ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 4330 /2018
(Γενικός αριθμός κατάθεσης έφεσης: 4866/2017)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης έφεσης: 81/2017)
(Γενικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 5549/2017)
(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 2699/2017)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΣYΓΚPΟTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 26η Σεπτεμβρίου 2017 για να δικάσει με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών την υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 4866/2017 και 81/2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 5549/2017 και 2699/2017 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 29/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, και με αντικείμενο την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών σε εργαζόμενο, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ Πλοίων, νομίμως εκπροσωπουμένης, που παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Μαρίας Αρβανίτη του Κυριάκου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1322), κατοίκου …, που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ Πατρών, που παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δια της πληρεξουσίας του δικηγόρου Ελένης Καλογιάννη-Κοντοσσέα (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1439), κατοίκου …, που κατέθεσε προτάσεις.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε την από 17-12-2014 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς καταθέσεως 7406/2014 και 167/2014 αγωγή κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία ζητούσε ό,τι αναφέρεται σ’ αυτήν. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 29/2017 οριστική απόφασή του κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται πλέον η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την από 9-5-2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 4866/2017 και 81/2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 5549/2017 και 2699/2017 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 29/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, στρεφόμενη κατά του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 26-9-2017 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 12, ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεση για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν, ο δε εφεσίβλητος ζητεί την απόρριψή της για όσους λόγους εκθέτει στις προτάσεις του.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται ως άνω, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των οποίων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους προφορικά, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και τις προτάσεις που κατέθεσαν.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦΘHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ και 1 του Ν.2112/1920 προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ.1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της συμβάσεως. Στοιχεία της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη κατ’ άρθρο 216 παρ.1α ΚΠολΔ, με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί δεδουλευμένες αποδοχές ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση ποσά, όπως προσαυξήσεις νυχτερινής εργασίας, αμοιβή υπερεργασίας, νόμιμης ή παράνομης υπερωριακής εργασίας κτλ., είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 721/2012 ΝοΒ 2012.2400, ΑΠ 1561/2011, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω δε, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω αναφερόμενες νόμιμες αποδοχές που προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν δηλαδή ο «κλειστός» μισθός δεν καλύπτει το σύνολο των ως άνω αναφερόμενων ελάχιστων νομίμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει την διαφορά. Σημειώνεται δε ότι στην περίπτωση που ο «κλειστός» μισθός είναι μεγαλύτερος των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 8 του Ν.Δ. 4020/1959 ως μη προσιδιάζουσα στην ιδιομορφία και τις συνθήκες της ναυτικής εργασίας (ΕφΠειρ 745/2009 αδημ.). Ως εκ τούτου, στη σύμβαση ναυτικής εργασίας είναι έγκυρη συμφωνία κατά την οποία στον μεγαλύτερο των Σ.Σ.Ν.Ε. «κλειστό» μισθό που θα καταβάλλεται στον ναυτικό θα περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την παρεχόμενη, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, υπερωριακή εργασία, με την έννοια ότι η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία που παρασχέθηκε θα συμψηφίζεται στο ποσό που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του νόμιμου και του μεγαλύτερου μισθού που συμφωνήθηκε να καταβάλλεται, καλύπτει δηλαδή ο «κλειστός» μισθός αμοιβή για υπερωριακή εργασία, υπό την προϋπόθεση ότι ο μισθός αυτός επαρκεί για την κάλυψη των οφειλομένων πραγματικών υπερωριών (ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝΔ 2012.381, ΕφΠειρ 434/2011 ΕΝΔ 2012.24, βλ.Δ.Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, εκδ.Αντ.Ν.Σάκκουλα, 1994, β’ εκδ., σελ.204-205). Περαιτέρω, με τα άρθρα 11, 12 παρ.1, 13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 3525.1.5.2/01/2011 «περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011» (ΦΕΚ Β’ 1070/31-5-2011) που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς…Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από του παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου, ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Καθόσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του βασικού μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ.1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50%, όπως η υπερωριακή εργασία των καθημερινών (ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 91/2003 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 29/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 663επ., σε συνδ. με το άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513 §1β΄, 516 §1, 517, 518 §2, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στις 9-5-2017, η εκκαλουμένη εκδόθηκε στις 24-3-2017, ενώ δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας εάν έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης μεταξύ των διαδίκων, γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται από την πλευρά του εφεσιβλήτου, συνακόλουθα, ενεργοποιείται η τριετής καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, η οποία δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος, που ήταν εν μέρει ηττηθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω εν μέρει παραδοχής της κρινόμενης αγωγής του ενάγοντος-εφεσιβλήτου σε βάρος της, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (ΚΠολΔ 42, 44, 14 παρ.1-2, 17Α, όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011, ενόψει και της έγγραφης και ρητής συμφωνίας των διαδίκων περί παρέκτασης της κατά τόπο αρμοδιότητας στα Δικαστήρια Πειραιώς), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 533 §1), ενόψει και του ότι δεν απαιτούταν, κατ’ άρθρα 495 παρ.4 και 663 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (έναρξη ισχύος από 2-4-2012) η κατάθεση παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης (ΜονΠρΚοριν 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 