ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
2579 /2020
(αριθμ. έκθ. κατάθ. 4455/2209/2019)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη και Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Νοεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Πειραιώς Γρηγορίου Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ 1037) και Βασιλείου Σκουτέρη (ΑΜ ΔΣΠ 2514).
Του εναγομένου: Του Νομικού Προσώπου με την επωνυμία «…» και στα ελληνικά «…», που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διευθυντή του, το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρoυ Αθηνών Ιωάννη Μαρκιανού – Δανιόλου (ΑΜ ΔΣΑ 15849).
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 14-05-2019 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 4455/2019 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2209/2019, προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της δίκης και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατόπιν προσκλήσεως του Διακυβερνητικού Ναυτιλιακού Συμβουλευτικού Οργανισμού (International Maritime Consultative Organization IMCO) και διαρκούσης Διεθνούς Διασκέψεως καταρτίσθηκε η Διεθνής Σύμβαση «περί Αστικής Ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου» η οποία υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 29 Νοεμβρίου 1969 μετά του συνημμένου σ` αυτή Παραρτήματος (Σύμβαση Ευθύνης 1969), κυρώθηκε από την Ελλάδα το Μάιο του 1976 με το Νόμο 314/1976 και έτσι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού δικαίου, έχει δε την αυξημένη ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Οπως προκύπτει από το εισαγωγικό κείμενο αυτής, τα Συμβαλλόμενα σ` αυτή Κράτη «εν επιγνώσει των κινδύνων εκ ρυπάνσεως λόγω της παγκοσμίου δια θαλάσσης μεταφοράς πετρελαίου εις χύμα» και πεπεισμένα περί της ανάγκης εξασφαλίσεως επαρκούς αποζημιώσεως σε άτομα υφιστάμενα ζημία από την αιτία αυτή, προέβησαν στην κατάρτιση της Συμβάσεως αυτής «επιθυμούντα να υιοθετήσουν ομοιόμορφους διεθνείς κανόνας και διαδικασίας» για τον καθορισμό της ευθύνης και της παροχής επαρκούς αποζημιώσεως για τις περιπτώσεις αυτές. Πράγματι, από νωρίς έγινε αντιληπτό ότι τα μεγάλα προβλήματα που δημιουργεί η ρύπανση της θάλασσας, δεν μπορούν, ενόψει και του ότι η θάλασσα από τη φύση της δεν γνωρίζει όρια, ν` αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά παρά μόνο σε διεθνές επίπεδο. Με την ως άνω Σύμβαση καθιερώθηκε αυστηρό σύστημα αντικειμενικής αστικής ευθύνης για εκείνο που προκαλεί τη ρύπανση της θάλασσας και θεσπίσθηκε ρητή υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας ανεξάρτητα από την ύπαρξη υπαιτιότητας του. Μάλιστα, προφανώς για να εξισορροπήσει την αυστηρότητα της ευθύνης αυτής, η ως άνω Διεθνής Σύμβαση προέβλεψε, μεταξύ άλλων τη δυνατότητα του υπευθύνου προσώπου να περιορίσει την ευθύνη του με την ίδρυση ενός κεφαλαίου (άρθρα V και VI). Επίσης για να εξασφαλίσει την είσπραξη της αποζημιώσεως που θα επιδικάσει το Δικαστήριο στους βλαπτομένους από τη ρύπανση επέβαλε στους πλοιοκτήτες, των οποίων τα πλοία είναι νηολογημένα στα νηολόγια των συμβαλλομένων κρατών να διατηρούν ασφάλιση (ευθύνης) ή άλλη χρηματική εγγύηση για το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των ορίων της ευθύνης που αναγράφονται στο άρθρο V προς κάλυψη της ευθύνης τους για ζημία από ρύπανση κατά τη σύμβαση. Η αδυναμία όμως των διατάξεων της Συμβάσεως αυτής να καλύψουν το σύνολο των ζημιών που προκαλούνται από τη ρύπανση της θάλασσας από πετρέλαιο, γέννησε την ιδέα θεσπίσεως μηχανισμού πλήρους αποζημιώσεως εκείνων που πλήττονται απ` αυτήν. Ετσι, πριν ακόμη υπογραφεί η Σύμβαση Ευθύνης των Βρυξελλών του 1969, η ιδέα δημιουργίας ενός Ταμείου αποκαταστάσεως των ζημιών που προκαλούνται από την ως άνω αιτία είχε ήδη ωριμάσει. Σε αυτή μάλιστα την ίδια Συνδιάσκεψη που υπογράφηκε η Σύμβαση αυτή, αποφασίσθηκε η κατάρτιση σχεδίου δημιουργίας διεθνούς ταμείου αποκαταστάσεως των ζημιών. Η δημιουργία του Ταμείου αυτού πραγματοποιήθηκε τελικά με την υπογραφή της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 18 Νοεμβρίου 1971 (περί της οποίας κατωτέρω) για τη δημιουργία Ταμείου Αποζημιώσεως για τις ζημίες που προκαλούνται από την ως άνω αιτία, που τέθηκε σε ισχύ την 16-10-1978, κυρώθηκε δε από την Ελλάδα με τον Ν. 1638/1986, ο οποίος επίσης αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού δικαίου, με την ισχύ που ορίζει το ίδιο ως άνω άρθρο του Συντάγματος. Οι ρυθμίσεις της Διεθνούς Συμβάσεως Ευθύνης του 1969 συμπληρώθηκαν με τη Διεθνή Σύμβαση Κεφαλαίου των Βρυξελλών του 1971. Η τελευταία αυτή Διεθνής Σύμβαση, όπως σαφώς αναφέρεται στο προοίμιό της καθιερώνει συμπληρωματικό σύστημα αστικής ευθύνης για τις ως άνω ζημίες ρυπάνσεως από πετρέλαιο, ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή πλήρους αποζημιώσεως στα θύματα της ρυπάνσεως και να ανακουφίζονται οι πλοιοκτήτες από τα πρόσθετα οικονομικά βάρη που τους επιβάλλει η Διεθνής Σύμβαση Ευθύνης του 1969. Στις ρυθμίσεις της συγκεκριμένα πρυτανεύει η σκέψη ότι οι οικονομικές συνέπειες των ζημιών που προέρχονται από ρύπανση λόγω διαφυγής ή απορρίψεως πετρελαιοειδών που μεταφέρονται χύμα με πλοία, θα πρέπει να βαρύνει όχι μόνο τη ναυτιλιακή επιχείρηση αλλά και αυτούς που έχουν οικονομικά συμφέροντα από τη μεταφορά των πετρελαιοειδών. Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά επαναλαμβάνεται στο προοίμιο αυτής τα Κράτη – Μέλη της συμβάσεως αυτής «έχοντας επίγνωση των κινδύνων ρύπανσης, λόγω της μεταφοράς πετρελαιοειδών, χύμα με πλοία, σε μεγάλη κλίμακα», καθώς και ότι «θεωρώντας ακόμη ότι οι οικονομικές συνέπειες των ζημιών που προέρχονται από ρύπανση λόγω διαφυγής ή απορρίψεως των πετρελαιοειδών που μεταφέρονται χύμα με πλοία δεν θα πρέπει να βαρύνουν αποκλειστικά και μόνο τη ναυτιλιακή επιχείρηση αλλά θα πρέπει μέρος αυτών να αναληφθεί από αυτούς που έχουν οικονομικά συμφέροντα από τη μεταφορά των πετρελαιοειδών. …» προβαίνουν στην ίδρυση Διεθνούς Κεφαλαίου αποζημιώσεως, το οποίο δημιουργείται από τις εισφορές των προσώπων εκείνων που στο συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος παραλαμβάνουν πετρέλαιο πάνω από ορισμένες ποσότητες. Το κεφάλαιο αυτό οργανώνεται σε νομικό πρόσωπο και χρησιμεύει σε γενικές γραμμές για να δίδεται αποζημίωση στο μέτρο που η προστασία, βάσει της Διεθνούς Συμβάσεως Ευθύνης του 1969 είναι ανεπαρκής καθώς και για να ανακουφίζονται οι πλοιοκτήτες από την πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση που τους επιβλήθηκε από τη Σύμβαση εκείνη (βλ σχετ. Αλ. Κιάντου- Παμπούκη: Η Αστική Ευθύνη για ρύπανση της θάλασσας: ΕΝΔ 17,1 επ., Βασ. Κωστοπούλου: Η Ρύπανση της θάλασσας από πετρέλαιο: Πειραική Νομολογία 1, 362 επ. Κοτσίρη: Αστική Ευθύνη για ρύπανση θαλάσσης από πετρελαιοειδή. Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Τσιριντάνη, 1985, σελ. 510, Παν. Σωτηροπούλου: Η 27η Σύνοδος της Νομικής Επιτροπής του IMCO, ΕΝΔ Γ`, 369 επ.). Η Σύμβαση Ευθύνης 1969 τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου 1992, το οποίο κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Π.Δ/μα 197/1995 “Κύρωση του Πρωτοκόλλου του έτους 1992 για την τροποποίηση της Διεθνούς Συμβάσεως του 1969 «περί αστικής Ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» αποτελεί δε ομοίως, ως άνω, αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού δικαίου. Με το άρθρο 11 αυτού ορίσθηκε ότι: η Σύμβαση Ευθύνης 1969 και το Πρωτόκολλο αυτό πρέπει, μεταξύ των μερών του Πρωτοκόλλου αυτού, να ερμηνεύονται και θεωρούνται ότι αποτελούν ένα ενιαίο όργανο (παρ.1). Τα άρθρα 1 μέχρι ΧΙΙ (τρίς), συμπεριλαμβανομένου και του υποδείγματος του πιστοποιητικού, της Συμβάσεως Ευθύνης 1969, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο αυτό, θα ονομάζονται Διεθνής Σύμβαση του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για Ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο (Σύμβαση Ευθύνης 1992). Με το άρθρο 2 αυτής ορίσθηκε ότι: Το άρθρο 1 της Συμβάσεως Ευθύνης 1969 τροποποιείται ως ακολούθως: Η παράγραφος 1 (σύμφωνα με την οποία «πλοίο» σημαίνει οιοδήποτε θαλασσοπορούν σκάφος και οιοδήποτε πλωτόν ναυπήγημα οιουδήποτε τύπου, μεταφέρον ως φορτίον πετρέλαιον εις χύμα»), αντικαθίσταται από το κείμενο που ακολουθεί: 1. «Πλοίο» σημαίνει κάθε κινούμενο στη θάλασσα σκάφος καθώς και οποιουδήποτε τύπου θαλάσσιο ναυπήγημα που έχει κατασκευαστεί ή διαρρυθμιστεί για τη μεταφορά πετρελαίου χύμα ως φορτίου, με την επιφύλαξη ότι πλοίο ικανό να μεταφέρει πετρέλαιο χύμα και άλλα φορτία θεωρείται ως πλοίο μόνο όταν μεταφέρει πράγματι πετρέλαιο χύμα ως φορτίο καθώς και κατά τη διάρκεια κάθε ταξιδιού που ακολουθεί μια τέτοια μεταφορά, εκτός αν αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχουν σ’ αυτό κατάλοιπα πετρελαίου χύμα από τη μεταφορά αυτή». Η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του 1971 για την «Ιδρυση Διεθνούς Κεφαλαίου Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο» τροποποιήθηκε α) με το Πρωτόκολλο της Διεθνούς Συμβάσεως του 1971 που υιοθετήθηκε την 19 Νοεμβρίου 1976 σε διεθνή διάσκεψη που συγκλήθηκε στο Λονδίνο από 17 έως 19 Νοεμβρίου 1976 και β) με το Πρωτόκολλο του έτους 1992, που υιοθετήθηκε την 27 Νοεμβρίου 1992, σε διεθνή διάσκεψη που συγκλήθηκε στο Λονδίνο από 23 έως 27 Νοεμβρίου 1992, τα οποία Πρωτόκολλα η Ελλάδα κύρωσε και έκανε αποδεκτά με το Π.Δ/μα 270/1995 «Αποδοχή των Πρωτοκόλλων των ετών 1976 και 1992 για την τροποποίηση της Διεθνούς Συμβάσεως του 1971 αναφορικά με την ίδρυση Διεθνούς Κεφαλαίου Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο» (ΦΕΚ 151/26-7-1995 Τεύχος Α`), το οποίο ομοίως, ως άνω, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού δικαίου. Και στο προοίμιο του Πρωτοκόλλου 1992 επαναλαμβάνεται ομοίως ότι, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν επίσης «πεισθεί ότι οι οικονομικές συνέπειες από ζημίες ρύπανσης που προέρχονται από τη θαλάσσια μεταφορά πετρελαίου χύδην με πλοία θα έπρεπε να συνεχίσουν να κατανέμονται μεταξύ της ναυτιλιακής βιομηχανίας και των σχετικών με τα φορτία πετρελαίου συμφερόντων». Με το άρθρο 1 αυτού ορίζεται ότι «Η Σύμβαση την οποία οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου αυτού τροποποιούν, είναι η Δ.Σ Κεφαλαίου 1971. Για τα Κράτη – Μέλη του Πρωτοκόλλου του 1976 του σχετικού με τη Σύμβαση Κεφαλαίου 1971, η αναφορά αυτή θεωρείται ότι περιλαμβάνει τη Σύμβαση Κεφαλαίου 1971 όπως τροποποιήθηκε από εκείνο το Πρωτόκολλο». Με το άρθρο 2 αυτού ορίζεται, μεταξύ άλλων ότι 1. «Σύμβαση Ευθύνης 1992» σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο …3. η παράγραφος 2 του άρθρου 1 της Συμβάσεως Κεφαλαίου 1971 αντικαθίσταται από το κείμενο που ακολουθεί:2. «Πλοίο», «Πρόσωπο», «Πλοιοκτήτης» έχουν έννοια ίδια με αυτή που αναφέρεται στο άρθρο 1 της Συμβάσεως Ευθύνης 1992, δηλαδή, κατά την ισχύουσα Διεθνή Σύμβαση Κεφαλαίου, μετά τις ως άνω τροποποιήσεις με τα Πρωτόκολλα των ετών 1976 και 1992 και την αποδοχή και κύρωση τους από το Π.Δ/μα 270/267 -1995 και καθόσον αφορά την έννοια του υπαγομένου σ` αυτήν πλοίου, ως τέτοιο νοείται επίσης «κάθε κινούμενο στη θάλασσα σκάφος καθώς και οποιουδήποτε τύπου θαλάσσιο ναυπήγημα που έχει κατασκευαστεί ή διαρρυθμιστεί για τη μεταφορά πετρελαίου χύμα ως φορτίου, με την επιφύλαξη ότι πλοίο ικανό να μεταφέρει πετρέλαιο χύμα και άλλα φορτία θεωρείται ως πλοίο μόνο όταν μεταφέρει πράγματι πετρέλαιο χύμα ως φορτίο καθώς και κατά τη διάρκεια κάθε ταξιδιού που ακολουθεί μια τέτοια μεταφορά, εκτός αν αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχουν σ` αυτό κατάλοιπα πετρελαίου χύμα από τη μεταφορά αυτή». Με το άρθρο 3 ορίζεται ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 2 της Συμβάσεως Κεφαλαίου 1971 αντικαθίσταται ως ακολούθως: 1. Ένα Διεθνές Κεφάλαιο για την αποζημίωση ζημιών ρύπανσης, με την ονομασία «Διεθνές Κεφάλαιο» Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο 1992» και εφεξής «Το Κεφάλαιο» ιδρύεται για τους εξής σκοπούς: α) να παρέχει αποζημίωση για ζημίες ρύπανσης στην έκταση που η παρεχομένη από τη Σύμβαση Ευθύνης 1992 προστασία είναι ανεπαρκής, β) να συμβάλει στην πραγματοποίηση των