Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  5160/2018

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 4892/2093/2018)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(εκούσια δικαιοδοσία)

——————————

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Πετρούλα Δαμίγου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση:

Των αιτούντων – καθ’ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση: 1) Της εταιρίας με την επωνυμία «…» ν. 959/1979, που εδρεύει στη …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, 2) …, με ΑΦΜ … και 3) …, αμφοτέρων κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Χάλαρη – Ανδρουλάκη του Ελευθερίου (ΑΜ/ΔΣΠ 1637), κάτοικο …, που υπέβαλε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/8.6.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

Της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: …, κατοίκου Αλεξανδρούπολης, οδός …, με ΑΦΜ …, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ειρήνη Κοντή του Αθανασίου (ΑΜ/ΔΣΑ 37549), κάτοικο …, που υπέβαλε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/5.6.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 3.5.2018 αίτησή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 4892/2093/4.5.2018, προσδιορίσθηκε για την παραπάνω δικάσιμο και ενεγράφη στο πινάκιο με αριθμό 5.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των αιτούντων και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 959/1979 «περί της Ναυτικής Εταιρίας», ναυτική εταιρία είναι εκείνη που έχει συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και έχει ως αποκλειστικό σκοπό την κυριότητα, εκμετάλλευση ή διαχείριση ελληνικών εμπορικών πλοίων. Κατά το άρθρο 2 παρ. 1, 2 του ν. 959/1979, η ναυτική εταιρία συνιστάται με εταιρική σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως και καταχωρίζεται στο μητρώο ναυτικών εταιρειών, οπότε και αποκτά (με την καταχώριση) νομική προσωπικότητα. Ως νομικό πρόσωπο η ναυτική εταιρία διοικείται και εκπροσωπείται από το τριμελές, τουλάχιστον, διοικητικό της συμβούλιο (άρθρο 12 ν. 959/79). Αυτό (ΔΣ) είναι αρμόδιο και υπεύθυνο να αποφασίζει, κατά πλειοψηφία (άρθρο 17 ν. 959/1979), για κάθε θέμα που αφορά τη διοίκηση της εταιρίας, τη διαχείριση της περιουσίας της και γενικώς την επιδίωξη του εταιρικού της σκοπού, περιλαμβανομένης της παροχής εγγυήσεων και κάθε εμπράγματης ασφάλειας υπέρ άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων (άρθρο 19 παρ. 1 ν. 959/1979). Τις εξουσίες και αρμοδιότητές του αυτές το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να τις αναθέσει, με απόφασή του, ολικώς ή μερικώς, σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή ακόμα και σε τρίτους, καθορίζοντας συγχρόνως και την έκταση των, ανατιθεμένων σ’ αυτούς, εξουσιών τους (άρθρο 20 παρ 1 ν. 959/1979). Τα τελευταία αυτά πρόσωπα, είτε είναι μέλη του Δ.Σ. είτε όχι, έχουν τις (οργανικές) εξουσίες του Δ.Σ. και υπέχουν έναντι της ναυτικής εταιρίας την ευθύνη των μελών του Δ.Σ. Θεωρούνται δε ως υποκατάστατοι, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 67 εδ. β΄ ΑΚ, και όχι ως πληρεξούσιοί του. Η παραπάνω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να καταχωρίζεται στο μητρώο ναυτικών εταιριών, οπότε και αποτελεί πλήρη απόδειξη περί των εκπροσώπων της εταιρείας (άρθρο 20 παρ. 2, 5 ν. 959/1979). Σημειωτέον ότι επί ναυτικών εταιριών δεν εφαρμόζονται, κατ’ άρθρο 59 του ίδιου νόμου, οι διατάξεις των άρθρων 76, 342 έως 784 του Αστικού Κώδικα, των άρθρων 18 έως 64 του Εμπορικού Νόμου, καθώς και του Κωδικοποιημένου Νόμου 2190/1920 και, επομένως, επί των σχέσεων που συνδέουν τη ναυτική εταιρία με τα μέλη του Δ.