ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 2445 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 28η Ιανουαρίου 2020 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
A) ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ιωάννης Αλεβίζος (ΑΜΔΣΑ 15831), δυνάμει του από 05.07.2019 ειδικού πληρεξουσίου του νόμιμου εκπροσώπου της, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώθηκε από δικηγόρο, και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο παραπάνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/23.07.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «….», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τυπικά στο … και πραγματικά στον …, όπου έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, και εκπροσωπείται νόμιμα, για τις οποίες κατέθεσε κοινές προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος τους Γεωργία Σπανού (ΑΜΔΣΑ 18152), δυνάμει των από 01.07.2019 ειδικών πληρεξουσίων που χορηγήθηκαν με ιδιωτικά έγγραφα, στα οποία το γνήσιο της υπογραφής των νόμιμων εκπροσώπων τους βεβαιώθηκε από δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η παραπάνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/05.07.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 21.03.2019 με Γ.Α.Κ. 2834/2019 και με Ε.Α.Κ. 1354/2019 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 28.03.2019, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 19.12.2019 πράξη ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Β) ΤΩΝ ΑΝΤΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «….», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τυπικά στο … και πραγματικά στον …, όπου έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, και εκπροσωπείται νόμιμα, για τις οποίες κατέθεσε κοινές προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος τους Γεωργία Σπανού (ΑΜΔΣΑ 18152), δυνάμει των από 01.07.2019 ειδικών πληρεξουσίων που χορηγήθηκαν με ιδιωτικά έγγραφα, στα οποία το γνήσιο της υπογραφής των νόμιμων εκπροσώπων τους βεβαιώθηκε από δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η παραπάνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/05.07.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΗΣ ΑΝΤΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ιωάννης Αλεβίζος (ΑΜΔΣΑ 15831), δυνάμει του από 05.07.2019 ειδικού πληρεξουσίου του νόμιμου εκπροσώπου της, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώθηκε από δικηγόρο, και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο παραπάνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/23.07.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Οι αντενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 21.05.2019 με Γ.Α.Κ. 4793/2019 και με Ε.Α.Κ. 2370/2019 ανταγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 22.05.2019, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 238 παρ. 1 εδ. τελ. ΚΠολΔ, με την από 19.12.2019 πράξη ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Οι υποθέσεις συνεκφωνήθηκαν και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν: α) Η από 21.03.2019 με Γ.Α.Κ. 2834/2019 και με Ε.Α.Κ. 1354/2019 αγωγή, και β) Η από 21.05.2019 με Γ.Α.Κ. 4793/2019 και με Ε.Α.Κ. 2370/2019 ανταγωγή, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, καθώς υπάγονται στην ίδια διαδικασία και με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων της (άρθρα 246, 268 ΚΠολΔ).
Ι. Aπό τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης που απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επί αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο στη σύμβαση μίσθωσης έργου είναι η συμφωνία για την αμοιβή, ως αντάλλαγμα για την εκτέλεση του έργου. Η αμοιβή μπορεί να ορίζεται κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικά, χρονικά, με ποσοστά ή και να καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού. Στην τελευταία περίπτωση, ο καθορισμός της αμοιβής θα γίνει βάσει της ειθισμένης αμοιβής, αυτής δηλαδή που συνηθίζεται υπό τις ίδιες συνθήκες τόπου, χρόνου κ.λ.π. να καταβάλλεται σε εργολάβους της ίδιας κατηγορίας για όμοιες εργασίες, ή γίνεται κατά τα άρθρα 371 επ. ΑΚ. Επομένως, ο εργολάβος που εγείρει αγωγή κατά του εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του πρέπει να διαλαμβάνει στο αγωγικό δικόγραφο, εκτός των άλλων, τη συμφωνία για την αμοιβή, κατά έναν από τους προαναφερθέντες τρόπους, και σε περίπτωση που αυτή αφέθηκε ακαθόριστη κατά ποιον από τους πιο πάνω τρόπους θα καθορισθεί (Βλ. ΑΠ 1487/2017 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, οι τυχόν εργασίες, οι οποίες δεν είχαν προβλεφθεί ή καθορισθεί με την αρχική σύμβαση έργου, αλλά προέκυψαν εκ των υστέρων και εκτελέστηκαν από τον εργολάβο μετά από συμφωνία των μερών, θεωρούνται πρόσθετες και ο εργολάβος δικαιούται διαφορετικής αμοιβής, που είτε καθορίζεται με συμφωνία των συμβαλλομένων, είτε προκύπτει εκ των πραγμάτων, αναλόγως του είδους και του κόστους τους, η αμοιβή δε αυτή είναι ανεξάρτητη της ορισθείσας αρχικής τοιαύτης, η οποία δεν αφορούσε τις εργασίες αυτές. Ως παράδοση νοείται η πλήρης εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου με την προσπόριση του έργου στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσιάσεως του τελευταίου, το οποίο όμως πρέπει να είναι το προσήκον, δηλαδή να μην είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που συμφωνήθηκε (Βλ. ΑΠ 1142/2019 ΤΝΠ NOMOS). ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρο 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, δηλαδή τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, δηλαδή μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (Βλ. ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ NOMOS). Ειδικότερα, στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατά αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (Βλ. ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ NOMOS, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, ΕΠ 479/2015, ΕΠ 262/2012, ΕΠ 59/2011, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι δυνάμει σύμβασης που καταρτίσθηκε κατά τον αναφερόμενο χρόνο μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης η ενάγουσα ανέλαβε την εκτέλεση των περιγραφόμενων στο δικόγραφο εργασιών, οι οποίες θα εκτελούνταν στο πλαίσιο ανακατασκευής του υπό σημαία Νήσων Κέιμαν σκάφους αναψυχής «…» (πρώην «…»), κυριότητας της εδρεύουσας στο … δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, αντί κατ’ αποκοπήν αμοιβής, η οποία συμφωνήθηκε στο ποσό των 110.000 ευρώ, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. 24%, ο οποίος ανέρχεται σε 26.400 ευρώ. Ότι το έργο εκτελέσθηκε προσηκόντως και παραδόθηκε την 28.07.2018, καθώς και ότι η πρώτη εναγόμενη κατέβαλε συνολικά το ποσό των 113.520 ευρώ και εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 22.880 ευρώ. Ότι εκτός από το παραπάνω ποσό, η πρώτη εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα και αυτό των 30.000 ευρώ, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., το οποίο, δυνάμει σχετικού όρου της σύμβασης, είχε συμφωνηθεί ως επιπλέον αμοιβή για την περίπτωση ολοκλήρωσης του έργου μέχρι την 15.04.2018, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο. Ότι η ενάγουσα εκτέλεσε και τις περιγραφόμενες στο δικόγραφο πρόσθετες εργασίες, οι οποίες δεν είχαν προβλεφθεί με την αρχική σύμβαση έργου και ότι για τις εργασίες αυτές δικαιούται ως αμοιβή το συνολικό ποσό των 64.685,50 ευρώ, πλέον του ποσού των 15.524,76 ευρώ για τον αναλογούντα Φ.Π.Α. 24%, όπως οι επιμέρους αμοιβές για καθεμία από τις πρόσθετες εργασίες εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, με βάση το χρόνο απασχόλησης του προσωπικού της ενάγουσας, με κόστος απασχόλησης 82,72 ευρώ την ημέρα για κάθε τεχνίτη και 79,40 ευρώ την ημέρα για κάθε βοηθό τεχνίτη, με αναφορά του κόστους των υλικών και με υπολογισμό εργολαβικού κέρδους σε ποσοστό 40%. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, επικαλούμενη κυρίως ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης, άλλως ευθύνη της ως εφοπλίστρια, και επικουρικά ευθύνη κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αιτείται να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία: α) το ποσό των 22.880 ευρώ, ως υπόλοιπο εργολαβικής αμοιβής, νομιμότοκα από την επομένη της ολοκλήρωσης των εργασιών, β) το ποσό των 37.500 ευρώ, ως επιπλέον αμοιβή, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φ.Π.Α., νομιμότοκα από την επομένη της ολοκλήρωσης των εργασιών, και γ) το ποσό των 80.211,26 ευρώ, ως αμοιβή για πρόσθετες εργασίες, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φ.Π.Α., νομιμότοκα από την επομένη της ολοκλήρωσης των πρόσθετων εργασιών, άλλως από την επίδοση του από 05.10.2018 εξώδικου εγγράφου, άλλως το συνολικά αιτούμενο ποσό των (22.880 + 37.500 + 80.211,26 =) 140.591,26 ευρώ νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, η ενάγουσα αιτείται να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και κύρια αιτήματα, η αγωγή, με την οποία εισάγεται ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της καταστατικής έδρας της δεύτερης εναγόμενης στο …, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία και είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς [άρθρα 7, 9 εδ. α’ – γ’, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, 51 παρ. 1 περ. α’, 2 εδ. α’, 3Α, 3Β περ. β’ Ν. 2172/1993, 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 8 περ. 1, 26 παρ. 1 εδ. α’, 63 παρ. 1 περ. β’ Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»]. Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στις εναγόμενες εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 28.03.2019, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε στις εναγόμενες την 29.03.2019 (Βλ. τις υπ’ αριθ. …’/29.03.2019 και …/29.03.2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …). Εξάλλου, επειδή η ένδικη διαφορά έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, όπως προαναφέρθηκε, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου, ως προς το οποίο πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Α) Ως προς την κύρια αγωγική βάση, με την οποία εγείρονται αξιώσεις λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης της πρώτης εναγόμενης, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 2, 19 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), ως το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος που οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή της σύμβασης, εν προκειμένω δηλαδή η ενάγουσα, έχει τη συνήθη διαμονή του, δηλαδή την κεντρική του διοίκηση. Β) Ως προς την επικουρική αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 10 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη ΙΙ), καθώς, με βάση τα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο, η ενοχή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό συνδέεται με τη συμβατική σχέση μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης. Γ) Ως προς την πραγματοπαγή ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης, με την ιδιότητά της ως κυρίας του υπό σημαία Νήσων Κέιμαν σκάφους αναψυχής «…» (πρώην «…»), η οποία στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου αποτελεί εξωσυμβατική ενοχή, το έρεισμα της οποίας αναζητείται στο νόμο (ενοχή ex lege), το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο αναζητείται κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 4 του Κανονισμού Ρώμη Ι και του άρθρου 25 εδ. β’ ΑΚ, ως το δίκαιο που αρμόζει στη σχέση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (πρβλ. ΑΠ 1529/2017, ΜονΕΠ 229/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη αφενός ότι η πραγματική έδρα της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας είναι στον …, γεγονός που συνομολογείται από τις εναγόμενες με τις προτάσεις τους, αφετέρου ότι η σύμβαση έργου καταρτίσθηκε και εκτελέσθηκε στην ημεδαπή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είναι χαλαρός ο σύνδεσμος με τις Νήσους Κέιμαν, τη σημαία των οποίων φέρει το παραπάνω αναφερόμενο σκάφος, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό. Με βάση, λοιπόν, το εφαρμοστέο ελληνικό δικονομικό και ουσιαστικό δίκαιο, η αγωγή ως προς το επιμέρους αγωγικό αίτημα των των 64.685,50 ευρώ, το οποίο αφορά σε αμοιβή για πρόσθετες εργασίες, είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας και για τον λόγο αυτόν απορριπτέα, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, 681 και 682 ΑΚ, καθώς η ενάγουσα, παρόλο που με το αγωγικό δικόγραφο υπολογίζει το αιτούμενο ποσό, με αναγραφή των πρόσθετων εργασιών, του χρόνου απασχόλησης και του αριθμού του προσωπικού που απασχολήθηκε για την εκτέλεση κάθε επιμέρους εργασίας, του κόστους απασχόλησης ανά ημέρα (ημερομίσθιο) για κάθε τεχνίτη και για κάθε βοηθό τεχνίτη, του κόστους των υλικών και στο άθροισμα υπολογίζει και εργολαβικό κέρδος σε ποσοστό 40%, δεν ισχυρίζεται ότι με τη συμφωνία, με την οποία η πρώτη εναγόμενη της ανέθεσε την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών, καθορίσθηκε η αμοιβή της με συγκεκριμένο τρόπο, βάσει απολογισμού, με ποσοστό εργολαβικού οφέλους 40% επί του πραγματικού κόστους των εργασιών που θα εκτελούνταν, ούτε όμως ισχυρίζεται ότι η αμοιβή της αφέθηκε μεν ακαθόριστη κατά την κατάρτιση της συμφωνίας, με την οποία της ανατέθηκαν οι πρόσθετες εργασίες, πλην όμως ότι τα αιτούμενα για τις πρόσθετες εργασίες ποσά αποτελούν την ειθισμένη αμοιβή, δηλαδή την αμοιβή που συνηθίζεται για όμοιες εργασίες που εκτελούνται υπό τις ίδιες συνθήκες (Βλ. ΑΠ 1487/2017, ό.π.). Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή και ως προς το επιμέρους αιτούμενο ποσό των 15.524,76 ευρώ, που αντιστοιχεί σε Φ.Π.Α. 24% επί του αιτούμενου ποσού των 64.685,50 ευρώ. Κατά τα λοιπά η αγωγή ως προς την κύρια βάση της είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 345, 681, 694 ΑΚ, 106 εδ. β’ ΚΙΝΔ, 1, 8 παρ. 1 περ. α’ Ν. 2859/2000 (Κώδικας Φ.Π.Α.), 176, 907, 908 παρ. 1 περ. στ’ ΚΠολΔ, με την επισήμανση ότι η ιδιότητα του εφοπλιστή δεν θεμελιώνει αυτοτελή λόγο ευθύνης, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η ενάγουσα. Μη νόμιμη και απορριπτέα είναι η επικουρική αγωγική βάση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς αυτή δεν θεμελιώνεται σε πρόσθετα ή διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή κατά την κύρια βάση της (Βλ. ΑΠ 449/2014 ΤΝΠ NOMOS). Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το αντικείμενό της καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (Βλ. το υπ’ αριθ. 316925387950 0313 0092 e – παράβολο, σε συνδυασμό με το από 24.01.2020 αποδεικτικό πληρωμής).
Τα άρθρα 440 και 441 ΑΚ που ρυθμίζουν το συμψηφισμό ορίζουν το μεν πρώτο ότι «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», το δε δεύτερο ότι «Συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του (κύρια ή ενεργητική απαίτηση), προτείνοντας την ανταπαίτησή του (ή παθητική απαίτηση) σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται αναδρομικά, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Απαίτηση και ανταπαίτηση πρέπει να είναι τέλειες, δηλαδή να είναι ληξιπρόθεσμες, να μην τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, να μην υπόκεινται σε ανατρεπτική ή αναβλητική ένσταση και να είναι αγώγιμες, δηλαδή να μην είναι απλώς φυσικές ενοχές. Ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους αλλά ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα είτε ενώπιον δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης (άρθρο 442 ΑΚ). Όπως συνάγεται δε από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των παραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, προσδιορισμό της απαίτησης του ενάγοντος, στην οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, καθορισμό του αντικειμένου και του χρόνου γεννήσεώς τους, όπως επίσης και ορισμένο αίτημα, ήτοι την απόσβεση των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων και την απόρριψη της αγωγής (Βλ. ΑΠ 84/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενες συνομολογούν την κατάρτιση σύμβασης έργου μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης από αυτούς και κατά τα λοιπά αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή, ισχυριζόμενες -μεταξύ άλλων- ότι η ενάγουσα δεν εκτέλεσε τμήμα του έργου που είχε αναλάβει με την αρχική σύμβαση, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με τις προτάσεις τους. Επιπλέον, οι εναγόμενες ιστορούν ότι από υπαιτιότητα της ενάγουσας το εκτελεσθέν έργο εμφάνισε ελαττώματα και κακοτεχνίες, για την αποκατάσταση των οποίων θα απαιτηθεί το ποσό των 46.050 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24% ποσού 11.052 ευρώ, καθώς και ότι με όρο που συμπεριλήφθηκε στην αρχική σύμβαση συμφωνήθηκε ως ποινική ρήτρα για την περίπτωση της μη έγκαιρης ολοκλήρωσης του έργου το ποσό των 3.000 ευρώ ανά ημέρα, για χρονικό διάστημα μέχρι δέκα ημερολογιακών ημερών, καθώς και ότι λόγω κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας η ενάγουσα οφείλει το ποσό των 30.000 ευρώ, και προτείνουν επικουρικά σε συμψηφισμό τις παραπάνω ανταπαιτήσεις. Με αυτό το περιεχόμενο, η ένσταση συμψηφισμού είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας και ως εκ τούτου απορριπτέα, αναφορικά με την ανταπαίτηση, συνολικού ποσού (46.050 + 11.052 =) 57.102 ευρώ, για την αποκατάσταση κακοτεχνιών και ελαττωμάτων του εκτελεσθέντος έργου, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, διότι δεν περιλαμβάνει σαφή έκθεση των παραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, ενόψει μάλιστα του ότι προκύπτει ασάφεια αφενός ως προς την έκταση των εργασιών αποκατάστασης, αφετέρου δεν εκτίθενται κατά είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας τα υλικά που απαιτούνται για την αποκατάσταση των αναφερόμενων κακοτεχνιών και ελλείψεων, ούτε ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής κάθε απαιτούμενης επιμέρους εργασίας. Κατά τα λοιπά, δηλαδή ως προς την ανταπαίτηση της πρώτης εναγόμενης, ποσού 30.000 ευρώ, λόγω κατάπτωσης ποινικής ρήτρας, η ένσταση συμψηφισμού είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, 404, 405, 407, 440, 441, 444 εδ. β’ ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, με την επισήμανση ότι ο εν λόγω συμψηφισμός ενεργεί αντικειμενικά, κατά την έννοια ότι εφόσον η ένσταση αυτή κριθεί και ουσιαστικά βάσιμη, απαλλάσσεται αντίστοιχα και η δεύτερη εναγόμενη, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 483 παρ. 1 εδ. β’ ΑΚ. Επίσης, σημειώνεται ότι για την ως άνω αξίωση που προβάλλεται σε συμψηφισμό με την σχετική ένσταση οι εναγόμενοι έχουν εγείρει την από 21.05.2019 ανταγωγή, εφόσον όμως η ένσταση συμψηφισμού συνεκδικάζεται με την ανταγωγή, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 222 παρ. 2 ΚΠολΔ, δηλαδή αναστολή εκδίκασης της ένστασης συμψηφισμού, διότι δεν συντρέχει ο σκοπός για τον οποίο προβλέφθηκε η αναστολή λόγω εκκρεμοδικίας, δηλαδή η αποτροπή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (πρβλ. ΠΠΑ 2237/2010 ΤΝΠ NOMOS).
