ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 4439/2018
(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 11001/2016)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 5704/2016)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ
ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 26η Σεπτεμβρίου του 2017 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως 11001/2016 και 5704/2016 αγωγή καταβολής τιμήματος από πώληση λιπαντικών από τιμολόγια και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «… εδρεύουσας στoν …, με εγκατεστημένα νομίμως γραφεία, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν.89/1967 όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον Ν.3427/2005 (Κεφάλαιο ΣΤ΄), στη …, με ΑΦΜ … ΔΟΥ …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει του από 29-3-2017 ιδιωτικούεγγράφου παροχής πληρεξουσιότητας της νομίμου εκπροσώπου και διευθύντριας της εταιρείας …, κατοίκου …, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής της σε αυτήν από τον δικηγόρο Νεκτάριο Μακρυστάθη, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Νικολίτσας Τσαφούλια του Γεωργίου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 16400), κατοίκου …, αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…, κυρίας του υπό σημαία ….. πλοίου «…», εδρεύουσας τυπικά στην πόλη … πραγματικά όμως στον …………, νομίμως εγκατεστημένης στην ……., σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν.89/1967, στα γραφεία της διαχειρίστριας, πλην όμως εφοπλίστριας του παραπάνω πλοίου, … εταιρίας με την επωνυμία «…» … επί της οδού …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…), κυρίας του υπό σημαία …πλοίου «…», εδρεύουσαςτυπικά στην πόλη … πραγματικά όμως στον ……….., νομίμως εγκατεστημένης στην ……….., σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν.89/1967, στα γραφεία της διαχειρίστριας, πλην όμως εφοπλίστριας του παραπάνω πλοίου, … εταιρίας με την επωνυμία «…» … επί της οδού …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 3) Εταιρείας με την επωνυμία «…» … εδρεύουσας τυπικά στη …, στην πραγματικότητα όμως στον …, με ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 4) …, εφοπλιστή, κατοίκου …….οδός …, με ΑΦΜ …, 5) …, εφοπλίστριας, κατοίκου ……….. οδός …, και 6) …, εφοπλιστή, κατοίκου … εκ των οποίων η πρώτη και η δεύτερη εταιρείες δεν προκατέθεσαν προτάσεις ούτε παραστάθηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η τρίτη εταιρεία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει του από 6-4-2017 ιδιωτικού εγγράφου παροχής πληρεξουσιότητας του νομίμου εκπροσώπου της …, κατοίκου …, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του σε αυτήν από τη δικηγόρο Μαρία-Αγελική Βλάχου, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Τιμαγένη του Γρηγορίου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3311), κατοίκου … αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, και ο τέταρτος, η πέμπτη και ο έκτος εναγόμενοι προκατέθεσαν, δυνάμει των από 5-4-2017, 6-4-2017 και 6-4-2017, αντιστοίχως, ιδιωτικών εγγράφων παροχής πληρεξουσιότητάς τους, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής τους σε αυτές από τη δικηγόρο Μαρία-Αγγελική Βλάχου, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Μαρίας-Αγγελικής Βλάχου του Περικλή-Νικολάου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3613), κατοίκου … αλλά δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
Η ενάγουσα με την από 21-12-2016 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 11001/2016 και 5704/2016αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 28-12-2016 και επιδόθηκε στις 30-12-2016 στους εναγόμενους (στον ………, στην οδό …, ως κοινή πραγματική τους έδρα για τις πρώτη και δεύτερη εναγόμενες εταιρείες κατά τον Α.Ν. 89/1967 και για την τρίτη εναγόμενη ως διαχειρίστρια, στην πραγματικότητα όμως εφοπλίστρια των επίδικων πλοίων των δύο προαναφερομένων κυριών εταιρειών, και ως επαγγελματικής κατοικίας των τέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένων) εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 2-8-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 26-9-2017, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τον οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 12, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις της,οι δε ως άνω εναγόμενοι που προκατέθεσαν προτάσεις ζητούν την απόρριψή της.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στη δίκη, όπως σημειώνεται ανωτέρω.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Σύμφωνα με το άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011) και τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, ορίζεται ότι αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά αν ο εναγόμενος δεν κλητεύθηκε νομίμως κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως (ΕφΑθ 4430/1990 ΕλλΔνη 33.910, ΕφΑθ 2143/1990 Δίκη 22.389), δεδομένου ότι υφίσταται τεκμαρτή βλάβη του τελευταίου, λόγω ακριβώς της ερημοδικίας του (άρθρο 271§3 ΚΠολΔ -βλ. σχετ. Σταυρόπουλου, ΕρμΚΠολΔ, έκδ.1979, άρθρο 228 §1ε΄, σελ.335, Μπέη, ΠολΔικ, άρθρο 228 §3, σελ.1043-1044, βλ. αναλόγως και ΕφΑθ 11416/1987 Δίκη 19.333). Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Στην περίπτωση, πάντως, των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, εάν ο εναγόμενος δεν κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή. Ειδικότερα, με την παρ.2 του άρθρου 215 ΚΠολΔ, η οποία αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1-1-2016, ορίζεται ότι, στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α 87 και σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.1 του αυτού άρθρου και νόμου, εφαρμόζεται για τις κατατιθέμενες μετά την 1.1.2016 αγωγές, μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές….Η παραπάνω προθεσμία παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ.2, 126 παρ.1 εδ.δ΄, 127 παρ.1, 128, 129, 130 και 139 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι για να είναι έγκυρη η επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο (εμπορική εταιρεία), πρέπει τούτο να παραδοθεί στον κατά τον νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπό του και σε περίπτωση περισσότερων σε ένα από αυτούς (ΠολΠρΑθ 4416/2010, ΠολΠρΑθ 2916/2010 Νόμος), είτε στην κατοικία του είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου (ΑΠ 378/2013, ΑΠ 325/2010, ΑΠ 1888/2008 Νόμος). Αν ο ως άνω εκπρόσωπος του νομικού προσώπου δε βρίσκεται στην κατοικία του ή στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο κλπ. του νομικού προσώπου, το έγγραφο παραδίδεται στην πρώτη περίπτωση σε ένα από τους συγγενείς, υπηρέτες ή άλλους που συνοικούν με τον παραλήπτη και στη δεύτερη περίπτωση στον διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε ένα από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες του καταστήματος, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης. Αν κανένα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν βρίσκεται στην κατοικία ή το κατάστημα κλπ. γίνεται θυροκόλληση του προς επίδοση εγγράφου και τηρούνται περαιτέρω οι διατυπώσεις της παρ.4 του άρθρου 128 ΚΠολΔ (ΑΠ 129/2001 ΕλλΔνη 2001.1586,ΑΠ 499/2000 ΕΕργΔ 60.879, ΕφΘεσ 414/2010 ΕΠολΔ 2010.856). Όμως, για την εν λόγω επίδοση δεν έχει σημασία ο τόπος, ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρείας, αλλά ο τόπος της εργασίας ή της κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρείας. Συνεπώς, είναι κατά νόμο δυνατόν το γραφείο, από το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ασκεί τη διοίκηση αυτού, να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα του νομικού προσώπου. Μάλιστα, η αναγραφόμενη στο προς επίδοση έγγραφο διεύθυνση κατοικίας ή έδρας του προσώπου, στο οποίο απευθύνεται αυτό, δεν δεσμεύει τον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος οφείλει εξ επαγγέλματος να ερευνήσει αν πραγματικά αυτός προς τον οποίο διενεργείται η επίδοση κατοικεί στη διεύθυνση αυτή και αν διαπιστώσει ότι δεν κατοικεί εκεί, αλλά σε άλλη διεύθυνση, να διενεργήσει την επίδοση στην πραγματική κατοικία ή έδρα του σχετικού προσώπου και όχι στην αναγραφόμενη στο επιδοτέο έγγραφο (ΑΠ 129/2001 Νόμος, ΑΠ 532/1999 ΕλλΔνη 2000.87, ΕφΠειρ 151/2016 Νόμος, ΕφΑθ 8647/1989 ΕλλΔνη 1990.844).
Όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …, τις οποίες νομίμως προσκομίζει η ενάγουσα, πλήρως αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της αγωγής με την πράξη καταθέσεως επιδόθηκε στις 30-12-2016, νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εναγόμενους, εντός τριάντα (30) ημερών για τουςτέταρτο, πέμπτη και έκτο εξ αυτών, που είναι κάτοικοι ημεδαπής και εντός εξήντα (60) ημερών για την πρώτη, δεύτερη και τρίτη εναγόμενες εταιρείες που εδρεύουν στην αλλοδαπή, από την κατάθεσή της, στις 28-12-2016, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και συγκεκριμένα: στις μεν πρώτη, δεύτερη και τρίτη εναγόμενες εταιρείες στην πραγματική έδρα τους στον ………. καίτοι τυπικά κατά το καταστατικό τους εδρεύουν στην αλλοδαπή, στους δε τέταρτο, πέμπτη και έκτο εναγόμενους στην επαγγελματική κατοικία τους στην ίδια ως άνω διεύθυνση, για άπαντες με νόμιμη θυροκόλληση,παρουσία της μάρτυρα …, επακολουθούσης της εγχείρισης της αγωγής στον αξιωματικό υπηρεσίας του Α.Τ. Καλλίπολης και της παράδοσής της προς ταχυδρομική αποστολή στην ως άνω διεύθυνση στο Κεντρικό Ταχυδρομείο Πειραιά (ΚΠολΔ 110 §2, 122, 123, 124, 125, 126 παρ.1α΄, 127 παρ.1, 128 παρ.1, 2, 3, 4, 129, 215, 226, 228, 237), απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων. Από τον χρόνο δε της κατάθεσης της αγωγής (28-12-2016) οι εναγόμενοι έλαβαν γνώση της έναρξης της νόμιμης προθεσμίας των εκατόν (100) ημερών και εκατόν τριάντα (130) ημερών, αντίστοιχα, για την κατάθεση προτάσεων στη συγκεκριμένη υπόθεση και την προσκομιδή όλων των αποδεικτικών μέσων και των διαδικαστικών εγγράφων τους, πλην όμως εξ αυτών μόνον η τρίτη, ο τέταρτος, η πέμπτη και ο έκτος προκατέθεσαν τις προτάσεις τους, τα αποδεικτικά τους μέσα και τα διαδικαστικά του έγγραφα, ενώ η πρώτη και η δεύτερη εναγόμενες εταιρείες δεν προκατέθεσαν προτάσεις και αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα στη δίκη αυτή επί της προκείμενης υποθέσεως, που προσδιορίστηκε προς συζήτηση μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, με την από 2-8-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, ο οποίος όρισε τον τόπο και τον χρόνο συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο στη δικάσιμο της 26-9-2017, ενόψει του ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο από τη Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων στη σημερινή δικάσιμο, η οποία τους γνωστοποιείται νόμιμα κατά τον τρόπο αυτόν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 237 παρ.1-3 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 115 παρ.3, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 με βάση το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, όπου ορίζεται ότι η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική. Σε περίπτωση δε μη προκατάθεσης αυτών, οι εν λόγω διάδικοι πρέπει να θεωρούνται δικονομικά απόντες και επέρχονται οι συνέπειες των διατάξεων του άρθρου 271 παρ.1, 2 εδ.α΄ και 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 και έπειτα από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015 με έναρξη ισχύς από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015. Συνεπώς, πρέπει να συζητηθεί η προκείμενη υπόθεση ερήμην των πρώτης και δεύτερης εναγομένων και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας θα θεωρηθούν ομολογημένοι έναντι των απολιπομένων ως άνω διαδίκων, αν η αγωγή κριθεί παραδεκτή και νόμω βάσιμη.
Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ) συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης (ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕΠ 954/2004 ΕΝΔ 32.342, ΕφΠειρ 110/2013 ΕΝΔ 2013.10). Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΕφΠειρ 228/2013 ΤΝΠ Νόμος).Στην περίπτωση της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου, η έννοια του εφοπλιστή δεν έχει συνέπεια την υποβολή του στις ευθύνες του πλοιοκτήτη, αλλά ο κύριος του πλοίου ευθύνεται δια του πλοίου για τις υποχρεώσεις του εφοπλιστή, όχι, όμως, και το αντίστροφο. Ο εφοπλιστής, δηλαδή, ευθύνεται μόνο για τις δικαιοπραξίες του ιδίου ή του πληρεξουσίου του και του πλοιάρχου, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, όπως και για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων του πλοιάρχου και πληρώματος κατ’ άρθρο 84 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 408/2008 ΕΝΔ 2009.19, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.388, βλ. Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1975,σελ.165, Δ.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1982, σελ.292, Γεωργακόπουλου Λ., Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.2006, παρ.19), αλλά όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά νόμο δυνατή (νοητή) η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη τους, καθότι η ανάληψη τέτοιων υποχρεώσεων από τον κύριο του πλοίου αντιστρατεύεται την ίδια την έννοια του εφοπλισμού (ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 408/2008 ό.π.). Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού, ooποίος είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (ΑΠ 776/2010 ΕΝΔ 2011.314, ΑΠ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 582/2014 ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 37/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, βλ. και Ι.Ρόκα/Γ.Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ.71, §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση inremscriptae, που έχει ενοχική φύση, βλ.ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994, με σημείωση Φ.Δωρή). Η δε αγωγή για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός για την ικανοποίηση του δανειστή από το πλοίο πρέπει να στρέφεται και κατά του κυρίου του πλοίου (ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΑΠ 1103/1996 ΕλλΔνη 38.1134, ΑΠ 581/1996 ΕλλΔνη 1998.573, ΑΠ 991/1991ΕΕμπΔ 1992.369, ΕφΠειρ 228/2013, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002ΕΝΔ 2002.390). Συνέπεια των προδιαλαμβανομένων είναι ότι η παραπάνω ευθύνη του κυρίου του πλοίου θεμελιώνεται μόνο εφόσον αυτός εξακολουθεί να είναι κύριος του πλοίου κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της αγωγής, ενώ παύει να υπάρχει όταν κατά τον εν λόγω χρόνο έχει ήδη αποξενωθεί από την κυριότητα του πλοίου με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με τη συμβατική μεταβίβαση της κυριότητάς του, τον πλειστηριασμό του, την απώλειά του, λόγω ναυαγίου κ.λπ., οπότε δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο εάν το πλοίο φύγει από τα χέρια του λόγω μεταβίβασης της κυριότητας και δεν νομιμοποιείται πλέον παθητικά, αφού έκτοτε παύει τούτο να είναι υπέγγυο (ΑΠ 271/1998 ΕΝΔ 1998.279, ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 1992.70, ΑΠ 591/1988 ΕλλΔνη 1989/30.84, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος,ΕφΠειρ 228/2013 ΕΝΔ 2014.46, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΠειρ 736/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.926, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 1394/1997 ΕΝΔ 1997.89, ΕφΠειρ 1177/1997 ΕΝΔ 1997.85, ΕφΠειρ 184/1997 ΕΝΔ 1997.58, ΕφΠειρ 54/1996 ΕΝΔ 1997.31, ΠολΠρΠειρ 395/1992 ΕΕμπΔ 1992.469).Συνακόλουθα δε, είναι δυνατή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 74 αριθ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ, η με τη μορφή της παθητικής ομοδικίας εναγωγή του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου για την επιδίκαση απαίτησης που προήλθε από τον εφοπλισμό του πλοίου, στο πλαίσιο θεμελίωσης νόθου παθητικής εις ολόκληρον ενοχής και προκειμένου να υπάρξει εκτελεστός τίτλος επί του πλοίου (ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.390, ΕφΠειρ 1270/1997 ΕΝΔ 1997.438, ΕφΠειρ 72/1993 ΕΝΔ 1995.43, ΕφΠειρ 293/1990 ΕΝΔ 1990.199, ΜονΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝΔ 2013.193). Επομένως, οι δανειστές των απαιτήσεων που πηγάζουν από τον εφοπλισμό του πλοίου (εάν δεν έχουν ναυτικό προνόμιο ή δεν συντρέχει περίπτωση του 939 ΑΚ) δεν μπορούν να στραφούν κατά του πλοίου στα χέρια του νέου κυρίου, διότι δεν υπάρχει πλέον δικαίωμα παρακολουθήσεώς του. Κατά του νέου κυρίου του πλοίου δεν μπορούν να στραφούν οι πιο πάνω δανειστές ούτε βάσει της διατάξεως του άρθρου 479 παρ.1 ΑΚ, διότι η διάταξη αυτή προϋποθέτει ενοχική οφειλή και προσωπική ευθύνη του αρχικού κυρίου, η οποία όμως, όπως εκτέθηκε ήδη, δεν υπάρχει στο πρόσωπο του κυρίου του πλοίου, η ευθύνη του οποίου για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό είναι αντικειμενική και πραγματοπαγής (βλ. Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1968, παρ.43, Δ.Καμβύση,Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, υπ’ άρθρο 106, παρ.2, ΕφΠειρ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΘεσ 1563/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΙωανν 335/2004 Αρμ 2005.1234, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, με σημείωση Γ.Θεοχαρίδη, ΕΝΔ 2003.368, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 31.453, ΕφΠειρ 503/2001 ΠειρΝομ 23.428, ΕφΠειρ 114/2000 ΠειρΝομ 22.177, ΕφΠειρ 263/1990 ΕΝΔ 20.509, ΕφΠειρ 1862/1988 ΕΝΔ 1989.183, ΕφΠειρ 1468/1987 ΕλλΔνη 29.754, ΕφΠειρ 516/1986 ΕΝΔ 14.231, ΕφΠειρ 1220/1982 ΕΝΔ 11.366, ΠολΠρΠειρ 395/1992 ΕΕμπΔ 1992.469, ΜονΠρΠειρ 3965/2005 ΕΝΔ 2006.206).Κατά συνέπεια, κρίσιμη για τη θεμελίωση της ευθύνης του αποκτώντος πλοίο, το οποίο αποτελεί “περιουσία” ή “επιχείρηση” κατά την έννοια του άρθρου 479 ΑΚ, είναι η διερεύνηση του εάν η απαίτηση του τρίτου δανειστή προέρχεται από τον εφοπλισμό του πλοίου, δηλαδή από την οικονομική εκμετάλλευση αυτού από τρίτο πρόσωπο ή από την αυτή εκμετάλλευση του από τον κύριο του πλοίου, ο οποίος καλείται στην περίπτωση αυτή πλοιοκτήτης (ΜονΠρΠειρ 3965/2005 ΕΝΔ 2006.206). Εξάλλου, για να έχουν εφαρμογή όσα παραπάνω εκτίθενται αναφορικά με την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό του απαιτήσεις, όταν η εισαγόμενη στο δικαστήριο υπόθεση περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας, θα πρέπει κατ’ επιταγή συγκεκριμένου κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου να είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο. Για εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 106 εδ.β΄ ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού αυτή δεν αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνα άμεσης εφαρμογής, ενόψει του ότι δεν υπάρχει στο πλαίσιο αυτό κανένα συμφέρον ή κάποιος άλλος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιο χαρακτήρα. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που να ρυθμίζει το θέμα. Ενόψει των ανωτέρω και σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις αξιώσεις τρίτων που απορρέουν από τον εφοπλισμό του ή την εκμετάλλευση αυτού στα πλαίσια χρονοναυλώσεως από τρίτους θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Η ευθύνη αυτή αποτελεί, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εξωσυμβατική ενοχή και ειδικότερα ενοχή της οποίας το στήριγμα αναζητείται ευθέως στον νόμο. Ο πραγματοπαγής(όχι εμπράγματο) χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί καθόλου τον ενοχικό χαρακτήρα της υποχρεώσεως αυτής (ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994 και σημείωση κάτω από αυτή Φ.Δωρή). Ο κύριος του πλοίου έχει δική του αυτοτελή ενοχή της οποίας απλώς το περιεχόμενο προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως. Συνακόλουθα, για την προαναφερθείσα υποχρέωση του κυρίου, το εφαρμοστέο δίκαιο πρέπει να εξευρίσκεται και στην περίπτωση της εν λόγω εξωσυμβατικής ενοχής, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδ.β΄ ΑΚ και του άρθρου 4 §4 του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), με έναρξη εφαρμογής τη 17η.12.2009, που αντικατέστησε την Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 (Ν.1792/1988), δηλαδή να εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα, για τον ίδιο λόγο που αυτό συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών (ΕφΠειρ 366/1998 ΕΝΔ 26.420, ΕφΑθ 14059/1988 ΝοΒ 38.458). Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκόμενων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών, αλλά και η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης Πολιτείας (ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005.375). Το δίκαιο αυτό είναι εφαρμοστέο και προκειμένου να κριθεί αν το πλοίο είναι υπέγγυο για τα χρέη που συνήψε προς τρίτο ο εφοπλιστής ή ο εξομοιούμενος προς τον εφοπλιστή ναυλωτής (ΜονΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝΔ 2013.193).
