ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
2306/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Κουντούρη Κούλα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 19-11-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «….» που είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα και εδρεύει στον … με ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπούμενης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Τσάφος με Α.Μ. 002283 του Δ.Σ. Πειραιώς.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κίμωνας Γκιουλιστάνης με Α.Μ. 002562 του Δ.Σ. Πειραιώς.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-4-2019 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 3277/1594/2019, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330, και 932 του ιδίου κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, είναι: α) Ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β)παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια και δ) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε (ΑΠ 864/2014). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 919 του ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 του ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/91, ΑΠ 55/2003). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη, την οποία δεν αποκλείει, κατά τις περιστάσεις, η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή φυσικής ευχέρειας, συνεκτιμούνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων και οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που οδήγησαν τον υπαίτιο στη συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με τη διαγωγή του αντισυμβαλλομένου “θύματος”, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση. Στην αναζήτηση δε του ορθού αυτού μέτρου συνεκτιμώνται, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ και τα επιβαλλόμενα όρια απ’ αυτή (ΑΠ 900/2011). Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία (ΑΠ 55/2003, ΑΠ 1652/2006). Η γένεση, εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 του ΑΚ, υποχρέωσης για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτήν τη διάταξη, συνδυαζόμενη με εκείνες του άρθρου 298 του ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επέλευσης της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα μετά διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 212/2018, 764/2014, δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα κατά το άρθρο 919 του ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, η οποία είναι ειδική και συμπληρώνει εκείνη του άρθρου 914 του ΑΚ, αφού επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ευθέως δεν προσβλήθηκε ορισμένο δικαίωμα ή προστατευόμενο συμφέρον, σαφώς προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: 1) Συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη) αντικείμενη στα χρηστά ήθη, τέτοια δε συμπεριφορά υπάρχει όταν, κατ’αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο. 2) Η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, προξένησης ζημίας, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημιά του άλλου, αλλά αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημίας στον άλλο και παρά ταύτα αυτός δε θέλησε να αποστεί απ’ αυτήν. 3) Να προκλήθηκε όντως ζημία σε άλλον. 4) Να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας (ΑΠ 294/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Πότε τούτο συμβαίνει κρίνεται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (ΑΠ 783/2014, ΑΠ 137/2005, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).