Σ. αυτής αποκλείεται ακόμη και η αναλογική εφαρμογή των περί εντολής διατάξεων του ΑΚ. Ανώτατο όργανο της ναυτικής εταιρείας, κατ’ άρθρο 28 του ίδιου νόμου, είναι η γενική συνέλευση των μετόχων της, με αρμοδιότητα να αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση. Τα άρθρα 38 και 39 του παραπάνω νόμου καθορίζουν και περιγράφουν τα δικαιώματα της μειοψηφίας των μετόχων συνιστάμενα, κυρίως, στη δυνατότητα της καταστατικής προβλέψεως τακτικού ελέγχου (άρθρο 38), συγκλήσεως εκτάκτου γενικής Συνελεύσεως (άρθρο 39), ενώ τέλος, το άρθρο 40 αυτού προβλέπει τη διενέργεια εκτάκτου διαχειριστικού ελέγχου της εταιρίας [(Μον) ΕφΠειρ 143/2013 ΕλλΔνη 2015.497, με παραπομπές στη θεωρία, ΕφΠειρ 768/2009 ΕΝαυτΔ 2009.456, ΜΠρΑλεξ 129/2002 ΕΕμπΔ 2002.395]. Κατά γενική αρχή του δικονομικού δικαίου, εξάλλου, ουδείς δικαιούται σε μία διαγνωστική δίκη να παρίσταται δικονομικώς ταυτόχρονα με δύο ιδιότητες, ήτοι τόσο στη θέση του ενάγοντος, όσο και στη θέση του εναγομένου, και δη είτε ως διάδικος είτε ως εκπρόσωπος διαδίκου (ΕφΑθ 260/1995 ΕλλΔνη 1997.881, ΕφΠατρ 468/1984 Δ 1984.716, ΕφΑθ 8010/1982 Δ 1983.40, ΠΠρΘεσ 19605/1995 Αρμ 1996.872, ΠΠρΑΘ 341/1990 ΑρχΝ 1991.744). Η εν λόγω αρχή έχει ως έρεισμά της τον προφανή κίνδυνο για τα συμφέροντα του εκπροσωπούμενου από το ανωτέρω πρόσωπο διαδίκου, ήτοι την ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ εκπροσωπούμενου νομικού προσώπου και εκπροσωπούντος αυτό φυσικού ή νομικού προσώπου, που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο διεξαγωγής μίας δίκης – παρωδίας. Όπως και στην περίπτωση του ανηλίκου, άλλωστε, όπου διάδικος τυγχάνει ο ανήλικος και όχι οι εκπροσωπούντες αυτόν γονείς του, έτσι και στην περίπτωση εναγόμενου (ή ενάγοντος) νομικού προσώπου, διάδικος στη δίκη τυγχάνει το νομικό πρόσωπο και όχι ο νόμιμος αντιπρόσωπός του. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, μάλιστα, ο νομοθέτης διέβλεψε την πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων σε δίκες διεξαγόμενες μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και του αντιπροσώπου (βλ. ειδικώς στην περίπτωση του ανηλίκου τις διατάξεις των άρθρων 1517 και 1628 ΑΚ) και χάριν προστασίας των συμφερόντων του αντιπροσωπευόμενου προέβλεψε τον διορισμό προσωρινού ή ειδικού εκπροσώπου για τη διεξαγωγή και μόνο της συγκεκριμένης δίκης. Σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται αναμφίβολα στις περιπτώσεις, που ο νόμος απαγορεύει τη συμμετοχή ενός προσώπου στη λήψη μίας απόφασης, ως ιδία στις προβλεπόμενες από τα άρθρα 66 και 235 ΑΚ περιπτώσεις (βλ. ΕφΑθ 2097/1996 ΔΕΕ 1997.289). Ορθότερα, όμως, σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται και σε κάθε περίπτωση, που τα πρόσωπα που ασκούν διοίκηση έχουν δικό τους ατομικό συμφέρον αντίθετο προς αυτό του νομικού προσώπου και, συνεπώς, κωλύονται να το αντιπροσωπεύουν, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει στην πραγματικότητα ενεργή υπέρ των συμφερόντων του νομικού προσώπου διοίκηση και να ανακύπτει ανάγκη προσωρινής αναπλήρωσης κατ’ άρθρο 69 ΑΚ έως τη λήξη του κωλύματος (ΑΠ 538/1998 ΕλλΔνη 1998.1606, ΑΠ 236/1990 ΕλλΔνη 