Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

  2432/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΑΚ – ΕΑΚ αγωγής: 2142 – 1028/2019

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Δέδε Σοφία.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Νοεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΕΝΑΓΟΥΣΑ: Η   εταιρεία « …», με καταστατική έδρα στις …), νομίμως εκπροσωπούμενης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παναγιώτης Χιωτέλης με Α.Μ. 003264 του Δ.Σ.ΠΕΙΡΑΙΩΣ, δυνάμει της από 18-6-2019 απόφασης του «μοναδικού διευθυντή» (μοναδικού μετόχου – νομίμου εκπροσώπου) της ενάγουσας, …, προσκομιζόμενης σε νόμιμη μετάφραση μετά των λοιπών νομιμοποιητικών εγγράφων (καταστατικού – μετοχολογίου της εταιρίας) και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΙ: 1) Η εταιρεία «….», με καταστατική έδρα στη … και νομίμως εγκατεστημένο γραφείο, δυνάμει του Ν. 89/67, στον …, νομίμως εκπροσωπούμενης,

2) Η εταιρεία «…» με καταστατική έδρα στα … και πραγματική στον …, νομίμως εκπροσωπούμενης,

3) …, κάτοικος …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους ΠΑΡΙΣ ΚΑΡΑΜΗΤΣΙΟΣ με Α.Μ. 022965 και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, δυνάμει του από 10.6.2019 εξουσιοδοτημένου για την χορήγηση πληρεξουσιότητας και από τον …, έτερου «μοναδικού διευθυντή» (μετόχου – νομίμου εκπροσώπου) της πρώτης εναγόμενης, …, προσκομιζόμενης σε νόμιμη μετάφραση μετά των λοιπών νομιμοποιητικών εγγράφων (καταστατικού – μετοχολογίου της πρώτης εναγομένης εταιρίας), του από 10.6.2019 εξουσιοδοτημένου για την χορήγηση πληρεξουσιότητας και από τον τρίτο εναγόμενο, έτερου «μοναδικού διευθυντή» (μετόχου – νομίμου εκπροσώπου) της δεύτερης εναγόμενης, …, προσκομιζόμενης σε νόμιμη μετάφραση μετά των λοιπών νομιμοποιητικών εγγράφων (καταστατικού – μετοχολογίου της δεύτερης εναγομένης εταιρίας), καθώς και του από 10.6.2019 πληρεξουσίου εγγράφου του τρίτου εναγόμενου, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 05-03-2019 αγωγή με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ-ΕΑΚ 2142 – 1028/2019, η συζήτηση της οποίας (αγωγής), μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 29-10-2019 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο. 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 ΑΚ, με τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας, 714 ΑΚ, ο εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, και 719 ΑΚ, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να ανορθώσει κάθε ζημία, την οποία υπέστη ο εντολέας και η οποία έχει γενεσιουργό αιτία το πταίσμα του εντολοδόχου (ΑΠ 335/2010, Νομος). Ζημία, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, θετική μεν είναι η ελάττωση της περιουσίας, αρνητική δε το κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με πιθανότητα προσδοκώμενο κέρδος που ματαιώθηκε (ΑΠ 536/2004, Νομος). Συνεπώς, ο εντολοδόχος, κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεών του, όχι μόνο πρέπει να απέχει από κάθε δόλια ενέργεια, αλλά οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια την οποία καταβάλλει στις