Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ    

 Αριθμός αποφάσεως 2444/2020

(ΓΑΚ/ΕΑΚ κλήσης 4525/2252/2019

ΓΑΚ/ΕΑΚ αγωγής 9233/4571/2017)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

           Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», με ΑΦΜ …, που εδρεύει στην …, και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/4.7.2018 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Πειραιά Στέφανου Βασιλάκη, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Στέργιος Σπυρόπουλος του Θεοδώρου (ΑΜ/ΔΣΑ 21263 – βλ. το υπ’ αριθ. …/12.9.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), Ευαγγελία Καστρινάκη του Αντωνίου (ΑΜ/ΔΣΑ 23531 – βλ. το υπ’ αριθ. …/12.9.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ) και Φωτεινή – Μαρία Μαυρομάτη του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ 3298 – βλ. το υπ’ αριθ. …/12.9.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικοι …, και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την τρίτη ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», με ΑΦΜ …, που εδρεύει στην …, και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/28.4.2017 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Μαυρουδή, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γρηγόριος Τιμαγένης του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΠ 1037), κάτοικος …, και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, δυνάμει του από 19.9.2019 μεταπληρεξουσίου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Σκουτέρη του Σπυρίδωνος (ΑΜ/ΔΣΠ 2514 – βλ. το υπ’ αριθ. …/24.9.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΠ).

Η καλούσα – ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 31.8.2017 υπ’ αριθ. κατάθεσης 9233/4571/6.9.2017 αγωγή της, η οποία φέρεται προς επανάληψη συζήτησης, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 1124/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τμήμα ναυτικών διαφορών), με την από 10.5.2019 κλήση της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 4525/2252/15.5.2019, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης δυνάμει της από 15.5.2019 πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 10.5.2019 υπ’ αριθ. κατάθεσης 4525/2252/15.5.2019 κλήση της ενάγουσας παραδεκτά και νόμιμα κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ φέρεται προς επανάληψη συζήτησης η από 31.8.2017 υπ’ αριθ. κατάθεσης 9233/4571/6.9.2017 αγωγή, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 1124/2019 μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τμήμα ναυτικών διαφορών), με την οποία, αφού κρίθηκε αρμόδιο το παρόν Δικαστήριο για να δικάσει την υπό κρίση διαφορά κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο προκειμένου να προσκομιστεί συμπληρωματικά εκ μέρους της ενάγουσας το υπόλοιπο οφειλόμενο προσήκον κατά νόμο δικαστικό ένσημο, όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στην απόφαση, για το αντικείμενο της δίκης, ένεκα του καταψηφιστικού χαρακτήρα της ένδικης αγωγής. Η επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ συνέχεια της προηγουμένης και όχι … συζήτηση και δεν απαιτείται στη … συζήτηση η εκ νέου κατάθεση ιδιαίτερων έγγραφων προτάσεων, αλλά αρκούν και ισχύουν οι έγγραφες προτάσεις που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, επιτρεπομένης βέβαια της συμπλήρωσης αυτών (ΕφΠειρ 488/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το με κωδικό … e-παράβολο, σε συνδυασμό με την από 12.9.2019 απόδειξη πληρωμής, το οφειλόμενο δικαστικό ένσημο συμπληρώθηκε προσηκόντως κατά το μέρος που τα ήδη καταβληθέντα από την ενάγουσα ποσά υπολείπονταν των νόμιμων (όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στην ως άνω απόφαση).