ΙΙ. Οι ισχύουσες αρχές του εμπορικού δικαίου για την άσκηση εμπορίας μέσω παρένθετου προσώπου δεν προσήκουν στην περίπτωση, κατά την οποία ο παρένθετος είναι μία εταιρία του εμπορικού δικαίου, διότι έτσι επέρχεται κατάλυση της νομικής προσωπικότητας. Τέτοια κατάλυση μπορεί να επέλθει για συγκεκριμένους από τον νόμο προβλεπόμενους λόγους, ήτοι της συστάσεως του νομικού προσώπου όχι σπουδαίως, αλλά εικονικώς ή της άρσεως της αυτοτέλειας αυτού, λόγω καταχρηστικότητας (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012.39, ΕφΠειρ 565/2011 ΕΝΔ 2011.378, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13). Στην πρώτη περίπτωση οι υποχρεώσεις από συγκεκριμένη συναλλαγή ή από καθορισμένο πλαίσιο συναλλακτικών σχέσεων μεταφέρονται (μετακυλίονται) στο φυσικό πρόσωπο, το οποίο και μόνο υπέχει ευθύνη (ΕφΠειρ 217/2007 ΕΝΔ 35.57), ενώ εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της δεύτερης περίπτωσης ευθύνονται εις ολόκληρον το νομικό πρόσωπο με τον εταίρο ή τους εταίρους ή τους μετόχους που ενεργούν καταχρηστικά (ΟλΑΠ 2/2013 ΠειρΝομ 1/2013.48). Ο βασικός αυτός κανόνας υποχωρεί μόνο όταν, μετά από γενικότερη και συνεχή στάθμιση συμφερόντων και σκοπιμοτήτων (οικονομικών και κοινωνικών), επιβάλλεται μία άλλη νομική επιλογή (βλ. Αθ.Λιακόπουλο,Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1988, σελ.11επ., Λ.Γεωργακόπουλο, Το δίκαιο των εταιριών, Ι, σελ.41). Περαιτέρω, στην ελληνική ναυτιλία αποτελεί συνηθισμένη επιχειρηματική δραστηριότητα εκείνη που ο επιχειρηματίας, μη θέλοντας να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά σπουδαίως και όχι εικονικώς μία ή περισσότερες εταιρείες στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, για την εκμετάλλευση των πλοίων για δικό τους λογαριασμό είτε άμεσα είτε με την ανάθεση της διαχειρίσεως των πλοίων τους σε άλλη εταιρεία που προϋπάρχει ή ιδρύεται για τον λόγο αυτό και ενεργεί για λογαριασμό της. Τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά κατά κανόνα και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συμμετέχει συνήθως στη διοίκησή τους και το οποίο έτσι κερδοσκοπεί έμμεσα, ως αποκλειστικός μέτοχος, με την απόληψη κερδών και την οικονομική ανάπτυξη της πλοιοκτήτριας εταιρείας (ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 905/2010 ΔΕΕ 2010.1056). Η τελευταία αποτελεί αυτοτελή φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΕφΠειρ 940/2003 ΤΝΠ Νόμος), αφού διατηρεί νομική προσωπικότητα χωριστή των εταίρων ή μετόχων της, από την οποία απορρέει η περιουσιακή της αυτοτέλεια αλλά και η συνακόλουθη αποκλειστική και χωριστή από εκείνη των μελών της ευθύνη της για την αποπληρωμή των χρεών που δημιουργούνται από την εμπορική της δραστηριότητα διά της δικής της περιουσίας, η οποία και μόνον είναι υπέγγυα στους δανειστές της. Η χωριστή προσωπικότητα και η περιουσιακή αυτοτέλεια αποτελεί δημιούργημα του δικαίου και απονέμεται στα νομικά πρόσωπα, επειδή εξυπηρετεί οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτήν. Σύμφωνα με την αρχή του χωρισμού, που ακολουθείται στο ελληνικό δίκαιο, κάθε νομικό πρόσωπο είναι φορέας μόνο των δικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ο αυστηρός διαχωρισμός νομικού προσώπου και μελών έχει ως συνέπεια την περιουσιακή αυτοτέλεια αυτού, αλλά και άλλες νομικές συνέπειες, όπως χωριστή ικανότητα δικαίου του νομικού προσώπου (άρθρο 62 ΑΚ) και χωριστή ικανότητα για δικαιοπραξία και αδικοπραξία (άρθρα 70 και 71 ΑΚ). Το νομικό πρόσωπο της εταιρείας αποτελεί ένα τεχνητό δημιούργημα του νομοθέτη με το οποίο η ισχύουσα έννομη τάξη προσδίδει προσωπικότητα σε ένα υπάρχον κοινωνικό μόρφωμα ή μια κοινωνική πραγματικότητα, τα οποία, ιδίως μέσω της σύμπραξης και της συνεργασίας των εταίρων, που αναπτύσσονται στη βάση συγκεκριμένης έννομης τάξης, αποτελούν αυτόνομη και πρωτογενή πηγή παραγωγής κοινωνικού πλούτου. Στην ένωση προσώπων το δίκαιο εξασφαλίζει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στον χρόνο οντότητα, ενώ διακρίνει απολύτως αυτήν από τα πρόσωπα που την αποτελούν. Μεταξύ των βασικών συνεπειών της νομικής προσωπικότητας είναι η ικανότητα δικαίου την οποία αποκτά το νομικό πρόσωπο, η ικανότητα δηλαδή να είναι αυτό, φορέας περιουσίας χωρισμένης από τις περιουσίες των μελών του, από την οποία απορρέει περαιτέρω και η ικανότητα ευθύνης, και δη αποκλειστικής, που σημαίνει διακριτής από την ευθύνη των μελών του νομικού προσώπου, με πρακτική συνέπεια να είναι υπέγγυα στους εταιρικούς δανειστές μόνο η περιουσία του νομικού προσώπου και όχι η περιουσία των μελών του. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του νομικού προσώπου ή αδυναμίας του ως προς την ικανοποίηση των περιουσιακών αξιώσεων των δανειστών του, οι σκοποί της χωριστής νομικής προσωπικότητας καταρχήν δεν αναιρούνται. Έτσι, η νομική προσωπικότητα δεν κάμπτεται, προκειμένου να ανακύψει ευθύνη και του φυσικού προσώπου, του οποίου τα επιχειρηματικά συμφέροντα το νομικό πρόσωπο εξυπηρετεί, από μόνο τον λόγο ότι το φυσικό πρόσωπο επέλεξε τον τύπο μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας, προκειμένου να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκεί μέσω αυτής, αφού η επιλογή του δεν είναι αθέμιτη, ώστε να δικαιολογείται η μεταφορά στον επιχειρηματία της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, δεδομένου ότι κάθε τύπος κεφαλαιουχικής εταιρείας θεσμοθετήθηκε γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, προκειμένου δηλαδή να εξυπηρετούνται οι πιο πάνω οικονομικές ανάγκες των φυσικών προσώπων (ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.694, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657). Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή, με την προεκτεθείσα έννοια, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιχειρηματία, που έχοντας συνάμα και την ιδιότητα του αποκλειστικού μετόχου, ελέγχει ή διοικεί την πλοιοκτήτρια ή και τη διαχειρίστρια, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Στην περίπτωση αυτή ό,τι ακριβώς δεν θέλει να έχει και δεν έχει ο εν λόγω επιχειρηματίας είναι η βούληση της εκμεταλλεύσεως του πλοίου (άμεσα) για λογαριασμό του (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183). Αντίθετα, θα είναι και εφοπλιστής, κατά την έννοια του άρθρου 105 του ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρείες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, το γεγονός ότι ένας επιχειρηματίας διοχετεύει την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε μια μία κεφαλαιουχική εταιρεία, ΑΕ (άρθρο 47α παρ.2 του Ν.2190/1920) ή ΕΠΕ (άρθρο 43α του Ν.3190/1955) ή ναυτική εταιρεία (άρθρο 41 παρ.2 του Ν.959/1979), δεν δικαιολογεί αυτό καθ’ εαυτό την ταύτιση του επιχειρηματία αυτού με την εταιρεία και την μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, οι οποίες προσφέρουν σε αυτόν το πλεονέκτημα του περιορισμού του επιχειρηματικού κινδύνου μόνο στα κεφάλαια της εταιρείας, δεν δικαιολογεί την ταύτιση του επιχειρηματία αυτού με την εταιρεία και τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, δοθέντος ότι τα πλεονεκτήματα αυτά δόθηκαν στην περίπτωση της ναυτικής εταιρείας σκόπιμα, ώστε τα ελληνικά πλοία να προσέλθουν στην ελληνική σημαία. Και όταν ο επιχειρηματίας αξιοποιεί τους εταιρικούς αυτούς τύπους δεν ενεργεί αθέμιτα για να υποστεί ως κύρωση τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (ΟλΑΠ 5/1996, ΟλΑΠ 17/1994, ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος). Διαφορετικά βέβαια έχει το ζήτημα αν αποδειχθεί ότι οι εταιρείες αυτές: 1) είναι εικονικές, 2) ή χρησιμοποιήθηκαν ως παρένθετο πρόσωπο, με την έννοια της κάλυψης υποκρυπτόμενου προσώπου και 3) ότι δεν έχουν αναπτύξει καθόλου συναλλακτική οργάνωση και δράση ή επιχειρηματική δραστηριότητα, ότι στην πραγματικότητα τη νομή του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση ασκεί ο ως άνω επιχειρηματίας για λογαριασμό του, πράγμα το οποίο συμβαίνει ιδίως, όταν συμβάλλεται στο δικό του όνομα και αναλαμβάνει προσωπικά και απεριόριστα τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Από τις πιο πάνω τρείς διακριτές περιπτώσεις, η συνδρομή μεμονωμένα της δεύτερης, δηλαδή η άσκηση εμπορίας αφανώς από φυσικό πρόσωπο δια παρένθετου νομικού προσώπου, χωρίς άλλο, δεν αποδοκιμάζεται ως εμπορική πρακτική από την έννομη τάξη και αφετηριάζει μόνο τις έννομες συνέπειες: 1) της απόκτησης της εμπορικής ιδιότητας και από το κρυπτόμενο αφενός φυσικό πρόσωπο πίσω από το νομικό πρόσωπο που ενεργεί εμφανώς τις εμπορικές πράξεις και 2) την εις ολόκληρο ενοχή τόσο του φαινόμενου νομικού προσώπου σαν εμπόρου, όσο και του κρυπτόμενου πίσω από αυτό φυσικού προσώπου, για τις δημιουργούμενες από τη δράση του φαινόμενου εμπόρου ενοχές, χωρίς η καθιερούμενη αυτή εις ολόκληρον ενοχή να αποτελεί “επέκταση-μετακύλιση” των εννόμων συνεπειών του φαινόμενου νομικού προσώπου στο πλαίσιο “της παραχώρησης της νομικής προσωπικότητας” ή “της άρσης-κάμψης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου” ή “της άρσης του πέπλου-νομικού ενδύματος του φαινόμενου νομικού προσώπου” που θεμελιώνεται μόνον όταν μεσολαβεί κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξής του νομικού προσώπου με τη συνδρομή των στοιχείων που παρατίθενται κατωτέρω. Η άρση,όμως, της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου προσωρινά και περιορισμένα δεν σημαίνει ταυτόχρονα και “κατάργηση” ή “άρση” της νομικής προσωπικότητας, με την έννοια ότι το εμφανές νομικό πρόσωπο ευθύνεται σε ολόκληρο με το κυρίαρχο μέλος – μέτοχο του φυσικού προσώπου, αφού παρά την προσωρινή άρση-κάμψη της αυτοτέλειάς του, το νομικό πρόσωπο παραμένει οφειλέτης και αντισυμβαλλόμενος. Για να υποστεί τις συνέπειες της άρσης ο επιχειρηματίας (φ.π.) πρέπει να συντρέχουν, να προτείνονται και να αποδεικνύονται συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να μαρτυρούν ότι έγινε κακή χρήση των εταιρικών τύπων, ακριβέστερα ότι έγινε κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς τους, ειδικότερα στην περίπτωση κατά την οποία η επίκληση αυτής και του χωρισμού που αυτή συνεπάγεται, παρίσταται είτε ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης ως θεσμού άσκησης επαγγελματικής-επιχειρηματικής δράσης στο πεδίο της εφαρμογής του Συνταγματικού Δικαίου (άρθρα 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ Συντάγματος) είτε ως κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 Α.Κ., με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας αποτελούν στην πραγματικότητα πράξεις του κυριάρχου μετόχου ή εταίρου της, οι οποίες σκοπίμως παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται προς την εταιρεία από την οποία αθεμίτως επιχειρούν να αποκοπούν. Ο κανόνας αυτός απορρέει από τη θεωρία της παραμέρισης της νομικής προσωπικότητος ή άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ή ακόμη της ταυτίσεως του νομικού προσώπου με τον υποκείμενο οργανισμό του. Η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθέντος και λειτουργούντος νομικού προσώπου δεν δικαιολογείται μόνο από τη συγκέντρωση του συνόλου ή των περισσοτέρων μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης στο πρόσωπο ενός ή από τη συμμετοχή μόνο τούτου στα όργανα της εταιρείας και την εντεύθεν καθοριστική συμβολή του στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων, ακόμη και αν το ίδιο είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρίας και την ελέγχει έτσι τυπικά (ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 1996.1046, ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 1994.1263, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009.804, ΕφΑθ 4717/2004 ΔΕΕ 2004.1161), αφού το δίκαιο αναγνωρίζει διαφόρων τύπων μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρία (βλ. άρθρο 1§3 Κ.Ν.2190/1920, όπως αντικ. με το άρθρο 3 του Ν.3604/2007, 47α παρ.2 του Ν.2190/1920, πριν την αντικ. με το άρθρο 55 του Ν.3604/2007, 41 §2 του Ν.959/1979, 43α του Ν.3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του Π.Δ.279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική της αυτοτέλεια ως νομικό πρόσωπο έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της (ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.964, ΕφΠειρ 111/2017 ΤΝΠ Νόμος). Δεν ενεργούν αθέμιτα οι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προσφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων, που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, υποχωρεί, όμως, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προβάλλει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και η μετακύληση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως ή μετακύληση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ήτοι των συνεπειών της αφερεγγυότητας (ΑΚ 335, 343, 345, 382, 383), ιδιαίτερα όταν οι αντισυμβαλλόμενοι δανειστές οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς κατάστασης, στην οποία δεν θα προέβαιναν αν γνώριζαν την πραγματικότητα και την πρόθεση καταστρατήγησης του κυρίαρχου μετόχου (ΟλΑΠ 2/2013, ΑΠ 689/2013, ΑΠ 149/2013, ΑΠ 330/2010, ΑΠ 5/2009, ΑΠ 11/2009 ΤΝΠ Νόμος). Η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθείσας και λειτουργούσας εταιρείας δεν δικαιολογείται μόνο από την ταύτιση των συμφερόντων της προς τα αυτά του κυρίου μετόχου ή από τη συστηματική παροχή εγγυήσεων του προσώπου αυτού για λογαριασμό της εταιρείας ή τέλος από την εμφάνιση τούτου ως του ουσιαστικού φορέα της επιχείρησης με καθοριστική συμβολή στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων (ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 348/2005 ΠειρΝομ 2005.310), αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά τρόπο ασφαλώς θεμιτό (ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800) ούτε όταν το φυσικό πρόσωπο εμφανίζεται ως ουσιαστικός φορέας της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού τούτο είναι αλληλένδετο με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου. Η διατήρηση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του, έστω και αφερέγγυου, νομικού προσώπου δικαιολογείται στις περιπτώσεις αυτές, επειδή οι σκοποί για τους οποίους θεσπίστηκε εξακολουθούν να συμπορεύονται με τους σκοπούς της έννομης τάξης. Όταν, όμως, η επίκληση της χωριστής προσωπικότητας (και περιουσίας του) αντιτίθεται στις γενικές αρχές και στις αξιολογήσεις του δικαίου (ΕφΑθ 1702/2006 ΕΕμπΔ 2008.538) και υπερβαίνει τους κοινωνικούς σκοπούς, που ενόψει και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ οφείλει κυρίως να υπηρετεί το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, το οποίο, αντιθέτως, χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, ανακύπτει περίπτωση απαγορευμένης κατάχρησης του εταιρικού θεσμού, η οποία ναι μεν δεν ρυθμίζεται ειδικά στον νόμο, υπάγεται όμως στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της αντιμετωπίζονται σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 330/2010 ΕπισκΕΔ 2010.761, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657). Η χρησιμοποίηση της εταιρείας για την εξυπηρέτηση διαφορετικών σκοπών, αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, συνιστά απαγορευμένη από τον νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας.Ενδεικτικά, κριτήρια τέτοιας κατάχρησης αποτελούν η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας σε αντίθεση με προηγούμενη συμπεριφορά του, η σύγχυση της νομικής και εταιρικής περιουσίας, η αποφυγή παροχής εγγυήσεων του κυρίου ή μοναδικού μετόχου υπέρ του νομικού προσώπου παρά την προηγούμενη αντίθετη πρακτική του. Αλλά και η ταύτιση των συμφερόντων νομικού και φυσικού προσώπου, η κυρίαρχη θέση του φυσικού προσώπου στην εταιρεία, την οποία επιβεβαιώνει ο ίδιος με αντίστοιχη δηλωτική συμπεριφορά του, όταν συντρέχουν και με τα προαναφερθέντα ειδικά αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια, θεμελιώνουν κατάχρηση του θεσμού της νομικής προσωπικότητας, εάν ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει τον νόμο και να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτους δανειστές του, με την αποφυγή εκπλήρωσης έναντι εκείνων των κατ’ ουσίαν ατομικών υποχρεώσεών του, ιδίως δε, όταν σκοπίμως παραλλάσσονται οι πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου, ώστε να εμφανιστούν ως πράξεις της αφερέγγυας εταιρείας και γίνεται επίκληση της χωριστής προσωπικότητας της για να αποφευχθεί η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών δυνατοτήτων (ΟλΑΠ 2/2013 ΕφΑΔ 2013.228,με παρατηρήσεις Κλ.Ρούσσου, με παρατηρήσεις Σ.Μανουσάκη =ΕΕμπΔ 2013.78, με σημείωμα Ν.Ελευθεριάδη=ΕπισκΕΔ 2013.573, με σημείωμα Κ.Παμπούκη). Ενδεικτικά κριτήρια καταχρήσεως είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1) και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του βασικού μετόχου ή εταίρου (ΑΠ 1910/2009 ΕΝΔ 2010.164, βλ.Αθ.Λιακόπουλο, ό.π, σελ.92, Λ.Γεωργακόπουλος, ό.π, σελ.550, Σπ.Μούζουλα, Η ευθύνη της μητρικής επιχειρήσεως για τις υποχρεώσεις της θυγατρικής της, ΕΕμπΔ 1991.404), αφού εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες. Άλλα κριτήρια είναι το μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής του εταίρου και η συνολική συμπεριφορά του φυσικού προσώπου, όταν δρα προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη της εταιρείας ή δηλώνοντας ατομικώς την εφοπλιστική ιδιότητα (ΕφΠειρ 1253/1988 ΕΝΔ 19.106)ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό της εταιρείας (ΕφΑθ 11452/1986 ΕΝΔ 15.243). Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος (ΟλΑΠ 2/2013 ΝοΒ 2013.363, ΑΠ 1910/2009 ΕφΑΔ 2010.913, με παρατηρήσεις Κ.Ρήγα, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.245, ΜονΕφΠειρ 598/2014 ΔΕΕ 2015.537, με παρατηρήσεις Μ.Βαρελά, ΜονΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 1605/1988 ΕΝΔ 17.514, βλ. Β.Αθανασοπούλου, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΠειρΝομ 2005.389επ., I.Μάρκου, Η «άρση της αυτοτέλειας» του νομικού προσώπου ως πηγή ανασφάλειας δικαίου-Συμβολή στην ερμηνεία των διατάξεων περί εταιρικής ευθύνης, σε ΕΕμπΔ 2003.257επ., τον ίδιο, Η κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των κεφαλαιουχικών εταιρειών ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης, σε Αρμ 2003.601επ., Δ.Αυγητίδη, Η αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στις ναυτιλιακές εταιρίες, ΕπισΕμπΔ 1999.75επ., Κ.Παμπούκη, Κάμψη της νομικής προσωπικότητας σε αλλοδαπή ανώνυμη εταιρία,ΕπισκΕμπΔ 2009.19επ., Α.Κιάντου-Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας, Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ.44επ., Κ.Αλεπάκο, Ο παραμερισμός (κάμψη) της νομικής προσωπικότητας της ΑΕ στη νομολογία, 1994, Αθ.Λιακόπουλο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1993, Κ.Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών, σε ΝοΒ 2014.5επ., τον ίδιο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, 2008, I.Πιτσιρίκο, Άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ΑΕ και καταλογισμός ευθύνης του για υποχρεώσεις του κυρίου ή του μοναδικού μετόχου του, σε ΕΕμπΔ 2007.482επ., Ν.Ελευθεριάδη, Η προστασία των δανειστών κεφαλαιουχικής εταιρίας ως πρόβλημα ευθύνης των εταίρων, 2012, Ε.Περάκη, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας και η νομολογιακή τυποποίηση, σε ΔΕΕ 1996.374επ., Ε.Καραμανάκου, σημείωμα κάτω από την ΕφΠειρ 567/2008, σε ΔΕΕ 2010.792, Δ.Τζουγανάτο, Ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση κεφαλαιουχικών εταιριών – Μορφές εμφάνισης και έννομες συνέπειες, 1994). Ενόψει των ανωτέρω, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου κεφαλαιουχικής εταιρίας έναντι του βασικού μετόχου ή εταίρου της δεν αρκεί απλώς η ιδιότητα του φυσικού προσώπου ως μοναδικού μετόχου ή εταίρου ή κατόχου του μεγαλυτέρου μέρους των μετοχών ή των εταιρικών μεριδίων αυτής, αλλά ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του φυσικού αυτού προσώπου στην εταιρεία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής, αλλά απαιτείται η συνδρομή ιδιαίτερων και σοβαρών ή εξαιρετικών προϋποθέσεων και συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, που καταδεικνύουν τις αθέμιτες επιδιώξεις του βασικού μετόχου ή εταίρου κατά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων ιδίως της καλής πίστης, κατά καταστρατήγηση των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, τα οποία πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία επιχειρείται η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης του μόνου μετόχου ή εταίρου κεφαλαιουχικής εταιρίας για τα χρέη αυτής, ώστε να είναι αυτό ορισμένο κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ Για να υποστεί τις συνέπειες αυτές, πρέπει να συντρέχουν, να προτείνονται και να αποδεικνύονται, συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να μαρτυρούν, ότι έγινε κακή χρήση των εταιρικών τύπων και δη της νομικής προσωπικότητας αυτών στην περίπτωση κατά την οποίαν η επίκληση αυτής και του χωρισμού που αυτή συνεπάγεται παρίσταται ως κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Αναγκαία είναι η ειδική μνεία στην αγωγή των συγκεκριμένων περιστατικών που ενδεικνύουν την εκ μέρους του εναγομένου κατάχρηση νομικής προσωπικότητας της εταιρείας, όπως ως άνω εξειδικεύθηκαν (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 905/2010 ΕΕμπΔ ΞΒ΄.86, ΑΠ 330/2010 ΕΕμπΔ ΞΑ΄.915, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 15.804, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 811/2013 ΕΝΔ 2014.40, ΕφΠειρ 110/2013 Αρμ 2013.2400, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝΔ 2012.409, ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012.661, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.250, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010.792, ΕφΠειρ 213/2007 ΔΕΕ 2007.1074, ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 2002.129, με παρατηρήσεις Α.Μαρκάκη, ΠολΠρΑθ 141/2011 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Κ.Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών, ΝοΒ 2014.5επ. [27]). Ο μόνος ή σχεδόν μόνος κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος και νόμιμος εκπρόσωπος πλοιοκτήτριας εταιρίας δύναται να εναχθεί διά τις εκ της διαχειρίσεως του πλοίου απαιτήσεις, μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι ασκεί τον εφοπλισμό του πλοίου ή ότι συντρέχει περίπτωση άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πλοιοκτήτριας ή εφοπλίστριας εταιρείας, κατά τα προεκτεθέντα. Στην πρώτη περίπτωση ο ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει, πλην άλλων, ότι ο εναγόμενος έχει την ιδιότητα του εφοπλιστή, ενώ στη δεύτερη δεν αρνείται ότι την ιδιότητα του πλοιοκτήτη ή εφοπλισμού έχει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, μετά της οποίας καταρτίσθηκε και η σύμβαση, στην οποία ο ενάγων στηρίζει τις απαιτήσεις του, αλλά υποστηρίζει ότι ο κυρίαρχος εταίρος-εναγόμενος χρησιμοποίησε τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας, για να αποφύγει δολίως την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Στην πρώτη περίπτωση, ενδεχομένως υπάρχει εικονικότητα του νομικού προσώπου, όπου ο ενάγων δύναται να υποστηρίξει ότι τον εφοπλισμό του πλοίου ασκεί ο εναγόμενος και όχι το νομικό πρόσωπο το φερόμενο ως πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, το νομικό πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή υφίσταται πραγματικά, πλην προβάλλεται ότι συντρέχει περίπτωση άρσης της αυτοτέλειάς του λόγω καταχρηστικότητας (ΕφΠειρ 213/2007 ΔΕΕ 2007.1074, ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 30.129). Σημειωτέον, η κάμψη είναι προσωρινή και περιορισμένη, δεν εξικνείται δηλαδή μέχρι του σημείου καταλύσεως της ίδιας της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας, η οποία, όπως και η περιουσιακή της αυτοτέλεια, απλώς παραμερίζονται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή, με την έννοια ότι ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της ευθύνεται πλέον από κοινού και εις ολόκληρον κατ’ άρθρο 481 ΑΚ για την εκπλήρωση των εκ της ζημιογόνου συναλλαγής υποχρεώσεων (άρθρο 926 ΑΚ), δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς τον βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση (ΟλΑΠ 2/2013 Νόμος, ΑΠ 9/2009 ΕλλΔνη 2009.767, ΕφΠειρ 945/2013 ΔΕΕ 2014.138, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝΔ 2011.32).
IΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα διέπονται ως προς τη νομική προσωπικότητά τους από το δίκαιο της χώρας, όπου ασκείται η κεντρική διοίκηση αυτών και εκπορεύονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική πολιτική της επιχείρησης (πραγματική έδρα). Τα επιμέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» νοείται στη διάταξη αυτή όχι η καταστατική, αλλά η πραγματική, δηλαδή ο τόπος στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, με άλλα λόγια ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις (ΕφΠειρ 269/2016 ό.π.). Αλλοδαπές εταιρείες που έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμφωνα προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητας ως εταιρείες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι» και οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα με τα άρθρα 249 παρ.1 και 258 παρ.3 του Ν.4072/2012 (ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΠολΠρΠειρ 2751/2015 ΤΝΠ Νόμος). Τα ανωτέρω δεν ισχύουν προκειμένου περί: α) εταιρειών των Η.Π.Α. συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ.3 εδ.2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ, κυρωθείσης δια του άρθρου μόνου του Ν.2893/1954), β) εταιρειών συσταθεισών συμφώνως προς τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ε.Ε., εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα αυτών (άρθρα 52 και 58 και εν συνεχεία, μετά την αναρίθμηση που έγινε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, 43 και 48 ΣυνθΕΚ – βλ. σχετ. αποφ.Centros, 9.3.1999, C-212/97 ΔΕΕ 1999.610 και ÜberseeringBV, 5.11.2002, C-208/00), γ) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών μόνο σκαφών αναψυχής, δ) ναυτιλιακών εταιρειών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης στο ΦΕΚ, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν ως άνω (υπό στοιχείο γ΄) εξαίρεση, και ε) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει όμοιας ως άνω (υπό στοιχείο δ΄) αδείας, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την ιδία εξαίρεση (άρθρα 1 του Ν.791/1978 και 25 του Ν.27/1975, ως αντικ. δια του άρθρου 4 του Ν.2234/1994, 11Δ του Ν.3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών υποθέσεων (ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΕφΠειρ 269/2016, ΕφΠειρ 149/2015 Νόμος, ΕφΠειρ 701/2013 ΕΝΔ 2013.100, ΕφΠειρ 586/2012 ΔΕΕ 2013.145, ΕφΠειρ 40/2010 ΔΕΕ 2011.314). Όταν πρόκειται για τέτοια αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας, αφού δεν υφίσταται καν τέτοια.
ΙV. Από τον συνδυασμό των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει, όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Ο εναγόμενος προτείνων, κατ’ ένσταση, προς απόρριψη της κατ’ αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου είτε τουλάχιστον ότι η ενέργειά του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενό του περιστάσεις (ΑΠ 1422/2007 ΕλλΔνη 2009.103, ΑΠ 929/2004 ΕλλΔνη 46.1661,ΕφΑθ 2044/1998 ΕλλΔνη 39.606, ΕφΑθ 6693/1997 ΝοΒ 46.650). Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχειρίσεως πλοίων άλλων. Ειδικότερα, έχουν εμφανιστεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και τη στελέχωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναυλώσεως, της εισπράξεως των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρείες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική, όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (άρθρο 1 του Ν.Δ.2687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρείες, δηλαδή εταιρείες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής Πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σε αυτήν (άρθρο 1 του Ν.791/1978). Τη διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιρειών αυτών συνήθως έχει αλλοδαπή εταιρία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28 του Ν.814/1978) ή των Α.Ν.89/1967 και 378/1968 (ΑΠ 1988/2014 ΕΕμπΔ 2016.139, ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝΔ 2008.211, βλ. Αντάπαση, Εκμετάλλευση του πλοίου από τον τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, Εισήγηση στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου με θέμα «Η προστασία των ναυτικών δανειστών», έκδ.Δ.Σ.Πειραιά, σελ.437επ.). Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει τα αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοΐας, μεριμνά για την επιθεώρησή του και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών, συνάπτει συμβάσεις εφοδιασμού του με καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά, λιπαντικά και άλλα αναγκαία υλικά. Η ανάγκη συντονισμού της διαχείρισης και περιορισμού των εξόδων της ελληνικής πλοιοκτησίας επιδιώκεται να ικανοποιηθεί με την ανάθεση της διαχείρισης και εκπροσώπησης των πλοίων που ανήκουν σε εταιρείες ελεγχόμενες από τα ίδια φυσικά πρόσωπα, σε άλλη ιδρυόμενη για τον σκοπό αυτό από τα εν λόγω πρόσωπα. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Η κατά τα ανωτέρω ανάθεση της διαχείρισης δεν αποτελεί ενέργεια παράνομη ή αθέμιτη ούτε προσδίδει την ιδιότητα του εκμεταλλευόμενου το πλοίο στη διαχειρίστρια εταιρεία ή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει κατά κύριο λόγο αυτή και την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 497/2013 ΕΝΔ 2013.110, ΕφΠειρ 77/2008 ό.π., ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005.373). Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον, συνεπώς, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει δε προσωπική ευθύνη μόνο όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 689/2013ό.π., ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΕφΠειρ 548/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 5/2012 ΕΝΔ 2013.12, με παρατηρήσεις Σ.Κουμάνη, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2011.39, με παρατηρήσεις Α.Μπεχλιβάνη, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.931). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος, κατ’ άρθρο 105 §1 ΚΙΝΔ, εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομά του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως τη βούληση να ασκήσει και δεν ασκεί εκμετάλλευση για δικό του λογαριασμό. Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από τον διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή, αυτός επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους, απολαμβάνει τα κέρδη και ευθύνεται στους δανειστές του. Αυτοί δύνανται να στραφούν κατά του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή και να αξιώσουν την εκτέλεση της σύμβασης ή την καταβολή αποζημίωσης για μη εκτέλεσή της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν από τον διαχειριστή την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους(ΕφΠειρ 832/2008 ό.π.).
V. Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ.1ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Η νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσεως της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της νομιμοποίησής του, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξή της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη,ελλείψει (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά τον δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο (ΑΠ 339/2010 Νόμος, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002.1680, ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΘεσ 424/2010 Νόμος, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005.1774, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372). Από τον συνδυασμό των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για νομιμοποίηση του διαδίκου, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι, αφού η έλλειψη συνδρομής της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής,ως νομικά μεν αβάσιμης,στο στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητάς της, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης σε περίπτωση μη απόδειξης, στο στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας τωνεπικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1157/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος). VΙ. Οι διατάξεις των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ.1 του Ν.5422/1932 (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), καθιερώνουν ευχέρεια η πρώτη και υποχρέωση η δεύτερη του οφειλέτη για εξόφληση χρηματικών οφειλών σε ξένο νόμισμα βάσει της αντιστοιχίας του με το εθνικό νόμισμα κατά τον χρόνο της πραγματικής πληρωμής (εκούσιας ή αναγκαστικής) και αφορούν μόνο χρηματική οφειλή με αντικείμενο ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα, προερχόμενη είτε από έγκυρη σύμβαση (διεθνή συναλλαγή ή άλλη ενοχική σχέση υπαγόμενη στο ελληνικό ή σε αλλοδαπό δίκαιο) είτε από ειδική διάταξη νόμου που προβλέπει οφειλή σε ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα (ΑΠ 124/2014 ΧρΙδΔ 2014.422). Εξ αυτών επομένως συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο λήξης ή κάποιον άλλον. Μετά την αντικατάσταση της δραχμής, ως εθνικού νομίσματος, με το ευρώ, η οποία έλαβε χώρα την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.2842/2000, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με την συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξοφλήσεως, η οποία δεν συμπίπτει με τον χρόνο λήξεως του χρέους αλλά, σε περίπτωση επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης, με τον χρόνο της κατάσχεσης (βλ. Γεώργιο Ταμπάκη, ΕρμΑΚ Γεωργιάδη– Σταθόπουλου, άρθρο 291, αριθ.12). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στον νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημιώσεως από αδικοπραξία, που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο σε κάθε περίπτωση (ΑΠ 1884/2013 ΕΕμπΔ 2014.698, ΑΠ 678/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 35/2014, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΔ 2012.302, ΕφΠειρ 287/2011 ΕΝΔ 2011.401, ΕφΠειρ 153/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 548/2010 ΕΝΔ 2011.28, ΕφΠειρ 546/2010 ΕΝΔ 2010.397, ΕφΠειρ 966/2007 ΔΕΕ 2008.341).Η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ περιέχει λανθάνοντα κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ορίζει ότι το είδος του νομίσματος πληρωμής διέπεται από το δίκαιο του τόπου εκπλήρωσης της χρηματικής οφειλής (βλ.B.Βαθρακοκοίλη,ΕΡΝΟΜΑΚ,άρθρο 291,αριθ.1, όπου και παραπομπές στη θεωρία).
Με την κρινόμενη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, η ενάγουσα εταιρεία, με αντικείμενο την εμπορία και διακίνηση πετρελαιοειδών και λιπαντικών προϊόντων ναυτιλίας σε πλοία, κατόπιν προηγούμενης επικοινωνίας και παραγγελίας από τους τέταρτο, πέμπτη και έκτο εναγόμενους, ως αποκλειστικό μετόχων και πραγματικών ιδιοκτητών της διαχειρίστριας τρίτης εναγομένης και των πρώτης και δεύτερης εναγομένων κυριών των επίδικων πλοίων, αλλά στην πραγματικότητα εφοπλιστών αυτών, καθώς επίσης και διαχειριστών της πρώτης, δεύτερης και τρίτης εναγομένων αδελφών εταιρειών, διαμέσου των οποίων ασκούν την επιχειρηματική τους δράση, διά της τρίτης εναγομένης εταιρείας, διαχειρίστριας, αλλά στην πραγματικότητα εφοπλίστριας των πλοίων με όνομα «…» και «…», κυριότητας της πρώτης και της δεύτερης εναγομένων εταιρειών, αντιστοίχως, πώλησε και παρέδωσε στα πλοία τις αναγραφόμενες στην αγωγή ποσότητες και είδη (τύπους) λιπαντικών ναυτιλίας, τα οποία παραλήφθηκαν κανονικά και ανεπιφύλακτα από τα επίδικα πλοία, σύμφωνα με τα επικαλούμενα δελτία αποστολής-παραλαβής των προμηθευτριών εταιρειών «…» και «….», που συνετάγησαν μετά την παράδοσή τους στις 28-12-2015 και στις 17-12-2015 στο πλοίο και υπεγράφησαν ανεπιφύλακτα από τον πλοίαρχο, φέροντας την επίσημη σφραγίδα των πλοίων. Ότι εν συνεχεία εξέδωσε η ενάγουσα εταιρεία τα σχετικά τιμολόγια (υπ’ αριθ. … συνολικού ποσού 11.854,80 δολ.ΗΠΑ και 22015/17-12-2015 συνολικού ποσού 8.650 δολ.ΗΠΑ), στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης και δεύτερης εναγομένων εταιρειών ως κυριών των πλοίων, αντιστοίχως, της τρίτης εναγομένης εταιρείας ως εφοπλίστριας αυτών, και των τέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένων ως πραγματικών εφοπλιστών των πλοίων και ιδιοκτητών των ως άνω τριών εταιρειών και παράλληλα ως αντισυμβαλλομένων αγοραστών των πωληθέντων λιπαντικών στις επίδικες συμβάσεις πώλησης και εις ολόκληρον ευθυνόμενων για την καταβολή του οφειλόμενου τιμήματος. Ότι το τίμημα συμφωνήθηκε να καταβληθεί εντός 30 ημερών από την παράδοση των λιπαντικών στον υποδειχθέντα επί εκάστου τιμολογίου τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας διά εμβάσματος, ήτοι έως την 26-1-2016 και τη 15-1-2016, ως δήλη ημέρα, αντιστοίχως, ειδάλλως θα υποχρεούνταν να της καταβάλουν συμβατικό τόκο υπερημερίας μετά τη συμφωνηθείσα δήλη ημέρα πληρωμής, ποσοστού 2% μηνιαίως. Ότι τα εκδοθέντα ως άνω τιμολόγια παρελήφθησαν αναντίρρητα και ανεπιφύλακτα από τους ως άνω εναγομένους, πλην όμως, ουδέποτε μέχρι σήμερα εξοφλήθησαν, με συνέπεια οι υπολογιζόμενοι συμφωνηθέντες συμβατικοί τόκοι υπερημερίας να ανέρχονται ήδη στο συνολικό ποσό των 4.025 δολ.ΗΠΑ, ήτοι 2.291 δολ.ΗΠΑ και 1.734 δολ.ΗΠΑ, αντιστοίχως. Ότι συνολικά οι ως άνω αντισυμβαλλόμενοι εναγόμενοι της οφείλουν το ποσό των 24.529,80 δολ.ΗΠΑ ή 23.577,27 ευρώ, σύμφωνα με την ισοτιμία κατά τον χρόνο σύνταξης της αγωγής (1 ευρώ= 1,04040 δολ. ΗΠΑ), το οποίο έχουν αναγνωρίσει και αποδεχθεί ανεπιφύλακτα ως οφειλή τους, υποσχόμενοι την εξόφλησή του. Ότι στην πραγματικότητα η πρώτη και η δεύτερη εναγόμενες εταιρείες ήταν εικονικές και δεν έχουν καμία συναλλακτική οργάνωση και δράση, αποτελώντας τυπικά κυρίες των εν λόγω πλοίων, αντιστοίχως, στην πραγματικότητα όμως τη ναυτιλιακή επιχείρηση και εκμετάλλευση αυτών ως εφοπλιστές ασκούσαν ο τέταρτος, η πέμπτη και ο έκτος εναγόμενοι για λογαριασμό και όφελός τους, διαμέσου της τρίτης εναγομένης ως διαχειρίστριας εταιρείας, η οποία δεν επρόκειτο για διαχειρίστρια στην πραγματικότητα, αλλά για εφοπλίστρια αυτών και ότι αυτοί τις χρησιμοποιούσε (εταιρείες) ως «αχυράνθρωπους» για φορολογικούς λόγους και προς αποφυγή δημιουργίας χρεών και ευθυνών στο δικό τους όνομα, όμως, πίσω από το νομικό μανδύα των εν λόγω εταιρειών κρύβονται τα δικά τους προσωπικά συμφέροντα, επωμιζόμενοι προσωπικά και απεριόριστα και τον επιχειρηματικό και οικονομικό κίνδυνο. Ότι αυτοίοι εναγόμενοι μεριμνούσαν ανέκαθεν για τη δρομολόγησή τους, τον εφοδιασμό τους, τον εξοπλισμό και την επάνδρωσή τους με πλήρωμα, την είσπραξη κομίστρων, την ασφάλιση των πλοίων, εγγυόμενοι προσωπικά με την ατομική τους περιουσία για τη χορήγηση δανείων από τράπεζες και την εγγραφή προσημειώσεων για τις οφειλές των πλοίων, υπέγραφαν για τις οφειλές των πλοίου, έδιναν εντολές και ελάμβαναν τις κρίσιμες επιχειρηματικές αποφάσεις σχετικά με την εκμετάλλευση των πλοίων, αποκομίζοντας έσοδα, φέροντας και τον κίνδυνο των τυχόν ζημιών εκ της εκμετάλλευσής τους και επιπλέον, συμφώνησαν με την ενάγουσα για την παραγγελία και εκτέλεση της πώλησης των λιπαντικών, την καταβολή του τιμήματος σε παλαιότερους εφοδιασμούς και εμφανιζόταν στη διεύθυνση των γραφείων για τη λειτουργία των πλοίων.Ότι επικουρικώς, οι τέταρτος, πέμπτη και έκτος εναγόμενοι ως κυρίαρχοι εταίροι χρησιμοποιούν τη νομική προσωπικότητα των εταιρειών αυτών για την καταστρατήγησή του νόμου, για να προκαλέσουν δολίως ζημία και να αποφύγουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς την ενάγουσα, οπότε ευθύνονται για κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών για το σύνολο της ως άνω οφειλής των πλοίων τους προς την ενάγουσα, που προέρχεται από τον εφοπλισμό τους. Ότι η όλη συμπεριφορά τους ως εταίρων προκαλεί την εντύπωση της προσωπικής τους ευθύνης στους τρίτους, ότι υπάρχει σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας και ανεπαρκής χρηματοδότηση των εταιρειών, οι οποίες έχουν κυρίαρχη εξάρτηση από τους τέταρτο, πέμπτη και έκτο εναγομένους, ώστε δεν νοείται η ύπαρξη των τριών αυτών εταιρειών χωρίς την οικογένεια …. Ότι η πρώτη και δεύτερη εναγόμενες εταιρείες ως κυρίες των ως άνω πλοίων και η τρίτη εναγόμενη εταιρεία ως εφοπλίστρια, οι δε τέταρτος, πέμπτη και έκτος εναγόμενοι ως πραγματικοί εφοπλιστές των ιδίων πλοίων, ευθύνονται εις ολόκληρον, οι μεν πρώτη και δεύτερη για την επίδικη οφειλή μέχρι της αξίας των πλοίων τους, αντιστοίχως, άλλως και επικουρικώς αυτές ως πλοιοκτήτριες των επίδικων πλοίων εις ολόκληρον, οι δε λοιποί εναγόμενοι για το σύνολο της επίδικης οφειλής-απαίτησης από τον εφοπλισμό εις ολόκληρον, βάσει των άρθρων 105 και 106 του ΚΙΝΔ. Ότι άλλως άπαντες οιεναγόμενοι ευθύνονται εις ολόκληρον και αλληλεγγύως ως αντισυμβαλλόμενοι (αγοραστές) από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης των λιπαντικών έναντι της πωλήτριας αυτών ενάγουσας, έχοντας αποδεχθεί άνευ επιφυλάξεως τους όρους της πώλησης που αναγράφονται στα σώματα των εκδοθέντων τιμολογίων που έχουν εκδοθεί στο όνομά τους (ως κυριών και εφοπλιστών των πλοίων) και στα έγγραφα επιβεβαίωσης πώλησης, έχουν αναγνωρίσει και αποδεχθεί τις επίδικες οφειλές τους και έχουν εγγυηθεί για την εξόφλησή τους. Ότι η άρνηση των εναγομένων για την καταβολή της επίδικης οφειλής έχει προξενήσει επιπλέον ζημία στην ενάγουσα εταιρεία που συνίσταται στη βλάβη του επαγγελματικού κύρους και αξιοπιστίας της στην αγορά, ένεκα της αντισυμβατικής, κακόπιστης και αντίθετης στα συναλλακτικά ήθη συμπεριφοράς τους, για την οποία πρέπει να καταδικαστούν στην καταβολή χρηματικής ικανοποίησης προς την ενάγουσα λόγω της προκληθείσας ηθικής βλάβης της εκ μέρους τους. Με αυτό το περιεχόμενο, η ενάγουσα ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενοι, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος για τις ως άνω νόμιμες αιτίες, το ισόποσο σε ευρώ ποσό των 24.529,80 δολ.ΗΠΑ με βάση την ισοτιμία ευρώ-δολ.ΗΠΑ κατά τον χρόνο πληρωμής, άλλως κι επικουρικώς με βάση την ισοτιμία κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως και επικουρικώς με βάση την ισοτιμία κατά τον χρόνο σύνταξης της αγωγής, ήτοι ποσό 23.577,27 ευρώ, καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της από τους εναγόμενους, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής της δαπάνης για την παρούσα δίκη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) και των εξήντα (60) ημερών, αντιστοίχως, από την κατάθεσή της, στις 30-12-2016, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα), και για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. …e-παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού 355,66 ευρώ, που δεσμεύθηκε), αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται προς εκδίκαση με την τακτική διαδικασία ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13 και 14 παρ.2, 22, 25 παρ.2, 37 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, 2 εδ.