ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 4341/2018
(ΓΑΚ/ΑΚ 9423/5226/2015)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου,σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 273/22.1.2018 Πράξη, και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 23 Ιανουαρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ EKKAΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, ναυτικού, κατοίκου ……, οδός …, με ΑΦΜ …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα του Μενελάου (ΑΜ/ΔΣΠ 2852 – …/22.1.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικο …, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα …, διατηρούσης γραφεία και στον …, με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Σταματελοπούλου του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΑ 30968 – …/26.1.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικο …, …
Ο εκκαλών άσκησε την από 10.11.2010 με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 5969/2010 και με Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου 166/2010αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εφεσίβλητης, ζητώντας τα σε αυτήν αναφερόμενα. Το παραπάνω Ειρηνοδικείο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων εξέδωσε τη με αριθμό 226/2014 οριστική του απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή. Κατά της παραπάνω αποφάσεως παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη από 3.9.2015 υπ’ αριθ. 170/11.9.2015 έφεσή του προς το Δικαστήριο αυτό, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου προς προσδιορισμό δικασίμου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 9423/2015 και με Αριθμό Κατάθεσης 5226/2015, προσδιορίστηκε για τις 5.4.2016, οπότε αναβλήθηκεγια την παραπάνω δικάσιμο, και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως παραπάνω αναφέρεται, ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος προκατέθεσε τις προτάσεις του με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθ. 226/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και απέρριψε την από 10.11.2010 και με αριθμό καταθέσεως 5969/166/2010 αγωγή του εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον κανείς από τους διαδίκους δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε πριν από την άσκηση της έφεσης που έγινε με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 11.9.2015 (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 499, 511, 513 παρ.1 περ.β, 516 παρ.1, 517 περ.α, 518 παρ.2, 520 παρ.1 ΚΠολΔ). Επισημαίνεται ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4055/2012, δε χρειάζεται για το παραδεκτό της η κατάθεση παραβόλου σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν. 4055/2012, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Επομένως, η έφεση νόμιμα φέρεται στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 17ΑΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο3 παρ. 3 του ν. 3994/2011, σε συνδ. με το άρθρο 51 παρ. 1γ ν.2172/1993) καιπρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την προαναφερθείσα ειδική διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. άρθρα 533 παρ. 1, 663 επ. ΚΠολΔ) και η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω ως εκ του χρόνου κατάθεσης της εφέσεως, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 2 του ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015 (πρβλ. ΕφΔωδ 38/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την προαναφερθείσα αγωγή του, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να τού καταβάλει, ως πλοιοκτήτρια του επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου “…”, το συνολικό ποσό των 7.392,89 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, οφείλει σ’ αυτόνως αμοιβή υπερωριακής εργασίας, αναλογία δώρου Πάσχα 2010, αποζημίωση απολύσεως, διαφορά πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, διαφορά επιδόματος άγονης γραμμής και αποζημίωση μη διανυκτέρευσης, λόγω της απασχολήσεώς του στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του επίκουρου κατά το χρονικό διάστημα από 11.12.2009 έως 19.3.2010, βάσει της σχετικής συμβάσεως ναυτικής εργασίας, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα απόλυσής του, άλλως από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις προτάσεις που κατέθεσε, ο ενάγων διόρθωσε την αγωγή του ως προς την ιδιότητα της εναγόμενης, της τελευταίας ευθυνόμενης όχι ως έχουσας την πλοιοκτησία, αλλά ως «έχουσας τον εφοπλισμό και τη ναύλωση» του ως άνω πλοίου. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, καθόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η προαναφερθείσα αλλαγή της ιδιότητας της εναγόμενης συνιστούσε ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη έφεσή του, για λόγους που ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως ειδικότερα εκτίθενται σ’ αυτήν, και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή του να γίνει δεκτή στο σύνολό της.