ΙΙ. Α. Η μεταβίβαση της πιστωτικής συμβατικής σχέσεως έχει την έννοια της παραχωρήσεως της έννομης θέσεως του πιστοδότη (αρχικής τράπεζας) σε άλλον (ανάδοχο τράπεζα), που υποκαθίσταται σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πρώτου από τη σχέση απέναντι στον πιστολήπτη. Η μεταβίβαση οποιασδήποτε έννομης σχέσεως ως συνόλου δεν είναι άγνωστος θεσμός στη νομική επιστήμη. Μάλιστα ο Έλληνας νομοθέτης τη ρυθμίζει ρητά σε ορισμένες -αν και εξαιρετικές- περιπτώσεις, όπως στις ΑΚ 61, 620, 641, 1164. Διατάξεις όμως που να ρυθμίζουν γενικά τη μεταβίβαση αυτή δεν υπάρχουν, μολονότι η σημασία της σχετικής δυνατότητας είναι αυτονόητη. Γι’ αυτό καταρχήν η μεταβίβαση πιστωτικής σχέσεως μπορεί να γίνει με τα πρόσφορα νομοθετικά μέσα της εκχώρησης απαιτήσεων και άλλων δικαιωμάτων και της αναδοχής χρέους των άρθρων 455 επ. και 471 επ. ΑΚ. Η μέθοδος όμως αυτή προϋποθέτει διάσπαση της σχέσεως στα επιμέρους δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που την απαρτίζουν, ενώ παραβλέπει πλήρως τη συνθετική, αυτοτελή σημασία της. Με βάση έτσι την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), η επιστήμη θεωρεί επαρκή και πληρέστερα ανταποκρινόμενη στη φύση του πράγματος την ενιαία ιδιόρρυθμη σύμβαση, που καταρτίζεται μεταξύ των δύο τραπεζών και του πιστολήπτη (ως τριπρόσωπη σύμβαση), με αντικείμενο την ανάληψη της υφιστάμενης πιστωτικής σχέσεως ως συνόλου από την αποκτώσα τράπεζα [σημειώνεται ότι υποστηρίζεται και η δυνατότητα απλής (έστω και σιωπηρής) συναίνεσης του πιστολήπτη χωρίς συμμετοχή του στη σύμβαση]. Και με αυτήν όμως τη μέθοδο εφαρμόζονται αναλογικά στη σύμβαση οι διατάξεις των άρθρων 455 επ. και 471 επ. ΑΚ, προσαρμοσμένες στις ανάγκες της σχέσεως. Η σύμβαση μεταβίβασης της πιστωτικής σχέσεως, ανάλογα με τα ισχύοντα στην εκχώρηση και αναδοχή, είναι αναιτιώδης. Αιτία (causa) συνήθως βέβαια υπάρχει. Έτσι, όταν την σύμβαση καταρτίζουν αυτόβουλα οι τράπεζες μεταξύ τους με τη σύμπραξη ή συναίνεση απλώς του πιστολήπτη, αιτία μπορεί να είναι ιδίως η δωρεά ή συνηθέστερα η πώληση (δικαιώματος), που θα δικαιολογήσει άλλωστε και την τυχόν παροχή της αναδόχου τράπεζας προς την αρχική για την εξόφληση των υφιστάμενων τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή της μεταβίβασης απαιτήσεών της. Όταν αντίθετα η μεταβιβάζουσα τράπεζα προβαίνει στην κατάρτιση της συμβάσεως με υπόδειξη του πελάτη της, αιτία της μεταβίβασης είναι η εκπλήρωση εντολής (ΑΚ 714 επ.), για την οποία η εντολοδόχος τράπεζα εισπράττει ως προκαταβολή δαπάνης (ΑΚ 721) την αξία των εκχωρούμενων απαιτήσεών της από την πιστωτική σχέση (βλ. Σπ. Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο – Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων Ι, δ΄ έκδ. 1999, σελ. 271-274). Ήδη το ζήτημα ρυθμίζεται με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015. Β. Εξάλλου, ως σύμφωνο προαιρέσεως νοείται η, συνιστάμενη κατ’ ενάσκηση της συμβατικής ελευθερίας, ιδιόμορφη αυτοτελής προπαρασκευαστική ενοχική σύμβαση μεταξύ δικαιούχου και δεσμευόμενου, με την οποία παρέχεται στον δικαιούχο η εξουσία να επιφέρει με μονομερή δήλωσή του την κατάρτιση ή παράταση μιας άλλης, κύριας σύμβασης (ως επί το πλείστον πωλήσεως ή μισθώσεως) με τον δεσμευόμενο. Η διαπλαστική αυτή εξουσία καλείται δικαίωμα προαιρέσεως (option, droit d’ option), το οποίο ως εκ τούτου αποτελεί διαπλαστικό δικαίωμα, ασκούμενο με μονομερή δήλωση βουλήσεως του δικαιούχου, απευθυντέα προς τον δεσμευόμενο. Η εν λόγω δήλωση συναντώμενη με την -κατά την παραχώρηση του δικαιώματος προαιρέσεως λαβούσα χώρα- δήλωση του δεσμευόμενου συγκροτούν από κοινού την ενιαία συμβατική βούληση, τον consensus, ο οποίος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση πάσης συμβάσεως. Συνήθως στην πράξη το σύμφωνο προαιρέσεως και το εξ αυτού απορρέον δικαίωμα προαιρέσεως ενσωματώνονται σε κάποια άλλη κύρια σύμβαση (λ.χ. αγοραπωλησίας μετοχών, μισθώσεως κ.λπ.) υπό τη μορφή της ειδικότερης συμβατικής ρήτρας. Με την περιέλευση της δήλωσης περί ασκήσεως του δικαιώματος στον δεσμευόμενο (ΑΚ 167) εντός της συμβατικώς προβλεπόμενης ή ερμηνευτικώς συναγόμενης αποσβεστικής προθεσμίας (exercise period, βλ. και ΑΚ 279), η κατάρτιση της σκοπηθείσας κύριας σύμβασης τελειούται και τότε τίθεται σε ισχύ το περιεχόμενό της, γεννώνται δηλαδή τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν εξ αυτής (εάν λ.χ. πρόκειται για πώληση, γεννώνται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ΑΚ 513 επ., 534 επ.). Εφόσον για τη δήλωση αυτή του δικαιούχου δεν απαιτείται ορισμένος τύπος (όπως π.χ. συμβαίνει στην κατάρτιση σύμβασης για την πώληση ακινήτου, βλ. ΑΚ 369), η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος μπορεί να γίνει και προφορικώς, ρητώς ή σιωπηρώς (πρβλ. και ΑΚ 567 εδ. β΄- βλ. ΕφΑθ 81/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Γεωργιάδη, Σύμφωνο προαιρέσεως και δικαίωμα προαιρέσεως, σελ. 110-111, 209 επ., 219-220, βλ. και την προσκομ. από 12.5.1973 γνωμ. του ιδίου «Δικαίωμα προαιρέσεως προς παράτασιν συμβάσεως μισθώσεως· άσκησις αυτού· τύπος ασκήσεως· δυνατότης σιωπηράς ασκήσεως, εάν συνεφωνήθη η τήρησις ορισμένου τύπου»). Περαιτέρω δε, όπως ισχύει εν γένει επί παντός διαπλαστικού δικαιώματος, έτσι και η άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως είναι ανεπίδεκτη αιρέσεως -συναφώς δε και ανέκκλητη-, διότι με αυτήν θα πρέπει να δημιουργείται σαφής και βεβαία νομική κατάσταση, η οποία διόλου δεν επιτυγχάνεται εάν ο δικαιούχος προσθέτει στη δήλωση αίρεση. Το συμφέρον του δεσμευόμενου απαιτεί εν προκειμένω να μη γεννάται αμφιβολία ως προς το εάν επήλθε ή όχι μεταβολή της νομικής καταστάσεως, οπότε η ενέχουσα άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως μονομερής δήλωση του δικαιούχου, στην οποία προστίθεται -ρητώς ή σιωπηρώς- αίρεση, είναι ανίσχυρη ως αντίθετη προς την αρχή της καλής πίστεως (ΑΚ 281, 288). Εν κατακλείδι, στο σύμφωνο προαιρέσεως ο δικαιούχος τυγχάνει φορέας διαπλαστικού δικαιώματος, με την άσκηση του οποίου η δια του συμφώνου τούτου ρύθμιση τίθεται σε ισχύ. Στη θέση του φορέα τέτοιου διαπλαστικού δικαιώματος, ο οποίος παραμένει απολύτως ελεύθερος να αποφασίσει εάν θα καταρτίσει ή όχι τη σκοπούμενη κύρια σύμβαση, αντιστοιχεί η θέση υποταγής ή δεσμεύσεως του αντισυμβαλλομένου. Ο δικαιούχος δεν αποκτά κατά του ετέρου κάποια ενοχική αξίωση προς την οποία να αντιστοιχεί υποχρέωση του άλλου μέρους. Η δια του συμφώνου προαιρέσεως συμφωνηθείσα ρύθμιση τίθεται σε ισχύ δια μόνης της δηλώσεως του δικαιούχου, χωρίς την ανάγκη συμπράξεως ή συγκαταθέσεως και του ετέρου (δεσμευόμενου) μέρους και άνευ οιασδήποτε δικαστικής συνδρομής, όπως αντιθέτως συμβαίνει επί του προσυμφώνου (ΑΚ 166), όπου αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη -σε αυτήν την επίσης αυτοτελή, προπαρασκευαστικής φύσεως συμφωνία- αναλαμβάνουν την ενοχική υποχρέωση να συμπράξουν, ήτοι να προβούν από κοινού στη σύναψη της σκοπούμενης οριστικής συμβάσεως. Άλλωστε, σχετικά με την ειδικότερη λειτουργία και το περιεχόμενο του συμφώνου προαιρέσεως, όταν η σκοπούμενη κύρια σύμβαση είναι αγοραπωλησία, το σύμφωνο προαιρέσεως μπορεί να λαμβάνει τη μορφή είτε του call option, δηλαδή να παρέχει στον δικαιούχο το δικαίωμα να αγοράσει ένα περιουσιακό αντικείμενο (λ.χ. μετοχές), είτε του put option, δηλαδή να παρέχει στον δικαιούχο το δικαίωμα να πωλήσει στον δεσμευόμενο ένα περιουσιακό αντικείμενο, που ενδέχεται και να αγόρασε από αυτόν. Το put option, υπό την τελευταία του μορφή (: ο πωλητής – δεσμευόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να αγοράσει από τον αρχικό αγοραστή – δικαιούχο του δικαιώματος προαιρέσεως ένα αντικείμενο, λ.χ. μετοχές, που του πώλησε ο ίδιος, σε περίπτωση φυσικά που ο δικαιούχος ασκήσει το δικαίωμά του), καλείται και σύμφωνο αναπωλήσεως. Το σύμφωνο προαιρέσεως μπορεί, επίσης, να συναφθεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, υπό την έννοια ότι το εξ αυτού απορρέον δικαίωμα προαιρέσεως θα ενεργοποιείται μόνον μετά το συμφωνηθέν χρονικό σημείο ή μετά την επέλευση ενός γεγονότος μέλλοντος και αβέβαιου· στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, η άσκηση του δικαιώματος θα καθίσταται δυνατή μόνον μετά την πάροδο της ορισθείσας προθεσμίας ή μετά την πλήρωση της αιρέσεως. Κατ’ ακριβολογίαν, συνεπώς, υπό αίρεση ή προθεσμία θα τελεί εν προκειμένω το δικαίωμα προαιρέσεως [για τα ανωτέρω βλ. και Καραμπατζό, Δικαίωμα προαιρέσεως (option) και λόγοι αποσβέσεως αυτού, ΔΕΕ 2009.142 επ.]. Τέλος, αν τα συμβαλλόμενα μέρη όρισαν ρητώς προθεσμία μέσα στην οποία δύναται να ασκηθεί το δικαίωμα προαιρέσεως, το τελευταίο αποσβέννυται αν ο δικαιούχος δεν θελήσει να το ασκήσει (ΕφΑθ 11154/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν δεν τέθηκε προθεσμία ή ανατέθηκε ο προσδιορισμός αυτής σε κάποιον των συμβαλλομένων, εν αμφιβολία θεωρείται ότι ο προσδιορισμός αυτής πρέπει να γίνει κατά δίκαιη κρίση (άρθρο 371 ΑΚ), διότι αλλιώς, αν ανατέθηκε ο προσδιορισμός αυτής στην απόλυτη κρίση ενός των συμβαλλομένων, η σύμβαση αυτή είναι άκυρη (άρθρο 372 ΑΚ – βλ. ΕφΑθ 1212/1975 Αρμ 1976.36). Άλλοι λόγοι αποσβέσεως αυτού είναι ιδίως η μονομερής παραίτηση του δικαιούχου και, περαιτέρω, η καταχρηστική άσκησή του κατ’ ΑΚ 281. Εάν αποσβεσθεί, το δικαίωμα δεν δύναται πλέον ν’ ασκηθεί από τον δικαιούχο, ο οποίος χάνει τη διαπλαστική εξουσία που είχε, ενώ ο αντισυμβαλλόμενός του ελευθερώνεται αυτοδικαίως εκ της δεσμεύσεώς του (βλ. Καραμπατζό, ο.π., 145 επ.). Γ. Περαιτέρω, στα άρθρα 62 έως 63Ζ και 68 του Ν. 3601/2007 για τα «Πιστωτικά ιδρύματα», όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το άρθρ. 166 παρ. 1 και 2 του Ν. 4261/2014, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 3458/2006 για την «Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλες διατάξεις», προβλέπονται, εκτός των άλλων, τα μέτρα εξυγίανσης που μπορούν να ληφθούν με σκοπό την αναδιάρθρωση του πιστωτικού συστήματος. Μεταξύ των μέτρων εξυγίανσης, όπως απαριθμούνται στο άρθρο 3 του Ν. 3458/2006, είναι η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος σε εφαρμογή του άρθρου 63Δ του Ν. 3601/2007. Με τα μέτρα αυτά σκοπείται η μεταβιβαστική εξυγίανση ενός τμήματος της περιουσίας ενός πιστωτικού ιδρύματος, με τα σχετικά δικαιώματα, υποχρεώσεις και συμβατικές σχέσεις να μεταφέρονται σε υγιή φορέα (είτε σε ήδη υφιστάμενο πιστωτικό ίδρυμα είτε σε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται για τον σκοπό αυτό -βλ. άρθρο 63Ε του Ν. 3601/2007), ενώ το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει αντίστοιχο αντάλλαγμα. Με τη σύμβαση μεταβίβασης των συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού μεταξύ του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος και του αποκτώντος, συμμεταβιβάζεται και το σύνολο των παρακολουθηματικών εννόμων σχέσεων, δηλαδή εγγυήσεις, εξασφαλίσεις (άρθρο 458 ΑΚ), εκχωρήσεις και το σύνολο των δικών, των ήδη εκκρεμών ή αυτών που θα καταστούν εκκρεμείς στο μέλλον και αφορούν τις προαναφερθείσες έννομες σχέσεις. Η δε υπό εξυγίανση τραπεζική επιχείρηση μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί, ως προς το αντικείμενο που συνίσταται στα περιουσιακά στοιχεία, που δεν έχουν μεταβιβαστεί, άλλως συνεχίζει να υπάρχει για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, εφόσον ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της και τίθεται σε ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 68 Ν. 3601/2007). Περαιτέρω, με τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων κατ’ άρθρο 63Δ του Ν. 3601/2007, ως μέτρο εξυγίανσης του πιστωτικού συστήματος, το πιστωτικό ίδρυμα που αποκτά επέχει θέση ειδικού διαδόχου. Ωστόσο, το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι ειδικός διάδοχος του νομικού προσώπου του μεταβιβάζοντος ως σύνολο, ο οποίος (μεταβιβάζων) εξακολουθεί να υφίσταται ως ξεχωριστό νομικό πρόσωπο, αλλά ειδικός διάδοχος αυτού αποκλειστικά και μόνο ως προς τις συγκεκριμένες έννομες σχέσεις, δικαιώματα, απαιτήσεις, υποχρεώσεις ή και συμβατικές σχέσεις, που μεταβιβάστηκαν και ρητά αναφέρονται στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και στη σύμβαση μεταβίβασης. Σύμφωνα δε με τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 63Δ, για το κύρος της μεταβίβασης και το αντιτάξιμό της έναντι τρίτων, οι οποίοι είναι υποκείμενα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή συμβατικών σχέσεων, που μεταφέρονται στο πιστωτικό ίδρυμα προς το οποίο η μεταβίβαση, δεν απαιτείται αναγγελία προς αυτούς ή συναίνεσή τους (ΕφΔυτικΜακεδ 35/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 340 ΑΚ «Ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος, αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή» και κατά τη διάταξη του άρθρου 341 ΑΚ «Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής. […]». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, προϋποθέσεις της υπερημερίας του οφειλέτη είναι: 1) η ύπαρξη έγκυρης ενοχής, 2) η ύπαρξη δυνατής παροχής, δεδομένου ότι καθυστέρηση αδύνατης παροχής δεν νοείται, 3) ληξιπρόθεσμη παροχή. Ληξιπρόθεσμη καθίσταται η παροχή όταν συμπληρώνεται ο χρόνος κατά τον οποίο ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει την παροχή του, είτε κατά τη συμφωνία είτε κατά το νόμο, 4) απαιτητή παροχή. Απαιτητή θεωρείται καταρχήν η παροχή, όταν εναντίον της δεν μπορεί να εγερθεί με επιτυχία αναβλητική ένσταση (ΟλΑΠ 20/2003 ΧρΙΔ 2004.41), 5) όχληση «δικαστική ή εξώδικη». Όχληση είναι η πρόσκληση του δανειστή στον οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή του. Η όχληση είναι άτυπη, μπορεί να ασκείται δικαστικά ή εξώδικα, ρητά ή σιωπηρά, συναγόμενη από τις περιστάσεις. Ωστόσο από την έννοια και το σκοπό της προκύπτει ότι πρέπει να είναι «ακριβής, ορισμένη, σαφής και καθαρά», να περιέχει πρόσκληση (ΑΠ 376/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τρόπο ώστε να μην ανακύπτει καμία αμφιβολία για την υποχρέωση του οφειλέτη να καταβάλει ορισμένη παροχή σε συγκεκριμένο χρόνο, και 6) υπαιτιότητα. Η όχληση ως αυτοτελής προϋπόθεση για την περιέλευση του οφειλέτη σε υπερημερία δεν είναι αναγκαίο να πληρούται πάντα, ιδίως όταν ο σκοπός της πραγματώνεται με άλλα μέσα. Η διάταξη του άρθρου 341 ΑΚ προβλέπει δύο εξαιρέσεις, τη συμφωνία ορισμένης (δήλης) ημέρας (παρ. 1) και την παρέλευση της προθεσμίας που τάχθηκε από την καταγγελία (παρ. 2). Στις περιπτώσεις αυτές αίρεται η αβεβαιότητα ως προς τον χρόνο εκπλήρωσης, με αποτέλεσμα να καθίσταται περιττή η όχληση. Δήλη ημέρα υπάρχει όταν τα μέρη συμφωνούν ότι η εκπλήρωση θα γίνει ορισμένη ημέρα, χωρίς να είναι αναγκαία η ημερολογιακή αναφορά της. Δεν υπάρχει βεβαιότητα ως προς τον χρόνο εκπλήρωσης και άρα ούτε δήλη ημέρα, όταν αυτός εξαρτάται από αβέβαιο γεγονός ή από προηγούμενη ενέργεια του δανειστή ή του οφειλέτη (βλ. Κουμάνη σε ΣΕΑΚ Γεωργιάδη, υπό το άρθρο 340 ΑΚ). Περαιτέρω, όσον αφορά στις έννομες συνέπειες της υπερημερίας, στην παρ. 1 της ΑΚ 343 εξειδικεύεται αφενός η αρχή της προτεραιότητας της πρωτογενούς αξίωσης προς εκπλήρωση, αφού ο οφειλέτης δικαιούται να εμμείνει στην καταβολή της παροχής παρά την αθέτηση της υποχρέωσης, και αφετέρου η αρχή της (μερικής) αποζημίωσης σε κάθε περίπτωση υπαίτιας μη εκπλήρωσης, εδώ καθυστέρησης της παροχής. Ειδικότερα, σε σχέση με την αξίωση προς εκπλήρωση, σημειώνεται ότι, παρά την υπερημερία, ο δανειστής δεν χάνει το δικαίωμα να απαιτήσει την έστω και καθυστερημένη καταβολή της συμφωνημένης παροχής. Πρόκειται για την πρωτογενή αξίωση προς εκπλήρωση που απορρέει από τη σύμβαση και στην οποία πρώτιστα απέβλεψε ο δανειστής. Έτσι δικαιολογείται και η κατά το νόμο προτεραιότητά της έναντι όλων των υπολοίπων δικαιωμάτων. Ο δανειστής, του οποίου το συμφέρον δεν εξέλιπε εξαιτίας της καθυστέρησης, επειδή η παροχή εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στον συμφωνημένο ή τον αντικειμενικό σκοπό χρήσης, δικαιούται να απαιτήσει την παροχή, αξιώνοντας παράλληλα αποζημίωση για την καθυστέρηση, δηλαδή για ό,τι ζημιώθηκε εξαιτίας της καθυστέρησης. Η προτεραιότητα αυτή συνάδει με την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας υπό την εκδήλωσή της ως αρχής τήρησης των συμφωνηθέντων (pacta sunt servanda). Διότι η ιδιωτική βούληση που εκφράστηκε με τη σύναψη της σύμβασης προστατεύεται, όταν καταβάλλονται οι παροχές, όπως συμφωνήθηκαν, και όταν για τη γένεση πρόσθετων δικαιωμάτων, που αλλοιώνουν το αρχικό περιεχόμενο της συμφωνίας, τίθενται προϋποθέσεις. Επιπλέον συνάδει και προς τον σκοπό των συμβαλλομένων και ταυτόχρονα τον σκοπό της σύμβασης, καθώς τα μέρη κατά τη σύναψη της σύμβασης αποβλέπουν πρωτίστως στην καταβολή των παροχών που συνομολογούν και όχι στην αποζημίωσή τους (βλ. Κουμάνη ό.π., εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 335-348 ΑΚ, αριθ. 14). Εξάλλου, η παρ. 2 της ΑΚ 343 αποτελεί έκφραση της αρχής της υπαιτιότητας υπό την οποία τελεί η αποζημίωση και της αρχής της ουσιώδους αθέτησης (έλλειψη του συμφέροντος του δανειστή στην παροχή), υπό την οποία επιπρόσθετα τελεί το δικαίωμα της ολικής αποζημίωσης. Πρόκειται για το δραστικό δικαίωμα η άσκηση του οποίου προκαλεί την αντικειμενική αλλοίωση της ενοχής, καθώς υπεισέρχεται δευτερογενώς στη θέση της πρωτογενούς αξίωσης προς εκπλήρωση, η οποία αποκλείεται (βλ. Κουμάνη ό.π., υπό το άρθρο 343). Ε. Με τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ θεσμοθετείται ένα ιδιότυπο μέσο εκτέλεσης και εξαναγκασμού του οφειλέτη για εκπλήρωση υποχρεώσεώς του προς επιχείρηση νομικής πράξεως, η οποία και θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι έγινε από της τελεσιδικίας της αποφάσεως που καταδικάζει τον οφειλέτη σε σχετική δήλωση βουλήσεως. Η υποχρέωση του εναγομένου να προβεί στη δήλωση βούλησής του προς τον ενάγοντα πρέπει να ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή να στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα που δημιουργούν νόμιμη υποχρέωση του εναγομένου να προβεί στην αξιούμενη δικαιοπραξία, απορρέουσα είτε απευθείας από το νόμο (π.χ. άρθρα 424, 758, 896 και 1945 ΑΚ) είτε από σύμβαση την οποία ο νόμος (π.χ. τα άρθρα 166, 361 ΑΚ) εξοπλίζει με δεσμευτικότητα. Συνήθως έχει ως γενεσιουργό λόγο τη δικαιοπραξία και κατευθύνεται προς επιχείρηση άλλης δικαιοπραξίας, από ορισμένες οριστικές δικαιοπραξίες περιουσιακού χαρακτήρα, μεταξύ των οποίων και η εργολαβική σύμβαση, ενώ, αν το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχει αγωγή, δεν χωρεί εξαναγκασμός κατά τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ (ΑΠ 1396/2005, ΑΠ 76/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2180/2006 ΕλλΔνη 2006.1470· βλ. Ποδηματά, Η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως, 1989, σελ. 82-84 και 99-100). Η δήλωση βουλήσεως θεωρείται ως γενομένη όπως ακριβώς καταδικάσθηκε να προβεί σε αυτήν ο οφειλέτης, η δε καταδίκη θα είναι -και πρέπει να είναι- όπως ακριβώς θα προέβαινε σε αυτήν ο οφειλέτης, λαμβανομένου βεβαίως υπόψη και του αιτήματος της αγωγής. Επομένως, η περαιτέρω διά της συνδρομής του νομικού πλάσματος και της τηρήσεως των άλλων κατά περιπτώσεις απαιτουμένων προϋποθέσεων προς κτήση ορισμένου δικαιώματος οδηγεί σε δικαιοπρακτική κτήση. Το δικαίωμα έχει ως γενεσιουργό αιτία τη δικαιοπραξία και όχι την αναγκαστική εκτέλεση. Με την τελεσιδικία δε της σχετικής αποφάσεως αναπληρώνεται μόνον η δήλωση βουλήσεως του εναγομένου και όχι η δικαιοπραξία στο σύνολό της (ΑΠ 732/1993 ΕΕΝ 1994.508, ΕφΘεσ 1433/2009 Αρμ 2010.200· βλ. Μπρίνια, Η Αναγκαστική Εκτέλεση, τόμος 2ος, β΄ έκδ. υπό το άρθρο 949 σελ. 668 επ.). Εξάλλου, την ιστορική βάση της αγωγής περί καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως συνθέτουν τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η αξίωση του ενάγοντος κατά του εναγομένου προς επιχείρηση της οφειλομένης δηλώσεως βουλήσεως. Η αξίωση αυτή μπορεί να είναι, όπως προεκτέθηκε, είτε δικαιοπρακτική είτε νόμιμη. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται να εκτίθενται τα γεγονότα που αφορούν στην έγκυρη σύναψη της δικαιοπραξίας, η οποία αποτελεί τον παραγωγικό λόγο της αξιώσεως. Στη δεύτερη περίπτωση πρέπει να αναφέρονται τα γεγονότα που πληρούν τη νομοτυπική μορφή της συγκεκριμένης διατάξεως από την οποία πηγάζει η επίδικη αξίωση. Αναγκαία είναι επίσης σε κάθε περίπτωση η επίκληση του ληξιπροθέσμου της αξιώσεως. Η έκθεση των παραπάνω κρισίμων στοιχείων επιβάλλεται να είναι σε κάθε περίπτωση σαφής, ακριβής και πλήρης για να είναι η αγωγή ορισμένη και δεκτική δικαστικής εκτιμήσεως (βλ. ΠΠρΘεσ 8215/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Ποδηματά, ό.