1990.1453, ΕφΠατρ 178/2011 ΑχαΝομ 2012.321, ΕφΑθ 2553/2004 ΕΕμπΔ 2005.67 με παρατ. Λιάππη, ΕφΘεσ 919/2004 Αρμ 2004.1430 με παρατ. Μπεχλιβάνη). Σε αντίθεση με την περίπτωση της έλλειψης διοίκησης, άλλωστε, όπου ο νομοθέτης χορηγεί πλέον πληθώρα εναλλακτικών επιλογών στους μετόχους, πριν την καταφυγή στο άρθρο 69 του ΑΚ ως ultimum refugium (βλ. ιδία άρθρο 18 παρ. 7-9 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει μετά τον ν. 3604/2007), η ίδια η φύση της σύγκρουσης συμφερόντων και η σύμφυτη με αυτή παραβίαση της υποχρέωσης πίστης καταλείπει σαφώς μικρότερα περιθώρια ανάλογων ελιγμών στον νομοθέτη και δευτερευόντως στους μετόχους. Εξάλλου, επί εγέρσεως αγωγής από μέλος της διοίκησης του νομικού προσώπου σε βάρος του εκπροσωπούμενου από το ίδιο μέλος νομικού προσώπου, η δικονομική θέση του μέλους της διοίκησης ως ενάγοντος και η ανοιγόμενη μέσω της άσκησης της αγωγής αντιδικία είναι δηλωτική ιδίου ατομικού συμφέροντος του ως άνω προσώπου και δη αντίθετου προς αυτό του νομικού προσώπου. Περαιτέρω, όταν η σύγκρουση συμφερόντων ανακύπτει ειδικά λόγω της διεξαγωγής δίκης μεταξύ νομικού προσώπου και μέλους της διοίκησής του, αντί διορισμού προσωρινής διοίκησης, κατ’ άρθρο 69 ΑΚ, μπορεί να χωρήσει διορισμός ειδικού εκπροσώπου προς έγερση της αγωγής ή προς διεξαγωγή της εκκρεμούς δίκης (βλ. ΜΠρΣύρ 252/1978 ΕΝαυτΔ 1979.81 για τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου προς έγερση αγωγής στην περίπτωση που πρόκειται ν’ ασκηθεί αξίωση της εταιρίας κατά μέλους ή μελών του διοικητικού συμβουλίου αυτής). Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δεσμευτικό για το δικαστήριο να διορίσει προσωρινώς διοίκηση αποτελούμενη από τον ίδιο αριθμό μελών, όπως η αιρετή, δυναμένου του τελευταίου να ορίσει και μικρότερο αριθμό μελών (βλ. Κρητικό σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τ. ΙΑ, β΄ έκδ., 2016, υπό το άρθρο 69, στον αρ. περ. 31). Το δικαστήριο καθορίζει την έκταση της εξουσίας της προσωρινής διοίκησης – ειδικού εκπροσώπου της εταιρίας, η δε εξουσία του τελευταίου εξαντλείται στο συγκεκριμένο ζήτημα (π.χ. διεξαγωγή δίκης μεταξύ του νομικού προσώπου και του μέλους του – βλ. αντί άλλων Δέλλιο σε ΣΕΑΚ, επιμ. Απ. Γεωργιάδη, υπό το άρθρο 69, στους αρ. περ. 15 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές). Για όλα τα υπόλοιπα θέματα αρμόδια παραμένει η παράλληλα υφιστάμενη τακτική διοίκηση, με τη συμμετοχή και εκείνων που δεν συμμετέχουν π.χ. στην προσωρινή διοίκηση λόγω του κωλύματος. Στο μέτρο που εφαρμόζεται η γενική διάταξη του άρθρου 69 του ΑΚ και όχι ειδικότερη διάταξη, όπως αυτή του άρθρου 35α παρ. 3 του κ.ν. 2190/1920, αρμόδιο δικαστήριο για τον διορισμό της προσωρινής διοίκησης ή του ειδικού εκπροσώπου τυγχάνει το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας, που έχει την έδρα του το νομικό πρόσωπο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (ΟλΑΠ 18/2001 ΕΕμπΔ 2002.74, ΑΠ 765/2005 ΕλλΔνη 2005.1113, ΕφΑθ 4505/2004 ΔΕΕ 2004.1010, ΠΠρΘεσ 2726/2017 ΕπισκΕΔ 2017.328). Πρέπει να σημειωθεί ότι για τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου δεν απαιτείται εκ του νόμου η προηγούμενη λήψη σχετικής απόφασης από τη γενική συνέλευση (πρβλ. ΜΠρΠειρ 2069/2005 ΕΕμπΔ 2005.731, ΠΠρΘεσ 19605/1995 ό.π., ΜΠρΘεσ 6890/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ότι ο διορισμένος ειδικός εκπρόσωπος δεν ασκεί διοίκηση της εταιρίας, αλλά απλώς κατά παραγκωνισμό του Δ.