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3994/2011, «είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Με τις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μην μεταβάλλεται η βάση της αγωγής». Μεταβολή της βάσεως της αγωγής, που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 του ΚΠολΔ αρχής της τηρήσεως προδικασίας, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΟλΑΠ 2/1994ΕλλΔνη 1994.352, ΑΠ 1867/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 962/2012ΕΠολΔ 2013.424, ΑΠ 389/2010ΝοΒ 2011.337, ΑΠ 391/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου,ο εννοιολογικός προσδιορισμός του αντικειμένου της πολιτικήςδίκης, δηλαδή του θέματος για το οποίο θα διεξαχθεί ο δικαστικός αγώνας και το οποίο οριοθετείται από το αγωγικό αίτημα και την ιστορική βάση ως ισοδύναμα στοιχεία, έχει πρακτική σημασία, μεταξύάλλων, και στις περιπτώσεις του απαραδέκτου της μεταβολής του αιτήματος της αγωγής (άρθρο 223 ΚΠολΔ) και της μεταβολής της βάσεως της αγωγής κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ. Ο ενάγων μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 224 εδάφ. β σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 236 τουΚΠολΔ, να διευκρινίσει, συμπληρώσει και διορθώσει με τις προτάσειςτου κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην αγωγή του, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της, με την εξειδίκευση των θεμελιωτικών της αγωγήςγεγονότων, αλλά δεν μπορεί να αναπληρώσει περιστατικά, τα οποία παρ’ όλον ότι είναι αναγκαία για τη νομική της θεμελίωση, την παραγωγή δηλαδή του αγωγικού δικαιώματος, δεν περιλαμβάνονται στην αγωγή (ΑΠ 190/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό, όχι δε συγχρόνως πλοιοκτησία και εφοπλισμό. Ο πλοιοκτήτης με την ανωτέρω έννοια ενέχεται από τις δικαιοπραξίες που επιχείρησε ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, την ίδια δε ακριβώς ευθύνη έχει και ο εφοπλιστής, αλλ’ όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά νόμο δυνατή η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη των.Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στον λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (βλ. ΑΠ 689/2013 ΕΝαυτΔ 2013.183 = ΧρΙΔ 2013.688). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για ν’ αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (βλ. ΑΠ 776/2010 ΕΝαυτΔ 2011.314, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝαυτΔ 2012.269 = ΕΕμπΔ 2013.411, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478· βλ. και Ιω. Ρόκα / Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ. 71 §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση in remscriptae που έχει ενοχική φύση). Τέλος,για το ορισμένο αγωγής, κατά το μέρος της το επιστηρίζον το αίτημα για τη διεκδίκηση επιδόματος δημόσιας υπηρεσίας εκ μέρους του ενάγοντος,δεν είναι αναγκαία η παράθεση του νομικού κειμένου με το οποίο η σχετική ακτοπλοϊκή γραμμή χαρακτηρίζεται ως άγονη και τούτο διότι το περιστατικό πρέπει να είναι γνωστό στο δικαστήριο, ενώ η κατάρτιση συγκεκριμένης συμβάσεως για την εξυπηρέτηση της γραμμής αυτής συνιστά γεγονός δυνάμενο να προκύψει από τις αποδείξεις. Έτσι απαραίτητο περιστατικό προς παράθεση στην αγωγή είναι μόνο αυτό της καταρτίσεως συμβάσεως για την εξυπηρέτηση της σχετικής γραμμής (άρθρα 216 παρ. 1 στοιχ. α΄, 591 παρ. 1 εδάφ. α΄ΚΠολΔ, 7 παρ. 1 της από 3.7.2009 ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων) (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 520/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)· δεν απαιτείται, όμως, περαιτέρω αναφορά στα δρομολόγια του πλοίου για τα οποία είχε υπογραφεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας ούτε ειδικότερος προσδιορισμός των λιμανιών που είχαν χαρακτηρισθεί ως άγονης γραμμής, καθόσον τα στοιχεία αυτά θα προκύψουν από τις αποδείξεις (ΕφΠειρ 842/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της ιστορικής βάσης της, ενώ επρόκειτο για παραδεκτή διόρθωση της ιδιότητας της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης από πλοιοκτήτρια σε εφοπλίστρια. Από την επισκόπηση του δικογράφου της ως άνω αγωγής προκύπτει ότι αναφέρονται επαρκώς σ’ αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το νόμο για να στοιχειοθετήσουν την ευθύνη της εναγόμενης ως εργοδότριας του ενάγοντος, η ιδιότητά της δε ως πλοιοκτήτριας ή εφοπλίστριας δεν μεταβάλλει την ευθύνη της εκ της συμβάσεως εργασίας, πολλώ μάλλον που η πλοιοκτησία, ως έννοια, περιέχει και τον εφοπλισμό του εκάστοτε πλοίου, κατά τα αναλυτικά εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση. Η ιδιότητα της εναγόμενης ως αντισυμβαλλόμενης του ενάγοντος στην ένδικη σύμβαση εργασίας αρκεί για την πληρότητα της αγωγής, η ειδικότερη δε ιδιότητα αυτής ως πλοιοκτήτριας ή εφοπλίστριας αποτελεί στοιχείο που θα προκύψει από τις αποδείξεις. Επομένως, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, δεν υπήρξε ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αλλά παραδεκτή διόρθωση των αγωγικών ισχυρισμών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι απαράδεκτη, λόγω μη τήρησης της προδικασίας που είχε ως συνέπεια (μεταξύ άλλων) και τον αιφνιδιασμό της εναγόμενης, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά τον σχετικό βάσιμο λόγο της εφέσεως. