις περ. α΄ και ε΄ της εν λόγω διάταξης αναφέρεται ρητά ότι αυτή δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων, που αγοράζονται για προσωπική, οικογενειακή ή οικιακή χρήση, εκτός αν ο πωλητής, οποτεδήποτε, πριν ή κατά τη σύναψη της σύμβασης πώλησης, δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει ότι τα πράγματα αγοράσθηκαν για τέτοια χρήση (περ. α΄), ούτε σε συμβάσεις πώλησης πλοίων (ships), πλωτών ναυπηγημάτων (vessels), αεροστρώμνων (hovercrafts) ή αεροσκαφών (περ. ε΄). Η διεθνής αυτή Σύμβαση περιέχει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι, μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της, υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντ. Με τις διατάξεις της ρυθμίζονται όλες οι σχέσεις των συμβαλλομένων σε συμβάσεις πώλησης κινητών, μεταξύ των οποίων και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, ανάγοντας σε ενιαίο και μοναδικό λόγο ευθύνης του πωλητή την αθέτηση της σύμβασης, όρο που αποδίδει συνολικά κάθε μορφή μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν για τα μέρη από τη σύμβαση πώλησης ή από τη Σύμβαση. Ειδικότερα η Σύμβαση δεν περιέχει κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (κανόνες συγκρούσεως), αλλά άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της Σύμβασης υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων των εθνικών δικαίων (άρθρο 28 παρ. 1 Συντ. 1975). Η Σύμβαση (CISG) δεν περιέχει αναγκαστικό δίκαιο, αλλά, αντίθετα, σ’ αυτήν επιβεβαιώνεται η θεμελιώδης αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, επιτρέπει δηλαδή στα μέρη (άρθρο 6) να συμφωνήσουν ρυθμίσεις που αποκλίνουν από τις ρυθμίσεις της Σύμβασης ή ακόμη και να αποκλείσουν εντελώς την εφαρμογή της με ρητή ή και σιωπηρή συμφωνία τους (ρήτρα «optingout», Κορνηλάκης, Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2000, σελ. 109). Εννοείται, όμως, ότι όταν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία κατά τα ως άνω, εφαρμόζονται οι διατάξεις της εν λόγω Σύμβασης. Η εν λόγω σύμβαση, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, ρυθμίζει στην ουσία την κατάρτιση της πώλησης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών και τις συνέπειες της αθέτησής της. Οι υποχρεώσεις των μερών ρυθμίζονται στη Σύμβαση με τρόπο απλό. Έτσι, ο πωλητής, τόσο στην πώληση γένους, όσο και στην πώληση είδους, έχει κύρια συμβατική υποχρέωση: α) να παραδώσει τα κινητά πράγματα, β) να μεταβιβάσει την επ’ αυτών κυριότητα και γ) να εγχειρίσει τα σχετικά έγγραφα (άρθρο 30). Ο αγοραστής, από την άλλη μεριά, έχει κύρια συμβατική υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα και μάλιστα στην κατοικία του πωλητή (κομίσιμο χρέος, άρθρο 57 παρ. 1 περ. α΄), σε αντίθεση με την άποψη που επικρατεί στον ΑΚ, να παραλάβει το πράγμα, γεγονός που συνιστά, επίσης, σημαντική καινοτομία της Σύμβασης (ΕφΛαμ 63/2006 ΕπισκΕΔ 2006.1108). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι δραστηριοποιείται στην εμπορία χρωμάτων και συναφών υλικών για πλοία, βιομηχανίες και οικοδομές, ούσα θυγατρική εταιρία του πολυεθνικού ομίλου εταιριών «…»με έδρα τη Δανία. Ότι η εναγόμενη αλλοδαπή εταιρία είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Λιβερίας φορτηγού πλοίου ονόματι «…», υπ’ αριθ. νηολογίου …, ΙΜΟ …, κοχ 24.533 και ΔΔΣ …, το οποίο διαχειρίζεται η εδρεύουσα στη Λιβερία εταιρία με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπούμενη, που διατηρεί νόμιμα στην Ελλάδα (….) εγκατεστημένο γραφείο. Ότι, δυνάμει προφορικών συμβάσεωνπώλησης που καταρτίσθηκαν (περί) τον Νοέμβριο του έτους 2015 στη …, κατόπιν παραγγελιών της διαχειρίστριας εταιρίας«…», που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εναγομένης, η ενάγουσα πώλησε σ’ αυτήν τααναλυτικώς κατ’ είδος, ποσότητα και τιμήαναγραφόμενα στα ενσωματωμένα στο αγωγικό δικόγραφο τιμολόγια πώλησης, χρώματα και συναφή υλικά, συνολικής αξίας 69.156,25 δολαρίων ΗΠΑ, τα οποία παρέδωσε στο ανωτέρω πλοίο που βρισκόταν στο κατονομαζόμενο στην αγωγή ναυπηγείο στην περιοχή Ζουσάν της Κίνας, παρελήφθησαν δε αυτά ανεπιφύλακτα. Ότι για τις ανωτέρω πωλήσεις εκδόθηκαν τα με αριθμούς …/10.12.2015 και …/10.12.2015 τιμολόγια πώλησης, μετά των συνοδευτικών δελτίων αποστολής, ποσού αντίστοιχα 8.180,25 και 60.499,50 δολαρίων ΗΠΑ, πληρωτέα εντός εξήντα (60) ημερών από τη λήξη του μήνα έκδοσής τους, ήτοι ως τις 29.2.2016. Ότι έναντι της ανωτέρω οφειλής τηςη εναγόμενη έχει καταβάλει σε αυτήν (ενάγουσα) μόνο το ποσό των 5.000 δολαρίων ΗΠΑ, κατόπιν δε αφαίρεσης και του ποσού των 9.074,93 δολαρίων ΗΠΑ, λόγω έκπτωσης, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθ. 1252_0001346 πιστωτικό τιμολόγιο, η εναγόμενη εξακολουθεί να της οφείλει το ποσό των 55.081,32 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αρνείται να της καταβάλει, παρά τις επανειλημμένες προς τούτο οχλήσεις της. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει, για την αναφερομένη στο ιστορικό της υπό κρίσιν αγωγής αιτία, το σε ευρώ ισόποσο κατά τον χρόνο πληρωμής των 55.081,32 δολαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο από την 1.3.2016, άλλως από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγήπαραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία, ενόψει του διασυνοριακού στοιχείου που συνδέει τα επίδικα πραγματικά περιστατικά, η οποία στηρίζεται στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 4 και 63 παρ. 1 β του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια (1215/2012), για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθόσον η κεντρική διοίκησητης εναγόμενης ασκείται στον Πειραιά, στη διεύθυνση όπου διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο η διαχειρίστρια του επίδικου πλοίου ιδιοκτησίας της εταιρία, κατά τα ανωτέρω. Εξάλλου, τυγχάνει αυτό αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3 περ. Α΄- Β΄ι του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Ηλίας Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ. 2, σελ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, ως προς τις ιστορούμενες συμβάσεις και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη της εναγόμενης εταιρίας, εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου τέτοιου από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» – το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α΄ του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η σύμβαση πώλησης αγαθών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του, το ελληνικό δίκαιο, δεδομένου ότι η ενάγουσα – πωλήτρια εδρεύει στη … Αττικής, όπου και καταρτίστηκαν οι ένδικες συμβάσεις. Συνακόλουθα, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, ελλείψει ειδικής συμφωνίας ως προς τον αποκλεισμό των διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών (CISG) για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων (Ν.2532/1997) και δοθέντος ότιαμφότερα τα εμπλεκόμενα στην υπόθεση κράτη (Ελλάδα, Λιβερία) είναι συμβαλλόμενα στη Σύμβαση, καθώς και ότι οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο ενός συμβαλλόμενου κράτους, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4, 7 παρ. 2, 23, 24, 25, 30, 53, 54επ., 61, 78  της συμβάσεως CISG,211, 212, 216, 291, 292 ΑΚ, 176, 907 και 908 παρ. 1 εδ. στ΄ ΚΠολΔ.Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το e-παράβολο με κωδικό …, σε συνδυασμό με το από 8.3.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων).

Κατά της υπό κρίση αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, επομένως, να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής, των δολαρίων ΗΠΑ πενήντα πέντε χιλιάδων ογδόντα ενός και τριάντα δύο σεντς (55.081,32 $), πλέον τόκων υπερημερίας από την 1.3.2016και μέχρι την εξόφληση, διότι, εφόσον η εναγόμενη ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους της εναγόμενης σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 και την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ. Η απόφαση δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν συντρέχουν οι εξαιρετικές    προϋποθέσεις του άρθρου 908 του ΚΠολΔ. Τέλος, η εναγόμενη πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας[άρθρα 176, 184, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1  iπερ. α, 68 παρ. 1 Ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων)], όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό της παρούσας, ενώ, λόγω της ερημοδικίας της εναγόμενης πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως κατά της παρούσης ανακοπής ερημοδικίας από αυτήν (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγόμενης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής των δολαρίων ΗΠΑ πενήντα πέντε χιλιάδων ογδόντα ενός και τριάντα δύο σεντς (55.081,32 $), νομιμοτόκως από την 1.3.2016 και μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εννιακοσίων (1.900) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