α΄, 3 περ.Α και Β στοιχ.ι΄ του Ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς),το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκασή της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 4 παρ.1, 8 παρ.1, 9, 62 παρ.1, 63 παρ.1, 66 παρ.1-2 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθόσον τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία και την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους, όπως η Ελλάδα, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους κι ενόψει του ότι οι εναγόμενοι, σύμφωνα με το εισαγωγικό της αγωγής, έχουν την πραγματική έδρα όπου ασκείται η κεντρική τους διοίκηση και την κατοικία τους ………………. αντιστοίχως, ο δε ως άνω Κανονισμός εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά τη 10η-1-2015.Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο, βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής, λεκτέα τα ακόλουθα: 1) Ως προς τις επιμέρους συμβάσεις πώλησης λιπαντικών ναυτιλίας στα επίδικα πλοία εκ μέρους της ενάγουσας προς τους εναγόμενους και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη τους ως αντισυμβαλλομένων της ενάγουσας, εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου δικαίου από τα συμβαλλόμενα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η ενάγουσα ως πωλήτρια, αν και έχει την καταστατική της έδρα στην αλλοδαπή ……………………. εντούτοις έχει την πραγματική-συνήθη διαμονή της στην ημεδαπή (…), στην οποία έχει εγκαταστήσει νόμιμα γραφεία σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν.89/1967, κατ’ άρθρο 4 παρ.1 περ.α΄ του Κανονισμού, ενώ επιπλέον είναι και το δίκαιο που προκύπτει από μετασυμβατικό καθορισμό, αφού η μεν ενάγουσα επικαλείται τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, οι δε εναγόμενοι δεν προβάλλουν οποιαδήποτε αντίρρηση ως προς το ζήτημα αυτό (ΑΠ 1115/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1383/2008 ΕΝΔ 2009.57, ΑΠ 904/2008 ΕΕμπΔ ΝΘ΄.577, ΕφΠειρ 317/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΔ 2012.302, ΕφΠειρ 624/2012 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Ζ.Παπασιώπη-Πασιά, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ.Ε΄, κεφ.15, παρ.2γ΄, σελ.301-302), και επιπλέον, δεν προκύπτει από την αγωγή η χώρα στην οποία οφείλεται να εκπληρωθεί η χαρακτηριστική παροχή των επίδικων συμβάσεων πώλησης (λιπαντικά ναυτιλίας), προκειμένου να εφαρμοστεί το δίκαιό της, κατ’ άρθρο 4 παρ.2 του Κανονισμού, αλλά σε κάθε περίπτωση, τυγχάνει εφαρμογής η παρ.3 ή η παρ.4 του άρθρου 4 του Κανονισμού αυτού, βάσει των οποίων από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η σύμβαση συνδέεται (προδήλως) στενότερα με χώρα άλλη από αυτή στην οποία αναφέρονται τυχόν οι παρ.1 και 2 του ιδίου άρθρου, ήτοι την ……….., ενόψει του ότι τόσο η ενάγουσα, όσο και οι εναγόμενοι φέρονται να έχουν την πραγματική-συνήθη τους έδρα και κατοικία στον ……………… για το οποίο δεν προβάλουν οποιαδήποτε αντίρρηση ούτε οι εναγόμενοι, δεδομένου ότι ο σύνδεσμός τους με τις αλλοδαπές καταστατικές τους έδρες ως προς τις εταιρείες, όπως εκτίθεται στην αγωγή, είναι χαλαρός (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101), λαμβάνοντας υπόψη για την έννοια της συνήθους διαμονής τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1, βάσει της οποίας, για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ως συνήθης διαμονή εταιρείας με ή χωρίς νομική προσωπικότητα ή φυσικού προσώπου νοείται ο τόπος της κεντρικής διοίκησης, όπου ασκείται η πραγματική διοίκησή τους και λαμβάνονται οι αποφάσεις που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητά τους. 2) Περαιτέρω δε, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας, η νομική βάση περί ευθύνης των εναγομένων ως εφοπλιστών και ως κυριών, αντιστοίχως, των επιδίκων πλοίων, η οποία παραδεκτώς σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 παρ.1 ΚΠολΔ), θα κριθεί με βάση τα προβλεπόμενα στο εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο (άρθρα 105, 106 ΚΙΝΔ), ως το δίκαιο του τόπου πραγματικής έδρας αυτών, καθώς και οι κυρίες (πρώτη και δεύτερη εναγόμενες) διατηρούν νόμιμα εγκατεστημένα γραφεία διαχειρίστριας εταιρείας και εκπροσώπου στην ημεδαπή ………………….. αλλά και οι εφοπλιστές, κατά την αγωγή, τρίτη, τέταρτος, πέμπτη και έκτος εναγόμενοι έχουν την έδρα και την κατοικία τους στην ημεδαπή (……………… …), ενώ επιπλέον το ελληνικό είναι και το δίκαιο του τόπου της πραγματικής έδρας της ενάγουσας (…),όπου διατηρεί νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο κατά τις διατάξεις του Α.Ν.89/1967, ως ισχύει. Συνακόλουθα, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδ.β΄ ΑΚ και του άρθρου 4 παρ.4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ως το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέονται στενότερα, είναι το ελληνικό δίκαιο (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101, ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477, υπό τις αντίστοιχες διατάξεις της προγενέστερης Σύμβασης της Ρώμης 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές). 3) Περαιτέρω, από τα εκτιθέμενα στην αγωγή και τα έγγραφα που προσκομίζει η ενάγουσα προκύπτει ότι οι πρώτη και η δεύτερη εναγόμενες εταιρείες εδρεύουν στην αλλοδαπή (πόλη …………………… μόνο κατά το καταστατικό τους, αλλά πραγματικά στον ………………….), από όπου ασκείται η διοίκησή τους και αναπτύσσεται η επιχειρηματική και εταιρική δραστηριότητά τους, ενόψει του ότι έχει εγκαταστήσει νόμιμα γραφείο στην ημεδαπή για λογαριασμό τους η διαχειρίστρια εταιρεία των επίδικων πλοίων τους «…» και …», τρίτη εναγομένη εταιρεία, «…», σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν.378/1968, Ν.27/1975, Ν.814/1978, Ν.2234/1994, Ν.3752/2009 και Ν.4150/2013, δυνάμει της υπ’ αριθ. 1241.272/47/20386/2-7-1999 ΚΥΑ των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, με βάση την υπ’ αριθ. πρωτ. … έγγραφη βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής/Διεύθυνση Ποντοπόρου Ναυτιλίας/Τμήμα Ναυτιλιακών Εταιρειών, η οποία διαχειρίστρια εταιρεία έχει την καταστατική της έδρα στην αλλοδαπή (………), αλλά την πραγματική της έδρα στην ημεδαπή (…,………. …) και ο έκτος εναγόμενος που φέρεται ως νόμιμος εκπρόσωπός της έχει την επαγγελματική έδρα-κατοικία του στην ημεδαπή (…………..οδός …), οπότε εμπίπτουν και η πρώτη και η δεύτερη εναγόμενες εταιρείες στην αναφερόμενη στην υπ’ αριθ. ΙΙΙ νομική σκέψη της απόφασης εξαίρεση υπό στοιχείο ε’, αφού πρόκειται για ναυτιλιακές εταιρείες που έχουνπλοία, τα οποία διαχειριζόταν γραφείο της διαχειρίστριας, τρίτης εναγομένης εταιρείας, αντιστοίχως, νόμιμα εγκατεστημένο στην ημεδαπή, δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (άρθρα 1 του Ν.791/1978 και 25 του Ν.27/1975, ως έχει αντικατασταθεί διά του άρθρου 4 του Ν.2234/1994, 11Δ του Ν.3816/2010), οπότε εκπροσωπούνται στην ελληνική έννομη τάξη για τις συναλλαγές και τις ναυτικές δραστηριότητές τους από τη διαχειρίστριά τους, με νόμιμο εκπρόσωπο αυτής τον έκτο εναγόμενο. Επομένως, εφαρμοστέο δίκαιο, συνεπεία της αιτούμενης άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των εναγομένων αυτών εταιρειών (και δη της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης), κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ, τυγχάνει εν προκειμένω το δίκαιο της καταστατικής τους έδρας, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του Ν.791/1978, ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου, ήτοι του δικαίου της αλλοδαπής χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό η έδρα τους (……………………………, αντιστοίχως), ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο πράγματι διευθύνονται οι υποθέσεις τους (………………..), λαμβάνοντας υπόψη ότι η εξαιρετική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 του Ν.791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρείες, πλοιοκτήτριες πλοίων με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν.27/1975, όπως αυτό αντικαταστάθηκε και ισχύει (ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003.388, ΟλΑΠ 2/1999 ΝοΒ 47.1113, ΑΠ 1699/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 201/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 803/2010 ΕΝΔ 2010.148, ΑΠ 812/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 269/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 149/2015 ΔΕΕ 2015.1025, ΕφΠειρ 266/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 701/2013 ΕΝαυτΔ 2013.100, ΕφΠειρ 945/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝΔ 2012.409, ΕφΠειρ 287/2011 ΕΝΔ 2011.401, ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΕφΠειρ 40/2010 ΕΝΔ 2010.149, ΕφΠειρ 961/2005 ΕΕμπΔ 2005.799, ΕφΠειρ 849/2004 ΕΝΔ 33.26, ΕφΠειρ 618/2004 ΕΝΔ 33.32). Πλην όμως, εφόσον η ενάγουσα στηρίζει την αγωγή της στο ελληνικό δίκαιο και μόνον, αποκλείοντας την προσφυγή σε κάποιο άλλο δίκαιο, το Δικαστήριο θα κρίνει την αγωγή με αυτό και όχι με το δίκαιο του τόπου της καταστατικής έδρας των πρώτης, δεύτερης και τρίτης εναγομένων εταιρειών, ενόψει της επιλογής της κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536), για την οποία άλλωστε οι εναγόμενοι δεν προβάλλουν οποιαδήποτε αντίρρηση.4) Τέλος, ως προς το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων σε βάρος της, που συνίσταται στην αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεών τους για καταβολή του οφειλόμενου τιμήματος από την πώληση εκ μέρους της των επίδικων λιπαντικών ναυτιλίας προς αυτούς, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1-2, 2 παρ.1, 4 παρ.1, 2, 3, 15, 23, 24, 31, 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007, δεδομένου ότι αποτελεί το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας, στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, αφού η ενάγουσα έχει την πραγματική της έδρα στην ημεδαπή (με νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο κατά τον Α.Ν. 89/1967 στη …), επιπλέον δε, τόσο οι φερόμενοι ως υπαίτιοι εναγόμενοι, όσο και η ζημιωθείσα ενάγουσα έχουν κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας τη συνήθη διαμονή τους, ήτοι την πραγματική τους έδρα, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, στην ………………….., και τέλος, από την εκτίμηση του συνόλου των ειδικών συνθηκών και περιστάσεων της υπόθεσης, τόσο η επικαλούμενη αδικοπραξία, που βασίζεται σε προϋπάρχουσα συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων μερών (σύμβαση πώλησης λιπαντικών ναυτιλίας), όσο και οι ίδιοι οι διάδικοι συνδέονται στενότερα με την ελληνική έννομη τάξη, αφού τόσο η ενάγουσα, όσο και οι εναγόμενοι έχουν την πραγματική τους έδρα και κατοικία, αντιστοίχως, στην ………………, όπως προειπώθηκε, καθώς η διαχειρίστρια των ως άνω πλοίωντρίτη εναγομένη που εκπροσωπεί στην ημεδαπή την πρώτη και τη δεύτερη εναγόμενες ως κυρίες αυτών, έχει νόμιμα εγκαταστήσει γραφείο στην ……………….. και ο έκτος εναγόμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπος αυτής με την επαγγελματική του έδρα και την κατοικία του στην ημεδαπή (………………….), οπότε και η πρώτη και η δεύτερη εναγόμενες θεωρείται ότι ασκούν την κεντρική διοίκησή τους στην ……… όπου και διά της διαχειρίστριάς τους έχουν την κύρια εγκατάστασή τους και το κέντρο της ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους (συνήθης διαμονή), ενώ εξάλλου ούτε οι εναγόμενοι προβάλλουν ορισμένη αντίρρηση. Ωστόσο, αναφορικά με τη νομιμοποίηση των διαδίκων, υπό τις ανωτέρω νομικές βάσεις της αγωγής, λεκτέα τα εξής: α) Για την πρώτη, συμβατική βάση της αγωγής νομιμοποιείται ως αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας η τρίτη εναγόμενη, που αναγράφεται ρητώς με την επωνυμία της στα επίδικα τιμολόγια. Για δε τους τέταρτο, πέμπτη και έκτο εναγόμενους αξίζει να σημειωθεί ότι δεν εκτίθεται στην αγωγή ότι υπήρξαν αντισυμβαλλόμενοι της ενάγουσας στις επίδικες συμβάσεις πώλησης, αλλά κατ’ ακρίβεια αναγράφεται ότι ενήργησαν την παραγγελία και την προσωπική επικοινωνία προς την ενάγουσα εταιρεία διά της τρίτης εναγομένης εταιρείας, ως αγοράστριας, γεγονός που παραπέμπει σε ανάμειξή τους στις συμβάσεις πώλησης των λιπαντικών ναυτιλίας ως εκπροσώπων της αγοράστριας εταιρείας, καθόσον έτσι συνάγεται ότι ενήργησαν για λογαριασμό της και όχι αυτοτελώς ως αγοραστές, δεδομένου ότι η τρίτη εναγομένη διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα ως εταιρεία και αποτελεί αυτοτελώς αντισυμβαλλομένη αγοράστρια έναντι της ενάγουσας. Από δε την παραδεκτή επισκόπηση των επίδικων τιμολογίων δεν προκύπτει οτιδήποτε διαφορετικό για τα πρόσωπα των τέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένων -χωρίς κι αυτό άλλωστε να είναι δεσμευτικό- αλλά και από τα εκτιθέμενα στην αγωγή δεν προκύπτει ορισμένα ότι ήταν αντισυμβαλλόμενοι της ενάγουσας, δεν αναφέρεται ότι υπήρξαν αγοραστές για τον εαυτό τους, αφού τα λιπαντικά αγοράστηκαν από τηντρίτη εναγομένη εταιρεία ως εφοπλίστρια των επιδίκων πλοίων, κυριότητας της πρώτης και της δεύτερης εναγομένων εταιρειών, αντιστοίχως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Για τουςτέταρτο, πέμπτη και έκτο εναγομένους επιδιώκεται εκ μέρους της ενάγουσας η άρση της νομικής προσωπικότητας των τριών προαναφερόμενων εναγομένων εταιρειών για να συνδεθούν ήδη από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης ως οφειλέτες αγοραστές έναντι αυτής ως πωλήτριας, πλην όμως ανεπιτυχώς, αφού ουδόλως εκτίθενται τα αναγκαία περιστατικά για το ορισμένο της αγωγής ως προς τη συγκεκριμένη συμβατική βάση της και για την παθητική νομιμοποίησή τους βάσει της ενδοσυμβατικής ευθύνης. Ως εκ τούτου, απορριπτέα τυγχάνει η συγκεκριμένη νομική βάση της αγωγής έναντι τωντέταρτου, πέμπτης και έκτης εναγομένων ελλείψει παθητικής νομιμοποίησής τους,αφού δεν είναι αντισυμβαλλόμενοι και λόγω αοριστίας ως προς τη θεμελίωση ενδοσυμβατικής τους ευθύνης από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης, για τις οποίες ασαφώς συνάγεται ότι ενήργησαν ως όργανα του νομικού προσώπου της τρίτης εναγομένης αγοράστριας και όχι αυτοτελώς ως αντισυμβαλλόμενοι (ΑΚ 70-71), λαμβάνοντας υπόψη τον αυστηρό διαχωρισμό του νομικού προσώπου αυτής και των φυσικών προσώπων των νομίμων εκπροσώπων της, όπως προκύπτει και από τις υπ’ αριθ. πρωτ…. έγγραφες βεβαιώσεις του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής/Διεύθυνση Ποντοπόρου Ναυτιλίας/Τμήμα Ναυτιλιακών Εταιρειών, σε συνδυασμό και με τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας που προσκομίζει η ενάγουσα και αφορούν την από ………… υπεύθυνη δήλωση του έκτου εναγομένου περί αποδοχής διορισμού ως εκπροσώπου της τρίτης εναγομένης ως διαχειρίστριας των επίδικων πλοίων, τις από …………. βεβαιώσεις ανάθεσης διαχείρισης των επίδικων πλοίων από τις πρώτη και δεύτερη εναγόμενες (κυρίες) στην τρίτη εναγόμενη (διαχειρίστρια), την κατάσταση των επιδίκων πλοίων που διαχειρίστηκε η τρίτη εναγομένη εταιρεία κατά το έτος 2015, το από ………… πιστοποιητικό διαγραφής του δεύτερου επίδικου πλοίουαπό την κυριότητα της δεύτερης εναγομένης λόγω πώλησής του στις 15-4-2016, οπότε και έπαυσε η διαχείριση και εκπροσώπησή του από την τρίτη εναγομένη, τους πίνακες προσωπικού που απασχολήθηκε στην τρίτη εναγομένη εταιρεία κατά τα έτη 2014 και 2015, το από ……………………. ενημερωτικό έγγραφο της τρίτης εναγομένης προς το Υπουργείο Οικονομικών, το Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, τις από ………………………… βεβαιώσεις αποδοχών ή συντάξεων της πέμπτης εναγομένης για τα έτη 2013 στην τρίτη εναγομένη και 2016 σε άλλη ναυτιλιακή εταιρεία αντίστοιχα, πρακτικά συνεδρίασης των μελών του ΔΣ της τρίτης εναγομένης εταιρείας, βάσει των οποίων ο έκτος εναγόμενος αναγράφεται ως νόμιμος εκπρόσωπος του γραφείου της τρίτης εναγομένης, Πρόεδρος και μέλος του ΔΣ αυτής, η δε πέμπτη εναγομένη ως υπάλληλος, μέλος και Γραμματέας του ΔΣ της ιδίας εταιρείας,ενώ πουθενά δεν αναφέρεται ότι ήταν πλοίαρχος, πλοιοκτήτης, κύριος, εφοπλιστής, διαχειριστής, ναυλωτής, εκναυλωτής, πράκτορας σε σχέση με τα επίδικα πλοία κάποιος από τους τέταρτο, πέμπτη και έκτο εναγόμενους, οπότε δεν μπορούν να ενέχονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο προσωπικά και ατομικά οι ίδιοι με την ατομική περιουσία τους, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αρχική υπ’ αριθ.ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας. Επισημαίνεται δε και ως προς την πρώτη και τη δεύτερη εναγόμενες ότι ουδόλως εκτίθεται ότι ήταν αντισυμβαλλόμενες της ενάγουσας στις συμβάσεις πώλησης, οι οποίες έλαβαν χώρα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, στο πλαίσιο του εφοπλισμού που μόνο η τρίτη εναγομένη είχε αναλάβει επί των εν λόγω πλοίων, χωρίς ανάμειξη των πρώτης και δεύτερης εναγομένων εταιρειών, οι οποίες ήταν απλώς οι κυρίες αυτών,σύμφωνα με την αγωγή, τα δε λιπαντικά αγοράστηκαν από την τρίτη εναγομένη για τη συντήρηση και λειτουργία των πλοίων, που τελούσαν υπό τη μέριμνά της, ενώ οι κυρίες αυτών δεν είχαν λόγο ούτε πρωτοβουλίες εφοδιασμού, οπότε ανεξαρτήτως αναγραφής τους ή μη στα τιμολόγια,δενθα ενέχονταν συμβατικά (ΑΚ 513επ.)έναντι της ενάγουσας, πλην της περίπτωσης του άρθρου 106 ΚΙΝΔ βεβαίως.β) Για δε τη βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΚΙΝΔ (Ν.3816/1958), παθητικά νομιμοποιούμενοι είναι η τρίτη εταιρεία (ν.π.), ο τέταρτος, η πέμπτη και ο έκτος εναγόμενοι (φ.