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως και κατ’ ουσία βάσιμη, εν συνεχεία να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να κρατηθεί η ένδικη αγωγή στο Δικαστήριο αυτό, στο οποίο αρμοδίως (άρθρα 14 παρ. 1, 16, 17Α, 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ, 51 Ν. 2172/1993) και εν γένει παραδεκτώς εισήχθη κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ σε συνδ. με 82 ΚΙΝΔ, για να δικασθεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), μη απαιτούμενου δικαστικού ενσήμου για το αντικείμενό της, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ δεν απαιτείται στις εργατικές διαφορές η καταβολή δικαστικού ενσήμου για το μέχρι του ποσού της εκάστοτε καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου αίτημα της αγωγής. Η αγωγή είναι ορισμένη κατά την κύρια βάση της, πλην του κονδυλίου διαφοράς επιδόματος άγονης γραμμής, το οποίο τυγχάνει αόριστο και απορριπτέο, κατά τον βάσιμο περί τούτου ισχυρισμό της εναγόμενης, καθόσον δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο γεγονός της καταρτίσεως συμβάσεως δημόσιας υπηρεσίας, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση. Εξάλλου, ως προς το σωρευόμενο στο αγωγικό δικόγραφο αίτημα του ενάγοντος περί καταβολής της κατ’ άρθρο 33 της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ πρόσθετης αμοιβής, επικαλούμενος ειδικότερα ότι κατά το χρονικό διάστημα ναυτολογήσεώς του κατά το έτος 2010, οπότε εκτελέστηκαν οι πλόες που αναλυτικά εκεί μνημονεύονται, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται αναχώρησή του από τον λιμένα του Πειραιώς σε χρονικό σημείο απέχον λιγότερο από έξι (6) ώρες από την προηγούμενη άφιξή του σ’ αυτόν, το πλοίο «…» πραγματοποίησε 4,61 εξπρές δρομολόγια, τα οποία η εναγομένη αναγνώρισε και καταχώρησε στους λογαριασμούς της μισθοδοσίας του, πρέπει να σημειωθούν τα εξής:Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 παραγρ. 1, 3, 4 και 7 της ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2009, δρομολόγια ΕΞΠΡΕΣ θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωση πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Τα δρομολόγια αυτά, σε αντίθεση με εκείνα που προβλέπονται από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ που είναι ειδική εν σχέσει προς την ως άνω διάταξη της παραγράφου 3 που είναι γενική, αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, γι’ αυτό και προβλέπεται πρόσθετη αμοιβή για όλα τα ΕΞΠΡΕΣ δρομολόγια. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι της αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρα δεν είναι η ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για τον χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσήτου (βλ. ΕφΠειρ 111/2007 ΕΝαυτΔ 2007.406, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝαυτΔ 2003.124). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται με τον αριθμό 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα υπολογιζόμενη εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδίου (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα προορισμού και επιστροφής στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών με το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ενδιαφερομένου, το 1/2 του ποσού αυτού αν η διάρκεια αυτή είναι από 6 έως 12 ώρες και το 1/4 αυτού αν η εν λόγω διάρκεια είναι μικρότερη από 6 ώρες. Αντίθετα κατά τη διάταξη της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου της ως άνω ΣΣΝΕ, που ως προελέχθη είναι ειδικότερη της διάταξης της παραγράφου 3 με αποτέλεσμα να κατισχύει της παραγράφου αυτής, στις περιπτώσεις επιβατηγών ακτοπλοϊκών που έχουν τακτικές σε καθημερινή βάση αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, δηλαδή αναχωρήσεις τουλάχιστον τις έξι ημέρες της εβδομάδας, προβλέπεται ειδικός τρόπος υπολογισμού της πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση των δρομολογίων αυτών, ο οποίος συνίσταται στο ότι ο αριθμός των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται αυτή ισούται με τον αριθμό των πέρα των πέντε πραγματοποιούμενων δρομολογίων εβδομαδιαίως. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινώς περισσότερα από πέντε (τουλάχιστον έξι) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας έξι ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παράγραφο 4 αλλά όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 του εν λόγω άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ. Η αμοιβή αυτή, κατά την παράγραφο 7 του ως άνω άρθρου των εν λόγω ΣΣΝΕ, του πλοιάρχου και του πληρώματος του ακτοπλοϊκού πλοίου, υπολογίζεται ως εξής: α) εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδίου (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και επιστροφή στο λιμάνι αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο πέραν των πέντε εβδομαδιαίως. Δηλαδή εάν εκτελεσθούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα η πρόσθετη αμοιβή θα ανερχόταν στο 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών ενώ αν εκτελεσθούν 7 τακτικά δρομολόγια η αμοιβή θα ανερχόταν στα 2/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών, β) αν είναι μικρότερη των 12 ωρών η διάρκεια του κυκλικού ταξιδίου η αμοιβή είναι ίση με το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως προηγούμενης αμοιβής (βλ. ΕφΠειρ 111/2007 ό.