Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός απόφασης

2562/2020

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

——————————————————–

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, και Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 28 Ιανουαρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Της καλούσας – ενάγουσας : Εταιρείας με την επωνυμία «…», που έχει την καταστατική της έδρα στο … και την πραγματική της έδρα στην …, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Βουρλιώτη, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.

Της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης : Εταιρείας με την επωνυμία «…», που έχει την καταστατική της έδρα στη ……… και την πραγματική της έδρα στην …, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Βασίλειου Σκουτέρη, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.

Η καλούσα – ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 8-1-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 140/8-1-2015 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης 86/8-1-2015, και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 29ης-9-2015 και κατόπιν διαδοχικών αναβολών για τις δικασίμους της 19ης-1-2016 και 20ης-9-2016, οπότε συζητήθηκε και εξεδόθη η υπ’ αριθμό 1024/2017 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, ως προς το υπό στοιχείο Ε1 αγωγικό κονδύλιο, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους. Ακολούθως, η καλούσα – ενάγουσα επανέφερε προς περαιτέρω συζήτηση την παραπάνω αγωγή της με την από 5-3-2018 κλήση της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2466/5-3-2018 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1056/5-3-2018, και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 29ης-5-2018, οπότε συζητήθηκε και εξεδόθη η υπ’ αριθμό 5007/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, ως προς το ίδιο ως άνω κονδύλιο, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους. Ήδη, η καλούσα – ενάγουσα επαναφέρει προς περαιτέρω συζήτηση την ως άνω από 8-1-2015 αγωγή της, με την από 12-11-2019 κλήση της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 10240/12-11-2019 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5159/12-11-2019, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.

  ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 12-11-2019 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 10240/5159/12-11-2019, φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας η από 8-1-2015 αγωγή της (αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 140/86/8-1-2015), η οποία συζητήθηκε : α) αρχικά κατά τη δικάσιμο της 20ης-9-2016 και εξεδόθη η υπ’ αριθμό 1024/2017 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου με την οποία το Δικαστήριο ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης ως προς το υπό στοιχείο Ε1 αγωγικό κονδύλιο, προκειμένου να προσκομιστούν από την ενάγουσα : i) εξοφλητική απόδειξη ή απόδειξη καταβολής από την ίδια, την 1η-4-2014, του χρηματικού ποσού των 2.750.000 δολαρίων ΗΠΑ στην εταιρεία … και ii) καταθετήριο του ως άνω ποσού από την ίδια σε τραπεζικό λογαριασμό της … ή άλλο τραπεζικό έγγραφο (swift message), από το οποίο να αποδεικνύεται η μεταφορά του ως άνω ποσού από τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας σε τραπεζικό λογαριασμό της …, ενώ έκρινε οριστικά για τα υπόλοιπα αγωγικά κονδύλια και β) μετ’ επανάληψη, κατόπιν επαναφοράς της με την από 5-3-2018 κλήση της (αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2466/1056/5-3-2018), κατά τη δικάσιμο της 29ης-5-2018, οπότε εξεδόθη η υπ’ αριθμό 5007/2018 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία το Δικαστήριο, αφού ανακάλεσε την προηγούμενη απόφασή του, κατά το μη οριστικό σκέλος αυτής, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης, να προσκομιστούν, με επιμέλεια του επιμελεστέρου των διαδίκων, αντίγραφα των ασφαλιστήριων συμβολαίων σκάφους και μηχανής (Hull and Machinery) του πλοίου της ενάγουσας «…», τα οποία ήταν σε ισχύ κατά τον κρίσιμο χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, μαζί με τους τυχόν γενικούς και ειδικούς όρους (general terms and conditions και special terms and conditions), που εφαρμόζονταν σε αυτά, καθώς και την επίδειξη και χορήγηση των εγγράφων αυτών στην εναγόμενη, με δαπάνες της τελευταίας, τη 15η εργάσιμη ημέρα από την επίδοση της ως άνω απόφασης. Ήδη, η καλούσα – ενάγουσα προσκόμισε αντίγραφα των ασφαλιστήριων συμβολαίων σκάφους και μηχανής (Hull and Machinery) του πλοίου και αποσπασματική μετάφραση αυτών στην ελληνική γλώσσα, ενώ, όπως προκύπτει από την από 7-1-2019 βεβαίωση της γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού, επέδειξε και χορήγησε αντίγραφα των πιο πάνω εγγράφων στον πληρεξούσιο δικηγόρο της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης και επομένως, παραδεκτά και νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση η προαναφερόμενη από 8-1-2015 αγωγή. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 § 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), οι συμβάσεις ασφάλισης που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ΄ της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής», διέπονται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού. Σύμφωνα δε με το προαναφερόμενο στοιχείο δ΄ του άρθρου 5 της ως άνω Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 της Δεύτερης Οδηγίας 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ», μεγάλοι κίνδυνοι είναι μεταξύ άλλων οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στον κλάδο 6 του σημείου Α του παραρτήματος της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (στον οποίο υπάγονται τα πλοία, και συγκεκριμένα τα ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη) και αφορούν κάθε ζημία την οποία υφίστανται ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη. Περαιτέρω, το ζήτημα της αυτοδίκαιης ή μη υποκατάστασης του ασφαλιστή με την καταβολή του ασφαλίσματος, στα δικαιώματα του ασφαλισμένου κατά του προξενήσαντος την ζημία τρίτου, εκ του οποίου εξαρτάται και το της νομιμοποίησης ή μη δικαίωμα του ασφαλιστή να στραφεί κατά του υπαίτιου της ζημίας, για το διαφέρον, κρίνεται κατά το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση. Στα πλαίσια του Αγγλικού Δικαίου και συγκεκριμένα, από την παράγραφο 79 του νόμου περί θαλάσσιας ασφάλισης του 1906 (Marine Insurance Act 1906) προκύπτει ότι η υποκατάσταση (subrogation) συνίσταται στο δικαίωμα του ασφαλιστή να ασκήσει προς ίδιο συμφέρον όλα τα δικαιώματα και μέσα ένδικης προστασίας, τα οποία έχει ο ασφαλισμένος έναντι του ζημιώσαντος τρίτου σε σχέση προς το ασφαλισμένο αντικείμενο. Το δικαίωμα υποκατάστασης ανακύπτει, κατ’ αρχάς, από τότε που ο ασφαλιστής θα καταβάλει στον ασφαλισμένο το ποσό της αποζημίωσης. Έχει δε τη δυνατότητα να ζητήσει δια της αγωγής του όλο το καλύπτον τη ζημία ποσό, ανεξαρτήτως αν έχει πληρώσει λιγότερα στον ασφαλισμένο. Δικαιούται, όμως, να κρατήσει μόνο το ποσό το οποίο έχει πράγματι καταβάλει. Το υπόλοιπο ανήκει στον ασφαλισμένο, εκτός αν αυτός εκχώρησε στον ασφαλιστή τα δικαιώματά του ή υπήρχε εξ αρχής διαφορετική συμφωνία. Επομένως, ο ασφαλισμένος έχει καθήκον να μην προβεί σε ενέργειες που δύνανται να βλάψουν τα δικαιώματα του ασφαλιστή. Έτσι, δε δύναται να συμβιβαστεί ή να ζητήσει ένδικη προστασία χωρίς τη συναίνεση του ασφαλιστή. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός δεν ισχύει απαρεγκλίτως στις περιπτώσεις μερικής υποκατάστασης, όταν δηλαδή η ζημία είναι μεγαλύτερη του ποσού που κατέβαλε ο ασφαλιστής, γιατί τότε ο ασφαλισμένος δύναται να επιδιώξει δικαστικώς την αξίωσή του ως προς το τμήμα εκείνο της ζημίας του για το οποίο δεν έλαβε την ασφαλιστική αποζημίωση. Στο πλαίσιο, όμως, του αγγλικού δικονομικού δικαίου προβλέπεται ότι ο θεσμός της υποκατάστασης του καταβάλλοντος την ασφαλιστική αποζημίωση ασφαλιστή λειτουργεί μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων (ασφαλιστή και ασφαλιζομένου) και όχι έναντι τρίτων και επί ασφαλιστικής υποκατάστασης η αγωγή κατά του υπόχρεου τρίτου δε δύναται να ασκηθεί επ’ ονόματι του ασφαλιστή, παρά μόνον αν έχει γίνει εκ μέρους του ασφαλισμένου εκχώρηση των δικαιωμάτων του. Άλλως ο ασφαλιστής ασκεί την αγωγή επ’ ονόματι του ασφαλισμένου, ο οποίος δε μπορεί να αρνηθεί τη συναίνεσή του σε αυτό. Σε περίπτωση εκχώρησης (assignment of claim), η θέση του ασφαλιστή διαφοροποιείται και δικαιούται να ασκήσει την κατά του τρίτου αγωγή επ’ ονόματί του. Σε κάθε περίπτωση ο ασφαλιστής νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει, είτε επ’ ονόματι του ασφαλισμένου είτε ιδίω ονόματι, αναλόγως της περίπτωσης, αγωγή κατά του υπόχρεου τρίτου μόνο αν πράγματι κατέβαλε στον ασφαλισμένο την αποζημίωση και μέχρι του ποσού της καταβολής. Αν κατέβαλε ως αποζημίωση μόνο τμήμα της ζημίας, ο ασφαλισμένος νομιμοποιείται ενεργητικώς να στραφεί ευθέως κατά του υπόχρεου – ανεξαρτήτως του αν ο ασφαλιστής έχει ήδη ασκήσει το δικαίωμά του εκ της (μερικής) υποκατάστασης – και να ζητήσει το εναπομείναν ποσό της αποζημίωσης. Τα ανωτέρω αποδίδουν ενδοτικό δίκαιο και ισχύουν εφόσον τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει άλλως (ΕφΠειρ 320/2013, ΕφΠειρ 7/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 337 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται, ότι το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, μεταξύ άλλων, το δίκαιο που ισχύει σε αλλοδαπή πολιτεία, και, αν δεν το γνωρίζει, μπορεί να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει όποιο μέσο κρίνει κατάλληλο χωρίς να περιορίζεται στις αποδείξεις που προσάγουν οι διάδικοι, προκύπτει, ότι όταν το Δικαστήριο σε εφαρμογή των ορισμών του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου διαπίστωσε, ότι για τη ρύθμιση της κρινόμενης έννομης σχέσης πρέπει να εφαρμοστεί αλλοδαπό δίκαιο, οφείλει, αν δεν το γνωρίζει, να το πληροφορηθεί, χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο, κατά την κρίση του μέσο, έχοντας το δικαίωμα να διατάξει και απόδειξη χωρίς να δεσμεύεται από τους διαδικαστικούς ή λοιπούς τύπους της αποδεικτικής διαδικασίας (ΑΠ 131/2012  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη δε των αποδείξεων για το εφαρμοστέο αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο, μπορεί να γίνει και στο πλαίσιο επανάληψης της συζήτησης, κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, ώστε να προσκομισθεί, με την επιμέλεια των διαδίκων, το κείμενο του αλλοδαπού δικαίου, που διέπει την άνω έννομη σχέση, καθώς και γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου για την έννοια αυτού (ΕφΑθ 3848/2007 ΕΦΑΔ 2008, σελ. 813). Στην προκειμένη περίπτωση, το παρόν Δικαστήριο με την προαναφερόμενη υπ’ αριθμό 5007/2018 απόφασή του, σε σχέση με το υπό στοιχείο Ε1 αγωγικό κονδύλιο, το οποίο αφορά στη ζημία που υπέστη η ενάγουσα εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης και αντιστοιχεί στην καταβληθείσα από την ίδια αμοιβή, ποσού 2.750.000 δολαρίων ΗΠΑ, για υπηρεσίες θαλάσσιας αρωγής, που παρασχέθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 12-11-2013 έως 09-12-2013 στο πλοίο της «…» από τη μη διάδικο εταιρεία «…», ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 254 § 1 ΚΠολΔ, προκειμένου κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση να προσκομιστούν τα αντίγραφα των ασφαλιστήριων συμβολαίων σκάφους και μηχανής (Hull and Machinery) του ως άνω πλοίου, τα οποία ήταν σε ισχύ κατά τον κρίσιμο χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, μαζί με τους τυχόν γενικούς και ειδικούς όρους (general terms and conditions και special terms and conditions), που εφαρμόζονταν σε αυτά. Κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η ενάγουσα προσκόμισε με επίκληση, σε αποσπασματική μετάφραση από την ιταλική και αγγλική γλώσσα στην ελληνική, τα κάτωθι ασφαλιστήρια : 1) Το από 28-1-2013 