17-12-2014 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς καταθέσεως 7406/2014 και 167/2014 αγωγή του κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία εξέθετε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη ναυτική εταιρεία στην Πάτρα προσελήφθη και ναυτολογήθηκε, κατ’ άρθρα 53 και 54 του ΚΙΝΔ, με την ειδικότητα του Επίκουρου στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο “…”, με αριθμό νηολογίου …, ολικής χωρητικότητας 30902 κόρων, με διεθνές διακριτικό σήμα …, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα και εκμετάλλευση στην εναγομένη, απασχολούμενος σε αυτό κατά τα χρονικά διαστήματα από 3-4-2013 έως 6-9-2013, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου, από 1-10-2013 έως 16-12-2013, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας μέχρι τη 19-12-2013, από 19-12-2013 έως 12-2-2014, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου και από 2-4-2014 έως 23-11-2014, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου, ότι συμφωνήθηκε μηνιαίος μισθός όπως καθορίζεται από τη ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών και τουριστικών επιβατηγών πλοίων, των ετών 2013 και 2014, ότι το πλοίο εκτελούσε πλόες από το λιμένα Πάτρας προς Ηγουμενίτσα-Ανκόνα Ιταλίας μετ’ επιστροφής, μεταφέροντας επιβάτες και οχήματα ανά δύο εβδομάδες ενώ ήταν καθημερινά κατά τους θερινούς μήνες, όπως εκτίθενται ειδικότερα στην αγωγή, ότι τα καθήκοντά του αφορούσαν εν γένει στον εφοδιασμό, τη «λάντζα» και την καθαριότητα των δύο εστιατορίων του πλοίου, απασχολούμενος υπερωριακώς, κατά μέσο όρο επί 14 ώρες ημερησίως, ενώ κατά τους θερινούς μήνες, που τα δρομολόγια ήταν καθημερινά και η επιβατική κίνηση πιο αυξημένη, κατά 15 ώρες ημερησίως, όπως εκτίθενται ειδικότερα στην αγωγή οι ώρες εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, στα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα του χειμερινού και του θερινού προγράμματος πλόων, ότι για το σύνολο των υπερωριών εργασίας του οι απαιτήσεις του ανέρχονταν στο ποσό των 12.981,93 ευρώ, το οποίο όφειλε να του καταβάλει η εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια και εργοδότριά του, και βάσει αυτών των πραγματικών περιστατικών, ζητούσε, με κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, να του καταβάλει η εναγομένη ναυτική εταιρεία το συνολικό ποσό των 12.981,93 ευρώ, ως υπόλοιπο αμοιβής του που αντιστοιχεί σε διαφορές για την υπερωριακή αμοιβή καθημερινών ημερών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών από την παροχή της ναυτικής εργασίας του στο ως άνω πλοίο της, νομιμοτόκως από τον χρόνο της τελευταίας απόλυσής του στις 23-11-2014, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής του και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης για τη μεταξύ τους δίκη.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ως παραδεκτώς ασκηθείσα και νόμιμη, την έκανε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.389,90 ευρώ, ως διαφορά από αμοιβή υπερωριακής εργασίας του στο πλοίο της, κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 3.500 ευρώ και τέλος, καταδίκασε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 250 ευρώ για τη δικαστική του δαπάνη στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω της εν μέρει ήττας της και αντίστοιχης νίκης αυτού.
Ήδη η εκκαλούσα ως εν μέρει ηττηθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη παραπονείται με την από 9-5-2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 4866/2017 και 81/2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 5549/2017 και 2699/2017 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 29/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, έναντι του ενάγοντος-εφεσίβλητου για τους λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει των οποίων κατέτεινε στην έκδοση της εκκαλουμένης. Με βάση τους λόγους έφεσης, η εκκαλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της τυπικά και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, να απορριφθεί η από 17-12-2014 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς καταθέσεως 7406/2014 και 167/2014 αγωγή του ενάγοντος-εφεσιβλήτου σε βάρος της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της, κατά παραδοχή των λόγων έφεσής της και να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στην εν γένει δικαστική του δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Περαιτέρω, αναφορικά με τους λόγους έφεσης, τυγχάνουν γενικόλογοι και αόριστοι και ωσαύτως απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, αφού δεν ορίζεται συγκεκριμένα με αυτούς σε τι πάσχει η εκκαλουμένη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, παρά μόνο εντελώς γενικώς και αορίστως πλήττεται η ουσιαστική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως εσφαλμένη, επειδή και μόνον έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή του εφεσιβλήτου σε βάρος της εκκαλούσας. Επισημαίνεται δε, πέραν τούτων, ότι όπως διαπιστώνεται από τις προτάσεις της εκκαλούσας στην κατ’ έφεση δίκη, δεν επαναφέρονται νομίμως, ως όφειλε, οι πρωτόδικοι ισχυρισμοί της, στους οποίους κατ’ ουσίαν βασίζει και τους προτεινόμενους λόγους έφεσής της κατά της εκκαλουμένης, καθόσον η εκκαλουμένη αρκείται απλώς σε μία αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, χωρίς τον προσήκοντα νόμιμο τρόπο, κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, βάσει του οποίου προτάσεις προηγουμένων συζητήσεων επαναφέρονται νομίμως στο ίδιο ή σε ανώτερο δικαστήριο με την προσαγωγή επικυρωμένου αντιγράφου και με αναφορά στα συγκεκριμένα μέρη ή στους ισχυρισμούς των επαναφερόμενων προτάσεων, η δε επανυποβολή τους πρέπει να είναι σαφής και ορισμένη, με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν, κατά τρόπο ώστε να προκύπτει εξ αυτής ο εκ νέου επικαλούμενος ισχυρισμός που έχει προβληθεί κατά την προηγούμενη συζήτηση και επαναλαμβάνεται κατά τη νέα συζήτηση με αναφορά στις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζήτησης, που πρέπει να προσκομίζονται σε επικυρωμένο αντίγραφο, χωρίς να αρκεί και να είναι νόμιμη η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ισχυρισμών, με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων τυχόν συρράπτεται και ενσωματώνεται ολόκληρο στις προτάσεις του παρόντος δεύτερου βαθμού ενώπιον του κατ’ έφεση δικάζοντος δικαστηρίου. Εν προκειμένω, η εκκαλούσα επικαλέστηκε γενικώς τις υποβληθείσες πρωτοδίκως προτάσεις, άνευ ειδικότερης αναφοράς σε ορισμένα μέρη ή ισχυρισμούς αυτών, παρά μόνο με τη ανεπαρκή μνεία στις προτάσεις της επί της δευτεροβάθμιας δίκης «σε απόκρουση της εφέσεως του αντιδίκου επικαλούμεθα και τους ισχυρισμούς μας που περιέχονται στις προτάσεις μας της πρωτοβαθμίου δίκης και οι οποίες προτάσεις μας έχουν κατά λέξη ως εξής:…», χωρίς όμως με το κύριο σώμα τους ενώπιον του εφετείου τούτου να επανυποβάλει τους προταθέντες πρωτοδίκως ισχυρισμούς της, με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεών της επί της πρωτόδικης συζήτησης της υπόθεσης, οπότε έτσι δεν πληρούνται οι όροι της ως άνω διάταξης και συνακόλουθα, δεν δύνανται να θεωρηθούν οι ισχυρισμοί αυτοί ως νομίμως προβληθέντες ενώπιον του κατ’έφεση δικάζοντος τούτου Δικαστηρίου, επομένως, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη (ΟλΑΠ 559/1974 ΝοΒ 23.147, ΑΠ 575/2014, ΑΠ 1346/2012, ΑΠ 1209/2011, ΑΠ 446/2011, ΑΠ 1294/2009, ΑΠ 2160/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1011/1994 ΕλλΔνη 1996.133, ΑΠ 438/1993 ΕλλΔνη 36.83, ΕφΑθ 5084/2001 ΕλλΔνη 2003.1415, ΕφΠειρ 547/2006, ΜονΠρΠειρ 3107/2016 αδημ.