Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

                                  ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ                

             2464/2020

                      ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

                  ——————————

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη Εισηγητή, Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Δαβραδου Ελένη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 10-12-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Σωτηρίου Μπούρου με Α.Μ. 002857 του Δ.Σ. Πειραιώς.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Ασπρούκου με Α.Μ. 032654 του Δ.Σ. Αθηνών.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-9-2015 αγωγή της η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 9856/5484/2015, προσδιορίσθηκε μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο της 13ης-3-2018 οπότε και συζητήθηκε, εκδόθηκε δε η υπ’ αριθ. 4925/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο τούτο. Ήδη η παραπάνω αγωγή εισάγεται προς συζήτηση με την από 13-3-2019 και με αριθμό κατάθεσης 2527/1206/2019 κλήση της ενάγουσας, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

                           ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                                 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 13-3-2019 και με αριθμό κατάθεσης 2527/12062019 κλήση η από 23-9-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 9856/5484/2015 αγωγή, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 4925/2019 παραπεμπτικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή και εισάγεται προς συζήτηση η υπόθεση μπορεί να αποφανθεί για τη δική του αρμοδιότητα και να δικάσει την υπόθεση, χωρίς να δημιουργείται δικονομικό απαράδεκτο από το γεγονός ότι δεν έχει τελεσιδικήσει η παραπεμπτική απόφαση (ΕφΠειρ 59/2016, ΕφΘεσ 168/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).

Από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτιστεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του δεν το δεσμεύει. Αν η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου ανατεθεί σε τρίτο μη εταίρο, ο τελευταίος δεν ενεργεί ως καταστατικό όργανο αυτού, αλλά ενδεχομένως ως αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος αυτού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 216 επομ. και 713 επομ. ΑΚ. Από το συνδυασμό των τελευταίων αυτών διατάξεων με εκείνες των άρθρων 229 και 238 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι σύμβαση που έχει καταρτισθεί με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν νόμιμα το νομικό πρόσωπο ή που δεν έχουν αντιπροσωπευτική εξουσία, στερείται κύρους και δεν το δεσμεύει, εκτός αν αυτό ενέκρινε τη σύμβαση, κατά την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 229 ΑΚ, που ορίζει ότι αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητα του, το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου. Η έγκριση, αναγόμενη στο χρόνο της δικαιοπραξίας, αναπληρώνει την έλλειψη της εξουσίας αντιπροσώπευσης, γίνεται δε με μονομερή δήλωση απευθυντέα στο άλλο μέρος (άρθρα 236 και 238 ΑΚ) υποβαλλόμενη στον τύπο που προβλέπεται για τη σύμβαση που αφορά αυτή και δυνάμενη, εφόσον για την κύρια σύμβαση δεν απαιτείται η τήρηση τύπου, να παρασχεθεί και με σιωπηρή δήλωση βούλησης, συναγόμενη από πράξεις του εγκρίνοντος ή περιστάσεις που καθιστούν αναντίρρητη τη βούληση της έγκρισης. Όμως, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής που στρέφεται κατά νομικού προσώπου, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης αναληφθείσας από αυτό αλλά και σε ένσταση ή αντένσταση, με τις οποίες γίνεται επίκληση τέτοιας σύμβασης για τη θεμελίωση του περιεχόμενου σ’ αυτές αυτοτελούς ισχυρισμού, δεν απαιτείται να αναφέρονται και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν το νομικό πρόσωπο ή ενήργησαν ως αντιπρόσωποι αυτού, κατά τη σύναψη της σύμβασης καθώς και τα στοιχεία της νόμιμης εκπροσώπησής του, διότι το στοιχείο αυτό δεν ανάγεται στη νομιμοποίηση, αλλά έχει σχέση με την ύπαρξη συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης. Αν όμως αμφισβητείται η σύναψη της σύμβασης ή το κύρος της λόγω έλλειψης νόμιμης εκπροσώπησης του νομικού προσώπου, ο επικαλούμενος τη σύμβαση, πρέπει να καθορίσει με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ή αν πρόκειται για ένσταση ή αντένσταση, με την προσθήκη των προτάσεων, το πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, εκπροσώπησε το νομικό πρόσωπο ή ήταν αντιπρόσωπός του και δήλωσε κατά το νόμιμο τούτο τρόπο τη σχετική βούλησή του, το δε δικαστήριο να προσδιορίσει στην απόφασή του το φυσικό πρόσωπο από το οποίο εκπροσωπήθηκε το νομικό πρόσωπο καθώς και τον τρόπο κατά τον οποίο απέκτησε την εξουσία εκπροσώπησης, ή αντιπροσώπευσης, ώστε να καταστεί εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω διατάξεων (ΑΠ 1342/2017, Ε7 2018/1133, ΑΠ 1150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2064/2014, Αρμ. 2015/1524). Η παροχή της εξουσίας αυτής είναι δυνατόν να γίνει και σιωπηρά, να μην είναι δηλαδή ρητή αλλά να συνάγεται συμπερασματικά με βάση και τις συντρέχουσες περιστάσεις. Τέτοια (σιωπηρή) εξουσιοδότηση διαπιστώνεται ιδίως αν προϋπάρχει ήδη έννομη σχέση, λ.