Mε την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι δραστηριοποιείται στο τομέα της διαχείρισης πλοίων. Ότι η εναγομένη, η οποία διατηρεί την εποπτεία και αποκλειστική διαχείριση του Λιμένα Πειραιά παρανόμως συμψήφισε το ποσό των 20.879,98 ευρώ, το οποίο αφορά οφειλές της εταιρείας «…», για υπηρεσίες που είχαν παρασχεθεί στο πλοίο «…» κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-2009 έως 31-5-2010, με χρηματική απαίτηση που διατηρούσε έναντι της η ενάγουσα ύψους 47.152,73 ευρώ, καθόσον λόγω της χρονοναύλωσης του ως άνω πλοίου σε τρίτη εταιρεία, αυτό δεν βρισκόταν πλέον υπό την διαχείριση της με αποτέλεσμα να μην συνευθύνεται για την καταβολή των λιμενικών δικαιωμάτων με την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Περαιτέρω, εκθέτει ότι η εναγομένη για το χρονικό διάστημα από 22-11-2011 έως 15-6-2012 παρανόμως καταλόγισε σε βάρος της και συμψήφισε με απαίτηση που διατηρούσε έναντι της ύψους 47.152,73 ευρώ, τέλη πλαγιοπρυμνοδέτησης του υπό τη διαχείριση της ενάγουσας πλοίου «…» ύψους 22.502,26 ευρώ, παρά το γεγονός ότι το ως άνω πλοίο ήταν πρυμνοδετημένο, το δε κόστος της πρυμνοδέτησης ανήλθε σε 10.506,58 ευρώ. Ότι η εναγομένη συνέταξε στη συνέχεια χρηματικό κατάλογο που απέστειλε στη Δ.Ο.Υ. Πλοίων, προκειμένου η τελευταία να προβεί σε βεβαίωση σε βάρος της των εν λόγω οφειλών ως δημοσίου εσόδου με αποτέλεσμα να πληγεί η εμπορική της φήμη. Ότι η συμπεριφορά της εναγομένης είναι αντίθετη στης κρατούσες στη συγκεκριμένη κατηγορία συναλλαγών αντιλήψεις και για το λόγο αυτό είναι παράνομη και υπαίτια, της έχει δε προκαλέσει αιτιωδώς περιουσιακή ζημία ύψους 32.875,66 ευρώ (20.879,98+11.995,68), το οποίο αρνείται να της αποδώσει, άλλως διατείνεται ότι η ενάγουσα ότι κατά τον τρόπο αυτό κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, δεδομένου ότι παρακράτησε το πιστωτικό υπόλοιπο που της όφειλε χωρίς να υπάρχει νόμιμη αιτία. Κατόπιν τούτων ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή να της καταβάλει: α) το ποσό των 32.875,66 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και β) το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία που πραγματοποιήθηκε ο μονομερής συμψηφισμός από την εναγομένη, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση του. Τέλος ζητεί να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με τα ανωτέρω ιστορικό και αίτημα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην (άρθρα 7, 9 εδ. α’ – γ’, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2) με βάση το ύψος εκάστου τιμολογίου το οποίο αφορά το μηνιαίο κόστος των λιμενικών υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, που υπερβαίνει το ποσό των 600,00 ευρώ μηνιαίως, και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ. 2, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3 περ. Β΄ στ. ε΄ του Ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς) Δικαστηρίου τούτου, κατά την προσήκουσα διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, δεδομένου ότι η επίδικη διαφορά δημιουργήθηκε στα πλαίσια της της παροχής λιμενικών υπηρεσιών. Εξάλλου, η σύμβαση για την παραχώρηση θέσης σε λιμένα, δηλαδή τμήματος του χώρου αυτού, για την πρόσδεση του πλοίου, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, διέπεται από τις διατάξεις για τη σύμβαση μίσθωσης πράγματος (άρθρα 574 επ. του ΑΚ) και οι συναφείς με αυτή διαφορές είναι ιδιωτικού δικαίου (βλ. ΑΠ 998/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 734/2013 ΔΕΕ 2014 984, ΕφΠειρ 605/2010 ΔΕΕ 2011 220). Η νομική βάση (κύρια και επικουρική) στην οποία θεμελιώνει τις επίδικες αξιώσεις η ενάγουσα δεν αποχαρακτηρίζει το νομικό πλαίσιο στο οποίο γεννήθηκαν. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι κατά το χρόνο κατάρτισης των επίδικων συμβάσεων η εναγομένη αποτελούσε εταιρεία κοινής ωφέλειας, ωστόσο, η επίδικη διαφορά, στο σύνολό της εκτιμώμενη, δεν αποτελεί διοικητική διαφορά ουσίας, αλλά ιδιωτική διαφορά, απορρέουσα από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, το γεγονός δε ότι τα σχετικά τέλη προσορμίσεως, παραβολής, πρυμνοδετήσεως κλπ. καθορίστηκαν με μονομερή απόφαση του Δ.