ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ – ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
2688/2020
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
——————————————————–
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, και Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 28 Ιανουαρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της ενάγουσας : Εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», με Α.Φ.Μ. 998025410, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημήτριου Ψυχάρη, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Του εναγόμενου : Διεθνούς Κεφαλαίου με την επωνυμία «…»), μεταφραζόμενο στην Ελληνική ως «…» (το «…»), που εδρεύει στο …), και εκπροσωπείται νόμιμα από το Διευθυντή του, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ιωάννη Μαρκιανού – Δανιόλου, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-9-2019 αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 8081/2019 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης 4065/16-9-2019, και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Για την αντιμετώπιση των κινδύνων και των προβλημάτων από τη ρύπανση, λόγω της μεταφοράς δια θαλάσσης του πετρελαίου, υπογράφηκε το έτος 1969 στις Βρυξέλλες η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών ή CLC “περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου”, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το N. 314/1976, μετά δε την κύρωση και των Πρωτοκόλλων των ετών 1976 και 1992 (Π.Δ. 81/1989 και 197/1995), η Σύμβαση αυτή ονομάζεται Διεθνής Σύμβαση του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για Ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο (Σύμβαση Ευθύνης 1992). Καθιερώνει αντικειμενική και συγχρόνως, αποκλειστική αστική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για ζημίες από ρύπανση πετρελαίου που προκαλεί το πλοίο του, ακόμα και αν δεν το εκμεταλλεύεται ο ίδιος (άρθρα Ι § 3, III §§ 1 και 4). Ο κύριος του πλοίου πάντως δεν ευθύνεται αν αποδείξει ότι η ζημία προήλθε από ορισμένα περιστατικά που απαριθμούνται στη Σύμβαση (άρθρα III §§ 2 και 3). Εξάλλου, έχει δικαίωμα να περιορίσει την ευθύνη του στα όρια που προβλέπει η Σύμβαση (άρθρο V) και από το άλλο μέρος υποχρεούται να ασφαλίσει την ευθύνη του (άρθρο VII). Οι ρυθμίσεις της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης του 1992 συμπληρώθηκαν με την υπογραφείσα στη συνέχεια Διεθνή Σύμβαση Κεφαλαίου των Βρυξελλών του 1971 “για την ίδρυση Διεθνούς Κεφαλαίου Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο”, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 1638/1986 και με την οποία δημιουργήθηκε και οργανώθηκε σε νομικό πρόσωπο το … από εισφορές που προβλέπονται εκεί. Η τελευταία αυτή Διεθνής Σύμβαση Κεφαλαίου τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τα Πρωτόκολλα των ετών 1976 και 1992, τα οποία κυρώθηκαν με το Π.Δ. 270/1995 “Αποδοχή των Πρωτοκόλλων των ετών 1976 και 1992 για την τροποποίηση της Διεθνούς Σύμβασης του 1971 αναφορικά με την ίδρυση Διεθνούς Κεφαλαίου Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο” (Διεθνής Σύμβαση Κεφαλαίου 1971 και ήδη Διεθνής Σύμβαση Κεφαλαίου 1992 μετά τις τροποποιήσεις με τα ανωτέρω Πρωτόκολλα). Η ευθύνη του Διεθνούς Κεφαλαίου προς αποζημίωση είναι δευτερογενής σε σχέση με την πρωτογενή ευθύνη του κυρίου του πλοίου. Καλείται, μεταξύ άλλων, να καλύψει τα έξοδα αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ζημίας, στην περίπτωση όπου ο κύριος του πλοίου λόγω οικονομικής αδυναμίας δε μπόρεσε να ικανοποιήσει, σύμφωνα με τη Σύμβαση Ευθύνης 1992, τους δικαιούχους (άρθρα 2 § Ια και 4 § 1β της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992, βλ. ΟλΑΠ 23/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 133/2008 ΕΕμπΔ 2009, σελ. 107). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των ανωτέρω Διεθνών Συμβάσεων (όπως ισχύουν και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού δικαίου, έχοντας την αυξημένη ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος), αναφορικά με τη ζημία από ρύπανση και τα προληπτικά μέτρα [άρθρα 6 της πρώτης Διεθνούς Σύμβασης (Σύμβαση Ευθύνης 1992) και 1 της δεύτερης Διεθνούς Σύμβασης (Σύμβαση Κεφαλαίου 1992), στις οποίες ο ορισμός της ζημίας από ρύπανση και των προληπτικών μέτρων είναι ο ίδιος] προκύπτει ότι αποκαθίστανται τα εύλογα έξοδα που συνεπάγονται τα μέτρα που λήφθηκαν ή πρόκειται να ληφθούν προς αποκατάσταση της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, καθώς και τα έξοδα των εύλογων μέτρων που έλαβε οποιοδήποτε πρόσωπο μετά την επέλευση του συμβάντος με σκοπό την πρόληψη της ζημίας που μπορεί να ακολουθήσει ή τη μείωση της, καθώς και οι ζημίες που προξένησαν οι τυχόν βλάβες ή απώλειες που προκάλεσε η εφαρμογή των μέτρων αυτών και, τέλος, κάθε βλάβη ή απώλεια περιουσιακών στοιχείων. Συνεπώς, ζημία από ρύπανση αποτελούν και οι δαπάνες που έγιναν από επαγγελματία ιδιώτη για την απορρύπανση θαλασσίου περιβάλλοντος και ακτών από τη διαρροή πετρελαίου. Επομένως, αυτός έχει αξίωση, βάσει της Σύμβασης Ευθύνης 1992, κατά του κυρίου του πλοίου, που προκάλεσε τη ρύπανση, και, υπό τις προϋποθέσεις της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992, κατά του Διεθνούς Κεφαλαίου, για την πληρωμή των εν λόγω δαπανών (ΕφΠειρ 133/2008 ό.π.). Τέλος, με το Π.Δ. 98 της 21-3/2-4-1990 «Αρμοδιότητα δικαστηρίων και διαδικασία εκδίκασης υποθέσεων στις οποίες είναι διάδικος το Διεθνές … Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο», ορίσθηκε ότι το … αναγνωρίζεται στην Ελλάδα ως νομικό πρόσωπο, ικανό να αναλαμβάνει δικαιώματα και υποχρεώσεις και να παρίσταται στο Δικαστήριο σα διάδικος με δικό του όνομα, για όλες τις έννομες σχέσεις και τις δίκες που προβλέπονται από τη Σύμβαση Κεφαλαίου και τις διατάξεις αυτού του Διατάγματος, εκπροσωπούμενο από το Διευθυντή του (άρθρο 2), ενώ καθορίζεται αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της έδρας του Εφετείου στην περιφέρεια του οποίου έλαβε χώρα το συμβάν που προκάλεσε τη ρύπανση (άρθρο 3) δικάζοντος κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (666-676 ΚΠολΔ ως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 4ο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015), εφαρμοζόμενων αναλόγως (ΕφΠειρ 766/2010 ΕΝαυτΔ 2010, σελ. 319, ΕφΠειρ 103/2004 ΠειρΝομ 2004, σελ. 188). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις της και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρο 224 εδ. β΄ ΚΠολΔ), εκθέτει ότι είναι εταιρεία με αντικείμενο εργασιών, μεταξύ άλλων, την εγκατάσταση, διατήρηση, ανάπτυξη και διαχείριση βάσεων αντιμετώπισης ρύπανσης από διαρροή χημικών, πετρελαιοειδών και άλλων αποβλήτων σε κάθε είδους περιβάλλον, καθώς και την παροχή υπηρεσιών αντιμετώπισης τέτοιας ρύπανσης, διαθέτει δε προς τούτο και διατηρεί σε ετοιμότητα πολυπληθές καταρτισμένο και εξειδικευμένο προσωπικό, καθώς και ειδικής κατασκευής αντιρρυπαντικά σκάφη και πλωτά μέσα εφοδιασμένα με πλήρη, ειδικό και σύγχρονο εξοπλισμό και αναλώσιμα υλικά. Ότι στις 5-3-2012, υπό τις ειδικότερα περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες, το υπό Ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο …, με αριθμό νηολογίου Πειραιά 10293, αριθμό … και …, που ανήκε στην εταιρεία με την επωνυμία …, προσέκρουσε σε βυθισμένο αντικείμενο, με συνέπεια να υποστεί εκτεταμένο ρήγμα στα ύφαλά του και να βυθιστεί, περί ώρα 09:45, σε απόσταση ενός περίπου ναυτικού μιλίου από τον Κόλπο της Ελευσίνας, κατά το χρόνο δε της βύθισής του μετέφερε 1.498,998 τόνους πετρελαίου τύπου μαζούτ Νο3, 299,025 τόνους πετρελαίου τύπου μαζούτ Νο1 και 274,580 κυβικά μέτρα καύσιμου πετρελαίου ναυτιλίας. Ότι, εξαιτίας της ανωτέρω βύθισης, διέρρευσαν στη θάλασσα μεγάλες ποσότητες πετρελαιοειδών (υπολογιζόμενες σε περίπου 450 κυβικά μέτρα), οι οποίες άρχισαν αμέσως να ρυπαίνουν την πέριξ του σημείου του ναυαγίου θαλάσσια περιοχή. Ότι την ίδια ημέρα η πλοιοκτήτρια εταιρεία, μέσω της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας με την επωνυμία … της ανέθεσε τις εργασίες περιορισμού και πρόληψης ρύπανσης της θάλασσας και καθαρισμού των ακτών των περιοχών που ενδεχομένως θα πλήττονταν, την οποία αποδέχθηκε αυθημερόν και γνωστοποίησε το σχετικό διορισμό της στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας. Ότι περί ώρα 10:00 απέπλευσαν από τις θέσεις ελλιμενισμού τους τα αναφερόμενα στην αγωγή ρυμουλκά και ναυαγοσωστικά σκάφη μετά του απαραίτητου αντιρρυπαντικού εξοπλισμού και εξειδικευμένου προσωπικού, κατέφθασαν δε στην περιοχή περί ώρες 10:45 και 10:55, οπότε ξεκίνησαν τις εργασίες αντιρρύπανσης. Ότι το απόγευμα της ίδιας ημέρας και περί ώρες 18:13 έως και 18:19, έλαβε διαδοχικά μηνύματα εκ μέρους της πλοιοκτήτριας περί αντικατάστασής της από άλλη ομοειδή εταιρεία (με την επωνυμία … και περί ώρα 23:27 η ενάγουσα την ειδοποίησε για την επικείμενη απομάκρυνση του αντιρρυπαντικού εξοπλισμού της από την περιοχή και τη διαδικασία παράδοσης των σχετικών εργασιών στην έτερη εταιρεία, η οποία (διαδικασία) για λόγους ασφαλείας και προς αποτροπή περαιτέρω εξάπλωσης της ρύπανσης θα άρχιζε την επόμενη ημέρα και τελικά ολοκληρώθηκε περί ώρα 21:04 της 6ης-3-2012, οπότε και ενημέρωσε το Κεντρικό Λιμεναρχείο αναφορικά με τις μέχρι τότε παρασχεθείσες υπηρεσίες της. Ότι για τις αντιρρυπαντικές υπηρεσίες που προσέφερε στις 5 και 6-3-2012, καθώς και τις εργασίες στις οποίες προέβη από 7 έως και 16-3-2012 για τον καθαρισμό, συντήρηση και επισκευή του εξοπλισμού της, το προσωπικό, τα σκάφη, τον εξοπλισμό και τα υλικά που χρησιμοποίησε, δικαιούται την αναφερομένη για κάθε αιτία αμοιβή, υπολογισθείσα με βάση τον παρατιθέμενο στην αγωγή σταθερό τιμοκατάλογό της (ο οποίος τέθηκε υπόψη της πλοιοκτήτριας και έγινε ανεπιφύλακτα δεκτός πριν την ανάθεση των ένδικων εργασιών) και τους γενικούς όρους παροχής των υπηρεσιών της, η οποία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 349.404,48 ευρώ και είναι απόλυτα εύλογη και δίκαιη σε σύγκριση με το τιμολόγιο του Λιμενικού Σώματος και του ΥΕΝ για τέτοιες εργασίες. Ότι για τις δαπάνες της έκδωσε πλήρες και αναλυτικό χρεωστικό σημείωμα στις 31-1-2013 και όχλησε την πλοιοκτήτρια για την εξόφλησή του, πλην, όμως, αυτή την αγνόησε και κατόπιν αυτού, ήγειρε