ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης
2465/2020
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
——————————————————–
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, και Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Φεβρουαρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του ενάγοντος : …, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Σταυρούλας Αντωνίου και κατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 30-10-2019, τις από ίδιας ημερομηνίας προτάσεις του δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Παπαδιαμάντη, δυνάμει του από … ειδικού πληρεξουσίου, στο οποίο βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του. Ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Των εναγόμενων : 1) …, και 2) Εταιρείας με την επωνυμία «… που εδρεύει στον……., επί της Α. Μ., αριθμοί …, και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι κατέθεσαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 29-10-2019, τις από ίδιας ημερομηνίας προτάσεις τους δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ιωάννη Κυριακού, δυνάμει των από … ειδικών πληρεξουσίων του πρώτου εξ αυτών ατομικά και ως νόμιμου εκπροσώπου της δεύτερης αντίστοιχα, στα οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής τους, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-6-2019 αγωγή του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5670/21-6-2019 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2817/21-6-2019, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της από 23-1-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 755 ΑΚ, κάθε εταίρος έχει δικαίωμα να πληροφορείται αυτοπροσώπως για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, να εξετάζει τα βιβλία και τα έγγραφα, καθώς και να καταρτίζει περίληψη της περιουσιακής κατάστασης της εταιρείας. Κάθε εταίρος ανεξάρτητα από το εάν είναι διαχειριστής ή όχι, έχει κατά την προαναφερόμενη διάταξη, που βρίσκει καθολική εφαρμογή στις προσωπικές εμπορικές εταιρείες, το δικαίωμα ελέγχου των εταιρικών υποθέσεων. Το δικαίωμα αυτό πηγάζει από την εταιρική συμμετοχή και στρέφεται, πλην του νομικού προσώπου της εταιρείας, και κατά παντός εταίρου, δεδομένου ότι ανήκει στην κατηγορία των εταιρικών δικαιωμάτων διοίκησης (ΠΠΑθ 1116/2010, ΠΠρΑθ 3109/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λιακόπουλος στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 755 §§ 1 και 2, σελ. 41). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ ορίζονται τα ακόλουθα : «Όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. Για το σκοπό αυτόν ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται.». Η διάταξη αυτή με το πρώτο εδάφιό της καθιερώνει τη γενική υποχρέωση για λογοδοσία εκείνου, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις για λογοδοσία, ενώ με το δεύτερο εδάφιο ρυθμίζεται ο τρόπος κατά τον οποίο θα εκπληρωθεί στην πράξη η υποχρέωση λογοδοσίας. Εκτός από την πιο πάνω διάταξη, τόσο στον ΑΚ όσο και σε άλλους νόμους υπάρχουν ειδικές διατάξεις που επιβάλλουν την υποχρέωση λογοδοσίας, συνδέοντάς την με ορισμένη ιδιότητα του υπόχρεου προσώπου και ορισμένο έργο που αυτό άσκησε, όπως π.χ. στο άρθρο 685 ΑΚ του εργολάβου απέναντι στον εργοδότη, στο άρθρο 718 ΑΚ του εντολοδόχου απέναντι στον εντολέα, στο άρθρο 1032 § 1 ΚΠολΔ του διαχειριστή, που διορίστηκε με απόφαση που διέταξε κατά το άρθρο 1022 ΚΠολΔ την κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, στο άρθρο 23 ΚΙΝΔ του διαχειριστή συμπλοιοκτησίας απέναντι σε καθένα από τους συμπλοιοκτήτες κτλ. Με βάση δε την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που θεσπίζεται στο νόμο (άρθρο 361 ΑΚ), μπορεί να συμφωνηθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη υποχρέωση για λογοδοσία και πέρα από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο νόμο. Όμως, η διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ είναι ανεφάρμοστη στις περιπτώσεις που η υποχρέωση για λογοδοσία ρυθμίζεται ειδικά και αποκλειστικά από άλλες διατάξεις, όπως π.