Σ. αυτής την εκπροσωπεί στη συγκεκριμένη πράξη (βλ. Δημ. Μακρή, Η εκούσια δικαιοδοσία, 2004, σελ. 164 παρ. 216). Τέλος, από τον συνδυασμό των άρθρων 64 παρ. 2, 67 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η διαδικαστική προϋπόθεση της νόμιμης εκπροσώπησης των διαδίκων ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, όταν δε τίθεται, μεταξύ άλλων, ζήτημα αναφορικά με τη νόμιμη εκπροσώπηση ενός διαδίκου, το δικαστήριο αναβάλλει την πρόοδο της δίκης και ορίζει προθεσμία για τη συμπλήρωση των ελλείψεων. Η συμπλήρωση των ελλείψεων αυτών έχει αναδρομικά αποτελέσματα, αφού ισχυροποιούνται αναδρομικά οι εν τω μεταξύ επιχειρηθείσες διαδικαστικές πράξεις [ΕφΘεσ 2400/1998 ΕλλΔνη 1998.1360· Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι (2012), 67 αριθ. 7].

Στην προκειμένη περίπτωση, οι αιτούντες, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, η μεν πρώτη ως νόμιμα συσταθείσα ναυτική εταιρία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, οι δε δεύτερος και τρίτος ως μέτοχοι και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου και του αιτήματος αυτής, ζητούν να διορισθεί από το Δικαστήριο τούτο ειδικός εκπρόσωπος της πρώτης εξ αυτών, προτείνοντας τον …, προκειμένου να την εκπροσωπήσει στη διαδικασία έκδοσης σε βάρος της ως άνω ναυτικής εταιρίας διαταγής πληρωμής κατόπιν κατάθεσης της από 15.4.2018 αίτησης της …, επίσης μετόχου και τρίτου μέλους του Δ.Σ. αυτής, επί της οποίας ήδη εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, καθώς και στη δίκη που θα ανοιγεί ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου με την άσκηση ανακοπής της πρώτης αιτούσας προς ακύρωση της εν λόγω διαταγής πληρωμής και της κάτωθι αυτής επιταγής προς πληρωμή, σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ενόψει της υφιστάμενης μεταξύ τους σύγκρουσης συμφερόντων. Με το περιεχόμενο και αίτημα αυτό η αίτηση παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου τούτου κατά την εκουσία δικαιοδοσία (άρθρα 68, 739, 740 παρ. 1, 786 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση με το ν. 4335/2015, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1β,3 ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και είναι νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 69 ΑΚ και 786 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζητήσεως τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 748 του ΚΠολΔ προδικασία με την επίδοση αντιγράφου της κρινόμενης αιτήσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης, στην πρώτη αιτούσα, νομίμως εκπροσωπούμενη, στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά (βλ. την υπ’ αριθ. …/7.5.2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …), καθώς και στον προτεινόμενο ειδικό εκπρόσωπο … [βλ. την υπ’ αριθ. …/7.5.2018 (εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται στη χρονολογία επίδοσης το έτος 2017) έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Δωδεκανήσου …], ο οποίος δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση, το Δικαστήριο, ωστόσο, προχωρεί στην εξέταση της υποθέσεως σαν να ήταν και αυτός παρών. Τέλος, κλητεύθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 786 παρ. 2 ΚΠολΔ, το μέλος της διοίκησης …, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/29.5.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Θράκης Παρασκευής Σικλαφίδου.