Από τις διατάξεις των άρθρων 389, 390, 397 εδ. α’ και 399 ΑΚ συνάγεται ότι το συμβατικό δικαίωμα να κηρύξει ο ένας από τους συμβαλλόμενους έκπτωτο τον άλλον είναι δικαίωμα συμβατικής υπαναχώρησης και ότι αν ασκηθεί συμβατική υπαναχώρηση, η σύμβαση διαλύεται ενοχικώς, αυτοδικαίως και αναδρομικώς (ex tunc) και κάθε συμβαλλόμενο μέρος υπέχει την υποχρέωση να αποδώσει την παροχή που έλαβε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ο επικαλούμενος διαφορετική έννοια του σχετικού συμβατικού όρου πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει τούτο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ερμηνευτικό κανόνα του πιο πάνω άρθρου 397 ΑΚ, σε περίπτωση αμφιβολίας, ο δανειστής έχει το προς υπαναχώρηση δικαίωμα μόνο αν η μη εκπλήρωση της σύμβασης οφείλεται σε υπαιτιότητα του άλλου, ενώ η μη εκπλήρωση περιλαμβάνει και τις τρεις περιπτώσεις παραβίασης της σύμβασης, δηλαδή την αδυναμία παροχής, την υπερημερία του οφειλέτη και την πλημμελή εκπλήρωση αυτής. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της εν λόγω διάταξης, το δικαίωμα της κήρυξης έκπτωτου του αντισυμβαλλόμενου μπορεί να προβλεφθεί και συμβατικά υπό διαφορετικές προϋποθέσεις, όπως, επίσης, μπορεί να προβλεφθεί ότι θα ασκείται ανεξάρτητα από υπαιτιότητα (Βλ. ΑΠ 1352/2018 ΤΝΠ NOMOS). Πάντως, το αν για την άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης απαιτείται η μη εκπλήρωση να οφείλεται σε υπαιτιότητα του οφειλέτη είναι ζήτημα ερμηνείας της σύμβασης, ενώ σε κάθε περίπτωση για την άσκηση του δικαιώματος της συμβατικής υπαναχώρησης δεν απαιτείται η τήρηση των προϋποθέσεων των άρθρων 383 επ. ΑΚ, γιατί τέτοια υποχρέωση υπάρχει μόνο στο παρεχόμενο από το άρθρο 383 δικαίωμα νόμιμης υπαναχώρησης και δεν αποτελεί προϋπόθεση της συμβατικής υπαναχώρησης (Βλ. ΑΠ 699/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην περίπτωση που εκτελέστηκε ένα μόνο μέρος του έργου, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα, εφόσον έχει έννομο συμφέρον να υπαναχωρήσει μόνο σε σχέση με το τμήμα του έργου που δεν έχει εκτελεστεί κατά το χρόνο της υπαναχώρησης, οφείλοντας στην περίπτωση αυτή μόνο αντίστοιχη αμοιβή για τις εργασίες που μέχρι το χρόνο εκείνο εκτελέστηκαν. Η υπαναχώρηση αυτή ενεργεί στην πραγματικότητα ως καταγγελία της σύμβασης, αφού ισχύει για το μέλλον και δεν θίγει τη σύμβαση σε σχέση με το μέρος του έργου που εκτελέστηκε μέχρι την άσκησή της (Βλ. ΑΠ 697/2019 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 688 – 690 ΑΚ, οι οποίες καθορίζουν λεπτομερώς και σε λογική αλληλουχία και ενότητα την ευθύνη του εργολάβου ανάλογα με τη φύση των ελαττωμάτων και ελλείψεων, τα οποία φέρει το έργο που εκτελέστηκε από αυτόν, σαφώς προκύπτει ότι ο εργοδότης δικαιούται να απαιτήσει: α) σε περίπτωση επουσιωδών ελαττωμάτων είτε τη διόρθωση αυτών, είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής (688 ΑΚ), β) σε περίπτωση ουσιωδών ελαττωμάτων, τα οποία καθιστούν το έργο άχρηστο, ή έλλειψης συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, είτε τη διόρθωση, είτε την ανάλογη μείωσης της αμοιβής, είτε αντί αυτών την αναστροφή της σύμβασης (689 ΑΚ) και γ) σε περίπτωση κατά την οποία οι ελλείψεις του έργου, οι οποίες ανάγονται τόσο σε ουσιώδη ή επουσιώδη ελαττώματα, όσο και σε συμφωνηθείσες ιδιότητες, οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης δικαιούται αντί αναστροφής ή μείωσης της αμοιβής να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε ζημία η οποία προήλθε από το γεγονός ότι ο εργολάβος υπαίτια δεν ανταποκρίθηκε στις από τη σύμβαση υποχρεώσεις του να κατασκευάσει έργο που να φέρει τις συμφωνημένες ιδιότητες και χωρίς ελαττώματα. Διαγράφεται, δηλαδή, από τα άρθρα αυτά διαζευκτική συρροή περισσοτέρων δικαιωμάτων υπέρ του εργοδότη, ο οποίος έτσι έχει το εκλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει οποιοδήποτε από τα παρεχόμενα σε αυτόν δικαιώματα, αλλά όταν κάνει την επιλογή του, ασκώντας το ένα από αυτά, δεν μπορεί να παραιτηθεί από αυτό και να ασκήσει άλλο, με την έννοια ότι η επιλογή του ενός αποκλείει την άσκηση των λοιπών, με οποιαδήποτε μορφή, είτε κυρίως είτε επικουρικώς (Βλ. ΑΠ 1229/2017 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 404, 405 και 407 ΑΚ προκύπτει ότι επί συμφωνημένης με τη σύμβαση έργου ποινικής ρήτρας για την περίπτωση της μη προσήκουσας και ιδίως της μη έγκαιρης εκπλήρωσης της παροχής, ο δανειστής, εφόσον απαιτεί την ποινή που έχει καταπέσει, λόγω περιέλευσης του οφειλέτη σε υπερημερία, οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τη σύμβαση (κύρια και παρεπόμενη περί ποινικής ρήτρας) και τις προϋποθέσεις της υπερημερίας του οφειλέτη. Οφείλει επίσης να επικαλεσθεί, όχι όμως και να αποδείξει, την μη εκπλήρωση της παροχής. Στον οφειλέτη απόκειται να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι έχει εκπληρώσει την παροχή ή ότι δεν έχει υπαιτιότητα για την καθυστέρηση. Κατά την έννοια των άρθρων 340, 341, 342 ΑΚ ο οφειλέτης καθίσταται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της προς εκπλήρωση της παροχής ημέρας, εκτός αν η καθυστέρηση οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη. Έτσι, το πταίσμα του οφειλέτη δεν αποτελεί προϋπόθεση της αξίωσης του δανειστή, αλλά, αντίθετα, η έλλειψη υπαιτιότητας του οφειλέτη θεμελιώνει καταλυτική ένσταση της αγωγικής αξίωσης, την οποία οφείλει ο τελευταίος να επικαλεσθεί και αποδείξει, οπότε θα θεωρηθεί ότι αυτός δεν περιήλθε σε υπερημερία, καθόσον η έλλειψη πταίσματος δεν είναι λόγος άρσης της υπερημερίας, αφού το πταίσμα του τεκμαίρεται, αλλά λόγος μη επέλευσής της (Βλ. ΑΠ 1142/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την ανταγωγή εκτίθεται, κατά την εκτίμηση του δικογράφου της, ότι με σύμβαση που καταρτίσθηκε εγγράφως κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο μεταξύ της αντεναγόμενης και της πρώτης αντενάγουσας – εφοπλίστριας του υπό σημαία Νήσων Κέιμαν σκάφους αναψυχής «SUMMERFUN» (πρώην «…»), κυριότητας της δεύτερης αντενάγουσας, η αντεναγόμενη ανέλαβε την εκτέλεση του περιγραφόμενου στο δικόγραφο έργου, αντί κατ’ αποκοπήν αμοιβής που συμφωνήθηκε στο ποσό των 110.000 ευρώ, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. 24%, ποσού 26.400 ευρώ, και με συμφωνηθέντα χρόνο παράδοσης την 15η.04.2018. Ότι με όρο που συμπεριλήφθηκε στη σύμβαση ορίσθηκε ότι κάθε παράβαση των όρων παρείχε το δικαίωμα στην πρώτη αντενάγουσα να κηρύξει έκπτωτη την αντεναγόμενη εργολάβο και να ολοκληρώσει το έργο σε βάρος της και για λογαριασμό της, με επίδοση σχετικής εξώδικης δήλωσης προς αυτήν, καθώς και ότι προβλέφθηκε ενδεικτικά ότι η πρώτη αντενάγουσα δικαιούνταν να κηρύξει έκπτωτη την αντεναγόμενη σε περίπτωση που η τελευταία επιδείκνυε προφανή αδυναμία για την ορθή και εμπρόθεσμη εκτέλεση των εργασιών, άρνηση ή αδιαφορία για την τήρηση των όρων της σύμβασης, των κανονισμών, νόμων και κανόνων ασφαλείας, καθώς επίσης και στην περίπτωση που η αντεναγόμενη από υπαιτιότητά της καθυστερούσε την έναρξη των εργασιών ή διέκοπτε αναιτιολόγητα την εκτέλεση των εργασιών για δέκα ημερολογιακές ημέρες. Ότι με όρο που συμπεριλήφθηκε στη σύμβαση προβλέφθηκε η επιβάρυνση της αντεναγόμενης με το ποσό των 3.000 ευρώ ανά ημέρα, ως ποινική ρήτρα, για χρονικό διάστημα μέχρι δέκα ημερολογιακών ημερών, για την περίπτωση που η αντεναγόμενη δεν ολοκλήρωνε το αναληφθέν έργο μέχρι την 15.04.2018. Ότι ενώ το έργο ήταν σε εξέλιξη συμφωνήθηκε προφορικά με την αντεναγόμενη η εκτέλεση και των περιγραφόμενων με το δικόγραφο πρόσθετων εργασιών, αντί αμοιβής που συμφωνήθηκε βάσει προϋπολογισμού, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με την ανταγωγή. Ότι το έργο που ανέλαβε να εκτελέσει η αντεναγόμενη με την αρχική σύμβαση δεν ολοκληρώθηκε εντός της αρχικά συμφωνημένης προθεσμίας, δηλαδή δεν ολοκληρώθηκε μέχρι την 15η.04.2018, ούτε όμως ολοκληρώθηκε εντός της νέας προθεσμίας των δέκα ημερών που έταξε η πρώτη αντενάγουσα με το από 04.07.2018 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Ότι, ακολούθως, με το από 25.09.2018 εξώδικο έγγραφο η πρώτη αντενάγουσα κατήγγειλε τη σύμβαση, λόγω καθυστέρησης στην ολοκλήρωση του έργου και ζήτησε από την αντεναγόμενη να της καταβάλει: Α) το ποσό των 30.000 ευρώ, λόγω κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας, και Β) το ποσό των 8.761 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αμοιβές που κατέβαλε σε τρίτους για να εκτελέσουν τις εργασίες που είχαν ανατεθεί με την αρχική σύμβαση στην αντεναγόμενη και δεν τις εκτέλεσε, σε δαπάνη για την αγορά υλικών, τα οποία επιβάρυναν την αντεναγόμενη, δυνάμει σχετικού συμβατικού όρου, καθώς και σε δαπάνη αποκατάστασης της αναφερόμενης στο δικόγραφο κακοτεχνίας. Ότι, ειδικότερα, η πρώτη αντενάγουσα ανέθεσε σε τρίτους την εκτέλεση των περιγραφόμενων με το δικόγραφο εργασιών, τις οποίες είχε αναθέσει στην αντεναγόμενη με την αρχική σύμβαση και δεν εκτελέσθηκαν από αυτήν, και κατέβαλε για την αιτία αυτή σε τρίτους το συνολικό ποσό των (3.280 + 650 + 700 + 2.342 =) 6.972 ευρώ, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το δικόγραφο, ότι, επιπλέον, η αντεναγόμενη, κατά παράβαση του σχετικού συμβατικού όρου, με τον οποίο είχε αναλάβει το κόστος προμήθειας δαπέδου μέχρι του ποσού των 30 ευρώ ανά τ.