π., σελ. 174). Στ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί, μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, δεδικασμένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο …ς δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει το δικαίωμα που κρίθηκε εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, οφείλει να θέσει ως βάση της αποφάσεώς του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση …ς αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού, έννομη δε σχέση, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσιδίκως και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβεσαν τις έννομες αυτές συνέπειες (ΑΠ 47/2006 ΕλλΔνη 2006.1364). Δεδικασμένο, δηλαδή δέσμευση από την αναγνωριζόμενη στην απόφαση έννομη συνέπεια, παράγεται από την τελεσιδικία της απόφασης ανεξάρτητα από το είδος της παρεχόμενης έννομης προστασίας, δηλαδή τόσο από την καταψηφιστική, όσο και από την αναγνωριστική ή διαπλαστική απόφαση. Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι από αυτό της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, αφού δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένη απόφαση (ΟλΑΠ 1/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο μπορεί να ανατραπεί μόνο με την άσκηση των έκτακτων ένδικων μέσων κατά της απόφασης από την οποία παράγεται. Το δεδικασμένο αφορά το δικαίωμα, το οποίο είχε προβληθεί με την αγωγή με βάση τη συγκεκριμένη ιστορική αιτία και τη συνακόλουθη νομική αιτία, των οποίων έγινε επίκληση, δηλαδή το ίδιο νομικό γεγονός, το παραγωγικό, τροποποιητικό, καταργητικό ή αποσβεστικό κ.λπ. της συγκεκριμένης έννομης σχέσης. Προκειμένου να εξεταστεί αν υπάρχει από τελεσίδικη απόφαση που προηγήθηκε δεδικασμένο, το οποίο κωλύει την έρευνα του ήδη με … αγωγή φερόμενου προς κρίση, με βάση ορισμένη ιστορική αιτία, αιτήματος, θα ληφθεί υπόψη η αιτιολογία της πρώτης απόφασης όσον αφορά την ιστορική αιτία επί της οποίας έκρινε και ο λόγος της απόρριψης (ΟλΑΠ 15/1998 ΕλλΔνη 1998.303). Η ύπαρξη, άλλωστε, ή η ανυπαρξία της καλυπτόμενης από το δεδικασμένο έννομης σχέσης αποτελεί στοιχείο του πραγματικού του ασκούμενου με τη δεύτερη αγωγή δικαιώματος (ΑΠ 1358/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής ως αόριστης, είτε λόγω νομικής αοριστίας είτε λόγω ποσοτικής, το δεδικασμένο περιορίζεται στην καταγνωσθείσα έννομη συνέπεια της απόρριψης λόγω της αοριστίας που διέγνωσε η απόφαση με συνέπεια την απόρριψη της …ς αγωγής ως απαράδεκτης, λόγω δεδικασμένου αν το ίδιο αίτημα υποβάλλεται με τις ίδιες ελλείψεις (ΑΠ 756/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, AΠ 211/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 47/2006 ό.π.). Αντιθέτως, αν το αίτημα αυτό υποβάλλεται χωρίς ελλείψεις, δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο, αφού η συμπληρωμένη … ιστορική αιτία είναι διαφορετική, επίσης δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο τα διαφορετικά αιτήματα που υποβάλλονται στη … δίκη (ΠΠρΑθ 477/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα τράπεζα εκθέτει ότι, δυνάμει της από 19.7.2007 σύμβασης χρηματοδότησης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις από 11.6.2009, 24.6.2010 και 16.1.2013 πρόσθετες πράξεις, συμφωνήθηκε η χορήγηση δανείου από την τότε ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…» στις ανώνυμες εταιρείες «…» και «…», μέχρι του ποσού των 24.964.200 δολ. ΗΠΑ, με σκοπό την απόκτηση δύο νέων δεξαμενόπλοιων, εκ των οποίων το ποσό των 17.539.200 δολ. ΗΠΑ θα χορηγείτο πριν την παράδοσή τους σε οκτώ συνολικά δόσεις, κατά δε την παράδοση το συνολικό ποσό του χορηγηθέντος δανείου ηδύνατο να εκταμιευθεί σε δύο δόσεις, ενώ στον όρο 10 της επίμαχης σύμβασης προβλέφθηκε ο τρόπος αποπληρωμής του. Ότι δυνάμει του από 15.4.2011 εγγράφου μεταβίβασης, η πιστώτρια ως άνω τράπεζα προέβη στη μεταβίβαση του συνόλου των απορρεόντων εκ της ως άνω συμφωνίας δικαιωμάτων και απαιτήσεων σε βάρος των οφειλετριών εταιρειών στην ενάγουσα «…», έναντι καταβληθέντος κατά την ίδια ημερομηνία αντιτίμου ποσού 22.230.000 δολ. ΗΠΑ, τους όρους δε της μεταβίβασης συνομολόγησαν με το ίδιο έγγραφο οι οφειλέτριες εταιρείες, όπως και η θεματοφύλακας εξασφαλίσεων και διαχειρίστρια τραπεζική εταιρεία, ενώ παράλληλα συμφωνήθηκε, δυνάμει της από 15.4.2011 συμφωνίας προαίρεσης, και η επαναμεταβίβαση της επίμαχης έννομης σχέσης από την «…» με πρωτοβουλία της «…». Ότι ειδικότερα η αναμεταβίβαση συμφωνήθηκε υπό την αίρεση ότι θα επέλθει οποιοδήποτε γεγονός καταγγελίας εκ των προβλεπόμενων στον όρο 22 της από 19.7.2007 σύμβασης χρηματοδότησης και εφόσον το γεγονός αυτό δε θεραπευθεί ή αρθεί μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από τη διαπίστωση της επέλευσής του εκ μέρους της «…», καθώς και ότι το διαπλαστικό αυτό δικαίωμα θα ασκείται με ανέκκλητη δήλωση της τελευταίας προς την αντισυμβαλλόμενη τράπεζα πέντε (5) ημέρες πριν τον οριζόμενο στη δήλωση αυτή χρόνο αναμεταβίβασης. Την ημέρα δε αυτή, η οποία πρέπει να είναι εργάσιμη, η «…» θα έχει αξίωση να εισπράξει το ισόποσο της οφειλόμενης από τις δανειολήπτριες εταιρείες απαίτησης εκ της ως άνω σύμβασης χρηματοδότησης με την ίδια ημερομηνία τοκοφορίας / valeur (όροι 4.1, 4.2) και να καταρτισθεί με την αντισυμβαλλόμενη της και η έγγραφη συμφωνία για την επαναμεταβίβαση. Ότι στις 9.10.2011 δυνάμει της υπ’ αριθ. …/9.10.2011 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της τραπεζικής εταιρείας «…» και οι συμβατικές της σχέσεις με τρίτους μεταβιβάστηκαν στο νεοσυσταθέν μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα «… …», πλην των αναφερόμενων στον Πίνακα 1 του παραρτήματος 1 της ανωτέρω Υ.Α., στον οποίο, ωστόσο, δεν περιλαμβάνεται η επίδικη σύμβαση χρηματοδότησης, με συνέπεια η «… …» να έχει υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της «…» ως προς αυτήν, καθώς και ως προς την από 15.4.2011 συμφωνία προαίρεσης. Ότι, επειδή στις 16.1.2013 οι οφειλέτριες εταιρείες είχαν καταστεί υπερήμερες ως προς την αποπληρωμή των αναφερόμενων στο αγωγικό δικόγραφο τοκοχρεωλυτικών δόσεων, με το συνολικό ανεξόφλητο κεφάλαιο να ανέρχεται στο ποσό των 20.908.132,50 δολ. ΗΠΑ, καταρτίσθηκε πρόσθετη πράξη επί της προαναφερθείσας σύμβασης χρηματοδότησης με την οποία τροποποιήθηκε ο όρος 10 αυτής σχετικά με τον τρόπο αποπληρωμής των δανειακών δόσεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην αγωγή. Ότι περαιτέρω, κατόπιν συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως δυνάμει της με αριθμό Κ2-7010/22.11.2013 Απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας των ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών «…» και «… … Ανώνυμη Εταιρεία», η εναγόμενη τράπεζα «…» κατέστη καθολική διάδοχος της «…». Ότι την 12.3.2015 οι οφειλέτριες εταιρείες είχαν καταστεί και πάλι υπερήμερες ως προς την καταβολή των αναφερόμενων στην αγωγή ληξιπρόθεσμων δόσεων, συνολικού ποσού 2.445.837,98 δολ. ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων από την ημερομηνία οφειλής των επιμέρους ποσών και μέχρι την ημερομηνία εξόφλησής τους, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του προβλεπόμενου στην από 15.4.2011 συμφωνία προαίρεσης για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης, ήτοι αυτού των 30 ημερών, για τον λόγο δε αυτό η ενάγουσα άσκησε το αντίστοιχο δικαίωμα προαίρεσης, δυνάμει της από 12.3.2015 εξώδικης δήλωσης άσκησης δικαιώματος προαίρεσης και πρόσκλησης, με αποτέλεσμα από εκείνη την ημέρα και με την άσκηση του δικαιώματος να έχει καταρτισθεί η συμφωνία επαναμεταβίβασης του δανείου. Με την ίδια δήλωση της, αξίωσε από την αντισυμβαλλόμενη της να εκπληρώσει τις κύριες συμβατικές υποχρεώσεις της από την ως άνω σύμβαση, ήτοι την 27η.3.2015 να της καταβάλει το ισόποσο της οφειλόμενης από τις δανειολήπτριες εταιρείες απαίτησης εκ του δανείου, ήτοι ποσό 21.453.167,77 δολ. ΗΠΑ και ακολούθως να υπογράψουν το συμφωνηθέν κείμενο της συμβάσεως, στο οποίο θα βεβαιωνόταν η επαναπόκτηση του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απέρρεαν από την επίμαχη σύμβαση χρηματοδότησης. Ότι η εναγόμενη δεν εκπλήρωσε τις ως άνω κύριες συμβατικές της υποχρεώσεις και επομένως, οφείλει, συνεπώς, λόγω της παράνομης και αντισυμβατικής ως άνω συμπεριφοράς της να υποχρεωθεί σε καταβολή του ισόποσου σε ευρώ της οφειλής των δανειοληπτριών εταιρειών, η οποία στις 31.8.2017 είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 24.558.106,32 δολ. ΗΠΑ, όπως αναλύεται στην αγωγή, καθώς επίσης να καταδικαστεί σε δήλωση βουλήσεως για την σύμβαση αναμεταβιβάσεως της έννομης σχέσης της από 19.7.2007 σύμβασης χρηματοδότησης και συγκεκριμένα στην υπογραφή του προβλεπόμενου στη συμφωνία προαίρεσης για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης εγγράφου μεταβίβασης και, σε περίπτωση αρνήσεώς της να προβεί σε δήλωση βουλήσεως κατ’ άρθρο 949 ΚΠολΔ, να λογισθεί η ανωτέρω δήλωση βουλήσεώς της ως γενόμενη με την τελεσιδικία της απόφασης που θα εκδοθεί επί της αγωγής αυτής και, επομένως, να λογισθεί ότι το προαπαιτούμενο έγγραφο μεταβίβασης, έτσι όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 4.1. της από 15.4.2011 συμφωνίας προαιρέσεως για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης, έχει αυτοδικαίως καταρτιστεί. Ότι η ενάγουσα είχε ασκήσει κατά της εναγόμενης την προγενέστερη από 8.7.2016 υπ’ αριθ. κατάθεσης 5431/2837/2016 αγωγή της, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τής καταβάλει το χρηματικό ποσό των 23.027.083,34 δολ. ΗΠΑ, όπως αναλυόταν ειδικότερα σε αυτή, πλέον τόκων υπερημερίας από τις 8.7.2016 και τόκων επιδικίας από την επίδοση της αγωγής, να καταδικαστεί η εναγόμενη σε δήλωση βουλήσεως προς τον σκοπό της εκτέλεσης της αναμεταβίβασης της έννομης σχέσης της από 19.7.2007 σύμβασης χρηματοδότησης και συγκεκριμένα στην υπογραφή του προβλεπόμενου στην εν λόγω συμφωνία προαίρεσης για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης εγγράφου μεταβίβασης, άλλως και σε περίπτωση άρνησης να προβεί σε δήλωση βούλησης κατά τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ, να λογισθεί η ανωτέρω δήλωση βούλησής της ως γενόμενη με την τελεσιδικία της εκδοθησόμενης εκεί απόφασης και ότι το έγγραφο μεταβίβασης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4.1. της από 15.4.2011 συμφωνίας προαίρεσης για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης, έχει αυτοδικαίως καταρτιστεί. Ότι επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 3693/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία η αγωγή ως προς το πρώτο αίτημά της κρίθηκε απορριπτέα επειδή αξιώθηκε αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα και όχι το ισόποσο αυτού σε ευρώ, ως προς δε το δεύτερο αίτημά της απορρίφθηκε ως αόριστη, επειδή η ενάγουσα δεν προσδιόρισε σαφώς το περιεχόμενο της δήλωσης βουλήσεως στην οποία αιτείτο να καταδικαστεί η εναγόμενη. Ότι στην επίδικη αναμεταβίβαση θα πρέπει να υπογραφεί ένα κείμενο παρόμοιου περιεχομένου με το έγγραφο της αρχικής μεταβίβασης, το οποίο ενσωματώνεται στην αγωγή, με τις απαιτούμενες προσαρμογές στο πλαίσιο της αναμεταβίβασης. Επικαλούμενη, τέλος, η ενάγουσα το δικαίωμά της να προσφύγει στα δικαστήρια για την καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως της δικαιοπαρόχου της εναγόμενης προς το σκοπό εκτέλεσης της αναμεταβίβασης της έννομης σχέσης της σύμβασης δανείου και για την ανόρθωση οποιασδήποτε ζημίας ήθελε αποδειχθεί εξαιτίας της παραβίασης ή άρνησης εκπλήρωσης εκ μέρους της του ασκηθέντος δικαιώματος προαίρεσης, σύμφωνα με την ειδικότερη προεκτεθείσα συμφωνία τους, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να τής καταβάλει το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημερομηνία εξόφλησης του ποσού των 24.558.106,32 δολ. ΗΠΑ, όπως αναλύεται ειδικότερα στην αγωγή, με βάση την τιμή πώλησης συναλλάγματος δολ. ΗΠΑ, όπως θα προκύπτει από το αντίστοιχο δελτίο τιμών συναλλάγματος της «Τράπεζας της Ελλάδος», πλέον τόκων υπερημερίας από τις 31.8.2017 και τόκων επιδικίας από την επίδοση της αγωγής, να καταδικαστεί η εναγόμενη στην δήλωση βουλήσεως, που όφειλε να προβεί βάσει της συμβάσεως προαιρέσεως για την αναμεταβίβαση της έννομης σχέσης της από 19.7.2007 σύμβασης χρηματοδότησης και, συγκεκριμένα, να καταδικασθεί κατά τα προβλεπόμενα στο έγγραφο μεταβίβασης της από 15.4.2011 συμφωνίας προαίρεσης για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης, όπως διαμορφώθηκε κατόπιν των απαιτούμενων προσαρμογών στο πλαίσιο της αναμεταβίβασης, να δηλώσει όσα εκτίθενται ειδικότερα στο αιτητικό της αγωγής υπό τον τίτλο «Πιστοποιητικό μεταβίβασης (εκχώρησης)», άλλως και σε περίπτωση αρνήσεώς της να προβεί στη δήλωση βουλήσεως αυτή κατά τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ, να λογιστεί η ανωτέρω δήλωση βουλήσεώς της ως γενομένη με την τελεσιδικία της παρούσας απόφασης και κατά συνέπεια να λογιστεί ότι το ως άνω προαπαιτούμενο έγγραφο μεταβίβασης έχει αυτοδικαίως καταρτιστεί, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης της. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 4.10.2017, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της στις 6.9.2017, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …/4.10.2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα), παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του αρμόδιου τούτου Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 18 και 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 42 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, παρ. 2 εδ. α΄, παρ. 3 περ. Α και Β στοιχ. ε΄, παρ. 4 του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς), κατά την τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, σε σχέση με τον και αυτεπαγγέλτως ερευνώμενο (άρθρο 332 ΚΠολΔ) -με συνέπεια να παρέλκει η έρευνα της παραδεκτής προτάσεως της σχετικής ενστάσεως με τις συμπληρωματικές της προτάσεις- ισχυρισμό της εναγόμενης περί ύπαρξης δεδικασμένου από την υπ’ αριθ. 3693/2017 «γνωστή στο Δικαστήριο» ήδη από το ιστορικό της υπό κρίση αγωγής, κατά τα προεκτεθέντα, απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, λεκτέα τα εξής: Με την από 8.7.2016 προγενέστερη αγωγή της με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, η ενάγουσα ζήτησε α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τής καταβάλει το ποσό των 23.027.083,34 δολ. ΗΠΑ, όπως αυτό αναλυόταν κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 8.7.2016 και μετά τόκων επιδικίας από την επίδοση της εν λόγω αγωγής, ως θετική ζημία της λόγω της υπερημερίας της, και β) να καταδικασθεί η εναγόμενη σε δήλωση βούλησης προς το σκοπό της εκτέλεσης της αναμεταβίβασης της έννομης σχέσης της από 19.7.2007 σύμβασης χρηματοδότησης και συγκεκριμένα να καταδικασθεί στην υπογραφή του προβλεπόμενου στο σύμφωνο προαίρεσης εγγράφου μεταβίβασης, άλλως και σε περίπτωση άρνησής της να προβεί σε δήλωση βούλησης κατά τις διατάξεις του άρθρου 949 ΚΠολΔ, να λογισθεί η ανωτέρω δήλωση βούλησης ως γενόμενη με την τελεσιδικία της απόφασης που θα εκδιδόταν επί της αγωγής εκείνης και κατά συνέπεια να λογισθεί ότι το προαπαιτούμενο έγγραφο μεταβίβασης έτσι όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 4.1 του από 15.4.2011 συμφώνου προαιρέσεως έχει αυτοδικαίως καταρτισθεί. Δυνάμει της εκδοθείσας επ’ αυτής 3693/2017 ήδη αμετάκλητης απόφασης του Δικαστηρίου τούτου (βλ. το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την εναγόμενη με αριθμό …/20.9.2019 πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης τακτικών ή έκτακτων ένδικων μέσων κατ’ αυτής του Πρωτοδικείου Πειραιά – Τμήμα Πολιτικό Ενδίκων Μέσων, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. …/1.9.2017 έκθεση επίδοσης της απόφασης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα), η αγωγή απορρίφθηκε κατά το ως άνω πρώτο αίτημά της ως μη νόμιμη, διότι αξιώθηκε με αυτήν, ως αποζημίωση, αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα και όχι το ισόποσο αυτού σε ευρώ, δίχως το Δικαστήριο να δύναται να επιχειρήσει αυτεπάγγελτη μετατροπή του αιτούμενου ποσού σε ευρώ, ενόψει της αρχής της διαθέσεως που καθιερώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 106 ΚΠολΔ, και κατά το ως άνω δεύτερο αίτημά της ως αόριστη, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν προσδιόριζε σαφώς το περιεχόμενο της δήλωσης βούλησης στην οποία αιτείτο να καταδικασθεί η εναγόμενη, ειδικότερα δε διότι η ενάγουσα δεν παρέθετε στην αγωγή ούτε στις προτάσεις της, αλλά κυρίως δεν προσκόμιζε, το εν λόγω επικαλούμενο έγγραφο μεταβίβασης (Transfer Certificate). Επειδή, σύμφωνα με την υπό στοιχ. Στ. νομική σκέψη που προηγήθηκε, η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι από αυτό της αγωγής που κρίθηκε, το πρώτο αίτημα της υπό κρίση αγωγής δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο που απορρέει από την ως άνω υπ’ αριθ. 3693/2017 απόφαση, καθόσον αυτό περιορίζεται στο νόμω αβάσιμο της αξίωσης του αναφερόμενου ποσού σε αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα και δεν εκτείνεται μέχρι των εκτιθέμενων πραγματικών περιστατικών που, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, τη γέννησαν ούτε σ’ αυτό καθαυτό το δικαίωμα αποζημίωσής της κατά το αιτούμενο ποσό. Επομένως, παραδεκτά ζητείται με την υπό κρίση αγωγή κατά το πρώτο αίτημά της το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημερομηνία εξόφλησης του ποσού των 24.558.106,32 δολ. ΗΠΑ, με βάση την τιμή πώλησης συναλλάγματος δολ. ΗΠΑ, όπως θα προκύπτει από το αντίστοιχο δελτίο τιμών συναλλάγματος της «Τράπεζας της Ελλάδος», καθόσον τούτο συνιστά διαφορετικό αίτημα που δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο. Εξάλλου, μετά τη συμπλήρωση των προαναφερθεισών ελλείψεων του δευτέρου αιτήματος της αγωγής περί καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως, όπως αυτό ορθά εκτιμάται, με την ενσωμάτωση στην υπό κρίση αγωγή της ορισμένου περιεχομένου δήλωσης βουλήσεως στην οποία ζητείται να καταδικασθεί η εναγόμενη, παραδεκτά ασκείται και ως προς αυτό η αγωγή. Η παραπομπή στη δήλωση στην οποία ζητείται να καταδικαστεί η εναγόμενη σε συγκεκριμένους όρους της σύμβασης χρηματοδότησης (λ.χ. στους όρους 31.3, 31.4 και 31.5), το περιεχόμενο των οποίων δεν αναφέρεται στην αγωγή, όπως και στο Παράρτημα του αρχικού από 15.4.2011 Πιστοποιητικού Μεταβίβασης, δεν την καθιστούν αόριστη, καθόσον το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο είχε και το από 15.4.2011 Πιστοποιητικό, με συνέπεια να μην καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία στα διάδικα μέρη και το Δικαστήριο για το περιεχόμενο αυτών. Ομοίως δεν προκύπτει αοριστία της δήλωσης εκ του γεγονότος ότι με την παρ. 4 αυτής ο Εκχωρών, ήτοι η ενάγουσα, αναλαμβάνει να επιμεληθεί της υπογραφής από τον Προσωπικό Εγγυητή και τους Δανειολήπτες όλων των αναγκαίων εγγράφων για την τροποποίηση και αληθινή απεικόνιση της επελθούσας με την αναμεταβίβαση κατάστασης των παρασχεθεισών εξασφαλίσεων, χωρίς να προσδιορίζεται ο χρόνος υπογραφής των εγγράφων, καθόσον τούτο ουδόλως επηρεάζει την επερχόμενη με την τελεσιδικία της παρούσας ισχύ της δήλωσης στην οποία ζητείται να καταδικαστεί η εναγόμενη. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν κατά το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από την ενάγουσα κατά της εναγόμενης, χωρίς ν’ απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός του αιτουμένου ποσού αποζημίωσης, δεδομένου του αντικειμένου της δίκης, που αφορά στην αναμεταβίβαση της επίδικης δανειακής σύμβασης και όχι στην απαίτηση από τις δανειολήπτριες εταιρείες απόδοσης του οφειλόμενου, ληξιπρόθεσμου και απαιτητού ποσού εκ της δανειακής σύμβασης, σε κάθε δε περίπτωση το ύψος της αιτουμένης αποζημίωσης ευχερώς μπορεί να προκύψει από τις αποδείξεις, χωρίς να καθίσταται δυσχερής η άμυνα της εναγόμενης, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 288, 361, 340, 341, 343, 345, 346, 513, 455 επ., 470, 159 παρ. 2, 291, 292, 297, 298 ΑΚ, 6 παρ. 1 ν. 5422/1932, 1 ν. 2842/2000 και 907, 908, 949, 176 ΚΠολΔ. Tο αίτημα, ωστόσο, περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής τυγχάνει μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο, ως προς την αιτούμενη καταδίκη της εναγόμενης σε δήλωση βούλησης, διότι λόγω της διατύπωσης του άρθρου 949 ΚΠολΔ και της φύσης της ίδιας της απόφασης, απαιτείται η τελεσιδικία αυτής για την ενέργεια της πλασματικής δήλωσης βούλησης του υπόχρεου. Επομένως, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αίτημα, όπως προεκτέθηκε, καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες αυτού προσαυξήσεις (βλ. το με κωδικό … e-παράβολο, σε συνδυασμό με την από 12.9.2019 απόδειξη πληρωμής, καθώς και το με κωδικό …-παράβολο, σε συνδυασμό με την από 23.1.2018 απόδειξη πληρωμής).

ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 138 παρ. 1 ΑΚ, που ορίζει ότι δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 180 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε, προκύπτει ότι η εικονική δικαιοπραξία είναι άκυρη, η δε ακυρότητά της μπορεί να προταθεί όχι μόνο από τους συμβληθέντες για την κατάρτιση αυτής αλλά και από τους τρίτους που έχουν έννομο συμφέρον να αποκαλύψουν την ανυπαρξία της δικαιοπραξίας. Ειδικότερα, εικονική είναι η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά σκοπός αυτής είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής. Μάλιστα, εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης, όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Έτσι, στην εικονικότητα μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία όλων των κατά το χρόνο της κατάρτισής της συμβαλλομένων για το ότι η σύμβαση που συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα, δηλαδή, της δικαιοπραξίας, αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Η κατά τα ως άνω ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 68 και 70 του ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 130/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, εναντίον εκείνου που ασκεί δικαίωμα το οποίο απέκτησε με εικονική σύμβαση εκχώρησης, μπορεί ο οφειλέτης να αντιτάξει την εικονικότητα και επομένως ακυρότητα της συμβάσεως της εκχωρήσεως, προβάλλοντας σχετική ένσταση, χωρίς να είναι αναγκαίο για την αναγνώριση της εικονικότητας να έχει εγείρει προηγουμένως τη σχετική περί αναγνωρίσεως της εικονικότητας αγωγή (ΑΠ 1738/2005 ΧρΙΔ 2006.303). Εξάλλου, η σύμβαση εκχωρήσεως είναι δικαιοπραξία εκποιητική, αφού άμεσο αποτέλεσμά της είναι όχι η ανάληψη κάποιας ενοχικής υποχρεώσεως από τον εκχωρητή, αλλά η απώλεια της απαιτήσεως γι’ αυτόν υπέρ του εκδοχέα. Επίσης η εκχώρηση είναι σύμβαση αναιτιώδης, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται το κύρος της από την ύπαρξη ή ανυπαρξία ή ακυρότητα της υποκείμενης σ’ αυτήν εσωτερικής αιτίας, δηλαδή της βασικής υποσχετικής δικαιοπραξίας, η οποία αποτέλεσε την αιτία και το σκοπό της συνάψεώς της. Ο κανόνας όμως αυτός σχετικά με το ότι η περί εκχωρήσεως εκποιητική σύμβαση είναι ανεξάρτητη της αιτίας αυτής, δεν εφαρμόζεται εάν η αιτία της εκχωρήσεως είναι αθέμιτη, όπως και εάν από το περιεχόμενο της συμβάσεως εκχωρήσεως προκύπτει ότι τα μέρη εξάρτησαν το κύρος και την ενέργεια της συμβάσεως εκχωρήσεως από το κύρος και την ενέργεια εκείνης, οπότε παύει πλέον ο αφηρημένος χαρακτήρας της εκχωρήσεως και, επομένως, όχι μόνο τα συμβληθέντα μέρη μεταξύ τους, αλλά και ο οφειλέτης νομιμοποιείται να επικαλεσθεί κατά του εκδοχέως την ανυπαρξία ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, η οποία είναι δυνατόν να μην περιέχεται στην εκποιητική περί εκχωρήσεως σύμβαση, αλλά να προηγηθεί σε άλλη υποσχετική σύμβαση (ΑΠ 1423/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, κατά το άρθρο 178 ΑΚ «δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, είναι άκυρη». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά τη γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη, που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενό της, όχι μεμονωμένα από την αιτία που κίνησε τους συμβαλλομένους να τη συνάψουν ή από μόνο τον σκοπό, στον οποίο αυτοί αποβλέπουν, αλλά από το σύνολο των περιστάσεων και των συνθηκών που τη συνοδεύουν, με τη βοήθεια των διδαγμάτων της κοινής πείρας (βλ. ΑΠ 2139/2013 ΧρΙΔ 2014.103, ΑΠ 1273/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 30/2010 ΕΕμπΔ 2010.618 = ΧρΙΔ 2010.717, ΑΠ 2095/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1618/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 981/2006 ΝοΒ 2007.361 = ΧρΙΔ 2006.792). Επίσης, ο σκοπός της ρύθμισης του άρθρου 174 ΑΚ συνίσταται στην αποτροπή της παράβασης κάθε κανόνα που περιορίζει ή αποκλείει την ιδιωτική βούληση, επειδή δεν αντιβαίνει αναγκαία στα χρηστά ήθη κατά την ΑΚ 178, αποτελεί δε λευκό κανόνα, διότι δεν θεμελιώνει η ίδια λόγο ακυρότητας, αλλά την επιφέρει μόνο αν συνδυαστεί με άλλη απαγορευτική ή επιτακτική διάταξη νόμου, εισάγει ρύθμιση δημόσιας τάξεως και συνιστά περιορισμό της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (Νικολόπουλος, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 174 αριθ. 1). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικώς και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, η οποία προηγήθηκε της ασκήσεώς του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμον να κωλύουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη …τή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006 ΕλλΔνη 2006.1330, ΑΠ 321/2002 ΕλλΔνη 2003.143), όπως συμβαίνει ιδίως όταν δημιουργείται στον οφειλέτη η εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, εις τρόπον ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του, η οποία θα έχει επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα συναλλακτικά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για τον χαρακτηρισμό ως καταχρηστικής της μεταγενεστέρας ασκήσεως αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων (σε συνδυασμό με την αδράνεια του δικαιούχου), η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώματος, η οποία τείνει σε ανατροπή της δημιουργηθείσας καταστάσεως υπό τις ως άνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των επιβαλλομένων από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ορίων (ΟλΑΠ 7/2002 ΝοΒ 2003.648, ΕφΑθ 6608/2006 ΕλλΔνη 2007.903). Στην περίπτωση αυτή, η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της προαναφερομένης καταστάσεως δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον οφειλέτη και να θέτει κατ’ αυτόν τον τρόπο σε κίνδυνο την οικονομική υπόσταση της επιχειρήσεώς του, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς συνέπειες στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001.382). Τέλος, η κατάχρηση του δικαιώματος, απαγορευμένη από το άρθρο 281 ΑΚ, συνιστά παράβαση νόμου, δηλαδή παράνομη πράξη. Εφόσον δε η άσκηση του δικαιώματος αποτελεί δικαιοπραξία, αυτή ως αντικείμενη σε απαγορευτική διάταξη του νόμου είναι άκυρη κατ’ άρθρο 174 (ΑΠ 34/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1781/2000 ΕλλΔνη 2000.1418). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη με τις εμπροθέσμως και νομοτύπως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της ισχυρίζεται ότι η από 15.4.2011 «συμφωνία προαίρεσης» είναι άκυρη λόγω εικονικότητας, άλλως λόγω αντίθεσης στο νόμο και στα χρηστά ήθη. Τον ισχυρισμό της αυτό στηρίζει κυρίως στην εικονικότητα, κατά τους ισχυρισμούς της, της από 15.4.2011 σύμβασης μεταβίβασης (εκχώρησης) των επιδίκων ναυτιλιακών δανειακών συμβάσεων από την τράπεζα «…» στην ενάγουσα «…», που αποσκοπούσε στη χρηματοδότηση του κατονομαζόμενου φυσικού προσώπου (…) ή / και της εταιρείας του («…»), προκειμένου να συμμετάσχει στην αύξηση κεφαλαίου της «…» και έτσι να διασφαλιστεί η συνολική οφειλή της τελευταίας προς την ενάγουσα από δάνεια που της είχε χορηγήσει, ύψους 200 εκ. ευρώ περίπου. Σχετικά, ισχυρίζεται ότι ουδέποτε δόθηκε πραγματικό αντάλλαγμα για την από 15.4.2011 μεταβίβαση των επίδικων δανείων, καθόσον το χρηματικό ποσό που εκταμιεύθηκε από την «…» χορηγήθηκε -μέσω της «…»- στην ως άνω εταιρεία «…», καθώς και ότι η υποκρυπτόμενη συμφωνία των μερών προκύπτει από την από 15.4.2011 επιστολή (αντέγγραφο) της «…» προς την «…», περί επιστροφής των χρημάτων αν για οποιονδήποτε λόγο δεν προχωρούσε η αύξηση κεφαλαίου της «…», έχει δε αυτή λήξει λόγω πραγματοποιήσεως του σκοπού της μετά τη χρηματοδότηση κατά τα εκτιθέμενα των «…» και «…». Ο ισχυρισμός της αυτός τυγχάνει ορισμένος και νόμιμος, ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 138 και 180 ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Επικουρικά, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η από 15.4.2011 «συμφωνία προαίρεσης» συνάφθηκε στα σοβαρά, η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι είναι άκυρη λόγω αντίθεσης στο νόμο, άλλως ως αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη, άλλως ως καταχρηστική, καθόσον με αυτήν η ενάγουσα τράπεζα δεν ανέλαβε κανέναν πιστωτικό κίνδυνο των δανειζομένων, ήτοι των ναυτιλιακών εταιρειών, του … και της εταιρείας του, επιθυμεί δε να επαναμεταβιβάσει τα δάνεια λόγω της υπερημερίας των ναυτιλιακών εταιρειών, χωρίς να κάνει λόγο για επιστροφή εκ μέρους της των χρημάτων που δόθηκαν στον … και την «…». Ότι, εξάλλου, η εναγόμενη τράπεζα ουδέποτε έλαβε μέρος στις ανωτέρω συμφωνίες που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ενάγουσας και της «…», στη θέση της οποίας υπεισήλθε λόγω διαδοχής στα πλαίσια αναδιαρθρώσεως του τραπεζικού συστήματος, ενώ δεν έχει εισπράξει οποιοδήποτε ποσό έναντι της οφειλής της «…» προς την «…» εκ του χορηγηθέντος στην πρώτη δανείου. Ο εν λόγω επικουρικός ισχυρισμός, στον βαθμό που συνιστά ένσταση ακυρότητας της σύμβασης λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη, τυγχάνει νόμω βάσιμος ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Στον βαθμό, ωστόσο, που συνιστά, κατ’ ορθή εκτίμησή του, ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος προαιρέσεως, καθόσον δεν γίνεται επίκληση άλλης απαγορευτικής διάταξης νόμου, προκειμένου να τύχει εφαρμογής το άρθρο 174 ΑΚ άνευ της συνδρομής του άρθρου 281 ΑΚ, και επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις αυτές των άρθρων 281 και 174 ΑΚ, τυγχάνει νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν προκύπτει, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, υπέρβαση και δη προφανής των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Περαιτέρω, η εναγόμενη με τις προτάσεις της αρνείται ότι η από 15.4.2011 «Συμφωνία Προαίρεσης για την Αναμεταβίβαση Έννομης Σχέσης» παρείχε στην εναγόμενη δικαίωμα προαίρεσης για την αναμεταβίβαση της έννομης σχέσης της από 19.7.2007 σύμβασης χρηματοδότησης, αναφερόμενη στην παρ. 4.2. αυτής, που θέτει ως προϋπόθεση για την αναμεταβίβαση τη σύμπραξη της υπόχρεης τράπεζας, η οποία, ωστόσο, είναι ασύμβατη με την ουσία του δικαιώματος προαίρεσης, ενώ αρνείται και τα επιμέρους αγωγικά αιτήματα· σε σχέση ειδικότερα με το πρώτο εξ αυτών προβάλλει την ανατρεπτική της αγωγής ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και οφέλους, ισχυριζόμενη ότι η ενάγουσα έχει ισόποση του αξιούμενου ποσού αποζημίωσης απαίτηση σε βάρος των δανειοληπτριών εταιρειών, η οποία μάλιστα είναι εξασφαλισμένη με προσωπικές εγγυήσεις, με εμπράγματες υποθήκες και με εκχώρηση ασφαλίσεων και ναύλων των πλοίων, συνιστά δε η απαίτησή της αυτή κέρδος της από το επικαλούμενο ζημιογόνο γεγονός και πρέπει να αφαιρεθεί από την πραγματική αποκαταστατέα ζημία της. Η ένσταση αυτή, που ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 298 εδ. α ΑΚ, αλυσιτελώς προβάλλεται και πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον η ενάγουσα ζητεί με την αγωγή της και την αναμεταβίβαση στην εναγόμενη της επίδικης ναυτιλιακής συμβάσεως, η οποία, αφ’ ης στιγμής ολοκληρωθεί, θα παρέχει μόνο στην τελευταία το δικαίωμα ικανοποίησης από τη δανειακή σύμβαση και τις συναφείς αυτής εξασφαλίσεις. Όλως επικουρικά, ισχυρίζεται, τέλος, η εναγόμενη ότι, σε κάθε περίπτωση, το οποιοδήποτε δικαίωμα της ενάγουσας εκ της επίδικης συμφωνίας προαιρέσεως έχει αποσβεσθεί, άλλως η ενάγουσα παραιτήθηκε εξ αυτού, καθόσον έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου έπρεπε ν’ ασκηθεί, με συνέπεια τη δική της ελευθέρωση εκ της συμφωνίας αυτής, άλλως και επικουρικά ότι το ασκεί καταχρηστικά, προβάλλοντας παραδεκτά και νόμιμα κατ’ άρθρο 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ισχυρισμοί που πρέπει να ερευνηθούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα. Εξάλλου, οι όλως επικουρικώς προβαλλόμενες από την εναγόμενη ενστάσεις του εγγυητού (άρθρα 862 και επικουρικά 855 ΑΚ), για την περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι η συμφωνία προαιρέσεως δημιούργησε σχέση εγγυήσεως της ενάγουσας με την “…” ως εγγυητή του δανείου, απαραδέκτως προτείνονται και είναι απορριπτέες, καθόσον για την έγκυρη κατάρτιση συμβάσεως εγγύησης, η οποία σημειωτέον προϋποθέτει τη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεως δανειστή και εγγυητή, υποβαλλομένης της τελευταίας στον τύπο της ΑΚ 849, απαιτείται σαφής ανάληψη από τον εγγυητή της δικαιοπρακτικής ευθύνης για την εκπλήρωση της πρωτοφειλής (βλ. σχετ. Καραγκουνίδη σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 847 αριθ. 7, 8 επ.). Επομένως, επειδή η εναγόμενη αορίστως αναφέρεται σε ευθύνη της δικαιοπαρόχου της “…” ως εγγυήτριας, χωρίς να επικαλείται συγκεκριμένη εγγυητική δήλωση, αποτυπωμένη στο οικείο συστατικό έγγραφο, και προβάλλει υπό το πρίσμα αυτό τις συναφείς ενστάσεις, αυτές τυγχάνουν απαράδεκτες και απορριπτέες. Περαιτέρω, η εναγόμενη επικουρικά ισχυρίζεται ότι το παρεχόμενο στην ενάγουσα δυνάμει της από 15.4.2011 σχετικής συμφωνίας, δικαίωμα προαιρέσεως έχει ήδη αποσβεσθεί κατ’ εφαρμογή του παρατιθέμενου όρου 5.4. αυτής, διότι είτε ρητώς είτε σιωπηρώς, από τη συμπεριφορά της ενάγουσας, επήλθαν ουσιώδεις τροποποιήσεις στη δανειακή σύμβαση και τις παρασχεθείσες εξασφαλίσεις. Τέλος, η εναγόμενη προβάλλει όλως επικουρικά τη νόμω βάσιμη κατ’ άρθρο 300 ΑΚ ένσταση συντρέχοντος πταίσματος σε ποσοστό 99% της ενάγουσας αναφορικά με το ύψος της ζημίας την οποία υπέστη, δεδομένου ότι από υπαιτιότητά της (ενάγουσας), ως δανείστριας, η ναυτιλιακή επιχείρηση των δανειοληπτριών εταιρειών περιήλθε σε αδυναμία πληρωμής, με συνέπεια την απομείωση της αξίας του ένδικου δανείου. Οι ως άνω ισχυρισμοί πρέπει να ερευνηθούν και κατ’ ουσίαν.