στον νομικό τύπο). Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την αναφορά που γίνεται στους λόγους έφεσης που προβάλλονται από την εκκαλούσα, με τους οποίους πλήττεται ως εσφαλμένη η ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να επανακριθούν τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για να αχθεί στη δικανική κρίση του, όπως αποτυπώθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση επί της ένδικης υπόθεσης.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης της εκκαλούσας-εναγομένης … –ο ενάγων-εφεσίβλητος δεν επιμελήθηκε της εξέτασης μάρτυρα στην πρωτοβάθμια δίκη-, ο οποίος νομίμως εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, όπως καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δίκης, λαμβάνεται δε υπόψη καθ’ εαυτή και ανάλογα με τη γνώση και την αξιοπιστία του, σε συνδυασμό προς το σύνολο των νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους μετ’ επικλήσεως εγγράφων, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτοτελώς προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα οποία άλλωστε στην προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη ακόμα και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 §1 εδ.α’ ΚΠολΔ), χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψη οι πρωτόδικες προτάσεις της εκκαλούσας-εναγομένης που δεν επαναφέρονται νομίμως στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 559/1979 Δ 5.500, ΑΠ 575/2014 ΤΝΠ Νόμος), από την υπ’ αριθ. …./26-11-2015 ένορκη βεβαίωση του …, που ελήφθη νομότυπα ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών Καλλιόπης Φραντζή του Κωνσταντίνου συζ. Διονυσίου Παυλοπούλου, με επιμέλεια του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, κατόπιν της από 23-11-2015 κλήσης γνωστοποίησης μαρτύρων και πρόσκλησης προς την εναγομένη-εκκαλούσα, που της επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 24-11-2015, πριν από είκοσι τέσσερεις (24) τουλάχιστον ώρες από τη λήψη της (βλ. υπ’ αριθ. …/24-11-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …), από τις προσκομιζόμενες εκ μέρους του ενάγοντος-εκκαλούντος φωτογραφίες από το επίδικο πλοίο, η γνησιότητα των οποίων ουδόλως αμφισβητήθηκε μεταξύ των διαδίκων (ΚΠολΔ 444 παρ.3, 445, 448 παρ.2, 457 παρ.4 – ΑΠ 378/1997 ΕλλΔνη 1997.1789, ΑΠ 1265/1995 ΕλλΔνη 1997.808, ΕφΘεσ 3136/2000 Νόμος, ΕφΑθ 4020/1999 ΑρχΝ 2001.419, ΕφΛαρ 459/1998 ΑρχΝ 1999.369), καθώς και από όσα συνομολογούν εν γένει οι διάδικοι, όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν και προέκυψαν κατά την προφορική διαδικασία στο ακροατήριο, με βάση τα πρακτικά της δίκης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, όπως αναφέρονται ειδικότερα και περιοριστικά παρακάτω (ΚΠολΔ 261, 352 §1) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (ΚΠολΔ 336 §4), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Με τις από 3-4-2013 και από 1-10-2013 συμβάσεις ναυτικής εργασίας, ο ενάγων, απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, ναυτολογήθηκε ως Επίκουρος στο υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου … Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «…», ολικής χωρητικότητας 30.902 κόρων, πλοιοκτησίας της εναγόμενης, όπου και υπηρέτησε, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ήτοι: α) από την 3-4-2013 έως την 6-9-2013, οπότε απολύθηκε στην Πάτρα, «αμοιβαία συναινέσει» του ιδίου και του πλοιάρχου, β) από την 1-10-2013 έως την 16-12-2013, οπότε απολύθηκε στην Πάτρα, λόγω αδείας, γ) από τη 19-12-2013 έως τη 12-2-2014, οπότε απολύθηκε στην Πάτρα, «αμοιβαία συναινέσει» του ιδίου και του πλοιάρχου και δ) από τη 2-4-2014 έως την 23-11-2014, οπότε απολύθηκε στην Πάτρα, «αμοιβαία συναινέσει» του ιδίου και του πλοιάρχου, αφού μεσολάβησε αντικατάσταση ναυτολογίου στις 12-9-2014, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο στη δικογραφία ναυτικό φυλλάδιό του με στοιχεία … καθώς και την ατομική καρτέλλα ναυτικού του ενάγοντος. Βάσει των ως άνω συμβάσεων ναυτικής εργασίας, συμφωνήθηκε ο ενάγων να αμείβεται με «κλειστό» μηνιαίο μισθό ύψους 1.857,82 €. Στο ποσό αυτό συμφωνήθηκε να συμπεριλαμβάνεται ο βασικός μισθός, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα Σαββάτων και αργιών, το επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, το επίδομα υπερωριών και τα λοιπά επιδόματα και αποδοχές δεδουλευμένων που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας (βλ. το εδάφιο με αριθμό 2 της από 3-4-2013 επίδικης σύμβασης, καθώς και το εδάφιο περί «Μισθών» της από 1-10-2013 επίδικης σύμβασης). Κάθε ποσό που καταβάλει η εναγόμενη εταιρεία στον ενάγοντα πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον ενάγοντα υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με την ίδια σύμβαση ναυτικής εργασίας. Συνεπώς, δυνάμει και των δύο αυτών συμβάσεων, είχε επιπλέον συμφωνηθεί ποσά που καταβάλλονται από την εναγόμενη στον ενάγοντα και δεν προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. να καλύπτουν πιθανή υπερωριακή εργασία (βλ. με αριθμό 1 πρόσθετο όρο της από 1-10-2013 σύμβασης και εδάφιο 4 της από 3-4-2013 σύμβασης), συμφωνία, η οποία, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία που παρασχέθηκε από τον ενάγοντα έγκυρα συμψηφίζεται με το ποσό που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του νόμιμου και του μεγαλύτερου μισθού που συμφωνήθηκε να καταβάλλεται σε αυτόν από την εναγομένη εργοδότριά του, το δε ανωτέρω αυτό ποσό (της διαφοράς μεταξύ του νόμιμου και του υψηλότερου μισθού, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται οι πάγιες υπερωρίες που κάλυπτε ο ενάγων κατά τις καθημερινές και κατά τα Σάββατα και τις αργίες) θα αφαιρεθεί από την αμοιβή υπερωριακής εργασίας που δικαιούται ο ενάγων με βάση τις υπερωρίες που απασχολήθηκε πράγματι στο πλοίο της εναγομένης, εφόσον το δεύτερο υπερβαίνει σε ύψος το πρώτο (βλ. σχετ. ΕιρΠειρ 39/2012, σε συνδυασμό με ΜονΠρΠειρ 1443/2013 αδημ. στον νομικό τύπο). Επίσης, είχε συμφωνηθεί ότι κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρεία στον ναυτικό (ενάγοντα) πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από αυτόν υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση και ότι ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ως προς δε την εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε., αυτή είναι η εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων των Μεσογειακών-Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, όπως προκύπτει από ρητή μνεία επί της σύμβασης (βλ. σχετικό εδάφιο της από 1-10-2013 σύμβασης), αλλά και λόγω του ότι αφενός μεν ο ενάγων είναι μέλος συνδικαλιστικής οργάνωσης που ανήκει στα μέλη της, συμβληθείσας στην ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., Π.Ν.Ο. (βλ. στους λογαριασμούς μισθοδοσίας που προσκομίζονται από την εναγομένη τη μηνιαία παρακράτηση υπέρ Π.Ν.