Κατά το άρθρο 752 ΚΠολΔ, με το οποίο καθορίζεται κατά διαφορετικό από το άρθρο 81 του ίδιου Κώδικα τρόπο η άσκηση των παρεμβάσεων σε δίκες εκούσιας δικαιοδοσίας, η κύρια παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο και εφαρμόζονται γι’ αυτήν οι διατάξεις των άρθρων 747, 748 και 751 του ίδιου Κώδικα, κατά τα οποία η κατάθεση του δικογράφου πρέπει να γίνεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, ενώ η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς προδικασία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, η κυρία παρέμβαση του τρίτου, που προσέρχεται και μετέχει στη δίκη, ασκείται πάντα με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται, διαφορετικά είναι απαράδεκτη, ελλείψει προδικασίας. Εξάλλου οι προσδιορίζουσες την έννοια των κυρίας και πρόσθετης παρεμβάσεων διατάξεις των άρθρων 79 και 80 του ΚΠολΔ, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς τη φύση και το σύνολο των διατάξεων της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατά την οποία, κατά κανόνα, δεν υπάρχει αντιδικία, αν ο παρεμβαίνων υποστηρίζει την αίτηση, η παρέμβαση είναι πρόσθετη, ενώ αν αντιδικεί, ζητώντας είτε την απόρριψη της αίτησης είτε την παραδοχή δικού του αιτήματος, η παρέμβαση είναι κύρια (ΑΠ 1076/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 9/2017 ΕλλΔνη 2017.499, ΕφΑθ 4238/2010 ΔΕΕ 2011.312). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, η … του …, επικαλούμενη έννομο συμφέρον ως μέτοχος της πρώτης αιτούσας ναυτικής εταιρίας και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, εκπροσωπούμενη από την αναφερόμενη στα εισαγωγικά της παρούσας πληρεξούσια δικηγόρο της άσκησε με δήλωση στο ακροατήριο «αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση» κατά των αιτούντων, με αίτημα την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης και την καταδίκη των αιτούντων στη δικαστική δαπάνη της. Πλην όμως, η ως άνω «αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση», με την οποία η ως άνω … αντιδικεί με τους αιτούντες ζητώντας την απόρριψη της αίτησης, εκτιμάται ως κύρια παρέμβαση, σύμφωνα με τη μείζονα πρόταση της παρούσας και, ως τέτοια, ασκηθείσα με τις προτάσεις και όχι με εισαγωγικό δικόγραφο είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει προδικασίας (άρθρο 752 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζονται, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 14.7.2004 σύμβασης, συνεστήθη ναυτική εταιρία σύμφωνα με το ν. 959/1979, με την επωνυμία «…», έδρα τον … δήμου … και σκοπό την κυριότητα, εκμετάλλευση ή διαχείριση ιδιόκτητων ελληνικών εμπορικών πλοίων και την απόκτηση μετοχών άλλων ναυτικών εταιριών με τον ίδιο σκοπό. Η διάρκεια της εταιρίας ορίστηκε έως τις 31.12.2014 και το εταιρικό κεφάλαιο ορίστηκε στο ποσό των 400.000 ευρώ, διαιρούμενο σε τετρακόσιες (400) ονομαστικές μετοχές αξίας εκάστης 1.000 ευρώ. Ο μέτοχος … κατέβαλε το ποσό των 134.000 ευρώ και ανέλαβε 134 μετοχές, ο μέτοχος … κατέβαλε το ποσό των 133.000 ευρώ και ανέλαβε 133 μετοχές και ο μέτοχος … κατέβαλε το ποσό των 133.000 ευρώ και ανέλαβε 133 μετοχές. Τέλος, συμφωνήθηκε η εταιρία να διοικείται και εκπροσωπείται από τριμελές Διοικητικό Συμβούλιο με τριετή θητεία, η οποία, σε περίπτωση λήξης της θητείας και μη εκλογής νέου Δ.