Σ. του …, εγκριθείσα με υπουργική απόφαση, δεν αρκεί από μόνο του να προσδώσει στη διαφορά το χαρακτήρα διοικητικής διαφοράς ουσίας και δεν εξασφαλίζει στον …, ως συμβληθέντα, υπερέχουσα θέση που δεν προσιδιάζει σε σύμβαση διεπόμενη από το ιδιωτικό δίκαιο. Επίσης, συντρέχει το έννομο συμφέρον για την άσκηση της ένδικης αγωγής (άρθρ. 68 ΚΠολΔ), αφού, παρά τη δυνατότητα είσπραξης των επίδικων απαιτήσεων της εναγομένης με απευθείας εκτέλεση κατά τον ΚΕΔΕ, στο πλαίσιο της οποίας τα σχετικά τιμολόγια αποτελούν από μόνα τους νόμιμο τίτλο, γεγονός που καθιστά περιττή την επιδίωξη εκτελεστού τίτλου με την έκδοση καταψηφιστικής απόφασης για την ένδικη αγωγή. Με δεδομένο όμως ότι η διοικητική εκτέλεση μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή κατά το άρθρ. 73 του ΚΕΔΕ και έτσι να αμφισβητηθεί δυνητικά από την ενάγουσα και η ουσιαστική βασιμότητα των εναντίον της απαιτήσεων της εναγομένης μετά την υπό στενή έννοια βεβαίωσή τους, υφίσταται έννομο συμφέρον για την άσκηση και την εκδίκαση της ένδικης αγωγής, ώστε να διαγνωσθεί ήδη με δύναμη δεδικασμένου στις μεταξύ τους σχέσεις η ύπαρξη των αξιώσεων αυτών και να αποκλεισθεί αντίστοιχα η μεταγενέστερη αμφισβήτησή τους στο πλαίσιο της τυχόν εκτέλεσης για την είσπραξή τους (ΑΠ 1524/2013 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Επιπλέον η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης γεννήθηκε στα πλαίσια της έννομης σχέσης οι συμβάσεις αυτές εισάγουν διαφορά ιδιωτικού δικαίου, καθόσον πρόκειται για σύμβαση παροχής υπηρεσιών παραβολής και πρυμνοδέτησης καθώς και μισθώσεως τμήματος της χερσονήσου Κυνοσούρας. Στις συμβάσεις αυτές, κανείς από τους συμβληθέντες και μάλιστα ο εναγόμενος Οργανισμός δεν έχει την ιδιότητα του Δημοσίου ή του Ν.Π.Α.Δ., ούτε το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. ευρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι της ενάγουσας, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στον, με βάση τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, συναπτόμενο συμβατικό δεσμό, συνεπεία ρήτρας στην σύμβαση αποκλινούσης από το κοινό δίκαιο. Επί πλέον, η εν λόγω σύμβαση είναι σχετική με τον σκοπό της συστάσεως της εναγόμενης εταιρίας με την επωνυμία «….», που όπως ήδη αναφέρθηκε, συνίσταται στην εκμετάλλευση του λιμένος του Πειραιώς ή άλλων λιμένων, η οποία μεταξύ των άλλων, περιλαμβάνει και την εγκατάσταση, οργάνωση και εκμετάλλευση κάθε είδους λιμενικής υποδομής. Ως εκ τούτου, αρμόδια δικαστήρια για την εκδίκαση των διαφορών, οι οποίες αναφύονται από τις εν λόγω συμβάσεις, είναι τα πολιτικά δικαστήρια (ΑΠ 998/2015 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η αγωγή κρίνεται νόμιμη, καθόλα της τα αιτήματα στηριζόμενη κατά μεν την κύρια βάση της στις διατάξεις των άρθρων 330, 297, 298, 299, 914, 919, 932, 345, 346, ΑΚ, ενώ κατά την επικουρική αυτής στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 176, 904, 905 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθ. 28703822795909130033 ηλεκτρονικό παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ. σε συνδυασμό με την από 15-7-2019 απόδειξη ηλεκτρονικής συναλλαγής της Εθνικής Τράπεζας).
Η εναγομένη με τις προτάσεις της αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή και ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το κανονισμό που τη διέπει, η ενάγουσα ως διαχειρίστρια εταιρεία του υπό σημαία … πλοίου «…» συνευθύνεται με την πλοιοκτήτρια εταιρεία για την εξόφληση των τιμολογίων που εξέδωσε το έτος 2010 για υπηρεσίες που παρείχε στο ως άνω πλοίο το ίδιο έτος. Ότι επειδή εκκρεμούσαν επιστροφές χρημάτων προς την ενάγουσα, προέβη στις 29-9-2011 και 9-12-2011 στο συμψηφισμό του ποσού των 20.880,00 ευρώ με αντίστοιχο μέρος των ληξιπρόθεσμων οφειλών που είχαν γεννηθεί σε βάρος της πλοιοκτήτριας εταιρείας του ως άνω πλοίου. Ότι βάσει του άρθρου 8 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης της, εφόσον η ενάγουσα δεν εξέφρασε αντίρρηση ως προς τις χρεώσεις που της επέβαλε εντός προθεσμίας 10 ημερών από την επίδοση του σχετικού λογαριασμού, το χρέος κατέστη οριστικό. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι το πλοίο “…» ήταν σε θέση παραβολής κατά την παραμονή του στα ναυπηγεία Κυνοσούρας και κατά συνέπεια οι χρεώσεις που επέβαλε ήταν ορθές και δεν αμφισβητήθηκαν από την ενάγουσα όταν της επέδωσε τα σχετικά τιμολόγια. Τέλος, επικαλείται τον χαρακτήρα της ως εταιρείας κοινής ωφέλειας κατά το χρόνο παροχής των λιμενικών υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να απολαμβάνει τα προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου
Από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία “….” είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία που δραστηριοποιείται στη διαχείριση πλοίων και έχει εγκατασταθεί νομίμως στην Ελλάδα, βάσει των διατάξεων των Α.Ν. 378/1968, Ν. 27/75, 814/78, 2234/1994, 3752/2009 και 4150/2013, με νόμιμο εκπρόσωπο το …. Στην εναγομένη εταιρεία, η οποία είχε αρχικά ιδρυθεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (άρθρο 1 του ν. 4748/1930) (Α΄ 166) ανατέθηκε η διοίκηση του Λιμένος Πειραιώς συμπεριλαμβανομένης και της Ελευθέρας Ζώνης Πειραιώς [άρθρο 1 του α.ν. 1559/1950 (Α΄ 252), ο οποίος κυρώθηκε, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το ν. 1630/1951 (Α΄ 8)]. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ίδιου νόμου, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο «Ο Οργανισμός είναι αρμόδιος δια τον κανονισμόν της προσορμήσεως, αγκυροβολίας και πλευρίσεως των πλοίων και ναυπηγημάτων ως και παντός πλωτού μέσου, τηρών επί του προκειμένου ενημέρους και τας λοιπάς ενδιαφερομένας αρχάς του Λιμένος…6. Ο Οργανισμός καθορίζει τα τιμολόγια και τους εν γένει όρους εργασίας εκάστης των υπηρεσιών του ως και πάσης εργασίας εκτελουμένης εν τω Λιμένι…12. Ο Οργανισμός κατόπιν κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δημοσίων Έργων και Εμπορικής Ναυτιλίας επιβάλλει δικαιώματα επί των πλοίων και πλωτών μέσων εν γένει δια την προσόρμισιν, την παραβολήν και την παραμονήν των εις την περιοχήν του Λιμένος. 13. … 14. Ο Οργανισμός επιβάλλει δικαιώματα διά την χρήσιν των προκυμαιών, προβλήτων, αποβαθρών και των λοιπών μέσων του Λιμένος επί των επιβατών, εμπορευμάτων και εν γένει πραγμάτων, διερχομένων διά της περιοχής του λιμένος ή μεταφορτωνομένων από πλοίου εις πλοίον εντός της περιοχής ταύτης. Ακολούθως, με το άρθρο πρώτο του ν. 2688/1999 (Α΄ 40/1-3-1999), ο οποίος άρχισε να ισχύει, κατά το άρθρο εικοστό αυτού, δύο μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο ως άνω Οργανισμός μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, η οποία λειτουργούσε κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Με το άρθρο δεύτερο ορίσθηκε ότι: «1. α) Οι διατάξεις του α.ν. 1559/1950 εφαρμόζονται αναλόγως στην Εταιρία … Α.Ε., εκτός εκείνων που αναφέρονται σε θέματα τα οποία ρυθμίζονται διαφορετικά από τις διατάξεις του παρόντος νόμου που αφορούν την … Α.Ε. … 6. Οι αναγκαίοι για την εκπλήρωση του σκοπού της Εταιρίας … Α.Ε. κανονισμοί εκδίδονται από το Διοικητικό Συμβούλιο … Μέχρι την έκδοση των Κανονισμών του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται οι Κανονισμοί που ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος». Εξάλλου, στο καταστατικό της … Α.Ε., που περιλαμβάνεται στο άρθρο τρίτο του ως άνω νόμου, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρο 3. 1. Σκοπός της Εταιρίας είναι η διοίκηση και η εκμετάλλευση του Λιμένος Πειραιώς ή και άλλων λιμένων. … Στο σκοπό της Εταιρίας περιλαμβάνονται ιδίως: α. Η παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού των πλοίων και διακίνησης φορτίων και επιβατών από και προς τον Λιμένα. β. Η εγκατάσταση, οργάνωση και εκμετάλλευση κάθε είδους λιμενικής υποδομής. γ. Η ανάληψη κάθε δραστηριότητας που έχει σχέση με το λιμενικό έργο, καθώς και κάθε άλλης εμπορικής, βιομηχανικής, πετρελαϊκής και επιχειρηματικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων ιδίως της τουριστικής, της πολιτιστικής, της αλιευτικής και του σχεδιασμού και οργάνωσης λιμενικών εξυπηρετήσεων. δ. Κάθε άλλη αρμοδιότητα που είχε ανατεθεί στον …, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. 