μ., επιβάρυνε την πρώτη αντενάγουσα με τη σχετική δαπάνη, ποσού 1.517 ευρώ, καθώς και ότι η πρώτη αντενάγουσα ζημιώθηκε με το ποσό των 272 ευρώ, για την αγορά υφάσματος για την επένδυση της οροφής καμπίνας, προκειμένου να αποκαταστήσει κακοτεχνία που προκλήθηκε από την αντεναγόμενη σε τμήμα του εκτελεσθέντος έργου. Ότι, περαιτέρω, το εκτελεσθέν από την αντεναγόμενη έργο από υπαιτιότητα της αντεναγόμενης εμφάνισε τα ελαττώματα και τις κακοτεχνίες που ιστορούνται με το δικόγραφο, για την αποκατάσταση των οποίων θα απαιτηθεί το ποσό των 46.050 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24% ποσού 11.052 ευρώ, και, συγκεκριμένα, ότι για την αποκατάσταση των ελαττωμάτων και κακοτεχνιών απαιτείται η εκτέλεση των ακόλουθων επί λέξει εργασιών: «1. Σαλόνι 1.1 Εργασίες τριψίματος και λουστραρίσματος ματ εξαρχής ξύλινων επενδύσεων σαλονιού 1.2 Αποξήλωση, αγορά και αντικατάσταση καπλαμάδων, όπου χρειάζεται Συνολικό ποσό 8.200 ευρώ. 2. Καμπίνα πλοιοκτήτη – master 2.1 Εργασίες επιδιόρθωσης πάνελ και ξύλινων επενδύσεων επάνω καμπίνας πλοιοκτήτη 2.3 Αποξήλωση, αγορά και αντικατάσταση καπλαμάδων, όπου χρειάζεται. Συνολικό ποσό 7.350 ευρώ. 3. Τέσσερις καμπίνες επιβατών 3.1 Εργασίες επιδιόρθωσης ξύλινων επιφανειών και αντικατάσταση διχρωμιών καπλαμάδων στις καμπίνες επιβατών Συνολικό ποσό 13.900 ευρώ. 4. Κλίμακα προς καμπίνες 4.1 Καθαρισμός, τρίψιμο και νέα λούστρα στους καπλαμάδες των πάνελ Συνολικό ποσό 5.200 ευρώ. 5. Γέφυρα 5.1 Καθαρισμός, τρίψιμο και νέα λούστρα του καπλαμά της κονσόλας στο δεξί άκρο του πάγκου και σε σημεία κάτω από τα παράθυρα Συνολικό ποσό 5.700 ευρώ. 6. TV Room 6.1 Καθαρισμός, τρίψιμο και νέα λούστρα. 6.2 Αποξήλωση, αγορά και αντικατάσταση καπλαμάδων, όπου χρειάζεται. Συνολικό ποσό 5.700 ευρώ». Με βάση το ιστορικό αυτό, οι αντενάγουσες αιτούνται να υποχρεωθεί η αντεναγόμενη να τους καταβάλει: Α) Το ποσό των 30.000 ευρώ, λόγω κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας, νομιμότοκα από την επίδοση του από 25.09.2018 εξώδικου εγγράφου, άλλως από την επίδοση της ανταγωγής, Β) Το ποσό των 57.102 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση των κακοτεχνιών και ελαττωμάτων, νομιμότοκα από την επίδοση της ανταγωγής, και Γ) Το ποσό των 8.761 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση του από 25.09.2018 εξώδικου εγγράφου, άλλως από την επίδοση της ανταγωγής. Επίσης, οι αντενάγουσες ζητούν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθεί η αντίδικός τους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και κύρια σωρευόμενα αιτήματα, η ανταγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία και είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 7, 9 εδ. α’ – γ’, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 34 ΚΠολΔ, 51 παρ. 1 περ. α’, 2 εδ. α’, 3Α, 3Β περ. β’ Ν. 2172/1993, 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 63 παρ. 1 περ. α’ Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»). Περαιτέρω, η ανταγωγή ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 238 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των εξήντα ημερών από την κατάθεση της αγωγής, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 28.03.2019, όπως προαναφέρθηκε, ενώ η ανταγωγή κατατέθηκε την 22.05.2019, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε στην αντεναγόμενη την 23.05.2019 (Βλ. την υπ’ αριθ. 8331/23.05.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …). Εξάλλου, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της καταστατικής έδρας της δεύτερης αντενάγουσας στο … Ηνωμένου Βασιλείου, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου, ως προς το οποίο λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Α) Αναφορικά με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις διεξαγωγής της παρούσας δίκης, -μεταξύ των οποίων- και η νομιμοποίηση των διαδίκων, εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, ως το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori) (Βλ. ΠΠΠ 2469/2005 Αρμ 2006.502, ΠΠΑ 1173/2003 ΔΕΕ 2003.474, δημοσιευμένη και σε ΤΝΠ NOMOS). Β) Αναφορικά με την ευθύνη της αντεναγόμενης από τη σύμβαση έργου, η οποία, με βάση τα ιστορούμενα, καταρτίσθηκε μεταξύ της ίδιας και της πρώτης αντενάγουσας, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 2, 19 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), ως το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος που οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή της σύμβασης, και εν προκειμένω η αντεναγόμενη, έχει τη συνήθη διαμονή του, δηλαδή την κεντρική του διοίκηση. Με βάση, λοιπόν, το εφαρμοστέο ελληνικό δικονομικό και ουσιαστικό δίκαιο η ανταγωγή, κατά το σκέλος που εγείρεται από τη δεύτερη αντενάγουσα, είναι μη νόμιμη και για τον λόγο αυτό απορριπτέα, διότι με το δικόγραφο δεν προκύπτει οποιοσδήποτε σύνδεσμος της παραπάνω διαδίκου με την επικαλούμενη σύμβαση έργου, η οποία, με βάση τα ιστορούμενα, καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης αντενάγουσας και της αντεναγόμενης, και από την οποία (σύμβαση) απορρέουν οι ένδικες αξιώσεις, ούτε όμως ιστορείται ως προς την ίδια διάδικο άλλος γενεσιουργός λόγος ευθύνης της αντεναγόμενης. Επίσης, η ανταγωγή, κατά το σκέλος που εγείρεται από την πρώτη αντενάγουσα είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας και ως εκ τούτου απορριπτέα ως προς το επιμέρους ποσό των 57.102 ευρώ, το οποίο ζητείται ως αποζημίωση για την αποκατάσταση κακοτεχνιών και ελαττωμάτων τμήματος του εκτελεσθέντος έργου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και 690 ΑΚ, διότι δεν εκτίθενται με πληρότητα, αφενός η έκταση της απαιτούμενης αποκατάστασης, αφετέρου ο τρόπος υπολογισμού της δαπάνης για την αποκατάσταση αυτή. Ειδικότερα, σε σχέση με την παραπάνω αξίωση προκύπτει ασάφεια αφενός ως προς την έκταση των εργασιών αποκατάστασης, ενόψει μάλιστα του ότι με το δικόγραφο υπό τα στοιχεία 1.2, 2.3 και 6.2 της οικονομικής προσφοράς που παρατίθεται αυτούσια στο ιστορικό της ανταγωγής αναφέρονται ως εργασίες αποκατάστασης στο σαλόνι, την καμπίνα πλοιοκτήτη και το TV Room οι εξής: «Αποξήλωση, αγορά και αντικατάσταση καπλαμάδων, όπου χρειάζεται», αφετέρου δεν εκτίθενται κατά είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας τα υλικά που απαιτούνται για την αποκατάσταση των αναφερόμενων κακοτεχνιών και ελλείψεων, ούτε όμως και ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής για κάθε επιμέρους εργασία αποκατάστασης, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις και στην αντεναγόμενη να αμυνθεί κατά της σχετικής αγωγικής αξίωσης. Κατά τα λοιπά, η ανταγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297 εδ. α’, 298 εδ. α’, 340, 341, 343, 345, 361, 389 εδ. α’, 390, 397 εδ. α’, 399, 404, 405, 407, 681, 690 ΑΚ, 176, 907, 908 παρ. 1 περ. στ’ ΚΠολΔ, με την επισήμανση ότι εν προκειμένω δεν πρόκειται για πολυπρόσωπη ενοχή, δηλαδή δεν υφίστανται περισσότεροι συνδανειστές από τη σύμβαση έργου, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής του ερμηνευτικού κανόνα του άρθρου 480 ΑΚ, με βάση τον οποίο, σε περίπτωση αμφιβολίας, το σύνολο των συνδανειστών δικαιούται ίσα τμήματα της παροχής, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η αντεναγόμενη με τις προτάσεις της. Κατόπιν τούτων, πρέπει η ανταγωγή, κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το αντικείμενό της καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (Βλ. το υπ’ αριθ. 285460627959 0903 0093 e – παράβολο, σε συνδυασμό με το από 05.07.2019 έγγραφο πληρωμής).
