ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός απόφασης 2672/2020
(ΓAK – EAK Ανακοπής: 6365-3181/2019)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, και από την Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Οκτωβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΕΣ : 1) Η εταιρεία με την επωνυμία «…» Α.Φ.Μ. … η οποία εδρεύει στην … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στον …….. και εκπροσωπείται νόμιμα
2) Η εταιρεία « …», η οποία εδρεύει στην …, οι οποίες κατέθεσαν προτάσεις και νόμιμα εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Σύρμα.
ΚΑΘ’ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ : Η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο ………, κατέθεσε προτάσεις και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Ζούρο.
Οι ανακόπτουσες ζητούν να γίνει δεκτή η ανακοπή τους κατά της υπ’ αριθμ. … διαταγής πληρωμής, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι ανακόπτουσες ζητούν με την κρινόμενη ανακοπή τους να ακυρωθεί για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους η υπ’ αριθμ. … Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην καθ’ ης η ανακοπή το ισάξιο σε ευρώ των δολαρίων ΗΠΑ ενός εκατομμυρίου (1.000.000 USD), με βάση την τιμή αναφοράς του ευρώ προς το δολάριο ΗΠΑ (άρθρο 4§§3,4 Ν. 2842/2000) κατά την ημερομηνία εξόφλησης νομιμοτόκως από την επομένη της εκδόσεως της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, με βάση απαίτηση που προέρχεται από σύμβαση πίστωσης που είχε συναφθεί μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας και της καθ’ ης η ανακοπή και την τήρηση της οποίας εγγυήθηκε η δεύτερη ανακόπτουσα. Με το αίτημα και το περιεχόμενο αυτό η ανακοπή εισάγεται αρμοδίως και παραδεκτώς προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο [άρθρα 14§2, 584, 625, 632§1 (όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015)] κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 632§2 εδ. β΄). Επίσης, η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως (άρθρο 633§2 εδ. α΄ ΚΠολΔ), ήτοι εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι η τελευταία επιδόθηκε στις ανακόπτουσες στις 3-7-2019 (βλ. την προσκομιζόμενη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ως προς την εγγυήτρια και επισημείωση τελευταίου στο σώμα του ά απογράφου εκτελεστού της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής που επιδόθηκε στην πρώτη ανακόπτουσα) και η ανακοπή επιδόθηκε στις 15-7-2019 (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστούν περαιτέρω οι λόγοι αυτής για την νομική και ουσιαστική τους βασιμότητα κατά το ελληνικό δίκαιο, δοθέντος ότι με τα άρθρα 15 της επίδικης σύμβασης πίστωσης και 13.1 του πρόσθετου συμφωνητικού αυτής, καθώς και 19.1 της σύμβασης εγγύησης ορίστηκε μεταξύ των μερών ως εφαρμοστέο δίκαιο το ελληνικό (άρθρο 3§1 Καν. 593/2008 – Ρώμη Ι).
Οι ανακόπτουσες εκθέτουν με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί διότι τα έγγραφα της σύμβασης και των τροποποιήσεων της που συντάχθηκαν στην αγγλική προσκομίστηκαν σε ακριβή επικυρωμένα φωτοαντίγραφα και σε αποσπασματική μετάφραση τους από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, δίχως η ελληνική μετάφραση να καταλαμβάνει το πλήρες κείμενο των εγγράφων που αποδεικνύουν την σε βάρος τους απαίτηση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος διότι η προσκομιδή εγγράφων, που πρωτοτύπως έχουν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, νομίμως λαμβάνει χώρα με αποσπασματική μετάφραση και όχι με μετάφραση ολόκληρου του κειμένου τους για την έκδοση διαταγής πληρωμής (ΕφΠειρ 469/2009, ΕΕμπΔ 2010.664), όταν πρόκειται για εκτενή έγγραφα που είναι πολύ δύσκολο να μεταφραστούν σε όλη τους την έκταση, εφόσον