IV. Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από την υπ’ αριθ. …/27.12.2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … που εξετάσθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Όλγας Γεωργαντίδου, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/20.12.2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …, από την υπ’ αριθ. ../14.12.2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος … που εξετάσθηκε με επιμέλεια της εναγόμενης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ζωής Βενίτη, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/11.12.2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά …, από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τις προτάσεις τους (άρθρα 261, 352 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 19.7.2007 σύμβασης χρηματοδότησης («Financial Agreement»), όπως αυτή τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τις από 11.6.2009, 24.6.2010 και 16.1.2013 πρόσθετες πράξεις, συμφωνήθηκε η χορήγηση δανείου από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…» από κοινού προς τις αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρείες με τις επωνυμίες «…» και «…», οι οποίες έχουν συσταθεί και διέπονται από το δίκαιο της Λιβερίας, μέχρι του ποσού των 24.964.200 δολ. ΗΠΑ, με σκοπό την απόκτηση δύο νέων δεξαμενόπλοιων, χωρητικότητας το καθένα περίπου 10.500 dwt. Η δανείστρια τράπεζα «…» συνεβλήθη επίσης στη σύμβαση χρηματοδότησης και τις από 11.6.2009 και 24.6.2010 Προσθήκες αυτής ως εκπρόσωπος (Agent), διαχειριστής ασφάλειας (Security Trustee) και αρχικός αντισυμβαλλόμενος αντιστάθμισης, στη δε από 16.1.2013 Προσθήκη υπ’ αριθ. 3 συνεβλήθη υπό την εν λόγω ιδιότητα η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «… …». Σχετικά με την παθητική νομιμοποίηση της εναγόμενης εταιρείας, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Δυνάμει της με αριθμό …/9.10.2011 Απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 2246/9.10.2011) ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της “…” και τέθηκε αυτή σε ειδική εκκαθάριση, οι δε συμβατικές με τρίτους σχέσεις της -πλην των ρητώς εξαιρούμενων- μεταβιβάσθηκαν, σύμφωνα με το Παράρτημα Ι της ίδιας Απόφασης, στο νεοσυσταθέν μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία “… …” και τον διακριτικό τίτλο “… …”, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 63Ε του ν. 3601/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4021/2011 (ΦΕΚ Α΄ 218). Ως εκ τούτου, η “… …” υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της “…”. Αργότερα, στα πλαίσια της αναδιαρθρώσεως του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, η εναγόμενη τράπεζα “… AE” συγχώνευσε δι’ απορροφήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 69 επ. του κ.ν. 2190/1920, τη “… …” και εκδόθηκε η Απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας με αριθμό Κ2-7010/22.11.2013, με την οποία εγκρίθηκε η ανωτέρω συγχώνευση, καταχωρήθηκε δε αυτή στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο την 22.11.2013 (ΦΕΚ τ. ΑΕ-ΕΠΕ & Γ.Ε.ΜΗ. 8382/27.11.2013). Έτσι, η εναγόμενη κατέστη έκτοτε καθολική διάδοχος της “… …”. Πράγματι, δυνάμει της ως άνω από 19.7.2007 σύμβασης χρηματοδότησης, χορηγήθηκε στις προαναφερθείσες αλλοδαπές εταιρείες δάνειο ποσού 22.230.000 δολ. ΗΠΑ, υπό την εγγύηση της διαχειρίστριας των πλοίων εταιρείας με την επωνυμία “…”, που έχει συσταθεί και διέπεται από το δίκαιο του Παναμά, και του … ως προσωπικού εγγυητή, σε εξασφάλιση δε κάθε απαίτησης από την προαναφερθείσα δανειακή σύμβαση οι από κοινού οφειλέτριες εταιρείες παρείχαν υπέρ της δανείστριας τράπεζας πρώτες ναυτικές υποθήκες επί των πλοίων “…”, ανήκοντος στην «…», και “…”, ανήκοντος στην «…», αμφοτέρων υπό τη σημαία της Λιβερίας, ναυπηγημένων στην Κίνα, που παραδόθηκαν το 2010, καθώς και άλλες εξασφαλίσεις (πρώτη εκχώρηση όλων των εσόδων και ασφαλίσεων των πλοίων κ.ά.). Με το από 15.4.2011 Έγγραφο Μεταβίβασης («Transfer Certificate») η δανείστρια «… …» μεταβίβασε ως σύνολο τα δικαιώματα και τις απαιτήσεις της εκ της ως άνω σύμβασης δανείου προς την ενάγουσα «…», η οποία απέκτησε όλα τα εν λόγω δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, υπεισερχόμενη στη δανειακή σύμβαση ως δανείστρια, αφού κατέβαλε το ποσό των 22.230.000 δολαρίων ΗΠΑ σε λογαριασμό της «…» τράπεζας, κατόπιν της από 11.4.2011 εγκρίσεως από τις αρμόδιες επιτροπές της ενάγουσας τράπεζας. Η μεταβίβαση συντελέσθηκε, κατόπιν ρητής συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών, υπό το αγγλικό δίκαιο, το οποίο διέπει και την υποκείμενη σύμβαση δανείου. Σκοπός της ως άνω εξαγοράς ήταν η παροχή ρευστότητας στην «…» τράπεζα, προκειμένου αυτή να απελευθερώσει τα χρηματοδοτικά της όρια. Άλλωστε, το δάνειο ήταν χωρισμένο σε 2 advances (ένα για κάθε πλοίο), με εναπομένουσα διάρκεια περίπου 9 χρόνια (06/2020 το πρώτο Advance και 09/2020 το δεύτερο), η αποπληρωμή του δε ξεκινούσε το 4ο τρίμηνο του 2011. Ταυτόχρονα, συνήφθη η από 15.4.2011 Συμφωνία Προαίρεσης για την Αναμεταβίβαση Έννομης Σχέσης μεταξύ των ως άνω τραπεζών, με την οποία συμφωνήθηκαν οι όροι επαναπόκτησης από την αρχική δανείστρια της έννομης σχέσης της δανειακής σύμβασης (δικαιώματα και υποχρεώσεις), η οποία εξακολούθησε να ενεργεί υπό την ιδιότητά της ως αντιπροσώπου (Agent) και εμπιστευματοδόχου (Security Trustee), για λογαριασμό της ενάγουσας, δηλαδή οι υποθήκες επί των πλοίων, οι εγγυήσεις και εν γένει εξασφαλίσεις παρέμειναν στο όνομά της, όπως άλλωστε συνηθίζεται στην περίπτωση εκχωρήσεως δανείου, για την παρακολούθηση της είσπραξης των απορρεουσών εξ αυτού απαιτήσεων (διαχειριστής πληρωμών). Στην εν λόγω από 15.4.2011 Συμφωνία Προαίρεσης επισυνάφθηκε η από 15.4.2011 επιστολή αναγνώρισης και συναίνεσης των οφειλετριών εταιρειών «…» και «…», όπως και των εγγυητών «…» και …, με την οποία αυτοί δήλωσαν ότι έλαβαν γνώση της συμφωνίας προαίρεσης και συναινούν στη μεταβίβαση των απορρεόντων από την από 19.7.2007 Σύμβαση Δανείου δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και απαιτήσεων, καθώς και ότι αναγνωρίζουν ως ακριβές το συνολικό υπόλοιπο των τηρουμένων στο πλαίσιο της ως άνω σύμβασης δανείου λογαριασμών την 15.4.2011. Ειδικότερα, η επαναπόκτηση της έννομης σχέσης από την αρχική δανείστρια τράπεζα προβλέφθηκε με την ως άνω από 15.4.2011 συμφωνία προαίρεσης να λάβει χώρα είτε με πρωτοβουλία δική της (της «…» τράπεζας – call option – βλ. όρο 3) είτε με πρωτοβουλία της «…» (put option – βλ. όρο 4). Συγκεκριμένα, στον όρο 4. αυτής με τίτλο «Επαναπόκτηση της έννομης σχέσης από την … με πρωτοβουλία της …», προβλέφθηκαν τα κάτωθι: «4.1 Οποτεδήποτε, εφεξής, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος καταγγελίας (event of default), όπως αυτό ορίζεται στη ρήτρα 22 της Σύμβασης Δανείου, εφόσον το γεγονός καταγγελίας δεν θεραπευθεί / αρθεί μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από τη διαπίστωση εκ μέρους της … της επέλευσής του, και με την επιφύλαξη της ρήτρας 5.4, η … κατά τους όρους της παρούσας ρήτρας δικαιούται με δικαίωμα προαίρεσης να αναμεταβιβάσει προς την … και η … υποχρεούται να επαναποκτήσει το σύνολο των δικαιωμάτων και απαιτήσεων που απορρέουν από την ως άνω Σύμβαση Δανείου, όπως θα έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο άσκησης του εν λόγω δικαιώματος (Put Option) εκ μέρους της … (σύμβαση αναμεταβίβασης έννομης σχέσης), ελεύθερα από κάθε ενεχυρίαση ή κατάσχεση ή συμψηφισμό και γενικά από κάθε βάρος, αξίωση ή άλλο δικαίωμα τρίτου. 4.2 Το δικαίωμα προαίρεσης της ρήτρας 4.1 θα ασκείται με ανέκκλητη έγγραφη δήλωση της …, απευθυντέα προς την …, η οποία θα περιέχει αφενός την επέλευση του γεγονότος καταγγελίας, το οποίο συνεχίσθηκε για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών, αφετέρου το χρόνο αναμεταβίβασης. Η δήλωση αυτή πρέπει να περιέλθει στην … τουλάχιστον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν τον οριζόμενο στη δήλωση χρόνο αναμεταβίβασης, η οποία ημέρα θα πρέπει να είναι και αυτή εργάσιμη. Την αυτή ημέρα που ορίσθηκε ως χρόνος αναμεταβίβασης, η … θα εισπράξει από την … το ισόποσο της οφειλόμενης από τον Οφειλέτη απαίτησης εκ του δανείου (κεφάλαιο πλέον τόκων και λοιπών εξόδων) με την ίδια ημερομηνία τοκοφορίας (valeur). Από εκείνο το χρονικό σημείο και εφόσον πραγματοποιηθεί η πλήρης εξόφληση της απαίτησης, η αναμεταβίβαση της έννομης σχέσης της Σύμβασης Δανείου θα συντελεσθεί διά της υπογραφής Εγγράφου Μεταβίβασης (Transfer Certificate), αντίγραφο του οποίου προσαρτάται στην παρούσα. 4.3 Σε περίπτωση παραβίασης ή άρνησης εκπλήρωσης εκ μέρους της … του ασκηθησομένου δικαιώματος προαίρεσης κατά τη ρήτρα 4.1 της παρούσας από την …, τότε η τελευταία θα έχει σωρευτικά κατ’ επιλογή τα παρακάτω δικαιώματα: α) να προσφύγει στα δικαστήρια σύμφωνα με τη ρήτρα 6 της παρούσας για την καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως της … προς το σκοπό της εκτέλεσης της αναμεταβίβασης της έννομης σχέσης της Σύμβασης Δανείου καθώς και την ανόρθωση οιασδήποτε ζημίας ήθελε αποδειχθεί εξαιτίας της παραβίασης ή άρνησης εκπλήρωσης εκ μέρους της … του ασκηθέντος δικαιώματος προαίρεσης κατά τη ρήτρα 4.1 της παρούσας από την …. (β) να προσφύγει στα δικαστήρια σύμφωνα με τη ρήτρα 6 της παρούσας για την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά της …Σ ώστε να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στην … το ισόποσο της οφειλόμενης από τον Οφειλέτη απαίτησης εκ του δανείου (κεφάλαιο πλέον τόκων και λοιπών εξόδων), όπως αυτό θα έχει διαμορφωθεί μετά το γεγονός υπερημερίας, το οποίο συνιστά τη χρηματική αξίωση / απαίτηση της … κατά της … λόγω του ασκηθησομένου δικαιώματος προαίρεσης (put option) δυνάμει της παρούσας Σύμβασης, επικαλούμενη την παρούσα Σύμβαση σε συνδυασμό με τη Σύμβαση Δανείου καθώς και τις καρτέλλες κίνησης των λογαριασμών, συμφωνηθέντος ήδη διά της παρούσας, ότι αντίγραφα ή αποσπάσματα από τα βιβλία της …, που εμφανίζουν την κίνηση του ή των λογαριασμών του δανείου από την έναρξή τους ή από την τελευταία αναγνώριση του Οφειλέτη θα αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της … κατά της …, ακόμη και μετά το κλείσιμο του λογαριασμού ή των λογαριασμών, μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή τους, επιτρεπομένης όμως ανταπόδειξης. Τα αντίγραφα ή τα αποσπάσματα αυτά συνομολογείται ότι θα εξάγονται, είτε και ως φωτοαντίγραφα είτε θα αναπαράγονται με την ηλεκτρονική μέθοδο κατ’ αποτύπωση των στοιχείων του ηλεκτρονικού υπολογιστή της …, είτε με οποιοδήποτε άλλο καθιερωμένο από την τελευταία ή την τραπεζική πρακτική για τις συναλλαγές της τρόπο. (γ) να προσφύγει στα δικαστήρια σύμφωνα με τη ρήτρα 6 κατά την τακτική διαδικασία για την ανόρθωση πάσης ζημίας που ήθελε αποδειχθεί εξαιτίας της παραβίασης ή άρνησης εκπλήρωσης εκ μέρους της … του ασκηθέντος δικαιώματος προαίρεσης κατά τη ρήτρα 4.1 της παρούσας από την …». Περαιτέρω, με τον όρο 5. Δηλώσεις – Υποχρεώσεις, συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «5.4 Η … δηλώνει και αποδέχεται με την παρούσα, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα ρητή υποχρέωση προς τούτο, ότι προκειμένου να δύναται να ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης για την αναμεταβίβαση της έννομης σχέσης της Σύμβασης Δανείου (Put Option) σύμφωνα με τα οριζόμενα ανωτέρω στη ρήτρα 4, η Σύμβαση Δανείου που έχει ήδη μεταβιβασθεί, θα συνεχίσει να διέπεται από τους αυτούς ουσιώδεις όρους και συμφωνίες. Για οποιαδήποτε ουσιώδη τροποποίηση αυτής, ενόσω εκκρεμεί η άσκηση του δικαιώματος επαναπόκτησης σύμφωνα με την παρούσα, θα πρέπει προηγουμένως να έχει παρασχεθεί η σχετική συναίνεση προς τούτο από την …, την οποία δεν θα δύναται να αρνηθεί δίχως εύλογη αιτία». Τέλος, με τις Γενικές Διατάξεις (όρος 6.), συμφωνήθηκε ότι η συμφωνία αυτή, ιδίως η άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης για την επαναπόκτηση της έννομης σχέσης, θα διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, παρόμοια δε η κατάρτιση και υπογραφή του Εγγράφου Μεταβίβασης (Transfer Certificate) θα διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, ωστόσο η ενάσκηση των δικαιωμάτων εκ της σύμβασης δανείου μετά την ενάσκηση του δικαιώματος προαίρεσης θα διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, το οποίο διέπει και την υποκείμενη σχέση. Ως προς τη νομική φύση και τον χαρακτήρα της ως άνω από 15-4-2011, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι αποτελεί τυπική μορφή συμφωνίας προαιρέσεως, όπως αναλύθηκε στην μείζονα σκέψη της παρούσας, με αποτέλεσμα η άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος προαιρέσεως από κάποια από τις δικαιούχους, με μονομερή και ανέκκλητη δήλωση, να επιφέρει την κατάρτιση της συμβάσεως επαναμεταβιβάσεως της συμβάσεως δανείου στην …, με πρωτοβουλία είτε της τελευταίας, είτε της …, με την δικαιούχο να έχει τις κάτωθι αξιώσεις: α) καταβολής του ισόποσου της οφειλόμενης από τους οφειλέτες απαιτήσεως εκ του δανείου και β) την υπογραφή εγγράφου αναμεταβιβάσεως, που αποτελούν και τις κύριες παροχές, που συμφωνήθηκαν για την σύμβαση επαναμεταβιβάσεως. Αντιθέτως, η εναγόμενη τράπεζα ισχυρίζεται με τις προτάσεις της ότι η ως άνω από 15.4.2011 συμφωνία προαιρέσεως δεν ενείχε το περιεχόμενο ούτε αποσκοπούσε στη λειτουργία του διαπλαστικού δικαιώματος προαίρεσης, το οποίο με τη μονομερή άσκησή του επιφέρει την αναμεταβίβαση, αλλά επρόκειτο για μία ιδιώνυμη ενοχική προπαρασκευαστική της αναμεταβιβάσεως σύμβαση, συναφθείσα στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ). Τον ισχυρισμό της αυτό στηρίζει στις τεθείσες προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της αναμεταβίβασης, σύμφωνα με την προεκτεθείσα παρ. 4.2, ήτοι στην προηγούμενη εξόφληση της οφειλής των πλοιοκτητριών εταιρειών εκ του δανείου και στην υπογραφή εν συνεχεία εγγράφου αναμεταβίβασης, υποστηρίζοντας σχετικά ότι το έγγραφο αυτό συνιστούσε την κύρια σύμβαση και μόνο με την κατάρτισή του θα επέρχονταν οι συνέπειες της αναμεταβίβασης. Ως προς το κρίσιμο αυτό ζήτημα, από την γραμματική διατύπωση της από 15-4-2011 «συμφωνίας προαιρέσεως για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης» προκύπτει ότι υπάρχει ασάφεια για το περιεχόμενο της και συγκεκριμένα εάν τα διάδικα μέρη επιθυμούσαν την κατάρτιση συμφωνίας προαιρέσεως, οπότε με την άσκηση του δικαιώματος θα συνάπτεται και η σύμβαση επαναμεταβιβάσεως (θέση ενάγουσας) ή την κατάρτιση μίας προπαρασκευαστικής συμβάσεως, που να προβλέπει τις προϋποθέσεις επαναμεταβιβάσεως. Ειδικότερα, αν και οι αντισυμβαλλόμενοι χαρακτήρισαν την σύμβαση τους ως συμφωνία προαιρέσεως και χρησιμοποίησαν τους όρους put option και call option, που παραπέμπουν σαφώς σε συμφωνία προαιρέσεως, στην ανάλυση του τρόπου ασκήσεως των δικαιωμάτων κάθε πλευράς (άρθρο 3 για την … και άρθρο 4 για την …) προβλέπεται χρόνος αναμεταβιβάσεως μεταγενέστερος της ασκήσεως του διαπλαστικού δικαιώματος. Επομένως, η από 15-4-2011 περιέχει ασάφειες και χρήζει ερμηνείας από το Δικαστήριο, με τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Οι ως άνω διατάξεις αποσκοπούν στην ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως και καθεμιά από αυτές συμπληρώνει την άλλη. Η πρώτη εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δηλώσεως, δηλαδή την άποψη του δηλούντος, και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δηλώσεως, αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση, η δε δεύτερη εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται στις συναλλαγές, κατά την κρίση του εχέφρονα ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, καθώς και τη φύση της σύμβασης. Έτσι, κάθε δήλωση βουλήσεως θα πρέπει να ληφθεί με την έννοια που απαιτεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η συναλλακτική ευθύτητα και κατά τους κανόνες της οποίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βουλήσεως και από τον τρίτο (ΑΠ 428/2019, Α΄ Δημ. ΝΟΜΟΣ). Στην συγκεκριμένη σύμβαση, πρέπει να ληφθεί κυρίως υπόψιν ότι οι αντισυμβαλλόμενοι, μέρη έμπειρα στις συναλλαγές, καθόσον επρόκειτο για τραπεζικά ιδρύματα και επιχειρηματίες με εξειδικευμένο νομικό και οικονομικό επιτελείο, όρισαν ρητώς, όπως συνάγεται εκ του τίτλου της επίδικης συμφωνίας, εκδηλώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την βούληση τους ότι επρόκειτο για συμφωνία προαιρέσεως, και όχι λ.χ. για προσύμφωνο ή οποιαδήποτε άλλη προπαρασκευαστική συμφωνία, η άσκηση δε του σχετικού δικαιώματος επέφερε άμεσα την αναμεταβίβαση. Επειδή η δήλωση άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης παριστά άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος και συνεπάγεται επέμβαση στη νομική σφαίρα του δεσμευόμενου, ήταν ευνόητο το ενδιαφέρον των μερών να υφίσταται πλήρης σαφήνεια ως προς τη δήλωση αυτή, ώστε να διασφαλίζεται βεβαιότητα για τις εντεύθεν ανακύπτουσες υποχρεώσεις και έννομες συνέπειες. Εν προκειμένω, στην παρ. 4.1 της συμφωνίας προαίρεσης περιγράφεται το συμφωνηθέν δικαίωμα προαίρεσης, το οποίο με την άσκησή του με ανέκκλητη μονομερή δήλωση της «…» παρέχει σ’ αυτήν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρ. 4.2 και εν συνεχεία, στην περίπτωση μη συμμόρφωσης του δεσμευόμενου μέρους, τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρ. 4.3. Βούληση των μερών ήταν, με την επέλευση της υπερημερίας ως προς την αποπληρωμή του δανείου και την άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης με την ανέκκλητη μονομερή δήλωση της «…», να καταρτίζεται η συμφωνία επαναμεταβιβάσεως και πλέον η αντισυμβαλλόμενη, ως κύρια υποχρέωση να έχει την επιστροφή του χρηματικού ποσού που αυτή είχε καταβάλει για την αγορά του δανείου. Περαιτέρω, από το συνολικό περιεχόμενο της συμφωνίας, που προβλέπει τόσο την περίπτωση call όσο και put option, ήτοι και τις δύο συνήθεις μορφές προαίρεσης, προκύπτει ότι βούληση των μερών ήταν η κατάρτιση συμφωνίας προαιρέσεως με αντίστοιχους όρους και στις δύο περιπτώσεις, χωρίς να ευνοείται το ένα από τα δύο μέρη έναντι του άλλου. Συγκεκριμένα ο όρος 3 για την επαναπόκτηση της έννομης σχέσης από την … με πρωτοβουλία της … (Call Option), που έχει παρόμοιο περιεχόμενο με τον ως άνω όρο 4 για την περίπτωση που την πρωτοβουλία λαμβάνει η … (Put Option), χωρίς βέβαια να θέτει ως αίρεση την υπερημερία των δανειοληπτριών εταιρειών, προβλέπει στην παρ. 3.2 τα εξής: «Το δικαίωμα προαίρεσης της ρήτρας 3.1 θα ασκείται με ανέκκλητη έγγραφη δήλωση της …, απευθυντέα προς την …, όπου θα ορίζεται ο χρόνος αναμεταβίβασης. Η δήλωση αυτή θα πρέπει να περιέλθει στην … τουλάχιστον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν τον οριζόμενο στη δήλωση χρόνο αναμεταβίβασης, η οποία ημέρα θα πρέπει να είναι και αυτή εργάσιμη. Την αυτή ημέρα που ορίσθηκε ως χρόνος αναμεταβίβασης, η … θα καταβάλλει στην … το ισόποσο της οφειλόμενης από τον Οφειλέτη απαίτησης εκ του δανείου (κεφάλαιο πλέον τόκων και λοιπών εξόδων) με την ίδια ημερομηνία τοκοφορίας (valeur), εφόσον τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν τον οριζόμενο στη δήλωση χρόνο αναμεταβίβασης, η … ενημερώσει την … για το ακριβές ποσό της ως άνω απαίτησης. Από εκείνο το χρονικό σημείο και εφόσον πραγματοποιηθεί η πλήρης εξόφληση της απαίτησης, η αναμεταβίβαση της έννομης σχέσης της Σύμβασης Δανείου θα συντελεσθεί διά της υπογραφής Εγγράφου Μεταβίβασης (Transfer Certificate), αντίγραφο του οποίου προσαρτάται στην παρούσα». Από τη συνολική εκτίμηση των παρ. 3.2 και 4.2 της από 15.4.2011 συμφωνίας προαίρεσης προκύπτει, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι η προηγούμενη εξόφληση των οφειλόμενων εκ των δανειοληπτριών εταιρειών ποσών δεν τέθηκε ως αίρεση για τη σύναψη της σύμβασης αναμεταβίβασης, καθόσον η αναμεταβίβαση συμφωνήθηκε να συντελείται με μόνη τη μονομερή και ανέκκλητη δήλωση του εκάστοτε δικαιούχου του δικαιώματος προαίρεσης, η δε πρόβλεψη υπογραφής «Εγγράφου Μεταβίβασης» μετά την καταβολή εξυπηρετούσε προεχόντως την «… Τράπεζα» στην περίπτωση που η επαναπόκτηση πραγματοποιούνταν με δική της πρωτοβουλία [call option (3.2)] και τέθηκε για την προστασία της, επαναλήφθηκε δε αυτούσια και για την περίπτωση που την πρωτοβουλία ελάμβανε η «…» [put option] στην παρ. 4.2 της συμφωνίας προαίρεσης. Επομένως, αν και ο νομικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται από τους εκάστοτε διαδίκους σε οποιαδήποτε σύμβαση δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, το οποίο αυτεπάγγελτα προβαίνει στην ορθή νομική υπαγωγή, όπως επισημαίνει και η εναγόμενη με τις προτάσεις της, στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, σε συνδυασμό και τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ το παρόν Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι : α) η από 15.4.2011 συμφωνία προαιρέσεως συνιστά πραγματικά προαίρεση κατά την έννοια που αναλύεται ανωτέρω στην υπό στοιχ. Ι.