2. …», «Άρθρο 8. 1. Όργανα της Εταιρίας είναι τα όργανα Διοίκησης, η Γενική Συνέλευση και οι Ελεγκτές. 2. Όργανα Διοίκησης της Εταιρίας είναι: α. το Διοικητικό Συμβούλιο, β. ο Διευθύνων Σύμβουλος, γ. το Συμβούλιο Διεύθυνσης», «Άρθρο 12. 1. Το Διοικητικό Συμβούλιο … Αποφασίζει για όλα τα θέματα που αφορούν στην Εταιρία … με εξαίρεση εκείνα που, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα άλλων οργάνων. …». Εξάλλου, με την 996/29.11.1974 πράξη του Δ.Σ. του …, η οποία εγκρίθηκε με την 45054/15.2.1975 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας (Β’ 234), θεσπίσθηκε κανονισμός και τιμολόγια δικαιωμάτων επί πλωτών ναυπηγημάτων στη λιμενική περιοχή του …. Με τον κανονισμό και τα τιμολόγια αυτά ρυθμίζονται τα της προσορμίσεως, παραβολής, πρυμνοδετήσεως και ελλιμενισμού των πάσης φύσεως πλωτών ναυπηγημάτων στην κατά νόμο θαλάσσια περιοχή του … (άρθρο 1). Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του εν λόγω κανονισμού, η προσόρμιση παντός πλωτού ναυπηγήματος στη λιμενική περιοχή του … πρέπει να προαναγγέλλεται στην αρμόδια Υπηρεσία του …. Εν συνεχεία, το άρθρο 3 ορίζει ότι τα καταπλέοντα για οποιοδήποτε λόγο στη θαλάσσια περιοχή του … πλωτά ναυπηγήματα επιβαρύνονται, κατά περίπτωση, με δικαιώματα προσορμίσεως, παραβολής, πρυμνοδετήσεως και παροπλισμού. Εξάλλου, στο άρθρο 8 του ως άνω κανονισμού ορίζεται: «Τα δικαιώματα του παρόντος κανονισμού, δια τα οποία δεν ορίζεται άλλως, βεβαιούνται και εισπράττονται κατά τας οικείας διατάξεις του Κανονισμού Οικονομικής Διαχειρίσεως του … …», ενώ στην παρ. 1 του άρθρου 9 ορίζεται ότι: «Υπόχρεοι διά την καταβολήν εις τον … των υπό του παρόντος Κανονισμού προβλεπομένων πάσης φύσεως δικαιωμάτων, άτινα βαρύνουν και παρακολουθούν το ναυπήγημα, είναι ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής και ο ενεργήσας ως νόμιμος αντιπρόσωπος του ναυπηγήματος, ευθυνόμενοι έκαστος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχειρίσεως του …, που εγκρίθηκε με την 45057/11/18-12-1972 απόφαση των Υπουργών Εμπορικής Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών και Οικονομικών (Β 57/18-1-1973), εκδοθείσα βάσει του άρθρου 14 του α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951, «1. Η κατά τας οικείας περί … και του παρόντος διατάξεις εκκαθαρισμένη και νόμιμος απαίτησις του … προερχομένη εξ οιασδήποτε παρασχεθείσης υπηρεσίας, … επιβάλλει την έκδοσιν νομίμου τίτλου προς είσπραξιν. 2. … 3. Ο τίτλος βάσει του οποίου βεβαιούται η απαίτησις του …, επέχει θέσιν εντολής εισπράξεως του εις ο αφορά ούτος χρηματικού ποσού και είναι: α) «Βεβαιωτικόν εκκαθαρίσεως δικαιωμάτων και αποδεικτικόν εισπράξεως» («Τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών τοις μετρητοίς»), δια τα αμέσως εισπραττόμενα έσοδα και β) «Λογαριασμός» («Τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών επί πιστώσει») δια τα εμμέσως εισπραττόμενα. …». Κατά το άρθρο 8 αυτού, «τυχόν αντιρρήσεις καθ` οιασδήποτε χρεώσεως επί των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και λοιπών εσόδων του …, ων η είσπραξις επιδιώκεται εμμέσως διά της εκδόσεως (“λογαριασμού” – τιμολογίου παροχής υπηρεσιών επί πιστώσει), υποβάλλονται υπό του ενδιαφερομένου οφειλέτου εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από της επιδόσεως του σχετικού λογαριασμού, δι` αιτήσεώς του προς την αρμοδίαν καθ` ύλην Υπηρεσίαν» (παρ. 1).