προσκομίζονται τα αποσπάσματα τους που έχουν συνάφεια με την δίκη, ήτοι κατά συστηματική ερμηνεία του άρθρου 454 ΚΠολΔ περί προσκομιδής των εγγράφων σε μετάφραση με εκείνη του άρθρου 453§2 ΚΠολΔ που επιτρέπει την προσκομιδή αποσπασμάτων των πρωτότυπων εκτενών αποδεικτικών εγγράφων προς αποφυγή της λογικής αντίφασης των διατάξεων που συνεκφέρονται ως μέρη της ευρύτερης ενότητας διατάξεων περί αποδεικτικών εγγράφων να επιτρέπεται η προσκομιδή αποσπάσματος του εκτενούς αποδεικτικού εγγράφου/βιβλίου και να επιβάλλεται ταυτόχρονα η μετάφραση του σε όλη του την έκταση (Κ.Σταμάτης, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, έ έκδ., 2002, σ. 242). Επίσης, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτουσες ισχυρίζονται ότι καθ’ ής η ανακοπή προέβη, σύμφωνα με το άρθρο ΙΙ§6ε΄της σύμβασης πίστωσης, σε παράνομο ανατοκισμό των καθυστερούμενων τόκων ανά τρίμηνο κι ότι προέβαινε ανά τρίμηνο σε ανατοκισμό αυτών. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, διότι αν πρόκειται για απαίτηση από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, για να είναι ορισμένος ο λόγος της ανακοπής, που αφορά στην απαίτηση, πρέπει να περιέχει ισχυρισμό, ο οποίος αναφέρεται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και γενικότερα του ορθού υπολογισμού της απαίτησης, όπως εν προκειμένω όπου οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν εν τέλει ποιό είναι ακριβώς το ποσό το οποίο επιβαρύνθηκαν παρανόμως (ΑΠ 999/2019, Νομος ·ΑΠ 491/1994, ΕλλΔνη 1995.1239). Η εν λόγω αοριστία επιτείνεται εν προκειμένω εκ του ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε για ποσό 1.000.000 ευρώ που συνιστά μέρος της απαίτησης, κατά την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής 4.039.362,05 Δολλαρίων ΗΠΑ ήτοι : α) ποσό 4.000.000 Δολλαρίων ΗΠΑ για ανεξόφλητο κεφάλαιο της πίστωσης, β) ποσό 39.362,05 Δολλαρίων ΗΠΑ για τόκους πληρωτέους την 1-4-2019. Περαιτέρω, οι ανακόπτουσες εκθέτουν, με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, ότι μέρος της υποβληθείσας αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής και δη οι σελίδες 6 έως 19 έχουν συνταχθεί στην αλλοδαπή γλώσσα, λόγος ανακοπής που είναι νόμιμος κατά τα άρθρα 118, 216 ΚΠολΔ, διότι στο δικόγραφο επιτρέπεται η χρήση λέξεων με λατινικούς χαρακτήρες ή τυποποιημένων εκφράσεων που έχουν καθιερωθεί στις συναλλαγές, όχι όμως στην περίπτωση που με τη συμπερίληψη αυτών καθίσταται το δικόγραφο ακατάληπτο και δεν μπορεί το δικαστήριο να τις εκτιμήσει ή να αμυνθεί ο εναγόμενος αποτελεσματικά (βλ. ΑΠ 1367/2007 ΝοΒ 2008.73 · Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ΄έκδ., 2006, σ. 3 επ. ·Νίκας, ΠολΔ ΙΙ, σ.31) και, επομένως πρέπει να εξεταστεί στην ουσία του. Επίσης, με τον πρώτο λόγο ανακοπής τους, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, οι ανακόπτουσες ισχυρίζονται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε κατά παράβαση νόμου, διότι η ύπαρξη και η απόδειξη του ύψους της απαίτησης που φέρεται να διατηρεί η καθ’ής η ανακοπή τραπεζική εταιρία σε βάρος των ανακοπτουσών εταιριών ερείδεται στα τηρούμενα από την ανακόπτουσα αποσπάσματα των εμπορικών της βιβλίων, χωρίς όμως να περιληφθεί στην σύμβαση πίστωσης, ούτε και στις πρόσθετες πράξεις που επακολούθησαν, σχετική δικονομική σύμβαση μεταξύ πρωτοφειλέτη (πρώτης ανακόπτουσας) και καθ’ής η ανακοπή που να καθιστά αυτά νόμιμα αποδεικτικά μέσα και δη έγγραφα και επομένως ότι από τα προσκομισθέντα έγγραφα για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής δεν αποδεικνύεται η απαίτηση σε βάρος αυτής και εντεύθεν της εγγυήτριας αυτής, με την οποία και μόνο καταρτίστηκε τέτοια αποδεικτική συμφωνία. Επιπλέον, κατά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ανακοπής