συναφών σκοπών των προβλεπομένων στη Σύμβαση αυτή. Με το άρθρο 27 ορίζεται ότι η Σύμβαση Κεφαλαίου 1971 και το Πρωτόκολλο αυτό πρέπει, μεταξύ των μερών του Πρωτοκόλλου να θεωρούνται ως ενιαίο όργανο, καθίστανται δε γνωστά ως Διεθνής Σύμβαση Κεφαλαίου του 1992. Με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις των Διεθνών Συμβάσεων Ευθύνης και Κεφαλαίου, όπως αυτές μετά τις προεκτεθείσες τροποποιήσεις ισχύουν σήμερα, καθίσταται σαφές ότι 1) στις ρυθμίσεις τους υπάγονται οι ζημίες από ρύπανση που προκαλούνται κατά τη θαλάσσια μεταφορά πετρελαίου – πετρελαιοειδών χύδην, ως φορτίου, το οποίο, κατά τα λεπτομερώς προεκτεθέντα, επαναλαμβάνεται τόσο στα προοίμια των διεθνών αυτών Συμβάσεων και των τροποποιητικών αυτών Πρωτοκόλλων, όσο και με σαφήνεια στις προαναφερθείσες διατάξεις αυτών, με τις οποίες καθορίζεται η έννοια του πλοίου και του πλωτού ναυπηγήματος που υπάγεται στις ρυθμίσεις αυτών, 2) δικαιολογητικός λόγος θεσπίσεώς τους ήταν: α) η επίγνωση των κινδύνων ρύπανσης που προκαλούνται από θαλάσσια μεταφορά πετρελαίου – πετρελαιοειδών χύμα, αφού η διακινδύνευση από τη θαλάσσια αυτή μεταφορά έχει λάβει ασυνήθιστες διαστάσεις, β) η καθιέρωση ομοιομόρφων διεθνών κανόνων και συστήματος αντικειμενικής αστικής ευθύνης για εκείνο που προκαλεί τη ρύπανση, γ) η θέση ότι οι οικονομικές συνέπειες των ζημιών που προέρχονται από τέτοια ρύπανση δεν θα πρέπει να βαρύνουν αποκλειστικά και μόνο τη ναυτική επιχείρηση αλλά και αυτούς που έχουν οικονομικά συμφέροντα, σημειωτέον, από τη μεταφορά πετρελαίου, δ) η ίδρυση Κεφαλαίου για να καλύπτει αποζημιώσεις από την ως άνω αιτία, στο μέτρο που η προσφερόμενη βάσει της Δ.Σ Ευθύνης του 1992 είναι ανεπαρκής και προς ανακούφιση των πλοιοκτητών από την πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση της ίδιας Δ.Σ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 11 του Ν.743 της 14/17-10-1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ Α’ 319), «1. Σε περίπτωση ρύπανσης ή πιθανού κινδύνου πρόκλησης αυτής, ο πλοίαρχος και ο εκπρόσωπος του πλοίου, ο προϊστάμενος ή διευθυντής της εγκατάστασης, καθώς και οι τυχόν εντεταλμένοι υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως το περιστατικό στην αρμόδια Λιμενική Αρχή ή στο Υπουργείο και να λάβουν άμεσα κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης, ενεργώντας σύμφωνα με τα υφιστάμενα σχέδια αντιμετώπισης της ρύπανσης. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο αυτός που προκάλεσε τη ρύπανση, οι συνυπεύθυνοι και οι τυχόν εντεταλμένοι αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα στην έκταση, που απαιτείται, υποχρεούνται να αναθέτουν αμέσως τις εργασίες αυτές σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις αντιμετώπισης της ρύπανσης, ευθυνόμενοι επιπρόσθετα για τις συνέπειες κάθε καθυστέρησης. 2. Η Αρχή, ευθύς ως πληροφορηθή περιστατικόν ρυπάνσεως ή πρόδηλον και επικείμενον κίνδυνον προκλήσεως τοιαύτης, λαμβάνει παν πρόσφορον μέτρον προς αποτροπήν, περιορισμόν και εξουδετέρωσιν των εξ αυτής συνεπειών, ενημερούσα σχετικώς τον πλοίαρχον ή πλοιοκτήτην ή τον νόμιμον αντιπρόσωπόν του και εν απουσία αυτών, τον πράκτορα ή έτερον αρμόδιον και επί εγκαταστάσεως τον ιδιοκτήτην ή τον εκμεταλλευόμενον αυτήν. 3. Η Αρχή δύναται να χρησιμοποιή και συντονίζη ιδιωτικά μέσα και να αιτήται την συνδρομήν συναφών οργανισμών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων, διαθετουσών τα αναγκαιούντα μέσα και την σχετικήν πείρα προς αντιμετώπισιν τοιούτων περιστατικών. 4. Η χρησιμοποίησις των ανηκόντων εις Οργανισμούς και ιδιώτας μέσων γίνεται πάντοτε υπό τον έλεγχον της Αρχής, αι δε συναφείς δαπάναι βαρύνουν το πλοίον ή την εγκατάστασιν και τον οπωσδήποτε προκαλέσαντα την ρύπανσιν. 5. Οι εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης εκτελούνται πάντοτε υπό την άμεση εποπτεία της Αρχής, η οποία εξασφαλίζει ότι διενεργούνται με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και με αποδεκτές μεθόδους. 6. Με απόφαση του Υπουργού καθορίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας και οι ελάχιστες απαιτήσεις σε οργάνωση, επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, εξοπλισμό, υλικά, μέσα και ουσίες που πρέπει να διαθέτουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια προκειμένου να τους χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας ως αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης της θάλασσας. 7. Οι αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης έχουν όλες τις ευθύνες του εντολοδόχου τους για τη λήψη των προβλεπόμενων μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της ρύπανσης και εκτελούν τις σχετικές εργασίες υπό την εποπτεία και σύμφωνα με τις υποδείξεις της Αρχής επί ποινή ανακλήσεως της άδειας που τους έχει χορηγηθεί». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 12 παρ.1 του ίδιου νομοθετήματος, «Διά την αποκατάστασιν προκληθεισών εκ ρυπάνσεως ζημιών, ως και διά τας γενομένας δαπάνας προς αποτροπήν ή εξουδετέρωσιν αυτής υπεύθυνος είναι ο υπαιτίως προκαλέσας την ρύπανσιν, μετ’ αυτού δε ευθύνονται εις ολόκληρον και οι κάτωθι: α) Επί πλοίων και δεξαμενοπλοίων ο πλοίαρχος ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο εν Ελλάδι διαχειριστής του πλοίου, επί πλοίων δε και δεξαμενοπλοίων ανηκόντων εις ανωνύμους εταιρείας και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, ως και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής. β) Επί εγκαταστάσεως, ο ιδιοκτήτης, ο εκμεταλλευόμενος αυτήν, εάν δε αύτη ανήκη εις εταιρείαν ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής, ως και ο εν γένει εκπροσωπών την ρυπαίνουσαν μονάδα». Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 10 παρ.11 και 12, αντίστοιχα, του Ν.2252/1994, κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο και μεταγλωττίσθηκαν στη δημοτική με το Π.