Κατά την έννοια των άρθρων 340, 341, 342 ΑΚ ο οφειλέτης καθίσταται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της προς εκπλήρωση της παροχής ημέρας, εκτός αν η καθυστέρηση οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη. Έτσι, το πταίσμα του οφειλέτη δεν αποτελεί προϋπόθεση της αξίωσης του δανειστή, αλλά, αντίθετα, η έλλειψη υπαιτιότητας του οφειλέτη θεμελιώνει καταλυτική ένσταση της αγωγικής αξίωσης, την οποία οφείλει ο τελευταίος να επικαλεσθεί και αποδείξει, οπότε θα θεωρηθεί ότι αυτός δεν περιήλθε σε υπερημερία, καθόσον η έλλειψη πταίσματος δεν είναι λόγος άρσης της υπερημερίας, αφού το πταίσμα του τεκμαίρεται, αλλά λόγος μη επέλευσής της (Βλ. ΑΠ 1142/2019, ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση η αντεναγόμενη αρνείται την ανταγωγή και περαιτέρω προς αντίκρουσή της, αναφορικά με την επιμέρους αξίωση, ποσού 30.000 ευρώ, λόγω κατάπτωσης ποινικής ρήτρας, προβάλλει ισχυρισμό περί έλλειψης υπαιτιότητας ως προς την καθυστέρηση ολοκλήρωσης του έργου, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με τις προτάσεις της. Ο ισχυρισμός αυτός της αντεναγόμενης είναι νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 342, 405 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 409 ΑΚ, «Αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη μειώνεται, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, από το δικαστήριο στο μέτρο που αρμόζει. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας για τη μόρφωση της δικαστικής του κρίσης σε σχέση με τον προσδιορισμό του περιεχομένου της αόριστης νομικής έννοιας της «δυσανάλογα μεγάλης ποινής» και του «μέτρου που αρμόζει» λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά που συντρέχουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και ιδίως το μέγεθος της ποινής, σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή που επλήγησαν από την αθέτηση της σύμβασης, την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη, το βαθμό του πταίσματός του, την ενδεχόμενη ωφέλειά του από τη μη εκπλήρωση της παροχής, τα απώτερα επιβλαβή αποτελέσματα και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή (Βλ. ΑΠ 892/2019 ΤΝΠ NOMOS). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι εκείνος που αιτείται τη μείωση της ποινής ως υπέρμετρης με αγωγή, ανταγωγή ή με ένσταση πρέπει να επικαλείται ορισμένα περιστατικά, εξαιτίας των οποίων παρίσταται υπέρμετρη η ποινή, και, σε περίπτωση αμφισβήτησής τους, να αποδείξει αυτά (Βλ. ΑΠ 1460/2005 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση η αντεναγόμενη ισχυρίζεται με τις προτάσεις της ότι η συμφωνημένη ποινική ρήτρα είναι υπέρμετρη και αιτείται τη μείωσή της. Η αίτηση αυτή – ένσταση μείωσης της ποινικής ρήτρας είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, με βάση τα άρθρα 409 ΑΚ, 111 παρ. 2, 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι η αντεναγόμενη δεν επικαλείται έστω και ένα γεγονός, το οποίο αληθές υποτιθέμενο, μπορεί να οδηγήσει στη μείωση της ποινικής ρήτρας (Βλ. ΑΠ 1460/2005, ό.π.).
Από τη διάταξη του άρθρου 457 παρ. 4 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο διάδικος κατά του οποίου προσκομίζονται φωτογραφικές αναπαραστάσεις, που θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα, έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τη γνησιότητά τους, οπότε εκείνος που τις επικαλείται και τις προσκομίζει οφείλει να την αποδείξει. Ο ισχυρισμός, όμως, ότι η προσκομιζόμενη φωτογραφία δεν εικονίζει κάποια συγκεκριμένη και κρίσιμη για τη δίκη πραγματική κατάσταση σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν συνιστά αμφισβήτηση της γνησιότητάς της, αλλά αμφισβήτηση της αποδεικτικής αξίας της για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης περί του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου (Βλ. ΑΠ 296/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση από τις υπ’ αριθ. …/08.07.2019 ένορκες βεβαιώσεις των …, … και …, αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας – αντεναγόμενης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Θεοφανώς Σχοινοχωρίτου, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της (Βλ. τις υπ’ αριθ. …’/03.07.2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, με τις συνημμένες σε αυτές από 02.07.2019 κλήσεις), από τις υπ’ αριθ. …/05.07.2019 ένορκες βεβαιώσεις των …, … και …, αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγόμενων – αντεναγουσών ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Μαρκογιαννάκη, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου τους (Βλ. την υπ’ αριθ. …/02.07.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, σε συνδυασμό με την από 01.07.2019 κλήση), από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, -μεταξύ των οποίων- οι φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από τους αντιδίκους τους (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ’, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας – αντεναγόμενης ότι οι προσαγόμενες από τους αντιδίκους της φωτογραφίες (Σχετικά 22 έως 37) δεν αντιστοιχούν στους χρόνους που αναγράφονται στο GPS δεν συνιστά άρνηση γνησιότητας, αλλά αμφισβήτηση της αποδεικτικής τους αξίας, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων, που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εδρεύουσα στο … ενάγουσα – αντεναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «…» έχει κύριο αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας την εκτέλεση ξυλουργικών εργασιών. Κατά τους κρίσιμους για την παρούσα υπόθεση χρόνους η εδρεύουσα στον … πρώτη εναγόμενη – αντενάγουσα εταιρία «…» ήταν εφοπλίστρια του υπό σημαία Νήσων Κέιμαν και με Αριθμό Νηολογίου … σκάφους αναψυχής «…», γεγονός που ομολογείται από τις εναγόμενες – αντενάγουσες με το δικόγραφο της ανταγωγής (Βλ. σελίδα 3), δηλαδή η παραπάνω διάδικος εκμεταλλευόταν το σκάφος αναψυχής για δικό της λογαριασμό. Κυρία του παραπάνω σκάφους αναψυχής, το οποίο ήδη έχει νηολογηθεί υπό ελληνική σημαία στο νηολόγιο Πειραιώς με Αριθμό Νηολογίου … και έχει μετονομασθεί σε «…», είναι η δεύτερη εναγόμενη – αντενάγουσα εταιρία, που εδρεύει κατά το καταστατικό της στο … και πραγματικά στον …. Περαιτέρω, δυνάμει του από 26.01.2018 ιδιωτικού συμφωνητικού, που καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ της ενάγουσας – αντεναγόμενης και της πρώτης εναγόμενης – αντενάγουσας, η πρώτη ανέλαβε αντί αμοιβής την εκτέλεση του έργου που περιγράφεται στο παραπάνω έγγραφο. Ειδικότερα, με βάση τον Όρο 3 του παραπάνω ιδιωτικού συμφωνητικού η ενάγουσα – αντεναγόμενη ανέλαβε την εκτέλεση των ακόλουθων επί λέξει εργασιών: «ΣΑΛΟΝΙ – 3.1.1 Κατασκευή επένδυσης δεξιά και αριστερά στην είσοδο του σαλονιού μετατρέποντας τις καμπύλες σε γωνίες με λουστραρισμένους καπλαμάδες. 3.1.2 Κατασκευή νέων επενδύσεων στη δεξιά, την αριστερή, καθώς και στη πλώρα πλευρά του σαλονιού με λουστραρισμένους καπλαμάδες σύμφωνα με τις υποδείξεις του διακοσμητή. 3.1.3 Ξήλωμα των παλιών κουρτινιερών στο σαλόνι και το διάδρομο, κατασκευή και λουστράρισμα νέων, σύμφωνα με το σχέδιο του διακοσμητή. 3.1.4 Συμπλήρωμα επένδυσης στο πλαϊνό της τραπεζαρίας σε όλη τη μεριά. 3.1.5 Κατασκευή νέων επενδύσεων πάνελ από λάκα στην οροφή σύμφωνα με το σχέδιο και χρώμα που θα υποδείξει ο διακοσμητής. 3.1.6 Εργασίες και επενδύσεις στην αριστερή πλευρά του διαδρόμου από το σαλόνι μέχρι την κουζίνα σύμφωνα με το σχέδιο 3.1.7 Κατασκευή επίπλου με τρία συρτάρια και τέσσερα πορτάκια και με ειδική κατασκευή για την τοποθέτηση μηχανισμού τηλεόρασης σύμφωνα με το σχέδιο. Το εξωτερικό μέρος του επίπλου θα είναι με επένδυση καπλαμά και τελικά βερνίκια σύμφωνα με τις υποδείξεις του διακοσμητή. Η προμήθεια του μηχανισμού βαραίνει τον Πλοιοκτήτη. 