χ. εργασιακή, μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και του εξουσιοδοτούμενου. Σε κάθε περίπτωση, η σιωπηρή εξουσιοδότηση είναι δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως του εξουσιοδοτούντος και το επιδιωκόμενο με αυτήν έννομο αποτέλεσμα στηρίζεται στην ιδιωτική αυτονομία του δηλούντος καθ’ όμοιο τρόπο όπως και επί ρητής εξουσιοδοτήσεως. Αντιθέτως, περί φαινομενικής πληρεξουσιότητας γίνεται λόγος όταν η δέσμευση του κυρίου της υπόθεσης δεν απορρέει από την (έστω σιωπηρώς δηλωθείσα) βούλησή του αλλά στηρίζεται στη γενικότερη αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης στις συναλλαγές, που δικαιολογεί τον καταλογισμό στον «αντιπροσωπευόμενο» των οικονομικών αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας στην οποία προέβη προς όφελός του τρίτος, προς τον οποίο δεν είχε παράσχει μεν πληρεξουσιότητα και ούτε ανέχθηκε ούτε γνώριζε τη συμπεριφορά του, θα μπορούσε όμως να τη γνωρίζει και να την εμποδίσει αν επεδείκνυε την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια. Σε παρόμοιες περιπτώσεις ο συναλλαχθείς με τον στερούμενο πληρεξουσιότητας τρίτο δικαιούται σύμφωνα με την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών να πιστεύει ευλόγως ότι ο τρίτος ενήργησε δυνάμει πληρεξουσιότητας, με αποτέλεσμα να διατηρεί τις αξιώσεις που πηγάζουν από τη σύμβαση έναντι του κυρίου της υποθέσεως, μολονότι αυτός δεν συμβλήθηκε μαζί του ούτε εξουσιοδότηση προς σύναψη συμβάσεως είχε παράσχει (ΑΠ 683/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/2013, ΧρΙΔ 2013/574, ΑΠ 939/2004, Δνη 2004/1673, Φ. Δωρής, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ι β, Γενικές Αρχές, άρθρα 216 – 217, αρ. 41 – 43, σελ. 1074 – 1076, Ζ. Τσολακίδης, Ευθύνη για ενέργειες βοηθών εκπλήρωσης και προστηθέντων, 2008, σελ. 242, Δ. Κλαβανίδου, Έλλειψη πληρεξουσιότητας, 2004, 3 Β.1, σελ. 89 επομ.). Σιωπηρή και φαινόμενη πληρεξουσιότητα τελούν σε σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού, υπό την έννοια ότι λόγος για τη δεύτερη μπορεί να γίνει μόνον όταν ελλείπει η πρώτη, αφού το φαινόμενο δικαίου αποτελεί νόμιμη αιτία καταλογισμού της συμπεριφοράς του χωρίς εξουσιοδότηση ενεργήσαντος τρίτου στο φερόμενο ως υπ’ αυτού αντιπροσωπευθέντα, μόνον όταν η ευθύνη του τελευταίου για την εκπλήρωση της συναφθείσας από τον τρίτο συμβάσεως δεν έχει ιδρυθεί δικαιοπρακτικά δια της παροχής έγκυρης, έστω σιωπηρής, εξουσιοδότησης στον τρίτο να συμβληθεί στο όνομα και για λογαριασμό του (Α. Γαζής, Γνωμοδοτήσεις 1956 – 1994, 1995, [40], σελ. 347 – 349, Φ. Δωρής, ο.π., βλ. όμως και Γ. Μεντή, Σιωπηρή πληρεξουσιότητα, 2005, σελ. 155 – 158). Πάντως, η καλή πίστη του συναλλασσόμενου με τον άνευ εξουσιοδοτήσεως ενεργούντα τρίτο και η πεποίθησή του ότι συναλλάσσεται με γνήσιο αντιπρόσωπο, δικαιολογούνται μόνον όταν αυτός είτε δεν γνώριζε είτε δεν αγνοούσε από αμέλειά του την έλλειψη της πληρεξουσιότητας (ΑΠ 274/2013, ΧρηΔικ 2013/303 = ΧρΙΔ 2014/421, ΑΠ 554/2013, ΕπισκΕΔ 2013/386 = ΝοΒ  2013/2428, ΕφΑθ. 5543/2010, Δνη 2012/250, Ε. Νεζερίτη, Η φαινόμενη και κατ’ ανοχήν πληρεξουσιότητα υπό το φως της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, Digesta 2006/35 επομ., έτσι και ο Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 475 επομ.). Όπως ορθώς επιλέγεται (Α. Καλαβρός, Η έλλειψη πληρεξουσιότητας κατά την κατάρτιση σύμβασης, 2018, σελ. 63), για τη συναγωγή φαινόμενης πληρεξουσιότητας κρίσιμο αποβαίνει το εάν η συμπεριφορά του εμφανιζόμενου ως πληρεξούσιου και η στάση του εμφανιζόμενου ως αντιπροσωπευόμενου συγκροτούν μια συναλλακτική εικόνα ικανή κατά το κοινωνικώς αναμενόμενο να δικαιολογήσει την πίστη του συναλλασσόμενου με τον πρώτο ότι εν προκειμένω έχει χορηγηθεί σ’ αυτόν πληρεξουσιότητα από τον δεύτερο (κύριο της υποθέσεως). Τέτοια εντύπωση, όμως, δεν σχηματίζεται όταν ο κύριος της υποθέσεως δεν έχει ενεργήσει προς την κατεύθυνση της σύναψης της δικαιοπραξίας, αφού τότε δε συνδέεται η στάση του με τη δράση του φερόμενου ως αντιπροσώπου του. Υπό την έννοια αυτή πρέπει να κριθεί