Δ. 55 της 11/20-3-1998 «Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος» (ΦΕΚ Α’ 58), λαμβάνοντας τους ίδιους αριθμούς 11 και 12, συνάγονται τα ακόλουθα: Σε περίπτωση ρύπανσης ή πιθανού κινδύνου πρόκλησης αυτής, ο πλοίαρχος και ο εκπρόσωπος του πλοίου υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως το περιστατικό στην αρμόδια λιμενική αρχή ή στο υπουργείο και να λάβουν αμέσως κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης και αν αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα στην έκταση που απαιτείται, υποχρεούνται να αναθέτουν αμέσως τις εργασίες αυτές σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις ευθυνόμενοι για τις συνέπειες από την καθυστέρηση. Η αρμόδια λιμενική αρχή αμέσως μόλις πληροφορηθεί περιστατικό ρύπανσης ή πρόδηλο και επικείμενο κίνδυνο πρόκλησης ρύπανσης, λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, τον περιορισμό και την εξουδετέρωση των συνεπειών της, ενημερώνοντας σχετικά τον πλοίαρχο ή πλοιοκτήτη ή τον νόμιμο αντιπρόσωπό του, και σε περίπτωση απουσίας αυτών, τον πράκτορα ή άλλον αρμόδιο του πλοίου. Η λιμενική αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί και να συντονίζει ιδιωτικά μέσα και να ζητεί τη συνδρομή συναφών οργανισμών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων που διαθέτουν τα αναγκαία μέσα και τη σχετική πείρα για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών. Η χρησιμοποίηση των μέσων που ανήκουν σε οργανισμούς και ιδιώτες γίνεται πάντοτε υπό τον έλεγχο της Αρχής, ενώ οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν το πλοίο και αυτόν που με οποιονδήποτε τρόπο προκάλεσε τη ρύπανση, οι δε εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης εκτελούνται πάντοτε υπό την άμεση εποπτεία της Αρχής, η οποία εξασφαλίζει ότι διενεργούνται με την επιβαλλομένη ταχύτητα και με αποδεκτές μεθόδους. Οι αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης έχουν όλες τις ευθύνες του εντολοδόχου για τη λήψη των προβλεπομένων μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της ρύπανσης και εκτελούν τις σχετικές εργασίες υπό την εποπτεία και σύμφωνα με τις υποδείξεις της Λιμενικής Αρχής, με ποινή ανάκλησης της άδειας που τους έχει χορηγηθεί. Για την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από ρύπανση, καθώς και για τις δαπάνες που έχουν γίνει για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση αυτής, υπεύθυνος είναι αυτός που προκάλεσε υπαιτίως τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο πρόκλησης αυτής (πταισματική ευθύνη) και μαζί με αυτόν ευθύνονται εις ολόκληρον, επί μεν πλοίων και δεξαμενόπλοιων, ο πλοίαρχος, αν δεν προκάλεσε ο ίδιος υπαιτίως τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο πρόκλησης αυτής, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα, και για πλοία και δεξαμενόπλοια που ανήκουν σε ανώνυμες εταιρείες, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και ο διευθύνων σύμβουλος ,ενώ επί εγκατάστασης, ο ιδιοκτήτης, ο εκμεταλλευόμενος αυτήν, εάν δε η εγκατάσταση ανήκει σε εταιρεία ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής, καθώς και αυτός που εκπροσωπεί εν γένει τη ρυπαίνουσα μονάδα (αντικειμενική ευθύνη). Σημειώνεται ότι η ως άνω διεύρυνση του κύκλου των προσώπων που ευθύνονται για την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από ρύπανση, με τη θέσπιση της σχετικής αντικειμενικής ευθύνης των προαναφερθέντων προσώπων, αποσκοπεί στην πληρέστερη προστασία του κοινωνικού αγαθού του φυσικού περιβάλλοντος, έτσι δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Η ευθύνη αυτή των ως άνω προσώπων για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από τη ρύπανση, ως και των δαπανών που έγιναν για την αποτροπή ή την εξουδετέρωσή της υφίσταται ειδικότερα έναντι αυτού που εκτέλεσε την απορρύπανση, ανεξάρτητα από το εάν τη συνδρομή του ζήτησε η αρμόδια λιμενική αρχή, κατά την παρεχομένη σ’ αυτήν ευχέρεια με το άρθρο 11 παρ.3 του Ν.743/1977 ή το έργο της απορρύπανσης ανατέθηκε σ’ αυτόν με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη του ρυπογόνου πλοίου, αφού ο νόμος δεν διακρίνει ως προς τούτο. Υποκειμενική (πταισματική) ευθύνη ομοίως με το άρθρο 12 παρ.1 εδ.α΄ του Ν.743/1977, εκείνου που προκάλεσε υπαίτια την ρύπανση και αντικειμενική των λοιπών ως άνω προσώπων εις ολόκληρον ευθυνόμενων μετά του υπαιτίου για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από τη ρύπανση ως και για τις γενόμενες δαπάνες προς αποκατάσταση ή εξουδετέρωσή της, καθιερώνει και το άρθρο 4 της υπογραφείσας το 1972 στο Λονδίνο-Μεξικό-Μόσχα και Ουάσινγκτον Διεθνούς Σύμβασης “περί προλήψεως ρυπάνσεως της θαλάσσης εξ απορρίψεως καταλοίπων και άλλων υλών”, που κυρώθηκε με το Ν.1147/1981 (ΕφΠειρ 961/2005 ΤΝΠ Νόμος). Οι δε προαναφερθείσες διατάξεις του Ν.743/1977 εφαρμόζονται, με βάση το άρθρο 2 παρ.1 περ.α΄ του ως άνω νομοθετήματος -μεταξύ άλλων- στις περιπτώσεις ρύπανσης των λιμένων, των ακτών της χώρας και των ελληνικών χωρικών υδάτων από πλοία ή δεξαμενόπλοια με ελληνική ή ξένη σημαία (ΑΠ 332/2006 ΕΕμπΔ 2006.405, ΕφΠειρ 83/2015, ΕφΠειρ 85/2014, ΕφΠειρ 254/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 499/2013 ΕΝΔ 2013.450, ΕφΠειρ 127/2009 ΕΕμπΔ 2010.691, ΕφΠειρ 1000/2006 ΕΝΔ 2007.187, ΕφΠειρ 961/2005 ΕΕμπΔ 2005.799, βλ. Καράκωστα Ι., Περιβάλλον και Δίκαιο, 3η έκδ., σελ.418). Έτσι προσδιορίζει ο ίδιος το πεδίο εφαρμογής του και κατά συνέπεια οι σχετικές διατάξεις του, όταν η ρύπανση προκαλείται στην Ελλάδα από ξένο πλοίο, χαρακτηρίζονται ως αμέσου εφαρμογής (ΕφΠειρ 254/2014, ΕφΠειρ 127/2009 Νόμος, βλ. Σπ.Βρέλλη, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, γ΄ έκδ., σελ.258, σημ.8). Ως θαλάσσια ρύπανση χαρακτηρίζεται κατ’ άρθρο 1 παρ.1δ΄ του νόμου αυτού “η παρουσία στη θάλασσα κάθε ουσίας, η οποία αλλοιώνει τη φυσική κατάσταση του θαλασσινού νερού ή το καθιστά επιβλαβές στην υγεία του ανθρώπου ή στην πανίδα και χλωρίδα των βυθών και γενικά ακατάλληλο για τις προβλεπόμενες κατά περίπτωση χρήσεις του”, ως πετρέλαιο δε κατά το εδ.