χ. αυτή του 22 Ν. 3190/1955 «Περί εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης», του Κ.Ν. 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιρειών» ή του Ν. 959/1979 «Περί ναυτικής εταιρείας». Περαιτέρω, για τη θεμελίωση αξίωσης παροχής λογοδοσίας πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις : α) Να πρόκειται για διαχείριση ξένης υπόθεσης: Η διαχείριση δυνατόν να στηρίζεται, σύμφωνα και με όσα ήδη αναφέρθηκαν, στο νόμο, σε σύμβαση, σε οιονεί σύμβαση, σε διάταξη τελευταίας βούλησης. Προϋποτίθεται δηλονότι μια αναγνωριζόμενη από το νόμο σχέση, η οποία μπορεί να «γεννήσει» έγκυρη υποχρέωση λογοδοσίας, πρέπει δε να τονισθεί, στο σημείο αυτό, ότι ο νόμος (άρθρο 303 ΑΚ) δεν καθιερώνει μια γενική αξίωση για λογοδοσία χωρίς οποιαδήποτε προϋπόθεση και με βάση ένα γενικό για αυτήν συμφέρον του ενδιαφερόμενου προσώπου, β) η υπόθεση να είναι ξένη είτε στο σύνολό της είτε κατά ένα μέρος και γ) εκείνος που αξιώνει λογοδοσία δεν πρέπει να ελάμβανε γνώση, κατά τη διάρκεια της διαχείρισης, των λογαριασμών και των διαχειριστικών της πράξεων (ΕφΠειρ 162/2018 δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Εφετείου Πειραιά με περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). Περαιτέρω, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων, είτε ως συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης είτε ως συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης. Έτσι, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, το διαχειριστή, ο οποίος συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 497/2013 ΕΝΔ 2013.110, ΕφΠειρ 77/2008 ό.π., ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005.373). Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο τελευταίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή και αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον, συνεπώς, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει δε προσωπική ευθύνη μόνο όταν δε δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 689/2013 ό.π., ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΕφΠειρ 548/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 5/2012 ΕΝΔ 2013.12, με παρατηρήσεις Σ.Κουμάνη, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2011.39, με παρατηρήσεις Α.Μπεχλιβάνη, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.931). Εξάλλου, ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος, κατ’ άρθρο 105 §1 ΚΙΝΔ, εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομά του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως τη βούληση να ασκήσει και δεν ασκεί εκμετάλλευση για δικό του λογαριασμό. Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από το διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή, αυτός επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους, απολαμβάνει τα κέρδη και ευθύνεται προς τους δανειστές του (ΕφΠειρ 832/2008 ό.π.). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ που ορίζει ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, συνάγεται ότι ένδικη προστασία παρέχεται υπέρ ή κατά εκείνων μόνον των προσώπων, τα οποία κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή αποτελούν τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης ή μετέχουν κατά το ουσιαστικό δίκαιο στη διαχείριση της σχέσης αυτής (ΑΠ 1278/2017, ΑΠ 1595/2014, ΑΠ 339/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η νομιμοποίηση του διαδίκου, το δικαίωμα δηλαδή να υπερασπίζεται κάποιος τη δικαζόμενη υπόθεση, αλλιώς η εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, που συμπίπτει με την ιδιότητα του συγκεκριμένου προσώπου ως υποκειμένου του δικαιώματος ή της έννομης σχέσης, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, όπως η περίπτωση των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, που ερευνάται κατά το άρθρο 73 ΚΠολΔ και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, με συνέπεια αν το δικόγραφο της αγωγής είναι ελλιπές ως προς τα στοιχεία της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων και δε συμπληρωθούν παραδεκτά κατά τα άρθρ. 224 και 227 ΚΠολΔ οι ελλείψεις, να απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (ΑΠ 1278/2017, ΑΠ 1595/2014 ό.π.) ή ως νομικά αβάσιμη, αν κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή οι διάδικοι δεν είναι φορείς του επίδικου δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης (ΑΠ 1595/2014 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του, εκθέτει ότι είναι επιχειρηματίας και ότι, κατόπιν αιτήματος του πρώτου εναγόμενου, με τον οποίο διατηρούσε στενές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις, περί οικονομικής στήριξής του σχετικά με την αγορά φορτηγού πλοίου, στην οποία επρόκειτο να προβεί μέσω της εταιρείας …, την οποία διαχειριζόταν ο ίδιος, τον πίστεψε και του εμπιστεύθηκε να διαχειριστεί το ποσό των 198.000,00 δολ. ΗΠΑ, το οποίο και κατέθεσε, στις 10-7-2013, στον τραπεζικό λογαριασμό που του υπέδειξε. Ότι, ειδικότερα, συμφώνησαν να έχει δικαίωμα συμμετοχής, το οποίο θα ανέρχεται στο 6% στα αποτελέσματα της αγοράς και της εκμετάλλευσης του πλοίου, ενώ την αγορά αυτού ανέλαβε να πραγματοποιήσει ο πρώτος εναγόμενος ως εμφανής εταίρος της αφανούς εταιρείας, την οποία σύστησαν και η οποία ως εταιρικό σκοπό είχε την πραγματοποίηση της αγοράς και εκμετάλλευσης του πλοίου. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, χρησιμοποιώντας το παραπάνω χρηματικό ποσό, αγόρασε, ως εμφανής εταίρος, επ’ ονόματι της Λιβεριανής εταιρείας … το πλοίο …, με αριθμό …, το οποίο μετονομάσθηκε, μετά την παράδοσή του, σε …, και νηολογήθηκε στη σημαία Λιβερίας με αριθμό … και …, στο όνομα της παραπάνω εταιρείας, ως κυρίας του πλοίου, της οποίας ήταν διαχειριστής και μοναδικός μέτοχος. Ότι τη διαχείριση του πλοίου ανέθεσε ο πρώτος εναγόμενος στη δεύτερη εναγόμενη, την οποία, επίσης, ελέγχει απολύτως και είναι νόμιμος εκπρόσωπός της. Ότι ως συμμετοχή στα κέρδη της αφανούς εταιρείας, ο πρώτος εναγόμενος του κατέβαλε στις 20-1-2014 και 21-7-2014 τα ποσά των 7.200,00 και 9.000,00 δολαρίων ΗΠΑ αντίστοιχα. Ότι το Μάιο του 2015 ο πρώτος εναγόμενος προχώρησε στην πώληση του πλοίου σε τρίτους προς διάλυση, με αντάλλαγμα, όπως πληροφορήθηκε 3.308.189,85 δολ. ΗΠΑ, πλην όμως αντί να προβεί σε διανομή κερδών στο τέλος του έτους προς αυτόν (ενάγοντα), που αντιστοιχεί στη συμμετοχή του (6%) στα αποτελέσματα της εκμετάλλευσης του πλοίου, ιδιοποιήθηκε άπαντα τα κέρδη για την πραγματοποίηση άλλων προσωπικών του επενδύσεων-δαπανών. Ότι συγκεκριμένα, όπως εκ των υστέρων έμαθε, τον Απρίλιο του 2015, ο πρώτος εναγόμενος σύναψε σύμβαση με την τράπεζα … για λήψη δανείου, ύψους 8.400.000,00 δολ. ΗΠΑ και προσέφερε στην τράπεζα, χωρίς τη συναίνεσή του, ως εγγύηση, μεταξύ άλλων, υποθήκη επί του πλοίου και άπασες τις μετοχές της κυρίας του πλοίου, ενώ επιπλέον ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην ως άνω τράπεζα το ποσό των 2.100.000,00 δολ. ΗΠΑ από τα κέρδη από την πώληση του πλοίου. Ότι επανειλημμένως ζήτησε από τον εναγόμενο να του παράσχει πλήρη και αναλυτική έγγραφη λογοδοσία σχετικά με το τίμημα από την πώληση του πλοίου, τον τρόπο