οι ανακόπτουσες ισχυρίζονται ότι σε κάθε περίπτωση η καθ’ής η ανακοπή κατά την υποβολή της αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής προσκόμισε αποσπάσματα από τα εμπορικά της βιβλία στα οποία αποτυπώνεται η κίνηση του λογαριασμού της πίστωσης σε φωτοτυπικό αντίγραφο χωρίς να έχει λάβει χώρα βεβαίωση περί της ακρίβειάς του από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο ότι το φωτοτυπικό αντίγραφο των αποσπασμάτων αποτελεί ακριβές αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος ως προς το πρώτο σκέλος του (περί έλλειψης σχετικής δικονομικής σύμβασης μεταξύ πρωτοφειλέτη – πρώτης ανακόπτουσας και καθ’ής η ανακοπή για απόδειξη της οφειλής μέσω αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία της τελευταίας), διότι τα μηχανικά αποσπάσματα εξαχθέντα από τα τηρούμενα εμπορικά βιβλία της καθής η ανακοπή έχουν μεν αποδεικτική ισχύ κατά τα άρθρα 447, 448§1 ΚΠολΔ, ως προς τις επί μέρους εγγραφές τους, πλην όμως, εφόσον ελλείπει η δικονομική συμφωνία ότι το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων αποδεικνύει (και ως προς) τον προσδιορισμό του χρεωστικού κατάλοιπου εκ μέρους της καθ’ης η ανακοπή, ώστε να εκδοθεί δυνάμει αυτών διαταγή πληρωμής, αυτά δεν μπορούν να αποτελέσουν έγγραφο που να αποδεικνύει κατ’ άρθρο 626§3 ΚΠολΔ την απαίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής (ΑΠ 1022/2003, ΧρΙΔ 2004.432· ΕφΘεσ 413/2017, Αρμ 2017.404 ·ΕφΘεσ 1109/2015, Αρμ 2015.2085 ·Τσικρικάς, Αποδεικτικά ζητήματα από τη διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής, Δ 2005.611). Επίσης, ο λόγος ανακοπής είναι νόμιμος και κατά το δεύτερο σκέλος του, καθώς για να αποτελεί η φωτοτυπία αποσπάσματος μηχανογραφικώς τηρούμενων εμπορικών βιβλίων κυρωμένο αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου, θα πρέπει να υπάρχει στο φωτοτυπούμενο έγγραφο (απόσπασμα), που έχει εξαχθεί με εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή : α) βεβαίωση του υπαλλήλου της καθ΄ης, που έκανε την εκτύπωση για τη γνησιότητα της τελευταίας (εκτύπωσης) και β) βεβαίωση, προερχόμενη από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, ότι αυτή, ήτοι η φωτοτυπία, είναι ακριβής (ΑΠ 1094/2006 Νομος). Επομένως, ο σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να εξεταστεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από όλα τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα εκ των σε ξένη γλώσσα συντεταγμένων νομίμως μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα (οι διάδικοι δεν εξέτασαν μάρτυρες, ούτε προσκόμισαν ένορκες βεβαιώσεις) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Μεταξύ της καθής η ανακοπή τραπεζικής εταιρίας και της πρώτης ανακόπτουσας «…» συνήφθη η υπ’ αριθμ. … σύμβαση «πιστωτικής διευκόλυνσης», ήτοι σύμβαση πίστωση εξυπηρετούμενη με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία εν συνεχεία τροποποιήθηκε με την από 23-12-2015 προσθήκη – πρόσθετη πράξη και συμπληρώθηκε περαιτέρω με τις από 16-2-2017 και 28-12-2017 επιστολές της καθ’ ής, τις οποίες προσυπέγραψε η πρώτη ανακόπτουσα ως πιστούχος. Η δεύτερη ανακόπτουσα συνήφθη ως εγγυήτρια δυνάμει της από 9-10-2014 σύμβασης εγγυήσεως, εγγυώμενη την πιστή προσήκουσα και ακριβόχρονη τήρηση από την πρωτοφειλέτη – πρώτη ανακόπτουσα των όρων της σύμβασης πίστωσης ως προς την πληρωμή των ποσών που από καιρού εις καιρόν θα οφείλονται και θα είναι πληρωτέα από την πιστούχο -αιτούσα είτε ως κεφάλαιο είτε ως εγγύηση. Ειδικότερα, με την ως άνω σύμβαση πίστωσης συμφωνήθηκε η χορήγηση από την καθ’ ής η ανακοπή τραπεζική εταιρία προς την πρώτη ανακόπτουσα πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, μέχρι του ποσού των 6.000.000 Δολαρίων ΗΠΑ με πολλαπλές βραχύχρονες αναλήψεις, ποσού εκάστης