Β. νομική σκέψη και όχι κάποια ιδιώνυμη προπαρασκευαστική σύμβαση και β) με την άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως από την ενάγουσα, η αντισυμβαλλόμενη της είχε ως κύριες συμβατικές υποχρεώσεις την καταβολή του οφειλόμενου ποσού του δανείου και την υπογραφή του εγγράφου αναμεταβιβάσεως. Περαιτέρω, σχετικά με τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι η ως άνω από 15.4.2011 συμφωνία προαίρεσης συνήφθη φαινομενικά και όχι στα σοβαρά, ήταν δηλαδή εικονική, τον οποίο στηρίζει προεχόντως στην από 15.4.2011 επιστολή της «…» τράπεζας προς την ενάγουσα, με θέμα «Μεταβίβαση απαιτήσεων από Δάνειο» και την οποία (επιστολή) θεωρεί αντέγγραφο, όπου αποτυπώνεται η υποκρυπτόμενη συμφωνία των ανωτέρω συμβληθεισών τραπεζών, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Mε βάση την αναφορά στην επιστολή περί ανάληψης υποχρέωσης εκ μέρους της αρχικής δανείστριας τράπεζας ότι την ίδια ημέρα της μεταβίβασης των απαιτήσεων από την επίδικη σύμβαση δανείου προς την «…», θα προβεί στη χρηματοδότηση του κ. Ιωάννη Βαρδινογιάννη του Ιωσήφ, αμέσως ή εμμέσως, ήτοι σε τρίτο νομικό πρόσωπο, συμφερόντων του, που θα υποδείκνυε ο ίδιος στην «…», με σκοπό την κάλυψη με το ποσό των 15.000.000 ευρώ αδιάθετων μετοχών που προέκυψαν κατά την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας «…» (…), η οποία είχε αποφασισθεί δυνάμει των από 19.12.2010 Β΄ Επαναληπτικών Έκτακτων Γενικών Συνελεύσεων των κοινών και προνομιούχων αντίστοιχα μετοχών της …, ισχυρίζεται η εναγόμενη ότι η συμφωνία προαίρεσης υπέκρυπτε συμφωνία περί χρηματοδότησης από την «…» της προαναφερθείσας εταιρείας συμφερόντων του …· για το λόγο δε αυτό συμπεριελήφθη στην εν λόγω επιστολή η αναφορά ότι, σε περίπτωση που δεν καθίστατο δυνατή για οιονδήποτε λόγο η χρηματοδότηση προς το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο για τον ανωτέρω περιγραφόμενο σκοπό, η … θα εδικαιούτο είτε να μην αποδεχθεί τη μεταβίβαση των απορρεουσών από την επίδικη σύμβαση δανείου απαιτήσεων είτε, στην περίπτωση που η μεταβίβαση συντελούνταν πριν τη ματαίωση της ήδη αποφασισθείσας από την «…» χρηματοδότησης, θα είχε τη δυνατότητα η … να αναμεταβιβάσει τις απαιτήσεις από την ως άνω σύμβαση δανείου προς την «…», με την ταυτόχρονη καταβολή εκ μέρους της της ισόποσης κατά το χρόνο εκείνο οφειλής του οφειλέτη από το δάνειο, η ίδια δε θα προέβαινε σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια για την τελείωση της ως άνω αναμεταβίβασης. Η ένσταση αυτή, ωστόσο, την οποία με έμφαση προτάσσει η εναγόμενη προς άμυνα της υπό κρίση αγωγής με τις προτάσεις της, τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα, καθόσον, από μόνο το γεγονός ότι το αντάλλαγμα της σύμβασης μεταβίβασης ήταν ουσιαστικά το δάνειο που χορήγησε η “…” σε εταιρεία συμφερόντων Ιωάννη Βαρδινογιάννη, δεν αποδεικνύεται ότι οι από 15.4.2011 συμφωνίες (προαίρεσης, αλλά και μεταβίβασης) συνήφθησαν φαινομενικά μόνο και όχι στα σοβαρά. Η μεταβίβαση του συνόλου της δανειακής σχέσεως έλαβε χώρα έναντι ανταλλάγματος (τιμήματος) 22.230.000 δολ. ΗΠΑ, όπως προκύπτει από το σχετικό αντίγραφο swift του από 15.4.2011 εμβάσματος στον λογαριασμό της “… …” (beneficiary customer name), με σαφή αναφορά στις δανειολήπτριες εταιρείες. Το γεγονός ότι το ποσό αυτό χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση εταιρειών συμφερόντων του … δεν καθιστά τις ανωτέρω συμφωνίες εικονικές και άκυρες. Περαιτέρω, η εικονικότητα της συμφωνίας προαίρεσης δεν προκύπτει ούτε έμμεσα από την «έκθεση» της ενάγουσας τράπεζας σε υψηλά χρηματικά ποσά που της όφειλε η «…» από προηγούμενες δανειακές συμβάσεις, καθόσον η εναγόμενη δεν δικαιολογεί επαρκώς για ποιον λόγο η ενάγουσα να επιλέξει να τη χρηματοδοτήσει μέσω …, προκειμένου να διασώσει τις απαιτήσεις της, και να μην τής παράσχει διευκολύνσεις αποπληρωμής. Άλλωστε, η δυνατότητα επαναγοράς του δανείου από την αρχική δανείστρια τράπεζα ήταν καθοριστικής σημασίας για την αξιολόγηση της εξαγοράς του δανείου από την «…», σύμφωνα με το από 8.4.2011 έγγραφο «καθορισμού ορίου» αυτής (internal use only – confidential). Επομένως, αναμφισβήτητα πρόθεση της ενάγουσας ήταν η συμφωνία προαίρεσης να παραγάγει έννομες συνέπειες, και δη δεσμευτικές για την αντισυμβαλλόμενή της και τους διαδόχους αυτής. Περαιτέρω, μετά την άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης με την από 12.3.2015 εξώδικη επιστολή της ενάγουσας, την οποία επέδωσε όπως αναλύεται κατωτέρω στην εναγόμενη στις 13.3.2015, η τελευταία ουδόλως απάντησε στην ενάγουσα προκειμένου ν’ αμφισβητήσει άμεσα το κύρος της από 15.4.2011 συμφωνίας προαίρεσης αλλά και της ταυθήμερης μεταβίβασης του δανείου, προέβαλε δε το πρώτον τον ισχυρισμό περί εικονικότητας αυτών ως άμυνα στην υπό κρίση αγωγή με τις προτάσεις της· έως τότε, περιοριζόταν στην επισήμανση κατά την αλληλογραφία που αντήλλασσαν ότι ενεργούσε αποκλειστικά ως αντιπρόσωπος (agent και security trustee) για τη δανειακή σύμβαση, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ταυτόχρονα ότι η αρχική δανείστρια τράπεζα “… …” ήταν δικαιοπάροχος της «…», ήτοι μη αμφισβητώντας την ισχύ της από 15.4.2011 σύμβασης μεταβίβασης του συνόλου της δανειακής σχέσης (βλ. ενδεικτικά την από 24.3.2016 επιστολή της εναγόμενης). Σχετική αναφορά, άλλωστε, στο ενδεχόμενο άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης από την ενάγουσα είχε γίνει από την τελευταία και στο από 23.9.2014 ηλεκτρονικό μήνυμα προστηθέντος της προς την εναγόμενη, με το οποίο τασσόταν προθεσμία έως τις 10.10.2014 για ν’ απαντήσει στο αίτημα συναίνεσης που είχε υποβληθεί στην εναγόμενη με την από 12.6.2014 επιστολή της ενάγουσας, χωρίς η εναγόμενη ν’ αμφισβητήσει το κύρος της εν λόγω συμφωνίας με την απάντησή της. Επομένως, από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν μετ’ επικλήσεως προέκυψε ότι η συμφωνία προαίρεσης, όπως και η συμφωνία μεταβίβασης, αντιμετωπίζονταν καθ’ όλο το διάστημα μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής ως πραγματικές συμφωνίες. Σημειώνεται, τέλος, ότι, όπως προεκτέθηκε, η ως άνω συμφωνία προαίρεσης προβλέπει δύο περιπτώσεις για την αναμεταβίβαση της δανειακής σχέσεως, χωρίς να ευνοεί τη μία αντισυμβαλλόμενη πλευρά έναντι της άλλης, ήτοι προβλέπει την περίπτωση που τη σχετική πρωτοβουλία αναλαμβάνει η «… Τράπεζα» (call option), αλλά και την περίπτωση πρωτοβουλίας από την «…» (put option), με τους όρους 3 και 4 αυτής, αντίστοιχα. Υπήρχε, επομένως, όφελος και για την πλευρά της «…» από τη συμφωνία αυτή, από την οποία η εναγόμενη τράπεζα «……» δεσμεύεται ως καθολική διάδοχος της «…». Εξάλλου, σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούται η ενάγουσα να προσφέρει στην εναγόμενη το χρηματικό ποσό με το οποίο η “…” είχε δανειοδοτήσει τον … και τις εταιρείες του, καθόσον επρόκειτο για αυτοτελή σύμβαση, ξέχωρη της επίδικης, για την εξυπηρέτηση δε του εν λόγω δανείου ουδεμία ευθύνη φέρει η ενάγουσα. Επίσης, από μόνο το γεγονός ότι η εναγόμενη τράπεζα “……” υπεισήλθε στη θέση της αρχικής δανείστριας τράπεζας (…) και της διαδόχου αυτής (…) στα πλαίσια αναδιαρθρώσεως του τραπεζικού συστήματος, χωρίς να έχει λάβει μέρος στις ως άνω συμφωνίες, δεν υφίσταται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αντίθεση στα χρηστά ήθη και, επομένως, αβασίμως ισχυρίζεται τα αντίθετα επικουρικά με τις προτάσεις της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, με την από 12.3.2015 εξώδικη δήλωσή της, η ενάγουσα γνωστοποίησε στην ήδη εναγόμενη, αλλά και στις δανειολήπτριες, την εταιρική εγγυήτρια και τον προσωπικό εγγυητή (βλ. αντίστοιχα την υπ’ αριθ. …΄/13.3.2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών … και τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …), ότι είχε επέλθει καθυστέρηση πέραν των τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών στην εξυπηρέτηση του δανείου από τις δανειολήπτριες, ήδη δε το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου που παρέμενε σε καθυστέρηση ανερχόταν στο ποσό των 2.445.837,98 δολ. ΗΠΑ, που αφορούσε σε κεφάλαιο και τόκους κεφαλαίου κατά την ειδικότερη ανάλυση αυτού, πλέον τόκων και εξόδων από την ημερομηνία οφειλής των ως άνω ποσών μέχρι την ημερομηνία εξόφλησής τους. Επειδή δε τα ανωτέρω συνιστούσαν αδιαμφισβήτητα γεγονότα παράβασης (events of default), όπως αυτά ορίζονταν στον όρο 22 της Σύμβασης Δανείου, τα οποία δεν είχαν θεραπευθεί από τις δανειολήπτριες, όπως αυτές όφειλαν, η ενάγουσα δήλωνε ότι ασκούσε σύμφωνα με τον όρο 4 της από 15.4.2011 Συμφωνίας Προαίρεσης το δικαίωμα προαίρεσης (put option) για την αναμεταβίβαση στην εναγόμενη και επαναπόκτηση εκ μέρους της του συνόλου των δικαιωμάτων και απαιτήσεων που απέρρεαν από την παραπάνω Σύμβαση Δανείου, όπως είχαν διαμορφωθεί, ελευθέρων από κάθε ενεχυρίαση ή κατάσχεση ή συμψηφισμό και γενικά από κάθε βάρος, αξίωση ή άλλο δικαίωμα τρίτου. Επίσης, δήλωνε ότι όριζε την 27η Μαρτίου 2015 ως ημερομηνία κατά την οποία η εναγόμενη ήταν υπόχρεη να της καταβάλει το κατά την εν λόγω ημερομηνία ισόποσο της οφειλόμενης από τις δανειολήπτριες εταιρείες απαίτησης εκ του δανείου (κεφάλαιο πλέον τόκων και λοιπών εξόδων) με την ίδια ημερομηνία τοκοφορίας (valeur). Ακολούθως, τα μέρη είχαν υποχρέωση να υπογράψουν το Έγγραφο Μεταβίβασης (Transfer Certificate), το οποίο η εναγόμενη καλούνταν να υπογράψει κατά την ως άνω ημερομηνία. Η εναγόμενη, ωστόσο, παρά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης από την ενάγουσα, δε συμμορφώθηκε προς τις προπεριγραφείσες συμβατικές της υποχρεώσεις, αλλά καθυστερούσε συνεχώς και τελικά αρνήθηκε την εκπλήρωση τους, επικαλούμενη ότι σ’ αυτήν «συμμετέχει αποκλειστικά με την ιδιότητα του αντιπροσώπου (“agent”) και του θεματοφύλακα ασφαλείας (“security trustee”)» (βλ. ιδίως τις από 24.3.2016 και 27.5.2016 επιστολές της εναγόμενης προς την ενάγουσα και την από 15.6.2016 επιστολή της ενάγουσας προς την εναγόμενη). Για τον λόγο αυτό, η ενάγουσα επέλεξε, προκειμένου να ικανοποιηθεί, εκ των ανωτέρω προβλεπόμενων για την περίπτωση της συμβατικής παραβάσεως από την εναγόμενη, στην περ. (α), στην περ. (β) και στην περ. (γ) της παρ. 4.3 δικαιωμάτων της, κατόπιν ενεργοποιήσεως, κατά τα ανωτέρω, του διαπλαστικού δικαιώματος προαίρεσης υπέρ αυτής με την προαναφερθείσα εξώδικη δήλωσή της και λόγω αρνήσεως της εναγόμενης να εξοφλήσει τα οφειλόμενα και να προβεί στην κατάρτιση του απαιτούμενου Εγγράφου Μεταβίβασης, ν’ ασκήσει τα αναφερόμενα στην περ. (α) και να προσφύγει στο παρόν Δικαστήριο ζητώντας: α) την καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως της εναγόμενης για την υπογραφή του Εγγράφου Μεταβίβασης και β) την ανόρθωση της ζημίας της από την άρνηση εκπλήρωσης εκ μέρους της εναγόμενης του ασκηθέντος δικαιώματος προαίρεσης, η οποία ανέρχεται στο ισόποσο της οφειλόμενης εκ του δανείου απαίτησης (κεφάλαιο πλέον τόκων και λοιπών εξόδων). Επομένως, η ενάγουσα προέταξε, εκ των συρρεόντων στις περ. α, β και γ δικαιωμάτων, τα προβλεπόμενα στην περίπτωση (α) δικαιώματα, ήτοι αξίωσε την εκπλήρωση της κύριας παροχής (βλ. άρθρο 343 παρ. 1 εδ. α ΑΚ), συνιστάμενης εν προκειμένω τόσο στην καταβολή του ποσού που όφειλαν οι δανειολήπτριες εταιρείες όσο και στην κατάρτιση του εγγράφου μεταβίβασης, όπως προβλεπόταν στην παρ. 4.2. της συμφωνίας προαίρεσης. Ο αμυντικός της εναγόμενης ισχυρισμός ότι η ενάγουσα δεν δικαιούται να ζητεί την καταδίκη σε δήλωση βούλησης της εναγόμενης, καθόσον αυτή συνιστούσε την κύρια παροχή, αντί για την εκπλήρωση της οποίας επέλεξε να ζητήσει πλήρη αποζημίωση, δεν προκύπτει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ούτε από το γράμμα ούτε από την ερμηνεία της από 15.4.2011 συμφωνίας προαίρεσης, αντιβαίνει δε στην ίδια τη λειτουργία και τη χρησιμότητά της στο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο κινούνται οι εμπλεκόμενες τράπεζες, καθόσον σε μία τέτοια περίπτωση καμία εξ αυτών δεν θα μπορεί ν’ ασκήσει τα δικαιώματα εκ της από 19.7.2007 συμβάσεως δανείου. Οι ως άνω υποχρεώσεις της δεσμευόμενης τράπεζας, κύριες και οι δύο, συνιστούν ένα ενιαίο πλέγμα, καθώς δεν δύναται να εκτελεστούν αυτοτελώς και ξέχωρα η μία της άλλης, παρά μόνο ως σύνολο, με συνέπεια να μη χωρεί εν προκειμένω εφαρμογή ούτε της παρ. 2 του άρθρου 343 ούτε των άρθρων 383 και 385 ΑΚ. Η εξόφληση της οφειλής των δανειοληπτριών εταιρειών εκ της συμβάσεως δανείου δεν συνιστά την προβλεπόμενη στην παρ. 1 εδ. α του άρθρου 343 ΑΚ «αποζημίωση για τη ζημία του δανειστή από την καθυστέρηση», η οποία περιορίζεται στη ζημία που αυτός υπέστη λόγω της υπερημερίας, λ.χ. τα έξοδα στα οποία προέβη εξαιτίας της, και την αποκατάσταση της οποίας η ενάγουσα εν προκειμένω ουδόλως αξιώνει, αλλά συνιστά το ένα σκέλος της συμφωνηθείσας κύριας παροχής, στην οποία η ενάγουσα εξακολουθεί να έχει συμφέρον, ως σύνολο. Ότι η ερευνώμενη αξίωση της ενάγουσας δεν συνιστά την εξ υπερημερίας επελθούσα ζημία της, κατά την έννοια του άρθρου 343 παρ. 1 ΑΚ, προκύπτει, άλλωστε, από το ίδιο το γράμμα της συμφωνίας προαίρεσης, καθόσον στην παρ. 4.3. (α) προβλέπεται δικαίωμα προσφυγής της στα δικαστήρια «καθώς και για την ανόρθωση οιασδήποτε ζημίας ήθελε αποδειχθεί εξαιτίας της παραβίασης ή άρνησης εκπλήρωσης εκ μέρους της … του ασκηθέντος δικαιώματος προαίρεσης κατά τη ρήτρα 4.1». Συνεπώς, σύμφωνα πάντα με τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, επειδή το δικαίωμα προαίρεσης της «…» είχε ήδη ασκηθεί κατά τη ρήτρα 4.1. (βλ. «ασκηθέντος») και η υπόχρεη τράπεζα δεν εκπλήρωσε τις εξ αυτού απορρέουσες υποχρεώσεις της, η ενάγουσα βάσιμα απαιτεί με την υπό κρίση αγωγή την καταδίκη σε δήλωση βούλησης της τελευταίας προς το σκοπό εκτέλεσης της αναμεταβίβασης, καθώς και την ανόρθωση της εν γένει («οιασδήποτε») ζημίας της [παρ. 4.3.(α)]. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η οφειλή των δανειοληπτριών εταιρειών την 31.8.2017, με βάση τις καρτέλες εκάστου λογαριασμού εξυπηρέτησης του επίδικου δανείου που τηρούσε η ενάγουσα, είχε διαμορφωθεί σε ποσό ύψους 24.558.106,32 δολ. ΗΠΑ, αναλυόμενο σε συνολική οφειλή (κεφάλαιο πλέον τόκων) 12.302.965,54 και 12.109.059,15 δολ. ΗΠΑ για έκαστη δανειολήπτρια, πλέον λοιπών τόκων και εξόδων. Επομένως, η εναγόμενη υποχρεούται, κατά τον υπ’ αριθ. 4.3 (α) όρο της από 15.4.2011 συμφωνίας προαίρεσης, να προβεί στην υπογραφή Εγγράφου Μεταβίβασης και να εκπληρώσει και την χρηματική της οφειλή, καταβάλλοντάς της το ως άνω ποσό, στο οποίο αποδείχθηκε ότι αυτή ανέρχεται. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα μέρη δεν είχαν ελευθερωθεί από την από 15.4.2011 συμφωνία προαίρεσης ούτε είχε αποσβεσθεί το σχετικό δικαίωμα της ενάγουσας από μόνο το γεγονός ότι οι δανειολήπτριες εταιρείες δεν εκπλήρωναν τις δανειακές υποχρεώσεις τους ήδη για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν την άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης, λόγος, άλλωστε, για τον οποίο υπέβαλαν αίτημα -που έγινε δεκτό με την από 16.1.2013 πρόσθετη πράξη- για την αναδιάρθρωση αυτού, καθόσον οι τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από τη διαπίστωση εκ μέρους της ενάγουσας της επέλευσης του γεγονότος καταγγελίας, που προβλέπονται στους όρους 4.1 και 4.2 της συμφωνίας, αποτελούν, σύμφωνα και με τις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, το ελάχιστο χρονικό διάστημα που έπρεπε να παρέλθει προτού η ενάγουσα προβεί μονομερώς στη δήλωσή της περί ασκήσεως του δικαιώματος προαίρεσης, χωρίς να ορίζεται ταυτόχρονα κάποια προθεσμία μέσα στην οποία θα έπρεπε η ενάγουσα να εκδηλώσει σχετική βούληση. Επομένως, η τελευταία, που προέβη εν τέλει στη σχετική δήλωση προς τη νυν εναγόμενη στις 12.3.2015, ενήργησε σε εύλογο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, χρόνο. Για την κρίση του αυτή το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του την αναγκαιότητα για την ύπαρξη ενός απώτατου χρονικού ορίου της παραγόμενης εκ του συμφώνου προαίρεσης δέσμευσης που υπογραμμίζεται τόσο στη νομολογία (βλ. ΕφΑθ 1212/1975 ό.π.) όσο και στη θεωρία, στην οποία ειδικότερα υποστηρίζεται η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής της ΑΚ 566 παρ. 2, η οποία προβλέπει πενταετή αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος εξωνήσεως, δεδομένου ότι το ρυθμιζόμενο στις ΑΚ 566-572 σύμφωνο εξωνήσεως αποτελεί, κατά κρατούσα γνώμη, ειδικότερη μορφή του συμφώνου προαιρέσεως, με συνέπεια κάποιες από τις διατάξεις των ΑΚ 565-572 να δύνανται να εφαρμοσθούν αναλογικώς και επί του συμφώνου προαίρεσης, προεχόντως στην προκείμενη περίπτωση του put option, το οποίο εμφανίζει ακόμη εντονότερη αξιολογική ομοιότητα -σε σχέση με το call option- με το σύμφωνο εξωνήσεως, και δη με σκοπό τον περιορισμό της μετέωρης κατάστασης και των δυσμενών για τον δεσμευόμενο συνεπειών εκ της συμφωνίας προαίρεσης (βλ. Καραμπατζό, ό.π., σελ. 145-146, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία). Δεδομένου δε ότι η συμφωνία προαίρεσης καταρτίσθηκε στις 15.4.2011, η άσκηση του σχετικού δικαιώματος στις 12.3.2015 εξυπηρετεί την απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου και συνάδει απολύτως με τη φύση του ως διαπλαστικού δικαιώματος. Εξάλλου, η ενάγουσα ουδέποτε επέδειξε αδιαφορία για την ορθή λειτουργία του δανείου, αλλά προέβη σε αναδιάρθρωσή του, αποσκοπώντας κατά πρώτον στην παροχή στις δανειολήπτριες των απαραίτητων διευκολύνσεων για την αποπληρωμή του. Συνεπώς, οι ενστάσεις αποσβέσεως, άλλως καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος προαίρεσης και μονομερούς παραιτήσεως της ενάγουσας από αυτό τυγχάνουν ουσιαστικά αβάσιμες και απορριπτέες. Περαιτέρω, ο επικουρικά προβαλλόμενος ισχυρισμός της εναγόμενης ότι το δικαίωμα προαιρέσεως έχει αποσβεσθεί κατ’ εφαρμογή του όρου 5.4 αυτής, διότι η δανειακή σύμβαση τροποποιήθηκε ουσιωδώς, τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον για τις όποιες τροποποιήσεις επήλθαν ως προς τους όρους και τις συμφωνίες αυτής προηγήθηκε η παροχή σχετικής συναίνεσης εκ μέρους της δικαιοπαρόχου της εναγόμενης τράπεζας με την επωνυμία «… … …», όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. Πρωτ. …/4.1.2013 έγγραφο της τελευταίας προς την ενάγουσα. Σημειώνεται ότι στο έγγραφο αυτό η «… … Τράπεζα» αναφέρεται ρητά στην από 15.4.2011 συμφωνία προαίρεσης την οποία αποδέχεται ως ισχυρή και δεσμευτική, παράλληλα δε υπογραμμίζει και την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας πληρωμών (agent & security trustee). Άλλωστε και η εναγόμενη, σε απάντηση της από 12.6.2014 επιστολής της ενάγουσας με την οποία της γνωστοποιούσε ότι είχε εγκρίνει αίτημα των δανειοληπτριών εταιρειών για αναδιάρθρωση του υφιστάμενου υπολοίπου του επίδικου δανείου και ότι ανέμενε την παροχή συναίνεσης εκ μέρους της προκειμένου να καταρτιστεί τροποποιητική σύμβαση περί αναδιαρθρώσεως του δανείου, δεν αρνήθηκε την υπογραφή της τροποποιητικής συμβάσεως (βλ. το από 30.12.2014 έγγραφό της προς την ενάγουσα). Επέδειξε, βέβαια, υπέρμετρη καθυστέρηση στην απάντηση, καθώς παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών μέχρι ν’ αποστείλει το από 30.12.2014 έγγραφό της, τακτική την οποία ακολουθούσε εν γένει στην επικοινωνία της με την ενάγουσα και η οποία οπωσδήποτε συνετέλεσε και στην αρνητική εξέλιξη της δανειακής σύμβασης. Ενδεικτικά αναφέρεται η κωλυσιεργία της στην κατάρτιση σύμβασης ενεχύρου επί των νέων λογαριασμών παρακράτησης / κερδών που ανοίχθηκαν σε αυτήν, κατόπιν κλεισίματος των λογαριασμών που τηρούνταν στην “…”, όπως οι καθυστερήσεις στην εκτέλεση των σχετικών συμφωνιών προκύπτουν από την ανταλλαγείσα ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ των αντιδίκων τραπεζών (βλ. ιδίως το από 10.10.2014 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του προστηθέντος της ενάγουσας …, καθώς και τα λοιπά μηνύματα που αυτή προσκομίζει μετ’ επικλήσεως). Αντίθετα, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε συνυπαιτιότητα της ενάγουσας στην επελθούσα αδυναμία των δανειοληπτριών εταιρειών ν’ αποπληρώσουν το ένδικο δάνειο. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το σύνολο των μεταξύ των εμπλεκόμενων εταιρειών ανταλλαγέντων ηλεκτρονικών μηνυμάτων, η ενάγουσα τράπεζα δεν ήταν αρνητική στη ναύλωση των πλοίων των δανειοληπτριών εταιρειών “…” και “…”, πλην όμως επιθυμούσε προηγουμένως να ελέγξει τα σχετικά ναυλοσύμφωνα, όπως, άλλωστε, οριζόταν στη δανειακή σύμβαση και τα εξασφαλιστικά έγγραφα, ταυτόχρονα δε, θα εξέταζε και το ενδεχόμενο απελευθέρωσης της ασφαλιστικής αποζημίωσης για το δεύτερο ως άνω δεξαμενόπλοιο. Η ασφαλιστική αποζημίωση είχε εκχωρηθεί σε πρόσθετη εξασφάλιση των εκ του δανείου υποχρεώσεων των δανειοληπτριών δυνάμει των από 28.6.2010 συμβάσεων Γενικής Εκχωρήσεως Ασφαλειών, ως είθισται στα ναυτιλιακά δάνεια. Η ενάγουσα δεν ευθυνόταν για την κακή διαχείριση των δανειοληπτριών εταιρειών, που είχαν αναλάβει και τον σχετικό επιχειρηματικό κίνδυνο, ούτε για την εξόφληση των απαιτήσεών τους προς τρίτους πιστωτές τους. Συνεπώς, και η σχετική ένσταση της εναγόμενης τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημερομηνία εξόφλησης του ποσού των είκοσι τεσσάρων εκατομμυρίων πεντακοσίων πενήντα οχτώ χιλιάδων εκατόν έξι δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα δύο σεντς (24.558.106,32 $), με βάση την τιμή πωλήσεως συναλλάγματος δολαρίου ΗΠΑ, όπως αυτή θα προκύπτει από το αντίστοιχο δελτίο τιμών συναλλάγματος της Τράπεζας της Ελλάδος, πλέον τόκων υπερημερίας από τις 31.8.2017 και τόκων επιδικίας από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, η εναγόμενη πρέπει να καταδικαστεί να προβεί σε δήλωση βουλήσεως με το ειδικότερο περιεχόμενο που αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας, σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής, για την αναμεταβίβαση της έννομης σχέσης της από 19.7.2007 σύμβασης χρηματοδότησης. Σημειώνεται ότι η διαφοροποίηση της παρ. 3 της δήλωσης στην οποία καταδικάζεται να προβεί η εναγόμενη [«Όλες οι δαπάνες (περιλαμβανομένων των νομικών αμοιβών, δαπανών καταχωρίσεως κ.λπ.) που αναλήφθηκαν σε σχέση με τον όρο 31.7 της Συμφωνίας Χρηματοδότησης θα αναλαμβάνονται και θα καταβάλλονται από τον Εκδοχέα (σε ουδεμία περίπτωση θα αναληφθούν από οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Εξασφαλιστικό Μέρος)»] έναντι της παρ. 3(b) του από 15.4.2011 Πιστοποιητικού Μεταβίβασης [«όλα τα έξοδα (συμπεριλαμβανομένων των νομικών εξόδων, τελών καταχώρησης κ.λπ.) τα οποία προκύπτουν σε σχέση με τη ρήτρα 31.7 της Σύμβασης Χρηματοδότησης βαρύνουν τον και πληρώνονται από τον Εκχωρητή και όχι, όπως προβλέπεται στη ρήτρα 31.7 της Σύμβασης Χρηματοδότησης, από τον Εκδοχέα (σε καμία περίπτωση δεν βαρύνουν κανέναν εκ των Συμβαλλομένων Διασφάλισης)»] δικαιολογείται εκ του γεγονότος ότι η ρήτρα 31.7 της σύμβασης χρηματοδότησης επιρρίπτει τα συναφή έξοδα στον εκδοχέα [«31.7 Ο Εκδοχέας και όλοι οι άλλοι σχετικοί συμβαλλόμενοι δεσμεύονται να υπογράψουν όλα τα περαιτέρω έγγραφα, με έξοδα του Εκδοχέα, για να τεθεί σε ισχύ και να καταστεί έγκυρη η απαιτούμενη μεταβίβαση όλων των συμφερόντων στην Καταπιστευματική Περιουσία και τα Έγγραφα Διασφάλισης συνεπεία του Πιστοποιητικού Μεταβίβασης»], η αντίθετη δε πρόβλεψη στο από 15.4.2011 αρχικό Πιστοποιητικό Μεταβίβασης συνιστούσε εξαιρετική συμφωνία, που δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθεί στην επίδικη δήλωση βούλησης. Περαιτέρω, η παρ. 9 της δήλωσης στην οποία καταδικάζεται η εναγόμενη επαναλαμβάνει τις δεσμεύσεις του Εκχωρητή έναντι του Εκδοχέα όπως είχαν περιληφθεί στην παρ. 8 του από 15.4.2011 Πιστοποιητικού Μεταβίβασης. Το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμο, πρέπει ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν, καθόσον δε συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο ούτε η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Τέλος, θα πρέπει η εναγόμενη να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας [άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 58 παρ. 4 α, 63 παρ. 1 i ζ, 68 παρ. 1, 84 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013)], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημερομηνία εξόφλησης του ποσού των είκοσι τεσσάρων εκατομμυρίων πεντακοσίων πενήντα οχτώ χιλιάδων εκατόν έξι δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα δύο σεντς (24.558.106,32 δολ. ΗΠΑ), με βάση την τιμή πωλήσεως συναλλάγματος δολαρίου ΗΠΑ, όπως αυτή θα προκύπτει από το αντίστοιχο δελτίο τιμών συναλλάγματος της Τράπεζας της Ελλάδος, πλέον τόκων υπερημερίας από τις 31.8.2017 και τόκων επιδικίας από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη να προβεί σε δήλωση βουλήσεως, ως εξής:

«ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ (ΕΚΧΩΡΗΣΗΣ).

Σχετιζόμενο με μια συμφωνία χρηματοδότησης υπό ημερομηνία 19 Ιουλίου 2007 (η «Συμφωνία Χρηματοδότησης»), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με μια προσθήκη αριθ. 1 υπό ημερομηνία 11 Ιουνίου 2009, μία προσθήκη αριθ. 2 υπό ημερομηνία 24 Ιουνίου 2010, μία προσθήκη αριθ. 3 υπό ημερομηνία 16 Ιανουαρίου 2013 και ένα πιστοποιητικό μεταβίβασης (εκχώρησης) υπό ημερομηνία 15 Απριλίου 2011, έκαστο εξ αυτών μεταξύ (1) των … και …, αμφοτέρων ….. (από κοινού οι «Δανειολήπτες») και (2) των τραπεζών και πιστωτικών ιδρυμάτων αναφερομένων στο επισυναπτόμενο αριθ. 1 αυτής (οι «Τράπεζες») και (3) αρχικώς της … …… και ακολούθως, σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας της Ελλάδας αριθ. …/09.10.2011 (εφημερίδα κυβερνήσεως αριθ. 2246/09.10.2011), της … … ………. ως Αντιπροσώπου, Θεματοφύλακα Ασφαλείας και Αρχικού Αντισυμβαλλομένου Μέρους Αντιστάθμισης (σήμερα … …. ως διάδοχος αυτής λόγω συγχώνευσης).