ι΄ του ίδιου άρθρου “κάθε τύπος πετρελαίου που περιλαμβάνει αργό πετρέλαιο, πετρέλαιο εξωτερικής καύσης, στερεά πετρελαιοειδή κατάλοιπα, πετρελαιοειδή απορρίμματα και προϊόντα απόσταξης”, καθώς και το πετρελαιώδες μείγμα (εδ. Ια΄). Από τις διατάξεις του νόμου προκύπτει ότι η δημιουργούμενη διαφορά, μεταξύ του διενεργούντος την απορρύπανση είτε αυτός είναι η αρμόδια αρχή και δη ΝΠΔΔ (ΟΤΑ) είτε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολεμήσεως της ρυπάνσεως, στις οποίες έχει ανατεθεί, από τις ως άνω αρχές σύμφωνα με την προμνησθείσα ευχέρειά τους, η απορρύπανση και του ευθυνόμενου (αντικειμενικά ή πταισματικά), αναφορικά με την αποζημίωση για τις δαπάνες που έγιναν προς αποτροπή ή εξουδετέρωση αυτής (ρύπανσης) είναι ιδιωτικής φύσεως, αφού η αξίωση για τη δικαστική της επιδίωξη δεν γίνεται στο πλαίσιο της ενάσκησης δημόσιας εξουσίας από τον διενεργήσαντα την απορρύπανση δημόσιο οργανισμό ή ΟΤΑ, ο οποίος επιδιώκει την ικανοποίηση της αξιώσεως από τον ευθυνόμενο για την πρόκληση της ρύπανσης. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την διατύπωση του άρθρου 12 του ιδίου νόμου. Από άποψη περιεχομένου, διαπιστώνεται αμέσως ότι δεν υπάρχει πλήρης επικάλυψη στις ρυθμίσεις της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του 1969 και του Ν.743/1977. Ο Ν.743/1977 είναι μάλιστα από πολλές απόψεις ευρύτερος από τη Διεθνή Σύμβαση. Συγκρίνοντας το περιεχόμενο των δύο νομοθετημάτων συνάγεται ότι παρά τις διαφορές υπάρχει μερική επικάλυψη στις ρυθμίσεις τους. Συγκεκριμένα, η επικάλυψη αφορά την αστική ευθύνη που γεννάται όταν επέλθει ρύπανση στο έδαφος ή στα ελληνικά χωρικά ύδατα από πετρέλαιο που διέφυγε ή εξέρρευσε από πλοίο ελληνικό ή ξένο. Στην περίπτωση αυτή πραγματικά συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή τόσο του Ν.743/1977 όσο και της ΔΣ των Βρυξελλών του 1969. Και ο ημεδαπός που θέλει να επωφεληθεί από την ευθύνη αυτή, μπορεί να επικαλεσθεί αναλόγως τόσο το ένα, όσο και το άλλο νομοθέτημα (βλ. Α.Κιάντου -Παμπούκη, Η αστική ευθύνη για ρύπανση της θάλασσας ο,α., σελ.6, 7) η υπεροχή όμως της ΔΣ απέναντι στον κοινό νόμο είναι επιβεβλημένη κατ’ άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, εφόσον βεβαίως η επίδικη περίπτωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Διεθνούς Σϋμβασης CLC, κατά τα προδιαλαμβανόμενα (ΕφΠειρ 961/2005 ΕΕμπΔ 2005.799).Περαιτέρω, με το Π.Δ 98 της 21.3/2.4.90 «Αρμοδιότητα δικαστηρίων και διαδικασία εκδίκασης υποθέσεων στις οποίες είναι διάδικος το Διεθνές Κεφάλαιο Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο», ορίσθηκε ότι το Κεφάλαιο αναγνωρίζεται στην Ελλάδα ως νομικό πρόσωπο, ικανό να αναλαμβάνει δικαιώματα και υποχρεώσεις και να παρίσταται στο Δικαστήριο σαν διάδικος με δικό του όνομα, για όλες τις έννομες σχέσεις και τις δίκες που προβλέπονται από τη Σύμβαση Κεφαλαίου και τις διατάξεις αυτού του Διατάγματος, εκπροσωπούμενο από το Διευθυντή του (άρθρο 2), ενώ καθορίζεται αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της έδρας του Εφετείου στην περιφέρεια του οποίου έλαβε χώρα το συμβάν που προκάλεσε τη ρύπανση (άρθρο 3) δικάζοντος κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 676 του ΚΠολΔ, εφαρμοζομένων αναλόγως (ΕφΠειρ 766/2010, 103/2004 ΤΝΠ Νόμος).Τέλος, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, «αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς, σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί». Παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, η οποία αναφέρεται σε αναβολή της συζήτησης, πρόκειται ενταύθα περί αναστολής της δίκης. Από τη διατύπωση και την έννοια της διάταξης αυτής, που έχει θεσπιστεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και για την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή από άλλο λόγο, ώστε να επιτευχθεί η ορθή εκτίμηση της διαφοράς και η κατά ταυτόσημο τρόπο επίλυση αυτής ή αξίωσης που γενεσιουργό αιτία έχουν την (ήδη παραλλήλως κρινόμενη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής) διαφορά αυτή και εντεύθεν να διασφαλιστεί το κύρος της δικαιοσύνης, αλλά και για την οικονομία της δίκης, εκεί όπου δεν βοηθάει η ένσταση της εκκρεμοδικίας, προκύπτει ότι εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των αυτών ή διαφόρων προσώπων (ΕφΔωδ 26/2011 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 673/2009, ΕφΑΔ 2009.826, ΕφΑΘ 909/2008, ΕφΑΔ 2009.321, ΠΠρΘεσ 4116/2014, Αρμ 2016.2098).
Με την υπό κρίση αγωγή εκθέτει η ενάγουσα ότι είναι εταιρεία με αντικείμενο δραστηριότητας την εκτέλεση έργων και την παροχή υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων τη λήψη προληπτικών και κατασταλτικών, αντιρρυπαντικών και απορρυπαντικών μέτρων προς αντιμετώπιση των ρυπάνσεων του θαλασσίου και του χερσαίου και παρακτίου περιβάλλοντος από πετρελαιοειδή, διαθέτει δε προς τούτο και διατηρεί σε ετοιμότητα πολυπληθές καταρτισμένο και εξειδικευμένο προσωπικό καθώς και ειδικής κατασκευής αντιρρυπαντικά σκάφη και πλωτά μέσα εφοδιασμένα με πλήρη, ειδικό και σύγχρονο εξοπλισμό και αναλώσιμα υλικά. Ότι το εναγόμενο Διεθνές Κεφάλαιο έχει συσταθεί με τις μνημονευόμενες στην αγωγή Διεθνείς Συμβάσεις και Πρωτόκολλα που κυρώθηκαν από την Ελλάδα με τον Ν. 1638/1986 και τα ΠΔ 270/1995 και 291/2003, έχει δε τον καθοριζόμενο ειδικότερα στην αγωγή σκοπό. Οτι την 10η-09-2017 και κάτω από τις περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες και περιστάσεις, βυθίστηκε ενώ ήταν αγκυροβολημένο στο αγκυροβόλιο (ράδα) του Λιμένος Πειραιώς και σε σημείο νοτιοδυτικά της νησίδας Αταλάντης στον Σαρωνικό Κόλπο, το υπό Ελληνική Σημαία δεξαμενόλποιο «…», αριθμ. νηολογίου …, ολικής χωρητικότητας 1521,21 κόρων, με διακριτικό σήμα …, ιδιοκτησίας (άλλως ιδιοκτησίας κατά τον κρίσιμο χρόνο) της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «… …», που εδρεύει στο …………….. και το οποίο κατά τον χρόνο της βύθισής του μετέφερε 2.194,863 μετρικούς τόνους πετρελαίου τύπου μαζούτ (HFO) και 340,581 μετρικούς τόνους καυσίμου πετρελαίου ναυτιλίας (marine gas oil). Ότι εξαιτίας της ανωτέρω βύθισης διέρρευσαν στη θάλασσα μεγάλες ποσότητες πετρελαιοειδών (υπολογιζόμενες σε περίπου 700 m3), οι οποίες ρύπαναν την ως άνω περιοχή και, με τη συμβολή των ανέμων εξαπλώθηκαν στο ανατολικό μέρος της ευρύτερης