ως υπόχρεος σε αυξημένη επιμέλεια εκείνος που απευθύνεται σ’ αυτόν για τον οποίο θεωρεί ότι αντιπροσωπεύει τον κύριο της υποθέσεως, με τον οποίο επιθυμεί να συμβληθεί για την ικανοποίηση δικού του οικονομικού συμφέροντος. Αν την επιμέλεια αυτή δεν επιδείξει ο συναλλαγείς με πρόσωπο για το οποίο τελεί σε γνώση του ότι δεν είναι εφοδιασμένο με ρητή πληρεξουσιότητα, τότε δε δικαιούται προστασίας έναντι του κυρίου της υποθέσεως. Ομοίως δεν είναι προστατεύσιμος εκείνος που έχει προαποφασίσει την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, χωρίς στη διαμόρφωση της συναλλακτικής του συμπεριφοράς να έχει επιδράσει η εμπιστοσύνη του σε ένα φαινόμενο δικαίου, αφού αν παραβλεφθούν τα κίνητρά του η έννομη προστασία θα μπορούσε να παρασχεθεί και σ’ εκείνον που, έστω καλόπιστα, ασκεί πάντως αυθαίρετα τη συμβατική του ελευθερία, ενδεχόμενο που δε συνάδει με το ρόλο της εμπιστοσύνης σε φαινόμενο δικαίου ως αυτόνομης δικαιϊκής αρχής (Ε. Νεζερίτη, Η προστασία της εμπιστοσύνης των καλόπιστων συναλλασσομένων, 2016, § 6, σελ. 122 – 123). Περαιτέρω, πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού, μετά τον φορέα της (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή), έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα που μεταφέρονται με το πλοίο όσο και σ’ αυτούς που επιβαίνουν. Ειδικότερα,  ο πλοίαρχος, μεταξύ άλλων, είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, οι οποίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84 και 105 ΚΙΝΔ). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται σε: α) δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου, σε ότι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών κλπ και β) δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, διότι κατά κανόνα συνάπτει δικαιοπραξίες ως άμεσος αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, με βάση τη γενική από το νόμο ή την ειδική από τον πλοιοκτήτη εξουσιοδότηση (ΤριμΕφΠειρ. 461/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 951/2006  ΕΝαυτΔ 2007/26). Εξ ετέρου, κατά το υπό τον τίτλο «Καθήκοντα και υποχρεώσεις εν όρμω» άρθρο 70 § 4 του ΒΔ 806/1970 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού “περί εργασίας επί των ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητος 800 κόρων και άνω”» (ΦΕΚ Α 275/16.12.1970), ο πρώτος μηχανικός του πλοίου «Εποπτεύει και διευθύνει την παραλαβήν καυσίμων του πλοίου    βοηθούμενος υπό αξιωματικού μηχανής οριζομένου υπό του ιδίου¨, ενώ κατά το άρθρο 75 του ιδίου νομοθετήματος «Ο Α΄ Μηχανικός οφείλει: α) Να επιβλέπη προσωπικώς την κατανάλωσιν του πλοίου εις καύσιμα και υλικά μηχανής, να βεβαιούται περί της ικανοποιητικής ποσότητος, ποιότητος και της καλής εναποθηκεύσεως αυτών, να χορηγή τας σχετικάς αποδείξεις μετά προηγουμένην θεώρησιν αυτών υπό του Πλοιάρχου και να ενεργή τας σχετικάς καταχωρήσεις εις το ημερολόγιον μηχανής. β) Να συνεννοήται μετά του Πλοιάρχου διά τον τρόπον της παραλαβής των καυσίμων και διά την εναποθήκευσιν εις τας αποθήκας ή άλλους καταλλήλους χώρους ως και διά την κατανάλωσιν αυτών και να ζητή τας οδηγίας αυτού, όσον αφορά την ταχύτητα του πλοίου και την διάρκειαν του πλου, ίνα αναλόγως κανονίζη την κατανάλωσιν και τον ανεφοδιασμόν των αποθηκών».

ΙΙ. Από την διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι,  εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Επομένως, όταν η αγωγή ασκείται με μόνη βάση τις διατάξεις των άρθρων 904 επομ. ΑΚ, πρέπει για την κατ’ άρθρο 216 § 1 στοιχ. α ΚΠολΔ πληρότητα του περιεχομένου της να γίνεται στο δικόγραφό της μνεία των περιστατικών που συνεπάγονται την ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας της περιουσιακής μετακίνησης. Αν, όμως, η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής (λ.χ. από σύμβαση), είναι αρκετή η απλή επίκληση της ανυπαρξίας ή της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς αναφορά των λόγων αυτής, αφού τότε η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου. Αν, επομένως, η κύρια (συμβατική) βάση της αγωγής αποδικαστεί, επειδή η κατάρτιση συμβάσεως έμεινε αναπόδεικτη, η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού θα ερευνηθεί, για να διαπιστωθεί αν η περιουσιακή μετακίνηση έγινε αχρεωστήτως (ΟλΑΠ 2/2019, ΕφΑΔ 2019/534 = ΧρΙΔ 2019/504, ΑΠ 1319/2013, ΕΠολΔ 2013/703, ΑΠ 680/2011, ΕΠολΔ 2012/96, ΑΠ 412/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, § 16, αρ. 24, σελ. 1060 επομ., Στ. Ματθίας, Η έννοια της «επικουρικότητας» των απαιτήσεων αδικαιολογήτου πλουτισμού και η επικουρική άσκησή τους, σε Δνη 1990/497, Π. Αρβανιτάκης, Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη, 1989, § 7, σελ. 163 επομ.).