την αξίωσή της ενώπιον του μεταξύ τους ειδικά συμφωνηθέντος, ως έχοντος αποκλειστική αρμοδιότητα, διαιτητικού Δικαστηρίου της Διαιτησίας των Lloyd’s στο Λονδίνο και εκδόθηκε στις 23-9-2015 η σχετική απόφαση, με την οποία η πλοιοκτήτρια καταδικάσθηκε να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 349.404,48 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Ότι η εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης εναντίον της πλοιοκτήτριας είναι, όμως, απρόσφορη, αφού αυτή, λόγω του ναυαγίου, απώλεσε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, ήτοι το πλοίο. Ότι ακόμη, υπόχρεη προς καταβολή της αποζημίωσής της είναι και η ασφαλιστική εταιρεία με την … η οποία είχε ασφαλίσει το ένδικο πλοίο για κάλυψη της ευθύνης της πλοιοκτήτριας για ζημία από ρύπανση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Διεθνούς Σύμβασης 1992, κατά της οποίας άσκησε την από 26-2-1015 αγωγή της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, την οποία κοινοποίησε και στην πλοιοκτήτρια, η οποία, ωστόσο, κατόπιν αναβολών και ματαιώσεων, κατά την τελευταία δικάσιμο της 10ης-5-2018 ματαιώθηκε, όπως και η από 4-6-2015 πρόσθετη παρέμβαση που είχε ασκήσει το εναγόμενο, διότι η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης και ακόμα και αν ευδοκιμούσε η αγωγή, δε θα μπορούσε να εκτελεσθεί. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη την αδυναμία της πλοιοκτήτριας εταιρείας, αλλά και της ασφαλιστικής εταιρείας να ικανοποιήσουν την ένδικη απαίτησή της, ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ποσό των 349.404,48 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα κατά την οποία έληξε η προθεσμία των 30 ημερών που έταξε στην πλοιοκτήτρια για την εξόφληση του από 31-1-2013 χρωστικού σημειώματος, ήτοι από 3-3-2013, άλλως από την κοινοποίηση στην πλοιοκτήτρια, άλλως στο εναγόμενο, της από 26-2-2015 αγωγής της, ήτοι από 2-3-2015, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής στο εναγόμενο, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το αντίστοιχο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθμό … e-παράβολο της ΓΓΠΣ του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με το από 28-1-2020 αποδεικτικό πληρωμής της …), παραδεκτά και αρμόδια, καθ’ ύλην και κατά τόπο [άρθρα 9, 10, 18, 33 ΚΠολΔ, 12 § 5 Π.Δ. 55/1998 «Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος (κωδικοποίηση και μεταγλώττιση Ν. 743/1977 «Για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος και τη ρύθμιση συναφών θεμάτων») και ΙΧ §§ 1 και 2 Διεθνούς Σύμβασης 1992, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 περ. α΄, 2, 3Α και 3Β περ. ιε΄ Ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), εισάγεται για συζήτηση κατά την προκείμενη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 § 1 και 621-6221 ΚΠολΔ), στο παρόν Δικαστήριο, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 3 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 § 1 εδ. α΄ Π.Δ. 55/1998, 3 και 5 του Ν. 4037/2012 «για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης-9-2005 σχετικά με τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων, περιλαμβανομένων των ποινικών κυρώσεων, για αδικήματα ρύπανσης, η οποία τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης-10-2009 και άλλες διατάξεις» και 9 Ν. 3393/2005 «Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για την αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης, 2001»). Περαιτέρω, ενόψει του ότι με την ένδικη αγωγή εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της καταστατικής έδρας του εναγόμενου στην αλλοδαπή, τίθεται θέμα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, το οποίο στην προκείμενη διαφορά είναι το ελληνικό, βάσει του προαναφερόμενου άρθρου 2 § 1 εδ. α΄ Π.