εκμετάλλευσής του και το που διοχετεύτηκε το τίμημα αυτό, χωρίς καμία ανταπόκριση. Ότι στις 20-11-2017 επέδωσε στον εναγόμενο την από 16-11-2017 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση, με την οποία του ζήτησε να λογοδοτήσει για τον τρόπο που διαχειρίστηκε τα περιουσιακά στοιχεία που του εμπιστεύθηκε και να του επιστρέψει το ποσό των 198.000,00 δολ. ΗΠΑ νομιμότοκα, εντός 10ημερών από τη λήψη της εξώδικης δήλωσης, καθώς και στις 11-1-2018 του επέδωσε την από 4-1-2018 εξώδικη δήλωσή του, με όμοιο περιεχόμενο, χωρίς να λάβει καμία απάντηση. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος το δικαίωμα ελέγχου και πληροφόρησης των εταιρικών υποθέσεων κατ’ άρθρο 755 ΑΚ, καθώς και παροχής λογοδοσίας κατ’ άρθρο 303 ΑΚ, ζητεί : 1) να υποχρεωθούν οι αντίδικοι να του παράσχουν πληροφορίες για την πορεία των υποθέσεων της αφανούς εταιρείας για κάθε έτος από το έτος 2013 έως και το έτος 2018 και ιδίως για τις διαχειριστικές πράξεις στις οποίες έχουν προβεί αναφορικά με όλα τα ποσά που εισέπραξαν από την πώληση του πλοίου ΟΚ Ι και μέχρι σήμερα και ιδίως αναφορικά με την επένδυσή του, 2) να υποχρεωθούν οι αντίδικοι για κάθε έτος από το έτος 2013 έως και το έτος 2018 να του ανακοινώσουν λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση εσόδων και εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψουν δικαιολογητικά και καθώς και το προκύπτον υπόλοιπο ποσό για τη διαχειριστική χρήση του έτους 2015 (εντός του οποίου εισπράχθηκε το αντίτιμο από την πώληση του πλοίου), και στον οποίο θα επισυνάπτονται τα αντίστοιχα προς τις εισπράξεις και δαπάνες δικαιολογητικά, 3) να υποχρεωθούν οι αντίδικοι για τα έτη 2013 έως και 2018 προς έλεγχο όλων των στοιχείων, εγγράφων και βιβλίων που σχετίζονται με τις συναλλαγές της αφανούς εταιρείας, σχετικά με τις πράξεις αγοράς και εκμετάλλευσης του πλοίου, έστω κι αν είναι απόρρητα ή ανεπίσημα, καθώς και να καταρτίσουν περίληψη της περιουσιακής κατάστασης της εταιρείας, αλλά και να του προσκομίσουν αντίγραφα όλων των σχετικών βιβλίων και λοιπών στοιχείων αυτής, που έχουν σχέση με τις πράξεις ή την επιχείρηση, που αποτελούν αντικείμενο της αφανούς εταιρείας, ήτοι την αγορά και εκμετάλλευση του πλοίου, 4) να απαγγελθεί κατά καθενός εκ των εναγόμενων χρηματική ποινή, ύψους 5.000,00 ευρώ, για κάθε παράβαση των διατάξεων της εκδοθησόμενης απόφασης, που αφορούν την υποχρέωσή τους για διενέργεια πράξης και 1.000,00 ευρώ για κάθε παράβαση των διατάξεων της εκδοθησόμενης απόφασης, που αφορούν την υποχρέωσή τους σε ανοχή, 5) να απειληθεί κατά του πρώτου εναγόμενου προσωπική κράτηση ενός (1) έτους για κάθε παράβαση των διατάξεων της εκδοθησόμενης απόφασης και 6) να καταδικασθούν στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, η οποία επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ (βλ. τις με αριθμούς … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δ. Π.), και για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, αφού δεν προσδιορίζεται σε αυτήν το κατάλοιπο του λογαριασμού (βλ. ΠΠρΑθ 4653/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΠειρ 905/1994 ΑρχΝ 1994, σελ. 542) παραδεκτά και αρμόδια, καθ’ ύλην και κατά τόπο (άρθρα 7, 9, 10, 18, 25 § 2, 36 και 37 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 περ. α΄, 2, 3Α και 3Β περ. ε΄ Ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), εισάγεται για συζήτηση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία στο παρόν Δικαστήριο, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς (άρθρα 3 §§ 1 και 4 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 § 1, 4 § 1, 63 § 1 εδ. β΄ και γ΄ και 66 § 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», καθόσον η δεύτερη εναγόμενη έχει την καταστατική της έδρα στην αλλοδαπή (Παναμά), αλλά την πραγματική της έδρα στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Πειραιά (κατ’ εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου), όπου έχει νόμιμα εγκατεστημένα γραφείο, ενώ επιπρόσθετα, οι εναγόμενοι δεν αμφισβητούν με τις προτάσεις τους τη διεθνή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού, θεμελιούμενης και σιωπηρής παρέκτασης, με βάση το άρθρο 26 του ως άνω Κανονισμού (βλ. Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, εκδ. 2016, άρθρο 26, αριθ. 1-14, σελ. 428-430). Περαιτέρω, ενόψει του ότι με την ένδικη αγωγή εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της καταστατικής έδρας της δεύτερης εναγόμενης στην αλλοδαπή, τίθεται θέμα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, το οποίο στην προκείμενη διαφορά είναι το ελληνικό, βάσει του άρθρου 3 § 2 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» [(Κανονισμός Ρώμη Ι), ο οποίος εφαρμόζεται στις ενοχές από συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17η-12-2009 (άρθρο 28)], καθώς τις διατάξεις αυτού ρητά επικαλείται ο ενάγων και δεν αντιλέγουν οι εναγόμενοι, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (βλ. ΑΠ 1091/2010, ΕφΠειρ 89/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γραμματικάκη–Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/ Βασιλακάκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ. 2017, σελ. 308-309). Με βάση, όμως, το ελληνικό δίκαιο, η αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγόμενης, θα πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη, δεδομένου ότι τα εκτιθέμενα σε αυτήν περιστατικά δε δύνανται να θεμελιώσουν αξιώσεις του ενάγοντος προς παροχή πληροφόρησης και λογοδοσίας κατά αυτής, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα, η ιδιότητα της δεύτερης εναγόμενης ως διαχειρίστριας του πλοίου, η αγορά και εκμετάλλευση του οποίου αποτέλεσαν αντικείμενο της αφανούς εταιρείας μεταξύ του ενάγοντος και του πρώτου εναγόμενου, η κυριότητα, όμως, του οποίου ανήκει σε έτερη, μη διάδικο, εταιρεία, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι αμφότερες αυτές οι εταιρείες (διαχειρίστρια και κυρία του πλοίου) διοικούνται και ελέγχονται από τον πρώτο εναγόμενο, δεν αρκεί καθ’ εαυτή αφενός για τη θεμελίωση υποχρέωσης παροχής πληροφόρησης σε βάρος της, καθόσον πρόκειται για εταιρικό δικαίωμα διοίκησης, που στρέφεται κατά της εταιρείας ή των εταίρων και, εν προκειμένω, κατά του εμφανούς μόνο εταίρου, και αφετέρου για τη θεμελίωση υποχρέωσης λογοδοσίας της, αφού τέτοια υποχρέωση δεν καθιερώνεται από το νόμο, ούτε εξάλλου ο ενάγων επικαλείται ειδικότερη σύμβαση μεταξύ τους, με βάση την οποία η δεύτερη εναγόμενη διαχειρίσθηκε και εκμεταλλεύθηκε το πλοίο προς ίδιο, των διαδίκων, συμφέρον και λογαριασμό, έχοντας αναλάβει ρητά, με τη συμφωνία αυτή, έναντι του ενάγοντος κάθε ευθύνη από τη διαχείριση αυτή (βλ. ΑΠ 193/1976 NoB 1976, σελ. 718). Σημειωτέον ότι ο ενάγων δεν επικαλείται άρση της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης εναγόμενης. Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, δεκτού γενομένου ως ουσιαστικά βάσιμου του ισχυρισμού της περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα, κατόπιν αιτήματός της με τις προτάσεις της, σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Κατά τα λοιπά, ήτοι κατά το μέρος που στρέφεται κατά του πρώτου εναγόμενου, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 303 (δεδομένου ότι η υποχρέωση για λογοδοσία δε ρυθμίζεται εν προκειμένω ειδικότερα από άλλες διατάξεις), 361, 755 ΑΚ, 176, 473 επ., 946 § 1, 947 § 1 ΚΠολΔ, 1047 § 1, 285 και 290 Ν. 4072/2012 και πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση της υπ’ αριθμό … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα Ν. Γ. Θ., που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων και δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Κοσμά, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ (βλ. τις με αριθμούς … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δ. Π., σε συνδυασμό με τις από 17-10-2019 κλήσεις-γνωστοποιήσεις εξέτασης μαρτύρων του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος), της υπ’ αριθμό … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα Ι. Σ. Μ., που προσκομίζουν με επίκληση οι ενάγοντες και δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Άννας – Κλαυδίας Κωνσταντίνου, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμό … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά Σ. Ε.-Γ., σε συνδυασμό με την από 18-10-2019 κλήση προς εξέταση μαρτύρων του πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγόμενων), της υπ’ αριθμό … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα Ε. Π. Ι., που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων, με την κατ’ άρθρο 237 § 2 ΚΠολΔ προσθήκη στις προτάσεις του, με τη μνεία ότι την προσκομίζει προς αντίκρουση της παραπάνω ένορκης βεβαίωσης των εναγόμενων (βλ. σελ. 8 της προσθήκης, ΑΠ 613/2018, ΑΠ 74/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και δόθηκε ενώπιον της ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου Αικατερίνης Κοσμά, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ, (βλ. τις με αριθμούς … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δ. Π., σε συνδυασμό με τις από 8-11-2019 κλήσεις-γνωστοποιήσεις εξέτασης μαρτύρων του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος), και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση και τα οποία λαμβάνονται υπόψη του Δικαστηρίου, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ), είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), όπως μερικά από αυτά αναφέρονται ιδιαιτέρως παρακάτω, χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων συνδεόταν με τον πρώτο εναγόμενο με πολύχρονη φιλία και συνεργασία για χρονικό διάστημα άνω των 15-20 χρόνων. Στο ανωτέρω πλαίσιο, τον Ιούλιο του 2013, ο εναγόμενος ζήτησε από τον ενάγοντα και άλλα πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος, οι οποίοι, επίσης, διατηρούσαν φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις μαζί του, να τον στηρίξουν οικονομικά προκειμένου να προβεί, μέσω μιας εταιρείας συμφερόντων του, στην αγορά ενός πλοίου. Ειδικότερα, ενόψει της αγοράς του Φ/Γ πλοίου … με αριθμό …, το οποίο μετά την παράδοσή του μετονομάσθηκε σε ΟΚ Ι και νηολογήθηκε στη σημαία της Λιβερίας, με αύξοντα αριθμό … και …, στο όνομα της Λιβεριανής εταιρείας …, συμφωνήθηκε ο μεν ενάγων να συμμετάσχει στο μετοχικό κεφάλαιο επενδύοντας 198.000 δολάρια ΗΠΑ, έναντι 6% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, ήτοι 33.000 δολάρια ΗΠΑ ανά μετοχή, ο δε Α. Π. Π. να δανείσει 200.000 δολάρια ΗΠΑ και οι …, εξ ημισείας, 600.000 δολάρια ΗΠΑ, με τόκο 5% για αμφότερα τα παραπάνω ποσά έως την πώληση του πλοίου ή σε 6 μήνες, ανάλογα με το ποιο χρονικό σημείο επέλθει πρώτα, με εγγυήσεις, αναφορικά με τις συβάσεις δανείου, οι οποίες δεν ενδιαφέρουν στην προκειμένη περίπτωση. Η παραπάνω συμφωνία αποδεικνύεται ιδίως από το προσκομιζόμενο σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα από αμφότερους τους διαδίκους από 2-7-2013 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Α. Π. Ι., αδελφού του ενάγοντος, προς τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος αυθημερόν επιβεβαίωσε με τον ίδιο τρόπο (δια μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) την ως άνω συμφωνία, αναφέροντας