Ο.), αφετέρου, η εναγόμενη αποτελεί μέλος της συμβληθείσας στην ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. αντίστοιχης εργοδοτικής οργάνωσης, γεγονός που συνομολογείται, ενόψει του ότι δεν αμφισβητήθηκε από αυτήν. Σε περίπτωση δε που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στον λογαριασμό μισθοδοσίας του ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται, είτε επειδή δεν προβλέπονται από τη μεταξύ τους σύμβαση ναυτικής εργασίας είτε επειδή δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του είτε επειδή δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, συμφωνήθηκε μεταξύ τους ότι η εταιρεία ή ο πλοίαρχος δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας. Περαιτέρω δε, αποδείχθηκε ότι κατά τις επίδικες περιόδους, το ένδικο πλοίο εκτελούσε μετ’ επιστροφή το δρομολόγιο Πάτρα-Ηγουμενίτσα-Ανκόνα, μεταφέροντας επιβάτες και οχήματα. Ο ενάγων απασχολούταν στα εστιατόρια του ως άνω πλοίου, μεταφέροντας εφόδια από τις αποθήκες του πλοίου σε αυτά, προσφέροντας εργασία στη «λάντζα» για το πλύσιμο και την τακτοποίηση των σκευών, καθώς και παρέχοντας εν γένει υπηρεσίες καθαρισμού σε όλους τους χώρους και φύλαξης (προσωπικό ασφαλείας) του πλοίου, όταν το πλοίο δεν ήταν εν πλω, σχετικές με την ειδικότητά του ως Επίκουρου. Με τα ανωτέρω καθήκοντα απασχολούταν κατά τη χειμερινή περίοδο -κατά το διάστημα από 7/9 έως 27/6- και κατά μέσο όρο για δώδεκα (12) ώρες ανά ημέρα απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων και των αργιών, ενώ δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί 14ωρης καθημερινής εργασίας, καθώς, εκτός του ότι κρίνεται υπερβολικό, αφού δεν συνάδει με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δεν επιβεβαιώνεται από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο το πλοίο διανυκτέρευε έξι (6) ημέρες ανά δεκαπενθήμερο πρόγραμμα δρομολογίων του στα λιμάνια Πάτρας και Ανκόνας, και δη, καταπλέοντας και παραμένοντας στο μεν λιμάνι της Πάτρας για δύο νύχτες και συγκεκριμένα από τις 14:30 της Κυριακής μέχρι τις 17:30 της Τρίτης, στο δε λιμάνι της Ανκόνας για τέσσερις νύχτες του δεκαπενθημέρου (Τετάρτη-Σάββατο-Τρίτη-Παρασκευή) από τις 17:30 έως τις 14:30 της επόμενης μέρας, οπότε συνάγεται ότι δεν μπορεί να ασκούσε τα ίδια ναυτικά καθήκοντα με υπερωρίες, πέραν του βασικού ωραρίου του, αφού δεν εκτελούνταν καν πλόες κατά τις διανυκτερεύσεις αυτές στους λιμένες προορισμού. Και ναι μεν το πλήρωμα, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, εκτελούσε εργασίες καθαριότητας κατά το ως άνω διάστημα που το πλοίο διανυκτέρευε, όμως προφανώς, μη λειτουργούντων των δύο εστιατορίων, τα οποία εξυπηρετούσε ο ενάγων, οι ώρες εργασίας του από το βασικό του ωράριο πρέπει να ήταν ευλόγως μειωμένες. Κατά δε τη θερινή περίοδο, ήτοι από 28/6 έως και 6/9 των ετών 2013 και 2014, όπου τόσο τα δρομολόγια, όσο και οι επιβάτες αυξάνονταν λόγω της ανόδου της τουριστικής κίνησης και στα ακτοπλοϊκά-μεσογειακά ταξίδια, υπήρχε ενίσχυση του αριθμού των μελών του πληρώματος του πλοίου, το οποίο σχεδόν διπλασιαζόταν, εκτιμάται δε, ωστόσο, ότι ο ενάγων εργαζόταν κατά μέσο όρο δεκατρείς (13) ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων και των αργιών, ενόψει του ότι η πρόσληψη και ναυτολόγηση επιπλέον προσωπικού δεν είναι αντίστοιχη κατά τρόπο ώστε να εξακολουθούν να απασχολούνται το ίδιο με το χειμερινό ωράριο των δώδεκα (12) ωρών ημερησίως, αλλά, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΚΠολΔ 336 παρ.4), πάντοτε τα υπηρεσιακά καθήκοντα των ναυτικών είναι εντατικοποιημένα κατά τη θερινή περίοδο λόγω κατακόρυφης επαύξησης του αριθμού των δρομολογίων και του αριθμού των επιβατών που μεταφέρονται με τα πλοία ένεκα της κορύφωσης της τουριστικής κίνησης, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εκκαλούσας ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Τούτο προκύπτει τόσο από το σχετικό έγγραφο που προσκομίζεται από τον ενάγοντα σχετικά με τα υπηρεσιακά καθήκοντά του (βλ. Cruise Programme Superfast- Πάτρα προς Ανκόνα και αντιστρόφως), όσο και από την αξιόπιστη και συγκεκριμένη ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει ο ενάγων, βάσει της οποίας, οι προσληφθέντες οκτώ (8) Επίκουροι του πλοίου δεν ήταν επαρκείς για να καλύψουν τις ιδιαίτερα αυξημένες ανάγκες ενός τόσο μεγάλου πλοίου, οπότε αναγκάζονταν να εργάζονται εντατικά και πέρα από το νόμιμο ωράριό τους για πολλές ώρες ημερησίως, προκειμένου να ανταποκριθούν στις εργασιακές τους υποχρεώσεις. Στο πλοίο υπήρχαν μάλιστα πέντε μπαρ και δύο εστιατόρια («Σελφ σέρβις» και «Α λα καρτ») και ο ενάγων, σύμφωνα με την ως άνω ένορκη βεβαίωση εργαζόταν εφοδιάζοντάς τα με προμήθειες, όπως τρόφιμα, αναψυκτικά, νερά και ποτά, εργαζόταν στη «λάντζα» των δύο αυτών εστιατορίων, για το πλύσιμο και τακτοποίηση των χρησιμοποιούμενων σκευών, καθάριζε τα ράφια, τους νεροχύτες και τα δάπεδα, καθώς και δύο σάλες επιφάνειας περί τα 1.000 τ.μ., τα δε εστιατόρια αυτά λειτουργούσαν το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ επί τρεις ώρες κάθε φορά, για το πρόγευμα, το γεύμα και το δείπνο, ενώ προκύπτει από τα ανωτέρω ότι ο ενάγων απασχολούταν υπερωριακά σε αυτά σε τακτική (καθημερινή) βάση πριν (μισή ώρα για εφοδιασμό), κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά το πέρας της κανονικής λειτουργίας τους προς το επιβατικό κοινό (2 ώρες για λάντζα, καθαριότητα και τακτοποίηση), σύμφωνα με τον ίδιο μάρτυρα. Σημειώνεται δε ότι το εν λόγω πλοίο αναφέρεται με ειδική μνεία στον σχετικό ναυτιλιακό τύπο ως «κόκκινος πραγματικός γίγαντας» και ότι έχει μήκος περίπου 200μ., πλάτος 25μ. και 11 ορόφους και ότι μπορεί να μεταφέρει 1.639 επιβάτες και 900 οχήματα (βλ. ……………, Τετάρτη, 17 Ιουνίου 2009). Άλλωστε, όπως και στην υπ’ αριθ. πρωτ. …/../2013 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου περί «Καθορισμού σύνθεσης πληρώματος Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου “…” Ν.Π….» ορίζεται, στην οργανική σύνθεση του πληρώματος του εν λόγω πλοίου συμπεριλαμβάνονταν εννέα (9) θαλαμηπόλοι και οκτώ (8) επίκουροι, η δε οργανική σύνθεση, συμπεριλαμβανομένου του κλάδου γενικών υπηρεσιών, συμπληρώνεται κατά την κρίση του πλοιοκτήτη λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τον αριθμό επιβαινόντων, τον εξοπλισμό επί του πλοίου, των μεθόδων εργασιών που εφαρμόζονται και των μέσων που παρέχονται, η δε προαναφερόμενη σύνθεση πληρώματος δεν θίγει την τήρηση κανόνων ασφαλείας, όρων και προϋποθέσεων πιστοποιητικών ασφαλείας αυτού, καθώς και λοιπών όρων περί προσωπικού πλοίων και οργάνωσης χρόνου εργασίας ναυτικών, διατροφής, τροφοδοσίας, ασφαλούς διαχείρισης, επαγγελματικής ασφάλειας και υγιεινής, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Εξ αυτών συνάγεται ότι η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν εξαρτάται από την πληρότητα της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος του πλοίου, η οποία είναι αναγκαία για την ασφάλεια του πλου και μόνον, ενώ δεν αποκλείεται, παρά την απασχόληση όλων των μελών του πληρώματος σε καθεστώς πληρότητας της οργανικής σύνθεσης του πλοίου, να απαιτείται να εκτελούν και υπερωριακή εργασία, για την οποία βεβαίως δικαιούνται να αμείβονται. Δηλαδή η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια του πλου και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, γεγονός που άλλωστε επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, που προσκομίστηκαν στη δικογραφία και συνομολογείται από την