Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   5336/2018

(…)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(εκούσια δικαιοδοσία)

——————————

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Πετρούλα Δαμίγου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση:

Των αιτούντων: 1) …….., κατοίκου ……. οδός Δ.   ….. με ΑΦΜ … 2) … κατοίκου ……. οδός Ε. Β. . …, με ΑΦΜ ….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αθανασία Βαζάκα του Θεόφιλου (ΑΜ/ΔΣΑ 21009), κάτοικο …, που υπέβαλε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

Των καθ’ ων η αίτηση: 1) Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…, που εδρεύει στη Σ.,  1  Ε. . … όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) …., κατοίκου Σ    Ε. … Προέδρου του Δ.Σ. και νομίμου εκπροσώπου της «…, με ΑΦΜ …, 3) ….., κατοίκου Σ.,    Ε. … Αντιπροέδρου του Δ.Σ. της «…, με ΑΦΜ … 4) ….., Σ.,    Ε. … μέλους του Δ.Σ. της «…, με ΑΦΜ … 5) ……….  Ε. … μέλους του Δ.Σ. της «…, με ΑΦΜ …, και 6)  Θ.  Α.,  Λ. Θ., μέλους του Δ.Σ. της «…, με ΑΦΜ …, οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Ελευθερίου του Μιλτιάδη (ΑΜ/ΔΣΑ 16854), κάτοικο …, που υπέβαλε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/7.6.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 26.1.2018 αίτησή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης … προσδιορίσθηκε για τις 17.4.2018 και ενεγράφη στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την παραπάνω δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Α. Κατά το άρθρο 2 παρ. 1,2 ν. 959/1979, η ναυτική εταιρεία συνιστάται με εταιρική σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως και καταχωρίζεται στο μητρώο ναυτικών εταιρειών, οπότε και αποκτά (με την καταχώριση) νομική προσωπικότητα. Ως νομικό πρόσωπο η ναυτική εταιρεία διοικείται και εκπροσωπείται από το τριμελές, τουλάχιστον, διοικητικό της συμβούλιο (άρθρο 12 ν. 959/1979). Αυτό (δ.σ.) είναι αρμόδιο και υπεύθυνο να αποφασίζει, κατά πλειοψηφία (άρθρο 17 ν. 959/1979), για κάθε θέμα που αφορά τη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της και γενικώς την επιδίωξη του εταιρικού της σκοπού, περιλαμβανομένης της παροχής εγγυήσεων και κάθε εμπράγματης ασφάλειας υπέρ άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων (άρθρο 19 παρ. 1 ν. 959/1979). Τις εξουσίες και αρμοδιότητές του αυτές το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να τις αναθέσει, με απόφασή του, ολικώς ή μερικώς, σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή ακόμα και σε τρίτους, καθορίζοντας συγχρόνως και την έκταση των, ανατιθεμένων σ’ αυτούς, εξουσιών τους (άρθρο 20 παρ. 1 ν. 959/1979). Τα τελευταία αυτά πρόσωπα, είτε είναι μέλη του δ.σ. είτε όχι, έχουν τις (οργανικές) εξουσίες του δ.σ.  και υπέχουν έναντι της ναυτικής εταιρείας την ευθύνη των μελών του δ.σ. Θεωρούνται δε ως υποκατάστατοι, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 67 εδάφ. β΄ ΑΚ, και όχι ως πληρεξούσιοί του (βλ. Αλ. Καλαντζή, Ναυτική Εταιρεία, σελ. 67, πρβλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρείες, εκδ. 1989, σελ. 157). Η παραπάνω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να καταχωρίζεται στο μητρώο ναυτικών εταιρειών, οπότε και αποτελεί πλήρη απόδειξη περί των εκπροσώπων της εταιρείας (άρθρο 20 παρ. 2,5 ν. 959/1979). Σημειωτέον ότι επί ναυτικών εταιρειών δεν εφαρμόζονται, κατ’ άρθρο 59 του ίδιου νόμου, οι διατάξεις των άρθρων 76, 342 έως 784 ΑΚ, των άρθρων 18 έως 64 ΕμπΝ, καθώς και του κ.ν. 2190/1920 και, επομένως, επί των σχέσεων που συνδέουν τη ναυτική εταιρεία με τα μέλη του δ.σ. αυτής, αποκλείεται ακόμη και η αναλογική εφαρμογή των περί εντολής διατάξεων του ΑΚ (βλ. Αλ. Καλαντζή, ο.π.,  σελ. 56 πρβλ. τη ρύθμιση για την ανώνυμη εταιρεία σε Λ. Γεωργακόπουλου, Το δίκαιον των εταιρειών, τομ. Ill, εκδ. 1974 σελ. 10 επ., Ν. Ρόκα, ο.