π., ΕφΠειρ 1/2003 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας «πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο». Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 «Περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως» (ΦΕΚ Α 359/3.12.1974), στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως «το κατά ημέραν και ώρανιδιαίτερονταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής», ο δε λιμένας αφετηρίας ως «ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του» (ΜονΕφΠειρ 620/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για δε το ορισμένο της αγωγής με την οποία διώκεται η καταβολή της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, απαιτείται η μνεία των κυκλικών πλόων που εκτελούσε το πλοίο σε εβδομαδιαία βάση και των τακτικών καθημερινών αναχωρήσεών του ή της λειτουργίας του ως ημερόπλοιου (ΜονΕφΠειρ 17/2013 ΠειρΝομ 2013.167), ενώ ακόμη και όταν η αγωγική αυτή αξίωση στηρίζεται στον εσφαλμένο υπολογισμό του συνόλου των κατά μήνα καταβλητέων αποδοχών του ενάγοντος και όχι στον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία έπρεπε να καταβληθεί η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, πρέπει, πάντως, ο αριθμός αυτός να προσδιορίζεται κατά εβδομάδα, μήνα και συνολικά ανά έτος (ΜονΕφΠειρ 376/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, ο ενάγων με τις προτάσεις του διευκρίνισε, παραδεκτώς κατ’ άρθρο 224 εδαφ. β ΚΠολΔ, ότι το συγκεκριμένο αίτημά του στηριζόταν στην αναγνώριση εκ μέρους της εναγόμενης της οφειλής της από την εκτέλεση εξπρές δρομολογίων και υποστήριξε ότι για το λόγο αυτό δεν ήταν απαραίτητη η αναφορά «των εκτελεσθέντων δρομολογίων του πλοίου ανά εβδομάδα ούτε των ωρών αφιξοαναχωρήσεων», τα οποία σε κάθε περίπτωση ανέφερε αναλυτικά, καθώς και ότι η ένδικη διαφορά ανέκυψε μόνον από το λανθασμένο υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής του. Η εναγόμενη με τις δικές της προτάσεις αμφισβήτησε την εκτέλεση εξπρές δρομολογίων και, προσθέτως, υποστήριξε ότι δεν διευκρινίζεται στην αγωγή αν πρόκειται για εξπρές δρομολόγια κατά τις διατάξεις των παρ. 3-4 του ως άνω άρθρου 33 της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ ή κατά τις διατάξεις της παρ. 5. Το συγκεκριμένο αίτημα, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, στηρίζεται σε δύο κύριες (επάλληλες) βάσεις, ήτοι σε αυτή του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ και σε αυτή της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, ως προς δε τη βάση της κατά την οποία το δικαίωμα του ενάγοντος στη λήψη της επίμαχης πρόσθετης αμοιβής στηρίζεται στο νόμο η αγωγή είναι αντιφατική και, επομένως, αόριστη, κατά τούτο δε και απορριπτέα. Το απαράδεκτο εν προκειμένω έγκειται στην ταυτόχρονη επίκληση: α)της εκτέλεσης λιγότερων των πέντε (5) εβδομαδιαίως δρομολογίων εξπρές, που προϋποθέτουν πρόωρη αναχώρηση και β)του πίνακα των εκτελεσθέντων αυτών δρομολογίων, από την παράθεση του οποίου στο αγωγικό δικόγραφο δεν προκύπτει καμία πρόωρη αναχώρησή του από τον λιμένα της αφετηρίας του (πρβλ. ΜονΕφΠειρ 376/2016 ό.π.). Κατά τα λοιπά η αγωγή είναι ορισμένη κατά την κύρια βάση τηςκαι νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 επ. ΚΙΝΔ, 648 επ., 361, 341, 345, 346 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2009, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.5/01/2009 Απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, τη διάταξη του άρθρου μόνου της ΥΑ 70.109/8008 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας της 14.12.81/7.1.82 περί των «προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς».Η βάση, όμως, της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία σωρεύεταικατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση εργασίας, τυγχάνει αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον δεν γίνεται ούτε απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 43/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
- IV. Α. Με τα άρθρα 6, 11, 12 παρ. 1, 13 παρ. 1, 2 & 5 και 18 παρ. 1 της ΥΑ 3525.5/01/2009 (ΦΕΚ Β΄1928/2009) για την «Κύρωση της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων» ορίζονται τα ακόλουθα: «… Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, δια τας μέχρι του οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσης Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι η αμοιβή αυτή θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας … Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η παρούσα Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία τους κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι 22.00 ώρας με μία διακοπή …. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά τον βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακής αμοιβής του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25% … Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από τηνπαράγρ. 