Σ., παρατείνεται αυτοδίκαια μέχρι να εκλεγεί νέο, καθώς και να εκπροσωπεί και δεσμεύει την εταιρία διά μόνης της υπογραφής του ο Πρόεδρος του Δ.Σ. αυτής …. Αντίγραφο της ως άνω σύμβασης σύστασης ναυτικής εταιρίας κατατέθηκε στις 18.8.2004 και καταχωρήθηκε αυθημερόν με αύξοντα αριθμό 3736 στο τηρούμενο στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας (ήδη Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής) Μητρώο Ναυτικών Εταιριών. Η διάρκεια της εν λόγω ναυτικής εταιρίας, όπως μετονομάσθηκε σε «…» έχει παραταθεί μέχρι τις 31.12.2024 (βλ. την υπ’ αριθ. Α.Π. …/ 10.5.2018 βεβαίωση της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιριών του Υ.ΝΑ.Ν.Π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα από 29.7.2014 Πρακτικά Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων και Συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου, στα γραφεία της εταιρίας στο … …, τα οποία κατατέθηκαν στην ως άνω Υπηρεσία και καταχωρίστηκαν στις 18.9.2014, ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ορίστηκαν οι … του …, Πρόεδρος Δ.Σ., …, Αντιπρόεδρος Δ.Σ. και … του …, Γραμματέας Δ.Σ., την εταιρία δε ορίστηκε να εκπροσωπεί ο …. Στις 30.7.2014, κατόπιν συνεδρίασης του Δ.Σ., αποφασίστηκε ομόφωνα η παραχώρηση από τον … των αρμοδιοτήτων του ως νομίμου εκπροσώπου της ναυτικής εταιρίας «…» στην ως άνω …, λόγω ναυτολόγησής του σε ποντοπόρο πλοίο και απουσίας του επί μακρόν από την Ελλάδα, ενώ στις 14.9.2015, δυνάμει των υπ’ αριθ. … ειδικών πληρεξουσίων της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Νάκου, ο … διόρισε ειδική πληρεξούσια, αντιπρόσωπο και αντίκλητο της ναυτικής εταιρίας την …, παρέχοντάς της εντολή να προβαίνει στις αναφερόμενες στο εν λόγω πληρεξούσιο ενέργειες εκπροσώπησης και δέσμευσης της εταιρίας. Τέλος, με την από 7.7.2016 εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε στην Υπηρεσία Μητρώου Ναυτικών Εταιριών στις 13.7.2016, ο ανωτέρω νόμιμος εκπρόσωπος της ναυτικής εταιρίας … δήλωσε ότι παραιτείται από τη θέση του αυτή, χωρίς, όμως, έκτοτε να έχει κατατεθεί προς καταχώρηση στην Υπηρεσία οιοδήποτε πρακτικό συνεδρίασης οργάνων της εταιρίας για την αντικατάστασή του. Η ως άνω … με την από 15.4.2018 αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης ζήτησε την έκδοση σε βάρος της ήδη πρώτης αιτούσας ναυτικής εταιρίας διαταγής πληρωμής ποσού 149.805,40 ευρώ, επικαλούμενη το από 5.7.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, υπογεγραμμένο από το νόμιμο εκπρόσωπο της ναυτικής εταιρίας …, και τη συνημμένη σ’ αυτό αναλυτική κατάσταση χρεών, με την οποία η εν λόγω ναυτική εταιρία αναγνώριζε την ύπαρξη οφειλής της προς την … για το προαναφερθέν συνολικό ποσό, το οποίο ορίστηκε καταβλητέο στις 31.12.2016. Γενομένης δεκτής της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ../2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης με την οποία η ήδη πρώτη αιτούσα διατάχθηκε να καταβάλει το ως άνω ποσό πλέον τόκων και εξόδων, αντίγραφο δε αυτής με επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στη ναυτική εταιρία στις 23.4.2018. Κατ’ αυτής η ναυτική εταιρία είχε τη δυνατότητα ν’ ασκήσει ανακοπή εντός προθεσμίας 15 εργασίμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής, την οποία και άσκησε σε χρόνο προγενέστερο της συζήτησης της αίτησης (βλ. σχετ. την από 9.5.2018 υπ’ αριθ. έκθ. καταθ. 