Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης  2374/2020

(Αριθ. καταθ. 5904/2921/2019)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

—————————————

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών – Εισηγητή, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Μαρτίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) … (ΑΦΜ …), 2) … (ΑΦΜ …), 3) … (ΑΦΜ …), απάντων διατηρούντων επαγγελματική κατοικία στον ……, 4) … (ΑΦΜ …), κατοίκου … και 5) … (ΑΦΜ …), κατοίκου …, για τους οποίους προκατέθεσαν προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους Γρηγόριος Τιμαγένης (ΑΜ ΔΣΠ 1037) και Βασίλειος Σκουτέρης (ΑΜ ΔΣΠ 002514) και οι οποίοι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εκπροσωπήθηκαν από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο Βασίλειο Σκουτέρη.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία έχει καταστατική έδρα στη …, αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στο …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία έχει καταστατική έδρα στη …, αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στην …, στα γραφεία της αντιπροσώπου και διαχειρίστριας εταιρίας της με την επωνυμία «…», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 3) εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία έχει καταστατική έδρα στη …, αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στην …, στα γραφεία της φερόμενης ως αντιπροσώπου και διαχειρίστριας εταιρίας της με την επωνυμία «…», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 4) … (άλλως …) του …, κατοίκου …, 5) εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία έχει καταστατική έδρα στο …, αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στην … όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 27/1975, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 6) … (άλλως …) του …, κατοίκου …, διατηρούντος ειδική κατοικία στην …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Νικόλαος Μαθιόπουλος (ΑΜ ΔΣΠ 002984) και οι οποίοι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εκπροσωπήθηκαν από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, 7) εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία έχει καταστατική έδρα στη …, αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στον ……, όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 27/1975, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 8) …, κατοίκου …. και 9) … του …, κατοίκου ….., οι οποίοι δεν προκατέθεσαν προτάσεις και οι οποίοι απουσίαζαν και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 27-6-2019 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5904/2921/2019, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά δε τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 25-2-2020 πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω αναφέρεται. 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις υπ’ αριθ. …, … και … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, …, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με σημείωση της Γραμματέως Πρωτοδικείου Πειραιά της προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων (100 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής) και επισήμανσή της ότι οι εκπρόθεσμες προτάσεις δε λαμβάνονται υπόψη (άρθρ. 226 παρ. 2 σε συνδ. με 237 παρ. 1 εδ. α’ και παρ. 2 εδ. γ’ ΚΠολΔ), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως (κατά το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ) στην έβδομη, τον όγδοο και τον ένατο των εναγόμενων, με επιμέλεια των εναγόντων, που