συναλλαγές ο συνετός άνθρωπος, ευθυνόμενος διαφορετικά και για ελαφρά αμέλεια. Το πταίσμα του εντολοδόχου και επομένως η κατά το άρθρο 714 ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεών του προς εκπλήρωση της εντολής (ΑΠ 1115/2003, Νομος). Για την υποχρέωση αποζημιώσεως απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος του εντολοδόχου και της ζημίας που επήλθε στον εντολέα. Αν, επομένως, ο εντολέας δεν υπέστη ζημία ή αν αυτή δεν είναι συνέπεια του πταίσματος του εντολοδόχου, ο τελευταίος δεν ευθύνεται σε αποζημίωση του εντολέα. Τέλος, αξίωση αποζημίωσης για ζημία, που προκλήθηκε από το ότι ο εντολοδόχος παρέλειψε οφειλόμενη από αυτόν κατά την εκτέλεση της εντολής ενέργεια, θεμελιώνεται στα άρθρα 714 και 330 του ΑΚ, και όχι σε αδικοπραξία, εκτός αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 919 ΑΚ ή ειδικές περιστάσεις, που στοιχειοθετούν αδίκημα, οπότε υπάρχει συρροή αξιώσεων. Τέτοια παράλειψη από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 714 και 330 του ΑΚ, που δημιουργεί αντίστοιχη αξίωση αποζημίωσης του εντολοδόχου από τον εντολέα συνιστά και η αποσιώπηση από τον πρώτο προς τον δεύτερο ουσιωδών πληροφοριών ή η παράλειψη ενημέρωσης για επικείμενο κίνδυνο, αφού η υποχρέωση αυτή του εντολοδόχου ευθέως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 718 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να παρέχει πληροφορίες στον εντολέα σχετικά με την υπόθεση που του ανατέθηκε, εφόσον αυτές είναι αναγκαίες κατά την καλή πίστη. Το πότε συμβαίνει τούτο εξαρτάται από τις ιδιαίτερες συνθήκες της εντολής. Έτσι, ο εντολοδόχος οφείλει να πληροφορεί τον εντολέα του για τυχόν εμπόδια, που συναντά στην εκτέλεση της εντολής ή για το αδύνατο της εκτελέσεώς της, αν, δε, παραβεί την υποχρέωση του αυτή, καθίσταται υπόχρεος σε αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υφίσταται ο απληροφόρητος εντολέας του, εφόσον η ζημία του τελευταίου συνδέεται αιτιωδώς με την παράλειψη της πληροφόρησής του (ΑΠ 1082/2013, ΔΕΕ 2014.250).

Με την από 05-03-2019 αγωγή με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ-ΕΑΚ 2142 – 1028/2019, η ενάγουσα εταιρία, μετά από παραδεκτή διόρθωση της αγωγής της και τροπή του καταψηφιστικού περί ηθικής βλάβης ποσού 100.000 ευρώ σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της (άρθρο 223 ΚΠολΔ), ισχυρίζεται ότι μετά από γνωριμία του μοναδικού μετόχου της, …, με τον τρίτο εναγόμενο δια του υπαλλήλου της Eurobank … και ενώ είχε ήδη προηγηθεί συνεργασία με τους εναγόμενους, το 2012, σε άλλο επενδυτικό σχέδιο, αποφάσισε το 2013, κατόπιν υπόδειξης του τρίτου των εναγομένων, να συμμετάσχει κατά ποσοστό 10% στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, “…”, πλοιοκτήτριας του πλοίου “…”. Ότι για την υλοποίηση της άνω επένδυσης και την απόκτηση του σχετικού ποσοστού, ο νόμιμος εκπρόσωπος και βασικός μέτοχος της ενάγουσας, …, μετέβη, τον Μάρτιο του 2013, στο γραφείο του …, στο υποκατάστημα της τράπεζας Ευrοbαnk στο Κεφαλάρι, όπου συμπλήρωσε και υπέγραψε ιδιοχείρως μια φόρμα εγγραφής (subscription form), η οποία απευθυνόταν προς την εδρεύουσα