π., σελ. 142 επ.). Ανώτατο όργανο της ναυτικής εταιρείας, κατ’ άρθρο 28 του ίδιου νόμου, είναι η γενική συνέλευση των μετόχων της, με αρμοδιότητα να αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση. Τα άρθρα 38 και 39 του παραπάνω νόμου καθορίζουν και περιγράφουν τα δικαιώματα της μειοψηφίας των μετόχων συνιστάμενα, κυρίως, στη δυνατότητα της καταστατικής προβλέψεως τακτικού ελέγχου (άρθρο 38), συγκλήσεως έκτακτης γενικής συνελεύσεως (άρθρο 39), ενώ τέλος, το άρθρο 40 αυτού προβλέπει τη διενέργεια έκτακτου διαχειριστικού ελέγχου της εταιρείας. Ειδικότερα, η τελευταία αυτή διάταξη ορίζει: «§1. Αιτήσει μετόχων εκπροσωπούντων τα 3/20 του εταιρικού κεφαλαίου το Μονομελές Πρωτοδικείον της έδρας της εταιρείας, δικάζον κατά την διαδικασίαν των άρθρων 739 και επ. του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, δύναται να διατάξη έλεγχον της εταιρείας, εάν πιθανολογούνται αταξίαι περί την διαχείρισιν των υποθέσεων αυτής. §2. Διά της αποφάσεώς του το Δικαστήριον ορίζει τους ελεγκτάς ως και τον χρόνον εντός του οποίου δέον να έχουν περατώσει τον έλεγχον. Διά της αυτής αποφάσεως το Δικαστήριον διατάσσει και παν έτερον πρόσφορον μέτρον διά την διεξαγωγήν του ελέγχου. §3. Διαταχθείσης της διεξαγωγής ελέγχου το διοικητικόν συμβούλιον υποχρεούται να συνδράμη την διεξαγωγήν αυτού.». Ο έκτακτος αυτός έλεγχος αποτελεί αντίβαρο στην ανυπαρξία ή στην περιορισμένη ύπαρξη τακτικού ελέγχου στις ναυτικές εταιρείες, που υπάγονται στις ρυθμίσεις του πιο πάνω νόμου και αφορά όχι μόνο τον ισολογισμό ή τη λογιστική κατάσταση όπως ο τακτικός, αλλά είναι γενικός και αφορά κάθε θέμα σχετικό με τη διαχείριση της εταιρείας (βλ. εισηγ. εκθ.  ν. 959/79 ΕΝαυτΔ 7.608). Ο έλεγχος αυτός μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση μετόχων, οι οποίοι εκπροσωπούν, τουλάχιστον, ποσοστό 3/20 του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Η διάταξη αυτή, τελολογικώς ερμηνευόμενη, αποσκοπεί στην προστασία των συμφερόντων των μετόχων της ναυτικής εταιρείας και δη της προαναφερθείσας (ελάχιστης) μειοψηφίας της, μέσω του προβλεπόμενου, από αυτή, ελέγχου των διαχειριστικών πράξεων της διοικήσεώς της, για να διαπιστωθούν ή μη, πιθανολογούμενες, ατασθαλίες των οργάνων της (διοικήσεως). Σύμφωνα δε με την προσδιδόμενη από το Δικαστήριο τούτο ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως, ελεγχόμενα, στα πλαίσια του προβλεπομένου από αυτή ελέγχου, όργανα, είναι αυτά της διοικήσεως της ναυτικής εταιρείας και δη το διοικητικό της συμβούλιο και, σε περίπτωση αναθέσεως του συνόλου ή μερικών εξουσιών αυτού σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή σε τρίτο ή τρίτους (μη μέλη αυτού), κατ’ άρθρο 20 παρ. 1 ν. 959/1979, (ελέγχονται) οι τελευταίοι. Τα όργανα δε αυτά, μάλιστα, σύμφωνα με ρητή επιταγή της εν λόγω διατάξεως υποχρεούνται, σε περίπτωση παραδοχής της σχετικής αιτήσεως, να συνδράμουν τον ή τους διορισθέντες από το δικαστήριο, ελεγκτή ή ελεγκτές, με την απειλή της επιβολής, κατ’ αυτών, σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεώς τους αυτής, των προβλεπόμενων από το άρθρο 63 του ίδιου νόμου, πλημμεληματικής μορφής, ποινικών κυρώσεων [(Μον)ΕφΠειρ 74/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, (Μον)ΕφΠειρ 143/2013 ΕλλΔνη 2015.497, με παραπομπές στη θεωρία].

Β. Κατά γενική αρχή του δικονομικού δικαίου, εξάλλου, ουδείς δικαιούται σε μία διαγνωστική δίκη να παρίσταται δικονομικώς ταυτόχρονα με δύο ιδιότητες, ήτοι τόσο στη θέση του ενάγοντος, όσο και στη θέση του εναγομένου, και δη είτε ως διάδικος είτε ως εκπρόσωπος διαδίκου (ΕφΑθ 260/1995 ΕλλΔνη 1997.881, ΕφΠατρ 468/1984 Δ 1984.716, ΕφΑθ 8010/1982 Δ 1983.40, ΠΠρΘεσ 19605/1995 Αρμ 1996.872, ΠΠρΑθ 341/1990 ΑρχΝ 1991.744). Η εν λόγω αρχή έχει ως έρεισμά της τον προφανή κίνδυνο για τα συμφέροντα του εκπροσωπούμενου από το ανωτέρω πρόσωπο διαδίκου, ήτοι την ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ εκπροσωπούμενου νομικού προσώπου και εκπροσωπούντος αυτό φυσικού ή νομικού προσώπου, που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο διεξαγωγής μίας δίκης – παρωδίας. Όπως και στην περίπτωση του ανηλίκου, άλλωστε, όπου διάδικος τυγχάνει ο ανήλικος και όχι οι εκπροσωπούντες αυτόν γονείς του, έτσι και στην περίπτωση εναγόμενου (ή ενάγοντος) νομικού προσώπου, διάδικος στη δίκη τυγχάνει το νομικό πρόσωπο και όχι ο νόμιμος αντιπρόσωπός του. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, μάλιστα, ο νομοθέτης διέβλεψε την πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων σε δίκες διεξαγόμενες μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και του αντιπροσώπου (βλ. ειδικώς στην περίπτωση του ανηλίκου τις διατάξεις των άρθρων 1517 και 1628 ΑΚ) και χάριν προστασίας των συμφερόντων του αντιπροσωπευόμενου προέβλεψε τον διορισμό προσωρινού ή ειδικού εκπροσώπου για τη διεξαγωγή και μόνο της συγκεκριμένης δίκης. Σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται αναμφίβολα στις περιπτώσεις, που ο νόμος απαγορεύει τη συμμετοχή ενός προσώπου στη λήψη μίας απόφασης, ως ιδία στις προβλεπόμενες από τα άρθρα 66 και 235 ΑΚ περιπτώσεις (βλ. ΕφΑθ 2097/1996 ΔΕΕ 1997.289). Ορθότερα, όμως, σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται και σε κάθε περίπτωση, που τα πρόσωπα που ασκούν διοίκηση έχουν δικό τους ατομικό συμφέρον αντίθετο προς αυτό του νομικού προσώπου και, συνεπώς, κωλύονται να το αντιπροσωπεύουν, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει στην πραγματικότητα ενεργή υπέρ των συμφερόντων του νομικού προσώπου διοίκηση και να ανακύπτει ανάγκη προσωρινής αναπλήρωσης κατ’ άρθρο 69 ΑΚ έως τη λήξη του κωλύματος (ΑΠ 538/1998 ΕλλΔνη 1998.1606, ΑΠ 236/1990 ΕλλΔνη 1990.1453, ΕφΠατρ 178/2011 ΑχαΝομ 2012.321, ΕφΑθ 2553/2004 ΕΕμπΔ 2005.67 με παρατ. Λιάππη, ΕφΘεσ 919/2004 Αρμ 2004.1430 με παρατ. Μπεχλιβάνη). Εξάλλου, επί εγέρσεως αγωγής από μέλος της διοίκησης του νομικού προσώπου σε βάρος του εκπροσωπούμενου από το ίδιο μέλος νομικού προσώπου, η δικονομική θέση του μέλους της διοίκησης ως ενάγοντος και η ανοιγόμενη μέσω της άσκησης της αγωγής αντιδικία είναι δηλωτική ιδίου ατομικού συμφέροντος του ως άνω προσώπου και δη αντίθετου προς αυτό του νομικού προσώπου. Περαιτέρω, όταν η σύγκρουση συμφερόντων ανακύπτει ειδικά λόγω της διεξαγωγής δίκης μεταξύ νομικού προσώπου και μέλους της διοίκησής του, αντί διορισμού προσωρινής διοίκησης, κατ’ άρθρο 69 ΑΚ, μπορεί να χωρήσει διορισμός ειδικού εκπροσώπου προς έγερση της αγωγής ή προς διεξαγωγή της εκκρεμούς δίκης (βλ. ΜΠρΣύρ 252/1978 ΕΝαυτΔ 1979.81 για τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου προς έγερση αγωγής στην περίπτωση που πρόκειται ν’ ασκηθεί αξίωση της εταιρείας κατά μέλους ή μελών του διοικητικού συμβουλίου αυτής). Ο ειδικός εκπρόσωπος της εταιρείας για τη διεξαγωγή δίκης, διορίζεται μόνο σε περίπτωση που πρόκειται ν’ ασκηθεί η ανωτέρω αξίωση (βλ. Δημ. Μακρή, Η εκούσια δικαιοδοσία, 2004, σελ. 164 παρ. 216). Το δικαστήριο καθορίζει την έκταση της εξουσίας της προσωρινής διοίκησης – ειδικού εκπροσώπου της εταιρείας, η δε εξουσία του τελευταίου εξαντλείται στο συγκεκριμένο ζήτημα (π.χ. διεξαγωγή δίκης μεταξύ του νομικού προσώπου και του μέλους του – βλ. αντί άλλων Δέλλιο σε ΣΕΑΚ, επιμ. Απ. Γεωργιάδη, υπό το άρθρο 69, στους αρ. περ. 15 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές). Για όλα τα υπόλοιπα θέματα αρμόδια παραμένει η παράλληλα υφιστάμενη τακτική διοίκηση, με τη συμμετοχή και εκείνων που δεν συμμετέχουν π.χ. στην προσωρινή διοίκηση λόγω του κωλύματος. Στο μέτρο που εφαρμόζεται η γενική διάταξη του άρθρου 69 του ΑΚ και όχι ειδικότερη διάταξη, όπως αυτή του άρθρου 35α παρ. 3 του κ.ν. 2190/1920, αρμόδιο δικαστήριο για τον διορισμό της προσωρινής διοίκησης ή του ειδικού εκπροσώπου τυγχάνει το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου έχει την έδρα του το νομικό πρόσωπο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (ΟλΑΠ 18/2001 ΕΕμπΔ 2002.74, ΑΠ 765/2005 ΕλλΔνη 2005.1113, ΕφΑθ 4505/2004 ΔΕΕ 2004.1010, ΠΠρΘεσ 2726/2017 ΕπισκΕΔ 2017.328). Πρέπει να σημειωθεί ότι για τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου δεν απαιτείται εκ του νόμου η προηγούμενη λήψη σχετικής απόφασης από τη γενική συνέλευση (πρβλ. ΜΠρΠειρ 2069/2005 ΕΕμπΔ 2005.731, ΠΠρΘεσ 19605/1995 ό.π., ΜΠρΘεσ 6890/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ότι ο διορισμένος ειδικός εκπρόσωπος δεν ασκεί διοίκηση της εταιρείας, αλλά απλώς κατά παραγκωνισμό του Δ.Σ. αυτής την εκπροσωπεί στη συγκεκριμένη πράξη (βλ. Δημ. Μακρή, ό.π.).