ρητά, ως προς τον ενάγοντα, ότι θα αναλάβει 6 μετοχές αξίας 33.000 δολαρίων ΗΠΑ η καθεμία και συνολικά (αξίας) 198.000 δολαρίων ΗΠΑ, καθώς και από την από 15-11-2017 εξώδικη πρόσκληση του ενάγοντος, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 20-11-2017, στην οποία αναφέρει αυτολεξεί «…σας κατέβαλα εκατόν ενενήντα οκτώ χιλιάδες Δολάρια ΗΠΑ (198.000,00) προκειμένου να συμμετάσχω με ποσοστό έξι τοις εκατό (6%) ως συν-εφοπλιστής με εσάς στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας …, συμφερόντων σας, η οποία αγόρασε το πλοίο … … το Μάιο του 2015 προχωρήσατε στην πώληση του Φ/Γ … Εν τούτοις αντί να διανέμετε ως μέρισμα/επιστροφή κεφαλαίου τα σημαντικότατα κέρδη από την ως άνω πώληση ως οφείλατε ουδέν μου καταβάλλατε…». Συνεπώς, ουδόλως αποδεικνύεται ότι μεταξύ του ενάγοντος και του εναγόμενου συστήθηκε αφανής εταιρεία με αντικείμενο την αγορά και εκμετάλλευση του ως άνω πλοίου, στα αποτελέσματα των οποίων ο ενάγων, ως αφανής εταίρος είχε δικαίωμα συμμετοχής 6%, αλλά ότι ο ενάγων κατέστη μέτοχος της κυρίας του πλοίου … δηλαδή της εταιρείας με την επωνυμία …. Ως μέτοχος δε της εταιρείας αυτής έλαβε, μέσω της διαχειρίστριας του πλοίου – δεύτερης εναγόμενης – τα ποσά των 7.200 και 9.000 δολαρίων ΗΠΑ τον Ιανουάριο και τον Ιούλιο του έτους 2014 αντίστοιχα. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, ήτοι τόσο η συμμετοχή του ενάγοντος στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας …, όσο και η καταβολή των μερισμάτων στον ενάγοντα με τη μεσολάβηση της διαχειρίστριας εταιρείας … ως άμεσης αντιπροσώπου της …, επιρρωνύονται και από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων Ι. Σ., ο οποίος είναι λογιστής και έχει συνεργαστεί, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του, και με τις δύο αυτές εταιρείες, και για την αξιοπιστία του οποίου το Δικαστήριο δεν έχει κανένα λόγο να αμφιβάλλει. Τη σύσταση, άλλωστε, αφανούς εταιρείας μεταξύ ενάγοντος και εναγόμενου δεν επιβεβαιώνουν ούτε οι μάρτυρες του ενάγοντος, Ν. Γ. Ε. Π., στις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις τους. Επομένως, εφόσον δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη αφανούς εταιρείας, ο εναγόμενος δεν υποχρεούται σε παροχή πληροφόρησης για τις εταιρικές υποθέσεις έναντι του ενάγοντος. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η κατάθεση του ποσού των 198.000 δολαρίων ΗΠΑ έγινε από τον ενάγοντα σε λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης, η οποία είχε αναλάβει τη διαχείριση του πλοίου, βάσει σχετικής σύμβασης, και λειτουργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της κυρίας του πλοίου. Η τελευταία δε εταιρεία είναι πολυμετοχική, καθώς σε αυτήν συμμετείχαν ο ενάγων, ο εναγόμενος, οι Γ. Ε. Κ., η Α. Κ. και άλλοι 3-4 μέτοχοι, ενώ τη διοίκησή της ασκούσε ο Διευθυντής της Γ. Κ. και μετά το θάνατό του ο Γ. Κ. (βλ. την ένορκη βεβαίωση του Ι. Σ.). Ως εκ τούτων, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος δε διαχειρίστηκε ατομικά περιουσιακό στοιχείο του ενάγοντος, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι τυγχάνει εκπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης, διαχειρίστριας του πλοίου, η οποία ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας ή ότι είναι ένας εκ των μετόχων της τελευταίας και συνεπώς, δεν έχει υποχρέωση λογοδοσίας έναντι του ενάγοντος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά βάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του με τις προτάσεις του (άρθρα 106, 176, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ (350,00€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 7-7-2020 και δημοσιεύθηκε στις 10-7-2020, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