στην Νορβηγία διαχειρίστρια των επενδυτικών σχεδίων εταιρεία, με την επωνυμία “…” και στην οποία αναγραφόταν ότι το 10% του μετοχικού κεφαλαίου της “……” θα ανήκε στην ενάγουσα. Ότι στο πεδίο της διεύθυνσης και των λοιπών στοιχείων επικοινωνίας (τηλ., φαξ, email) σημειώθηκαν, αντί των στοιχείων της ενάγουσας, τα στοιχεία της πρώτης των εναγομένων, καθ’ υπόδειξη του τρίτου των εναγομένων, καθώς οι επικοινωνίες από και προς την ΝRΡ πραγματοποιούνταν αποκλειστικά μέσω αυτής κι ότι στη συνέχεια, ο … απέστειλε, με ηλεκτρονική τηλεομοιοτυπία, την πιο πάνω συμπληρωμένη φόρμα στον τρίτο των εναγομένων, προκειμένου με τη σειρά του να τη προωθήσει ηλεκτρονικά στην “…”, το οποίο ήταν και το μοναδικό έγγραφο το οποίο υπεγράφη για την συμμετοχή της ενάγουσας στο μετοχικό κεφάλαιο της “……”. Ότι την ίδια ημέρα ο … κατέθεσε, για λογαριασμό της ενάγουσας, έμβασμα ποσού των 490.000 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αντιστοιχούσε στην αξία αγοράς του 10% του μετοχικού κεφαλαίου της “……”, σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας “…” συμφερόντων του τρίτου των εναγομένων, καθ’ υπόδειξη του τελευταίου. Ότι μετά από ένα μήνα η ενάγουσα αποφάσισε να συμμετάσχει κατά ποσοστό 49% και στο μετοχικό κεφάλαιο της γυμνής ναυλώτριας εταιρείας του πλοίου “…”, με την επωνυμία “…”, της οποίας το υπόλοιπο 51% ανήκει στην δεύτερη των εναγομένων κι ότι με βάση τις πληροφορίες και τα δεδομένα που της είχε παράσχει ο τρίτος των εναγομένων, προκειμένου η ενάγουσα να συμμετάσχει στην πλοιοκτήτρια εταιρεία, η συμμετοχή της στο μετοχικό σχήμα της πλοιοκτήτριας εταιρείας ήταν ανεξάρτητη από την συμμετοχή της στο εταιρικό σχήμα της γυμνής ναυλώτριας. Ότι στα τέλη Δεκεμβρίου 2016 η ενάγουσα αποφάσισε να διαχωρίσει εξ ολοκλήρου τη θέση της τόσο από τον τρίτο των εναγομένων όσο και από τις εταιρίες συμφερόντων αυτού, και δη την πρώτη των εναγομένων, η οποία μέχρι τότε είχε αναλάβει, ως διαχειρίστρια του ανωτέρω πλοίου, την εκπροσώπηση της ενάγουσας έναντι της “…” κι ότι προς τούτο, αξίωσε από τον τρίτο των εναγομένων να γνωστοποιήσει στην τελευταία εταιρία την ηλεκτρονική διεύθυνση του εκπροσώπου της, προκειμένου εφεξής να υπάρχει απευθείας επικοινωνία της τελευταίας με την ενάγουσα, καθώς και τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμό της, ώστε τα μερίσματά, τα οποία δικαιούνταν από την συμμετοχή της στην πλοιοκτήτρια “……” να κατατίθενται απευθείας στην ενάγουσα. Ότι ο τρίτος των εναγομένων της δήλωσε ότι αυτή η διαδικασία προϋποθέτει χρόνο και ιδιαίτερο χειρισμό, με δεδομένο ότι είχε δηλώσει στην “…” ότι πραγματικός ιδιοκτήτης της ενάγουσας τύγχανε ο ίδιος κι ότι δήθεν ο βασικός μέτοχός της ενάγουσας, …, της είχε ζητήσει να μη γνωστοποιήσει στην … τον ίδιο ως τελικό πραγματικό ιδιοκτήτη της εταιρείας και να δηλώσει τα δικά του στοιχεία και, επιπλέον, ότι τότε της γνωστοποίησε πως το 10% των μετοχών της “……” που ανήκαν στην ενάγουσα είχαν δηλωθεί ως μετοχές μειωμένης εξασφάλισης (“subordinated equity”), με αποτέλεσμα σε περίπτωση αθέτησης των όρων του ναυλοσυμφώνου από τη γυμνή ναυλώτρια, οι μετοχές αυτές να χάνουν την αξία