θαλάσσιας περιοχής του Σαρωνικού Κόλπου και σε έκταση περίπου 30 χλμ. ακτογραμμής, ρυπαίνοντας την ανατολική ακτογραμμή της Νήσου Σαλαμίνας και τη δυτική ακτογραμμή του Νομού Αττικής μεταξύ των περιοχών Δραπετσώνα και Καβούρι και σε έκταση άνω των 25 χλμ. Ότι την ίδια ημέρα (10-09-2017) η πλοιοκτήτρια εταιρεία ανέθεσε στην εταιρεία με την επωνυμία «….» τις εργασίες περιορισμού και προλήψεως ρυπάνσεως της θάλασσας και καθαρισμού των ακτών των περιοχών που επλήγησαν, εν συνεχεία δε η εν λόγω εταιρεία ανέθεσε στην ίδια (ενάγουσα) υπεργολαβικώς τη λήψη μέτρων και τη διενέργεια εργασιών για την καταπολέμηση και τον περιορισμό της ανωτέρω ρὐπανσης, δυνάμει σχετικής συμφωνίας μεταξύ τους. Ότι αμέσως μετά η ίδια (ενάγουσα) με εξειδικευμένα και έμπειρα συνεργεία, ειδικά αντιρρυπαντικά σκάφη, σύγχρονο, ειδικό μηχανικό εξοπλισμό, αναλώσιμα και γενικώς με το τεχνικό δυναμικό που είχε στη διάθεση της εργάσθηκε εντατικά για το χρονικό διάστημα από 10-09-2017 μέχρι 06-07-2018, ήτοι επί 10 μήνες και εκτέλεσε τις περιγραφόμενες στην αγωγή θαλάσσιες και χερσαίες εργασίες, για τις οποίες ενημέρωνε καθημερινά τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά και παρακολουθούσαν ειδικοί από το εναγόμενο Διεθνές Κεφάλαιο. Ότι για τις υπηρεσίες που προσέφερε, το προσωπικό, τα σκάφη που απασχολήθηκαν, τον εξοπλισμό και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν δικαιούται την αναφερομένη για κάθε αιτία αμοιβή, η οποία υπολογίσθηκε με βάση τον μνημονευόμενο στην αγωγή σταθερό τιμοκατάλογό της, ο οποίος είναι ευρέως γνωστός στην αγορά, διότι αντικατοπτρίζει τις τρέχουσες τιμές για τέτοιες εργασίες στην αγορά κατά τον ένδικο χρόνο. Ότι, για τις προεκτεθείσες αιτίες, η συνολική απαίτηση της ενάγουσας, για τις υπηρεσίες που προσέφερε και αναλύονται σε εργασίες καθαρισμού πέριξ του ναυαγίου, εργασίες καθαρισμού ακτών μέχρι την 31η-03-2018, εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης από το ρυπογόνο πλοίο, εργασίες καθαρισμού ακτών μετά την 01η-04-2018 και δαπάνες διάθεσης αποβλήτων, ανέρχεται στο ποσό των 36.392.029,11 ευρώ. Ότι το αντίδικο Διεθνές Κεφάλαιο κατέβαλε τα ποσά των 6.000.000 ευρώ και 130.742 ευρώ αντίστοιχα, τα οποία επιμερίζονται στα αναφερόμενα στην αγωγή κονδύλια, ως εκ τούτου η συνολική απαίτησή της μειώθηκε στο ποσό των 30.261.287,11 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω και την επίκληση ότι α) η μη διάδικος πλοιοκτήτρια άλλως κυρία του ως άνω πλοίου ζήτησε την προσφορά των ως άνω υπηρεσιών από την εταιρεία «….», ενώ η ίδια ανέλαβε ως υπεργολάβος της ως άνω εταιρείας, τις δε εργασίες ανεπιφύλακτα, μετά την εκτέλεση, αποδέχθηκε και οι οποίες είναι επ’ αμοιβή, ενώ επιπλέον ουδεμία αντίρρηση έφερε ως προς τις καθοριζόμενες με τον ως άνω τιμοκατάλογο τιμές, ενόψει και του προεκτεθέντος λόγου, β) η αιτουμένη αμοιβή, σε κάθε περίπτωση, είναι απολύτως εύλογη και δίκαιη, λαμβανομένου επί πλέον υπόψη ότι οι ως άνω τιμές, σε σύγκριση με το τιμολόγιο του Λιμενικού Σώματος και του ΥΕΝ για τέτοιες εργασίες, υλικά και προσωπικό, κυμαίνονται σε γενικές γραμμές στα ίδια επίπεδα, γ) ότι το ζημιογόνο πλοίο είχε ασφαλίσει για ζημία εκ ρυπάνσεως κατά το χρονικό διάστημα από 30-09-2016 μέχρι 30-09-2017 η εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …………………, η οποία δυνάμει της από 10-10-2017 με ΓΑΚ 11041/2017 δήλωσης περιορισμού ευθύνης, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. ………………… απόφαση της Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιώς, συνέστησε κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης ποσού 5.409.925,40 ευρώ και δ) ότι το εναγόμενο είναι σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1γ΄ της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992 υπόχρεο προς αποζημίωση για όλες τις δαπάνες της λήψης προληπτικών μέτρων αποτροπής, εξουδετέρωσης και πρόληψης της ρύπανσης που προκλήθηκε από τη βύθιση του δεξαμενόπλοιου «…», τις οποίες η ίδια δε θα εισπράξει από το συσταθέν κατά τα ανωτέρω κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης και ότι από το κεφάλαιο αυτό δεν έχει λάβει κάποιο ποσό, ζήτησε, μετά παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της και με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων της στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου (άρθρο 223 και 295 του ΚΠοΔ), αλλά και παραιτούμενη από το ποσό των 1.362.070,92 ευρώ, το οποίο της αναλογεί από το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης που συνέστησε ο ασφαλιστής του ζημιογόνου πλοίου σύμφωνα με το άρθρο V της Σύμβασης Ευθύνης 1992, και για το οποίο κατατάχθηκε από τον εκκαθαριστή, να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Διεθνές Κεφάλαιο οφείλει να καταβάλει για τις προεκτεθείσες αιτίες το ποσό των 28.899.216,19 ευρώ, νομιμοτόκως για καθένα εκ των αναφερομένων στο σχετικό κεφάλαιο της αγωγής κονδυλίων από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία όχλησαν το εναγόμενο για την εξόφληση του κονδυλίου αυτού, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, καθώς και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 18, 33, 35 ΚΠολΔ, ΙΧ παρ. 1, 2 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως Ευθύνης 1992, 12 παρ. 5 του Ν. 743/1977 και 51 Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Συνακόλουθα δε, το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης ναυτικής διαφοράς, βάσει του άρθρου 12 παρ.5 του Ν.743/1977 «Περί προστασίας θαλασσίου περιβάλλοντος», όπως κωδικοποιήθηκε σε ενιαίο κείμενο και μεταγλωττίστηκε στη δημοτική με το Π.Δ. 55/1998 «Προστασία θαλασσίου περιβάλλοντος» («αρμόδια δικαστήρια για την εκδίκαση των απαιτήσεων που αφορούν αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από ρύπανση και για τις δαπάνες που έχουν γίνει για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση αυτής από αυτούς που προκάλεσαν υπαίτια τη ρύπανση και όσους ευθύνονται με αυτούς εις ολόκληρον λ.