ΙΙ. Με την υπό κρίση αίτησή τους, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσαν οι αιτούντες και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα πρακτικά (άρθρα 741, 224 ΚΠολΔ), κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, εκτίθεται ότι οι αιτούντες είναι μέτοχοι της πρώτης καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας κατά ποσοστό 30,98% ο πρώτος και 8,85% ο δεύτερος, ενώ το διοικητικό της συμβούλιο συγκροτείται από τον δεύτερο έως και την έκτη των καθ’ ων η αίτηση. Ότι επειδή, κατά την κατασκευή του πλοίου «…», με χρηματοδότηση της καθ’ ης ναυτικής εταιρείας, από τον Ιούλιο 2009 έως τις 4.9.2010, οπότε καθελκύστηκε το πλοίο, διαπιστώθηκαν ελλείψεις στα οικονομικά στοιχεία / παραστατικά και τις πραγματοποιηθείσες πληρωμές από τον ορισθέντα ως νόμιμο  εκπρόσωπο  της εταιρείας δεύτερο καθ’ ου, ο πρώτος αιτών υπέβαλε την από 14.6.2013 αίτησή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου …, το οποίο με την υπ’ αριθ. 26/2014 απόφασή του διέταξε τον έλεγχο της πρώτης καθ’ ης από της συστάσεώς της μέχρι το πέρας της ναυπήγησης του πλοίου. Ότι επειδή ο διορισμένος από το δικαστήριο πραγματογνώμονας διαπίστωσε οικονομικές ατασθαλίες, οι αιτούντες υπέβαλαν έγκληση σε βάρος του δεύτερου καθ’ ου για απάτη σε βαθμό κακουργήματος. Ότι με την από 18.3.2014 απόφαση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης αποφασίστηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης καθ’ ης, κατά πλειοψηφία από τον δεύτερο καθ’ ου, μέτοχο της ναυτικής εταιρείας κατά ποσοστό 55% (πριν την αύξηση), προκειμένου να συγκαλύψει τις οικονομικές ατασθαλίες με τη δήθεν κεφαλαιοποίηση ήδη καταβληθεισών εισφορών. Ότι εν συνεχεία οι αιτούντες ανέθεσαν σε λογιστή φοροτεχνικό τον έλεγχο των οικονομικών στοιχείων της πρώτης καθ’ ης, με βάση δε τον διενεργηθέντα έλεγχο προκύπτει ότι δεν έχει τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία αποσβέσεων παγίων καθ’ όλα τα έτη λειτουργίας της εταιρείας, δεν αποδεικνύεται δε η καταβολή ποσού 680.000 ευρώ για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου εκ μέρους του δεύτερου των καθ’ ων και πιθανολογείται υπεξαίρεση ποσού 3.074.105,63 ευρώ από αυτόν για προσωπικό του όφελος και για χρηματοδότηση όμοιων δραστηριοτήτων του τρίτου των καθ’ ων, υιού του, εν γνώσει και των λοιπών μελών του δ.σ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούν να διαταχθεί ο οικονομικός έλεγχος της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας για τις διαχειριστικές χρήσεις 2009 έως και 2017, να οριστεί ως ελεγκτής ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής …, να διαταχθούν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας να επιτρέψουν τον έλεγχο, με την απειλή επιβολής σε βάρος εκάστου χρηματικής ποινής 1.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης έξι (6) μηνών για κάθε ημέρα άρνησης χορήγησης των αιτούμενων στοιχείων και άρνησης παραμονής του ελεγκτή στα γραφεία της έδρας ή στο πλοίο της πρώτης καθ’ ης, καθώς και να οριστεί ο πρώτος αιτών ειδικός εκπρόσωπος προκειμένου: α) ν’ ασκήσει εταιρική αγωγή στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης καθ’ ης ναυτικής εταιρείας και σε βάρος των λοιπών και β) να προβεί σε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην ασκηθησόμενη σε βάρος των καθ’ ων φυσικών προσώπων μήνυση, για λογαριασμό της καθ’ ης ναυτικής εταιρείας. Τέλος, ζητούν να καταδικαστούν οι καθ’ ων η αίτηση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 ΚΠολΔ, 40 παρ. 1 Ν. 959/1979, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 περ. β΄ Ν. 2172/1993), και είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 40 Ν. 959/1979 και 947 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος ορισμού του πρώτου αιτούντος ως ειδικού εκπροσώπου της πρώτης καθ’ ης, το οποίο τυγχάνει απαράδεκτο ως προώρως ασκηθέν και απορριπτέο, καθόσον δεν προκύπτει η διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης, πολιτικής ή / και ποινικής, για την οποία υποβάλλεται το σχετικό αίτημα, η ενάσκηση δε αξιώσεων από τους αιτούντες σε κάθε περίπτωση και με βάση τα εκτιθέμενα στην αίτηση συναρτάται με τα πορίσματα του ελεγκτή – πραγματογνώμονα που ζητείται να οριστεί με την παρούσα απόφαση. Πρέπει να σημειωθεί ότι νομιμοποιούμενο να υποδεχθεί την αίτηση είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας («…), του οποίου ζητείται να διαταχθεί οικονομικός έλεγχος από τον αναφερόμενο στην αίτηση ελεγκτή, και όχι τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία είναι φορείς της εξουσίας την οποία τους παρέχει η θέση που κατέχουν στη διοικητική δομή της εταιρείας και τα οποία νομιμοποιούνται σχετικά μόνον αναφορικά με το παρεμπίπτον αίτημα το σχετικό με την απειλή εις βάρος τους προσωπικής κρατήσεως και χρηματικής ποινής για την αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως της εκδοθησομένης επί του κυρίου αιτήματος [πρβλ. (Μον)ΕφΠειρ 518/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Εξάλλου, παραδεκτά οι αιτούντες ζητούν να διαταχθεί οικονομικός έλεγχος και για τη διαχειριστική χρήση 2009, που συμπεριλαμβάνει το χρονικό διάστημα για το οποίο είχε γίνει δεκτή αντίστοιχη με την κρινόμενη, αίτηση του πρώτου αιτούντος ενώπιον του Ειρηνοδικείου …, κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω, η οποία ωστόσο αφορούσε σε έλεγχο του κόστους ναυπήγησης του πλοίου «…» και μόνο, καθόσον εν προκειμένω γίνεται επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών [βλ. άρθρο 778 ΚΠολΔ «ne bis in idem» – Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος ΙΙ, 2012, 778 αριθ. 2]. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 748 παρ. 3 και 4 ΚΠολΔ προδικασία, με την επίδοση αντιγράφου της αίτησης στους καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι παραστάθηκαν, καθώς και στον Εισαγγελέα Πειραιά και την Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. …/6.3.2018 και …/8.3.2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …).