Η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή εκθέτει ότι δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων και ότι εταιρεία με έδρα τη … είναι η πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … πλοίου με το όνομα … με αριθμό ΙΜΟ …. ότι, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης δραστηριότητάς της, δυνάμει σύμβασης πώλησης που κατήρτισε στις 23 Οκτωβρίου του έτους 2014 με την εδρεύουσα στην Μάλτα εταιρεία με την επωνυμία «…», που ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, δυνάμει σιωπηρής εξουσιοδότησης συναγομένης από τις περιστάσεις, ανέλαβε τον εφοδιασμό του ως άνω πλοίου με τις αναφερόμενες στο δικόγραφο ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων, έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος· ότι, σε εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσής της από την ανωτέρω σύμβαση πώλησης, παρέδωσε την 30η Oκτωβρίου 2014 στην στο προαναφερθέν πλοίο, ενόσω αυτό βρισκόταν στο λιμένα του Πειραιά, 548,199 μετρικούς τόνους ναυτιλιακού καυσίμου τύπου ΙFO 380 CST LS, συνολικής αξίας 284.378,23 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι 518,75 δολάρια ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, και εξέδωσε το σχετικό υπ’ αριθ. …/31-10-2014 τιμολόγιο, που ήταν πληρωτέο την 1η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, συνομολογήθηκε δε περαιτέρω ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης του συμφωνηθέντος κατά τα ανωτέρω αντιτίμου των καυσίμων αυτών, που παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από τον πλοίαρχο του ως άνω πλοίου της εναγομένης, ο οποίος και υπέγραψε τα σχετικά δελτία αποστολής, θα χρεώνονταν τόκοι υπολογιζόμενοι με επιτόκιο 2% μηνιαίως. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αιτήματος της αγωγής (άρθρο 223 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της τελευταίας (εναγομένης) να της καταβάλει, αφενός λόγω σύμβασης, αφετέρου δε λόγω της πραγματοπαγούς ευθύνης της ως κυρίας του πλοίου, άλλως με βάση της διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ισόποσο του ανεξόφλητου ως άνω συνολικού ποσού των 284.378,23 δολαρίων ΗΠΑ, κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων την ημέρα της πληρωμής, πλέον τόκων υπολογιζομένων με το συμφωνηθέν επιτόκιο 2% μηνιαίως από την επόμενη της 1ης Δεκεμβρίου 2014, που αποτελεί τη δήλη ημέρα πληρωμής, άλλως με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την εν λόγω ημερομηνία. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή, με την οποία εισάγεται ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκασή της ως προς την κύρια αγωγική βάση από την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης ως εκ του τόπου κατάρτισης της ένδικης σύμβασης [εφόσον η ενάγουσα, που εδρεύει στην Ελλάδα (…..), πρότεινε από εκεί (….), αποστέλλοντας σχετική προσφορά στην εταιρία με την επωνυμία  «…» που ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγόμενης, να διενεργήσει τον εφοδιασμό του προεκτιθέμενου πλοίου με τα αναφερόμενα καύσιμα έναντι συγκεκριμένου ανταλλάγματος, ακολούθως δε περιήλθε σ’ αυτήν (ΑΚ 167) στο ίδιο μέρος (……..) η αποδοχή της εν λόγω πρότασης εκ μέρους της αντιπροσώπου της αγοράστριας και ως εκ τούτου συνήφθη η μεταξύ τους σύμβαση (ΑΚ 192 – βλ. και ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝαυτΔ 2012.269, ΕφΑθ 3679/2010 ΔΕΕ 2012.373)] και εκπλήρωσης της με αυτή (σύμβαση) συμφωνηθείσας παροχής (εφόσον η πετρέλευση του εν λόγω πλοίου έλαβε χώρα στον λιμένα του Πειραιά) (άρθρο 33 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1, 2, 3Α, 3Β περ. ι΄ Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), έχει, επομένως, διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 4 ΚΠολΔ και 6 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, απορριπτομένου του ισχυρισμού της εναγομένης περί του αντιθέτου. Αντιθέτως, λόγω των αντιρρήσεων που προέβαλε η εναγομένη ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 42 παρ. 2 ΚΠολΔ) ανακύπτει ζήτημα ως προς τη θεμελίωση της κατά τόπον αρμοδιότητας του αναφορικά με τη συρρέουσα νομική βάση της αγωγής που ερείδεται στην πραγματοπαγή ευθύνη της εναγομένης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΙΝΔ, καθώς και με την επικουρικώς σωρευθείσα αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ, οι οποίες τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμοστέες, λόγω της εγκατάστασης της εναγομένης σε κράτος μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 6 του Κανονισμού 1215/2012), οι ως άνω αξιώσεις δεν εμπίπτουν στην έννοια των διαφορών από δικαιοπραξία που ορίζει το άρθρο 33 ΚΠολΔ, για τη θεμελίωση ειδικής (συντρέχουσας) δικαιοδοσίας και για το λόγο αυτό, κατ’ αρχήν η αρμοδιότητα κρίνεται με βάση τη γενική νόμιμη δωσιδικία (άρθρο 22 ΚΠολΔ) δηλαδή λαμβάνεται υπόψη ο τόπος στον οποίο εδρεύει η εναγομένη, ο οποίος στην προκείμενη περίπτωση είναι η …. Ωστόσο, κατά την άποψη που προκρίνεται ως ορθότερη τόσο στην περίπτωση της συρρέουσας αξίωσης του άρθρου 106 ΚΙΝ όσο και της επικουρικώς σωρευθείσας αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η διαφορά συγχωρείται να εισαχθεί στο δικαστήριο της κατάρτισης ή της εκτέλεσης της δικαιοπραξίας, όχι βάσει του άρθρου 33 ΚΠολΔ, αλλά ως συναφής υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 31 § 3 ΚΠολΔ (βλ. ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, τ. Ι, άρθρο 219, σελ. 473, παρ. 11, καθώς και Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, τ. 1ος, άρθρο 33, σελ. 226, παρ. 5, εκδόσεις Αφοί Π. Σάκκουλα).  Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Όσον αφορά στην αγωγική βάση από τη σύμβαση πωλήσεως, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3, 4 παρ. 1α και 19 παρ. 1 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 (“Ρώμη Ι”) που αντικατέστησε την από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως εν προκειμένω, ως εκ της έδρας της πωλήτριας – ενάγουσας εταιρείας, καθώς επίσης και λόγω της μετασυμβατικής υπαγωγής της ένδικης σύμβασης στο ελληνικό δίκαιο, δεδομένου ότι τόσο η ενάγουσα στο δικόγραφο της αγωγής της όσο και η εναγομένη με τις προτάσεις της ρητώς επικαλείται τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1091/2010, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά με το ζήτημα της αντιπροσώπευσης της εναγόμενης κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης, ως προς το οποίο δεν εφαρμόζεται ο παραπάνω αναφερόμενος Κανονισμός, κατά ρητή πρόβλεψή του με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄, εφαρμοστέο δίκαιο είναι, επίσης, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία οι αντιπρόσωποι της εναγόμενης επιχείρησαν τη δικαιοπραξία (ΑΠ 1187/2000 ΕλλΔνη 2001. 1317, 1350, ΑΠ 777/2015 – “Νόμος). Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι ως προς την ευθύνη της εναγομένης από την ιστορούμενη σύμβαση πώλησης καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων που υιοθετήθηκε από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στη Βιέννη στις 11-04-1980 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 2532/1997 και ισχύει από 01-02-1999. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 περ. β΄ της ως άνω Σύμβασης, αυτή εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους. Η ως άνω Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων περιέχει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της, υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου, κατά το άρθρο 28§1 του Συντάγματος (βλ. ΕφΑθ 5745/2010, Δνη 2011,857, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με τις διατάξεις της ρυθμίζονται όλες οι σχέσεις των συμβαλλομένων σε συμβάσεις πώλησης κινητών, μεταξύ των οποίων και οι υποχρεώσεις του αγοραστή, οι οποίες συνίστανται στην πληρωμή του τιμήματος και την παραλαβή των πωληθέντων κινητών πραγμάτων (αρθρ. 53 της Σύμβασης). Αν ο αγοραστής δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει το τίμημα σε κάποιο άλλο ορισμένο μέρος, οφείλει να το πληρώσει στην εγκατάστασή του (αρθρ. 57§1 περ. α΄ της Σύμβασης). Αν ο αγοραστής δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει το τίμημα σε κάποιον άλλον ορισμένο χρόνο, οφείλει να το πληρώσει όταν ο πωλητής θέσει στη διάθεση του αγοραστή τα κινητά πράγματα ή το παραστατικό τους έγγραφα, σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης και την εν λόγω Διεθνή Σύμβαση (αρθρ. 58§1 εδ. α΄ της Σύμβασης). Ο αγοραστής υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα κατά το χρόνο που έχει ορισθεί στη σύμβαση πώλησης ή που προκύπτει από αυτήν και την παρούσα Σύμβαση, χωρίς να απαιτείται πρόσκληση ή συμμόρφωση προς οποιεσδήποτε διατυπώσεις εκ μέρους του πωλητή (αρθρ. 59 της Σύμβασης). Ο πωλητής μπορεί να απαιτήσει από τον αγοραστή να πληρώσει το τίμημα, να παραλάβει τα κινητά πράγματα και να εκπληρώσει τις άλλες υποχρεώσεις του, εκτός αν ο πωλητής έχει ασκήσει έννομο βοήθημα που δεν συμβιβάζεται με αυτήν την απαίτηση (αρθρ. 62 της Σύμβασης). Επίσης κατά το άρθρο 78 της Σύμβασης, αν ένα μέρος αρνείται να πληρώσει το τίμημα ή οποιαδήποτε άλλο ληξιπρόθεσμο ποσό, το άλλο μέρος έχει αξίωση για τόκο επί των ποσών αυτών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7§2 της Σύμβασης, ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της και δεν αντιμετωπίζονται ρητά από αυτήν, ρυθμίζονται σύμφωνα με τις γενικές αρχές στις οποίες η Σύμβαση στηρίζεται ή, ελλείψει τέτοιων αρχών, σύμφωνα με το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Τέτοια δε ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από την Σύμβαση και δεν προκύπτουν από τις γενικές αρχές της είναι και η υπερημερία ως εναρκτήριο της υποχρέωσης προς καταβολή τόκων γεγονός, αλλά και το οφειλόμενο ποσοστό τόκου (ΕφΑθ 5745/2010, ο.π.), καθώς επίσης και η παραγραφή των εκατέρωθεν αξιώσεων, θέματα τα οποία ρυθμίζονται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο εν προκειμένω σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Ως προς την επικουρική βάση της αγωγής, με την οποία επιχειρεί η ενάγουσα να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της εναγομένης ως κυρίας του πλοίου και με υπεγγυότητα αυτού μέχρι την αξία του για οφειλές συνδεόμενες με την οικονομική εκμετάλλευσή του, δηλαδή εκ του εφοπλισμού, ενόψει του ότι η ευθύνη αυτή αποτελεί, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εξωσυμβατική ενοχή της οποίας το στήριγμα αναζητείται ευθέως στο νόμο και ο πραγματοπαγής χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή η ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί τον ενοχικό χαρακτήρα της, το δε περιεχόμενό της προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως, εφαρμοστέο είναι επίσης το ελληνικό δίκαιο, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδαφ β` ΑΚ και του άρθρου 4 §4 του ανωτέρω 593/2008 Κανονισμού, ως το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα η ενοχή, για τον ίδιο λόγο που αυτό συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών (πρβλ. σχετ. Γ. Μαριδάκη Ιδ. Διεθνές Δίκαιο παρ. 35, σελ. 50, ΕΑ 10142/1981 ΝοΒ 30,679, ΕΑ 14059/1988 ΝοΒ 38,458, Εφ. Πειρ. 366/1998 ΕΝΔ 26,420). Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες αποτελούν όχι μόνο η σημαία του πλοίου αλλά και η έδρα των εμπλεκόμενων μερών και ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών (τα οποία, στην προεκειμένη περίπτωση, είναι στην Ελλάδα) όπως επίσης και η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας (ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005.375, ΕφΠειρ 262/2012 – “Νόμος”). Σύμφωνα λοιπόν με το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, δηλαδή το άρθρο 106εδ. β΄ΚΙΝΔ,  η ανωτέρω επικουρική βάση της αγωγής παρίσταται μη νόμιμη  διότι στην ένδικη αγωγή η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η εναγομένη είναι πλοιοκτήτρια του πλοίου και όχι κυρία που έχει παραχωρήσει την οικονομική του εκμετάλλευση σε άλλον (εφοπλιστή), προκειμένου δε να θεμελιωθεί ευθύνη του κυρίου του πλοίου εκ του εφοπλισμού δια του πλοίου και εως την αξία του, κατ’ άρθρο 106 εδ. β΄ ΚΙΝΔ, πρέπει να υφίσταται εφοπλισμός, όμως, στην ένδικη αγωγή δεν αναφέρονται περιστατικά εφοπλισμού του πλοίου αλλ΄ η εναγομένη ενάγεται ως πλοιοκτήτρια αυτού (βλ. για τη διάκριση μεταξύ των ανωτέρω εννοιών ΑΠ 1988/2014 – “Νόμος”). Ομοίως, απορριπτέα είναι, κατά τον βάσιμο σχετικό ισχυρισμό της εναγόμενης, η επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 10 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), καθόσον ο αδικαιολόγητος πλουτισμός εμφανίζει στενό σύνδεσμο με την υφιστάμενη μεταξύ των μερών σχέση που απορρέει από τη διεπόμενη -κατά τα ανωτέρω- από το ελληνικό δίκαιο σύμβαση πώλησης, προεχόντως ως αόριστη, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ακυρότητα της συναφθείσας σύμβασης πώλησης, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, σε κάθε δε περίπτωση ως νόμω αβάσιμη, διότι λόγω της επιβοηθητικής φύσης της ασκείται μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις άσκησης της αγωγής από τη σύμβαση ή αδικοπραξία, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Επομένως, η αγωγή αναφορικά με την ενδοσυμβατική ευθύνη και ενόψει όλων των προαναφερόμενων κανόνων της Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων καθώς και του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, που αφορούν την κρινόμενη υπόθεση, κρίνεται νόμιμη ερειδόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216, 291, 292, 341, 345 εδ. α’, 361, 417, 176 και 191 παρ. 2  Κ.Πολ.Δ καθώς και σε εκείνες των άρθρων 1 περ. β΄, 7§2, 53, 57§1 περ. α΄, 58§1 εδ. α΄, 59, 62, 78 της Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων, 291 (σε συνδ. με το άρθρο 1 του ν. 740/1977, εφόσον πρόκειται για διεθνή συναλλαγή που αφορά την εκμετάλλευση πλοίου, έτσι ώστε να τυγχάνει νόμιμη η συνομολόγησή της σε αλλοδαπό νόμισμα), 292§1, 293, 341, 345, 346 ΑΚ, 111§1 ΕισΝΑΚ, 6§1 του ν. 5422/1932, 907, 908 περ. στ΄ και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί καταψηφίσεως της εναγομένης στην πληρωμή τόκων υπερημερίας με μηνιαίο επιτόκιο 2% (ήτοι 24% ετησίως), το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο καθ’ ο μέρος το εν λόγω επιτόκιο υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό ορίσθηκε με τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ. κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 2842/2000) και το οποίο ανερχόταν συγκεκριμένα από 10-9-2014 έως 15-3-2016 σε ποσοστό 7,3% ετησίως και από 16-3-2016 και εντεύθεν σε ποσοστό 7,25% ετησίως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 293, 294 του ΑΚ και 109 του ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον, η δε περί ανώτατου θεμιτού ορίου τόκου ως άνω διάταξη είναι δημοσίας τάξεως και κάθε αντικείμενη προς αυτή συμφωνία είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (ΕφΑθ 6029/1999 ΕλλΔνη 1999. 1625, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, άρθρ. 294, αρ. 1). Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Η εναγομένη με τις προτάσεις της ισχυρίζεται καταρχήν ότι η επίδικη αξίωση υπέπεσε σε παραγραφή στις 31-12-2015, δεδομένου ότι το τιμολόγιο που εξέδωσε η ενάγουσα για τα καύσιμα ήταν πληρωτέο μέχρι την 1.12.2014,  και αρνείται κατά τα λοιπά αιτιολογημένα την αγωγή επικαλούμενη ότι οι εταιρείες «…» και «…» δεν ενήργησαν ως αντιπρόσωποι της, καθόσον μοναδική αντισυμβαλλομένη της στη σύμβαση πώλησης υπήρξε η εταιρεία «…» που ανήκε στον όμιλο συμφερόντων της εταιρεία «…» ενώ η ενάγουσα υπήρξε ο φυσικός της προμηθευτής των καυσίμων και βοηθός εκπλήρωσης της πωλήτριας εταιρείας. Εκθέτει περαιτέρω, ότι ο όμιλος «…», στον οποίο ανήκει η εταιρεία «…» τέθηκε σε πτώχευση και για το λόγο αυτό κατόπιν απόφασης του διαιτητικού δικαστηρίου του Λονδίνου κατέβαλε στις 4.7.2016 το αντίτιμο των παραδοθέντων ναυτιλιακών καυσίμων στην τράπεζα «…» ως εκδοχέα των απαιτήσεων που διατηρούσε η πτωχή εταιρεία. Ο ισχυρισμός περί παραγραφής της επίδικης αξίωσης κρίνεται νόμιμος, ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 289 ΚΙΝΔ και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι ανώνυμη ημεδαπή εταιρία, η οποία έχει ως αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας την εμπορία πετρελαιοειδών προϊόντων, μεταξύ άλλων και ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων, η δε εναγόμενη είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία …ς πλοίου με το όνομα «…», με αριθμό ΙΜΟ ….  