χ. ο πλοίαρχος, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα και για ανώνυμες εταιρείες και ο Πρόεδρος του ΔΣ και ο Διευθύνων Σύμβουλος, είναι τα δικαστήρια του τόπου όπου έγινε η ρύπανση ή ενός από τα λιμάνια που κατέπλευσε το πλοίο και σε περίπτωση ρύπανσης της ανοικτής θάλασσας και μη κατάπλου του πλοίου σε ελληνικό λιμάνι, τα δικαστήρια του Πειραιά»), του άρθρου 5 του Ν.4037/2012 «Για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7-9-2007 σχετικά με τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων για αδικήματα ρύπανσης, που τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009/123/ΕΚ123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21-10-2009» («τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για τα εγκλήματα του νόμου αυτού που τελέστηκαν: α) στα εσωτερικά ύδατα κράτους μέλους, στα οποία περιλαμβάνονται και οι λιμένες, εκτός αν πρόκειται για πλοία με ξένη σημαία, οπότε περιλαμβάνονται μόνο οι ελληνικοί λιμένες στους οποίους τα πλοία αυτά καταπλέουν, β) στα χωρικά ύδατα κράτους-μέλους,…εφόσον δε θεμελιώνεται τοπική αρμοδιότητα άλλου ελληνικού δικαστηρίου, τοπικώς αρμόδια είναι τα δικαστήρια του Πειραιά»), του άρθρου 9 του Ν.3393/2005 «Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για την αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης, 2001», («όπου ένα περιστατικό έχει προκαλέσει ζημία από ρύπανση στο έδαφος, συμπεριλαμβανομένης της χωρικής θάλασσας ή των χωρικών υδάτων κράτους μέλους ή εάν προληπτικά μέτρα έχουν ληφθεί για την πρόληψη ή την ελαχιστοποίηση της ζημιάς από ρύπανση στο έδαφος αυτό, συμπεριλαμβανομένης της χωρικής θάλασσας, αγωγές αποζημίωσης κατά του πλοιοκτήτη, ασφαλιστή ή άλλου προσώπου που παρέχει εξασφάλιση για την ευθύνη του πλοιοκτήτη μπορούν να ασκηθούν μόνο ενώπιον των δικαστηρίων οποιουδήποτε από τα κράτη μέλη αυτά»), σε συνδυασμό και με το Π.Δ 98 της 21.3/2.4.90, δοθέντος ότι το εναγόμενο Διεθνές Κεφάλαιο αναγνωρίζεται αυτοτελώς στην Ελλάδα ως νομικό πρόσωπο, ικανό να αναλαμβάνει δικαιώματα και υποχρεώσεις και να παρίσταται ενώπιον του παρόντος Δικαστήριο σαν διάδικος με δικό του όνομα, για όλες τις έννομες σχέσεις και τις δίκες που προβλέπονται από τη Σύμβαση Κεφαλαίου, εκπροσωπούμενο από το Διευθυντή του και δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), ένεκα της καταστατικής έδρας του εναγομένου στην αλλοδαπή, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά, ως προς το ορισμένο, το νόμω και ουσία βάσιμο της αγωγής, η οποία είναι ερευνητέα στο σύνολό της με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, και ειδικότερα, το ελληνικό δίκαιο τυγχάνει εφαρμοστέο δυνάμει του άρθρου 12 παρ.1 του Ν.743/77, καθόσον μόνη προϋπόθεση για την εφαρμογή του εν λόγω νομοθετήματος, με βάση το άρθρο 2 παρ.1 περ.α΄ είναι η ρύπανση να έλαβε χώρα σε λιμένες, ακτές της χώρας και ελληνικά χωρικά ύδατα από εγκαταστάσεις, από πλοία με ελληνική ή ξένη σημαία, ή από κάθε άλλη πηγή ρύπανσης, με αποτέλεσμα οι σχετικές διατάξεις του να χαρακτηρίζονται ως άμεσης εφαρμογής (ΕφΠειρ 127/2009 ΤΝΠ Νόμος). Το δε επίδικο συμβάν της πρόκλησης θαλάσσιας ρύπανσης έλαβε χώρα στην Ελλάδα, αλλά και η επικαλούμενη εγερθείσα αξίωση της ενάγουσας από την παροχή αντιρρυπαντικών υπηρεσιών της και την περισυλλογή και διάθεση των πετρελαιοειδών αποβλήτων γεννήθηκε και είναι δικαστικώς επιδιώξιμη ομοίως στα ελληνικά δικαστήρια, συνεπώς, από κάθε άποψη το δίκαιο με το οποίο συνδέεται στενότερα η ένδικη διαφορά είναι προδήλως το ελληνικό. Περαιτέρω δε, η αγωγή είναι ορισμένη, καθώς διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της στοιχεία, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 εδ.δ’, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 361 ΑΚ, 11 και 12 του Ν.743/1977 όπως κωδικ. με το Π.Δ.55/1998, 3, 5 και 7 του Ν.4037/2012, 2, 3, 7, 9 του Ν.3393/2005, και ειδικότερα, με το αγωγικό δικόγραφο εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα στοιχεία που αφορούν την περιγραφή του έργου που εκτέλεσε η ενάγουσα για την αντιμετώπιση της θαλάσσιας ρύπανσης, με αναλυτική αναφορά των εργασιών και των υπηρεσιών, καθώς και των αντίστοιχων δαπανών, αφού ενσωματώνονται στην αγωγή οι σχετικώς συνταχθέντες χρεωστικοί λογαριασμοί–πίνακες και ο τιμοκατάλογος καταπολέμησης ρύπανσης, στους οποίους αναφέρεται χωριστά η κάθε είδους εργασία, υπηρεσία και δαπάνη, καθώς και η αντίστοιχη τιμή μονάδας, επιπλέον δε, η με αριθμητικό υπολογισμό προκύπτουσα αιτούμενη συνολική αμοιβή της ενάγουσας έναντι των εναγομένων ως υπευθύνων της ρύπανσης και της επελθούσας αιτιωδώς ζημίας (ΑΠ 1430/2007, ΜονΕφΠειρ 83/2015, ΠολΠρΠειρ 1943/2015 ΤΝΠ Νόμος). Έτι περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 297, 298, 330, 340, 345, 346, 361, 481, 681επ., 694 ΑΚ, 1, 2, 3, 4, 7, 10, 11, 12, 14, 20 και 22 του Ν.743/1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», όπως κωδικ. με το Π.Δ. 55/1998 «Προστασία θαλασσίου περιβάλλοντος», 1, 2, 3, 4, 7, 8, 11 και Παράρτημα του Ν.4037/2012 «Για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7-9-2007 σχετικά με τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων για αδικήματα ρύπανσης, που τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009/123/ΕΚ123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21-10-2009» και 1, 2, 3, 4, 7, 9, 11, 12, 14, άρθρα τρίτο, έκτο, όγδοο και ένατο του Ν.3393/2005 «Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για την αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης, 2001», 28 παρ.1 του Συντάγματος, 4 παρ.1 εδ.α΄ και παρ.2 της Διεθνούς Σύμβασης του 1972 «περί προλήψεως ρυπάνσεως της θαλάσσης εξ απορρίψεως καταλοίπων και άλλων υλών», 68, 70, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ. Ωστόσο, όπως αμφότερα τα διάδικα μέρη συνομολογούν, κατόπιν της από 19-10-2017 και με ΓΑΚ 11041/2017 δήλωσης περιορισμού ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που είχε ασφαλίσει την αστική ευθύνη της πλοιοκτήτριας εταιρείας «…», η οποία (δήλωση) έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 4909/09-11-2017 απόφαση της Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιώς συστήθηκε κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…» ύψους 5.409.925,40 ευρώ, ακολούθως δε, με την υπ’ αριθμ. 