π.) υπό την επικαλούμενη ιδιότητα των εφοπλιστών, και δη απεριόριστα και εις ολόκληρον για τις απαιτήσεις της ενάγουσας που προέρχονται από την εκμετάλλευση των επιδίκων πλοίων(του δεύτερου εξ αυτών πριν τη μεταβίβασή του σε τρίτο κύριο), στο πλαίσιο της άσκησης του εφοπλισμού εκ μέρους τους, σε περίπτωση και μόνο που για τους τέταρτο, πέμπτη και έκτο εναγόμενους γίνει δεκτή η άρση της νομικής προσωπικότητας της τρίτης εναγομένης, ειδάλλως θα ενέχεται μόνον αυτή, διότι, όπως και προηγουμένως αναφέρθηκε, όταν μεσολαβεί η νομική προσωπικότητα της εταιρείας κατά την άσκηση του εφοπλισμού (άρθρο 105 ΚΙΝΔ) ο τέταρτος,η πέμπτη και ο έκτος εναγόμενοι, υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις της αγωγής, ενεργούν ως όργανα αυτής, ως νόμιμοι εκπρόσωποι (ΑΚ 70-71) και όχι αυτοτελώς ως φυσικά πρόσωπα με ξεχωριστή προσωπικότητα ενεχόμενοι εκ του νόμου ως εφοπλιστές για τα χρέη των πλοίων που εκμεταλλεύεται η εν λόγω εταιρεία υπό τον δικό της νομικό μανδύα-πέπλο. Επιπλέον, δεν ενέχονται έναντι της ενάγουσας ως υπεύθυνες εκ του νόμουη πρώτη και η δεύτερη εναγόμενες εταιρείες, έχοντας απωλέσει πλέον την κυριότητατων ως άνω πλοίωνκατά τον επίδικο χρόνο άσκησης της αγωγής, αφού το μεν δεύτερο πλοίο «…» ήδη από τις 15-4-2016πωλήθηκε και παραδόθηκε στους αγοραστές του, με βάση το προσκομιζόμενο και επισκοπούμενο από ……….. πιστοποιητικό διαγραφής του προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Αιγαίου, το δε πρώτο πλοίο «…» ήδη από τις 21-12-2016 πωλήθηκε σε πλειστηριασμό από την επισπεύδουσα ενυπόθηκη τράπεζα στην εταιρεία ………………….. και μετονομάστηκε σε «…………………..». Οπότε παύουν να έχουν τις υποχρεώσεις από το άρθρο 106 ΚΙΝΔ (Ν.3816/1958), αφού η ευθύνη του κυρίου είναι αντικειμενική και πραγματοπαγής για όσο χρόνο διαθέτει το πλοίο στην κατοχή του, ώστε να δικαιούται μόνο τότε η πωλήτρια να στραφεί εναντίον του, για να επισπεύσει εκτέλεση για την ικανοποίηση των αξιώσεών της, σύμφωνα με τις αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης, οι δε παλαιές, αλλά και οι νέες κυρίες των πλοίων δεν ενέχονται εκ του νόμου σε καμία των περιπτώσεων βάσει των άρθρων 105-106 ΚΙΝΔ (Ν.3816/1958) έναντι της ενάγουσας, για τους προδιαλαμβανόμενους στην υπ’ αριθ. Ι νομική σκέψη της παρούσας λόγους. Συνακόλουθα, η αγωγή ως προς τη νομική αυτή βάση της τυγχάνει απορριπτέα ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της πρώτης και της δεύτερης των εναγομένων ως κυριών των πλοίων. Εξυπακούεται δε, ότι στην έκταση που η τρίτη εναγομένη εκτίθεται στην αγωγή ως διαχειρίστρια της πρώτης και της δεύτερης εναγομένων εταιρειών,ως πλοιοκτητριώντων επιδίκων πλοίων, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα και γι’ αυτήν, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης (μη νόμιμη στην πραγματικότητα), διότι ο διαχειριστής δεν αναλαμβάνει προσωπική ευθύνη και δεν ενέχεται έναντι της πωλήτριας ενάγουσας, αφού ενεργεί μόνον και εμφανώς στο όνομα και για λογαριασμό των πλοιοκτητώνή εφοπλιστών των πλοίων που διαχειρίζεται ως άμεσος αντιπρόσωπός τους, υπό τις διατάξεις των άρθρων 211επ. ΑΚ, παρά μόνο εάν δεν είναι τούτο εμφανές και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ή εάν οι δικαιοπραξίες του υπερβαίνουν τα όρια της δοθείσας εντολής και εξουσίας τους εξ αυτών, οπότε ανακύπτει και προσωπική ευθύνη του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992.291, ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536, ΕφΠειρ 5/2012 ΕΝΔ 2013.12, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝΔ 2012.409, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2011.39, ΕφΠειρ 838/2008 ΕΝΔ 2009.13). γ) Επιπλέον, απορριπτέα ως μη νόμιμη τυγχάνει και η αξίωση περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας, αφενός μεν, διότι στην αγωγή ουδόλως εκτίθενται περιστατικά περί αδικοπραξίας των εναγομένων σε βάρος της ενάγουσας κατά τρόπο ειδικό, ορισμένο και σαφή, ώστε στοιχειοθετουμένης της νομικής βάσης της αδικοπραξίας κατ’ άρθρα 914επ. ΑΚ να δικαιούται η ενάγουσα επιδίκασης αξίωσης κατ’ άρθρα 920, 932 ΑΚ έναντι των εναγομένων, αφετέρου δε, διότι η παραβίαση και μόνο συμβατικής υποχρέωσης εκ μέρους των εναγομένων σε βάρος της, λόγω μη καταβολής του οφειλόμενου τιμήματος από την πώληση λιπαντικών προς τα πλοία τους, δεν συνιστά αδικοπραξία, αφού ουδόλως εκτίθενται τέτοια περιστατικά στην αγωγή, είναι δε γνωστό ότι η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης δεν βρίσκει έρεισμα στην παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης, εάν δεν συντρέχει περίπτωση αδικοπραξίας και είναι σαφές από το δικόγραφο ότι ουδόλως εισάγεται νομική βάση αδικοπραξίας και δη υπό τους ειδικούς όρους της ΑΚ 920 για ν.π. ούτε είναι δυνατόν από τη συμβατική βάση της αγωγής και τη συμβατική ευθύνη των εναγομένων να ανακύψει αδικοπρακτική ευθύνη τους έναντι της ενάγουσας, καθόσον τα ίδια περιστατικά δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν αδικοπραξία όταν πρόκειται για αξίωση από συμβατική ευθύνη μεταξύ των διαδίκων. Η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση μπορεί, εκτός από την αξίωση από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλον υπαίτια (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 347/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1190/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1015/1999 ΕλλΔνη 2000.344, ΕφΠατρ 510/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 3345/1999 ΝοΒ 2000.54,ΕφΘεσ 1888/1999 Αρμ 2000.621,ΠολΠρΑθ 124/2011 Νόμος). Οι αξιώσεις από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλ. στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, είναι δυνατόν να συρρέουν και απόκειται στον δικαιούχο να στηρίξει την αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 1734/2009, ΑΠ 555/1999 ΤΝΠ Νόμος), τέτοια περίπτωση όμως δεν εκτίθεται εν προκειμένω, συνακόλουθα, προδήλως μη νόμιμο και απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα της αγωγής για την επιδίκαση της ως άνω αξίωσης της ενάγουσας. δ) Περαιτέρω δε, αναφορικά με το αίτημα περί επιδίκασης του αιτούμενου ποσού κατά το ισόποσο με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο ΗΠΑ κατά τον χρόνο πληρωμής του, είναι νόμιμο, διότι σύμφωνα με τις διατάξεις του εφαρμοστέου εν προκειμένω ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχεία VΙ νομική σκέψη της παρούσας, δυνάμει του άρθρου 291 ΑΚ σε συνδ. με το άρθρο 6 παρ.1 του Ν.5422/1932, η ενάγουσα δικαιούται αυτούσιο το εν λόγω ποσό δολαρίων Η.Π.Α. όχι κατά τον χρόνο σύνταξης ή κατάθεσης ή συζήτησης της αγωγής, αλλά ισάξιο σε ευρώ του κατά τον μελλοντικό χρόνο πληρωμής του, το οποίο δεν δύναται να υπολογιστεί εκ των προτέρων, αλλά μόνο κατά τον χρόνο επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους της σε βάρος των εναγομένων για την ικανοποίηση των ενδίκων αξιώσεών της κατά αυτών (ΑΠ 678/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 698/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1614/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 548/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 481/2014 ΕλλΔνη 2015.770, ΕφΠειρ 35/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 190/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΔ 2012.302, ΕφΠειρ 145/2011 ΠειρΝομ 2011.194, ΕφΠειρ 287/2011 ΕΝΔ 2011.401, ΕφΠειρ 966/2007 ΔΕΕ 2008.341, ΠολΠρΑθ 5328/2010 ΤΝΠ Νόμος). ε) Εξάλλου, αναφορικά με το αίτημα επιδίκασης τόκων ανεξόφλητου κεφαλαίου, που αφορά, ορθώς εκτιμωμένου του υπό κρίση δικογράφου, οφειλή τόκων από την υπερημερία της επίδικης απαίτησης και επέκεινα, ήτοι από την 30η ημέρα μετά την παράδοση των λιπαντικών βάσει των επιδίκων τιμολογίων (δήλη ημέρα), ποσού 2.291 δολ. ΗΠΑ και 1.734 δολ.ΗΠΑ, αντιστοίχως, τυγχάνει νόμω αβάσιμη κατά το μέρος που τούτο, υπολογιζόμενο με ποσοστό τόκου 2% μηνιαίως (ήτοι 24% ετησίως), υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται στην ΠΥΣ 26/1990, σύμφωνα με την οποία καθορίζεται το ποσοστό του νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου, με τον οποίον βαρύνονται οφειλές σε συνάλλαγμα που εκπληρώνονται στην Ελλάδα, ως ίσο με το μεγαλύτερο από τα κάτωθι επιτόκια: α) το προεξοφλητικό ή το αντίστοιχο αυτού επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδος, στο νόμισμα της οποίας είναι εκφρασμένη η οφειλή,προσαυξημένο κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες ή β) το επιτόκιο που προσφέρεται στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου (LIBOR) για καταθέσεις διάρκειας έξι (6) μηνών στο νόμισμα που εκφράζεται η οφειλή, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και ορίζεται περαιτέρω ότι σε περίπτωση νομίσματος για το οποίο υπάρχει μόνο το ένα εκ των δύο πιο πάνω επιτοκίων, το ποσοστό του νόμιμου και εξ υπερημερίας τόκου καθορίζεται με βάση το επιτόκιο αυτό (βλ. Μ. & Α.Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία Αστικού Δικαίου και ΕισΝΑΚ, εκδ.2016, άρθρο 292 ΑΚ, αριθ.8, ΑΠ 287/2005 ΤΝΠ Νόμος, πρβλ.Γνωμοδότηση ΝΣΚ 428/2012 ΤΝΠ Νόμος), απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος της αγωγής κατά το υπερβάλλον τούτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 293, 294 ΑΚ και 109 ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (βλ. Μ.Μαργαρίτη-Α.Μαργαρίτη, ό.π., άρθρα 293-296 ΑΚ, αριθ.7, ΑΠ 1438/1997 ΕλλΔνη 1998.381, ΕφΑθ 6743/1999 ΕλλΔνη 42.494). Κατά τα λοιπά, κατά το μέρος που με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα αιτείται τόκους επί του οφειλομένου ποσού τόκων υπερημερίας (ήτοι από τη δήλη ημέρα καταβολής των ενδίκων αξιώσεων τιμήματος από τις συμβάσεις πώλησης λιπαντικών, στις 26-1-2016 και στις 15-1-2016, αντιστοίχως, έως τον χρόνο σύνταξης της αγωγής, στις 21-12-2016), μέχρι των αιτούμενων ποσών των 2.291 δολ. ΗΠΑ και 1.734 δολ.ΗΠΑ, αντιστοίχως, ενόψει του ότι η εν λόγω αξίωση ανατοκισμού αφορά εμπόρους, από εμπορική και για τους δύο αιτία (ΕισΝΑΚ 111) και οφειλή καθυστερούμενων τόκων πέραν ενός εξαμήνου, τυγχάνει παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 346, 296 παρ.1, 111 παρ.2 ΕισΝΑΚ, 218 παρ.1 ΚΠολΔ, διότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι παραδεκτή η υποβολή με το δικόγραφο της αγωγής για την κύρια απαίτηση και του αιτήματος, με την αντίστοιχη βάση, για την καταβολή τόκων επί των καθυστερούμενων τόκων του κεφαλαίου (ΑΠ 517/2012 ΕΠολΔ 2012.645, ΑΠ 2319/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔυτΜακ 62/2011 Αρμ 2012.1082). στ) Τέλος, αναφορικά με το αίτημα που συνοδεύει τη δεύτερη αγωγική βάση κατά τα άρθρα 105 και 106 ΚΠολΔ, περί άρσης της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών στο πρόσωπο τωντέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένωνκρίνεται απορριπτέο ως αόριστο, διότι δεν δικαιολογείται με πραγματικά περιστατικά η επικαλούμενη κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών από τους ανωτέρω εναγόμενους ως φυσικά πρόσωπα, αφού στην αγωγή απλώς αναφέρεται αφηγηματικά και σε θεωρητικό επίπεδο χωρίς να εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από την ενάγουσα που να καταδεικνύουν κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς των εταιρειών από τους εναγόμενους αυτούς, ως νόμιμους εκπρόσωπους και μοναδικούς μετόχους αυτών, για την πρόκληση ζημίας σε βάρος της και αποφυγή εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους προς αυτήν. Ειδικότερα, από τα εκτιθέμενα στην αγωγή ουδόλως προκύπτει συγκεκριμένα η ιδιότητα αυτών ως εταίρων ή κυρίαρχων μετόχων των εναγομένων εταιρειών ούτε προσδιορίζονται ειδικότερα οι πράξεις τους αναφορικά με την επίκληση πράξεων κυρίαρχης διοίκησης και διαχείρισης επί των εναγομένων εταιρειών, παρά μόνο επαναλαμβάνονται θεωρητικά, γενικόλογα και επιφανειακά τα εν δυνάμει πρόσφορα και γνωστά πορίσματα της νομολογίας για την ευδοκίμηση της άρσης ή κάμψης της νομικής προσωπικότητας των εταιρειών από τη δράση τους ως κυρίαρχων –κατ’ επίκληση- για τη διοίκηση και λειτουργία τους, χωρίς όμως να εκτίθεται ορισμένα και εξειδικευμένα τέτοια περίπτωση, άξια για να διερευνηθεί λυσιτελώς και κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο. Αντιθέτως, αν και κατονομάζονται εν γένει ως αποκλειστικοί και κυρίαρχοι μέτοχοι, σε άλλα σημεία της αγωγής σε συνδυασμό και με ορισμένα από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ήταν οι πραγματικοί εφοπλιστές των επίδικων πλοίων, οι νόμιμοι εκπρόσωποι, μέλη του ΔΣ της τρίτη εναγομένης, διαχειρίστριας ή εφοπλίστριας εταιρείας, καθώς επίσης και διαχειριστές των πρώτης και δεύτερης εναγομένων εταιρειών (πλοιοκτητριών ή κυριών των επίδικων πλοίων), χωρίς να προκύπτουν από τα εκτιθέμενα οι ως άνω ιδιότητές του. Απαιτείται δηλαδή τα πρόσωπα αυτά να έχουν την εταιρική ιδιότητα και μάλιστα να είναι οι κυρίαρχοι εταίροι έτσι ώστε, πληρουμένων και των λοιπών ως άνω προϋποθέσεων, να δύναται να λάβει χώρα κάμψη της αρχής της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των ως άνω εταιρειών έναντι των εν λόγω μελών. Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι πρέπει να λάβει χώρα άρση της αυτοτέλειας των εναγομένων εταιρειών έναντι των τέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένων ως νομίμων εκπροσώπων αυτών, λόγω κατάχρησης του θεσμού της νομικής προσωπικότητάς τους, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, χωρίς όμως να εκθέτει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ότι οι τελευταίοι έχουν την εταιρική ιδιότητα σε αυτές, εάν υφίσταται μονομετοχική ιδιότητα ή η ιδιότητά τους ως διαχειριστών ή ότι από τη συμμετοχή τους σε αυτές εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθησή τους, με την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που να θεμελιώνουν την κυρίαρχη θέση τους. Άλλωστε,η άρση της αυτοτέλειας των κεφαλαιουχικών εταιριών,σε περίπτωση κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας και δη όταν ο κυρίαρχος εταίρος ή μέτοχος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα για καταστρατήγηση του νόμου ή για να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτο ή να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, λαμβάνει χώρα μόνον έναντι των μελών του νομικού προσώπου και όχι έναντι τρίτων. Στην αγωγή δεν εκτίθενται ορισμένα, με σαφή και ειδικό τρόπο, τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά σχετικά με την επικαλούμενη εκ μέρους της ενάγουσας κατάχρηση νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών και τη σχέση απόλυτης κυριαρχικής εξάρτησης, από οικονομικής και διοικητικής απόψεως, αυτών από τους τέταρτο, πέμπτη και έκτο εναγόμενους, αλλά απλώς γίνεται επιγραμματικά μνεία και σε θεωρητικό επίπεδο, χωρίς καν να προκύπτει συγκεκριμένα η ιδιότητα ή οι καταχρηστικότητα των πράξεών τους ως αποκλειστικών και κυρίαρχων μετόχων των εταιρειών, ώστε να δικαιολογείται η αιτούμενη άρση του μανδύα της νομικής προσωπικότητάς τους για τη στοιχειοθέτηση προσωπικής ευθύνης τους με την ατομική τους περιουσία, όπως κατά πάγια νομολογία απαιτείται (ΟλΑΠ 2/2013 ΕΦΑΔ 2013.228, ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 1996.1046, ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 1994.1263, ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.694, ΑΠ 905/2010 ΔΕΕ 2010.1056, ΑΠ 330/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010.761, ΑΠ 9/2009 ΕλλΔνη 2009.767, ΑΠ 1910/2009 ΕΦΑΔ 2010.2013, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009.804, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 15.800, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657, ΕφΠειρ 598/2014 ΔΕΕ 2015.537, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 945/2013 ΔΕΕ 2014.138, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝΔ 2012.409, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012.661, ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝΔ 2011.32, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.250, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010.792, ΕφΠειρ 213/2007 ΕΝΔ 2007.57, ΕφΑθ 172/2006 ΔΕΕ 2007.322, ΕφΠειρ 348/2005 ΝοΒ 2006.246, βλ. Β.Αθανασοπούλου, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΠειρΝομ 2005.389, I.Μάρκου, Η «άρση της αυτοτέλειας» του νομικού προσώπου ως πηγή ανασφάλειας δικαίου – Συμβολή στην ερμηνεία των διατάξεων περί εταιρικής ευθύνης, σε ΕΕμπΔ 2003.257, τον ίδιο, Η κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των κεφαλαιουχικών εταιριών ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης, σε Αρμ 2003.601, Δ.Αυγητίδη, Η αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΕπισκΕΔ 1999.75, Κ.Παμπούκη, Κάμψη της νομικής προσωπικότητας σε αλλοδαπή ανώνυμη εταιρία, σε ΕπισκΕΔ 2009.19, Α.Κιάντου-Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας, σε «Η προστασία των ναυτικών δανειστών»-Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ.44επ., Αρμ 1993.877, Κ.Αλεπάκο, Ο παραμερισμός (κάμψη) νομικής προσωπικότητας της ΑΕ στη νομολογία, 1994, Λιακόπουλου Αθ., Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, 1993, σελ.82, Χ.Παμπούκη, Νομικά πρόσωπα και ιδίως εταιρίες στις συγκρούσεις νόμων, 2004, σελ.152, Κ.Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, 2008, σελ.177, Κ. Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών, σε ΝοΒ 2014.5, I.Πιτσιρίκο, Άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ΑΕ και καταλογισμός ευθύνης του για υποχρεώσεις του κυρίου ή του μοναδικού μετόχου του, σε ΕΕμπΔ 2007.482, Ν.Ελευθεριάδη, Η προστασία των δανειστών κεφαλαιουχικής εταιρίας ως πρόβλημα ευθύνης των εταίρων, 2012, Ε.Περάκη, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας και η νομολογιακή τυποποίηση, σε ΔΕΕ 1996.374, Ε.Καραμανάκου, σημείωμα κάτω από την ΕφΠειρ 567/2008 σε ΔΕΕ 2010.792, Δ.Τζουγανάτο, Ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση κεφαλαιουχικών εταιριών-Μορφές εμφάνισης και έννομες συνέπειες, 1994). Διότι δεν αρκεί και μόνο η κυρίαρχη θέση του υποκρυπτόμενων φυσικών προσώπων (τούτο συμβαίνει και στην αφανή εταιρεία) ούτε και η προσπάθεια απορρόφησης των κινδύνων του φυσικού προσώπου ως επιχειρηματία για την ατομική περιουσία του με την ίδρυση και λειτουργία περισσότερων εταιρειών, με αυτοτελή νομική προσωπικότητα, περιουσία και δράση, τις οποίες εκμεταλλεύεται και διαχειρίζεται στην πραγματικότητα ο ίδιος (τούτο συμβαίνει σε όλες τις κεφαλαιουχικές εταιρείες, στις ναυτικές εταιρείες, ΑΕ, ΕΠΕ, μονοβάπορες εταιρείες κλπ.), καθόσον πρόκειται όχι μόνο για θεμιτή, αλλά και νόμιμη πρακτική, την οποία το ελληνικό εμπορικό δίκαιο αναγνώρισε προς διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας και στήριξη της ελληνικής ναυτιλίας και οικονομίας με την προσέλκυση επιχειρηματιών φ.π. στα πλοία ελληνικής σημαίας. Η εύκολη κατάλυση της νομικής προσωπικότητάς τους και μόνο από το γεγονός ότι ανέκυψαν χρέη από τη ναυτιλιακή δραστηριότητα των εταιρειών, προκειμένου να τα επωμιστούν τα φυσικά πρόσωπα-επιχειρηματίες που βρίσκονται πίσω από τα νομικά αυτά πρόσωπα με τα κεφάλαια και την επιχειρηματική τους δράση, πλήττει τον ίδιο τον θεσμό της νομικής προσωπικότητας των εταιρειών, που αποτελεί θεμελιώδη βάση του ελληνικού εμπορικού και ναυτικού δικαίου και της ίδιας της ναυτιλίας. Κατ’ εξαίρεση, όπως και στην υπ’ αριθ. ΙΙ αρχική νομική σκέψη επισημάνθηκε, τούτο είναι επιτρεπτό, μόνο όταν διαπιστώνεται καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (ΑΚ 281), ήτοι καταστρατήγηση και κατάχρηση της αρχής της αυτοτέλειας και προστασίας της νομικής προσωπικότητας των εμπορικών και ναυτικών εταιρειών, το οποίο δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου από μόνη της η γένεση –ακόμη και βάσιμων- χρεών από την επιχειρηματική-εφοπλιστική εκμετάλλευση ενός πλοίου. Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα αποπειράται ακριβώς να συνδέσει με την αγωγή της αναπόσπαστα το γεγονός της μη εξόφλησης του οφειλόμενου τιμήματος από την αγορά λιπαντικών ναυτιλίας από την τρίτη εναγομένη εταιρεία στο πλαίσιο της εφοπλιστικής εκμετάλλευσης των επίδικων πλοίων με τα φυσικά πρόσωπα τωντέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένων, νομίμων εκπροσώπων και διαχειριστών της, μέσω της άρσης της νομικής προσωπικότητάς της, χωρίς να επικαλείται, όμως, τέτοια περιστατικά κατάχρησης και καταστρατήγησης της σχετικής νομοθεσίας, παρά μόνο το γεγονός της μη εξόφλησης της οφειλής από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης λιπαντικών πλοίων στα ως άνω δύο πλοία. Πλην όμως, εάν τούτο γινόταν δεκτό, θα είχε γίνει κανόνας η διάρρηξη του κελύφους της νομικής προσωπικότητας (άλλως, η άρση του νομικού πέπλου) για όλες τις καταχρεωμένες ναυτικές και εμπορικές εταιρείες σε βάρος της ατομικής περιουσίας των επιχειρηματιών φυσικών προσώπων που δραστηριοποιούνται και επιχειρούν πίσω από αυτές, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες στην ελληνική ναυτιλία και εν γένει στην επιχειρηματικότητα και τις εμπορικές συναλλαγές, πράγμαπου ο νομοθέτης ήθελε να αποτρέψει και να ρυθμίσει ως εξαιρετική περίπτωση. Ειδικότερα δε, η ενάγουσα δεν εκθέτει ορισμένα πραγματικά περιστατικά που να ανταποκρίνονται στα ενδεικτικά κριτήρια συνδρομής τέτοιας περίπτωσης, όπως είναι η ανεπαρκής χρηματοδότηση των εταιρειών εκ μέρους του φ.π., η σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας μεταξύ των ν.π. και του φ.π., το μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής του φ.π. ως εταίρου, η εικονικότητα των νομικών προσώπων, η έλλειψη συναλλακτικής οργάνωσης και δράσης τους, η συνολική συμπεριφορά των φυσικών προσώπων και δη όταν δρουν προς τα έξω αγνοώντας την ύπαρξη των εταιρειών ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό τους (ΕφΠειρ 1000/2006 ΤΝΠ Νόμος). Τέτοια, όμως, περιστατικά δεν περιέχονται με σαφήνεια στην αγωγή, αφού δεν εκτίθεται ότι οι συγκεκριμένες εταιρείες στην πραγματικότητα δεν είχαν ναυτιλιακή επιχειρηματική δραστηριότητα κατά τα επίδικα έτη, ποιές συγκεκριμένα ήταν οι εγγυήσεις που έδιναν οι τέταρτος, πέμπτη και έκτος εναγόμενοι για τα τραπεζικά δάνεια ή για τα χρέη των εταιρειών έναντι τρίτων και συγκεκριμένα έναντι της ενάγουσας για την αποδοχή της πρότασής τους διαμέσου της τρίτης εναγομένης εταιρείας για τη σύναψη σύμβασης αγοραπωλησίας λιπαντικών για τα επίδικα πλοία, καθώς και πώς ενεργούσαναυτοί κατά κατάχρηση και καταστρατήγηση της νομικής προσωπικότητας και αυτοτέλειας των εναγομένων εταιρειών (ΑΚ 281). Έπρεπε, αντιθέτως, να διαλαμβάνεται για το ορισμένο κατ’ άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ της αγωγικής αυτής βάσης, σαφής αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που καταδεικνύουν είτε την ανεπαρκή χρηματοδότηση των εναγομένων εταιρειών εκ μέρους τους (με συγκεκριμένη αναφορά σε έλλειψη εσόδων οποιασδήποτε μορφής, διαφορετικών από τα ίδια κεφάλαια τους) εξαιτίας της οποίας ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα είτε τη σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας (ιδίως με παράθεση των περιουσιακών στοιχείων των εναγομένων εταιρειών και του συγκεκριμένου τρόπου συγχύσεως αυτών), στην οποία χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών είτε την εικονικότητα των νομικών προσώπων είτε την έλλειψη συναλλακτικής οργάνωσης και δράσης τους ως ν.π. είτε συγκεκριμένη συμπεριφορά των φ.π. όταν δρουν προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη των εταιρειών αυτών ως ν.π. ή και παρουσιάζοντας οι ίδιοι παραπλανητικά και απατηλά ότι βρίσκονται πίσω από τις εν λόγω εταιρείες και εγγυώνται προσωπικά με την ατομική τους περιουσία για τη φερεγγυότητά τους και την τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεών τους αναφορικά με την πλήρη εξόφληση του τιμήματος από την αγορά των συγκεκριμένων λιπαντικών ναυτιλίας για τα προαναφερόμενα πλοία, κατά τρόπο ότι έτσι παρέπεισαν την ενάγουσα να προβεί στην πώληση και παράδοση αυτών προς τα επίδικα πλοία, γεγονός που δεν θα είχε πράξει ως πωλήτρια, εάν δεν της είχαν παρουσιάσει οι εν λόγω εναγόμενοι (τέταρτος, πέμπτη, έκτος) ότι εγγυώνται προσωπικά με την επαρκή και φερέγγυα ατομική τους περιουσία για την πλήρη συμβατική ικανοποίησή της από την αιτία αυτή, βασιζόμενοι στις υποσχέσεις τους αυτές και στο κλίμα σύγχυσης και ενότητας περιουσιών και επιχειρηματικής βούλησης που της είχαν προβάλει παραπειστικά και δολίως οι εν λόγω εναγόμενοι ως πραγματικοί αντισυμβαλλόμενοί της, στοιχεία τα οποία ωστόσο ουδόλως εκτίθενται ορισμένα στο δικόγραφο της αγωγήςτης (ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ Νόμος).Η ενάγουσα δεν επικαλέσθηκε ότι οδηγήθηκε στις συγκεκριμένες συναλλαγές εξαιτίας της φαινόμενης κατάστασης, με την προϋπόθεση που αφορά τη χρήση των νομικών αυτών προσώπων ως παρένθετων, στις οποίες δεν θα προέβαινε, αν γνώριζε την πραγματικότητα (ΕφΠειρ 1000/2006 ΕΝΔ 2007.187).Δεν εκτίθεται ότι η παρουσία των εναγομένων φ.π. αποτελούσε εγγύηση, όχι διότι θα ήταν προσωπικώς υπεύθυνοι, αλλά διότι η επιτυχημένη επιχειρηματική δράση τουςεξασφάλιζε την ομαλή πορεία των εταιρικών υποθέσεων των εναγομένων εταιρειών, την οικονομική ευρωστία, εντεύθεν τη δυνατότητα εκπληρώσεως των αναληφθεισών υποχρεώσεών τους έναντι της ενάγουσας. Επίσης, δεν εκτίθεται ότι κατά τον χρόνο των σχετικών συναλλαγών οι εν λόγω εταιρείες αντιμετώπιζαν τυχόν σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες, ήταν δηλαδή ελλιπώς χρηματοδοτημένες (υποκεφαλαιοδοτημένες) και οι κρίσιμες συναλλαγές καταρτίσθηκαν μόνον ύστερα από τις συνεχείς διαβεβαιώσεις των εναγομένων φ.π. ότι το τίμημα της πώλησης των λιπαντικών θα εξοφλείτο εμπρόθεσμα, οδηγήθηκε δε η ενάγουσα στη συγκεκριμένη συναλλαγή βασιζόμενη κυρίως στις ως άνω διαβεβαιώσεις αυτών, οι οποίοι έτσι μετέφεραν αθέμιτα στην ενάγουσα, εξαιτίας της ελλιπούς χρηματοδότησης των πλοιοκτητριών ή κυριών των πλοίων εταιρειών και της διαχειρίστριας ή εφοπλίστριας εταιρείας αυτών τον κίνδυνο από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, προκειμένου η υποχρέωσή των τέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένων προς εξόφληση του παραπάνω χρέους (τιμήματος) έναντι της ενάγουσας να επεκταθεί και στους ιδίους στο πλαίσιο της εις ολόκληρον ενοχής τους (ΟλΑΠ 2/2013 ΕΝΔ 2013.1). Εξάλλου, η νόμιμη εκπροσώπηση και η διαμεσολάβησή τους στη σύναψη των συμβάσεων πώλησης, οι παραγγελίες των υλικών και λιπαντικών ναυτιλίας για τα πλοία, η διαπραγμάτευση των τιμών, ακόμη και η εμφάνισή τους στις συναλλαγές στη ναυτιλιακή αγορά και η παροχή υπηρεσιών τουςστις εν λόγω εταιρείες δεν συνιστούν περιστατικά που από μόνα τους συνάδουν σε καταστρατήγηση της νομικής προσωπικότητας τους για να δικαιολογούν την άρση του νομικού πέπλου τους, για τη θεμελίωση προσωπικής τους ευθύνης με την υπεγγυότητα της ατομικής τους περιουσίας για τα χρέη των νομικών αυτών προσώπων. Θα μπορούσαν ευλόγως να θεωρηθούν και πράξεις διαχειριστών που εκτελούνται για λογαριασμό άλλου προσώπου, νομικού ή φυσικού και όχι, άνευ ετέρου, στο πλαίσιο εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό τους ως εφοπλιστών, ως πράξεις κυρίαρχων μετόχων ή εταίρων που ενεργούν για τον εαυτό τους, επιχειρώντας να αποκοπούν αθέμιτα από την εταιρεία. Ούτε εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά, που να καταδεικνύουν βούλησή τους για καταστρατήγηση των διατάξεων του νομικού προσώπου των εταιρειών σε βάρος της ενάγουσας (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183) ούτε και ότι η εταιρείες αυτές δεν έχουν αναπτύξει συναλλακτική οργάνωση και δράση και ότι την νομή των εν λόγω πλοίων και την ναυτιλιακή τους επιχείρηση ασκούν οι ως άνω εναγόμενοι ως επιχειρηματίες για λογαριασμό τους,πράγμα που συμβαίνει ιδίως εάν συμβάλλονται στο δικό τους όνομα και αναλαμβάνουν αυτοί προσωπικά και απεριόριστα τον επιχειρηματικό κίνδυνο από την εκμετάλλευση των επίδικων πλοίων (ΕφΠειρ 153/2008 ΕΝΔ 2008.315, ΕφΠειρ 1000/2006 ΕΝΔ 2007.187,ΕφΠειρ 574/2003, ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 30.129, ΕφΠειρ 1394/1997 ΕΝΔ 26.89, ΕφΠειρ 247/1995 ΕΝΔ 23.483). Άλλωστε, η παραμέριση της νομικής προσωπικότητας δεν δικαιολογείται μόνο από τη συγκέντρωση του συνόλου ή των περισσοτέρων μετοχών στο πρόσωπό τους ή από τη συμμετοχή μόνο αυτών ή και συγγενών τους στα όργανά της -σύμφωνα με το εταιρικό καταστατικό και μόνο- και την εντεύθεν καθοριστική συμβολή τους στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων, ακόμη κι αν είναι διευθύνοντες σύμβουλοι πουτις ελέγχουν τυπικά, αφού οι εταιρείες τότε διατηρούν τη νομική και οικονομική τους αυτοτέλεια, προκειμένου να λειτουργήσουν ως μηχανισμός απορρόφησης των δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκούν μέσω αυτών, η δε επιλογή τους αυτή δεν είναι αθέμιτη, ώστε να δικαιολογείται η μεταφορά στον επιχειρηματία της ευθύνης που βαρύνει το ν.π., δεδομένου ότι οι διάφοροι τύποι των εταιρειών γι’ αυτόν τον λόγο θεσμοθετήθηκαν, προκειμένου να εξυπηρετούνται οι οικονομικές ανάγκες και επιχειρηματικές επιδιώξεις των φ.π. (ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 1996.1046, ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 1994.1263, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009.804, ΕφΠειρ 111/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως ουδόλως εκτίθενται στην αγωγή ορισμένα, κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, ιδιαίτερα και σοβαρά ή εξαιρετικά πραγματικά περιστατικά, που να καταδεικνύουν τις αθέμιτες επιδιώξεις τωντέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένων κατά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων της καλής πίστης και των γενικών αξιολογήσεων του δικαίου για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, κατά καταστρατήγηση των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, βάσει των συνταγματικών άρθρων 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ, για να δικαιολογηθεί η διωκόμενη άρση της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων, που χρησιμοποιείται ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης τους ως φ.π. για τα χρέη αυτών, τα δε εκτιθέμενα δεν εμπίπτουν προδήλως στους όρους της κατάχρησης δικαιώματος βάσει του άρθρου 281 ΑΚ, σύμφωνα με τα διδάγματα της νομολογίας και τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθ.ΙΙ νομική σκέψη της απόφασης (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 149/2013, ΑΠ 905/2010, ΑΠ 330/2010, ΕφΠειρ 811/2013, ΕφΠειρ 110/2013 ΤΝΠ Νόμος). Ενόψει των ανωτέρω, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου δεν αρκεί απλώς η ιδιότητα του φυσικού προσώπου (που είναι ο μοναδικός μέτοχος ή ο κάτοχος του μεγαλυτέρου μέρους των μετοχών) ως διαχειριστή, αλλά ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του στην εταιρία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής, αλλά απαιτείται η συνδρομή συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία καταδεικνύουν βούληση καταστρατηγήσεως των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, τα οποία πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία επιχειρείται η θεμελίωση ευθύνης φυσικού προσώπου, υπό την προϋπόθεση της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 2/2003 ό.π., ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012 661, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010 792).Όμως, όσον αφορά τη βάση της αγωγής περί της άρσης της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών δεν εκτίθενται σε αυτήν τα περιστατικά, τα οποία καταδεικνύουν βούληση καταστρατηγήσεως των διατάξεων του νομικού προσώπου των εταιρειών αυτών, όπως προεκτέθηκαν αυτά στη σχετική μείζονα σκέψη της παρούσας.Ως εκ τούτου, η κύρια βάση της αγωγής που εδράζεται στη θεμελίωση της ιδιότητας των τέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένων ως υποκρυπτόμενων πίσω από τις εναγόμενες εταιρείες διοικούντων αυτές ή ως εφοπλιστών, σε συνδυασμό με την άρση της αυτοτέλειας των νομικών αυτών προσώπων, κατά το μέρος που αναφέρεται σε κατάχρηση θεσμού, θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, μη αρκούσης της αόριστης και γενικόλογης αναφοράς στην αγωγή περί της λειτουργίας αυτών υπό την εν τοις πράγμασι διοίκηση των ως άνω εναγομένων φ.π., κατά κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς τους (ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΠειρ 5261/2013 ΤΝΠ Νόμος). Κατόπιν των ανωτέρω, στην έκταση που η αγωγή κρίθηκε ως άνω παραδεκτή και ορισμένη (ΚΠολΔ 216) έναντι των εναγομένων, καθόσον κατά τα λοιπά διαλαμβάνονται ορισμένα, με σαφήνεια και πληρότητα τα στοιχεία που αφορούν την επιδίκαση των αιτούμενων αγωγικών κονδυλίων για τις αντίστοιχες αιτίες και υπό τις εκτιθέμενες νομικές βάσεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών αυτών ως αβάσιμων, τυγχάνει δε και νόμιμη ως προς την πρώτη (ενδοσυμβατική ευθύνη από σύμβαση πώλησης) και τη δεύτερη (ευθύνη εκ του νόμου λόγω του εφοπλισμού) νομικές βάσεις της έναντι των εναγομένων,στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 340, 341, 345, 346, 361, 513επ. ΑΚ, 68, 907, 908, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 105-106 ΚΙΝΔ (Ν.3816/1958) και πρέπει,στην έκταση που κρίθηκε νόμιμη ως άνω, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Περαιτέρω δε, οι εναγόμενοι με τις χωριστές προτάσεις τους (αφενός η τρίτη εναγομένη εταιρεία ως ν.π., αφετέρου οι τέταρτος, πέμπτη και έκτος εξ αυτών ως φ.π. αυτοτελώς) αρνούνταιαιτιολογημένα την αγωγή, ως προς την ιστορική και νομική βάση της και συγκεκριμένα,αρνούνται κάθε ιδιότητα των ιδίων ως εφοπλιστών, υπό την έννοια των άρθρων 105 και 106 ΚΙΝΔ, όπως τους αποδίδεται σκόπιμα, απατηλά και παραπειστικά, αλλά και αβάσιμα από την ενάγουσα, προκειμένου αυθαίρετα και δόλια να διευρύνει τον κύκλο των υποχρέων,κατασκευάζοντας επιπλέον υπεύθυνους υπό τις νομικές βάσεις ευθύνης του εφοπλισμού και της κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας των εν λόγω εταιρειών, για την ικανοποίηση των επίδικων απαιτήσεών της, ισχυρίζονται δε ότι η πρώτη και η δεύτερη εναγόμενες εταιρείες ήταν στην πραγματικότητα οι πλοιοκτήτριες των δύο επιδίκων πλοίων, αντιστοίχως, η τρίτη εναγομένη εταιρεία η διαχειρίστρια αυτών και οι λοιποί εναγόμενοι ως φυσικά πρόσωπα, απασχολούμενοι στην εν λόγω διαχειρίστρια εταιρεία, χωρίς να έχουν αποφασιστική εμπλοκή στη διοίκησή της, και δη, ο μεν τέταρτος εναγόμενος δεν ήταν μέτοχος, αλλά σύμβουλος σε θέματα οικονομικής φύσης της τρίτης εναγομένης ως διαχειρίστριας των επίδικων πλοίων, χωρίς αποφασιστικό ρόλο κι συμμετοχή στη διοίκησή της, η δε πέμπτη εναγομένη ήταν υπάλληλος στο τεχνικό της τμήμα κι όχι μέτοχος ούτε συμμετείχε στη διοίκησή της, θέση που κατέχει πλέον σε άλλη διαχειρίστρια εταιρεία στον ……….. ο δε έκτος εναγόμενος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της ιδίας διαχειρίστριας εταιρείας με τυπικό ρόλο στη θέση από τα τέλη του 2015 μετά τη συνταξιοδότηση του προηγούμενου νομίμου εκπροσώπου-υπαλλήλου της, χωρίς όμως εκείνος να είναι μέτοχος και να έχει αποφασιστικό ρόλο στη διοίκηση και στη λειτουργία της ιδίας διαχειρίστριας εταιρείας, εν γένει οι τρεις αυτοί εναγόμενοι δεν ήταν μέτοχοι, αλλά ως μέλη του ΔΣ και ως υπάλληλοι δεν είχαν αποφασιστικές και διοικητικές αρμοδιότητες στον διαχειριστικό της ρόλο επί των εν λόγω πλοίων. Ωστόσο, συνεχίζουν οι εναγόμενοι, η ενάγουσα δεν συμπεριλαμβάνει στην αγωγή της οποιαδήποτε σχετικά βάσιμα πραγματικά περιστατικά, με τα οποία να θεμελιώνει τις συγκεκριμένες ως άνω νομικές βάσεις, αλλά όλως αορίστως αποδίδει τέτοιες ευθύνες επικαλούμενη τις νομικές διατάξεις περί ευθύνης από τον εφοπλισμό και τον θεσμό της άρσης της νομικής προσωπικότητας λόγω κατάχρησης εκ μέρους των εναγομένων σε βάρος των εταιρειών και εν τέλει της ιδίας της ενάγουσας, επειδή λόγω επιχειρηματικής αποτυχίας ή ατυχίας οι πρώτη και δεύτερη εναγόμενες πλοιοκτήτριες εταιρείες (αγοράστριες) δεν κατάφεραν να εξοφλήσουν το τίμημα πωλήσεως των λιπαντικών ναυτιλίας των πλοίων τους προς την ενάγουσα (πωλήτρια), καίτοι υφίστατο μεταξύ τους ως αντισυμβαλλομένων μακρά συνεργασία χωρίς πρόβλημακαι ήταν γνωστές οι νομικές ιδιότητες και οι πραγματικές τους θέσεις εντός της τρίτης εναγομένης, καθώς επίσης και σε σχέση με την πρώτη και τη δεύτερη εναγόμενες, αναφορικά και με τα επίδικα πλοία τους. Επίσης, αμφισβητούν ευθέως ότι η τρίτη εναγομένη ενέχεται έναντι της ενάγουσας από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης, συνακόλουθα και οι λοιποί ως άνω εναγόμενοι, διότι η ίδια ήταν απλώς διαχειρίστρια και λειτουργούσε ως άμεση αντιπρόσωποςτων δύο πλοιοκτητριών εταιρειών (πρώτης και δεύτερης εναγομένων) και όχι ως εφοπλίστρια των πλοίων τους (ως κυριών), οπότε δεν συμβλήθηκε για την αγορά των λιπαντικών ναυτιλίας στο όνομα και για λογαριασμό της ιδίας, αλλά των ως άνω πλοιοκτητριών, οι οποίες, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, είναι οι μόνες που πρέπει να ευθύνονται συμβατικά έναντι της ενάγουσας από την αιτία αυτή, για την καταβολή του τιμήματος, ενόψει και του ότι τα λιπαντικά ναυτιλίας παραδόθηκαν απευθείας πάνω στα πλοία που τους ανήκαν κατά κυριότητα, γεγονός που η ενάγουσα ασφαλώς γνώριζε και προέκυπτε ευχερώς από τις περιστάσεις. Ακόμη, αρνούνται τη συνδρομή των προϋποθέσεων της κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας των τριών αυτών εταιρειών εκ μέρους των τέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένων σε βάρος των συμφερόντων της ενάγουσας. Περαιτέρω δε, απορριπτέοι, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα, ως αβάσιμοι τυγχάνουν οι ισχυρισμοί των εναγομένων περί μη νόμιμης επίδοσης της αγωγής (ΚΠολΔ 128), ενόψει του ότι νομίμως έλαβε χώρα αυτή προς τους εναγόμενους, με βάση τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής διευθύνσεις κατοικίας τους, συνακόλουθα, και η αγωγή θεωρείται νομίμως ασκηθείσα κατ’ άρθρο215 παρ.2 ΚΠολΔ και δεν συντρέχει ωσαύτως περίπτωση παραγραφής των επίδικων αξιώσεων εν προκειμένω, αφού η παραγραφή τους διακόπηκε νομίμως με τη νόμιμη άσκηση (με επίδοση) της κρινόμενης αγωγής, κατ’ άρθρα 289 παρ.3 και 291 παρ.1 ΚΙΝΔ σε συνδ. με 261 ΑΚ, ενόψει του ότι η ενιαύσια παραγραφή τους άρχεται μεν με τη λήξη του έτους 2015 (1-1-2016), στο οποίο γεννήθηκαν οι επίδικες αξιώσεις για καταβολή του τιμήματος από συμβάσεις πώλησης των λιπαντικών ναυτιλίας, διακόπηκε όμως στις 30-12-2016 που ολοκληρώθηκε η επίδοση της αγωγής στους εναγόμενους στην αναγραφόμενη στο δικόγραφο της αγωγής διεύθυνση της πραγματικής έδρας των εναγομένων εταιρειών και της πραγματικής κατοικίας των εναγομένων φ.π., στον ………………………. απορριπτομένης ως αβάσιμης και της σχετικής ένστασης που προβάλουν οι εναγόμενοι.Αναφορικά δε με τους ισχυρισμούς των εναγομένων περί αοριστίας της αγωγής στις επιμέρους νομικές βάσεις και ένδικες αξιώσεις που εισάγονται από την ενάγουσα προς εκδίκαση, έχουν ήδη ανωτέρω απαντηθεί αντιστοίχως από το Δικαστήριο, απορριπτομένων όσον κρίθηκαν αόριστα, κατά λοιπά δε της αγωγής κριθείσας ορισμένης. Κατόπιν των ανωτέρω, η ενάγουσα φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης της ιστορικής και νομικής βάσης της αγωγής και τωνενδίκων αξιώσεών της (ΚΠολΔ 335, 338 παρ.1).