ΙΙΙ. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα …, που εξετάστηκε στο ακροατήριο μετά από πρόταση των αιτούντων, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, τα οποία τα διάδικα μέρη προσκομίζουν είτε για να χρησιμοποιηθούν ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο δεύτερος καθ’ ου η αίτηση …, ο πρώτος αιτών … και ο … συνέστησαν, στις 14.5.2009, στον ….. ναυτική εταιρεία του Ν. 959/1979, με την επωνυμία «… και έδρα τον δήμο …, οδός …. Η εν λόγω εταιρεία, που καταχωρήθηκε στα Βιβλία Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών του Ν. 959/1979 της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου & Νησιωτικής Πολιτικής στις 22.5.2009, συμφωνήθηκε να έχει διάρκεια έως τις 13.5.2039, εταιρικό κεφάλαιο τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ (4.000.000,00 €) διαιρεμένο σε δύο χιλιάδες (2.000) ανώνυμες μετοχές ονομαστικής αξίας δύο χιλιάδων ευρώ (2.000,00 €) εκάστη, εκ των ως άνω δε συμβαλλομένων μερών ο … έλαβε 1.100 μετοχές, ο … 700 μετοχές και ο … 200 μετοχές. Αποκλειστικός σκοπός της εταιρείας ορίστηκε η κυριότητα, εκμετάλλευση ή διαχείριση ιδιόκτητων ελληνικών εμπορικών πλοίων, ενώ το διοικητικό συμβούλιο αυτής (εταιρείας) συμφωνήθηκε να είναι τριμελές, το πρώτο δε διοικητικό συμβούλιο ορίστηκε να αποτελείται από τους προαναφερόμενους … ως Πρόεδρο, εκπροσωπούντα την εταιρεία και δεσμεύοντα αυτή διά μόνης της υπογραφής του, … ως Αντιπρόεδρο και … ως Γραμματέα. Με το από 30.9.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό ο ως άνω … πώλησε και μεταβίβασε στον υιό του …, δεύτερο αιτούντα, τις 200 μετοχές του έναντι τιμήματος τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) ευρώ, ο οποίος άλλωστε κατέστη και Γραμματέας του Δ.Σ. κατόπιν της από 7.2.2013 έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ναυτικής εταιρείας. Στην ίδια Γ.Σ. αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, να διενεργηθεί έλεγχος των οικονομικών στοιχείων της εταιρείας από τη σύστασή της μέχρι του πέρατος της ναυπήγησης του πλοίου της εταιρείας «…», από ελεγκτές της επιλογής των μετόχων. Το εν λόγω Επιβατηγό Οχηματαγωγό αμφίπλωρο πλοίο κ.ο.χ. 1436,80, νηολογίου λιμένος ….. ναυπηγήθηκε από τις 14.5.2009 στα «…» μέχρι τις 4.9.2010, οπότε καθελκύστηκε και έπλευσε για πρώτη φορά. Επειδή ο αποφασισθείς στην έκτακτη Γ.Σ. έλεγχος των οικονομικών στοιχείων της εταιρείας δεν πραγματοποιήθηκε, ο πρώτος αιτών … υπέβαλε στο Ειρηνοδικείο Σαλαμίνας την υπ’ αριθ. κατάθεσης 13/2013 αίτησή του, η οποία έγινε δεκτή με την 26/2014 απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου και διετάχθη ο έλεγχος της πρώτης καθ’ ης ναυτικής εταιρείας για το χρονικό διάστημα από της συστάσεώς της μέχρι το πέρας της ναυπήγησης του πλοίου «…», από τον λογιστή – δικαστικό πραγματογνώμονα …. Σύμφωνα με την από 9.6.2016 έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε, ενώ το εκτιμώμενο κόστος ναυπήγησης του πλοίου μέχρι τις 4.9.2010 διαμορφώθηκε στο ποσό των 3.880.379,22 ευρώ, οι πληρωμές ανήλθαν στο ποσό των 4.565.892,16 ευρώ και, κατά συνέπεια, η διαφορά των δύο μεγεθών χαρακτηρίστηκε ως «αδικαιολόγητες πληρωμές» ποσού 685.512,94 ευρώ. Όσον δε αφορά στο μετά της καθελκύσεως χρονικό διάστημα (έως τις 31.12.2010), για το οποίο παραδόθηκαν στον πραγματογνώμονα από τον δεύτερο καθ’ ου … δικαιολογητικά κόστους, οι πληρωμές υπολείπονταν της αξίας των δικαιολογητικών κόστους κατά (1.031.510,99 – 468.809,62 ευρώ =) 562.701,37 ευρώ. Σε συνέχεια τούτων, οι αιτούντες υπέβαλαν την από 19.7.2016 μήνυση σε βάρος του δεύτερου καθ’ ου ενώπιον του κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, για τα αδικήματα της κακουργηματικής απάτης, υπεξαίρεσης και απιστίας. Εξάλλου, κατά την από 28.2.2013 έκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων της ναυτικής εταιρείας, αποφασίστηκε, απέχοντος του μετόχου και πρώτου αιτούντος …υ, η τροποποίηση του άρθρου 4 του καταστατικού της εταιρείας, ώστε αυτή να διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο, εκλεγόμενο από τη Γενική Συνέλευση. Ως μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας εκλέχθηκαν οι …, …, …, … και …, κατόπιν δε εκλογής νέων μελών του Δ.Σ. κατά τη Γενική Συνέλευση που έλαβε χώρα στις 6.12.2016, αυτό συγκροτήθηκε σε σώμα στις 14.12.2016, με Πρόεδρο τον … του …, Αντιπρόεδρο τον …, γραμματέα την … του … και μέλη τις … και …. Στον Πρόεδρο του Δ.Σ. ανατέθηκαν ομόφωνα όλες οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Δ.