επισπεύδουν τη δίκη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 122 επ. ΚΠολΔ, πλην όμως, αυτοί δεν κατέθεσαν προτάσεις κατά την κατά τα άνω ορισθείσα προθεσμία, ενώ περαιτέρω, κατά την ορισθείσα, δυνάμει της από 25-2-2020 πράξης ορισμού Δικαστή και ημερομηνίας συζήτησης, του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, δικάσιμο, οπότε και ανεγράφη η υπόθεση στο οικείο πινάκιο με αριθμό 4, της εγγραφής αυτής επέχουσας θέση νομίμου κλητεύσεως των εναγομένων (άρθρ. 237 παρ. 4 ε’ ΚΠολΔ), οι τελευταίοι δεν εμφανίσθηκαν, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου και δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση αυτής. Τούτων λεχθέντων και δοθέντος ότι η κατάθεση προτάσεων στην τακτική διαδικασία είναι υποχρεωτική, κατά τα άρθρα 108, 115 παρ. 3 και 237 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολΔ, οι ως άνω εναγόμενοι δεν έλαβαν μέρος στη δίκη και πρέπει να δικαστούν ερήμην (271 παρ. 1 και 2 KΠολΔ). Σύμφωνα τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, εάν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικώς ή εν μέρει από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία εννόμου σχέσεως ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο μιας άλλης δίκης, η οποία είναι εκκρεμής ενώπιον πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το Δικαστήριο δύναται αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως, εωσότου περατωθεί τελεσιδίκως ή αμετακλήτως η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απρόσβλητη απόφαση. Από τη διατύπωση και την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, αλλά και για την ικανοποίηση της αρχής της οικονομίας της δίκης (ΕφΑθ 6771/1999 ΕλλΔνη 41.1389, ΕφΑθ 10144/1995 ΝοΒ 44.225, ΕφΠειρ 396/1989 ΝοΒ 28.522, Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., Τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 249, αριθ. 5), σαφώς συνάγεται ότι: α) εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ιδίου ή άλλου Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ιδίων ή διαφόρων προσώπων, επί σκοπώ εναρμονίσεως της δικαστικής κρίσεως σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή εξ άλλου λόγου, που αφορά στην ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΕφΑθ 6470/1991 ΕλλΔνη 33.910, ΕφΑθ 640/1991 ΝοΒ 40.289), β) η αναβολή ή, κατά νομική ακριβολογία, αναστολή της δίκης (ΑΠ 215/1999 ΕλλΔνη 40.635, ΕφΑθ 6771/1999 όπ. π., ΕφΑθ 10144/1995 όπ. π.), χωρεί μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, όταν υφίσταται εκκρεμές στα ως άνω δικαστήρια ή τη διοικητική αρχή προδικαστικό ζήτημα της δίκης που απασχολεί το Δικαστήριο. Δηλαδή, εάν το ζήτημα αυτό συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επιδίκου δικαιώματος και προβλέπεται, περαιτέρω, ότι η αυτοτελής, στη δεύτερη αυτή δίκη, διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα αναβληθεί και γ) όταν ο νόμος απαιτεί την εξάρτηση της αναβολής από άλλες έννομες σχέσεις, προϋποθέτει ύπαρξη δεσμού νομικής αναγκαιότητας ανάμεσά τους, ώστε να μην είναι δυνατή η διάγνωση της επιδίκου διαφοράς άνευ της κρίσεως της υποκειμένης και εξαρτώσας εννόμου σχέσεως (Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., Τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 249, αριθ. 2). Πάντως, για την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει δέσμευση δεδικασμένου από την απόφαση του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η άλλη δίκη, αλλά αρκεί οποιαδήποτε άλλη πραγματική εξάρτηση της προς διάγνωση διαφοράς, οπότε ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων αποτρέπεται με την αναστολή της δεύτερης αγωγής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ (ΠΠΠειρ 1481/1987 ΠειρΝομολ 1987.369, Λ. Πήψου Δικονομικά Ζητήματα Εμπράγματων Αγωγών, 2000, σελ. 66). Η με βάση τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ εκδοθείσα απόφαση είναι μη οριστική (ΕφΑθ 632/1994 ΕλλΔνη 37.393), δυναμένη να ανακληθεί οποτεδήποτε κατόπιν αιτήσεως κάποιου από τους διαδίκους (ΑΠ 1709/1995 ΕΕΝ 1997.360, ΑΠ 372/1986 Δ 18.937, ΕφΑθ 4284/1993 ΑρχΝ 1994.303).Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες ισχυρίζονται με την κρινόμενη αγωγή τους ότι οι τέσσερις πρώτοι εξ αυτών τυγχάνουν μέτοχοι της έβδομης εναγόμενης σε εξ’ αδιαιρέτου και κατ’ ισομοιρία ποσοστό 50%, ο δε πέμπτος ενάγων δεν έχει μετοχική ιδιότητα ούτε σχέση με της διοίκηση της ανωτέρω εταιρίας. Ότι οι τρεις πρώτες εναγόμενες εταιρίες, εκ των οποίων η πρώτη και δεύτερη ανήκουν αποκλειστικά στον τέταρτο εναγόμενο και η τρίτη κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον τελευταίο και κατά το λοιπό εξ αδιαιρέτου ποσοστό στον πέμπτο ενάγοντα, είχαν αναθέσει, από το έτος 2003 και δυνάμει εγγράφων συμβάσεων, τη διαχείριση των υπό ελληνική σημαία φορτηγών πλοίων ξηρού φορτίου «…», «…», και «…», αντίστοιχης πλοιοκτησίας εκάστης των ως άνω εναγομένων, στην έβδομη εναγόμενη εταιρία, η οποία εκπροσωπείται νομίμως από τον όγδοο εναγόμενο και το διοικητικό συμβούλιο της οποίας αποτελούν ο ως άνω εναγόμενος μετά του ένατου των εναγομένων. Ότι οι ως άνω εναγόμενες πλοιοκτήτριες εταιρίες προέβησαν σε καταγγελία, στις 26-4-2017, 2-5-2017 και 16-7-2017, των αντίστοιχων συμβάσεων διαχείρισης, απαλλάσσοντας την διαχειρίστρια έβδομη εναγόμενη εταιρία από την εμπορική και τεχνική διαχείριση των πλοίων, καθιστώντας όμως την τελευταία υπεύθυνη για την τεχνική διαχείριση και την ασφάλεια εκάστου πλοίου μέχρι την ανάληψή του από τη νέα διαχειρίστρια, πλην όμως οι ανωτέρω καταγγελίες δεν ανέπτυξαν έννομες συνέπειες σε σχέση με την ισχύ των τριών συμβάσεων διαχείρισης, εκ των οποίων οι συμβάσεις για τα πλοία «…», «…» εντέλει καταγγέλθηκαν νομίμως από την διαχειρίστρια εταιρία στις 11-8-2017 και 20-10-2017 για ουσιώδη παράβαση των όρων εκάστης σύμβασης διαχείρισης από τις πλοιοκτήτριες εταιρίες, ενώ ως προς τη σύμβαση διαχείρισης του πλοίου «…», η εναγόμενη διαχειρίστρια εταιρία παραιτήθηκε από τη διαχείριση στις 3-4-2019. Ότι η πέμπτη εναγόμενη εταιρία, της οποίας μοναδικός μέτοχος και διευθυντής τυγχάνει ο έκτος εναγόμενος (υιός του τέταρτου εναγόμενου από το δεύτερο γάμο του), δραστηριοποιείται ως ναυλομεσιτική και διαχειρίστρια εταιρία, εμφανιζόμενη από το Σεπτέμβριο του έτους 2017 ως διαχειρίστρια των προαναφερθέντων πλοίων. Ότι οι έξι πρώτοι των εναγομένων, δια ηλεκτρονικών μηνυμάτων αλλά και ισχυρισμών που διατύπωσαν κατά τη διάρκεια διαιτησίας που έλαβε χώρα στο Λονδίνο, στο πλαίσιο αξιώσεων που οι τρεις πρώτες εναγόμενες ισχυρίζονται ότι διατηρούν σε βάρος της έβδομης εναγόμενης – διαχειρίστριας εταιρίας, επικαλέστηκαν ψευδώς ότι οι ενάγοντες: α) έχουν αναλάβει σκιωδώς και εν τοις πράγμασι τη διοίκηση της έβδομης εναγόμενης εταιρίας, την οποία χρησιμοποιούν πλέον ως μέσο για την πρόκληση βλάβης στα οικονομικά συμφέροντα του τέταρτου εναγόμενου, με τον οποίο ευρίσκονται σε σφοδρή αντιδικία ήδη από τον Απρίλιο του 2016 και β) προέβησαν σε σωρεία πράξεων κακοδιαχείρισης αναφορικά με τα προαναφερθέντα τρία πλοία και δη μη ναύλωση αυτών με αποτέλεσμα την απώλεια κερδών, δόλια παρακράτηση και μη απόδοση των πλοίων των τριών πρώτων εναγομένων