τους και να διαγράφονται από το μετοχικό κατάλογο, γεγονός που αγνοούσε η ενάγουσα, ενώ στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τη συμφωνία που είχε συναφθεί μεταξύ της “……” και του τρίτου των εναγομένων, ενεργούντος ατομικώς και υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου των εναγομένων, ο τελευταίος όφειλε, προκειμένου οι εναγόμενοι να συμμετάσχουν στην εκμετάλλευση του πλοίου “…”, να δηλώσει τουλάχιστον το 10% της συμμετοχής του, με εταιρείες συμφερόντων του, στο μετοχικό σχήμα της “……” ως εγγύηση για την τήρηση των συμφωνηθέντων όρων ναύλωσης κι ότι, προκειμένου να τηρήσουν την ως άνω υποχρέωση οι εναγόμενοι, ο τρίτος των εναγομένων παρέστησε ψευδώς ότι η ενάγουσα εταιρία του ανήκει και δήλωσε ότι οι μετοχές της “……”, τις οποίες απέκτησε η ενάγουσα είναι «μειωμένης εξασφάλισης», μετακυλώντας στην ουσία την υποχρέωση που είχαν αναλάβει οι εναγόμενοι έναντι της πλοιοκτήτριας στην ενάγουσα και χωρίς να έχει συναινέσει η ενάγουσα. Ότι μετά από πιέσεις προς τον τρίτο των εναγομένων, αυτός προέβη επτά μήνες μετά, τον Ιούνιο του 2017, σε συνεργασία με την “…”, σε μερική διόρθωση της κατάστασης, αφού αναγνώρισε το δήθεν ακούσιο λάθος και δήλωσε τις μετοχές εταιρίας συμφερόντων του και δη της … (5% συμμετοχή στη “……”) ως μετοχές μειωμένης εξασφάλισης μετατρέποντας το 5% των μετοχών της ενάγουσας σε κοινές μετοχές, με αποτέλεσμα η συμμετοχή της ενάγουσας στο μετοχικό κεφάλαιο της “……” να παραμένει μειωμένης εξασφάλισης κατά το ποσοστό του 5%. Ότι καθώς το υπόλοιπο 5% της συμμετοχής της ενάγουσας στην πλοιοκτήτρια εξακολουθούσε να είναι μειωμένης εξασφάλισης, με κίνδυνο ανά πάσα στιγμή να χαθεί, λόγω παράβασης των όρων του ναυλοσυμφώνου εκ μέρους της ναυλώτριας απέστειλε απευθείας στην “…” την από 14.9.2017 ηλεκτρονική τηλεομοιοτυπία, με την οποία ζήτησε να βεβαιώσει ότι η ενάγουσα είναι κάτοχος του 10% των μετοχών της “…” και ότι οι μετοχές αυτές δεν είναι μειωμένης εξασφάλισης, ενώ παράλληλα αξίωσε οι εφεξής επικοινωνίες να γίνονται απευθείας μαζί της και τα μερίσματα να κατατίθενται στον υποδεικνυόμενο επί του μηνύματος τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας, πλην όμως η … με την 18.9.2017 απάντησή της επιβεβαίωσε ότι το 5 % της ενάγουσας εξακολουθούσε να είναι μειωμένης εξασφάλισης. Ότι αναγκάστηκε να αποταθεί αρχικά στο δικηγορικό γραφείο της … και στη συνέχεια στο δικηγορικό γραφείο του …, με τον οποίο ήδη συνεργαζόταν, προκειμένου να αναλάβουν την εκπροσώπησή της και να επιλύσουν το ζήτημα που είχε προκύψει κι ότι τον Μάρτιο του 2018 ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση και του ετέρου 5% των μετοχών μειωμένης εξασφάλισης σε εταιρείες συμφερόντων του τρίτου των εναγομένων, και έτσι το σύνολο των μετοχών της πλοιοκτήτριας, που κατείχε η ενάγουσα έπαψε να υπάγεται σε κάποια ειδική κατηγορία μειωμένης εξασφάλισης. Ότι για την ολοκλήρωση δε αυτής της διαδικασίας που διήρκησε από τον Οκτώβριο του 2017 μέχρι και τον Μάρτιο του 2018, ασχολήθηκαν εντατικώς τόσο τα ως άνω δικηγορικά γραφεία, όσο και το δικηγορικό γραφείο, …, με έδρα στη Νορβηγία κι ότι το δικηγορικό