Σ. και παρασχέθηκε σ’ αυτόν η δυνατότητα εκπροσώπησης της εταιρείας και δέσμευσης αυτής με μόνη την υπογραφή του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, μετά τη συζήτηση στο Ειρηνοδικείο … της προαναφερθείσας αίτησης του ήδη πρώτου αιτούντος και ενώ εκκρεμούσε η έκδοση απόφασης, συγκλήθηκε στις 18.3.2014 έκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων της πρώτης καθ’ ης ναυτικής εταιρείας, στην οποία οι αιτούντες παρέστησαν εκπροσωπούμενοι από τους … και …, αντίστοιχα, στην οποία αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, κατά πλειοψηφία 55% (θετική ψήφος του πλειοψηφούντος μετόχου και αρνητική των λοιπών μετόχων – αιτούντων), α) η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας στο ποσό των 5.240.000 ευρώ με κεφαλαιοποίηση των ήδη καταβληθεισών εισφορών των μετόχων της εταιρείας, β) η περαιτέρω αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά ποσό 680.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε 340 νέες μετοχές αξίας 2.000 ευρώ εκάστη, προς τον σκοπό αναβάθμισης κατηγορίας πλόων και ένταξης του πλοίου στον πολωνικό νηογνώμονα και στην κατηγορία διαδρομών Γ΄ της Οδηγίας 98/18 ΕΕ, γ) η πραγματοποίηση δεξαμενισμού του πλοίου «…» για να επισκευασθούν τα ύφαλα και οι προπέλες του πλοίου, δ) ο σχηματισμός αποθεματικού ποσού 10.000 ευρώ για το έτος 2014, ε) η έγκριση οικονομικών καταστάσεων της εταιρείας για τα έτη 2012 και 2013. Οι μέτοχοι της μειοψηφίας αντετάχθησαν σε όλα τα ως άνω θέματα θεωρώντας τη συζήτηση επ’ αυτών άκαιρη, ενόψει και της εκκρεμούς στα δικαστήρια, κατά τον χρόνο εκείνο, αίτησης ελέγχου της ναυτικής εταιρείας. Άλλωστε, ο … απέσυρε την πρότασή του για ναύλωση του πλοίου σε εταιρεία συμφερόντων του, επειδή οι συναφείς όροι δεν έγιναν αποδεκτοί από τους μετόχους της μειοψηφίας. Τέλος, αποφασίστηκε, με την ίδια ως άνω πλειοψηφία 55% επί του συνόλου των μετοχών, η αντικατάσταση των αιτούντων, που παραιτήθηκαν από μέλη του Δ.Σ. Όπως αποτυπώνεται στα από 19.5.2014 πρακτικά συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης καθ’ ης ναυτικής εταιρείας, η μετοχική σύνθεση της εταιρείας, μετά την ολοκλήρωση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, διαμορφώθηκε ως εξής: α) …, κάτοχος 1.781 μετοχών, αξίας εκάστης 2.000 ευρώ, β) …, κάτοχος 917 μετοχών, αξίας εκάστης 2.000 ευρώ και γ) …, κάτοχος 262 μετοχών, αξίας εκάστης 2.000 ευρώ. Στα εν λόγω πρακτικά πιστοποιείται ως καταβεβλημένο το συνολικό ποσό των 5.920.000 ευρώ, ήτοι πιστοποιείται ότι ο … έχει καταβάλει 3.562.000 ευρώ, ο … έχει καταβάλει 1.834.000 ευρώ και ο … έχει καταβάλει 524.000 ευρώ. Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι η με αριθμό 12/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου … δίκασε αίτηση των αιτούντων – μετόχων της μειοψηφίας για ακύρωση της άνω από 18.3.2014 απόφασης της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης λόγω κατάχρησης δικαιώματος, την οποία και απέρριψε ως αόριστη, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 778 ΚΠολΔ νέα αίτηση για υπόθεση που συζητήθηκε με την εκούσια δικαιοδοσία, με βάση τα αυτά πραγματικά περιστατικά, απαγορεύεται να συζητηθεί εκ νέου κατά την ίδια διαδικασία, λόγω της εφαρμοζόμενης και εδώ αρχής «ne bis iη idem» (βλ. ΑΠ 662/1998 ΕΕμπΔ 1999.368). Ενόψει τούτων, επειδή δε διευκρινιζόταν στα από 19.5.2014 πρακτικά Δ.Σ. αν η καταβολή του ποσού κατά το οποίο αυξήθηκε το μετοχικό κεφάλαιο έλαβε χώρα με μετρητά ή με άλλον τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη και την προαναφερθείσα από 9.6.2016 έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης που είχε καταλήξει σε «αδικαιολόγητες πληρωμές» του προαναφερθέντος ποσού, οι αιτούντες ανέθεσαν στον λογιστή – φοροτεχνικό … τη σύνταξη έκθεσης οικονομικού ελέγχου της πρώτης καθ’ ης, με την οποία αυτός προβαίνει στις ακόλουθες διαπιστώσεις: Για το διαχειριστικό έτος 2009, με βάση τις δηλωθείσες στη φορολογική δήλωση Ε3 δαπάνες ποσού 288.516,35 ευρώ, θεωρεί ότι έπρεπε αυτές να καταχωρηθούν ως πάγια και να μην εμφανιστεί ισόποση ζημία. Για το διαχειριστικό έτος 2010, θεωρεί ότι η ζημία δεν ανέρχεται στο ποσό των 1.203.447,69 ευρώ, αλλά στο ποσό των 187.075,06 ευρώ, η διαφορά δε αυτή οφείλεται σε ποσό (διαφορά) αποσβέσεων 1.016.372,63 ευρώ, που δε θα έπρεπε να καταχωρηθεί στα βιβλία. Για το διαχειριστικό έτος 2011, για το οποίο δε διέθετε ανάλυση δαπανών κατ’ είδος, ο ως άνω λογιστής – φοροτεχνικός εκτιμά ότι οι πραγματικές ζημιές χρήσης ανέρχονται στο ποσό των 203.997,67 ευρώ, και όχι σε αυτό των 926.105,45 ευρώ, όπως δηλώθηκε. Για το διαχειριστικό έτος 2012, λαμβάνοντας υπόψη την αντίστοιχη κατατεθειμένη φορολογική δήλωση, καταλήγει ότι η ζημία