όχι μικρότερου των 25.000 Δολαρίων ΗΠΑ (άρθρο 2 της σύμβασης πίστωσης). Η πίστωση, η διάρκεια της οποίας αρχικά συμφωνήθηκε δωδεκάμηνη (άρθρο 1 της σύμβασης πίστωσης), χορηγήθηκε προς το σκοπό κάλυψης των αναγκών κεφαλαίου κινήσεως της πιστούχου – πρώτης ανακόπτουσας (άρθρο 11 της Σύμβασης Πίστωσης), ενώ για τα αναλαμβανόμενα από την πίστωση ποσά και για οποιαδήποτε ποσά θα φέρονταν σε χρέωση των λογαριασμών της, συμφωνήθηκε να οφείλεται τόκος, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 11 παρ. 1 της σύμβασης πίστωσης, λογιζόμενος και πληρωτέος ανά τρίμηνο, κατά το εκάστοτε περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού της πίστωσης (άρθρο 11 παρ. 1.2 της σύμβασης πίστωσης). Ο τόκος αυτός συμφωνήθηκε να υπολογίζεται με συμβατικό επιτόκιο ίσο με ποσοστό 5,5% ετησίως, πλέον του εκάστοτε ισχύοντος LIBOR, πλέον των τυχόν σχετικών εξόδων (άρθρο ΙΙ παρ. 1.1 της σύμβασης πίστωσης). Η αποπληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου της πίστωσης και κάθε άλλου ποσού οφειλόμενου υπό την σύμβαση πίστωσης συμφωνήθηκε να γίνει κατά την ημερομηνία λήξεως της σύμβασης πίστωσης, άλλως κατά την ημερομηνία κατά την οποία η καθ’ής η ανακοπή θα προέβαινε σε όχληση προς την πιστούχο-πρώτη ανακόπτουσα για την αποπληρωμή της πίστωσης, εφόσον τέτοια όχληση προηγείτο της λήξης της σύμβασης πίστωσης (Άρθρο ΙΙ παρ. 6 της Σύμβασης Πίστωσης). Επίσης, συμφωνήθηκε ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης από την πιστούχο-πρώτη ανακόπτουσα πληρωμής οποιουδήποτε ποσού οφειλόμενου δυνάμει της σύμβασης, αυτή θα καταβάλει τόκο και θα λαμβάνει χώρα ο προβλεπόμενος στη σύμβαση ανατοκισμός (άρθρο ΙΙ παρ. 6ε). Με το άρθρο ΧΙ § 1.1 α της σύμβασης πίστωσης συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η μη πληρωμή από την πιστούχο-αιτούσα οποιουδήποτε ποσού κεφαλαίου ή τόκων ή οποιουδήποτε άλλου ποσού οφειλόμενου από την σύμβαση πίστωσης κατά την ημερομηνία εξόφλησης του ποσού αυτού, αποτελεί γεγονός υπερημερίας, με την επέλευση του οποίου η καθ’ ής η ανακοπή έχει το δικαίωμα να καταγγείλει την σύμβαση πίστωσης, οπότε και το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπό της θα καθίσταται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους επί αυτού καθώς και με οποιοδήποτε άλλο ποσό οφειλόμενο δυνάμει της σύμβασης πίστωσης, μέχρι δε την εξόφληση των ποσών αυτών η πιστούχος-πρώτη ανακόπτουσα θα οφείλει τόκους επί αυτών υπολογιζόμενούς με βάση το επιτόκιο υπερημερίας κατά τις προβλέψεις του άρθρου ΙΙ §6ε της σύμβασης πίστωσης (άρθρο ΧΙ §2 αυτής). Επίσης, με το άρθρο ΙΙ§8 συμφωνήθηκε ότι η καθής η ανακοπή θα απέστελνε ανά τριμηνία στην πιστούχο-πρώτη ανακόπτουσα έγγραφη ενημέρωση απεικονίζουσα τις κινήσεις του λογαριασμού (ή των λογαριασμών) εξυπηρέτησης της πίστωσης για το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, καθώς και τα εκάστοτε υπόλοιπα των απαιτήσεων της καθ’ ής η ανακοπή και των οφειλών της πιστούχου-πρώτης ανακόπτουσας, ενώ, επιπλέον, προβλέφθηκε ότι σε περίπτωση μη αμφισβήτησης από την πιστούχο-πρώτη ανακόπτουσα εντός μηνός, με έγγραφη ειδοποίηση προς την Τράπεζα, των σχετικών πιστώσεων και χρεώσεων, θα θεωρείται ότι η πρώτη ανακόπτουσα έχει εγκρίνει αυτές τις πιστώσεις και χρεώσεις και έχει αναγνωρίσει τις σχετικές οφειλές της. Περαιτέρω, δυνάμει της (ίδιας ημέρας με τη σύμβαση πίστωσης) από 9-10-2014 σύμβασης εγγύησης μεταξύ της καθ’ ής ως δανείστριας και της δεύτερης ανακόπτουσας ως εγγυήτριας, την εγκυρότητα και δεσμευτικότητα της οποίας η ως άνω εγγυήτρια επιβεβαίωσε εν συνεχεία το μεν με την από 23-12-2015 επιστολή, το δε με την από 16-2-2017 έτερη επιστολή που της απέστειλε η καθής, την οποία συνυπόγραψαν τόσο η εγγυήτρια όσο και η πιστούχος, η εγγυήτρια εγγυήθηκε ανεπιφύλακτα