1 του παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές, εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… Διευκρινίζεται ότι οι Κυριακές αμείβονται με το 22% που προβλέπει το άρθρον 6 της Συλλογικής Σύμβασης. Εάν όμως μία των ανωτέρω θρησκευτικών εορτών συμπέσει Κυριακή, εκτός του 22% ο ναυτικός εργαζόμενος θα αμείβεται και υπερωριακώς…». Πρέπει να σημειωθεί ότι αναλόγου περιεχομένου διατάξεις και υπό την αυτή αρίθμηση ως προς τα πιο πάνω ζητήματα περιλαμβάνονται στην ΥΑ 3525.1.5.1/01/2011 (ΦΕΚ Β΄760/6.5.2011) για την «Κύρωση της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων» για το έτος 2010. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω ΥΑ 3525.5/01/2009 πίνακα αμοιβών από 1.1.2009 – 31.12.2009, ορίστηκαν, προκειμένου περί επίκουρου, τα ακόλουθα: 1) Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 1 της ΥΑ βασικός μηνιαίος μισθός για μεν μισθό ενεργείας σε 905,59 ευρώ, για δε το επίδομα Κυριακής αργίας σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας σε 199,23 ευρώ και συνολικά σε 1.104,82 ευρώ. 2) Η υπερωριακή αμοιβή κατά βαθμό, ειδικότητα και ωρομίσθιο του άρθρου 13 παρ. 6 της παραπάνω ΥΑ: α) ανά ώρα υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας σε 5,24 ευρώ, β) προσαυξημένη κατά 25% για πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία σε 6,55 ευρώ και γ) προσαυξημένη κατά 50% για όλες της ώρες υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και αργίες σε 7,86 ευρώ. B. Με το άρθρο 14 της πιο πάνω ΥΑ ορίστηκε ότι «1. Στα πληρώματα των πλοίων …καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός 15 ημερών επ’ ευκαιρία των εορτών του Πάσχα. 2. Τα δώρα εορτών υπολογίζονται επί των καταβαλλομένων παγίων και σταθερών αποδοχών, ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων, περιλαμβανομένων και των υπερωριών. 3. Κατά την απόλυσή του ο Ναυτικός δικαιούται και την καταβολή της αναλογίας του Δώρου Εορτών». Από τον συνδυασμό της προαναφερθείσας διάταξης με εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της υπ’ αριθ. 70.109/8008/82 ΥΑ (Εμπορικής Ναυτιλίας) «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7 Ιανουαρίου 1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, προς υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντιστοίχως και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές (ΕφΠειρ 568/2009ΕΝαυτΔ 2009.267, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009.102), μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, λαμβανομένου άρα υπόψη και του ημερήσιου αντίτιμου τροφής προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝαυτΔ 2009.273). Αντιθέτως, δεν είναι συνυπολογιστέα η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, μη καταβαλλόμενη σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΕφΠειρ 177/2012 ΠειρΝομ 2012.354), καθώς και το επίδομα ιματισμού, εάν η στολή παρέχεται από τον πλοιοκτήτη και δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 5 της ως άνω ΣΣΝΕ, η κύρια και βασική αιτία χορήγησής του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου και, συνεπώς, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 774/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 226/2003 ΕΕργΔ 2004.790, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 434/2013 ΕΝαυτΔ 2013.204, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011.262, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009.102).Γ. Σύμφωνα με το άρθρο 72 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολογήσεως μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, ο οποίος δεν υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 2 εδ. β ΚΙΝΔ, στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Σύμφωνα δε με το άρθρο 76 εδ. α ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δεκαπέντε (15) ημερών. Η κατ’ άρθρο 75 παρ. 2 ΚΙΝΔ προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ, τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝαυτΔ 2006.355).Δ. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στον ναυτικό για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή το 1/22 του μισθού ενεργείας (ΕφΠειρ 739/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
- V. Από τις νομοτύπως ληφθείσες με επιμέλεια του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, και της εναγόμενης, ήδη εφεσίβλητης, αντίστοιχα, κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 82 ΚΙΝΔ, υπ’ αριθ. …/25.10.2013 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά (βλ. τις υπ’ αριθ. …/23.10.2013 και …/24.10.2013 εκθέσεις επιδόσεως των αρμόδιων δικαστικών επιμελητών του Πρωτοδικείου Αθηνών … αντίστοιχα), καθώς και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο ενάγων και ήδη εκκαλών προσλήφθηκε από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη εταιρία με την επωνυμία «…», με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά στις 11.12.2009, ναυτολογήθηκε δε από τον πλοίαρχο, κατ’ άρθρ. 53 και 54 ΚΙΝΔ, με την ειδικότητα του επίκουρου, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό -οχηματαγωγό πλοίο με το όνομα «…», νηολογίου …, με αριθ. ., ολικής χωρητικότητας 7.505 κόρων, κυριότητας της (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) εταιρίας με την επωνυμία «…», του οποίου τον εφοπλισμό ασκούσε η εναγόμενη (βλ. το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την εναγόμενη έγγραφο εθνικότητας), αντί του προβλεπόμενου από τη ΣΣΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών-Επιβατηγών Πλοίων