εταιριών, έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με τους λογαριασμούς διαχείρισης των ανωτέρω πλοίων από την έβδομη εναγόμενη διαχειρίστρια εταιρία, παράβαση υποχρέωσης για συντήρηση του πλοίου «…» μέχρι την παράδοσή του στο νέο διαχειριστή, ιδιοποίηση κεφαλαίων της πρώτης και της δεύτερης των πλοιοκτητριών εναγομένων εταιριών καθώς και υπερχρέωση όλων των πλοιοκτητριών εταιριών με αδικαιολόγητες και αδιευκρίνιστες δαπάνες, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και γ) ευθύνονται και οι ίδιοι προσωπικά για την ζημία που υπέστησαν ο τέταρτος εναγόμενος και οι εναγόμενες πλοιοκτήτριες εταιρίες που ανήκουν στα οικονομικά του συμφέροντα. Ότι οι ανωτέρω αβάσιμοι ισχυρισμοί αποτέλεσαν και την βάση των αξιώσεων των τριών εναγόμενων πλοιοκτητριών εταιριών, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας Διαιτησίας, οι οποίες συμποσούνται, κατά τις ειδικώς διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αγωγή διακρίσεις, στα ποσά των 26.414.437 δολαρίων ΗΠΑ και 184.698,95 ευρώ (ποσό που αφορά δικαστικές δαπάνες και αποζημιώσεις που ζητήθηκαν στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας). Περαιτέρω, οι ενάγοντες αρνούνται το σύνολο των ανωτέρω ισχυρισμών των εναγομένων περί ανάληψης από τους ίδιους και εν τοις πράγμασι, της διοίκησης της έβδομης εναγόμενης εταιρίας και συνακόλουθα προσωπικής ευθύνης τους αλλά και ευθύνης της έβδομης εναγόμενης διαχειρίστριας εταιρίας σε σχέση με τους όρους εκάστης σύμβασης διαχείρισης, επικαλούνται δε αβεβαιότητα και αμφιβολία τόσο σε σχέση με τις σχέσεις τους με τους έξι πρώτους εναγόμενους, οι οποίοι ενδέχεται να εγείρουν αξιώσεις κατά των ιδίων αλλά και σε σχέση με τους λοιπούς εναγόμενους, οι οποίοι ενδεχομένως να στραφούν αναγωγικά κατά των εναγόντων επικαλούμενοι ζημία τους από την φερόμενη ως εν τοις πράγμασι ανάληψη της διοίκησης της έβδομης εναγόμενης εταιρίας. Με βάσει δε τα ανωτέρω ζητούν, όπως το σχετικό αίτημα περιορίσθηκε από τους ενάγοντες και εκτιμάται κατά περιεχόμενο από το παρόν Δικαστήριο, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν αξίωση ποσού 26.414.437 δολαρίων ΗΠΑ και 184.698,95 ευρώ, ή οποιαδήποτε άλλη αξίωση που να απορρέει ή να σχετίζεται με τις συμβάσεις διαχείρισης των πλοίων «…», «…», και «…» κατά των εναγόντων ατομικώς, ως μη σχετιζομένων καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τη διοίκηση της έβδομης εναγόμενης εταιρίας σε κάθε δε περίπτωση λόγω ανυπαρξίας οιασδήποτε ευθύνης της τελευταίας, η οποία να απορρέει ή να σχετίζεται με τις προαναφερθείσες συμβάσεις διαχείρισης. Εξάλλου, οι ενάγοντες με την προσθήκη των προτάσεών τους προβάλλουν την, εξεταζόμενη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, δικονομική ένσταση της ελλείψεως πληρεξουσιότητας των δικηγόρων της τρίτης εναγόμενης εταιρίας, επικαλούμενοι ότι ο διορισμός τους από το ανωτέρω νομικό πρόσωπο στηρίζεται σε απόφαση Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο είναι όμως ανυπόστατο νομικά, δεδομένου ότι η εκλογή, στις 6-6-2017, του ανωτέρω οργάνου στηρίζεται σε νοθεία της μετοχικής σύνθεσης της ανωτέρω εναγόμενης εταιρίας από τον τέταρτο εναγόμενο, ώστε να εμφανίζεται αυτός δήθεν μέτοχος του 52% και ο πέμπτος ενάγων του 48% (αντί της αληθούς μετοχικής συνθέσεως, με ποσοστό 50% σε έκαστο μέτοχο), η δε σχετική νοθεία πραγματοποιήθηκε με την επίσης ανυπόστατη από 30-6-2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ανωτέρω εταιρίας. Επί του ανωτέρω δικονομικού ισχυρισμού πρέπει να επισημανθεί ότι ο πέμπτος των εναγόντων έχει ήδη ζητήσει, δια της από 26-5-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. 