3.1.8 Κατασκευή τραπεζιών σαλονιού σύμφωνα με το σχέδιο του διακοσμητή. Κατασκευή γωνιακού καναπέ με μαξιλάρια και δύο σκαμπό σύμφωνα με το σχέδιο του διακοσμητή. Ο εργολάβος είναι υποχρεωμένος να συνεργαστεί με τον μαρμαρά και τον σιδερά που θα του υποδειχθούν από τον διακοσμητή για την κατασκευή των υλικών που αναφέρονται στις παραγράφους 1.1.7 & 3.1.8 του παρόντος. 3.1.9 Αποξήλωση υφιστάμενου πατώματος προμήθεια και τοποθέτηση νέου, σύμφωνα με τις υποδείξεις του διακοσμητή. Το κόστος προμήθειας του πατώματος βαρύνει τον εργολάβο μέχρι του ποσού των 30 ευρώ/τ.μ.. Σε περίπτωση που το κόστος υπερβεί το ανωτέρω ποσό, τη διαφορά θα καλύψει ο Πλοιοκτήτης. ΝΕΑ ΑΝΩ ΚΑΜΠΙΝΑ – Κατασκευή νέου μπουλμέ με μόνωση με δύο πόρτες ανοιγόμενες προκειμένου να χωριστεί ο διάδρομος με την καμπίνα. Η επένδυση θα γίνει με λουστραριστά προεργασίας, σύμφωνα με τα σχέδια του διακοσμητή. Κατασκευή νέας ντουλάπας με εσοχή για τηλεόραση και κρυφή πόρτα εισόδου προς τη τουαλέτα σύμφωνα με το σχέδιο (λουστραριστά προεργασίας σύμφωνα με την υπόδειξη του διακοσμητή). Αποξήλωση του δεξιού μέρους της κουζίνας (πάγκος – ντουλάπια – νεροχύτες κλπ). Κατασκευή νέας στεγανής ντουζιέρας σύμφωνα με τα σχέδια του μελετητή και επανακατασκευή της κουζίνας. Αφαίρεση του πάγκου – γρανίτη προκειμένου να μεγαλώσει η ντουζιέρα. Αποξήλωση του υφισταμένου επίπλου δεξιά της καμπίνας και επένδυσή του με καπλαμά λουστραριστό σύμφωνα με το σχέδιο του διακοσμητή. Αποξήλωση της καμπύλης και κατασκευή ντουλάπας σύμφωνα με τα σχέδια του μελετητή. Επένδυση προσκεφάλου από πάνελ σύμφωνα με το σχέδιο. Κατασκευή νέας οροφής. Κατασκευή μικρού τραπεζιού που θα κρύβεται κάτω από τα συρτάρια της ντουλάπας. Επένδυση μηχανισμού τραπεζιού με κομοδίνα αριστερά και δεξιά. Αποθήκευση μπράτσων του καναπέ. Κατασκευή της πρόσω αριστερής υφιστάμενης καμπύλης σύμφωνα με τα σχέδια του μελετητή. Κατασκευή επίπλου στο οποίο θα τοποθετηθεί αυτόματος μηχανισμός ανάκλισης κρεβατιού. Το έπιπλο θα περιέχει κομοδίνα, ανοιγόμενα και συρόμενα προς τα πίσω πλαϊνά πορτάκια που θα καλύπτουν τα κομοδίνα, καθώς και συρόμενα μπράτσα καναπέ, σκελετό καναπέ, σύμφωνα με τα σχέδια του μελετητή. ΚΑΜΠΙΝΕΣ – Αποξήλωση καμπίνας της πλώρης και διαχωρισμός της με μόνωση σε δύο δίκλινες καμπίνες. Η μία εξ αυτών θα ενωθεί με το μπάνιο της μεσαίας καμπίνας στα αριστερά. Κλείσιμο της υπάρχουσας πόρτας και άνοιγμα πόρτας προς την καμπίνα πλώρης. Ξήλωμα του μπάνιου της δεύτερης νέας καμπίνας, κατασκευή και μόνωση νέου μικρότερου μπάνιου και κατασκευή και τοποθέτηση δύο νέων κρεβατιών ανά καμπίνα. Κατασκευή και τοποθέτηση ντουλάπας σε κάθε καμπίνα σύμφωνα με το σχέδιο του μελετητή. Ξήλωμα της υπάρχουσας ντουλάπας ιματισμού του διαδρόμου και της μισής ντουλάπας της καμπίνας προκειμένου να κατασκευαστεί στεγανοποιημένη ντουζιέρα. Ξήλωμα του μπουλμέ που συνδέει την καμπίνα με το μπάνιο και μεταφορά του κατά 20 εκ. προς την πλευρά του μπάνιου. Κατασκευή και επένδυση στις μουράδες δεξιά και αριστερά του σκάφους. Ξήλωμα του μισού μπάνιου της master καμπίνας και κατασκευή νέου βεστιαρίου σύμφωνα με τα σχέδια του μελετητή. Τοποθέτηση ειδικής κατασκευής στις δύο νέες καμπίνες προκειμένου τα δύο μονά κρεβάτια κάθε καμπίνας να μετατρέπονται σε διπλό. Κατασκευή δύο νέων κομοδίνων ενδιάμεσα των κρεβατιών. Κατασκευή νέων επίπλων και οροφών στα 5 νέα μπάνια. Κατασκευή νέων οροφών από ύφασμα στις δύο νέες καμπίνες. Στεγάνωση με καφασωτό στις ντουζιέρες. Κατασκευή ειδικών εσοχών προκειμένου να τοποθετηθεί τηλεόραση τόσο στις δύο νέες καμπίνες όσο και στις υφιστάμενες καμπίνες. MASTER ΚΑΜΠΙΝΑ – Κλείσιμο με νέο μπουλμέ της stb πλευράς του ντους και στεγανοποίηση αυτού. Κλείσιμο πόρτας υφιστάμενου βεστιαρίου. Κλείσιμο της τρύπας στην οποία βρίσκεται η τηλεόραση και μεγάλωμα καθ’ ύψος του κάτω ντουλαπιού και τοποθέτηση πόρτας. Κατασκευή εσοχής για τοποθέτηση τηλεόρασης. Ξυλοκατασκευή για εντοιχισμό χρηματοκιβωτίου σε μέρος που θα υποδείξει ο πλοιοκτήτης. ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΒΕΡΝΙΚΙΩΝ ΣΤΙΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ – Πέρασμα διαβρωτικού για αφαίρεση των στρωμάτων του βερνικιού. Καθαρισμός στη συνέχεια και τρίψιμο των επιφανειών και ετοιμασία αυτών για πέρασμα του επιλεγμένου χρώματος. Πέρασμα στη συνέχεια έξι στρώσεων βερνικιών προετοιμασίας. Οι τελικές στρώσεις θα είναι τύπου σατινέ ή ματ. Επισκευή καπλαμάδων, όπου αυτοί έχουν φουσκώσει ή φθαρεί και αντικατάσταση αυτών που έχουν μαυρίσει. Αντικατάσταση όσων πλαισίων των παραθύρων έχουν φθαρεί. Επισκευή των δύο κάθετων δοκαριών της γέφυρας με κόλληση νέων καπλαμάδων και λουστράρισμά τους. Επισκευή στα πηχάκια της κουζίνας». Ως χρόνος έναρξης των εργασιών ορίσθηκε η 29.01.2018 (Όρος 4.1), ενώ η εργολαβική αμοιβή για το έργο συμφωνήθηκε κατ’ αποκοπήν σε 110.000 ευρώ, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται στο ποσό αυτό ο ανάλογος Φ.Π.Α., ο οποίος συμφωνήθηκε να βαρύνει τον εργοδότη (Όροι 5.1 και 5.3), και ο οποίος εν προκειμένω αντιστοιχεί σε ποσοστό 24% επί της εργολαβικής αμοιβής και ισούται με (110.000 Χ 24% =) 26.400 ευρώ. Η πληρωμή της εργολαβικής αμοιβής συμφωνήθηκε να γίνει τμηματικά μέχρι την παράδοση του έργου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στους Όρους 7.1, 7.2, 7.3, και 7.4 του συμφωνητικού, ενώ, περαιτέρω, με τον Όρο 7.5 προβλέφθηκαν επί λέξει τα εξής: «Ρητά συμφωνείται πως ο Πλοιοκτήτης θα καταβάλει στον Εργολάβο το ποσό των 30.000 ευρώ, πέραν του αρχικά συμφωνημένου τιμήματος, σε περίπτωση που ο Εργολάβος έχει ολοκληρώσει και παραδώσει το σύνολο των εργασιών που του έχουν ανατεθεί και αναλάβει την προκαθορισμένη ημερομηνία ολοκλήρωσης αυτών, ήτοι στις 15/04/2018». Επίσης, η ενάγουσα – αντεναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να αποπερατώσει το σύνολο των εργασιών που της ανατέθηκαν μέχρι την 15.04.2018 (Όρος 6.1), ενώ για την περίπτωση της μη ολοκλήρωσης των εργασιών μέχρι την 15.04.2018 συμφωνήθηκε ποινική ρήτρα, ποσού 3.000 ευρώ ημερησίως, για χρονικό διάστημα που δεν θα υπερβαίνει τις δέκα ημερολογιακές ημέρες, και επιπλέον συμφωνήθηκε ότι η εργολάβος θα κηρυσσόταν αυτομάτως «έκπτωτη» σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης των εργασιών μετά το πέρας των 10 ημερών (Όρος 6.6). Επιπλέον, με τον Όρο 9 συμφωνήθηκαν τα εξής: «9.1 Κάθε παράβαση των όρων του παρόντος, που θεωρούνται όλοι ουσιώδεις, δίνει δικαίωμα στον Πλοιοκτήτη να κηρύξει έκπτωτο τον εργολάβο και να ολοκληρώσει το έργο σε βάρος και για λογαριασμό του. Ενδεικτικά, ο Πλοιοκτήτης δικαιούται να κηρύξει τον Εργολάβο έκπτωτο στην περίπτωση που ο Εργολάβος επιδείξει προφανή αδυναμία για την ορθή και εμπρόθεσμη εκτέλεση των εργασιών ή άρνηση ή/και αδιαφορία για την τήρηση των όρων του παρόντος Συμφωνητικού, των κανονισμών, των νόμων και των κανόνων ασφαλείας, καθώς επίσης και στην περίπτωση που με δική του υπαιτιότητα ο Εργολάβος καθυστερήσει την έναρξη ή διακόψει αναιτιολόγητα την εκτέλεση των εργασιών επί 10 ημερολογιακές ημέρες. 9.2 Η έκπτωση συντελείται με επίδοση σχετικής εξώδικης δήλωσης του Πλοιοκτήτη. 