έτους 2009, την οποία επικαλείται και με την αγωγή του, υπολογίζοντας βάσει αυτής τα αιτούμενα κονδύλια, μηνιαίου μισθού. Ειδικότερα, δυνάμει της προαναφερόμενης συμβάσεως, υπηρέτησε στο εν λόγω πλοίο με την παραπάνω ειδικότητα κατά το χρονικό διάστημα από 11.12.2009, που ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, έως και 19.3.2010, οπότε η σύμβασή του λύθηκε στο ίδιο λιμάνι, «αμοιβαία συναινέσει». Όπως αποδεικνύεται από το από 6.10.2010 υπ’ αριθ. Πρωτ. …/10 έγγραφο της Διεύθυνσης Θαλάσσιων Συγκοινωνιών Τμήμα 1ο-2ο, Υπουργείου Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων & Αλιείας, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα που εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο, αυτό εκτελούσε, με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά, τα κάτωθι τακτικά δρομολόγια: (1) από 11.12.2009 μέχρι 26.1.2010, με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά (22.00 Τρίτης και 16.00 Παρασκευής) προς Πάτμο, Λειψούς, Λέρο, Κάλυμνο, Κω, Σύμη, Ρόδο, προσεγγίζοντας με αντίστροφη σειρά τα ίδια λιμάνια και επιστρέφοντας στον Πειραιά στις 17.00 της Πέμπτης και στις 11.00 της Κυριακής αντίστοιχα. (2) από 27.1.2010 μέχρι 1.3.2010 και από 2.3.2010 μέχρι 19.3.2010, με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά (22.00 Τρίτης και 17.30 Παρασκευής) προς Πάτμο, Λειψούς, Λέρο, Κάλυμνο, Κω, Σύμη, Ρόδο, προσεγγίζοντας με αντίστροφη σειρά τα ίδια λιμάνια και επιστρέφοντας στον Πειραιά στις 17.00 της Πέμπτης και στις 12.30 της Κυριακής αντίστοιχα. Πέραν των τακτικών αυτών δρομολογίων, εκτέλεσε επιπλέον κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τα κάτωθι δρομολόγια: 1. Στις 25.12.2009 και στις 5.2.2010, με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά (23.59) προς Πάτμο, Λειψούς, Λέρο, Κάλυμνο, Κω, Σύμη, Ρόδο, προσεγγίζοντας με αντίστροφη σειρά τα ίδια λιμάνια, 2. Στις 10.3.2010, με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά (10.15) προς Πάτμο, Λειψούς, Λέρο, Κάλυμνο, Κω, Σύμη, Ρόδο, προσεγγίζοντας με αντίστροφη σειρά τα ίδια λιμάνια.Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ο ενάγων, καθ’ όλο το διάστημα της υπηρεσίας του στο πλοίο, εκτελούσε καθήκοντα «νυχτοφύλακα» επίκουρου, δηλαδή χρέη προσωπικού ασφαλείας κατά τη διάρκεια της νύχτας, βοηθώντας τον νυχτερινό θαλαμηπόλο που ήταν υπεύθυνος στη ρεσεψιόν του πλοίου. Καθήκον του ήταν να βοηθάει τον νυχτερινό θαλαμηπόλο, που υποδεχόταν τους επιβάτες στα λιμάνια που προσέγγιζε το πλοίο κατά τις νυχτερινές ώρες και να εκτελεί οποιαδήποτε εντολή του δινόταν από τον «προϊστάμενό» του στη βάρδια, νυχτερινό θαλαμηπόλο. Επίσης, κατά τη διάρκεια της βάρδιάς του έπρεπε να καθαρίζει τρία (3) κοινόχρηστα WCανά δύο ώρες, εργασία που διαρκούσε περίπου μισή ώρα. Εξάλλου, ως «νυχτερινός» επίκουρος, ο ενάγων δεν εργαζόταν τις πρωινές ώρες, παρά μόνο ως βάρδια ασφαλείας στη ρεσεψιόν του πλοίου τις ημέρες που αυτό δεν εκτελούσε δρομολόγια, στην οποία εναλλάσσονταν όλοι οι θαλαμηπόλοι και επίκουροι του πλοίου, με συνέπεια ν’ αντιστοιχεί στον καθένα μία δεκάωρη βάρδια μηνιαίως. Με βάση όλα τα προεκτεθέντα και ιδίως: α) ενόψει των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, β) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο τις καθημερινές και Κυριακές, όσο και τα Σάββατα και τις αργίες, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος, δ) και τέλος, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση, ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος ήταν 10 ώρες. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την κατάθεση του ενόρκως βεβαιώσαντος μάρτυρα απόδειξης …, ο οποίος υπηρέτησε στο ένδικο πλοίο ως θαλαμηπόλος μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2009, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της ναυτολόγησης του ενάγοντος, κατέθεσε δε γενικά για τους επίκουρους στο πλοίο, ότι εργάζονταν τουλάχιστον 12 ώρες ημερησίως. Αντίθετα, σαφής ήταν η κατάθεση του ενόρκως βεβαιώσαντος μάρτυρα ανταπόδειξης …, που υπηρετούσε ως προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος στο πλοίο «…» κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ως προς τα καθήκοντα του ενάγοντος, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτός, ως επίκουρος, συνεργαζόταν άμεσα με τον προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο, εκτελώντας τις εντολές του και διεκπεραιώνοντας τις εργασίες που αυτός του ανέθετε. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων εκ της εργασίας του στο ως άνω πλοίο με την παραπάνω ειδικότητα, διατηρεί κατά της εναγόμενης τις ακόλουθες αξιώσεις: 1) Ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες: Κατά τo ως άνω χρονικό διάστημα, ο ενάγων εργάστηκε προς κάλυψη των αναγκών του πλοίου επί 10 ώρες την ημέρα, 13 Σάββατα (ήτοι 12/12/2009, 19/12/2009, 2/1/2010, 9/1/2010, 16/1/2010, 23/1/2010, 30/1/2010, 6/2/2010, 13/2/2010, 20/2/2010, 27/2/2010, 6/3/2010, 13/3/2010) και 5 αργίες (25/12/2009, 26/12/2009, 1/1/2010, 6/1/2010, 15/2/2010), δηλαδή εργάστηκε υπερωριακά συνολικά 18 ημέρες επί 10 ώρες και συνολικά = 180 ώρες Χ 7,86 ευρώ = 1.414,80 ευρώ. Έναντι του ανωτέρω ποσού του έχει καταβληθεί το ποσό των 943,73 ευρώ, επομένως δικαιούται τη διαφορά ποσού (1.414,80 – 943,73 = ) 471,07 ευρώ. 2) Ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές: Κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του ενάγοντος επί του ανωτέρω πλοίου, αυτός εργάσθηκε κατά τις καθημερινές και Κυριακές επί 10 ώρες την ημέρα και ως εκ τούτου πραγματοποίησε 2 ώρες υπερωρίας την ημέρα. Ειδικότερα, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα ο ενάγων εργάστηκε 67 καθημερινές και 14 Κυριακές (ήτοι 13/12/2009, 20/12/2009, 27/12/2009, 3/1/2010, 10/1/2010, 17/1/2010, 24/1/2010, 31/1/2010, 7/2/2010, 14/2/2010, 21/2/2010, 28/2/2010, 7/3/2010, 14/3/2010) και συνολικά 81 ημέρες Χ 2 ώρες υπερωριακής εργασίας = 162 ώρες Χ 6,55 ευρώ = 1.061,1 ευρώ.