προς την καθ’ ής την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της πίστωσης, καθώς και των τόκων, των προμηθειών, των επιβαρύνσεων κατ εξόδων και γενικά την εκπλήρωση εκ μέρους της πιστούχου – πρώτης ανακόπτουσας όλων των υποχρεώσεων που ανέλαβε αυτή με την σύμβαση πίστωσης, ενεχόμενη τόσον εις ολόκληρον με την πιστούχο όσον και ως αυτοφειλέτης. Συμφωνήθηκε, επίσης, η παράταση της ημερομηνίας λήξεως της πίστωσης για τις 31-12-2016, ενώ επιπλέον ρητά συνομολογήθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη ότι το ανεξόφλητο κεφάλαιο της πίστωσης ανερχόταν κατά την ημερομηνία σύναψης της προσθήκης (δηλαδή στις 23-12-2015), στο ποσό των 4.022.221.55 Δολ ΗΠΑ. Επιπλέον, δυνάμει των επιστολών της καθ’ής η ανακοπή με ημερομηνίες 16-2-2017 και 28-12-2017, τις οποίες, αποδέχθηκε κατά περιεχόμενο τόσο η πιστούχος πρώτη ανακόπτουσα, όσο και η εγγυήτρια – δεύτερη ανακόπτουσα, συμφωνήθηκε η περαιτέρω παράταση της ημερομηνίας λήξεως της πίστωσης αρχικά για τις 31-12-2017 και εν συνεχεία, τελικά, για τις 21-12-2018. Σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης η καθ’ ής η ανακοπή έθεσε στην διάθεση της πιστούχου το ποσό της πίστωσης, ενώ για την εξυπηρέτηση της πίστωσης και την λογιστική παρακολούθηση και μηχανογραφική απεικόνισή της, τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. … χορηγητικός (αλληλόχρεος) λογαριασμός. Η πίστωση έληξε κατά τις προβλέψεις της σύμβασης πίστωσης, όπως αυτή τροποποιήθηκε, στις 21-12-2018, πλην όμως η πιστούχος δεν κατέβαλε, ως όφειλε, στην καθ’ής η ανακοπή το ανεξόφλητο κεφάλαιο της πίστωσης, το οποίο ανερχόταν κατά την ρηθείσα η ημεροχρονολογία λήξης στο ποσό των 4.000.000 Δολλαρίων ΗΠΑ. Η ως άνω αδυναμία καταβολής των οφειλομένων εκ μέρους της πρώτης ανακόπτουσας αποτελούσε νόμιμο συμβατικώς καθορισθέν γεγονός υπερημερίας σύμφωνα με το άρθρο ΧΙ παρ. 1.1 της σύμβασης πίστωσης, και για το λόγο αυτό η καθ’ ής η ανακοπή κατήγγειλε την σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό με την επίδοση της από 22-4-2019 ειδοποίησης επέλευσης γεγονότος υπερημερίας και καταγγελίας σύμβασης (Notice of Default and Acceleration), που επέδωσε στις 23-4-2019 στην πρώτη και την δεύτερη ανακόπτουσα (βλ. υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …), η δε συνολική οφειλή της πρώτης ανακόπτουσας από την σύμβαση πίστωσης ανερχόταν συνολικά στις 22-4-2019 σε 4.085.754,49 Δολλάρια ΗΠΑ, ήτοι : α) ποσό 4.000.000 Δολλάρια ΗΠΑ για ανεξόφλητο κεφάλαιο της πίστωσης, β) ποσό 39.362,05 Δολλάρια ΗΠΑ για τόκους πληρωτέους την 1-4-2019, γ) ποσό 19.172,83 Δολλάρια ΗΠΑ για τόκους επί του ανεξόφλητου κεφαλαίου της πίστωσης περιόδου 1-4-2019 έως 21-4-2019, δ) ποσό 27.219,61 Δολλάρια ΗΠΑ για τόκους υπερημερίας επί των υπό στοιχεία (α) και (β) ποσών. Ταυτόχρονα με την καταγγελία της σύμβασης, η καθ’ ής προχώρησε στις 23-4-2019 στο κλείσιμο του υπ’ αριθμ. … χορηγητικού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, ο οποίος εμφάνιζε κατά την εν λόγω ημεροχρονολογία χρεωστικό υπόλοιπο 4.039.362,05 Δολλαρίων ΗΠΑ. Η κίνηση του εν λόγω χορηγητικού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, καθώς και το χρεωστικό υπόλοιπο (κατάλοιπο) που εμφάνιζε κατά το κλείσιμό του καταγράφηκαν από την καθ’ ής η ανακοπή στα τηρούμενα με μηχανογραφικό σύστημα λογιστικά βιβλία της. Ακολούθως, η καθ’ ής η ανακοπή, με την από 4-6-2019 αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής προς τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκαν η πρώτη ανακόπτουσα ως πιστούχος και η υπέρ αυτής εγγυήτρια – δεύτερη ανακόπτουσα να καταβάλουν στην καθ’ ής τραπεζική εταιρεία μέρος της οφειλομένης κατά τα ανωτέρω απαίτησης και δη το ποσό των 1.000.000 Δολλαρίων ΗΠΑ ως κεφάλαιο, καθώς και το ποσό των 