αυτό Νορβηγικό γραφείο αιτήθηκε και έλαβε από την “…” όλα τα έγγραφα, που αφορούσαν στην συμμετοχή της ενάγουσας στο εταιρικό σχήμα τη πλοιοκτήτριας εταιρείας, οπότε η ενάγουσα διαπίστωσε για πρώτη φορά ότι ο τρίτος των εναγομένων είχαν αποστείλει στην “…” την φόρμα εγγραφής, την οποία είχε υπογράψει ο πραγματικός μέτοχος της ενάγουσας, …, τον Μάρτιο του 2013 στο γραφείο του …, αφού πρώτα είχε θέσει και τη δική του υπογραφή κι ότι ο τρίτος εναγόμενος όχι μόνο έθεσε εν αγνοία της ενάγουσας την υπογραφή του στην ως άνω φόρμα εγγραφής, αλλά επιπλέον, υπέγραψε και δεύτερο έγγραφο, με την ονομασία «Client Agreement for Provision of Investment Services etc.» απευθυντέο προς την …, στο οποίο βεβαίωνε ψευδώς ότι κατείχε το 95% του μετοχικού κεφαλαίου της ενάγουσας κι ότι εκ της συμπεριφοράς των εναγομένων υπέστη θετική ζημία δαπανώντας για νομικές υπηρεσίες σε ευρώ το χρηματικό ποσό των 58.450 Κορώνων Νορβηγίας, επικαλούμενη τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια παροχής υπηρεσιών (χωρίς να τα ενσωματώνει ή να αναφέρεται σε επί μέρους χρεώσεις – έξοδα) και το ποσό των 9.920€, σε δύο δικηγορικά γραφεία στην Ελλάδα επικαλούμενη το με ημερομηνία 12/4/2018 χρεωστικό σημείωμα του, ποσού 6.000€, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι συνολικά 7.440€ και το αναφερόμενο στην αγωγή τιμολόγιο, ποσού 2.000€, πλέον ΦΠΑ 24°/ο, ήτοι συνολικά 2.480€ (ομοίως χωρίς να τα ενσωματώνει ή να αναφέρεται σε επί μέρους χρεώσεις – έξοδα). Ότι, πέραν της υλικής ζημίας, υπέστη και ηθική βλάβη, ύψους ευρώ 100.000, καθώς επλήγη η επαγγελματική της φήμη και αξιοπιστία,  καθώς σε περίπτωση που η ναυλώτρια παρέβαινε τους όρους του ναυλοσυμφώνου θα έχανε τις μετοχές της, αφού αυτές είχαν δηλωθεί ως μειωμένης εξασφάλισης, αποχωρώντας από μια αποτυχημένη επένδυση, γεγονός που θα γινόταν γνωστό στο κύκλο της ναυτιλίας, γεγονός το οποίο περιήλθε σε γνώση τρίτων προσώπων. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, ζητά οι εναγόμενοι να μας καταβάλουν εις ολόκληρον, για αποζημίωση της ως άνω θετικής τους ζημίας, α) το ποσό των 58.450 Κορόνων Νορβηγίας, άλλως το σε ευρώ ισόποσο κατά το χρόνο που επήλθε η ζημία  τους και δη το ποσό των 5.195€ Ευρώ κατά την ισοτιμία της 24.1.2018 (1ΝΟΚ=0,1039€), οπότε και κατέβαλε στο Νορβηγικό δικηγορικό γραφείο το ποσό των 50.000 ΝΟΚ, έναντι της αμοιβής του και το ποσό των 894,85 Ευρώ κατά την ισοτιμία της 11.7.2018 (1ΝΟΚ=0,1059€), οπότε και κατέβαλε στο ίδιο δικηγορικό γραφείο το ποσό των 8.450 ΝΟΚ προς εξόφληση του συνόλου της αμοιβής του, άλλως το σε ευρώ ισόποσο κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως το ποσό των Ευρώ 5.985,28 κατά τη τιμή ισοτιμίας Ευρώ/ΝΟΚ σύμφωνα με το Δελτίο Συναλλαγματικών Ισοτιμιών Αναφοράς της ΕΚΤ της 4.3.2019 (1ΝΟΚ=0,1024€) κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής και β) το ποσό των 9.920€ και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι της οφείλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, το ποσό των 100.000€ για αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, και άπαντα τα ως άνω κονδύλια νομιμοτόκως