εναγομένη-εκκαλούσα (ΚΠολΔ 352), αναγνωριζομένης εκ προοιμίου της ανάγκης υπερωριακής εργασίας του (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 736/2005, ΕφΠειρ 276/2005, ΕφΠειρ 616/2004, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο), απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της εκκαλούσας ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Ως προς την υπερωριακή απασχόλησή του, στην ανωτέρω κρίση άγεται το παρόν Δικαστήριο με βάση τα προαναφερθέντα, και ιδίως: α) ενόψει των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω μεσογειακές-ακτοπλοϊκές γραμμές με συνεχή και πολύωρα δρομολόγια, ιδίως κατά τη θερινή τουριστική περίοδο, β) της σταθερής καταβολής προς αυτόν κάθε μήνα ποσών αποδοχών δεδουλευμένων για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο τις καθημερινές και τις Κυριακές, όσο και τα Σάββατα και τις αργίες, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες καταστάσεις-λογαριασμούς μισθοδοσίας του (βλ. σχετ. συγκεντρωτικές καταστάσεις αποδοχών του ενάγοντος από 4-4-2013 έως 31-12-2013 και από 1-1-2014 έως 23-11-2014,που προσκομίζονται, συμπεριλαμβανομένων αποδοχών για υπερωρίες-έξτρα ώρες, Σάββατα και αργίες), γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες που ήταν αυξημένη η τουριστική και επιβατική κίνηση σε σύγκριση με τη χειμερινή περίοδο και δ) από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο (ΜονΕφΠειρ 289/2017 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 736/2005, ΕφΠειρ 276/2005, ΕφΠειρ 616/2004, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο). Έτσι ο ενάγων, εξαιρουμένων των ημερών που το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο, λόγω των διανυκτερεύσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων εργαζόταν με μειωμένες ώρες (στα όρια του κανονικού ωραρίου) λόγω μη λειτουργίας των εστιατορίων του πλοίου, κατά τα λοιπά πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που αφορούσαν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε προφανώς η κανονική απασχόλησή του των οκτώ (8) ωρών, αλλά όχι πέραν των δώδεκα (12) ωρών τη χειμερινή περίοδο και των δεκατριών (13) ωρών τη θερινή περίοδο, κατά μέσο όρο ημερησίως, και όχι επί δεκατέσσερις (14) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο τη χειμερινή περίοδο και δεκαπέντε (15) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο τη θερινή περίοδο, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο ίδιος. Η καθημερινή διάρκεια της εργασίας του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων ακριβώς καθορισμένη και συχνά εκτελούταν και εκτός των κανονικών χρονικών ορίων της, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων μεσογειακών-ακτοπλοϊκών γραμμών, τη δε θερινή περίοδο εκτιμάται ευλόγως ότι οι ώρες που εργαζόταν αυξάνονταν κατά τι σε σχέση με τη χειμερινή περίοδο, για όλους τους προδιαλαμβανόμενους λόγους (ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 736/2005, ΕφΠειρ 276/2005 αδημ. στον νομικό τύπο). Ειδικότερα, εκτιμάται ότι κατά τις καθημερινές και Κυριακές ο ενάγων παρείχε τέσσερεις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες υπερωριακής εργασίας, κατά τη χειμερινή περίοδο, ως άνω, ενώ κατά τη θερινή περίοδο, ως άνω, παρείχε κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές πέντε (5) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δεκατρείς (13) ώρες υπερωριακής εργασίας, οι οποίες ήταν επαρκείς, αλλά και αναγκαίες ως υπερωριακή εργασία για την κάλυψη των καθημερινών υπηρεσιακών καθηκόντων του ενάγοντος υπό την εργασιακή του απασχόληση στο εν λόγω πλοίο της εναγομένης-εκκαλούσας, απορριπτομένου ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν του σχετικού λόγου έφεσής της, καθόσον δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα με βάση τις εκτιθέμενες περιστάσεις της εργασίας του, σε συνδυασμό με τις διαπιστωμένες ανάγκες του πλοίου για την εξυπηρέτηση του επιβατικού κοινού και των εν γένει μεταφερόμενων, κατά τη χειμερινή και ιδίως τη θερινή περίοδο. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Μεσογειακών-Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού και δη αμάχητο ότι δηλαδή δεν απαιτείτο για τις ανάγκες της λειτουργίας του πλοίου η παροχή εκ μέρους του πληρώματος υπερωριακής εργασίας, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 764/2008, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 778/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο). Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγόμενη και επαναφέρεται με τον σχετικό λόγο της έφεσής της, ότι καθόλη την διάρκεια ναυτολόγησης στο ανωτέρω πλοίο ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη ή αντίρρηση, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός (για το οποίο δεν αποκλείεται η απόδειξη με κάθε πρόσφορο και νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως και έγινε εν προκειμένω, ως άνω) ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσής του, αν διαμαρτυρόταν, λαμβανομένης μάλιστα υπόψη της πράγματι δύσκολης θέσης κάθε εργαζόμενου ιδίως σε περίπτωση υψηλού δείκτη ανεργίας και της εύλογης ανάγκης του ενάγοντος για εργασία (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 778/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕφΠειρ 609/1988 ΕΝΔ 12.492, ΜονΠρΠειρ 3107/2016 αδημ. στον νομικό τύπο). Τούτο επιβεβαιώνεται και από την ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει ο ενάγων, βάσει της οποίας η εκκαλούσα πλήρωνε μεν υπερωρίες, αλλά όχι όλες όσες πραγματοποιούσαν οι εργαζόμενοι, οι οποίοι εξέφραζαν παράπονα γι’ αυτό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, κάνοντας υπομονή, διότι είχαν ανάγκη τα χρήματα για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο εν λόγω μάρτυρας. Άλλωστε, αυτή δεν συνιστά ούτε συνεπάγεται παραίτηση (άφεση χρέους) από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής (άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 του Ν.2112/1920, 8 παρ.4 του Ν.4020/1959), αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας του και δη αναφορικά με τις δικαιούμενες μισθολογικές και υπερωριακές αποδοχές του, είναι άκυρη, ακόμη κι αν έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας του (ΟλΑΠ 173/1961 ΕΕΔ 20.531, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 300/2007 ΕλλΔνη 48.1092, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1284/2001 ΕλλΔνη 43.129, ΕφΠειρ 56/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, ΕφΠειρ 180/2008 ΕΝΔ 2008.308, ΕφΠειρ 34/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1117/2005 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 704/2002 ΕΝΔ 30.370, ΕφΠειρ 892/2002 ΕΝΔ 30.437, ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 30.19, ΜονΠρΠειρ 3107/2016, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε, ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες κατά τη χειμερινή περίοδο, όπως ανωτέρω οριοθετήθηκε, και επί δεκατρείς (13) ώρες κατά τη θερινή περίοδο, όπως ανωτέρω επίσης οριοθετήθηκε, με εξαίρεση τις προαναφερόμενες ημέρες που το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο, λόγω καιρού ή εργασιών στο λιμάνι, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (ΚΠολΔ 534), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων ούτε διέλαβε ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της εκκαλούσας ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου, χωρίς να απαιτείται να προσδιοριστούν επακριβώς το καθημερινό ωράριο του ενάγοντος και ποιες συγκεκριμένες ώρες εκτελούσε τα καθήκοντα του, καθώς και η διάρκεια κάθε εργασίας του, λαμβανομένου υπόψη ότι το ωράριο του δεν ήταν προκαθορισμένο ούτε το είδος και η διάρκεια των καθημερινών του εργασιών, αλλά εναλλάσσονταν προφανώς με τους άλλους επίκουρους του πλοίου, κατ’ εντολή του πλοιάρχου, ώστε να υπάρχει δίκαιη κατανομή εργασιών, ανταποκρίνονταν δε σε διαφορετικά δρομολόγια κάθε ημέρα. Επισημαίνεται ότι η ίδια η εναγομένη με τις προτάσεις της συνομολογεί ότι ο ενάγων εργαζόταν 12 ώρες ημερησίως, με την αναφορά της συγκεκριμένης φράσης: «από τα προσκομισθέντα και επικληθέντα από εμάς έγγραφα αποδείχθηκε πλήρως ότι η καθημερινή εργασία του αντιδίκου στο πλοίο μας δεν υπερέβαινε κατ’ ανώτατο όριο τις 11 ώρες έως τις 12 ώρες», από την οποία προκύπτει σαφώς ότι ο εργαζόμενος στο πλοίο της ενάγων-εφεσίβλητος απασχολούταν στα καθήκοντά του και 12 ώρες ημερησίως, κατά μέσο, υπό κανονικές συνθήκες, ήτοι τουλάχιστον κατά τη χειμερινή περίοδο που είναι και το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της παροχής της εργασίας του κατ’ έτος (7/9 έως και 27/6), ευλόγως δε η διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του, κατά μέσο όρο, αυξάνεται σε 13 ώρες, όταν πρόκειται για την απασχόλησή του κατά τη θερινή περίοδο (28/6 έως και 6/9), για όλους τους προδιαλαμβανόμενους λόγους που αφορούν την επαύξηση της τουριστικής μεταφορικής κίνησης στα πλοία και συνακόλουθα και του χρόνου εργασίας των απασχολούμενων σε αυτά. Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, εκτιμάται και από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ότι ο ενάγων δικαιούται: Ι) Για τη χρονική περίοδο από 3-4-2013 έως και 6-9-2013 και δη: α) Από 3-4-2013 έως και 27-6-2013 (χειμερινοί μήνες) ως αμοιβή για απλή υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, δοθέντος ότι ο ενάγων εργαζόταν, πέραν του οκταώρου, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, 4 επιπλέον ώρες, κατά μέσο όρο, ημερησίως, επομένως, κατά τις 70 καθημερινές και Κυριακές, που περιλαμβάνονται στο ανωτέρω χρονικό διάστημα, ο ενάγων παρείχε (70 ημέρες χ 4 ώρες υπερωρίας ημερησίως = ) 280 ώρες απλής υπερωριακής εργασίας, οι οποίες, βάσει της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., αμείβονται με 5,12 € ανά ώρα (βλ. άρθρο 20 παρ.4, Πίνακας Ε΄) και έπρεπε να λάβει (280 ώρες χ 5,12 € =) 1.433,6 €. Κατά τα 16 Σάββατα και αργίες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, ο ενάγων παρείχε (16 ημέρες χ 12 ώρες =) 192 ώρες υπερωριακής εργασίας Σαββάτων και αργιών -που θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ανεξαρτήτως των ωρών κατά τις οποίες παρασχέθηκε- οι οποίες αμείβονται, βάσει της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. με 6,14 € ανά ώρα και έπρεπε να λάβει το ποσό των (192 ώρες χ 6,14 € =) 1.178,88 €. β) Από 28-6-2013 έως και 6-9-2013 (θερινοί μήνες) ως αμοιβή για απλή υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, δοθέντος ότι ο ενάγων εργαζόταν, πέραν του οκταώρου, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, 5 επιπλέον ώρες, κατά μέσο όρο, ημερησίως, επομένως, κατά τις 60 καθημερινές και Κυριακές, που περιλαμβάνονται στο ανωτέρω χρονικό διάστημα, ο ενάγων παρείχε (60 ημέρες χ 5 ώρες υπερωρίας ημερησίως =) 300 ώρες απλής υπερωριακής εργασίας, οι οποίες, βάσει της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., αμείβονται με 5,12 € ανά ώρα (βλ. άρθρο 20 παρ.4, Πίνακας Ε΄) και έπρεπε να λάβει (300 ώρες χ 5,12 € =) 1.536 €. Κατά τα 11 Σάββατα και αργίες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, ο ενάγων παρείχε (11 ημέρες χ 13 ώρες =) 143 ώρες υπερωριακής εργασίας Σαββάτων και αργιών –που θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ανεξαρτήτως των ωρών κατά τις οποίες παρασχέθηκε- οι οποίες αμείβονται, βάσει της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., με 6,14 € ανά ώρα και έπρεπε να λάβει το ποσό των (143 ώρες χ 6,14 € =) 878,02 €. ΙΙ) Για τις χρονικές περιόδους από 1-10-2013 έως και 16-12-2013 και από 19-12-2013 έως και 12-2-2014 (χειμερινοί μήνες) ως αμοιβή για απλή υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, δοθέντος ότι ο ενάγων εργαζόταν, πέραν του οκταώρου, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, 4 επιπλέον ώρες, κατά μέσο όρο, ημερησίως, επομένως, κατά τις 108 καθημερινές και Κυριακές, που περιλαμβάνονται στο ανωτέρω χρονικό διάστημα, ο ενάγων παρείχε (108 ημέρες χ 4 ώρες υπερωρίας ημερησίως = ) 432 ώρες απλής υπερωριακής εργασίας, οι οποίες, βάσει της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., αμείβονται με 5,12 € ανά ώρα (βλ. άρθρο 20 παρ.4, Πίνακας Ε΄) και έπρεπε να λάβει (432 ώρες χ 5,12 € =) 2.211,84 €. Κατά τα 25 Σάββατα και αργίες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, ο ενάγων παρείχε (25 ημέρες χ 12 ώρες =) 300 ώρες υπερωριακής εργασίας Σαββάτων και αργιών -που θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ανεξαρτήτως των ωρών κατά τις οποίες παρασχέθηκε- οι οποίες αμείβονται, βάσει της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., με 6,14 € ανά ώρα και έπρεπε να λάβει το ποσό των (300 ώρες χ 6,14 € =) 1.842 €. ΙΙΙ) Για τη χρονική περίοδο από 2-4-2014 έως και 23-11-2014 και δη: α) Από 2-4-2014 έως και 27-6-2014 και από 7-9-2014 έως 23-11-2014 (χειμερινοί μήνες) ως αμοιβή για απλή υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, δοθέντος ότι ο ενάγων εργαζόταν, πέραν του οκταώρου, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, 4 επιπλέον ώρες, κατά μέσο όρο, ημερησίως, επομένως, κατά τις 135 καθημερινές και Κυριακές, που περιλαμβάνονται στο ανωτέρω χρονικό διάστημα, ο ενάγων παρείχε (135 ημέρες επί 4 ώρες υπερωρίας ημερησίως =) 540 ώρες απλής υπερωριακής εργασίας, οι οποίες, βάσει της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., αμείβονται με 5,12 € ανά ώρα (βλ. άρθρ0 20 παρ.4, Πίνακας Ε΄) και έπρεπε να λάβει (540 ώρες χ 5,12 € =) 2.764,8 €. Κατά τα 30 Σάββατα και αργίες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, ο ενάγων παρείχε (30 ημέρες χ 12 ώρες =) 360 ώρες υπερωριακής εργασίας Σαββάτων και αργιών -που θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ανεξαρτήτως των ωρών κατά τις οποίες παρασχέθηκε- οι οποίες αμείβονται, βάσει της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., με 6,14 € ανά ώρα και έπρεπε να λάβει το ποσό των (360 ώρες χ 6,14 € =) 2.210,4 €. β) Από 28-6-2014 έως και 6-9-2014 (θερινοί μήνες) ως αμοιβή για απλή υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, δοθέντος ότι ο ενάγων εργαζόταν, πέραν του οκταώρου, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, 5 επιπλέον ώρες, κατά μέσο όρο, ημερησίως, επομένως, κατά τις 59 καθημερινές και Κυριακές, που περιλαμβάνονται στο ανωτέρω χρονικό διάστημα, ο ενάγων παρείχε (59 ημέρες χ 5 ώρες υπερωρίας ημερησίως =) 295 ώρες απλής υπερωριακής εργασίας, οι οποίες, βάσει της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., αμείβονται με 5,12 € ανά ώρα (βλ. άρθρο 20 παρ.4, Πίνακας Ε΄) και έπρεπε να λάβει (295 ώρες χ 5,12 € =) 1.510,4 €. Κατά τα 12 Σάββατα αργίες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, ο ενάγων παρείχε (12 ημέρες χ 13 ώρες =) 156 ώρες υπερωριακής εργασίας Σαββάτων και αργιών –που θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ανεξαρτήτως των ωρών κατά τις οποίες παρασχέθηκε- οι οποίες αμείβονται, βάσει της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., με 6,14 € ανά ώρα και έπρεπε να λάβει το ποσό των (156 ώρες χ 6,14 € =) 957,84 €. Επομένως, ο ενάγων για υπερωριακή απασχόληση κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα έπρεπε βάσει της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. να λάβει το συνολικό ποσό των (1.433,6 + 1.178,88 + 1.536 + 878,02 + 2.211,84 + 1.842 + 2.764,8 +2.210,4 + 1.510,4 + 957,84 =) 16.523,78 €. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε το συνολικό ποσό των 9.133,88 € (βλ. μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής φέρουσες την υπογραφή του εισπράξαντος ενάγοντος, καθώς και τις συγκεντρωτικές καταστάσεις αποδοχών του των ετών 2013 και 2014). Επομένως, για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ενδίκων ναυτολογήσεών του, δικαιούται το επιπλέον ποσό της διαφοράς των (16.523,78 € – 9.133,88 € = ) επτά χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και ενενήντα λεπτών (7.389,90 €), απορριπτομένης μεν της ένστασης πλήρους εξοφλήσεως της εκκαλούσας-εναγομένης έναντι των οφειλομένων μισθολογικών αποδοχών από υπερωρίες προς τον εφεσίβλητο-εναγόμενο ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν, κατά παραδοχή δε της ένστασης μερικής εξόφλησης και της ένστασης συμψηφισμού εκ μέρους της ιδίας για όσα του κατέβαλε σε μερική εξόφληση των οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών για την ίδια νομική και ιστορική αιτία, ως βάσιμων κατ’ ουσίαν, κατά τα προδιαλαμβανόμενα τα οποία αποδείχθηκαν. Άλλωστε, τα ανωτέρω επιμέρους χρηματικά ποσά των μισθολογικών αποδοχών του ενάγοντος για τις υπερωρίες του δεν αμφισβητούνται κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή, ήτοι συγκεκριμένα εκ μέρους της εκκαλούσας, η οποία ουδεμία αναφορά κάνει στην έφεσή της, στους λόγους έφεσης και στους εν γένει ισχυρισμούς της περί τούτων. Περαιτέρω δε, αναφορικά με τον ισχυρισμό της εκκαλούσας περί αντιφατικής αιτιολογίας της εκκαλουμένης απόφασης ως προς τη μνεία στο σκεπτικό του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι το επίδικο πλοίο είναι δρομολογημένο σε ακτοπλοϊκές γραμμές με συνεχή και πολύωρα δρομολόγια», τυγχάνει απορριπτέος, διότι ουδόλως αντιφατικός παρίσταται, δοθέντος ότι πράγματι το πλοίο … εκτελούσε πλόες μεταξύ των λιμένων Πατρών, Ηγουμενίτσας και Ανκόνας Ιταλίας σε ακτοπλοϊκές-μεσογειακές γραμμές, ο δε εργαζόμενος ενάγων-εφεσίβλητος αμειβόταν με την οικεία ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων των αντίστοιχων ετών (2013-2014), γεγονός που δεν αμφισβητείται. Επρόκειτο δε πράγματι για ακτοπλοϊκή-μεσογειακή-τουριστική σύνδεση και τούτο δεν μεταβάλει σε τίποτε τη φύση των πλόων ούτε τον τρόπο απασχόλησης και τους παράγοντες διαμόρφωσης της εργασίας και της μισθοδοσίας εν τέλει του εργαζομένου ενάγοντος, ως Επίκουρου ναυτικού, τα δρομολόγια ήταν διαμορφωμένα και οι πλόες εκτελούνταν προγραμματισμένα στους προαναφερόμενους λιμένες εντός της χώρας (Ελλάδας) και μεταξύ των δύο χωρών Ελλάδας και Ιταλίας. Ο δε ισχυρισμός της εκκαλούσας δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα εκτελούμενα δρομολόγια και τη φύση των καθηκόντων και της απασχόλησης του ενάγοντος, συνακόλουθα, είναι αλυσιτελής και αόριστος, διότι δεν αποσαφηνίζεται επαρκώς σε τι επηρεάζει η τοιαύτη (ενδιάμεση) κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και το πόρισμα της οριστικής του απόφασης και εν τέλει τα συμφέροντα της εκκαλούσας-εναγομένης, ώστε δεν προκύπτει και ποιος ο λόγος (έννομο συμφέρον) της για την προβολή ενός τέτοιου ισχυρισμού ως επιμέρους λόγου έφεσής της. Ως εκ τούτου είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, άλλως και ως αβάσιμος. Περαιτέρω δε, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι δεν ελήφθη υπόψη η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως που ελήφθη με επιμέλειάς της κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι απορριπτέος ως πλήρως αναληθής, καθόσον ρητώς αναφέρεται στην εκκαλουμένη ότι συμπεριλαμβάνεται στα αποδεικτικά μέσα που συνεκτίμησε για να αχθεί του πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην ουσιαστική κρίση της οριστικής απόφασής του. Άλλο είναι το θέμα ότι έστω και σιωπηρά δεν κρίθηκε πειστική η κατάθεση ή κρίθηκε μειωμένης αξιοπιστίας ο εν λόγω μάρτυράς της από το Ειρηνοδικείο Πειραιώς ως αποδεικτικό μέσο, ενόψει και του ότι, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. πρωτ. …/25-9-2017 εγγράφου του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου/Διεύθυνση Ενημερότητας Πλοίων/Τμήμα Διαχείρισης Πλοίων με Συνάλλαγμα, κατόπιν και του υπ’ αριθ. πρωτ. ΝΑΤ …/25-9-2017 εγγράφου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς μετά από αίτηση του ενάγοντος ναυτικού, …, βεβαιώνεται, με βάση τα στοιχεία που τηρούνται στο αρχείο της εν λόγω υπηρεσίας, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 2-4-2014 έως και 23-11-2014 που ο ενάγων υπηρετούσε με την ειδικότητα του Επίκουρου στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο …, νηολογίου …, της εκκαλούσας, δεν υπήρχε ναυτολογημένος ναυτικός με το όνομα … του …, μολονότι η εκκαλούσα-εναγομένη διατείνεται ότι υπηρετούσε και επικαλείται τη μαρτυρία του ως αυτόπτη μάρτυρα, έχοντος άμεση γνώση των αποδεικτέων θεμάτων, διότι είχε υπηρετήσει στο επίδικο πλοίο ως θαλαμηπόλος και ήταν πολύ κοντά στον χώρο εργασίας («λάντζα») που εργαζόταν ο ενάγων-εφεσίβλητος. Σε κάθε δε περίπτωση, είναι ζήτημα της ουσιαστικής κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, για το πώς θα εκτιμήσει την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, την οποία ρητώς επισημαίνει ως αποδεικτικό μέσο που έλαβε υπόψη και ορθώς την εκτίμησε κατά την κρίση και του παρόντος δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου, με βάση το σκεπτικό της εκκαλουμένης, αγόμενο στην οριστική του απόφαση. Μάλιστα, στο περιεχόμενο της ένορκης αυτής κατάθεσης, αναφέρεται ρητώς, όπως και στις προτάσεις της εκκαλούσας-εναγομένης, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ότι ο ενάγων ναυτικός εργαζόταν καθημερινά και 12 ώρες, εκτός της περίπτωσης που το πλοίο διανυκτέρευε, οπότε ασκούσε καθήκοντα προσωπικού ασφαλείας και μόνον, που επίσης αποτελεί εργασία του, το οποίο επιβεβαιώνει τη διάρκεια της καθημερινής εργασίας του ενάγοντος-εφεσιβλήτου υπερωριακώς, επί 12 ώρες, ανεξαρτήτως του ότι ο εν λόγω μάρτυρας το γενικεύει ότι αυτό συνέβαινε σε όλες τις χρονικές περιόδους απασχόλησής του (χειμερινή και θερινή), γεγονός που εν προκειμένω, μετά και τα προδιαλαμβανόμενα περί της υπηρεσίας του στο ίδιο πλοίο με τον ενάγοντα Επίκουρο ναυτικό, εκτιμάται δεόντως. Επιπλέον δε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκτίμησε την ένορκη βεβαίωση του …, που δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών Καλλιόπης Φραντζή του Κωνσταντίνου, με επιμέλεια του ενάγοντος, την οποία έλαβε υπόψη του ως πειστική, τούτο εναπόκειται στην κατά συνείδηση και ελεύθερη ουσιαστική κρίση του επί του εν λόγω αποδεικτικού