Έναντι του ποσού αυτού του έχει καταβληθεί το ποσό των 574,29 ευρώ, επομένως δικαιούταιτη διαφορά ποσού (1.061,1 – 574,29 = ) 486,81 ευρώ. Η παραδεκτά προταθείσα από την εναγόμενη και νόμιμη, κατ’ άρθρο 416 ΑΚ, ένσταση εξόφλησης, την οποία νομότυπα επαναφέρει με τις προτάσεις της στον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον από τις καταστάσεις των χρηματικών καταβολών στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος δεν αποδεικνύεται ότι του κατεβλήθη για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 1.957,99 ευρώ, όπως η εναγόμενη ισχυρίζεται. Το γεγονός δε ότιο ενάγων υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, χωρίς να προβάλλει περαιτέρω απαιτήσεις, ενώ δεν διαμαρτυρήθηκε για μη καταβολή υπερωριακής αμοιβής, αφενός δικαιολογείται στην προσπάθειά του να μην θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση, σε περίοδο, μάλιστα, υψηλού δείκτη ανεργίας των ναυτικών, αφετέρου ουδεμία νομική επιρροή ασκεί, δεδομένου ότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 N. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν.Δ. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 587/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝαυτΔ 2008.290). Από τα παραπάνω επίσης αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκε να χορηγούνται στον ενάγοντα «κλειστές υπερωρίες». Εξάλλου, τέτοια συμφωνία, ως άγουσα σε ανεπίτρεπτη κατά νόμο εκ των προτέρων παραίτηση από δικαιώματα παρεχόμενα στον ενάγοντα-ναυτικό από κανόνες δημοσίας τάξεως, όπως προεκτέθηκε, είναι άκυρη, και ο ενάγων, εφόσον πραγματοποιήθηκαν περισσότερες από τις συμφωνηθείσες ώρες υπερωριακής εργασίας, δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά.3) Για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2010, που ισούται με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες εργασίας του κατά το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1.1.2010 έως και 19.3.2010,με βάση τον προβλεπόμενο από την πιο πάνω ΣΣΝΕ βασικό μηνιαίο μισθό, συνυπολογιζομένων των παρακάτω παροχών, που καταβάλλονταν σ’ αυτόν τακτικά και σταθερά κατά μήνα, το ακόλουθο ποσό: Οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν κατά τον κρίσιμο χρόνο σε 2.807,97ευρώ, ήτοι μισθός ενεργείας επίκουρου 905,59 + επίδομα Κυριακών 199,23 ευρώ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 34,35 ευρώ + επίδομα αδείας 344,79 ευρώ (β.μ. 905,59 + επίδομα Κυριακών 199,23 = 1.104,82/22 = 50,21 Χ5 ημέρες = 251,09 +τροφοδοσία 5 ημερών 93,70 ευρώ= 344,79)+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την υπερωριακή του εργασία ποσού 761,81 ευρώ {[(1.414,80 + 1.061,1) : 3,25 μήνες εργασίας] = 761,81 ευρώ} + μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας 562,2 ευρώ, και επομένως δικαιούταν 912,6 ευρώ (2.807,97 δια 2, ίσον1.403,98 επί 1/15, ίσον93,6 ευρώ για κάθε οκταήμερο εργασίας και επί 9,75 οκταήμερα ίσον912,6 ευρώ). Έναντι του ποσού αυτού έλαβε, γενομένης εν μέρει δεκτής κατ’ ουσίαν της παραδεκτώςπροταθείσας από την εναγόμενη, κατά τα ανωτέρω, και νομίμως επαναφερόμενης ένστασης εξόφλησης, 465,05 ευρώ και του οφείλεται η διαφορά ποσού (912,6 – 465,05=) 447,55 ευρώ.Σημειώνεται ότι το επίδομα ιματισμού δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, σύμφωνα με τη νομική σκέψη IV. B., διότι από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν προέκυψε ότι ο ενάγων υποχρεώθηκε, επειδή η εναγόμενη δεν του παρείχε στολές με το σήμα της και το όνομα του πλοίου, να προβεί ο ίδιος στην αγορά τους και ότι υποβλήθηκε στην αντίστοιχη δαπάνη, την οποία η εναγόμενη υποχρεούται να του αποκαταστήσει, εφόσον δεν προσκομίζεται κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι υποβλήθηκε στη δαπάνη αυτή. 4) Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος λύθηκε στον Πειραιά στις 19.3.2010. Στο ναυτικό του φυλλάδιο έχει αναγραφεί ως λόγος απολύσεως η αμοιβαία συναίνεσή του με τον πλοίαρχο του επίδικου πλοίου, βάσιμος όμως είναι ο ισχυρισμός του ότι απολύθηκε από τον πλοίαρχο αδικαιολόγητα, επειδή δεν υπέπεσε σε κανένα παράπτωμα, με συνέπεια να του οφείλεται η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Το Δικαστήριο άγεται στην κρίση του αυτή από την από 17.3.2010 αίτηση παραίτησης του ενάγοντος, την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως, στην οποία ζητεί την παραίτησή του για λόγους άδειας από 19.3.2010 έως και 5.4.2010 (όπως η ημερομηνία λήξης της άδειας αποσαφηνίζεται με τις προτάσεις του ενάγοντος και προκύπτει