χρήσης είναι 12.475,14 ευρώ και όχι 695.973,66 ευρώ, όπως δηλώθηκε. Για το διαχειριστικό έτος 2013, επίσης, υπολογίζει τα καθαρά κέρδη στο ποσό των 323.901,41 ευρώ αντί του ποσού των 16.876,81 ευρώ. Για το διαχειριστικό έτος 2014, για το οποίο δηλώθηκε ζημία ύψους 194.706,01 ευρώ, ο διενεργήσας τον έλεγχο λογιστής – φοροτεχνικός υπολογίζει ότι κατά τη χρήση αυτή υπήρξαν καθαρά κέρδη ποσού 358.180,79 ευρώ και όχι ζημία. Περαιτέρω, για το διαχειριστικό έτος 2015 υπολογίζει ότι υπήρξαν καθαρά κέρδη ποσού 487.431,64 ευρώ, αντί των δηλωθέντων κερδών ποσού 199.314,11 ευρώ και, τέλος, για το διαχειριστικό έτος 2016 υπολογίζει το καθαρό κέρδος σε ποσό 696.702,40 ευρώ αντί του δηλωθέντος και καταχωρηθέντος στα βιβλία ποσού 408.926,09 ευρώ. Εξάλλου, τις προεκτεθείσες διαφορές ο λογιστής – φοροτεχνικός … αποδίδει σε εσφαλμένο ποσό αποσβέσεων, καταλήγει δε με την έκθεσή του στο ότι από το έτος 2010 έως και το έτος 2016 θα έπρεπε να μοιραστεί στους μετόχους ως μέρισμα το ποσό των 3.074.105,63 ευρώ, και συμπεραίνει ότι: 1) δεν υπήρχε, παρότι υποχρεωτικό, μητρώο παγίων, 2) δεν ακολουθήθηκε η νόμιμη εφαρμογή των αποσβέσεων παγίων για όλα τα έτη, με αποτέλεσμα το αποτυπωμένο συνολικό ύψος αποσβέσεων να υπερβαίνει τα πάγια, 3) δεν προκύπτει η καταβολή του ποσού των 680.000 ευρώ για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και 4) αγορά παγίων ποσού 741.566,44 ευρώ έχει καταχωρηθεί παράνομα στον λογαριασμό «διάφορα έξοδα». Εν κατακλείδι, ο λογιστής φοροτεχνικός … διαπιστώνει λάθη και «αταξίες» των φορολογικών δηλώσεων, που έχουν ως συνέπεια αυτές να μην ανταποκρίνονται με τα πραγματικά οικονομικά αποτελέσματα. Εξάλλου, κατόπιν αναβολής της από 20.10.2017 Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της πρώτης καθ’ ης ναυτικής εταιρείας με αντικείμενο την έγκριση των οικονομικών καταστάσεών της για τα έτη 2014, 2015 και 2016, λόγω αντιρρήσεων των μετόχων της πλειοψηφίας – αιτούντων επί των σχετικών οικονομικών στοιχείων, αυτές εγκρίθηκαν απουσία των τελευταίων στις 15.12.2017. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι καθ’ ων η αίτηση προσκομίζουν μεν μετ’ επικλήσεως παραστατικά στοιχεία σχετικά με το κόστος μετασκευής του πλοίου «…», εξακολουθούν, όμως, να μην διευκρινίζουν τον τρόπο με τον οποίο «καλύφθηκε» το ποσό των 680.000 ευρώ από τον δεύτερο καθ’ ου η αίτηση ούτε να προσκομίζουν σχετικά έγγραφα. Το γεγονός δε ότι ήδη έχουν υποβληθεί στην αρμόδια ΔΟΥ τροποποιητικές δηλώσεις, σε χρόνο μεταγενέστερο της σύνταξης της έκθεσης του λογιστή …, συγκεκριμένα τον Νοέμβριο 2017, τα αποτελέσματα των οποίων διαφοροποιούνται ουσιωδώς από τις αρχικές, καταδεικνύει ακριβώς ότι υπήρξαν αταξίες ως προς τη διαχείριση των υποθέσεων της πρώτης καθ’ ης, χρήζει δε ελέγχου το κατά πόσο αυτές προέκυψαν από αριθμητικό λάθος, ήτοι εσφαλμένη εγγραφή των παγίων από τον χειριστή του μηχανογραφικού συστήματος, στο οποίο οι καθ’ ων η αίτηση αποδίδουν τις εσφαλμένες δηλώσεις με τις προτάσεις τους. Άλλωστε, η καταβολή μερισμάτων στους αιτούντες για συγκεκριμένα έτη κατά τα οποία η πρώτη καθ’ ης είχε εμφανίσει κέρδη δεν αποκλείει το γεγονός να καταβλήθηκαν αυτά μειωμένα σε σχέση με τα πράγματι οφειλόμενα, λόγω εγγραφής μειωμένων κερδών, ή και να μην καταβλήθηκαν σε έτη κατά τα οποία η εταιρεία στην πραγματικότητα παρουσίαζε κερδοφορία και όχι ζημία, όπως αναληθώς είχε αποτυπωθεί στις αρχικές φορολογικές δηλώσεις και στα βιβλία. Περαιτέρω, στην προσκομιζόμενη με την προσθήκη – αντίκρουση των καθ’ ων η αίτηση από 8.6.2018 βεβαίωση του λογιστή … περί τηρήσεως σε ηλεκτρονική μορφή βιβλίου μητρώου παγίων δε διευκρινίζεται από πότε τηρείται αυτό. Τέλος, από το γεγονός ότι η πρώτη καθ’ ης εταιρεία, νόμιμα εκπροσωπούμενη για την υπογραφή των εν λόγω συμβάσεων από την τέταρτη καθ’ ης …, έχει ναυλώσει ολικά το πλοίο της «…» επανειλημμένα στον πρώτο καθ’ ου … (βλ. ενδεικτικά τις από 3.12.2015, 2.4.2016 και 4.4.2016 συμβάσεις ολικής ναύλωσης που προσκομίζουν και επικαλούνται οι αιτούντες), ενόψει και των προαναφερθέντων, πιθανολογείται απώλεια εσόδων για την πρώτη καθ’ ης εταιρεία, ανεξαρτήτως της νομιμότητας των συμβάσεων αυτών δυνάμει του άρθρου 15 ν. 959/1979. Από τα ανωτέρω πιθανολογούνται αταξίες περί τη διαχείριση των υποθέσεων της πρώτης καθ’ ης. Εξάλλου, οι αιτούντες νομιμοποιούνται ενεργητικά να ζητούν τον έλεγχο της εταιρείας ως κατέχοντες ποσοστό πλέον των 3/20 των μετοχών της. Επομένως, συντρέχουν οι τασσόμενες από τον νόμο προϋποθέσεις να διαταχθεί ο αιτούμενος έλεγχος, σύμφωνα με την πρόβλεψη της διατάξεως του άρθρου 40 παρ. 1 ν. 959/1979. Μετά από αυτά πρέπει η αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία, να διαταχθεί ο οικονομικός έλεγχος της καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, με τη σημείωση ότι οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου αυτής κατά το ποσό του 1.240.000 ευρώ και κατά το ποσό των 680.000 ευρώ, κατόπιν της από 18.3.2014 αποφάσεως της έκτακτης Γ.