που συνήφθη μέσω της εταιρείας … και άλλων εταιρειών για το 27,50% της ασφαλισθείσας αξίας (και ειδικότερα με την … …… για το 12,50%, τη … για το 7,50% και την … για το 7,50%), το οποίο συμφωνήθηκε να διέπεται από το ιταλικό δίκαιο (άρθρο 2 γενικών όρων), 2) Το από 28-1-2013 που συνήφθη μέσω της εταιρείας «…» για το 20% της ασφαλισθείσας αξίας (και ειδικότερα με τη … για το 11,50% και την … για το 8,50%), το οποίο συμφωνήθηκε να διέπεται από το ιταλικό δίκαιο (άρθρο 2 γενικών όρων), 3) Το από 11-12-2012 που συνήφθη μέσω της εταιρείας … για το 37,50% της ασφαλισθείσας αξίας (και ειδικότερα με τη … για το 14%, με την … για το 13,50%, με την … για το 5% και με τη … για το 5%), το οποίο συμφωνήθηκε να διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, 4) το από 20-12-2012 που συνήφθη μέσω της … για το 10% της ασφαλισθείσας αξίας, το οποίο συμφωνήθηκε να διέπεται από το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης (ειδικός όρος «New York Suable Clause») και 5) το από 29-11-2012 που συνήφθη μέσω της εταιρείας …» για το 5% της ασφαλισθείσας αξίας, το οποίο συμφωνήθηκε να διέπεται από το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης (ειδικός όρος «New York Suable Clause»). Συνεπώς, το ζήτημα της αυτοδίκαιης ή μη υποκατάστασης των παραπάνω ασφαλιστικών εταιρειών στα δικαιώματα της ενάγουσας κατά της εναγόμενης και ως εκ τούτου, η νομιμοποίηση ή μη της ενάγουσας να στραφεί κατά της εναγόμενης, ως υπαίτιου της ζημίας, ενόψει και του ισχυρισμού της τελευταίας περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας, κρίνεται για καθεμία εκ των ως άνω ασφαλιστικών συμβάσεων από τα προαναφερόμενα δίκαια που τις διέπουν και είναι εφαρμοστέα, εν προκειμένω, κατ’ άρθρο 7 § 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές». Εξ αυτών, το παρόν Δικαστήριο γνωρίζει το ιταλικό δίκαιο, καθόσον η εναγόμενη προσκομίζει τη σχετική νομοθεσία, νόμιμα μεταφρασμένη στην ελληνική γλώσσα, όπου ορίζεται ότι ο ασφαλιστής, ο οποίος έχει καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση υποκαθίσταται, μέχρι του ποσού της αποζημίωσης αυτής, στα δικαιώματα του ασφαλισμένου έναντι τρίτων προσώπων, που είναι υπόχρεα προς αποζημίωση (άρθρο 1916 § 1 Ιταλικού Αστικού Κώδικα), καθώς και το αγγλικό δίκαιο, στο οποίο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ορίζεται ότι επί ασφαλιστικής υποκατάστασης η αγωγή κατά του υπόχρεου τρίτου δε δύναται να ασκηθεί από τον ασφαλιστή (επ’ ονόματι του), παρά μόνο αν έχει γίνει εκ μέρους του ασφαλισμένου εκχώρηση των δικαιωμάτων του, πλην, όμως, αγνοεί τους σχετικούς κανόνες του ουσιαστικού δικαίου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης και της σύμφωνης με αυτό πρακτικής. Συντρέχει, επομένως, νόμιμη περίπτωση να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης ως προς το υπό στοιχείο Ε1, αγωγικό κονδύλιο, στο σύνολό του για την ενότητα της δικανικής κρίσης, και να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 254 § 1 ΚΠολΔ, προκειμένου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 337 του ίδιου Κώδικα, να προσκομιστεί, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας στους διαδίκους, έγγραφο υπό τη μορφή της νομικής πληροφορίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ή γνωμοδότηση νομομαθών, σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο των κανόνων του δικαίου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, που ρυθμίζουν το ζήτημα της αυτοδίκαιης ή μη υποκατάστασης του ασφαλιστή με την καταβολή του ασφαλίσματος στα δικαιώματα του ασφαλισμένου κατά του προξενήσαντος τη ζημία τρίτου, από το οποίο εξαρτάται και το της νομιμοποίησης ή μη δικαίωμα του ασφαλισμένου ή του ασφαλιστή να στραφεί κατά του υπαίτιου της ζημίας για το διαφέρον, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Διάταξη για δικαστική δαπάνη δε θα περιληφθεί στην παρούσα απόφαση, καθόσον αυτή δεν είναι οριστική (άρθρο 191 § 1 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομιστεί, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας στους διαδίκους, έγγραφο υπό τη μορφή της νομικής πληροφορίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ή γνωμοδότηση νομομαθών, σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο των κανόνων του δικαίου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, που ρυθμίζουν το ζήτημα της αυτοδίκαιης ή μη υποκατάστασης του ασφαλιστή με την καταβολή του ασφαλίσματος στα δικαιώματα του ασφαλισμένου κατά του προξενήσαντος τη ζημία τρίτου, από το οποίο εξαρτάται και το της νομιμοποίησης ή μη δικαίωμα του ασφαλισμένου ή του ασφαλιστή να στραφεί κατά του υπαίτιου της ζημίας για το διαφέρον.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις …………. και δημοσιεύθηκε στις ……….., σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