από την επίδοση της από 17.12.2018 εξώδικης δηλώσεως της ενάγουσας με την οποία αξιώνει την καταβολή τους, άλλως από την επίδοση της παρούσης αγωγής μέχρι εξοφλήσεως. Ζητά, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους παραδεκτώς προτείνουν ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας λόγω ρήτρας παρεκτάσεως, προβάλλοντας επικουρικώς τους λοιπούς ισχυρισμούς του, που αφορούν το παραδεκτό, το νόμιμο αλλά και την ουσιαστική βασιμότητα της υποθέσεως (άρθρο 263 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρα 237, 238 ΚΠολΔ, βλ. Αιτ. Έκθ. Ν. 4335/2015 και ΑΠ 1697/2013 ΧρΙΔ 2014.371 ·ΕφΔυτΜακ 23/2018, Νομος) ισχυριζόμενοι ότι στο «Συμφωνητικό Μετόχων» («Shareholders Agreement») που ρύθμιζε όλα τα ζητήματα της ιστορούμενης στην αγωγή επένδυσης, και έκανε μεταξύ άλλων, μνεία στη διαχείριση του πλοίου, στην ιδιότητα του τρίτου των εναγομένων και στα συμφέροντα που διατηρούσε στον όμιλο Conbulk, καθώς και στο σύνολο των σχέσεων της πρώτης των εναγομένων με την αντίδικο αναφορικά με την ενάγουσα γινόταν ρητή αναφορά στους όρους του «Information Memorandum» που είχε παραδοθεί στην ενάγουσα πριν προβεί στην επένδυση στο πλοίο “…”, όπου στον όρο 13.2 αυτού προβλέφθηκε ότι τα Δικαστήρια της Αγγλίας θα έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα να επιλύσουν κάθε διαφορά που θα προκύπτει από ή θα συνδέεται με αυτό το Συμφωνητικό ή με οποιαδήποτε διαφορά που θα σχετίζεται με το έγγραφο του Συμφωνητικού. Εν προκειμένω, η ρήτρα παρέκτασης θα κριθεί κατά τον Κανονισμό 1215/2012 και δη τα άρθρα 25, 26 αυτού και όχι το εθνικό δίκαιο, καθώς συντρέχει τo διασυνοριακό στοιχείο, δεδομένου ότι με την επικαλούμενη συμφωνία παρέκτασης ορίζεται δικαιοδοσία άλλους κράτους – μέλους (Αγγλία) επί αδικοπραξίας που τελέστηκε στην Ελλάδα και στη Νορβηγία και τα αποτελέσματα της οποία επήλθαν στην Ελλάδα, όπου και η πραγματική έδρα/κατοικία των διαδίκων (Νίκας/Σαχπεκίδου, ΕυρΠολΔ, ΓενΕισαγ, αρ.31, ιδίως υποσημ. 28 και άρθρο 25, αρ. 24 – 25). Σημειώνεται ότι εφόσον πρόκειται για ρήτρα παρέκτασης που αφαιρεί δικαιοδοσία από κράτος μέλος ΕΕ υπέρ άλλου κράτους – μέλους ΕΕ η ρήτρα ερμηνεύεται με βάση τον Κανονισμό 1215/2012 και όχι με βάση τη Σύμβαση Λουγκάνο, όπου συμβαλλόμενη χώρα είναι η Νορβηγία, με την οποία επίσης η διαφορά έχει σύνδεσμο, λόγω επέλευσης της ζημίας εν μέρει στη Νορβηγία, καθώς στο άρθρο 64 της Σύμβασης Λουγκάνο, ορίζεται ότι αυτή δεν θίγει την εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001 μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαίκής Ένωσης (βλ.  Νίκας/Σαχπεκίδου, ο.π., ΓενΕισαγ, αρ.79). Από την επισκόπηση του επικαλούμενου εγγράφου, όμως, όπου έχει ενσωματωθεί η ρήτρα παρέκτασης («Σύμβαση Μετοχών σχετικά με την εταιρία Marquess Marine Ltd»), προκύπτει ότι στον όρο 13.2 αυτού ορίζονται τα δικαστήρια της Αγγλίας ως αποκλειστικά αρμόδια «για την επίλυση τυχόν διαφορών που μπορεί να προκύψουν στο πλαίσιο ή σε σχέση με την εν λόγω σύμβαση ή με κάθε σχετικό με την σύμβαση έγγραφο», ενώ στη σελίδα 5 αυτού γίνεται αναφορά στην εταιρία “……”, όπως αυτή περιγράφεται στο σχετικό πληροφοριακό