5742/2786/2017) αγωγής του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την αναγνώριση του ανυπόστατου των προαναφερθεισών αποφάσεων. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2057/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε αυτήν ως αόριστη. Ακολούθως, ασκήθηκε η από 8-5-2018 (αριθ. εκθ. καταθ. 957/643/2018) έφεση του πέμπτου των εναγόντων κατά της ανωτέρω απόφασης, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί στις 19-9-2019 και επί της οποίας οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν εκδοθείσα απόφαση του Εφετείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών). Λαμβανομένου υπόψη ότι στην ανωτέρω δίκη θα κριθεί το ζήτημα της μετοχικής σύνθεσης της τρίτης εναγόμενης εταιρίας και συνακόλουθα, ως προδικαστικό ουσιαστικά ζήτημα σε σχέση με την αμφισβητούμενη στην παρούσα δίκη πληρεξουσιότητα, η εγκυρότητα της συγκρότησης του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, σε απόφαση του οποίου στηρίζεται και η ως άνω πληρεξουσιότητα των δικηγόρων της ως άνω εναγόμενης, πρέπει να διαταχθεί ως προς την τελευταία, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος των εναγόντων, η αναστολή της εκδικάσεως της υπό κρίση αγωγής, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της δίκης επί της από 26-5-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. 5742/2786/2017) αγωγής. Ζήτημα όμως αναστολής τίθεται και ως προς τους λοιπούς εναγόμενους, δεδομένου ότι η επί της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας κρίση του παρόντος Δικαστηρίου και ως προς την εν τοις πράγμασι ανάληψη της διοίκησης της έβδομης εναγόμενης εκ μέρους των εναγόντων καθώς και την ατομική ευθύνη των τελευταίων σε σχέση με τους λοιπούς εναγόμενους, εκκρεμούσης της δικαστικής κρίσης ως προς την τρίτη των εναγομένων, ενέχει τον κίνδυνο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων από το ίδιο Δικαστήριο και για τα ίδια ζητήματα. Και τούτο διότι, πέραν των επιμέρους χρηματικών ποσών που αφορούν αξιώσεις της τρίτης εναγόμενης εταιρίας, ουσιαστικό και κομβικό σημείο ως προς το σύνολο των διαλαμβανόμενων στο αγωγικό δικόγραφο αξιώσεων των εναγομένων (συμπεριλαμβανομένων και των τριών πλοιοκτητριών εταιριών) σε σχέση με τους ενάγοντες αποτελεί η εν τοις πράγμασι ανάληψη ή μη της διοίκησης της εναγόμενης διαχειρίστριας εταιρίας και η δόλια χρησιμοποίηση της τελευταίας προκειμένου να επέλθει βλάβη στα συμφέροντα του τέταρτου εναγόμενου και των εταιριών του. Συνεπώς, κρίνεται στην παρούσα περίπτωση αναγκαία η ενιαία διάγνωση της διαφοράς και η ενιαία εκφορά δικανικής κρίσης (και) για τα προαναφερθέντα ζητήματα. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η συζήτηση της κρινόμενης αγωγής πρέπει να αναβληθεί (ορθότερα ανασταλεί) κατά τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της δίκης επί της από 26-5-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. 5742/2786/2017) αγωγής. Τέλος, δεν τίθεται ζήτημα επιβολής δικαστικής δαπάνης, διότι η παρούσα είναι μη οριστική. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της έβδομης, του όγδοου και του ένατου των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση της αγωγής μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της δίκης επί της από 26-5-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. 5742/2786/2017) αγωγής.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 9 Ιουνίου 2020 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 2 Ιουλίου 2020, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΞΥΝΟΠΟΥΛΟΣ          ΣΕΒΑΣΤΗ ΑΝΔΡΙΑΝΙΔΟΥ