Από την εκτίμηση του συνόλου των νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους μετ’ επικλήσεως εγγράφων, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτοτελώς προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως μεταξύ άλλων η υπ’ αριθ. 4766/2001 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περί εγγραφής προσημείωσης και ηυπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση της πρώην υπαλλήλου της τρίτης εναγομένης εταιρείας «………………………», …, η οποία εδόθη στο πλαίσιο εκδικάσεως αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά από άλλη εταιρεία κατά των τέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένων, προ της συζήτησης της αίτησης στις 18-11-2016, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Βενίτη-Πολιτσοπούλου, ανεξαρτήτως κλήτευσης της αντιδίκου τους στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ορισμένα δε από τα οποία έγγραφα έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσκομίζονται με νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα (ΕφΠειρ 256/2014 ΤΝΠ Nόμος), από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του …, που ελήφθη νομότυπα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μελίνας Ιωαννίδου, με επιμέλεια της ενάγουσας, ενόψει της εκδίκασης και προς απόδειξη της αγωγής της, πριν τη συζήτησή της, κατόπιν της από …………………. γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων και κλήσης προς παράσταση στους εναγόμενου, που τους επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 3-4-2017 δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη της, με θυροκόλληση με παρουσία της μάρτυρα …, στην οποία αναφέρεται ο τόπος, η ημέρα και η ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση της κατοικίας του ως άνω μάρτυρα, οπότε πληρούνται οι όροι του παραδεκτού αυτής κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, χωρίς να παρασταθούν οι εναγόμενοι (βλ. υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …),από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του … ………………., που ελήφθη νομότυπα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Βενίτη-Πολιτσοπούλου, με επιμέλεια των παριστάμενων εναγομένων, ενόψει της εκδίκασης και προς ανταπόδειξη της σε βάρος τους κρινόμενης αγωγής, πριν τη συζήτησή της, κατόπιν της από ………. γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων και κλήσης προς παράσταση στην ενάγουσα, που της επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 12-4-2017 δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη της, με θυροκόλληση με παρουσία του μάρτυρα …, κατοίκου ………. στην οποία αναφέρεται ο τόπος, η ημέρα και η ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση της κατοικίας του ως άνω μάρτυρα, οπότε πληρούνται οι όροι του παραδεκτού αυτής κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, χωρίς να παρασταθεί η ενάγουσα (βλ. υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …), καθώς και από τα όσα συνομολογούν εν γένει οι διάδικοι, όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν και προέκυψαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με βάση τα πρακτικά της δίκης, όπως αναφέρονται ειδικότερα και περιοριστικά παρακάτω (ΚΠολΔ 261, 352 §1) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (ΚΠολΔ 336 §4), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά:Η ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία ««… εδρεύουσα στoν …, με αντικείμενο εργασιών την επικερδή εμπορεία και διακίνηση (ήτοι πώληση, προμήθευση, εφοδιασμό, διανομή κλπ.) πετρελαιοειδών και λιπαντικών προϊόντων ναυτιλίας σε πλοία σε όλον τον κόσμο, έχοντας εγκαταστήσει στην Ελληνική Επικράτεια γραφεία στη … σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν.89/1967, όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον Ν.3427/2005 (Κεφ.ΣΤ΄). Η μεν πρώτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία «…» ήταν κυρία του υπό σημαία ……….., φορτηγού πλοίου «…», αριθμού ΙΜΟ …, κ.ο.χ. …, νεκρού βάρους 56.543 τόννων με διεθνές διακριτικό σήμα …, με καταστατική έδρα στην πόλη ……………………………………………. Η δε δεύτερη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία «………………………………….» είναι κυρία του υπό σημαία ……, φορτηγού πλοίου «…», αριθμού ΙΜΟ … κ.ο.χ. …, νεκρού βάρους 75.607 τόννων και με διεθνές διακριτικό σήμα …, με καταστατική έδρα στην πόλη … επίσης. Η δε τρίτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία «…», εδρεύουσα κατά το καταστατικό της στη …, στην πραγματικότητα όμως … όπου έχει εγκατασταθεί ως εταιρεία βάσει των διατάξεων του Α.Ν.89/1967, αποτελούσε τη διαχειρίστρια των ως άνω δύο πλοίων των προαναφερόμενων εταιρειών (πρώτης και δεύτερης εναγομένων), τα οποία διαχειριζόταν στο όνομα και για λογαριασμό αυτών, καθόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε το αντίθετο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα, ότι τα εκμεταλλευόταν δηλαδή η ίδια προς ίδιον όφελος σαν να ήταν εφοπλίστριά τους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα έγγραφα στην αρχή της παρούσας, τα οποία προσκομίζονται από τους διαδίκους στον φάκελο της δικογραφίας προκύπτουν αναφορικά με τους εναγόμενους τα εξής: Η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, ως αλλοδαπή πλοιοκτήτρια εταιρεία του πλοίου «…», συσταθείσα με βάση το δίκαιο των …….., ανέθεσε τη διαχείρισή του στην τρίτη εναγομένη εταιρεία, ως διαχειρίστρια, εδρεύουσα στη …………………………………………………………………………….., ως ισχύει, για τον σκοπό αυτόν (βλ. την από 11-3-2013 βεβαίωση ανάθεσης διαχείρισης εκ μέρους της πρώτης εναγομένης). Η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, ως αλλοδαπή πλοιοκτήτρια εταιρεία του πλοίου «…», συσταθείσα με βάση το δίκαιο των ……, ανέθεσε τη διαχείρισή του στην τρίτη εναγομένη εταιρεία, ως διαχειρίστρια, εδρεύουσα στη …, ως ισχύει, για τον σκοπό αυτόν (βλ. την από 11-3-2013 βεβαίωση ανάθεσης διαχείρισης εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης). Η δε τρίτη εναγομένη εταιρεία, εδρεύουσα στη ………………………………, έχουσα εγκαταστήσει νόμιμα γραφείο στην ……………………………………. και υπαχθείσα στις διατάξεις των Α.Ν.89/1967 και 378/1969 και του Ν.814/1978, με νόμιμο εκπρόσωπο τον έκτο εναγόμενο, … σύμφωνα με τις επιστολές των φερομένων ως πλοιοκτητριών εταιρειών, την υπεύθυνη δήλωση του εκπροσώπου της εταιρείας αυτής και την ετήσια αναφορά δραστηριότητας του γραφείου τηςστην Ελλάδα το έτος 2015, διαχειρίστηκε κατά το έτος 2015 τα ως άνω δύο πλοία υπό σημαία ……., ήτοι το πλοίο «…» της πλοιοκτήτριας εταιρείας με την επωνυμία «…», και το πλοίο «…» της πλοιοκτήτριας εταιρείας με την επωνυμία «…», για δε το δεύτερο πλοίο εξ αυτών η διαχείρισή του από την τρίτη εναγομένη εταιρεία έπαυσε τη 15η-4-2016 (βλ. την από ………………………βεβαίωση του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών της Διεύθυνσης Ποντοπόρου Ναυτιλίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και την από … υπεύθυνη δήλωση του … προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Αιγαίου και το από ……………….. έγγραφο πιστοποιητικό διαγραφής της τρίτης εναγομένης προς του Υπουργείο Ναυτιλίας και Αιγαίου). Αναφορικά με την ως άνω τρίτη εναγομένη διαχειρίστρια εταιρεία από το από ……………………… πρακτικό συνεδρίασης του ΔΣ αυτής προκύπτει ότι εκπρόσωπός της ήταν ο … από το από 29-10-2015 πρακτικό συνεδρίασης του ΔΣ της προκύπτει ότι στη συνέχεια εκπρόσωπός της ορίστηκε ο … και από το από 9-12-2015 πρακτικό του ΔΣ της προκύπτει ότι ως νόμιμος εκπρόσωπός της είχε οριστεί ο … (έκτος εναγόμενος), σύμφωνα με την από …………………… και την από ………………………… βεβαιώσεις του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών της Διεύθυνσης Ποντοπόρου Ναυτιλίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Με βάση δε το ………………………. πρακτικό του ΔΣ της ιδίας διαχειρίστριας εταιρείας προκύπτει ότι ο … ορίστηκε μέλος και Πρόεδρος του ΔΣ αυτής, κατόπιν παραίτησης των προηγούμενων μελών του ΔΣ. Σύμφωνα με τον πίνακα προσωπικού του έτους 2015 ο έκτος εναγόμενος εμφανίζεται ως νόμιμος εκπρόσωπος της …, εδρεύουσας στη διεύθυνση της οδού …, στον ………………….. Αναφορικά δε με την πέμπτη εναγομένη, ………………….. παρουσιάζεται στον πίνακα προσωπικού της ως άνω διαχειρίστριας εταιρείας (τρίτης εναγομένης) ως υπάλληλος του γραφείου της κατά τα έτη 2014 και 2015, με βάση και την από 9-4-2014 προσκομιζόμενη βεβαίωση αποδοχών ή συντάξεων που αφορά το έτος 2013, ωστόσο, κατά το έτος 2016 απασχολείται πλέον ως υπάλληλος σε άλλη ναυτιλιακή επιχείρηση με επωνυμία «…». Συνακόλουθα, δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι οι τέταρτος, πέμπτη και έκτος εναγόμενοι αποτελούσαν σε οποιοδήποτε χρονικό στάδιο εταίροι ή μέτοχοι της τρίτης εναγομένης εταιρείας ως διαχειρίστριας των πλοίων των δύο πρώτων εναγομένων εταιρειών και πλοιοκτητριών αυτών, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται περί του αντιθέτου η ενάγουσα, λαμβάνοντας υπόψη και την από 24-4-2017 προσκομιζόμενη σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα δήλωση πραγματικού δικαιούχου της τρίτης εναγομένης προς την Τράπεζα …, στην οποία η … αναφέρεται ως εταιρεία διαχείρισης πλοίων, της οποίας οι μετοχές κρατούνται αποκλειστικά και μόνο από την ……………….., ως άμεση πραγματική δικαιούχο αυτών σε ποσοστό κυριότητας 100%, το οποίοδεν αμφισβητείται από αντίθετα βάσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Περαιτέρω δε, στα πλαίσια των προαναφερθεισών δραστηριοτήτων της, η ενάγουσακατόπιν προηγούμενης επικοινωνίας και παραγγελίας εκ μέρους της τρίτης εναγομένης ως διαχειρίστριας και για λογαριασμό των ανωτέρω πλοίων «…» και «…» των πρώτης και δεύτερης πλοιοκτητριών, προέβη σε πώληση και παράδοση των ακόλουθων λιπαντικών ναυτιλίας, τα οποία παρέδωσε στα ίδια τα πλοία και ειδικότερα:(1) Στις 28-12-2015, πώλησε και παρέδωσε στο πλοίο «…»όταν ευρισκόταν στον λιμένα της ……. α) 4.950 λίτρα λιπαντικού ναυτιλίας τύπου..…………………..προς 1,52 δολ.ΗΠΑ ανά λίτρο, ήτοι συνολικής αξίας 7.524 Δολ.ΗΠΑ, β) 1.980 λίτρα λιπαντικού ναυτιλίας τύπου TOTALAURELIATI 3030 προς 1,56 Δολ.ΗΠΑ ανά λίτρο, ήτοι συνολικής αξίας 3.088,80 Δολ.ΗΠΑ, και γ) 108 χιλιόγραμμα λιπαντικού ναυτιλίας τύπου ………………………….. 220 προς 11,50 Δολ.ΗΠΑ ανά χιλιόγραμμο, ήτοι συνολικής αξίας 1.242 Δολ.ΗΠΑ.Οι ως άνω ποσότητες λιπαντικών ναυτιλίας παρελήφθησαν κανονικά και ανεπιφύλακτα από το επίδικο πλοίο, όπως προκύπτει από το σχετικό υπ’ αριθ. … δελτίο αποστολής-παραλαβής της προμηθεύτριας εταιρείας με την επωνυμία “….”, εδρεύουσας στη …, που συνετάγη κατά την παράδοσήτους στο πλοίο, υπεγράφη ανεπιφύλακτα από τον πλοίαρχο και φέρει την επίσημη σφραγίδα του πλοίου. Στη συνέχεια εκδόθηκε το σχετικό υπ’ αριθ. …τιμολόγιο, συνολικού ποσού δολαρίων Η.Π.Α. 11.854,80, στο όνομα της τρίτης εναγομένης, που παρήγγειλε τα λιπαντικά για λογαριασμό του ως άνω πλοίου, ως είθισται στην οικεία συναλλακτική αγορά για τις διαχειρίστριες εταιρείες. (2) Στις 17-12-2015, πώλησε και παρέδωσε στο πλοίο «…», όταν ευρισκόταν στον λιμένα ……………………………….., 5.000 λίτρα λιπαντικού ναυτιλίας τύπου SINOPEC 3005 προς 1,66 δολ.ΗΠΑ ανά λίτρο, ήτοι συνολικής αξίας 8.300 δολ.ΗΠΑ.Οι άνω ποσότητες λιπαντικού ναυτιλίας τύπου SINOPEC 3005 παρελήφθησαν κανονικά και ανεπιφύλακτααπό το επίδικο πλοίο, όπως προκύπτει από το σχετικό υπ’ αριθ…. δελτίο αποστολής-παραλαβής της προμηθεύτριας εταιρίας με την επωνυμία “….”, εδρεύουσας στο …, που συνετάγη κατά την παράδοσήτους στο άνω πλοίο, υπεγράφη ανεπιφύλακτα από τον πλοίαρχο και φέρει την επίσημη σφραγίδα του πλοίου. Στη συνέχεια εκδόθηκε το σχετικό υπ’ αριθ. ………………………………. τιμολόγιο, συνολικού ποσού δολαρίων Η.Π.Α. 8.650, συμπεριλαμβανομένου κι του ποσού των 350 δολ.ΗΠΑ για έξοδα παράδοσης, στο όνομα της τρίτης εναγομένης, που παρήγγειλε τα λιπαντικά για λογαριασμό του ως άνω πλοίου, ως είθισται στην οικεία συναλλακτική αγορά για τις διαχειρίστριες εταιρείες (ΑΚ 200, 288). Στα τιμολόγια αυτά ρητώς αναγράφεται και συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ότι το τίμημα έπρεπε να καταβληθεί δια εμβάσματος στον υποδειχθέντα επί εκάστου τιμολογίου τραπεζικό λογαριασμό της πωλήτριας εταιρίας, εντός τριάντα (30) ημερών από τις ως άνω παραδόσεις των λιπαντικών, ήτοι για το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, την 26-1-2016 (δήλη ημέρα) και για το υπ’ αριθ. …………………………. τιμολόγιο, την 15-1-2016 (δήλη ημέρα), ειδάλλως οι αγοραστές θα υποχρεούνταν σε καταβολή τόκους υπερημερίας μετά τη συμφωνηθείσα «δήλη» ημέρα πληρωμής τους, σύμφωνα και με τα σχετικώς προδιαλαμβανόμενα περί τοκοφορίας, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.Ωστόσο, καίτοι τα ως άνω εκδοθέντα από την ενάγουσα εταιρία τιμολόγια, όπως και τα λιπαντικά από τον πλοίαρχο εκάστου πλοίου, παραλήφθηκαν αναντίρρητα και ανεπιφύλακτα, γεγονός που συνομολογείται άλλωστε από τους εναγόμενους, τα τιμολόγια δεν εξοφλήθηκαν από τους αντισυμβαλλόμενους κατά τις ημερομηνίες που έπρεπε και είχε συμφωνηθεί ρητώς μεταξύ τους να εξοφληθούν, ήτοι από τις πλοιοκτήτριες (πρώτη και δεύτερη εναγόμενες εταιρείες) των ως άνω πλοίων, αντιστοίχως. Επομένως, η πρώτη και η δεύτερη εναγόμενες εταιρείες ως ενεχόμενες έναντι της ενάγουσας για την καταβολή του τιμήματος από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης λιπαντικών ναυτιλίας για τα πλοία τους, αντιστοίχως, και δη ως πλοιοκτήτριες και ως πραγματικές αντισυμβαλλόμενες, αντιπροσωπευόμενες άμεσα στις συμβάσεις αυτές από την τρίτη εναγομένη εταιρεία, ως διαχειρίστριατων πλοίων τους και ως άμεση αντιπρόσωπό τους(ΑΚ 211), ως είθισται στον κύκλο συναλλαγών της οικείας ναυτιλιακής αγοράς (ΑΚ 200, 288), σύμφωνα και με τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στην αρχική νομική σκέψη της παρούσας, δεν ανταποκρίθηκαν μέχρι σήμερα στις ως άνω συμβατικές τους υποχρεώσεις, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας, αφού δεν έχουν προβεί στην εξόφληση των ως άνω τιμολογίων και εξακολουθούν για την αιτία αυτή να της οφείλουν το συνολικό ποσό που ενσωματώνεται ως άνω στα επίδικα τιμολόγια, καίτοι δεν αμφισβητείται εκ μέρους των εναγομένων η συγκεκριμένη οφειλή και η συμβατική αιτία προέλευσής της. Περαιτέρω δε, αποδείχθηκε από την εκτίμηση του συνόλου των εγγράφων της δικογραφίας και τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται ότι η πρώτη και η δεύτερη εναγόμενες είναι πλοιοκτήτριες των προαναφερόμενων πλοίων, αντιστοίχως, και όχι απλώς κυρίες αυτών, καθότι αυτές είναι που τα εκμεταλλεύονται μέσω της τρίτης εναγομένης διαχειρίστριάς τους εταιρείας, που έχει νομίμως εγκαταστήσει στην ……………………………………………… γραφείο με βάση τον Α.Ν.89/1967.Σύμφωνα με τα από … πιστοποιητικά νηολογίου ………….… προκύπτει σαφώς -χωρίς βάσιμο αντίλογο- ότι τα δύο επίδικα ανήκουν στις πρώτη και δεύτερη εναγόμενες πλοιοκτήτριες εταιρείες, αντιστοίχως, οι οποίες τα εκμεταλλεύονταν προς ίδιον όφελος και συμφέρον, στο όνομα και για λογαριασμό τους, όπως προκύπτει και από τα προσκομιζόμενα από … και από … χρονοναυλοσύμφωνα, που είχαν συναφθεί σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με την ένδικη διαφορά. Ουδόλως αποδείχθηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας ότι πρόκειται για εφοπλίστρια εταιρεία, αντί διαχειρίστριας των εν λόγω πλοίων. Οι δε πράξεις που μετήλθε για λογαριασμό των εναγομένων πλοιοκτητριών και των πλοίων τους, όπως η σύναψη των συμβάσεων εφοδιασμού των επίδικων πλοίων με λιπαντικά ναυτιλίας, ήταν διαχειριστικής φύσεωςκαι πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια αυτής τηςλειτουργίας της και μόνο και όχι της εκμετάλλευσής τους ως εφοπλίστριας για ίδιον κέρδος και όφελος. Άλλωστε, όπως εκτιμάται από τα αποδεικτικά στοιχεία, η ενάγουσα τελούσε εν γνώσειτου ότιη τρίτη εναγόμενη, που ήλθε σε επαφή μαζί της για την παραγγελία και την παράδοση των πωληθέντων λιπαντικών, ενεργούσε ως διαχειρίστρια των εν λόγω πλοίων, που ανήκαν στις πρώτη και δεύτερη εναγόμενες πλοιοκτήτριες εταιρείες, δεδομένου ότι η ίδια τα παρέδωσε επί των εν λόγω πλοίων και τα παρέλαβε ο πλοίαρχος αυτών για λογαριασμό των αντίστοιχων πλοιοκτητριών, ήταν δε γνωστό, σε κάθε δε περίπτωση ευχερώς διαπιστώσιμο ότι τα πλοία αυτά δεν ανήκαν κατά κυριότητα και εκμετάλλευση στην τρίτη εναγομένη, η οποία ήταν μόνο η διαχειρίστρια αυτών, καθόσον πρόκειται για στοιχεία, στα οποία υπάρχει δημοσιότητα τουλάχιστον προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, στο νηολόγιο και στα σχετικά δημόσια αρχεία,αλλά και στον οικείο κύκλο συναλλαγών της ναυτιλιακής αγοράς, ενώ δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι μεταξύ τους υπήρχε μακρά προηγούμενη συναλλακτική σχέση για την προμήθεια τέτοιων υλικών εφοδιασμού των πλοίων, όπως επιβεβαιώνεται και από την ένορκη βεβαίωση του …, ο οποίος καταθέτει μετά λόγου γνώσης και από ιδία αντίληψη, ως μέλος του Δ.Σ. της τρίτης εναγομένης και λόγω συγγενικής σχέσης με τους εναγόμενους (φ.π.), στοιχεία που δεν αρνείται, εξάλλου, ούτε η ενάγουσα. Οι επίδικες συναλλαγές αφορούσαν εταιρικές υποθέσεις εντός των πλαισίων επιχειρηματικής λειτουργίας και δραστηριότητας των πλοιοκτητριών εταιρειών και της διαχειρίστριας και ουδόλως αποτελούσαν πράξεις κυρίαρχου μετόχου που παραλλάσσονται με σκοπό να προκαλέσουν απόκρυψή του και εκμετάλλευση του εταιρικού τύπου και της νομικής προσωπικότητας της διαχειρίστριας ή των πλοιοκτητριών, για την εξυπηρέτηση ατομικών συμφερόντων των λοιπών εναγομένων φ.π., αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για συνήθη μορφή ναυτιλιακής δραστηριότητας. Η ενάγουσα ως προμηθεύτρια, κινούμενη επαγγελματικώς εντός των πλαισίων της παγκοσμίως ασκούμενης ναυτιλιακής δραστηριότητας, γνώριζε μέσω των οργάνων της ότι υπέγγυος περιουσία για την εξασφάλιση των εκάστοτε απαιτήσεών της τύγχανε το εκάστοτε πλοίο, το οποίο ανήκε σε μία πλοιοκτήτρια εταιρία, καθώς επίσης την ξεχωριστή επιχειρηματική δραστηριότητα της τρίτης εναγομένης και την ιδιότητα υπό την οποία ενεργούσε, σύμφωνα και με την ένορκη βεβαίωση του …, χωρίς αυτά να αντικρούονται πειστικώς από την ένορκη βεβαίωση του …, υπαλλήλου της ενάγουσας, ο οποίος δεν εισφέρει με τρόπο σαφή και ειδικό συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, πέραν των όσων γενικόλογα εκτίθενται στην αγωγή, πρόσφορα για την απόδειξη της εφοπλιστικής ιδιότητας των ως άνω εναγομένων και για την ενίσχυσης της επιδιωκόμενης από την ενάγουσα άρσης της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών επ’ ωφελεία της. Επιπλέον δε, ο τέταρτος και η πέμπτη των εναγομένωνουδέποτε κατείχαν θέσεις ευθύνης στην εν λόγω διαχειρίστρια εταιρεία, καθώς η σχέση της πέμπτης προκύπτει ότι ήταν απλώς εργασιακή, ως υπαλλήλου, η οποία απασχολούταν μέχρι τις 31-7-2007 σε άλλες εταιρείες (… βλ. σχετ. προσκομιζόμενα φορολογικά έγγραφα σε μετάφραση: InlandRevenue/Φορολογική Αρχή Ηνωμένου Βασιλείου) και ήδη το έτος 2016 εργάζεται σε άλλη εταιρεία («…»), ενώ για τον τέταρτο δεν προσκομίζεται οποιοδήποτε έγγραφο που να αποδεικνύει ότι ήταν μέτοχος, μέλος του ΔΣ ή εκπρόσωπος της τρίτης εναγομένης, συνεπώς, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ούτε εγγράφως, αλλά ούτε και εν τοις πράγμασι ότι πρόκειται για εφοπλιστές, όπως προκύπτει και από την ως άνω ένορκη βεβαίωση του ….Αναφορικά δε με τον έκτο, αποδείχθηκε ότι είχε διατελέσει μέλος και Πρόεδρος του ΔΣ, καθώς και νόμιμος εκπρόσωπος της ιδίας διαχειρίστριας εταιρείας, διαδοχικά και για ορισμένο χρονικό διάστημα, ενόψει του ότι τα προηγούμενα έτη ήταν άλλοι οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας (…), χωρίς να προκύπτει από τα στοιχεία αυτά ότι υποκρυπτόταν η ιδιότητα εφοπλιστή των ως άνω πλοίων.Η παροχή δε των υπηρεσιών του αυτών συνάδει και με τα καθήκοντα του ως νομίμου εκπροσώπου της διαχειρίστριας εταιρείας (τρίτης εναγομένης). Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και ως νόμιμος εκπρόσωπος, δεν μπορεί να ταυτιστεί με την ιδιότητα του εφοπλιστή, ενόψει του ότι μεσολαβεί το νομικό πρόσωπο της τρίτης εναγομένης εταιρείας στις συναλλαγές της με τρίτους, για την οποία δεν αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για εφοπλίστρια, αλλά για διαχειρίστρια εταιρεία των πλοίων της πρώτης και της δεύτερης εναγομένων πλοιοκτητριών εταιρειών, πολύ περισσότερο δε, δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει περίπτωση άρσης της νομικής προσωπικότητάς της στο πρόσωπο του έκτου εναγομένου ούτε και των τέταρτου και πέμπτης εξ αυτών, όπως και στη συνέχεια θα αναφερθεί σχετικώς. Η θέση της τρίτης εναγομένης ως διαχειρίστριας και των λοιπών εναγομένων φυσικών προσώπων εντός αυτής που δεν συνάδει σε εφοπλιστές, διαφωτίζεται και από την ένορκη βεβαίωση της … που ελήφθη σε χρόνο πριν τη δίκη αυτή στα πλαίσια άλλης ένδικης διαφοράς και λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο. Η υπαλληλική σχέση ή ακόμη και αυτή του νομίμου εκπροσώπου της διαχειρίστριας εταιρείας, ακόμη κι αν μεσολάβησαν στην παραγγελία των επίδικων λιπαντικών υπό την ιδιότητά τους αυτής, ερχόμενοι σε επικοινωνία με την ενάγουσα, δεν ταυτίζεται με τη θέση του εφοπλιστή πίσω από την εν λόγω εταιρεία για τους ως άνω εναγόμενους. Επομένως, ούτε ιδιότητα αυτών ως εφοπλιστών αποδείχθηκε, αλλά ούτε και της εταιρείας αυτής ως εφοπλίστριας, παρά μόνο ως διαχειρίστριας των επιδίκων πλοίων, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ενάγουσας. Τούτο δε όχι μόνο επειδή δεν τηρήθηκε η διαδικασία δήλωσης του εφοπλισμού τους, κατ’ άρθρο 105 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 153/2008 ΕΝΔ 2008.315), στην αρμόδια υπηρεσία(λιμενική αρχή τόπου νηολόγησης πλοίων) και στα αρχεία καταγραφής, για την απόκτηση της εφοπλιστικής ιδιότητας επί των επιδίκων πλοίων, αλλά και επειδή δεν αποδείχθηκε καν στην πραγματικότητα τέτοια σχέση τους με τα ως άνω πλοία, από το γεγονός και μόνο ότι έλαβε χώρα αγορά λιπαντικών ναυτιλίας από την τρίτη εναγομένη ως διαχειρίστριά τους, για λογαριασμό τους, και έμειναν ανεξόφλητα τα αντίστοιχα τιμολόγια, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι πρώτες δύο εναγόμενες δεν ήταν απλώς κυρίες, αλλά πλοιοκτήτριες των αυτών πλοίων (άρθρα105-106 ΚΙΝΔ).