μνημόνιο, το οποίο τα μέρη δηλώνουν ότι γνωρίζουν καλώς, γεγονός που δεν αμφισβήτησε η ενάγουσα. Εντούτοις, η επικαλούμενη ρήτρα, ως εκ του περιεχομένου της αφορούσε τις μεταξύ των μετόχων του πλοίου αξιώσεις από την επένδυση στο πλοίο και τυχόν αδικοπραξίες που συνέχονται με την σχετική επένδυση και όχι την ευθύνη (συμβατική – αδικοπρακτική) ευθύνη του τρίτου των εναγομένων και των άλλων δύο εναγομένων εταιριών αναφορικά με την εκτέλεση της εντολής εκ μέρους τους και την αδικοπρακτική τους ευθύνη κατά την εκτέλεση της εντολής, και, επομένως, η επίδικη αδικοπραξία δεν είναι συναφής αξίωση που απορρέει από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση που όρισαν τα μέρη στην επίδικη ρήτρα παρέκτασης (ΑΠ 423/2018, ΧρΙΔ 2019.204, βλ. κατά το αυτόνομο ελληνικό δίκαιο όμοια ΑΠ 468/2016, Νομος ·ΑΠ 1542/2014, ΧρΙΔ 2015.205). Επομένως, η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη και η αγωγή αυτή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου λόγω της επικαλουμένης πραγματικής έδρας των δύο πρώτων εναγομένων εταιριών και της κατοικίας του τρίτου εναγόμενου (άρθρα 1, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 22, 25 ΚΠολΔ και 51 παρ.1 και 2 του Ν. 2172/1993) και συνακόλουθα, το Δικαστήριο τούτο έχει και διεθνή δικαιοδοσία (ΟλΑΠ 461/1978, ΝοΒ 1979.211 ·ΑΠ 1654/2007, ΕΠολΔ 2008.205), συζητείται δε κατά την τακτική διαδικασία, ενώ καταβλήθηκε το αναλογούν δικαστικό ένσημο για το καταψηφιστικό της αίτημα (βλ. προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. … ηλεκτρονικό παράβολο).  Περαιτέρω, ενόψει του ότι η ένδικη διαφορά έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Λαμβάνοντας υπόψη τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά και δη ότι ο τόπος επελεύσεως της ζημίας της ενάγουσας είναι η Ελλάδα, στην οποία εδρεύουν πραγματικώς τόσο η ενάγουσα, όσο και οι δύο πρώτες εναγόμενες, καθώς και κατοικεί ο τρίτος εναγόμενος και του ότι στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό έλαβε χώρα η αποδιδόμενη στους εναγόμενους αδικοπρακτική συμπεριφορά, κατά το άρθρο 4 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11-7-2007 («Ρώμη ΙΙ», τεθείς σε ισχύ κατά το άρθρο 32 αυτού στις αδικοπραξίες που τελέστηκαν από τις 11.1.2009) εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό (βλ. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη – Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, στ΄έκδ., σελ. 344 – 345), δεδομένου ότι στην περίπτωση που τα πραγματικά περιστατικά  που υλοποιούν την αδικοπραξία, μεταξύ των οποίων και η  επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, συντελούνται στο  έδαφος περισσότερων πολιτειών, στο ζημιωθέντα απόκειται η  επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου (ΑΠ 903/2010, ΧρΙΔ 2011.353, ΑΠ 295/2000, Νόμος). Η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο κατά  το αίτημα της περί επιδίκασης θετικής ζημίας πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, καθώς η επικαλούμενη ζημία της ενάγουσας αναφέρεται μόνο με την επίκληση των τιμολογίων/χρεωστικών σημειωμάτων των δικηγορικών