1.       Οι όροι που προσδιορίζονται στη Συμφωνία Χρηματοδότησης θα έχουν, εκτός αν άλλως ρητώς ορίζονται, την ίδια έννοια όταν χρησιμοποιούνται στο παρόν Πιστοποιητικό Μεταβίβασης. Οι όροι «Εκχωρών», «Εκδοχέας» και «Συμμετοχή» προσδιορίζονται στο παρόν Πιστοποιητικό Μεταβίβασης.

2.      Η … Α.Ε., …, Ελλάδα (ο «Εκχωρών») με το παρόν βεβαιώνει την ορθότητα της συμμετοχής στη Χρηματοδότηση Παράδοσης (η «Συμμετοχή») που αναφέρεται κατωτέρω στο παράρτημα και σύμφωνα με το Πιστοποιητικό Μεταβίβασης υπό ημερομηνία 15 Απριλίου 2011 (το «Αρχικό Πιστοποιητικό Μεταβίβασης») που υπεγράφη μεταξύ της … Α.Ε. και του Εκχωρούντος και με το παρόν συμφωνεί με την … A.E., … (ο «Εκδοχέας») (α) την εκχώρηση από τον Εκχωρούντα προς τον Εκδοχέα όλων των δικαιωμάτων τα οποία ο Εκχωρών έχει ως Τράπεζα σύμφωνα ή σε σχέση με τη Συμμετοχή και / ή τα Έγγραφα Χρηματοδότησης (άλλων εκτός της Επιστολής Αμοιβής) σε σχέση με τους όρους 31.3 και 31.4 της Συμφωνίας Χρηματοδότησης και το Αρχικό Πιστοποιητικό Μεταβίβασης και (β) την ανάληψη εκ μέρους του Εκδοχέα των απομενουσών υποχρεώσεων του Εκχωρούντος ως Τράπεζα σύμφωνα με τη Συμφωνία Χρηματοδότησης, προσυπογράφοντας, όπως προβλέπεται στον όρο 31.5 της Συμφωνίας Χρηματοδότησης και παραδίδοντας το παρόν Πιστοποιητικό Μεταβίβασης προς τον Αντιπρόσωπο …, Πειραιάς, Ελλάδα.

3.      Όλες οι δαπάνες (περιλαμβανομένων των νομικών αμοιβών, δαπανών καταχωρίσεως κ.λπ.) που αναλήφθηκαν σε σχέση με τον όρο 31.7 της Συμφωνίας Χρηματοδότησης θα αναλαμβάνονται και θα καταβάλλονται από τον Εκδοχέα (σε ουδεμία περίπτωση θα αναληφθούν από οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Εξασφαλιστικό Μέρος).

4.      Ο Εκχωρών θα φροντίσει ο Προσωπικός Εγγυητής και οι Δανειολήπτες με δαπάνη του Εκδοχέα, να υπογράψουν όλα τα έγγραφα τα οποία μπορεί να είναι αναγκαία ώστε οι Υποθήκες, η Προσωπική Εγγύηση και η Σύμβαση Σύστασης Ανωμάλου Ενεχύρου (Account Charge Agreement) να τροποποιηθούν ή ανάλογα με την περίπτωση να απεικονίζουν ότι ο Εκδοχέας είναι τώρα ο εκδοχέας των δικαιωμάτων του Εκχωρούντος στη Συμμετοχή και στα Έγγραφα Χρηματοδότησης και τις τροποποιήσεις της Συμφωνίας Χρηματοδότησης που περιέχεται στο Αρχικό Πιστοποιητικό Μεταβίβασης.

5.      Ο Εκδοχέας για δικό του λογαριασμό και για λογαριασμό των Συμβαλλομένων Μερών Πίστωσης (αλλά εκτός του Εκχωρούντος και των Συμβαλλομένων Μερών Χρηματοδότησης) με την υπογραφή του παρόντος Πιστοποιητικού Μεταβίβασης επιβεβαιώνει την αποδοχή του παρόντος Πιστοποιητικού Μεταβίβασης για τους σκοπούς των όρων 31.4 και/ή 31.5 της Συμφωνίας Χρηματοδότησης.

6.      Ο Εκδοχέας επιβεβαιώνει ότι έχει λάβει από τον Εκχωρούντα αντίγραφο της Συμφωνίας Χρηματοδότησης ομού με τα τοιούτων άλλων εγγράφων και πληροφοριών.

7.      Η υπογραφή του παρόντος Πιστοποιητικού Μεταβίβασης από τον Εκδοχέα αποτελεί τη δήλωσή του προς τον Εκχωρούντα και όλα τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία Χρηματοδότησης ότι έχει την εξουσία να είναι συμβαλλόμενος στη Συμφωνία Χρηματοδότησης ως Τράπεζα με τους όρους σε αυτήν και στην παρούσα εκτιθέμενους και ότι έχει προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες να εξουσιοδοτηθεί η υπογραφή και παράδοση του παρόντος Πιστοποιητικού Μεταβίβασης.

8.      Ο Εκδοχέας με το παρόν αναλαμβάνει την υποχρέωση προς τον Εκχωρούντα και προς έκαστο των άλλων συμβαλλομένων μερών της Συμφωνίας Χρηματοδότησης ότι θα την εκτελέσει σύμφωνα με τους όρους όλων αυτών των υποχρεώσεων, οι οποίοι με τους όρους της Συμφωνίας Χρηματοδότησης αναλαμβάνονται από τον Εκδοχέα μετά την παράδοση του παρόντος Πιστοποιητικού Μεταβίβασης προς αυτόν και ικανοποίηση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες το παρόν Πιστοποιητικό Μεταβίβασης εκφράζεται ότι τίθεται σε ισχύ.

9.      Η υπογραφή του παρόντος Πιστοποιητικού Μεταβίβασης εκ μέρους του Εκχωρούντος αποτελεί τις δηλώσεις του προς τον Εκδοχέα ότι:(α) Έχει την εξουσία να συμβάλλεται στο παρόν Πιστοποιητικό Μεταβίβασης και έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα να εξουσιοδοτηθεί η υπογραφή και παράδοση του παρόντος Πιστοποιητικού Μεταβίβασης.(β) Όλα τα Έγγραφα Χρηματοδότησης και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα σχετιζόμενα με αυτά ή παραδοθέντα σύμφωνα με αυτά είναι νόμιμα, έγκυρα, παράγουν αποτέλεσμα και είναι εκτελεστά από κάθε άποψη και ο Εκχωρών δεν έχει λάβει οποιαδήποτε ειδοποίηση (δεν γνωρίζει) ότι οποιοδήποτε Έγγραφο Χρηματοδότησης ή τέτοιο άλλο έγγραφο είναι άκυρο ή αποδυναμωμένο.(γ) Ο Εκχωρών είναι ο μοναδικός δικαιούχος όλων των δικαιωμάτων τα οποία εκχώρησε σύμφωνα με το παρόν Πιστοποιητικό Μεταβίβασης και έχει έγκυρο τίτλο των τοιούτων δικαιωμάτων ελευθέρων από Βάρη, συμφωνίες επιλογής και υποκατάστασης.(δ) Ούτε ο Εκχωρών ούτε οποιοδήποτε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος Πίστωσης έχει ζητήσει ούτε έχει λάβει οποιαδήποτε Επιστολή Στρατηγικής Αντιστάθμισης από τους Δανειολήπτες.(ε) Δεν έχει συμφωνηθεί ούτε έχει υπογραφεί Συμφωνία Αντιστάθμισης.(στ) Εκτός από τα έγγραφα που παραδόθηκαν στον Εκδοχέα από τον Εκχωρούντα, την Επιστολή Αμοιβής και την Επιστολή Προσφοράς (Offer Letter) ημερομηνίας 30.12.2016 του Εκχωρούντος προς τους Δανειολήπτες και την επ’ αυτής αποδοχή τους για χρήση της διαλαμβανόμενης στην εν λόγω επιστολή ασφαλιστικής αποζημίωσης εκ μέρους των Δανειοληπτών για τις ανάγκες των πλοίων τους, δεν υπάρχουν άλλα έγγραφα υπογεγραμμένα από Συμβαλλόμενο Μέρος Πίστωσης σύμφωνα ή κατά ή σχετιζόμενα με τη Συμφωνία Χρηματοδότησης και όλα τα έγγραφα που παραδόθηκαν στον Εκδοχέα είναι αληθή, πλήρη και ενημερωμένα αντίγραφα των πρωτοτύπων.(ζ) Με την επιφύλαξη των όρων της ανωτέρω παραγράφου (στ) ως άνω δεν υπάρχει παραίτηση, συναίνεση, τροποποίηση ή άλλη αλλαγή σε οποιοδήποτε Έγγραφο Χρηματοδότησης εκτός των τριών τροποποιήσεων της Συμφωνίας Χρηματοδότησης, αντίγραφα των οποίων έχουν παραδοθεί στον Εκδοχέα προ της ημερομηνίας του παρόντος Πιστοποιητικού Μεταβίβασης.(η) Δεν υφίσταται συμφωνία μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών Πίστωσης και/ή των Συμβαλλομένων Μερών Χρηματοδότησης ή οποιοδήποτε από αυτά η οποία να παράγει αποτέλεσμα μετά τη θέση σε εφαρμογή του Πιστοποιητικού Μεταβίβασης και η οποία δεν έχει εγγράφως αποκαλυφθεί προς τον Εκδοχέα.(θ) Ο Εκχωρών έχει συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με καθένα από τα Έγγραφα Χρηματοδότησης και δεν υφίσταται κάτι στο οποίο οι Δανειολήπτες μπορούν να βασισθούν προκειμένου να περιορίσουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τα Έγγραφα Χρηματοδότησης ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο έχει παραδοθεί σύμφωνα με αυτά σε συμψηφισμό για μη εκτέλεση από τον Εκχωρούντα ή οποιοδήποτε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος Πίστωσης.(ι) Ούτε ο Εκχωρών ούτε οποιοδήποτε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος Πίστωσης έχει πράξει ή παραλείψει οτιδήποτε σύμφωνα με τα Έγγραφα Χρηματοδότησης ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο παραδόθηκε σύμφωνα με αυτά, που θα είχε σαν αποτέλεσμα ο Εκδοχέας να παραλάβει λιγότερα από αυτά των Συμβαλλομένων Μερών Πίστωσης ή θα εξασθενίσει τις απαιτήσεις του Εκδοχέα. Αυτή η δήλωση θεωρείται ότι καλύπτει θέματα όπως συμψηφισμούς φυσικού προσώπου ή άρνηση του Εκχωρούντος να συμμετάσχει σε νομικές διαδικασίες κατά των Δανειοληπτών ώστε σαν αποτέλεσμα του όρου αναλογικής συμμετοχής ο Εκχωρών να μη δικαιούται να εισπράξει καρπούς από την αντιδικία.(ια) Η Χρηματοδότηση Προ-Παράδοσης έχει καταβληθεί εξ ολοκλήρου και η Χρηματοδότηση Παράδοσης έχει πλήρως εκταμιευθεί, ήτοι ποσό Δολ. ΗΠΑ 22.230.000. Ο Εκχωρών δεν έχει υποχρέωση να προβεί σε περαιτέρω Χορηγήσεις σύμφωνα με τη Συμφωνία Χρηματοδότησης ή άλλως δεν υπέχει άλλες υποχρεώσεις σύμφωνα με οποιοδήποτε Έγγραφο Χρηματοδότησης.(ιβ) Εξ όσων γνωρίζει ο Εκχωρών, δεν υφίσταται αντιδικία ή διοικητική ή άλλη διαδικασία η οποία θα ήταν δυνατό να επηρεάσει δυσμενώς οποιοδήποτε Έγγραφο Χρηματοδότησης.(ιγ) Υπό την επιφύλαξη της από 15.4.2011 μεταβίβασης μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων, δεν υφίστανται προηγούμενες μεταβιβάσεις ή εκχωρήσεις οποιωνδήποτε δικαιωμάτων από οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος σύμφωνα με τα Έγγραφα Χρηματοδότησης.(ιδ) Οι δηλώσεις του Εκχωρούντος που περιέχονται στην παράγραφο 9 του παρόντος Πιστοποιητικού Μεταβίβασης θα είναι πρόσθετες και όχι κατ’ αποκλεισμό οποιωνδήποτε και όλων των άλλων προϋποθέσεων και εγγυήσεων υπέρ του Εκχωρούντος είτε είναι ρητές ή εφαρμόζονται σύμφωνα με το νόμο, την επιείκεια ή άλλως.

10.   Το παρόν Πιστοποιητικό Μεταβίβασης και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών θα διέπονται και ερμηνεύονται σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο.»

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος της εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων εξήντα επτά χιλιάδων (267.000) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 21η-5-2020 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 7η-7-2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