9.3…». Παρά την εμπρόθεσμη έναρξη των εργασιών το έργο που ανέλαβε να εκτελέσει η ενάγουσα – αντεναγόμενη με το από 26.01.2018 ιδιωτικό συμφωνητικό δεν αποπερατώθηκε μέσα στη συμφωνημένη προθεσμία και δεν παραδόθηκε στην πρώτη εναγόμενη – αντενάγουσα μέχρι την 15.04.2018, γεγονός όμως που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα της ενάγουσας εργολάβου. Ειδικότερα, ενόψει του ότι οι εργασίες εκτελούνταν στο πλαίσιο γενικής ανακατασκευής του σκάφους «…», με αποτέλεσμα παράλληλα με το συνεργείο της ενάγουσας να εκτελούνται εργασίες στο σκάφος και από άλλα συνεργεία (ηλεκτρολόγων, υδραυλικών, βαφέων), γεγονός το οποίο προκαλούσε καθυστερήσεις, λόγω έλλειψης επαρκούς συντονισμού των συνεργείων από τον υπεύθυνο που είχε ορίσει η πρώτη εναγόμενη, κυρίως διότι προκειμένου να προχωρήσει η εκτέλεση του έργου που είχε αναλάβει η ενάγουσα, έπρεπε να προηγηθούν οι εργασίες άλλων συνεργείων, κρίση που συνάγεται από όσα κατέθεσε με σαφήνεια με τις υπ’ αριθ. …/2019 και …/2019 ένορκες βεβαιώσεις τους οι μάρτυρες της ενάγουσας, … και …, οι οποίοι συμμετείχαν στο συνεργείο της, ο μεν πρώτος ως ξυλουργός και ο δεύτερος ως λουστραδόρος. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μέχρι την 04.07.2018, ημερομηνία κατά την οποία ολοκληρώθηκαν οι εργασίες τοποθέτησης – μονταρίσματος των μηχανών από συνεργείο της «…», όπως προκύπτει από το προσαγόμενο από τις εναγόμενες ημερολόγιο εργασιών, η ενάγουσα δεν μπορούσε να εκτελέσει τις εργασίες που είχε αναλάβει σε σχέση με τις οροφές, τα πατώματα και τα έπιπλα του σαλονιού. Η κρίση περί έλλειψης υπαιτιότητας της ενάγουσας ενισχύεται και από το γεγονός ότι την 03.03.2018 η ενάγουσα, διά του …, είχε αποστείλει προς το νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγόμενης ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο διατύπωνε παράπονα ότι η εκτέλεση του έργου καθυστερούσε επειδή καθυστερούσαν οι εργασίες που έπρεπε να προηγηθούν από άλλα συνεργεία, και δεν αντικρούεται από τις υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγόμενων – αντεναγουσών, καθώς οι … και … δεν καταθέτουν ο,τιδήποτε σχετικό, ενώ τα όσα κατέθεσε ο …ς, ο οποίος απασχολήθηκε ως επιβλέπων στις εργασίες ανακατασκευής του σκάφους και τήρησε τα ημερολόγια εργασιών, ελέγχονται ως μη πειστικά, διότι ο παραπάνω καταθέτει ότι οι εργασίες στις μηχανές του σκάφους είχαν ολοκληρωθεί από τις αρχές Απριλίου, καθώς και ότι κάποιο άλλο συνεργείο δεν εμπόδιζε το συνεργείο της ενάγουσας, παρόλο που, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο εργασιών που συντάχθηκε από τον ίδιο, οι μηχανές τοποθετήθηκαν στο σκάφος την 04.07.2018, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εκτελεσθούν οι εργασίες στο σαλόνι που προαναφέρθηκαν. Επίσης, προκλήθηκε καθυστέρηση στην εκτέλεση του έργου και εξαιτίας της μη έγκαιρης αποστολής των τελικών σχεδίων από το αρχιτεκτονικό γραφείο που είχε αναλάβει την εκπόνησή τους, καθώς, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνίες 19.03.2018 και 14.05.2018 μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, τα τελικά σχέδια για τα μπάνια στάλθηκαν στην ενάγουσα την 19.03.2018 και τα τελικά σχέδια για τις καμπίνες στάλθηκαν μόλις την 14.05.2018. Τελικά, την 28.07.2018 η ενάγουσα παρέδωσε το έργο που ανέλαβε να εκτελέσει με την από 26.01.2018 αρχική σύμβαση, χωρίς ωστόσο να έχει εκτελέσει τις εργασίες κατασκευής ενός γωνιακού καναπέ και δύο σκαμπό, ούτε την κατασκευή τραπεζιού σαλονιού, τις οποίες είχε αναλάβει με τον προαναφερόμενο Όρο 3.1.8 της σύμβασης. Η εκτέλεση των εργασιών αυτών ανατέθηκε στη συνέχεια σε άλλα συνεργεία, επιλογής της πρώτης εναγόμενης – αντενάγουσας, όπως θα αναφερθεί ειδικότερα παρακάτω. Ακολούθως, με την από 25.09.2018 εξώδικη δήλωση της πρώτης εναγόμενης – αντενάγουσας, που κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα – αντεναγόμενη την ίδια ημέρα, η πρώτη κατήγγειλε την από 26.01.2018 σύμβαση έργου λόγω καθυστέρησης ολοκλήρωσης του έργου και κάλεσε τη δεύτερη να της καταβάλει αφενός το συνολικό ποσό των 8.761 ευρώ για αμοιβή που κατέβαλε σε άλλα συνεργεία για εργασίες που εκτελέσθηκαν από αυτά, παρόλο που είχαν ανατεθεί στην ενάγουσα, αφετέρου το ποσό των 30.000 ευρώ, λόγω κατάπτωσης της συμφωνηθείσας ποινικής ρήτρας. Με την παραπάνω εξώδικη δήλωση η πρώτη εναγόμενη – αντενάγουσα άσκησε το δικαίωμα συμβατικής υπαναχώρησης, σύμφωνα με τους Όρους 9.1 και 9.2 της σύμβασης, ενώ η δήλωση αυτή, ερμηνευόμενη κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, είχε το χαρακτήρα καταγγελίας της σύμβασης, σε σχέση με το μη εκτελεσθέν τμήμα του έργου, χωρίς να θίγει τη σύμβαση ως προς το εκτελεσθέν τμήμα της. Την 09.10.2018 η ενάγουσα – αντεναγόμενη σε απάντηση κοινοποίησε προς την πρώτη εναγόμενη – αντενάγουσα την από 05.10.2018 εξώδικη δήλωση, με την οποία αρνήθηκε την υπαιτιότητά της σε σχέση με την καθυστέρηση στην εκτέλεση του έργου, ισχυρίσθηκε αναφορικά με τις εργασίες που εκτελέσθηκαν από άλλα συνεργεία ότι δεν συμπεριλαμβάνονταν στο έργο που η ίδια είχε αναλάβει να εκτελέσει, και περαιτέρω ζήτησε την καταβολή του ποσού των 87.268,40 ευρώ, ως υπόλοιπο αμοιβής από την αρχική σύμβαση έργου, αλλά και ως αμοιβή για τις πρόσθετες εργασίες που εκτέλεσε, δηλαδή για τις εργασίες που δεν είχαν συμπεριληφθεί στην αρχική σύμβαση. Στη συνέχεια, την 19.10.2018 η πρώτη εναγόμενη – αντενάγουσα κοινοποίησε στην ενάγουσα – αντεναγόμενη την από 17.10.2018 εξώδικη απάντηση, με την οποία καλούσε εκ νέου την αντίδικό της να της καταβάλει τα ποσά των 8.761 ευρώ και των 30.000 ευρώ. Περαιτέρω, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), η πρώτη εναγόμενη – αντενάγουσα έχει καταβάλει τμηματικά στην ενάγουσα – αντεναγόμενη το συνολικό ποσό των 113.520 ευρώ, επομένως, από τη συμφωνηθείσα κατ’ αποκοπήν αμοιβή πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ εξακολουθεί να οφείλεται στην παραπάνω το ποσό των [(110.000 + 26.400 =) 136.400 – 113.520 =] 22.880 ευρώ. Η ενάγουσα – αντεναγόμενη ισχυρίζεται με το αγωγικό δικόγραφο ότι δυνάμει του προαναφερόμενου όρου 7.5 της σύμβασης δικαιούται ως αμοιβή και το επιπλέον ποσό των 30.000 ευρώ, καθώς και το ποσό των 7.200 ευρώ για αναλογούντα Φ.Π.Α. 24%, ισχυρίζεται δηλαδή ότι δικαιούται και το επιπλέον συνολικό ποσό των (30.000 + 7.200 =) 37.200 ευρώ. Ειδικότερα, η παραπάνω διάδικος ισχυρίζεται ότι παρόλο που η επιπλέον αμοιβή δυνάμει του όρου 7.5 της σύμβασης συμφωνήθηκε για την περίπτωση που η ίδια παρέδιδε το έργο μέχρι την 15.04.2018, οι καθυστερήσεις στην εκτέλεση του έργου και εντέλει η ολοκλήρωσή του την 28.07.2018 δεν οφείλονταν σε υπαιτιότητά της, με αποτέλεσμα να δικαιούται την επιπλέον αμοιβή. Ωστόσο, από το σαφές περιεχόμενο του παραπάνω αναφερόμενου όρου 7.5 της σύμβασης, χωρίς να ανακύπτει ανάγκη προσφυγής στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, συνάγεται ότι η επιπλέον αμοιβή της ενάγουσας συμφωνήθηκε μόνο για την περίπτωση που το έργο παραδιδόταν μέχρι την 15.04.2018, χωρίς η καταβολή του επιπλέον αυτού ποσού να εξαρτηθεί από την τήρηση άλλων συνθηκών ή προϋποθέσεων. Επομένως, εφόσον η ενάγουσα – αντεναγόμενη δεν ολοκλήρωσε τις εργασίες που ανέλαβε με την από 26.01.2018 σύμβαση εντός του χρόνου που ορίσθηκε με τη σύμβαση, δηλαδή μέχρι την 15.04.2018, δεν δικαιούται την επιπλέον αμοιβή που συμφωνήθηκε με τον προαναφερόμενο όρο, και μάλιστα ανεξάρτητα από την έλλειψη υπαιτιότητάς της ως προς την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του έργου, καθώς με βάση τις σαφείς δηλώσεις βούλησης των συμβαλλόμενων, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στον προαναφερόμενο όρο, μοναδική προϋπόθεση που τέθηκε ήταν η παράδοση του έργου μέχρι την παραπάνω αναφερόμενη ημερομηνία. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, με τον Όρο 3.1.8 της από 26.01.2018 σύμβασης η ενάγουσα – αντεναγόμενη είχε αναλάβει να κατασκευάσει έναν γωνιακό καναπέ, δύο σκαμπό, καθώς και τα τραπέζια για το σαλόνι του σκάφους. Οι εργασίες αυτές δεν εκτελέσθηκαν από την ενάγουσα, κατά παράβαση της σχετικής συμβατικής της υποχρέωσης, και η εκτέλεσή τους ανατέθηκε σε άλλα συνεργεία, επιλογής της πρώτης εναγόμενης. Ειδικότερα, η κατασκευή του γωνιακού καναπέ, διαστάσεων 3 μ. Χ 2,80 μ., και η κατασκευή των δύο σκαμπό, διαστάσεων 50 εκ. Χ 50 εκ., ανατέθηκε στον … και εκτελέσθηκε από αυτόν, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής (χωρίς τον αναλογούντα Φ.