14.500 ευρώ ως δικαστικά έξοδα. Στην αίτηση για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, στις σελίδες 6 έως 19 παρατίθεται η κίνηση του λογαριασμού, όπως αποτυπώνεται στα βιβλία της καθ’ής η ανακοπή, όπου ως επεξήγηση στην αρχή της στήλης στην σελίδα 6 πριν την παράθεση των κινήσεων χρησιμοποιούνται αμετάφραστοι οι όροι “Account No Date”, “Period First Date”, “Period Last Date”, “DrIntDate”, “DrNoOfDays”, “DrValBalance”, “DrIntRate”, “ DrIntAmt”, “Total Interest”, “Total Interest”, “Total Charge”,“Total Tax”, “KGrandTotal”, ενώ οι μήνες αποδίδονται με συντομογραφία στα αγγλικά (π.χ. Δεκέμβριος – DEC), πλην όμως η χρήση των αγγλικών αυτών όρων δεν καθιστά το δικόγραφο ακατάληπτο, δεδομένου ότι πρόκειται για όρους που χρησιμοποιούνται ευρέως στις τραπεζικές συμβάσεις και είναι γνωστοί στο Δικαστήριο, ούτε γεννάται ζήτημα έλλειψης προδικασίας ως προς τους ανακόπτοντες στην προκείμενη περίπτωση (άρθρο 111 ΚΠολΔ, βλ. εκτενώς Μακρίδου, ο.π., σ. 73 επ.), όπου η δανειακή σύμβαση, οι τροποποιητικές της συμβάσεις και όλα τα έγγραφα που αντηλλάγησαν ήταν διατυπωμένα στην αγγλική γλώσσα που χρησιμοποιείται ευρέως στις τραπεζικές ναυτιλιακές επιχειρηματικές δραστηριότητες και την οποία οι υπάλληλοι και η διοίκηση των ανακοπτουσών καλώς γνωρίζουν, απορριπτομένου ως ουσία αβάσιμου του δεύτερου λόγου της ανακοπής τους, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού. Για την απόδειξη της απαίτησής της, η καθ’ής η ανακοπή προσκόμισε εκτύπωση από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας, θεωρημένη για τη γνησιότητα της από τους υπαλλήλους της …, έγγραφο που δέχθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο κατά την αποδεικτική σύμβαση δεύτερης ανακόπτουσας – εγγυήτριας και καθ’ής η ανακοπή ως προς την δεύτερη ανακόπτουσα (εγγυήτρια), αλλά και ως προς την πρώτη ανακόπτουσα σε συνδυασμό με την προτελευταία παράγραφο της από 16-12-2017 επιστολής που αμφότερες οι ανακόπτουσες προσυπέγραψαν και που επίσης προσκομίστηκε για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Κατά συνέπεια, o πρώτος λόγος ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του, περί έκδοσης της διαταγής πληρωμής με βάση φωτοτυπικό αντίγραφο της κίνησης του λογαριασμού χωρίς επικύρωση από δικηγόρο, ελέγχεται ως ουσία αβάσιμος, καθώς για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής δεν προσκομίστηκαν απλά φωτοτυπικά αντίγραφα, αλλά εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τους προειρημένους υπαλλήλους της καθ΄ης η ανακοπή, που ενήργησαν την εκτύπωση και αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η τελευταία προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της και, επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου, αλλά περί πρωτοτύπου σύμφωνα με τα άρθρα 623 και 626 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 441/2007, Νομος ·ΕφΘεσ 1109/2015, Αρμ 2015.2085). Ακολούθως, επικυρωμένο αντίγραφο πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής, μαζί με επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στην πρώτη αλλά και στην δεύτερη ανακόπτουσα στις 3-7-2019 (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επιδόσεως και την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …). Από την σύμβαση πίστωσης, προσκομισθείσα σε νόμιμη μετάφραση, δεν προκύπτει η σύναψη σχετικής δικονομικής συμφωνίας μεταξύ πρώτης ανακόπτουσας – πιστούχου και καθ’ ής η ανακοπή, που να προβλέπει ότι η οφειλή της πιστούχου προς την πιστώτρια Τράπεζα που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, σε αντίθεση με την από 9-10-2014 σύμβαση εγγύησης μεταξύ δεύτερης ανακόπτουσας και καθ’ής η ανακοπή, όπου στον όρο 7.6 της τελευταίας (σύμβασης εγγύησης) επί λέξει προβλέφθηκε ότι «οι