Πολύ περισσότερο, δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω από τα στοιχεία της δικογραφίας ούτε και από τα έγγραφα που η ίδια η ενάγουσα προσκόμισε στη δίκηγια τους τέταρτο, πέμπτη και έκτο εναγόμενους είτε ότι ήταν κύριοι μέτοχοι ή αποκλειστικοί εταίροι ή ιδιοκτήτες ή εκπρόσωποι των τριών εναγομένων εταιρειών (πλοιοκτητριών και διαχειρίστριας) είτε ότι είχαν τη βούληση να ασκούν και ασκούσαν για λογαριασμό τους τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτούσε το κάθε επίδικο πλοίο, ενόψει του ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε στο ορισμένο της αγωγής, η ενάγουσα δεν επικαλείται στο δικόγραφό της προς απόδειξη της εφοπλιστικής τους ιδιότητας συγκεκριμένες πράξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι ανέλαβαν προσωπικά και απεριόριστα οι ίδιοι τον κίνδυνο των οικονομικών υποχρεώσεων των επίδικων πλοίων έναντι της αντισυμβαλλομένης-πωλήτριας των λιπαντικών ναυτιλίας ενάγουσας εταιρείας εγγυώμενοι για τη φερεγγυότητα των εναγομένων εταιρειών για λογαριασμό των οποίων έλαβαν χώρα οι αγορές αυτών είτε ότι χρησιμοποίησαν τις τρεις εναγόμενες εταιρείες για τη χρηματοδότηση των εφοπλιστικών ατομικών τους δραστηριοτήτων είτεότι χρησιμοποίησανκαι εκμεταλλεύτηκαν καταχρηστικά τη νομική προσωπικότητα της διαχειρίστριας ή των πλοιοκτητριών εταιρειών ως μηχανισμό απορρόφησης των δυσμενών συνεπειών της ατομικής επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, για να αποφύγουν δολίως την εκπλήρωση των προς την ενάγουσα επίδικων υποχρεώσεών τους,για τις οποίεςδικαιούται εκείνη να επικαλείται την άρση της νομικής προσωπικότητας των εταιρειών προκειμένου να στραφεί στην ατομική τους περιουσία για την ικανοποίηση των βάσιμων, κατά τα λοιπά, ενδίκων αξιώσεών της, λόγω προσωπικής τους ευθύνης (ΟλΑΠ 2/2013 ΕΝΔ 2013.1, ΕφΠειρ 153/2008 ΕΝΔ 2008.315, ΕφΠειρ 213/2007 ΔΕΕ 2007.1074, ΕφΠειρ 1000/2006 ΕΝΔ 2007.187, ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 30.129, ΕφΠειρ 1394/1997 ΕΝΔ 26.89).Με βάση τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν, δεν αποδείχθηκε η ιδιότητα των τρίτης, τέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένων ως συνεφοπλιστών των επίδικων πλοίων, η οποία δεν μπορεί να συναχθεί από μόνη τη συμμετοχή τους στο Δ.Σ. ή στη λειτουργία της διαχειρίστριας εταιρείας, αφού δεν υπήρξε παράλληλα αγωγικός ισχυρισμός περί εικονικότητάς των εναγομένων εταιρειών, με την έννοια ότι δεν έχουν αναπτύξει συναλλακτική οργάνωση και δράση και ότι στην πραγματικότητα τη νομή των πλοίων και τη ναυτιλιακή επιχείρηση ασκούσαν τα πιο πάνω φ.π. για δικό τους λογαριασμό(ΕφΠειρ 574/2003, ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 30.129, ΕφΠειρ 1394/1997 ΕΝΔ 26.89, ΕφΠειρ 247/1995 ΕΝΔ 23.483). Η επικαλούμενη από την ενάγουσα επιχειρηματική δραστηριότητα των εναγομένων φ.π. δεν είναι ικανή μόνη αυτή να προσδώσει σ’ αυτούς την ιδιότητα και τις συνέπειες του εφοπλιστή, έστω κι αν ασκούσαν τον έλεγχο των πλοιοκτητριών και της διαχειρίστριας, εναγομένων εταιρειών, λαμβανομένου υπόψη, ότι, όπως ρητά αναφέρεται στην αγωγή, σε σχέση με την εκμετάλλευση των πλοίων δεν συμβάλλονταν οι εν λόγω εναγόμενοι (φ.π.) στο δικό τους όνομα, αναλαμβάνοντας έτσι προσωπικά και απεριόριστα τον επιχειρηματικό κίνδυνο, αλλά η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία στο όνομα και για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιρειών, στα πλαίσια της διαχείρισης των πλοίων τους (ΕφΠειρ 1000/2006 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω δε, αναφορικά με τους αποδεικτικούς ισχυρισμούς που επικαλείται η ενάγουσα, κατ’ ουσίαν το πρώτο με την προσθήκη-αντίκρουσή της, για τη θεμελίωση της αγωγικής βάσης περί της άσκησης εφοπλισμού από τους τρίτη, τέταρτο, πέμπτη και έκτο εναγόμενους και της αγωγικής βάσης περί ευθύνης των εναγομένων φυσικών προσώπων από την άρση της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών, πρέπει να επισημανθούν τα εξής: Ως προς την έκθεση της ιδιωτικής εταιρείας Lloyd’ sListIntelligence,που επικαλείται η ενάγουσα για τη θεμελίωση ευθύνης των ως άνω εναγομένων από την ιδιότητα του εφοπλιστή ή από την άρση της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών, δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως αποκλειστικό αποδεικτικό τεκμήριο άνευ ετέρου, αλλά σε συνδυασμό και σε αντιπαραβολή με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, διότι αφενός γίνεται και εκτίμηση και μόνο και άλλωστε εξ αυτής δεν προκύπτει αναπόδραστα η θέση των τέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένων με τη διαχειρίστρια εταιρεία (τρίτη εναγομένη), αλλά αναφέρεται ότι ανήκει στην κυριότητα της οικογένειας …, στην οποία ανήκουν πολλά περισσότερα μέλη και όχι μόνο οι εδώ εναγόμενοι, η δε ανάμειξη εκάστου στη διαχείρισή της ανάλογα με τα καθήκοντα της θέσης του και τον εν γένει ρόλο του ουδόλως προσδιορίζεται, πολύ περισσότερο δεν διευκρινίζεται οποιαδήποτε σχέση τους με τις δύο εναγόμενες πλοιοκτήτριες εταιρείες. Μάλιστα στη σελίδα 5 της σχετικής εκθέσεως αναφέρεται, από μετάφραση, ότι«θα πρέπει να σημειώσετε ότι η …………………….. δεν θα είναι το αντισυμβαλλόμενο μέρος για την προμήθεια καυσίμων- αντίθετα αυτά θα διευθετούνται από αυτή για λογαριασμό κάθε πλοιοκτήτριας εταιρείας που διαχειρίζεται η …», γεγονός από το οποίο ενισχύεται η παραδοχή του ρόλου της τρίτης εναγομένης ως διαχειρίστριας και μόνο των επίδικων πλοίων για λογαριασμό των πρώτης και δεύτερης εναγομένων πλοιοκτητριών εταιρειών, ως είθισται άλλωστε στον χώρο και την ευρύτερη αγορά των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων. Επίσης, δεν επιβεβαιώνεται εξ αυτής ο αστήρικτος ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η τρίτη εναγομένη εταιρεία τελούσε σε καθεστώς οικονομικής αφερεγγυότητας και αδυναμίας πληρωμών προς τους πιστωτές της, γεγονός που -κατά την ενάγουσα- καταδεικνύει την εκ μέρους των τέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένων εκμετάλλευση της νομικής προσωπικότητάς της για ίδιον περιουσιακό όφελος προς αποφυγήν εξόφλησης των ανειλημμένων υποχρεώσεων της υπέρ της προσωπικής τους περιουσίας, υποκρυπτόμενοι δηλαδή στον νομικό μανδύα της, χωρίς να τη στηρίζουν οικονομικά και χωρίς αυτή να λειτουργεί αυθύπαρκτα ως προς τη δική της επιχειρηματική ταυτότητα, περιουσία και δραστηριότητα κατά τρόπο αυτοτελή και φερέγγυο στη ναυτιλιακή αγορά, ενώ στην πραγματικότητα προκύπτουν τα αντίθετα. Εξάλλου, αναφορικά με την επικαλούμενη από την ενάγουσα απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Αγγλικού Δικαστηρίου, που είχε εκδοθεί κατόπιν αιτήσεως της Τράπεζας … κατά της δανείστριας πλοιοκτήτριας … ως δανειζόμενης και της τρίτης και του τέταρτου των εναγομένων, ως εγγυητών, για να της παραδοθεί η κατοχή του πλοίου “…………………», οφείλονται στο γεγονός ότι είχαν εγγυηθεί για την παροχή των εν λόγω τραπεζικών δανείων, γεγονός που από μόνο του δεν τους καθιστά εφοπλιστές ούτε συνδέεται αποκλειστικά με την ιδιότητα του εφοπλιστή και δη κατά τρόπο που πρέπει αναπόδραστα να προκαλέσει ή να δικαιολογήσει την άρση της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών, σύμφωνα με τα γνωστά διδάγματα της νομολογίας, κατά τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Άλλωστε, η απόφαση αυτή εκδόθηκαν σε βάρος του τετάρτου εναγομένου όχι ως ιδιοκτήτη ή εφοπλιστή, αλλά ως εγγυητή και δη για το πλοίο “…”, που δεν είναι στα επίδικα ως άνω, και με δανείστρια όχι κάποια από τις εναγόμενες πλοιοκτήτριες, ενώ ούτε την τρίτη εναγομένη κατονομάζουν ως εφοπλίστρια, αλλά ως εγγυήτρια, ώστε αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα τα αντίθετα. Ούτε η υπεύθυνη δήλωση του έκτου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου της προς το ΥΕΝ, με την οποία δηλώνονται στο πλαίσιο των καθηκόντων του προς την αρμόδια αρχή τα πλοία που διαχειριζόταν, μεταξύ των οποίων και τα επίδικα, συνιστά δήλωση εφοπλισμού κατ’ άρθρο 105 ΚΠολΔ, όπως διατείνεται αβασίμως η ενάγουσα, αλλά δήλωση διαχειρίσεως και μόνο, το οποίο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα για τα ως άνω δύο πλοία των πρώτης και δεύτερης εναγομένων πλοιοκτητριών, αντιστοίχως. Ως προς δε την απόφαση εγγραφής προσημείωσης υποθήκης που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, αφορά ακίνητο ιδιοκτησίας των εναγομένων, για το οποίο έχουν λάβει δάνειο από την τράπεζα, και έχουν μισθώσει στην εν λόγω διαχειρίστρια εταιρεία για τη λειτουργία των γραφείων της, πλην όμως δεν συνιστά τούτο ένδειξη ότι παρέχουν προσωπική εγγύηση με την περιουσία τους προς την τρίτη εναγομένη ως εφοπλίστρια εταιρεία και δη για τις οφειλές των επίδικων πλοίων ούτε εξ αυτού δύναται ευλόγως να συναχθεί ότι έτσι καθίστανται εφοπλιστές.Τέλος, ως προς την αγωγική βάση που αφορά την ευθύνη των τέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένων μετά από την άρση της νομικής προσωπικότητας των τριών εναγομένων εταιρειών, δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση εν προκειμένω, διότι δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών της εταιρείας σε ένα μόνο πρόσωπο, ακόμη κι αν είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά ούτε το γεγονός ότι επιχειρηματίες διοχετεύουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα σε μία κεφαλαιουχική εταιρία και χρησιμοποιούν τη νομική προσωπικότητά της ως «μηχανισμό απορρόφησης» των δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας δικαιολογεί την ταύτιση αυτών με την εταιρεία και τη μεταφορά στους ιδίους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο αυτής (βλ. Α.Κιάντου- Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας, Αρμ 47.877, ΕφΠειρ 153/2008 ΕΝΔ 2008.315, ΕφΠειρ 353/2007, ΕφΠειρ 105/2004, ΕφΠειρ 350/2004 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 606/2001 ΕΝΔ 30.108) -πλεονέκτημα που δόθηκε στις ναυτικές εταιρείες σκόπιμα, ώστε τα ελληνικά πλοία να προσέλθουν στην ελληνική σημαία- ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου ή η συστηματική από αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό τρόπο. Εφόσον λοιπόν δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια των εταιρειών αυτών ως νομικών προσώπων.Άλλωστε, η περιουσιακή αυτοτέλεια των εναγόμενων νομικών προσώπων αποτελεί το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, ως απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου και ευθύνης τους, αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές των νομικών προσώπων είναι μόνο η δική τους περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών τους. Σε κάθε περίπτωσηδεν αποδείχθηκε στα πρόσωπα των ως άνω εναγομένων (φ.π.) η βούληση εκμετάλλευσης των επίδικων πλοίων για λογαριασμό τους ούτε ότι εναγόμενες εταιρείες ήταν εικονικές ή ότι αυτοί δραστηριοποιούνταν κυρίως για λογαριασμό τους και ότι ασκούσαν στην πραγματικότητα για τον εαυτό τους την εκμετάλλευση των πλοίων και τη ναυτιλιακή επιχείρηση εκμεταλλευόμενοι αθέμιτα για προστασία της νομική προσωπικότητά τους, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών θα έπρεπε να επωμίζονται οι ίδιοι και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή τους. Ούτε αποδείχθηκε για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των πλοιοκτητριών και της διαχειρίστριας: (i) η χρήση του νομικού προσώπου τους ως παρενθέτου, με την προϋπόθεση, όμως, την οποία η ενάγουσα δεν επικαλέσθηκε στην αγωγή ορισμένα, ότι οδηγήθηκε στις συγκεκριμένες συναλλαγές εξαιτίας της φαινόμενης κατάστασης, ενώ δεν θα προέβαινε σε αυτές εάν γνώριζε την πραγματικότητα, (ii) η κατάχρηση θεσμού, η οποία υφίσταται όταν ο κυρίαρχος εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα προς καταστρατήγηση του νόμου ή πρόκληση δολίως ζημίας σε τρίτους ή προς αποφυγή της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του, για τα οποία απαιτείται ενδεικτικά να συντρέχει περίπτωση ανεπαρκούς χρηματοδότησης των εταιρειών, σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας, κυρίαρχο μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής των εταίρων,εικονικότητα του νομικού προσώπου ή έλλειψη συναλλακτικής οργάνωσης και δράσης, συνολική συμπεριφορά του φυσικού προσώπου και δη όταν δρα προς τα έξω αγνοώντας την ύπαρξη των εταιρειών ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό τους στους τρίτους πιστωτές τους, τέτοια όμως, περιστατικά δεν περιέχονται με σαφήνεια στην αγωγήούτε και αποδείχθηκαν εν προκειμένω (ΕφΠειρ 1000/2006 ΤΝΠ Νόμος). Επισημαίνεται δε ότι τις επίδικες συμβάσεις η ενάγουσα συνήψε με τις δύο εναγόμενες πλοιοκτήτριες διά της τρίτης εναγομένης διαχειρίστριας των πλοίων τους στο πλαίσιο μιας μακράς εμπορικής συνεργασίας τους με σειρά από συμβάσεις πώλησης και προμήθειας υλικών συντήρησης και εφοδιασμού των πλοίων τους και δεν αποδείχθηκε ότι πείστηκε να προβεί στην πώλησητων λιπαντικών ναυτιλίας, επειδή οι τέταρτος, πέμπτη και έκτος εναγόμενοι την έπεισαν παρέχοντάς της προσωπικές εγγυήσεις περί της οικονομικής φερεγγυότητας των πλοιοκτητριών, την οποία θα ενίσχυαν οι ίδιοι προσωπικά (ως φ.π.) με τις ατομικές περιουσίες τους, σε περίπτωση αδυναμίας τους να ανταποκριθούν στην εξόφληση αυτών των δαπανών (τίμημα πωλήσεων), συνακόλουθα, δεν αποδείχθηκε η σύγχυση των περιουσιών των ως άνω φ.π. με τις προαναφερόμενες εταιρείες και η εκ μέρους των πρώτων εκμετάλλευση της νομικής προσωπικότητας των δεύτερων ούτε ότι η ενάγουσα δεν θα προέβαινε στη σύναψή τους δίχως τις διαβεβαιώσεις τους να το κάνει. Κάτι τέτοιο ούτε ορισμένα το επικαλείται η ενάγουσα ούτε και το απέδειξε (ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ Νόμος).Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν έναντι της τρίτης, τέταρτου, πέμπτης και έκτου των εναγομένων, απορριπτομένων των νομικών βάσεων περί ευθύνης τους από τον εφοπλισμό και από την άρση της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, καθώς επίσης και από τη συμβατική τους ευθύνη, καθόσον ουδόλως συμβλήθηκαν οι ίδιοι ή έστω καταρτίστηκαν οι επίδικες συμβάσεις πώλησης για λογαριασμό τους. Αντιθέτως, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη έναντι των πρώτης και δεύτερης εναγομένων εταιρειών υπό τη συμβατική βάση ως πραγματικών αντισυμβαλλομένων στις επίδικες συμβάσεις πώλησης των λιπαντικών ναυτιλίας στα πλοία τους (ΑΚ 361, 513επ.), οι οποίες αντιπροσωπεύτηκαν άμεσα κατά την κατάρτισή τους από την τρίτη εναγομένη διαχειρίστριά τους, ως άμεση αντιπρόσωπό τους (ΑΚ 211), καθώς και από την ιδιότητά τους ως πλοιοκτήτριες των επίδικων πλοίων (άρθρα 105-106 ΚΙΝΔ), που συνεπάγεται ευθύνη τους εκ του νόμου, έστω και μετά την απώλεια των πλοίων τους (μεταβίβασή τους σε τρίτους, αφενός του πλοίου «………………………..» με πώληση από τις 21-12-2016 με πλειστηριασμό από την επισπεύδουσα τράπεζα στην εταιρεία «….» τον Δεκέμβριο του 2016 με το νέο όνομα «…», αφετέρου, του πλοίου «……………» με πώληση και παράδοση στους αγοραστές τουαπό τις 15-4-2016, με βάση το από … πιστοποιητικό διαγραφής του, προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Αιγαίου), διότι εκμεταλλεύονταν αυτά κατά τον επίδικο χρόνο σύναψης των συμβάσεων πώλησης και λήψης του συμβατικού οφέλους-παροχής στο πλαίσιο άσκησης της ναυτιλιακής επιχειρηματικής τους δραστηριότητας για λογαριασμό τους και προς ίδιον όφελος, καθόσον δεν πρόκειται απλώς για κυρίες των εν λόγω πλοίων, αλλά για πλοιοκτήτριες, αντιστοίχως, όπως επιτρεπτώς σωρεύεται επικουρικώς στη σχετική ιστορική και νομική βάση της αγωγής.
Κατόπιν τούτων, επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 271§§1-3 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 και τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, που καταλαμβάνει και την κρινόμενη αγωγή, η πρώτη και η δεύτερη εναγόμενες εταιρείες δεν εμφανίστηκαν στη δίκη και κατόπιν αυτεπάγγελτης εξέτασης του Δικαστηρίου, προέκυψε ότι η αγωγή επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σε αυτές από την ενάγουσα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η υπόθεση συζητήθηκε ερήμην τους και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας σε βάρος τους θεωρούνται ομολογημένοι εκ μέρους τους και αποδεικνύονται πλήρως (ΚΠολΔ 352 παρ.1), εφόσον ερημοδικούν, καθόσον πρόκειται για γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται ομολογία και δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, συνεπώς, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή εν μέρει και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν η μεν πρώτη εναγομένη εταιρεία ως αγοράστρια και ως πλοιοκτήτρια του πλοίου «…», η δε δεύτερη εναγομένη εταιρεία ως αγοράστρια και ως πλοιοκτήτρια του πλοίου«…»να καταβάλουν στην ενάγουσα εταιρεία ως πωλήτρια των επίδικων λιπαντικών ναυτιλίας συνολικά η μεν πρώτη εναγομένη το ισόποσο σε ευρώ ποσό των11.854,80 δολ.ΗΠΑ ( = 7.524 δολ.ΗΠΑ+ 3.088,80 δολ.ΗΠΑ+ 1.242 δολ.ΗΠΑ), η δε δεύτερη εναγομένητο ισόποσο σε ευρώ ποσό των8.650 δολ.ΗΠΑ ( = 8.300 δολ.ΗΠΑ+ 350 δολ.ΗΠΑ), αντιστοίχως, με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ-δολαρίου ΗΠΑ κατά τον χρόνο της πληρωμής τους, νομιμοτόκως από τότε που έκαστο εκ των επιμέρους αναφερομένων σε έκαστο τιμολόγιο ποσών κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, δηλ. από την επομένη της δήλης ημέρας, ήτοι από την επομένη της παρέλευσης της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την παράδοση των πωληθέντων λιπαντικών ναυτιλίας σε έκαστο των επιδίκων πλοίων της πρώτης και της δεύτερης εναγομένων εταιρειών, αντιστοίχως, και συγκεκριμένα: α) το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 11.854,80 δολ.ΗΠΑ, νομιμοτόκως από την 28-1-2016 (παράδοση 28-12-2015, υπ’ αριθ. … τιμολόγιο) και β) το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 8.650 δολ.ΗΠΑ, νομιμοτόκως από τη 17-1-2016 (παράδοση 17-12-2015, υπ’ αριθ……………………………………τιμολόγιο) και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, ως οφειλόμενο τίμημα από τις μεταξύ τους επίδικες συμβάσεις πώλησης, με βάση τα ως άνω δύο (2) τιμολόγια, αντιστοίχως, επισημαίνοντας ότι εφόσον πρόκειται για οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα, ο τόκος υπερημερίας, ως παροχή ομοειδής προς το κεφάλαιο, υπολογίζεται στο οφειλόμενο αλλοδαπό νόμισμα (δολάριο ΗΠΑ), όμως στην Ελλάδα καταβάλλεται σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ευρώ στον χρόνο και τον τόπο της πληρωμής (ΑΠ 1169/1997 ΕλλΔνη 40.347, ΠολΠρΠειρ 236/2017 αδημ. στον νομικό τύπο). Εξάλλου, αναφορικά με το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να γίνει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν, κατ’ ευχέρεια του υπόθεσης κρίνεται ότι συντρέχουν Δικαστηρίου, όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης, διότι από τις περιστάσεις της προκείμενης εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα εταιρεία, ένεκα της επί μακρόν μη ικανοποίησης των βάσιμων αξιώσεών της για το τίμημα από τις πωλήσεις των επίδικων λιπαντικών στην πρώτη και στη δεύτερη εναγόμενες, πλοιοκτήτριες και αντισυμβαλλόμενες εταιρείες, αντιστοίχως, από τις οποίες έχουν παρέλθει ήδη δύο (2) και πλέον έτη μέχρι σήμερα κι ενώ έχει ήδη γίνει χρήση αυτών προ πολλού για την εξυπηρέτηση της ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους (άρθρα 907, 908 παρ.1 εδ.α΄ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην παρούσα δίκη (άρθρο 179 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης. Τέλος, επειδή το έννομο συμφέρον δεν κρίνεται εκ των προτέρων, αλλά ενόψει συγκεκριμένου περιεχομένου προσβαλλόμενης απόφασης -στην έκταση που θα προσβληθεί- σε σύγκριση προς το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ανακοπής, λαμβανομένων υπόψη και των ισχυρισμών του ανακόπτοντος, έτσι ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη βλάβης του από την προσβαλλόμενη απόφαση και να αξιολογηθεί αν η ανακοπή αποτελεί ικανό και αναγκαίο μέσο για την αποτροπή της βλάβης του, με συνέπεια μόνο το δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας να έχει την εξουσία, ερευνώντας το παραδεκτό της, να αποφανθεί για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ Νόμος), πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που οι ερημοδικαζόμενες εναγόμενες ασκήσουν ανακοπή κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των πρώτης και δεύτερης εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των απολιπομένων πρώτης και δεύτερης εναγομένων κατά της απόφασης αυτής, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της απόφασης.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς όλες τις νομικές βάσεις της έναντι των τρίτης, τέταρτου, πέμπτης και έκτου εναγομένων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη και τη δεύτερη εναγόμενες εταιρείες.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τημεν πρώτη εναγομένη εταιρεία ως αγοράστρια και ως πλοιοκτήτρια του πλοίου «…», τη δε δεύτερη εναγομένη εταιρεία ως αγοράστρια και ως πλοιοκτήτρια του πλοίου «…» να καταβάλουν στην ενάγουσα εταιρεία ως πωλήτρια των επίδικων λιπαντικών ναυτιλίας συνολικά η μεν πρώτη εναγομένη το ισόποσο σε ευρώ ποσό των ένδεκα χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα τεσσάρων δολαρίων ΗΠΑ και ογδόντα σεντς του δολαρίου ΗΠΑ (11.854,80 δολ.ΗΠΑ), η δε δεύτερη εναγομένη το ισόποσο σε ευρώ ποσό των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων πενήντα δολαρίων ΗΠΑ (8.650 δολ.ΗΠΑ), αντιστοίχως, με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ-δολαρίου ΗΠΑ κατά τον χρόνο της πληρωμής τους, νομιμοτόκως από τότε που έκαστο εκ των επιμέρους αναφερομένων σε έκαστο τιμολόγιο ποσών κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, δηλ. από την επομένη της δήλης ημέρας, ήτοι από την επομένη της παρέλευσης της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την παράδοση των πωληθέντων λιπαντικών ναυτιλίας σε έκαστο των επιδίκων πλοίων της πρώτης και της δεύτερης εναγομένων εταιρειών, αντιστοίχως, και συγκεκριμένα: α) το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 11.854,80 δολ.ΗΠΑ, νομιμοτόκως από την 28-1-2016 (παράδοση 28-12-2015, υπ’ αριθ. … τιμολόγιο) και β) το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 8.650 δολ.ΗΠΑ, νομιμοτόκως από τη 17-1-2016 (παράδοση 17-12-2015, υπ’αριθ….τιμολόγιο)μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ προσωρινώς εκτελεστή υπέρ της ενάγουσας την ως άνω καταψηφιστική διάταξη για το σύνολο τωνπροαναφερομένωνεπιδικασθέντων ποσών έναντι εκάστης των πρώτης και δεύτερης εναγομένων, αντιστοίχως, με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ-δολαρίου ΗΠΑ κατά τον χρόνο της πληρωμής τους.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις -10-2018.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