Στις 23-10-2014 κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγομένης, πλοιοκτήτριας εν λόγω πλοίου και της μη διαδίκου αλλοδαπής εταιρίας, με την επωνυμία «…» σύμβαση πώλησης 550 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Fuel Oil, IFO 380 CST 1%, για τον εφοδιασμό με καύσιμα του πλοίου αυτού. Το τίμημα της πώλησης συμφωνήθηκε στο ποσό των 519 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Fuel Oil IFO 380 CST και ορίσθηκε καταβλητέο εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την παράδοση των πωληθέντων καυσίμων με την προσκόμιση του σχετικού τιμολογίου πώλησης, τα δε καύσιμα συμφωνήθηκε να παραδοθούν στο ως άνω πλοίο, το οποίο ήταν αγκυροβολημένο στον Πειραιά, όπως αποδεικνύεται από την με επίκληση προσκομιζόμενη σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική από την αγγλική γλώσσα επιβεβαίωση παραγγελίας της πωλήτριας εταιρίας. Στη συνέχεια η τελευταία συμβλήθηκε ως αγοράστρια, με ξεχωριστή σύμβαση πώλησης με την επίσης μη διάδικο στην παρούσα δίκη αλλοδαπή εταιρία εμπορίας καυσίμων με την επωνυμία «…», από την οποία προμηθεύτηκε τις αυτές με τις προαναφερόμενες ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων του ιδίου τύπου για τον εφοδιασμό του πλοίου της εναγομένης. Αποδείχθηκε επίσης ότι η εταιρία με την επωνυμία «…» την ίδια ημέρα, στις 23.10.2014, κατήρτισε με τη σειρά της, ως αγοράστρια, με την ενάγουσα, ως πωλήτρια, έτερη, επίσης ξεχωριστή από τις προαναφερθείσες, σύμβαση πώλησης για τα ίδια, κατά ποιότητα, τύπο και ποσότητα, ναυτιλιακά καύσιμα, αντί τιμήματος, το οποίο θα προσδιοριζόταν (ανά μετρικό τόνο καυσίμου) στη συνέχεια με νεότερη μεταξύ τους συμφωνία με βάση τη μέση σταθμισμένη τιμή (cif) ανά μετρικό τόνο, όπως αποδεικνύεται από το με επίκληση προσκομιζόμενο από 23.10.2014 (σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική από την αγγλική γλώσσα) έγγραφο της αγοράστριας εταιρίας «….» προς την πωλήτρια – ενάγουσα, που απεστάλη διά ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, περί επιβεβαίωσης της αρχικά τηλεφωνικά διαβιβασθείσης προς αυτήν παραγγελίας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, σε εκτέλεση της μεταξύ αυτής και της εταιρίας με την επωνυμία «…» καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης, κατά τα προεκτεθέντα, παρέδωσε στις 31.10.2014, διά του εφοδιαστικού πλοίου «…», στο ανωτέρω πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, και ενώ αυτό βρισκόταν στη ράδα του λιμένος Πειραιώς, ποσότητα 548,199 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου Fuel Oil IFO 380 CST,  εκδίδοντας για το λόγο αυτό το υπ’ αριθ. 0028/31-12-2014 δελτίο αποστολής. Αποδείχθηκε επίσης ότι στην παραλαβή των πωληθέντων καυσίμων προέβη, την ίδια ημέρα (στις 31.10.2014) για λογαριασμό της εναγομένης, ο Α΄ μηχανικός του πλοίου …, ο οποίος ήταν και αυτός που υπέγραψε επί του ανωτέρω δελτίου αποστολής, θέτοντας, επιπροσθέτως, τη σφραγίδα του πλοίου. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 31.10.2014 η ενάγουσα εξέδωσε για την επίμαχη συναλλαγή το υπ’αριθμ. … τιμολόγιο, συνολικού ποσού 284.378,23 δολαρίων Η.Π.Α., που αφορά στην αξία των πωληθέντων καυσίμων (548,199 Fuel Oil IFO 380 CST X 518,75 δολάρια Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο), πληρωτέου μέχρι την 1η.12.2014, σε χρέωση της αντισυμβαλλομένης της ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία «…», αλλά και του πλοιάρχου και πλοιοκτητών/και/ή χειριστών και/ή διαχειριστών και/ή ναυλωτών του πλοίου, πλην όμως όλως γενικώς, χωρίς, δηλαδή, να κατονομάζονται σ’ αυτήν συγκεκριμένα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, ως επιπλέον υπόχρεοι, εκτός από την ρητά αναφερόμενη αγοράστρια, για την καταβολή της αξίας των καυσίμων, και ιδίως δεν αναγράφηκε ως οφειλέτρια του ποσού και η εναγόμενη. Σημειωτέον, ότι μόνη η γενικόλογη αναφορά στο τιμολόγιο αυτό της πλοιοκτήτριας – μεταξύ άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων – υπό την ένδειξη «στοιχεία πελάτη», και μάλιστα μονομερώς από την ενάγουσα, και χωρίς αυτή να κατονομάζεται, αλλά ακόμη και στην περίπτωση, που κατονομαζόταν, δεν αρκεί, βέβαια, για να θεμελιώσει ευθύνη της (της εναγομένης) για την αποπληρωμή του οφειλομένου τιμήματος της μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας με την επωνυμία «…» καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης, στην οποία αυτή (η εναγόμενη) ουδόλως συμβλήθηκε κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι διά της υπογραφής του ανωτέρω δελτίου αποστολής από τον πλοίαρχο του εν λόγω πλοίου, ο οποίος κατά νόμο εκπροσωπεί την πλοιοκτήτρια/ εναγόμενη, καθώς και με την έκδοση του τιμολογίου πώλησης, που παραπέμπει στους γενικούς όρους που διέπουν όλες τις πωλήσεις της, η τελευταία να ενέχεται για τις δικαιοπραξίες, τις οποίες ο πλοίαρχος επιχειρεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Πλην όμως, όπως προεκτέθηκε, αποδείχθηκε ότι στην κρινόμενη περίπτωση το ανωτέρω δελτίο αποστολής δεν υπέγραψε ο πλοίαρχος του εν λόγω πλοίου, όπως αβάσιμα αναφέρεται στην αγωγή, αλλά ο πρώτος μηχανικός αυτού κάτωθι της τεθείσας σφραγίδας του πλοίου, ο οποίος, στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων, που του είχαν ανατεθεί, επόπτευσε τη διαδικασία της πετρέλευσης, λόγω της ειδικότητάς του και των γνώσεων που διαθέτει, και διά της υπογραφής του βεβαίωσε το γεγονός της παραλαβής των αγορασθέντων καυσίμων, όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας προκύπτει. Αποδείχθηκε επίσης ότι εν προκειμένω ο πρώτος μηχανικός του ανωτέρω πλοίου, διά της υπογραφής του εν λόγω δελτίου αποστολής, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του (άρθρου 66 του Β.