Π.Α.) 3.020 ευρώ και 260 ευρώ, αντίστοιχα (Βλ. το υπ’ αριθ. 303/08.08.2018 τιμολόγιο), δηλαδή, αντί συνολικού ποσού (3.020 + 260 =) 3.280 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε από την πρώτη εναγόμενη – αντενάγουσα. Επίσης, η κατασκευή ενός τραπεζιού για το σαλόνι ανατέθηκε στον … και εκτελέσθηκε από αυτόν, αντί αμοιβής (χωρίς Φ.Π.Α.) 650 ευρώ (Βλ. το υπ’ αριθ. ../11.10.2018 τιμολόγιο), ποσό το οποίο καταβλήθηκε από την πρώτη εναγόμενη – αντενάγουσα. Επιπλέον, με βάση τον προαναφερόμενο Όρο 3.1.9 το κόστος προμήθειας δαπέδου για το σαλόνι βάρυνε την ενάγουσα – αντεναγόμενη μέχρι του ποσού των 30 ευρώ ανά τ.μ., ενώ όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. 10/05.07.2018 τιμολόγιο, για την τοποθέτηση νέου δαπέδου χρειάστηκαν 50,210 τ.μ. ξύλου, τύπου Desert Oak, τα οποία προμηθεύθηκε η πρώτη αντενάγουσα, με δική της δαπάνη, αντί τιμήματος 60 ευρώ ανά τ.μ.. Επομένως, η ενάγουσα – αντεναγόμενη πρέπει να καταβάλει στην πρώτη εναγόμενη – αντενάγουσα για την παραπάνω αιτία το ποσό των (50,210 μ.τ. Χ 30 ευρώ ανά μ.τ. =) 1.506,30 ευρώ. Επιπλέον, η πρώτη αντενάγουσα δαπάνησε το ποσό των 272 ευρώ για την αγορά υφάσματος για την οροφή της master καμπίνας, προκειμένου να αποκατασταθεί κακοτεχνία που προκλήθηκε από το συνεργείο της αντεναγόμενης εργολάβου κατά την αρχική εφαρμογή του υφάσματος, γεγονότα που προκύπτουν από την επισκόπηση της φωτογραφίας που προσάγει με επίκληση η αντενάγουσα ως σχετικό 36/37, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. …/13.09.2018 τιμολόγιο πώλησης – δελτίο αποστολής, τα οποία άλλωστε δεν αμφισβητούνται ειδικά από την αντεναγόμενη. Όμως το επιμέρους αίτημα της ανταγωγής για την καταβολή του ποσού των 700 ευρώ για την κατασκευή μεταλλικών βάσεων από το συνεργείο του … πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, διότι αφενός δεν αποδείχθηκε η εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας, αφετέρου από την επισκόπηση των εργασιών που περιλαμβάνονται στην από 26.01.2018 σύμβαση δεν προκύπτει σχετική συμβατική υποχρέωση της αντεναγόμενης εργολάβου. Επίσης, απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη είναι η ανταγωγή και ως προς το επιμέρους αιτούμενο ποσό των 2.342 ευρώ για την κατασκευή πάγκων για τα τραπέζια στο σαλόνι, διότι δεν προκύπτει ότι η εν λόγω εργασία συμπεριλαμβανόταν σε αυτές που είχε αναλάβει η εργολάβος με την από 26.01.2018 σύμβαση έργου. Εξάλλου, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του έργου δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα της ενάγουσας – αντεναγόμενης, δεν υφίσταται υποχρέωσή της για την καταβολή του ποσού των 30.000 ευρώ, ως ποινική ρήτρα, κατά παραδοχή και ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης περί έλλειψης υπαιτιότητας. Πρέπει, επομένως, το σχετικό αίτημα της ανταγωγής, αλλά και η σχετική ένσταση συμψηφισμού που προβλήθηκε από τις εναγόμενες – αντενάγουσες, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, οι εναγόμενες – αντενάγουσες ευθύνονται εις ολόκληρον η καθεμία για την πληρωμή του ποσού των 22.880 ευρώ, ως υπόλοιπο εργολαβικής αμοιβής, η μεν πρώτη από αυτές με την ιδιότητα της αντισυμβαλλόμενης της ενάγουσας – εργοδότριας, και η δεύτερη ευθύνεται εκ του νόμου, με την ιδιότητα της κυρίας του σκάφους «…» (που έχει μετονομασθεί σε «…»), διότι η εν λόγω απαίτηση πηγάζει από την εκμετάλλευσή του από την πρώτη από αυτές – εφοπλίστρια. Επίσης, η ενάγουσα – αντεναγόμενη ευθύνεται έναντι της αντισυμβαλλομένης της – πρώτης αντενάγουσας για την καταβολή του συνολικού ποσού των (3.280 + 650 + 1.506,30 + 272 =) 5.708,30 ευρώ, νομιμότοκα από την 25.09.2018, ημερομηνία όχλησης της αντεναγόμενης (Βλ. το από 25.09.2018 εξώδικο έγγραφο, σε συνδυασμό με τη συνημμένη σε αυτό υπ’ αριθ. …/25.09.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …), μέχρι την εξόφληση.
Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον η καθεμία (η δεύτερη από αυτές περιορισμένα διά του παραπάνω σκάφους και μέχρι της αξίας του), το ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα (22.880) ευρώ, νομιμότοκα από την 29.07.2019 μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί κήρυξης της απόφασης ως προς την παραπάνω διατάξη προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει δεκτό και ως ουσιαστικά αβάσιμο, διότι πρόκειται για εμπορική διαφορά και κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (άρθρο 908 παρ. 1 περ. στ’ ΚΠολΔ). Επίσης, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ανάλογο της νίκης της, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγόμενων (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2, 63 παρ. 1 (i) α’, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό. Εξάλλου, πρέπει η ανταγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη αντενάγουσα και να υποχρεωθεί η αντεναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων οκτώ ευρώ και τριάντα λεπτών (5.708,30), νομιμότοκα από την 25.09.2018 μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης ως προς την παραπάνω διατάξη προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει δεκτό και ως ουσιαστικά αβάσιμο, διότι πρόκειται για εμπορική διαφορά και κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (άρθρο 908 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της πρώτης αντενάγουσας, ανάλογο της νίκης της, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της αντεναγόμενης (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2, 63 παρ. 1 (i) α’, 65, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό, ενώ δικαστικά έξοδα υπέρ της αντεναγόμενης και σε βάρος της δεύτερης αντενάγουσας, λόγω απόρριψης της ανταγωγής ως προς αυτήν δεν επιδικάζονται, διότι δεν προέκυψε ότι η αντεναγόμενη υποβλήθηκε σε χωριστά έξοδα (πρβλ. ΕΛαρ 170/2005 ΤΝΠ NOMOS).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή και την ανταγωγή που αναφέρονται στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον η καθεμία (η δεύτερη από αυτές περιορισμένα διά του αναφερθέντος στο σκεπτικό της παρούσας σκάφους και μέχρι της αξίας του), το ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα ευρώ (22.880), νομιμότοκα από την 28.07.2018 μέχρι την εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την παραπάνω διάταξη προσωρινά εκτελεστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες, εις ολόκληρον την καθεμία, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων πενήντα (1.050) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανταγωγή ως προς τη δεύτερη αντενάγουσα.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανταγωγή ως προς την πρώτη αντενάγουσα.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την αντεναγόμενη να καταβάλει στην πρώτη αντενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων οκτώ ευρώ και τριάντα λεπτών (5.708,30), νομιμότοκα από την 25.09.2018 μέχρι την εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την παραπάνω διάταξή της προσωρινά εκτελεστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αντεναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της πρώτης αντενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των διακοσίων ογδόντα (280) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 08.07.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