Κατά το άρθρο 9 του ίδιου Κανονισμού, «η αρμοδία υπηρεσία υποχρεούται όπως, εντός 15 ημερών από της υποβολής αυτή της αιτήσεως αντιρρήσεων, εισαγάγη ταύτην εις την παρά τη Κεντρική Υπηρεσία, εδρεύουσαν Μόνιμον Επιτροπήν Επιλύσεως Αμφισβητήσεων και Διαφορών, μετά σχετικής εισηγήσεώς της, εκτός αν ήθελε κρίνει ότι οι ισχυρισμοί του αιτούντος είναι αναμφισβητήτως και καθ` ολοκληρίαν βάσιμοι, … » (παρ. 1). «Κατά των αποφάσεων της Επιτροπής χωρεί ένστασις, τόσον από μέρους των ενδιαφερομένων, όσον και από μέρους της Υπηρεσίας του …» (παρ. 8). «Η ένστασις ασκείται ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του …, εντός δέκα (10) ημερών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως της Επιτροπής. Το Διοικητικόν Συμβούλιον, αποφαίνεται τελεσιδίκως εντός ενός (1) μηνός από της υποβολής της ενστάσεως» (παρ. 9). «Μετά την έκδοσιν της τελεσιδίκου αποφάσεως και εφ` όσον αι υποβληθείσαι αντιρρήσεις εγένοντο δεκταί εν όλω ή εν μέρει, ο βεβαιωτικός τίτλος (“Λογαριασμός – Τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών επί πιστώσει ή ….…), αναμορφούται αναλόγως προς την απόφασιν δι` εκδόσεως “πιστωτικού σημειώματος” (παρ. 12). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του ίδιου Κανονισμού, “Πάντα τα εξ οιασδήποτε αιτίας βεβαιούμενα ως οφειλόμενα προς τον … χρέη, καθίστανται απαιτητά από της παραλαβής, υπό της αρμοδίας διά την είσπραξιν των εσόδων Υπηρεσίας, του οικείου βεβαιωτικού τίτλου και της εγγραφής αυτού εις τα βιβλία εισπρακτέων εσόδων”. Τέλος, κατά το άρθρο 18 παρ. 1 αυτού, “Από της επομένης ημέρας καθ’ ην κατά το αρθρ. 10 του παρόντος καθίστανται απαιτητά τα προς τον … χρέη, και πάντως ουχί προ της παρελεύσεως μηνός από της κοινοποιήσεως του Λογαριασμού, το Τμήμα Εισπράξεων και Πληρωμών υποχρεούται να επιδιώξη την είσπραξίν των, διά της λήψεως κατά των καθυστερούντων ή δυστροπούντων οφειλετών των υπό του Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) προβλεπομένων αναγκαστικών μέτρων”. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εταιρεία με την επωνυμία «….» ως πράκτορας του υπό σημαία … πλοίου «…», πλοιοκτησίας της αλλοδαπής εταιρείας «….» υπέβαλε προς τον … την υπ’ αριθ. πρωτ. …/1-6-2010 αίτηση, με την οποία ζητούσε να της παράσχει για χρονικό διάστημα 60 ημερών δικαίωμα πρυμνοδέτησης και ελλιμενισμού του ως άνω πλοίου με σκοπό την πραγματοποίηση ελασματουργικών εργασιών σε ιδιωτικό ναυπηγείο που βρίσκεται στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Πειραιά. Στην ως άνω αίτηση δηλώθηκε ως διαχειρίστρια εταιρεία η ενάγουσα, εκπροσωπούμενη από τον …. Με την υπ’ αριθ. πρωτ. 27702/30-7-2010 η ενάγουσα εταιρεία, συμφερόντων Κωνσταντίνου Αγαπητού, υπέβαλε στον …, ως διαχειρίστρια του ως άνω πλοίου, αίτηση παράτασης παραμονής του για επιπλέον 60 ημέρες στον επισκευαστικό χώρο με σκοπό την ολοκλήρωση των επισκευαστικών εργασιών. Τις οικονομικές της υποχρεώσεις προς τον … αποδέχθηκε τόσο η εταιρεία που πρακτόρευε το πλοίο όσο και η διαχειρίστρια εταιρεία με την υπογραφή των νομίμων εκπροσώπων τους στα έγγραφα αυτά, αναδεχόμενοι σωρευτικώς το χρέος που επρόκειτο να διαμορφωθεί από τις χρεώσεις για λιμενικές υπηρεσίες που θα παρείχε η εναγομένη. Το πλοίο «…» παρέμεινε σε επισκευαστική θέση στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Πειραιά και για το λόγο αυτό η εναγομένη εξέδωσε για την είσπραξη των λιμενικών δικαιωμάτων, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα τιμολόγια: 1) το υπ’ αριθ. …/21-4-2010 ποσού 3.952,23 ευρώ για δικαιώματα προσόρμισης φορτηγών ναυπηγημάτων εξωτερικού από 28-3-2010 έως 29-3-2010, 2) το υπ’ αριθ. …/5-5-2010 ποσού 7.340,15 ευρώ για δικαιώματα προσόρμισης φορτηγών ναυπηγημάτων εξωτερικού από 3-4-2010 έως 6-4-2010, 3) το υπ’ αριθ. …/3-6-2010 ποσού 3.952,23 ευρώ για δικαιώματα προσόρμισης φορτηγών ναυπηγημάτων εξωτερικού από 2-5-2010 έως 3-5-2010, 4) το υπ’ αριθ. …/3-6-2010 ποσού 682,23 ευρώ για δικαιώματα προσόρμισης φορτηγών ναυπηγημάτων εξωτερικού από 9-5-2010 έως 9-5-2010, 5) το υπ’ αριθ. …/9-7-2010 ποοσύ 309,86 ευρώ για δικαιώματα προσόρμισης φορτηγών ναυπηγημάτων εξωτερικού από 25-5-2010 έως 22-5-2010, 6) το υπ’ αριθ. …/9-7-2010 ποσού 682,23 ευρώ για δικαιώματα προσόρμισης φορτηγών ναυπηγημάτων εξωτερικού από 27-5-2010 έως 27-5-2010, 7) το υπ’ αριθ. …/18-8-2010 ποσού 812,20 ευρώ για εκφόρτωση κενών τροχοφόρων μετ. μέσων 6β από 19-4-2010 έως 