Δ. 683/1960), βεβαίωσε αυτό ακριβώς το γεγονός της παράδοσης και παραλαβής της αγορασθείσης ποσότητας πετρελαίου και μόνο, για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρείας, αφού, παρασταθείς κατά τη διαδικασία της πετρέλευσης και της λήψης των δειγμάτων,  ήλεγξε τα καύσιμα, με βάση και τις ειδικές γνώσεις, που διαθέτει λόγω της ιδιότητάς του, ώστε να εξασφαλίσει ότι παραδίδονται στο πλοίο τα συμφωνηθέντα από πλευράς ποιότητας και ποσότητας, όπως όφειλε, σε εκτέλεση των ανατεθειμένων σ’αυτόν καθηκόντων, που απορρέουν από το νόμο και από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας, που είχε συνάψει με την εναγόμενη, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής αποκλειστικά και μόνο κατά την παραλαβή των πωληθέντων και για την παραλαβή αυτή, εντός των ορίων της περιορισμένης – με το προεκτεθέν περιεχόμενο – εξουσίας αντιπροσώπευσής της, χωρίς εκ του νόμου να έχει την εξουσία να την εκπροσωπεί, ως αντιπρόσωπός της, για την κατάρτιση συμβάσεων με τρίτους, ούτε, όμως, να του έχει χορηγηθεί, δυνάμει δικαιοπραξίας από όργανο που τη διοικεί, η εντολή και πληρεξουσιότητα να την δεσμεύει επί οιουδήποτε άλλου θέματος, ή εν προκειμένω χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως σχετική εξουσιοδότηση από τον πλοίαρχο, ο οποίος έχει εκ του νόμου αντιπροσωπευτική εξουσία για τη σύναψη δικαιοπραξιών για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας (άρθρο 84 του ΚΙΝΔ), για την ανάληψη της ανωτέρω ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής υποχρέωσης. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται ιδίως στο πιστοποιητικό της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής …ς σε συνδυασμό με τη σύμβαση ναυτολόγησης του …, όπου αναγράφεται η ειδικότητα με την οποία ναυτολογήθηκε. Επομένως, η υπό τη σφραγίδα του πλοίου της εναγομένης υπογραφή του προαναφερόμενου Α΄μηχανικού στο επίμαχο δελτίο αποστολής, που εξέδωσε η ενάγουσα, αποδεικνύει μόνο την παράδοση και παραλαβή των πωληθεισών ποσοτήτων καυσίμων στο πλοίο, όπερ κατά νόμο ανάγεται στα καθήκοντα του Α΄μηχανικού, και δεν έχει ως έννομη συνέπεια τη σύναψη μεταξύ τους σύμβασης, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση για την εκπλήρωση της οφειλής, που απορρέει από τη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη με την επωνυμία «…», όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή της. Το γεγονός ότι η εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρία «….», ναυτική πράκτορας, υπέβαλε τη σχετική με τον ως άνω εφοδιασμό του πλοίου αίτηση πετρέλευσης προς την ίδια (ενάγουσα), ενεργώντας κατ’ εντολή της πλοιοκτήτριας, δεν αναιρεί την προηγούμενη κρίση του Δικαστηρίου, καθόσον η προεκτιθέμενη ενέργειά της έλαβε χώρα στα πλαίσια των αναγκαίων διατυπώσεων ενώπιων των τελωνιακών και λιμενικών αρχών σχετικά με την προσέγγιση του εν λόγω πλοίου στον Πειραιά και τον εφοδιασμό του με καύσιμα και όχι προς τον σκοπό κατάρτισης κάποιας δικαιοπραξίας. Ομοίως δεν αποδείχθηκε βάσιμος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι στην προκείμενη περίπτωση η εταιρία «O…» ενήργησε ως μεσίτης ναυτιλιακών καυσίμων, αφού δεν υπέδειξε στην εναγόμενη ευκαιρία για τη σύναψη ορισμένης σύμβασης ούτε μεσολάβησε στην κατάρτισή της, αλλά αγόρασε από την ενάγουσα καύσιμα, τα οποία μεταπώλησε στην εταιρία «… ». Από την άλλη πλευρά και ο έτερος ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η εταιρία «O….» δεν μπορεί να πωλήσει καύσιμα στην Ελλάδα, ως μη έχουσα την απαιτούμενη κατά νόμο άδεια εμπορίας αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων, γεγονός από το οποίο συνάγεται σαφώς ότι η δήλωση βούλησής της, στα πλαίσια κατάρτισης της ένδικης σύμβασης πώλησης, έγινε στο όνομα της αντιπροσωπευόμενης απ’ αυτή εναγόμενης εταιρίας (σιωπηρή αντιπροσώπευση), είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον η εναγόμενη δεν συμβλήθηκε σε οποιαδήποτε από τις καταρτισθείσες συμβάσεις πώλησης, σε κάθε δε περίπτωση, από τον συνδυασμό της διάταξης της παρ. 9 του άρθρου 6 ν. 3054/2002 με εκείνες των άρθρων 4 παρ. 1, 16 και 17 του ίδιου ως άνω νόμου προκύπτει ότι η κατάρτιση συμβάσεων πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, χωρίς την απαιτούμενη προς τούτο άδεια, είναι έγκυρη (π.ρ.β.λ. Α.Π. 1903/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Σημειωτέον ότι o όμιλος «…S» στον οποίο ανήκει η αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «…», από την οποία η εναγόμενη αγόρασε την ποσότητα καυσίμων, που παραδόθηκε στο πλοίο, το Νοέμβριο του έτους  2014 τέθηκε υπό καθεστώς πτώχευσης. Ακολούθως, η εναγόμενη ενημερώθηκε ότι είχε λάβει χώρα καταπιστευματική εκχώρηση  όλων των απαιτήσεων του ανωτέρω πτωχεύσαντος Ομίλου, στην ολλανδική τράπεζα «. …», και, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης σε διαιτησία στο Ηνωμένο Βασίλειο από οφειλέτες του Ομίλου, σύμφωνα με σχετικό όρο των συμβάσεων πώλησης, που αυτός κατήρτιζε, μεταξύ των οποίων και της επίμαχης σύμβασης πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων μεταξύ της εναγομένης και της θυγατρικής του εταιρίας «…», περί του δικαιούχου είσπραξης του ποσού του τιμήματος των πωλήσεων αυτών, και αποφάσεων των διαιτητών στο Λονδίνο ότι τελικά δικαιούχος είναι η ως άνω Τράπεζα, καταβλήθηκε στην τελευταία από την εναγόμενη στις 4.4.2016 το ποσό των 284.515,28 δολαρίων ΗΠΑ, προς εξόφληση της οφειλής της από την πετρέλευση του εν λόγω πλοίου της, που έλαβε χώρα στον Πειραιά στις 31.10.2014. Επίσης, εφόσον δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα της επίδικης αξίωσης παρέλκει η διερεύνηση της βασιμότητας της προβληθείσας ένστασης παραγραφής. Κατόπιν όσων εκτέθηκαν πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της απόφασης.

 

                                 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300,00) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στο Πειραιά στις

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