493/Ειδ.Μον./111/2018  ανακοπή, που επιδόθηκε στην … στις 15.5.2018). Βάσει των ανωτέρω, υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του νομικού προσώπου «…» και της …. Επομένως, αφού απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει προδικασίας, η κύρια παρέμβαση, την οποία άσκησε, χαρακτηρίζοντας αυτήν εσφαλμένως ως «αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση» η … του …, προφορικώς με δήλωση στο ακροατήριο της πληρεξουσίας δικηγόρου της, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη, καθόσον συντρέχει νόμιμη περίπτωση να διορισθεί ειδικός εκπρόσωπος της «…», προκειμένου να την εκπροσωπήσει τόσο στη διαδικασία έκδοσης σε βάρος της διαταγής πληρωμής κατόπιν κατάθεσης της από 15.4.2018 αίτησης της …, επί της οποίας ήδη εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …./2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, ισχυροποιώντας αναδρομικά τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας απόφασης, καθώς και στη δίκη που θα ανοιγεί ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου με την άσκηση ανακοπής της πρώτης αιτούσας προς ακύρωση της εν λόγω διαταγής πληρωμής και της κάτωθι αυτής επιταγής προς πληρωμή, σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Επομένως, δικαιολογείται το έννομο συμφέρον των αιτούντων για διορισμό ειδικού εκπροσώπου της προαναφερθείσας ναυτικής εταιρίας, η εξουσία του οποίου θα είναι περιορισμένη, ειδικότερα δε θα αφορά μόνο στην έκδοση διαταγής πληρωμής και τη διεξαγωγή της δίκης ανακοπής κατ’ αυτής, ενώ η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου της, ως προς όλα τα υπόλοιπα θέματα, θα παραμείνει άθικτη. Περαιτέρω ως ειδικός εκπρόσωπος της «…» θα οριστεί ο προτεινόμενος από τους αιτούντες … του …, κάτοικος …, με ΑΦΜ … – ΔΟΥ …-…, ο οποίος διαθέτει την απαιτουμένη πείρα και κατάρτιση, ως άμεσα σχετιζόμενος με τη δραστηριότητα της ως άνω ναυτικής εταιρίας, με αρμοδιότητα την εκπροσώπησή της κατά τη διαδικασία έκδοσης της υπ’ αριθ. …../2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και τη διεξαγωγή της δίκης ανακοπής κατ’ αυτής. Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν ορίζονται ελλείψει σχετικού αιτήματος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 3.5.2018 υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 4892/2093/2018 αίτηση και την κύρια («αυτοτελή πρόσθετη») παρέμβαση της ….

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ασκηθείσα προφορικώς στο ακροατήριο ως άνω κύρια («αυτοτελή πρόσθετη») παρέμβαση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ τον … του …, κάτοικο …, με ΑΦΜ … – ΔΟΥ …-Κω, ειδικό εκπρόσωπο της ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…» ν. 959/1979, που εδρεύει στη …, με ΑΦΜ …, με αποκλειστική αρμοδιότητα την εκπροσώπησή της στη διαδικασία έκδοσης σε βάρος της διαταγής πληρωμής κατόπιν κατάθεσης της από 15.4.2018 αίτησης της …, επί της οποίας ήδη εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …./2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, καθώς και στη δίκη που θα ανοιγεί ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου με την άσκηση ανακοπής της εταιρίας κατά της … προς ακύρωση της εν λόγω διαταγής πληρωμής και της κάτωθι αυτής επιταγής προς πληρωμή, σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