19-4-2010, 8) το υπ’ αριθ. …/18-8-2010 ποσού 693,44 ευρώ για εκφόρτωση κενών τροχοφόρων μέτ. Μέσων 6β από 5-4-2010 έως 5-4-2010, 9) το υπ’ αριθ. …/18-8-2010 ποσού 568,88 ευρώ για εκφόρτωση τροχοφόρων μετ. μέσων 6β από 9-5-2010 έως 9-5-2010, 10) το υπ’ αριθ. …/18-8-2010 ποσού 732,15 για εκφόρτωση κενών τροχοφόρων μετ. μέσων 6β από 2-5-2010 έως 2-5-2010, 11) το υπ’ αριθ. …/18-8-2010 ποσού 499,20 ευρώ για διέλευση εμφ. Τροχ. μετ. μέσων 6Β από 20 τόνους και άνω από 27-5-2010 έως 27-5-2010 και 12) το υπ’ αριθ. …/22-9-2010 ποσού 655,20 ευρώ για διαχείριση φορτίων μετ/νων με τροχ. μεταφ. Μέσα από πλοία RORO (εισαγωγής) από 27-5-2010 έως 18-7-2010. Η ενάγουσα διατείνεται ότι η εναγομένη παρανόμως συμψήφισε το συνολικό ποσό των 20.879,98 ευρώ που αφορά τα παραπάνω τιμολόγια διότι οι λιμενικές υπηρεσίες παρασχέθηκαν στο πλοίο «…» για χρονικό διάστημα κατά το οποίο ήταν ναυλωμένο στην εταιρεία «…». Πράγματι, από το από 1-12-2009 ναυλοσύμφωνο που καταρτίσθηκε μεταξύ της πλοιοκτήτριας εταιρείας «…» προκύπτει ότι το πλοίο «…» είχε ναυλωθεί στην τελευταία για χρονικό διάστημα τριών μηνών, το οποίο κατόπιν συμφωνίας παρατάθηκε μέχρι 31-5-2010. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε, ότι η εκναυλώτρια και η ανωτέρω ναυλώτρια του πλοίου, είχαν συμφωνήσει, ότι η πρώτη θα έθετε το πλοίο στη διάθεση της ναυλώτριας έναντι σταθερού ανταλλάγματος (ημερήσιου ναύλου). Σύμφωνα με τους όρους της ως άνω σύμβασης η εκναυλώτρια έφερε τις δαπάνες για τον εξοπλισμό και τη συντήρηση του πλοίου καθώς και την ασφάλιση αυτού. Περαιτέρω, ο πλοίαρχος και τα μέλη του πληρώματος τελούσαν υπό τις οδηγίες της ναυλώτριας (άρθρο 8 της σύμβασης). Η τελευταία (ναυλώτρια) βαρυνόταν με τις δαπάνες για τα τέλη πάσης φύσεως που αφορούν τη χρήση και λειτουργία του πλοίου, ενώ επιπλέον, βαρυνόταν με τη δαπάνη για τα καύσιμα. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι με τη σύμβαση χρονοναύλωσης η ναυτική διεύθυνση του πλοίου και κατ’ αποτέλεσμα η εκμετάλλευση του ανήκε στην ναυλώτρια εταιρεία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση ετύγχανε εφοπλίστρια του πλοίου. Επομένως, παρά το γεγονός ότι τα επίδικα τιμολόγια εκδόθηκαν σε χρόνο κατά τον οποίο η ενάγουσα ασκούσε τη διαχείριση του πλοίου, εντούτοις αφορούσαν λιμενικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στο πλοίο αυτό σε χρόνο κατά τον οποίο υφίστατο ενεργή εφοπλιστική χρονοναύλωση. Επομένως, για τις υπηρεσίες αυτές ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον μόνον η ναυλώτρια από κοινού με την εταιρεία που είχε αναλάβει την πρακτόρευση του πλοίου, ενώ η ιδιοκτήτρια του πλοίου ευθύνεται πραγματοπαγώς μέχρι την αξία του. Εξάλλου, οι υπηρεσίες που παρασχέθηκαν (δικαιώματα προσόρμισης, εκφόρτωσης κλπ.) δεν εμπίπτουν σε εκείνες της συντήρησης του πλοίου, όπως αυτές περιγράφονται στο άρθρο 6 του ναυλοσυμφώνου, για τις οποίες εξακολουθούσε να ευθύνεται τόσο η ιδιοκτήτρια του πλοίου κατά τη περίοδο ισχύος της χρονοναύλωσης όσο και η διαχειρίστρια εταιρεία. Συνεπώς, για τις λιμενικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στο ως άνω πλοίο κατά την περίοδο που αναγράφεται στα προαναφερθέντα τιμολόγια δεν υφίστατο απαίτηση της εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας προς συμψηφισμό. Ωστόσο, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένη ήταν αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, καθόσον ο καταλογισμός του ως άνω ποσού σε βάρος της ενάγουσας, που είχε ως συνέπεια τον συμψηφισμό του με απαίτηση που διατηρούσε η τελευταία σε βάρος του …, δεν υπήρξε αποτέλεσμα κακόπιστης και εναντίον των χρηστών ηθών και της αντικειμενικής (συναλλακτικής) καλής πίστης συμπεριφοράς των υπαλλήλων της εναγομένης, αλλά υπήρξε συνέπεια της παράλειψης ενημέρωσης και αναγγελίας στην … ΑΕ της εφοπλιστικής χρονοναύλωσης του πλοίου «…» σε τρίτη εταιρεία. Το γεγονός ότι η ενάγουσα υπήρξε η διαχειρίστρια του πλοίου τόσο σε προγενέστερο χρόνο της