από τις αποδείξεις), είναι δε αυτή (αίτηση) υπογεγραμμένη και από τον Πλοίαρχο του επίδικου πλοίου. Άλλωστε, το γεγονός ότι ο Πλοίαρχος ζήτησε από τον ενάγοντα να λάβει άδεια, στη συνέχεια, όμως, αρνήθηκε να τον επαναπροσλάβει, αποδεικνύεται και από τη συγκεκριμένη περί τούτου κατάθεση του ενόρκως βεβαιώσαντος μάρτυρα …, ο οποίος αναφέρει επί λέξει: «Γνωρίζω επίσης ότι την 19.3.2010 ο πλοίαρχος υποχρέωσε τον κ. Δήμου να απολυθεί λόγω αδείας λέγοντάς του ότι θα τον προσλάβει μετά το τέλος της αδείας του. Όμως όταν έληξε η άδεια και ζήτησε να ναυτολογηθεί στο ανωτέρω πλοίο, δεν τον προσέλαβε ο πλοίαρχος. Στη συνέχεια και αφού παρήλθαν περίπου δύο μήνες από την ανωτέρω απόλυση, ναυτολογήθηκε στο πλοίο “…”». Σημειώνεται ότι ο μάρτυρας ανταπόδειξης … δεν καταθέτει τίποτα σχετικά στην από αυτόν δοθείσα ένορκη βεβαίωση. Συνεπώς, δεδομένου ότι η απόλυση έλαβε χώρα σε λιμάνι του εσωτερικού (Πειραιάς), ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του 15 ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του (άρθρα 75 και 76 ΚΙΝΔ), ήτοι το συνολικό ποσό των (2.807,97ευρώ οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του κατά το χρόνο της απόλυσής του, όπως υπολογίστηκαν ανωτέρω : 2 =)1.403,98 ευρώ. 5) Ως αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, όπως αυτά αποτυπώνονται στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος, αυτός έπρεπε να λάβει για συνολικά 4,61 (1,08 Ιανουάριος, 2,31 Φεβρουάριος, 1,22 Μάρτιος) «δρομολόγια» (πλόες) εξπρές Χ2.807,97 Χ 1/30 = 431,49 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε 219,27 ευρώ και, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά ποσού (431,49 – 219,27 =) 212,22 ευρώ. 6) Τέλος, επειδή από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι στον ενάγοντα χορηγήθηκαν οι έξι (6) διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου τις οποίες εδικαιούτο κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, αντίθετα από τους πίνακες δρομολογίων, σε συνδυασμό με την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης, αποδείχθηκε ότι αυτός τις στερήθηκε, δικαιούται ως αποζημίωση για την αιτία αυτή το ποσό των (905,59 Χ 1/22 Χ 6 =) 246,96 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων δικαιούται συνολικάτο ποσό των (471,07 + 486,81 + 447,55 + 1.403,98 + 212,22 + 246,96 =) 3.268,59 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεώς του (19.3.2010), πλην του κονδυλίου περί καταβολής επιδόματος εορτών Πάσχα 2010, το οποίο οφείλεται νομιμοτόκως από την επομένη της 30ής.4.2010, καθόσον κατά το χρόνο απόλυσης του ενάγοντος, που από το νόμο τάσσεται ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 341 παρ. 1 και 345 εδ. α ΑΚ, τόκους υπερημερίας (ΟλΑΠ39 και 40/2002), δεν είχε καταστεί απαιτητό, και της διαφοράς αποζημίωσης απόλυσης, η οποία δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής, αλλά ο τόκος αρχίζει από την όχληση και σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αγωγής (ΜονΕφΠειρ 539/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία).Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμω βάσιμη, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη, εφοπλίστρια του επίδικου πλοίου και εργοδότρια του ενάγοντος, κατά τ’ ανωτέρω αποδειχθέντα, απορριπτομένου ως αβάσιμου του ισχυρισμού περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησής της, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων τετρακοσίων δεκαεπτά ευρώ και έξι λεπτών (471,07 + 486,81 + 212,22 + 246,96 = 1.417,06 €), νομιμοτόκως από την επομένη της απολύσεως (19.3.2010), το ποσό των τετρακοσίων σαράντα επτά ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (447,55 €), νομιμοτόκως από 1.5.2010 και το ποσό των χιλίων τετρακοσίων τριών ευρώ και ενενήντα οχτώ λεπτών (1.403,98 €), νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής. Το αίτημα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής είναι πλέον άνευ αντικειμένου. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος, τέλος, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, λόγω της εν μέρει ήττας της και αναλογικώς προς αυτήν, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και υπολογιζόμενα σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α Ν. 4194/2013 (Κώδικος Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου Κώδικος, που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαντην έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’αριθ. 226/2014 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε τη διαφορά κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Δέχεται εν μέρει την από 10.11.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 166/2010 αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων τετρακοσίων δεκαεπτά ευρώ και έξι λεπτών (1.417,06 €), νομιμοτόκως από την επομένη της απολύσεως (19.3.2010), το ποσό των τετρακοσίων σαράντα επτά ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (447,55 €), νομιμοτόκως από 1.5.2010 και το ποσό των χιλίων τετρακοσίων τριών ευρώ και ενενήντα οχτώ λεπτών (1.403,98 €), νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής, μέχρι την εξόφληση.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