5362/2017 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ορίσθηκε εκκαθαριστής του συσταθέντος κατά τα ανωτέρω κεφαλαίου, ο δικηγόρος Πειραιώς …. Ο τελευταίος, με προσκλήσεις που δημοσίευσε σε εφημερίδες κατά την προβλεπόμενη από το Π.Δ. 666/1982 διαδικασία, κάλεσε τους φερόμενους ως ζημιωθέντες από το ανωτέρω ζημιογόνο συμβάν, να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους σε αυτόν, εντός της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του εν λόγω Π.Δ. προθεσμίας, η δε ενάγουσα προέβη στην από 07-05-2018 αναγγελία της, που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία προέβαλε τις απαιτήσεις της για τις εργασίες απορρύπανσης, ενώ εν συνεχεία κατέθεσε και την από 09-01-2019 συμπληρωματική αναγγελία της. Μετά την ολοκλήρωση της προβλεπόμενης από το ανωτέρω Π.Δ. διαδικασίας, ο διορισθείς εκκαθαριστής κατήρτισε τον από 02-09-2019 Πίνακα Απαιτήσεων του άρθρου 20 του Π.Δ. 666/1982, κατά του οποίου μάλιστα η ενάγουσα έχει προβεί στην προβολή αντιρρήσεων δυνάμει της από 30-09-2019 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 8578/2019 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 4306/2019 ανακοπής της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδόθηκε επ’ αυτής (μετά τη συζήτηση της παρούσης υποθέσεως) η υπ’ αριθμ. 2267/2020 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, την οποία γνωρίζει εξ επαγγέλματος το παρόν Δικαστήριο εξ αφορμής άλλης δικαστικής ενέργειάς του ( 336 παρ 2 ΚΠολΔ) δυνάμει δε αυτής , το δικάζον δικαστήριο, αφού κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο, παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Είναι δε πλέον ή προφανές ότι στην δίκη που ανοίχθηκε κατά τα ανωτέρω και με την οποία βάλλεται από την εκεί ανακόπτουσα και ήδη εδώ ενάγουσα ο πληττόμενος πίνακας του εκκαθαριστή, αντικείμενο δικαστικής διερευνήσεως είναι η διάγνωση άλλως η ουσιαστική βασιμότητα του συνόλου της απαιτήσεώς της από τις αντιρρυπαντικές υπηρεσίες που παρείχε, η οποία όμως απαίτηση κατάγεται σε δίκη παραλλήλως και με την παρούσα αγωγή. Μετά ταύτα η διάγνωση της κρινομένης διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εξαρτάται ολικά από την προηγηθείσα και τελούσα σε ωριμότερο στάδιο δίκη, που ανοίχθηκε από την ενάγουσα ( και στη δίκη εκείνη αναπτόσουσα) επί των αντιρρήσεων του πίνακα του εκκαθαριστή, δοθέντος ότι αμφότερες οι δίκες έχουν το ίδιο αντικείμενο δικαστικής διερεύνησης, που είναι η ύπαρξη και το μέγεθος της απαιτήσεως της ενάγουσας από τις υπηρεσίες απορρύπανσης που παρείχε, εις τρόπον ώστε να τελούν σε σχέση νομικής ( αλλά και πραγματικής) αναγκαιότητας. Μάλιστα δε στην ανωτέρω ανακοπή της η εδώ ενάγουσα έχει προβάλλει αντιρρήσεις αμφισβητώντας εξ ολοκλήρου τον από 02-09-2019 Πίνακα Απαιτήσεων του διορισθέντος κατά τα ανωτέρω εκκαθαριστή, ζητώντας να καταταγεί για το σύνολο της απαίτησής της, όπως αυτό προβάλλεται και στην υπό κρίση αγωγή. Συνεπώς υφίσταται κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και με σκοπό την αποφυγή μίας τέτοιας εκδοχής και την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης ως προς τα ίδια ζητήματα (δεδομένου ότι πρόκριμα της εκκρεμούς δίκης επί της ανακοπής αποτελεί, μεταξύ άλλων, η κρίση επί του ύψους της απαίτησης της ενάγουσας, το οποίο αποτελεί το πρώτο και αναγκαίο αντικείμενο απόδειξης και της παρούσας δίκης και εν συνεχεία η κατ’ αναλογία ικανοποίησή της από το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…»), κρίνεται αναγκαία, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠολΔ, αυτεπαγγέλτως, αλλά και κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος του εναγομένου, η αναστολή της συζήτησης της προκείμενης δίκης κατά τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα η δίκη που ανοίχθηκε με την άσκηση από την ενάγουσα της από 30-09-2019 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 8578/2019 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 4306/2019 ανακοπής της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η παραίτηση της ενάγουσας στην κρινόμενη υπόθεση από τα κονδύλια που της αναλογούν από το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης που συνέστησε ο ασφαλιστής του …, ύψους 1.362.070,92 ευρώ, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί, δοθέντος ότι προκειμένου να κριθεί η αναλογία επί του κεφαλαίου περιορισμού της ευθύνης που δικαιούται να λάβει η ενάγουσα, πρέπει πρωτίστως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, να κριθεί το νόμιμο και το ουσιαστικά βάσιμο του συνόλου της απαίτησής της, η επάρκεια ή μη του συσταθέντος κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης για την ικανοποίησή της και η εν συνεχεία ευθύνη του εναγομένου για το μέρος της απαίτησής της που δεν θα ικανοποιηθεί από την κατά τα ανωτέρω ανοιγείσα διαδικασία. Τέλος, ενόψει του ότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 191 του ΚΠολΔ αφού δεν αποφαίνεται οριστικά επί της ένδικης αγωγής (ΑΠ 709/2018 αδημ, ΑΠ 389/2018 αδημ ), δεν πρέπει να επιβληθούν δικαστικά έξοδα, τα οποία θα εκκαθαρισθούν μαζί με τα λοιπά έξοδα κατά την έκδοση της οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου (ΑΠ 448/2018 αδημ, ΑΠ 389/2018 αδημ, ΕφΠατρ 151/2019 αδημ, Εφθες 988/1993 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 1845/1990, ΕλλΔ/νη 32/1020, Ορφανίδης σε Κεραμέως/Κονδύλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 191, αριθ. 1. σελ. 431).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα η δίκη που ανοίχθηκε με την άσκηση από την ενάγουσα της από 30-09-2019 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 8578/2019 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 4306/2019 ανακοπής της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις -2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, με την παρουσία και της Γραμματέα της έδρας, στις 2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