παροχής των επίδικων λιμενικών υπηρεσιών, ανακτώντας την διαχείριση του πλοίου από 1-6-2010, επιβεβαιώνει την δικαιολογημένη άγνοια της κατά το χρόνο που προέβη στον συμψηφισμό των απαιτήσεων. Εντούτοις, η εναγομένη εφόσον δεν απέδωσε και παρακράτησε χωρίς νόμιμη αιταία το πιστωτικό υπόλοιπο που δικαιούνταν η ενάγουσα, κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της τελευταίας και για το λόγο αυτό οφείλει να της αποδώσει το ποσό των 20.879,98 ευρώ με βάση τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα από 22-11-2011 έως 15-6-2012 διαχειριζόταν το υπό σημαία … πλοίο «…» στο οποίο είχε διατεθεί επισκευαστικός χώρος στο ιδιωτικό ναυπηγείο «….». Πράγματι, το αμέσως αναφερόμενο πλοίο κατέλαβε θέση επισκευής στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Πειραιά και παρέμεινε για το χρονικό διάστημα από 9-11-2011 έως 6-6-2012, η δε εναγομένη εξέδωσε τα υπ’ αριθ. … τιμολόγια για δικαιώματα προσόρμισης. Σύμφωνα με το κανονισμό χρεώσεων του … τα δικαιώματα από την προσόρμιση των πλοίων δεν είναι συνάρτηση του χρόνου διάρκειας της προσόρμισης, αλλά υπολογίζονται με τον κατάπλου σε εφάπαξ ποσό, που είναι το γινόμενο των κόρων ολικής χωρητικότητας κάθε πλοίου επί την αντίστοιχη τιμή μονάδας για κάθε κόρο, τα δε δικαιώματα του … από την παραβολή των πλοίων υπολογίζονται ανά ημέρα και πόδα μήκους, που παραβάλλουν τα πλοία στο κρηπίδωμα, επί την αντίστοιχη τιμή μονάδας, ενώ τα δικαιώματα πρυμνοδέτησης των πλοίων υπολογίζονται στο 1/3 των αντίστοιχων κατά περίπτωση δικαιωμάτων παραβολής, δηλαδή και στις δύο περιπτώσεις ο υπολογισμός γίνεται σε ημερήσια και όχι σε ωριαία βάση. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η εναγομένη προέβη στη χρέωση των σχετικών δικαιωμάτων υπολαμβάνοντας ότι το επίδικο πλοίο βρισκόταν σε θέση παραβολής ενώ στην πραγματικότητα είχε πρυμνοδετήσει, δεν αποδείχθηκε. Αντιθέτως, η εναγομένη επικαλείται και προσκομίζει φωτογραφία του επίδικου πλοίου στην οποία εμφαίνεται ακινητοποιημένο σε θέση παραβολής. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας αναιρείται και από την από 14-1-2014 αίτηση θεραπείας την οποία κατέθεσε και υπογράφει ο νόμιμος εκπρόσωπος της …, με την οποία ζητεί την απομείωση της σχετικής οφειλής επικαλούμενη άγνοια ως προς την τιμολογιακή πολιτική της εναγομένης και την διαφοροποίηση των χρεώσεων σε περίπτωση παραβολής του πλοίου. Η βεβαίωση του ιδιωτικού ναυπηγείου «….», όπου γίνεται λόγος για πρυμνοδέτηση του πλοίου κατά το χρονικό διάστημα που παρέμεινε ακινητοποιημένο δεν αξιολογείται ως αξιόπιστη δεδομένης της επαγγελματικής συνεργασίας που είχε προηγηθεί με την ενάγουσα και του οικονομικού δεσμού που είχε δημιουργηθεί. Συνεπώς, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά της εναγομένης υπήρξε παράνομη και υπαίτια πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο και το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης για τη φερόμενη ηθική βλάβη που υπέστη η ενάγουσα. Κατόπιν όσων εκτέθηκαν πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή κατά την επικουρική της βάση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (20.879,98) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του. Η απόφαση δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή διότι δεν αποδείχθηκε ότι από την καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης η ενάγουσα θα υποστεί σημαντική ζημία ούτε επικαλέστηκε τη συνδρομή εξαιρετικών λόγων. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης ανάλογα με το μέγεθος της νίκης και της ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.-
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.-
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (20.879,98) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως.-
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00).-
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την , χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