μέσου και σε συνδυασμό και κατ’ αντιπαραβολή με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, την οποία κρίση του συμμερίζεται και το δευτεροβάθμιο αυτό Δικαστήριο (ΚΠολΔ 340). Ο εν λόγω μάρτυρας, ο οποίος εργάστηκε ταυτόχρονα με τον ενάγοντα στο επίδικο πλοίο και μοιραζόταν την ίδια καμπίνα διαμονής με αυτόν, ασκώντας τα ίδια υπηρεσιακά καθήκοντα του Επίκουρου, βεβαιώνει από ιδία γνώση και αντίληψη περί απασχόλησης του ενάγοντος για πέραν των 12-13 ωρών ημερησίως, ιδίως τη θερινή περίοδο, που το πλοίο μετέφερε τουλάχιστον 1.400 επιβάτες που μάλιστα σιτίζονταν στα δύο εστιατόρια του πλοίου. Ο ενάγων, σύμφωνα με τον ίδιο μάρτυρα, ασκούσε δε και καθήκοντα γενικής καθαριότητας στο πλοίο, αλλά και υπηρεσία πυρασφάλειας, πλέον των λοιπών καθηκόντων του στην κουζίνα ως Επίκουρου, ενώ εργασίες καθαριότητας εκτελούσε και κατά τον χρόνο διανυκτέρευσης του πλοίου στην Πάτρα ή στην Ανκόνα, όπως προαναφέρθηκε. Άλλωστε, ουδεμία ιδιαίτερη μνεία κάνει το Ειρηνοδικείο Πειραιά στην εκκαλούμενη απόφαση, τέτοια που να καθιστά επιλήψιμη την εν λόγω ένορκη βεβαίωση ως αποδεικτικό μέσο. Όμως και στην ίδια την έφεση, ουδέν επιλήψιμο αναφέρεται κατ’ αυτής εκ μέρους της εκκαλούσας κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Μάλιστα, ουδόλως προσβάλλεται για τυχόν εμπάθεια του μάρτυρα που βεβαιώνει τα ανωτέρω συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά με τρόπο αξιόπιστο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επειδή δήθεν έχει και αυτός κάποια αντιδικία με την εκκαλούσα εταιρεία. Τα δε αναφερόμενα στην έφεση ότι η ένορκη βεβαίωση κατά το περιεχόμενό της αναιρείται από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, βάσει των οποίων ο ίδιος έλαβε το σύνολο των οφειλόμενων αποδοχών του, όπως σε αυτούς προσδιορίζονται, ενόψει του ότι φέρουν την ιδιόχειρη και ανεπιφύλακτη υπογραφή του, σταθμίζονται ως αβάσιμα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν για την αμφισβητούμενη και με κάθε επιφύλαξη ελεγχόμενη αποδεικτική ισχύ των εν λόγω υπογραφών στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του εργαζομένου ναυτικού, όπως ισχύει και για τα σχετικά βιβλία με τις υπερωρίες και τις ώρες ανάπαυσης, τα οποία αμφισβητείται κατά πόσο μπορεί να ελέγχει, να διαφοροποιείται ή να επιφυλάσσεται εν πλω ο ναυτικός, άνευ δυσμενών συνεπειών. Σε κάθε περίπτωση, παντελώς αόριστα και αβάσιμα κρίνονται τα παράπονα, με τα οποία η εκκαλούσα πλήττει την ουσιαστική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, διότι δεν ερείδονται σε κάποιο συγκεκριμένο σφάλμα που να καθιστά επιλήψιμη και πλημμελή την εκτίμηση, τον σχηματισμό δικανική πεποίθησης και εν τέλει την οριστική κρίση του, στα οποία ήχθη του Ειρηνοδικείο, αφού ουδόλως διαφωτίζει και αποδεικνύει στην παρούσα δίκη ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, επ’ αυτών των πλημμελειών της εκκαλουμένης. Επιπλέον, ουδόλως αποδείχθηκε ότι οι αναγραφόμενες ώρες ανάπαυσης των εργαζομένων στον σχετικό πίνακα είναι ανεπίδεκτοι αμφισβήτησης, πέραν του ότι ως επί το πλείστον προκύπτει ότι οι εργαζόμενοι τουλάχιστον κατά τη θερινή περίοδο με την αυξημένη τουριστική και επιβατική κίνηση (Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος του 2013, Ιούνιος, Ιούλιος του 2014), αλλά και αρκετούς από τους μήνες της χειμερινής περιόδου (Δεκέμβριος του 2013, Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Απρίλιος, Μάιος του 2014) απασχολούνταν στο πλοίο τουλάχιστον 12 ώρες, κατά τα αναγραφόμενα μάλιστα, ενώ και άλλους μήνες αναγραφόταν ώρες ανάπαυσης τουλάχιστον 13 (Οκτώβριος, Νοέμβριος 2013), όπως και η ίδια η εκκαλούσα συνομολογεί. Το ότι αναγράφονταν στους πίνακες 12 ώρες εργασίας και 12 ώρες ανάπαυσης δεν σημαίνει ότι αυτό τηρούνταν απολύτως και απαρεγκλίτως, δεδομένων των συνθηκών και του τρόπου παροχής εργασίας από το προσωπικό των πλοίων, που εξαρτάται βεβαίως και από την κίνηση του επιβατικού κοινού, λαμβάνοντας υπόψη τόσο και την εργασία προετοιμασία, όσο και την εργασία καθαριότητας και αποκατάστασης, εν γένει, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΚΠολΔ 336 παρ.4). Ο δε ισχυρισμός της ότι η καταβληθείσα στον εργαζόμενο ναυτικό πάγια υπερωριακή αμοιβή κάλυπτε πλήρως την υπερωριακή του απασχόληση (ένσταση εξοφλήσεως), ώστε να μην τίθεται ζήτημα καταβολής επιπλέον υπερωριακής αμοιβής του, πέραν αυτής, με επίκληση δε των λογαριασμών μισθοδοσίας του ενάγοντος, δεν κρίνεται πειστικός κατά την κρίση του δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου, λαμβάνοντας υπόψη και όσα επισημάνθηκαν για την αποδεικτική αξία εν προκειμένω των ως άνω μισθοδοτικών καταστάσεων με την υπογραφή του εργαζομένου, τουλάχιστον στην έκταση που προβάλλεται ο ισχυρισμός περί πλήρους εξοφλήσεώς του από την εκκαλούσα, διότι στην έκταση που προβάλλεται ισχυρισμός περί συμψηφισμού των καταβληθέντων σε σχέση με τα οφειλόμενα ως προς τις αποδοχές δεδουλευμένων και υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, ορθώς κρίθηκε βάσιμος κατ’ ουσίαν και έγινε δεκτός από του πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως και από το Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεχόμενο με την εκκαλουμένη απόφασή του, για την ως άνω αιτία, ότι οφείλεται μέρος του αιτούμενου από τον ενάγοντα ποσό ως υπόλοιπο (διαφορά) από αποδοχές λόγω υπερωριακής του απασχόλησης για το επίδικο χρονικό διάστημα παροχής εργασίας του στο ως άνω πλοίο της εναγομένης, δεχόμενο εν μέρει την ένσταση εξόφλησης και συμψηφισμού της εναγομένης ως βάσιμες κατ’ ουσίαν και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, για την παραπάνω νομική και ιστορική αιτία, το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και ενενήντα λεπτών (7.389,90 €), νομιμοτόκως δε από την επομένη ημέρα της τελευταίας απόλυσής του, ήτοι από την 24-11-2014, από την οποία επέρχεται η λήξη της εργασιακής σχέσης των διαδίκων και θεωρείται ως δήλη ημέρα εκ του νόμου για την καταβολή των οφειλόμενων στον εργαζόμενο μισθολογικών δεδουλευμένων αποδοχών του, που έκτοτε καθίστανται απαιτητές (ΟλΑΠ 40/2002 ΕΕργΔ 61.1478, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο), και με αντικατάσταση και συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης από το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, όπως προεκτέθηκε στην παρούσα απόφασή του, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων απάντων των λόγων έφεσης και των λοιπών ισχυρισμών της εκκαλούσας που διαλαμβάνονται στα δικόγραφά της, ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν στο σύνολό τους και συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, η εκκαλούσα πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου για την παρούσα δευτεροβάθμια δίκης, λόγω της ήττας της και της αντίστοιχης νίκης αυτού, ενόψει της απόρριψης της έφεσής της ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν, όπως ορίζεται αυτή ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης (άρθρα 176, 183, 191 §2 ΚΠολΔ, 63 §1, 68 §1, 69 του Ν.4194/2013-ΚωδΔικ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου για την παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, τα οποία ορίζει σε ποσό τριακοσίων ευρώ (300 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσιών δικηγόρων τους, στις -9-2018.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