εγγραφές που θα γίνονται στους δανειακούς λογαριασμούς τους τηρούμενους από την τράπεζα σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου ΙΙ της σύμβασης πίστωσης, θα αποτελούν πλήρη απόδειξη, πλην προδήλου σφάλματος, της ύπαρξης και του ποσού των οφειλών της πιστούχου που καταγράφονται εκεί και της εγγυήτριας». Ο όρος αυτός που επέχει θέση δικονομικής αποδεικτικής συμφωνίας για την εγγυήτρια δεσμεύει μόνο την τελευταία (εγγυήτρια) που συμβλήθηκε και, επομένως, ορθώς έγινε δεκτός ως προς την τελευταία. Με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, όμως, έγινε δεκτό ότι με την από 16-2-2017 μεταγένεστερη επιστολή που τους απέστειλε η καθ’ ής τράπεζα, οι διάδικοι, αφενός παρέτειναν τη χρονική διάρκεια της σύμβασης πίστωσης έως την 31-12-2017 και, αφετέρου, επιβεβαίωσαν την εξακολούθηση της ισχύος και της δεσμευτικότητας όλων των όρων σύμβασης πίστωσης αλλά και της σύμβασης εγγύησης επομένως και τον όρου 7.6 αυτής. Ειδικότερα, στην κατακλείδα της επιστολής αυτής διαλαμβάνονται επί λέξει τα ακόλουθα: « … Εμείς οι υπογράφοντες ( νοείται η πιστούχος- αιτούσα και η εγγυήτρια) επιβεβαιώνουμε την παραλαβή και συμφωνούμε με το περιεχόμενο αυτής της επιστολής και με την παρούσα περαιτέρω επιβεβαιώνουμε ότι η σύμβαση πιστωτικής διευκόλυνσης (νοείται η σύμβασης πίστωσης)…. και η εγγύηση Holdings παραμένουν σε πλήρη ισχύ….». Εντούτοις, από την παραπάνω δήλωση στην επιστολή ουδόλως προκύπτει επέκταση των υποκειμενικών ορίων της αποδεικτικής συμφωνίας μεταξύ της δεύτερης ανακόπτουσας και της καθ’ ής η ανακοπή, όπως εσφαλμένως διατείνεται η τελευταία με τις προτάσεις της, καθώς σαφώς δηλώνεται από έκαστο των μερών από την πλευρά του πιστούχου και του εγγυητή ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι όροι της σύμβασης που έκαστος των συμβαλλομένων (πιστούχος – εγγυητής) έχει συμφωνήσει και γνωρίζει και όχι την τροποποίηση κάθε σύμβασης με νέους όρους που περιλαμβάνονται στη μία σύμβαση και δεν περιλαμβάνονται στην άλλη, αφού τούτο προϋποθέτει σαφή δήλωση βούλησης των συμβαλλομένων προς τούτο, δεδομένων και των συνεπειών που έχει η τροποποίηση της σύμβασης και δη χρηματοπιστωτικού περιεχομένου. Ας σημειωθεί δε ότι όπου τα μέρη ήθελαν να τροποποιήσουν τη μεταξύ τους σύμβαση, αυτό έγινε με πρόσθετη πράξη με σαφές περιεχόμενο στις 23-12-2015 (ένα χρόνο περίπου μετά την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης), οπότε τα μέρη συμφώνησαν την ενεχύραση του λογαριασμού της πιστούχου. Κατά συνέπεια, ως προς την πρώτη ανακόπτουσα – πιστούχο, τα προσκομισθέντα μηχανικά αποσπάσματα εξαχθέντα από τα τηρούμενα εμπορικά βιβλία της καθής η ανακοπή έχουν μεν αποδεικτική ισχύ κατά τα άρθρα 447, 448§1 ΚΠολΔ, ως προς τις επί μέρους εγγραφές τους, πλην όμως εφόσον αποδεικνύεται ότι ελλείπει η δικονομική συμφωνία περί απόδειξης δια του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της καθ’ης η ανακοπή και του προσδιορισθέντος σε αυτά χρεωστικού κατάλοιπου του λογαριασμού δεν μπορούν να θεμελιώσουν την έκδοση διαταγής πληρωμής για την εν λόγω απαίτηση κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού, ενώ, αντίθετα, ως προς την δεύτερη ανακόπτουσα – εγγυητή δυνάμει της προειρημένης δικονομικής σύμβασης αποδεικνύουν πλήρως την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και δη για το κατάλοιπο του λογαριασμού. Επομένως ο πρώτος λόγος ανακοπής κατά το πρώτο σκέλος αυτού πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος αναφορικά με την πρώτη ανακόπτουσα (πιστούχο) και να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ως προς την δεύτερη ανακόπτουσα (εγγυητή), δεδομένου ότι από εν προκειμένω δεν διαγνώστηκε αποσβεστικός λόγος της απαίτησης (για την οποία ευθύνεται ο εγγυητής κατά τις διατάξεις των άρθρων 847, 848, 851 ΑΚ, 47, 64-67 του ν.