Σ. αυτής, έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο προγενέστερης αίτησης των αιτούντων, επί της οποίας εκδόθηκε η 12/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου …, όπως προαναφέρθηκε, με συνέπεια να μην επιτρέπεται νέος έλεγχος της εν λόγω Απόφασης Γ.Σ., να οριστεί, όπως ζητούν οι αιτούντες, εφόσον δεν υφίσταται εμφανής αιτία να αποστεί το Δικαστήριο από το αίτημά τους, ελεγκτής ο …, ορκωτός ελεγκτής λογιστής (Α.Μ. ΣΟΕΛ …) της εταιρείας ορκωτών ελεγκτών λογιστών «….» (…), οδός …, ο οποίος, αφού λάβει υπόψη το σύνολο των αφορώντων την οικονομική διαχείριση εταιρικών βιβλίων και εγγράφων της ανωτέρω εταιρείας, εντός προθεσμίας τεσσάρων (04) μηνών από την προς αυτόν επίδοση της αποφάσεως αυτής, θα διενεργήσει και θα ολοκληρώσει τον  οικονομικό έλεγχο της ελεγκτέας εταιρείας για τη διαχειριστική περίοδο των ετών 2009 έως και 2017. Παραλλήλως, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 947 παρ. 1 εδάφ. α΄ΚΠολΔ, πρέπει να υποχρεωθούν οι καθ’ ων, πλην της πρώτης καθ’ ης ναυτικής εταιρείας, μέλη του δ.σ. αυτής, ιδίως δε ο δεύτερος και ο τρίτος των καθ’ ων η αίτηση, να δίδουν τις απαραίτητες πληροφορίες και έγγραφα στον ελεγκτή και να ανεχθούν τη διενέργεια του ελέγχου στην έδρα αυτής (εταιρείας) ή στο πλοίο «…», κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, παρέχοντας στον ορισθέντα ελεγκτή κάθε αναγκαίο στοιχείο για την ευόδωση της αποστολής του, οσάκις δε αρνούνται να παραστούν ή να δίδουν εξηγήσεις ή τα παραστατικά, να απειλείται σε βάρος εκάστου και υπέρ των αιτούντων χρηματική ποινή ύψους χιλίων (1.000) ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός για κάθε πράξη παρακωλύσεως του ελέγχου. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης των αιτούντων θα επιβληθεί, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος των αιτούντων, στους καθ’ ων (άρθρα 746 εδ. β΄, 741, 178 παρ. 1, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ      

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τον έλεγχο της καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας «… για τις διαχειριστικές χρήσεις 2009, 2010, 2011, 2012, 2013, 2014, 2015, 2016 και 2017 και, στα πλαίσια αυτού, τον έλεγχο επιπρόσθετα: α) της πιστοποίησης καταβολής του τελευταίου ποσού της αυξήσεως μετοχικού κεφαλαίου (680.000 ευρώ) από τα μέλη του δ.σ. της πρώτης καθ’ ης εταιρείας και β) όλων των συμβάσεων (ναυλώσεων κ.λπ.) που συνήψε ο δεύτερος των καθ’ ων και αφορούν στην εκναύλωση του πλοίου με οιοδήποτε τρίτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά τις παραπάνω διαχειριστικές χρήσεις, καθώς και οποιωνδήποτε άλλων συμβάσεων / συνεργασιών οιασδήποτε νομικής μορφής και φύσης έχουν συναφθεί στις άνω διαχειριστικές περιόδους από την πρώτη καθ’ ης εταιρεία «…».

ΟΡΙΖΕΙ ελεγκτή τον …, ορκωτό ελεγκτή λογιστή (Α.Μ. ΣΟΕΛ …) της εταιρείας ορκωτών ελεγκτών λογιστών «….» (…), οδός …, ο οποίος, αφού λάβει υπόψη το σύνολο των αφορώντων την οικονομική διαχείριση εταιρικών βιβλίων και εγγράφων της ανωτέρω εταιρείας, εντός προθεσμίας τεσσάρων (04) μηνών από την προς αυτόν επίδοση της αποφάσεως αυτής, θα διενεργήσει και θα ολοκληρώσει τον  οικονομικό έλεγχο της ελεγκτέας εταιρείας για τη διαχειριστική περίοδο των ετών 2009 έως και 2017.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους καθ’ ων, πλην της πρώτης καθ’ ης ναυτικής εταιρείας, μέλη του δ.σ. αυτής, ιδίως δε τον δεύτερο και τον τρίτο των καθ’ ων η αίτηση, να δίδουν τις απαραίτητες πληροφορίες και έγγραφα στον ελεγκτή και να ανεχθούν τη διενέργεια του ελέγχου στην έδρα αυτής (εταιρείας) ή στο πλοίο «…», κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, παρέχοντας στον ορισθέντα ελεγκτή κάθε αναγκαίο στοιχείο για την ευόδωση της αποστολής του, οσάκις δε αρνούνται να παραστούν ή να δίδουν τις απαραίτητες πληροφορίες ή έγγραφα, απειλεί σε βάρος εκάστου και υπέρ των αιτούντων χρηματική ποινή ύψους χιλίων (1.000) ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός για κάθε πράξη παρακωλύσεως του ελέγχου.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους καθ’ ων σε καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης των αιτούντων, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