γραφείων. Ειδικότερα, δεν εκτίθενται στην αγωγή οι επί μέρους ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι νομικοί παραστάτες της ενάγουσας στη Νορβηγία και στην Ελλάδα και οι δαπάνες τους και εντεύθεν η χρέωση των τελευταίων είτε κατά διαδικαστική ενέργεια είτε κατά χρονική απασχόληση, ώστε να υποχρεωθεί η ενάγουσα σε καταβολή του χρηματικού ποσό των 58.450 Κορώνων Νορβηγίας και 9.920€ (εκ των οποίων 7.440 δεν έχουν καταβληθεί, αλλά έχει εκδοθεί χρεωστικό σημείωμα) και που δεν θα κατέβαλε εάν δεν είχε προηγηθεί η επικαλούμενη στην αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά των εντολοδόχων αυτής κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού). Επιπλέον, ενώ η ενάγουσα για την μεταβίβαση του 5% των μετοχών κοινών μετοχών αντί μειωμένης εξασφάλισης εταιρία “…” τον Ιούνιο του 2017 δεν ιστορεί κάποια δαπάνη της, επικαλείται τέτοια δαπάνη για νομικές υπηρεσίες με εντατική απασχόληση των αναφερόμενων στην αγωγή δικηγορικών γραφείων σε Νορβηγία και Ελλάδα για τη μεταβίβαση του υπόλοιπου ποσοστού 5% των κοινών μετοχών αντί μειωμένης εξασφάλισης στην εταιρία “…” της ενάγουσας, χωρίς όμως να αναφέρει κάποια διαφοροποίηση στη στάση των εναγομένων, αφού, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, τόσο στην πρώτη, όσο και στη δεύτερη περίπτωση η απόκτηση των κοινών αντί των μειωμένης εξασφάλισης μετοχών δεν επιτεύχθηκε κατόπιν συγκεκριμένων δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών της ενάγουσας μέσω των νομικών παραστατών αυτής και για τις οποίες επιβαρύνθηκε η ενάγουσα με την καταβολή συγκεκριμένων ποσών, ούτε αναφέρονται οι ενέργειες αυτές, ώστε να δύναται το δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των επί μέρους κονδυλίων και να αντιτάξουν άμυνα οι εναγόμενοι ως προς αυτά (άρθρο 216 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ως προς το αίτημα περί ηθικής βλάβης η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθώς η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή της ότι θα υφίστατο ζημία στο κύρος και την φήμη της ως νομικού προσώπου, που όμως δεν επήλθε λόγω των ενεργειών της και, επομένως, δεν επικαλείται επί τα χείρω μεταβολή των (εν προκειμένω μη περιουσιακών) αγαθών της, αλλά υποθετική βλάβη που όμως οριστικώς δεν επήλθε και η οποία δεν εμπίπτει στην έννοια της ζημίας κατά τις ΑΚ 914, 932, 297 – 299 (ΑΠ 359/2011, Νομος ·ΕφΑθ 303/2019, Νομος ·Μπαλής, ΕνοχΔ §23, σ. 86 – 92 ·Λιτζερόπουλος, Στοιχεία Ενοχικού Δικαίου, §86, 1968, σ. 131 ·Δεληγιάννης/Κορνηλάκης, ΕνοχΔ ΙΙΙ, σ, 165 – 166). Συνεπώς, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της και τα δικαστικά έξοδα να επιδικαστούν σε βάρος της ενάγουσας, εν μέρει μειωμένα, καθώς το ύψος ενός εκ των κονδυλίων (ηθική βλάβη) εξαρτάται από την κρίση του Δικαστηρίου (άρθρα 176, 178§2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.-

Απορρίπτει την αγωγή.-

Καταδικάζει την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, τα οποία ορίζει σε οκτακόσια ευρώ (800€).-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 7 Ιουλίου 2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