δ της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» και 112 ΕισΝΑΚ), αλλά δικονομική αταξία περί την έγγραφη απόδειξη της απαίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του πιστούχου. Αλυσιτελώς δε προβάλλεται από την καθ’ής η ανακοπή ότι το ποσό οφειλής κατά το κλείσιμο του λογαριασμού είχε σιωπηρώς αναγνωριστεί από τις ανακόπτουσες, λόγω μη προβολής αντιρρήσεων οποιασδήποτε διαφωνίας στο από 30-4-3019 αντίγραφο λογαριασμού που η καθ’ής η ανακοπή απέστειλε προς αυτές, καθώς η ακύρωση της διαταγής πληρωμής λόγω μη απόδειξης της απαίτησης από έγγραφα απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα αποδείξεως της απαιτήσεως με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 2206/2009, ΝοΒ 2010.2022). Κατόπιν τούτων, η διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί ως προς την πρώτη ανακόπτουσα και να επικυρωθεί ως προς την δεύτερη ανακόπτουσα, διότι, όταν ο πρωτοφειλέτης και ο εγγυητής ασκούν ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε σε βάρος τους με βάση το κατάλοιπο συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό που καταγγέλθηκε από το δανειστή, υφίσταται αναγκαία ομοδικία μεταξύ τους καθ’ ο μέρος αντικείμενο της δίκης, ως προς τον καθένα είναι η ύπαρξη και η έκταση της κύριας σε βάρος τους οφειλής, όταν δηλαδή αμφισβητούν την ύπαρξη της οφειλής τους προς την καθ’ής η διαταγή πληρωμής και, ως εκ τούτου, προβάλλουν κοινή υπεράσπιση [ΑΠ 573/2019, Νομος ·ΑΠ 1280/2017, Νομος ·Γεσίου – Φαλτσή, Η ομοδικία εις την πολιτικήν δίκην, 1970, ανατύπωση 1998, σ. 248 – 249· Μητσόπουλος, Η ομοδικία κατά το παρ’ ημίν δίκαιον, Δ 1979.182 ·Κονδύλης, Το δεδικασμένο, β΄έκδ., 2006.578, άλλως (αναγκαστική ομοδικία κατ’ άρθρο 76§1 περ. α΄:) ΕφΠειρ 25/2016, Νομος ·ΕφΠειρ 950/2005, ΠειρΝ 2006.59 · (αναγκαστική ομοδικία κατ’ άρθρο 76§1 περ. γ΄:) Στ.Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, γ΄έκδ., 2016, σ. 229]. Κατόπιν των ανωτέρω και ενόψει του ότι δεν υπάρχουν περαιτέρω λόγοι προς εξέταση, πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή ως προς την πρώτη ανακόπτουσα – πιστούχο και να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αλλά να απορριφθεί η ανακοπή ως προς την δεύτερη ανακόπτουσα – εγγυήτρια και να επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής ως προς αυτήν (άρθρο 633§1 ΚΠολΔ). Τέλος, ενόψει της υποβολής οικείου αιτήματος, η ηττηθείσα (έναντι της πρώτης ανακόπτουσας) καθ’ ής η ανακοπή θα πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της πρώτης ανακόπτουσας, λαμβανομένης υπόψη της κοινής εκπροσώπησης των ανακοπτουσών από τον ίδιο δικηγόρο, ελλείψει και αντιτιθέμενων συμφερόντων (ΑΠ 467/2019, Νομος ·ΑΠ 831/1980, ΝοΒ 1981.85) και η ηττηθείσα δεύτερη ανακόπτουσα θα πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της καθ’ ης η ανακοπή κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176, 180, 189 και 191§2 ΚΠολΔ, – άρθρα 63,i,γ΄, 65, 68 Ν.4139/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.-
Δέχεται την ανακοπή ως προς την πρώτη ανακόπτουσα.-
Ακυρώνει την υπ’ αριθμ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς την πρώτη ανακόπτουσα.-
Απορρίπτει την ανακοπή ως προς την δεύτερη ανακόπτουσα.-
Επικυρώνει την υπ’ αριθμ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς την δεύτερη ανακόπτουσα.-
Επιβάλλει στην καθ’ ής η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα της πρώτης ανακόπτουσας της, ύψους 7.600 ευρώ.-
Επιβάλλει στη δεύτερη ανακόπτουσα τα δικαστικά έξοδα της καθ’ής η ανακοπή, ύψους 5.000 ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 10.6.2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά, στις 31-7-.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