Δ. 55/1998, του οποίου οι διατάξεις χαρακτηρίζονται ως άμεσης εφαρμογής (ΕφΠειρ 127/2009 ΕΝαυτΔ 2009, σελ. 429), καθόσον η ρύπανση έλαβε χώρα σε ελληνικά χωρικά ύδατα από πλοίο υπό Ελληνική σημαία. Εξάλλου, τόσο το ένδικο συμβάν της πρόκλησης θαλάσσιας ρύπανσης έλαβε χώρα στην Ελλάδα, όσο και η αξίωση της ενάγουσας από την παροχή αντιρρυπαντικών εργασιών γεννήθηκε και είναι δικαστικά επιδιώξιμη στα ελληνικά δικαστήρια, και ως εκ τούτων, το δίκαιο με το οποίο συνδέεται στενότερα η ένδικη διαφορά είναι προδήλως το ελληνικό, κατ’ άρθρο 25 εδ. β΄ ΑΚ. Με βάση, επομένως, το ελληνικό δίκαιο, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 340, 341, 345, 346, 361, 481, 681επ., 694 ΑΚ, 1, 2, 4, 11 και 12 Π.Δ. 55/1998, 2, 3, 4 και Παράρτημα Ν. 4037/2012, 1, 2, 3, τρίτο και έκτο Ν. 3393/2005, 28 § 1 Συντάγματος, 68, 176, 907 και 908 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.Στο άρθρο 6 της Σύμβασης Κεφαλαίου (Ν. 1638/1986, όπως τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 270/1995) ορίζεται ότι «Τα δικαιώματα αποζημίωσης σύμφωνα με τo άρθρο 4 θα παραγράφονται μετά τρία χρόνια από την ημερομηνία που έγινε η ζημία, εκτός αν εγερθεί αγωγή ή γίνει γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 6. Πάντως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εγερθεί αγωγή μετά παρέλευση έξι χρόνων από την ημερομηνία που έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός». Περαιτέρω, στο άρθρο 7 § 6 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης ορίζεται ότι «Χωρίς να θίγονται οι διατάξεις της παρ. 4, σε περίπτωση που θα εγερθεί αγωγή αποζημίωσης για ζημίες ρύπανσης, σύμφωνα με τη σύμβαση ευθύνης εναντίον του πλοιοκτήτη ή του εγγυητή του ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους, κάθε διάδικο μέρος δικαιούται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους εκείνου να ανακοινώνει τη διαδικασία αυτή στο …. Όταν ανακοίνωση αυτού του τύπου, γίνει σύμφωνα με τις διατυπώσεις που απαιτούνται από το δικαστήριο που ανέλαβε την υπόθεση σύμφωνα με τη νομοθεσία, εμπρόθεσμα και κατά τρόπο ώστε το … να μπορέσει να παρέμβει νομότυπα σαν διάδικος στη διαδικασία, κάθε δικαστική απόφαση που θα εκδοθεί από το δικαστήριο θα είναι υποχρεωτική και για το …, με το πνεύμα ότι τα πραγματικά γεγονότα και διαπιστώσεις της απόφασης δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από το … ακόμη και αν αυτό δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία, από τη στιγμή που η απόφαση θα χαρακτηριστεί τελεσίδικη και εκτελεστή στο κράτος που εκδόθηκε». Στην προκειμένη περίπτωση, το εναγόμενο αρνείται την υπό κρίση αγωγή ως προς τη βασιμότητα και το ύψος των αιτούμενων από την ενάγουσα κονδυλίων, περαιτέρω δε προβάλλει παραδεκτά, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά (βλ. ΟλΑΠ 2/2005 ΕλλΔνη 2005, σελ. 689, ΑΠ 1275/2009, ΑΠ 128/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και αναπτύσσεται περισσότερο με τις, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατατεθείσες προτάσεις του (άρθρο 591 § 1 περ. γ΄ και δ΄ ΚΠολΔ), τον ισχυρισμό ότι η αξίωση της ενάγουσας έχει υποπέσει στην παραγραφή του άρθρου 6 της Σύμβασης Κεφαλαίου, όπως έχει τροποποιηθεί, και πρέπει για το λόγο αυτό να απορριφθεί, καθώς, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το ένδικο πλοίο βυθίστηκε στις 5-3-2012 και η ενάγουσα κινητοποιήθηκε αυθημερόν για την αντιμετώπιση της ρύπανσης, παρέχοντας τις υπηρεσίες της στις 5-3-2012 και 6-3-2012, πλην, όμως, του κοινοποίησε στην έδρα του στο Λονδίνο την από 26-2-2015 αγωγή της κατά της ασφαλιστικής εταιρείας Αιγαίον στις 13-4-2015, ήτοι μετά τη συμπλήρωση στις 5-3-2015 της τριετούς παραγραφής, και σε κάθε περίπτωση, κατέθεσε την κρινόμενη αγωγή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στις 16-9-2019, ήτοι μετά την παρέλευση 7 ετών, 5 μηνών και 11 ημερών από το ατύχημα. Ο εν λόγω ισχυρισμός περί παραγραφής της αιτούμενης αξίωσης της ενάγουσας είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις του προαναφερόμενου άρθρου 6 της Διεθνούς Σύμβασης Κεφαλαίου του 1992, όπως έχει τροποποιηθεί με το Π.Δ. 270/1995 και ισχύει, και 262 ΚΠολΔ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.Από το άρθρο 260 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι η παραγραφή διακόπτεται όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο, συνάγεται ότι αρκεί, για τη διακοπή της παραγραφής, οποιαδήποτε συμπεριφορά ή ενέργεια του οφειλέτη προς το δανειστή, με την οποία εκφράζεται ρητώς ή σιωπηρώς, αλλά σαφώς, η πεποίθηση του οφειλέτη για την ύπαρξη της υποχρέωσής του και της αξίωσης του δανειστή, κατά τρόπο ώστε να μην παρίσταται αναγκαία η έγερση της οικείας αγωγής και χωρίς να είναι απαραίτητο η συμπεριφορά αυτή ή ενέργεια του οφειλέτη να έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα ή να γίνεται με σκοπό ανάληψης υποχρέωσης ή να γίνει αποδεκτή από το δανειστή (ΑΠ 997/2015, ΑΠ 1018/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αναγνώριση, όμως, η οποία δηλώνεται στα πλαίσια διαπραγματεύσεων προς σύναψη συμβιβασμού, δεν ισχύει πλέον αν δεν καταρτισθεί ο συμβιβασμός, οπότε και η παραγραφή δε θεωρείται διακοπείσα (ΕφΠειρ 11350/1991 ΑρχΝ 1993, σελ. 221). Η ενάγουσα, με την προσθήκη στις προτάσεις της, προς απόκρουση της ένστασης παραγραφής που προέβαλε το εναγόμενο, ισχυρίζεται ότι οι προθεσμίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 της Σύμβασης Κεφαλαίου δε συντρέχουν σωρευτικά, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους σε αυτή λόγους, με συνέπεια να αρκεί για τη διακοπή της παραγραφής η εντός τριετίας, από τότε που έλαβε χώρα η ζημία του δικαιούχου αποζημίωσης, γνωστοποίηση στο … της αγωγής που έχει ασκήσει ο δικαιούχος εναντίον του πλοιοκτήτη ή του εγγυητή και επιπρόσθετα, προτείνει : α) αντένσταση διακοπής της παραγραφής με τη γνωστοποίηση στο εναγόμενο, στις 2-3-2015, μέσω του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, κατ’ άρθρο 134 § 1 ΚΠολΔ, της από 26-2-2015 αγωγής της κατά της ασφαλιστικής εταιρείας, που κάλυπτε ασφαλιστικά το πλοίο, με την … ήτοι πριν την πάροδο τριετίας, υπολογιζόμενης με χρόνο επέλευσης της ζημίας στις 31-1-2013, οπότε έκδωσε χρεωστικό σημείωμα για τις υπηρεσίες της, άλλως στις 16-3-2012, οπότε ολοκλήρωσε την παροχή υπηρεσιών αντιρρύπανσης και τον καθαρισμό του εξοπλισμού της, άλλως για κάθε δαπάνη χωριστά ο χρόνος κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε στο διάστημα από 5-3-2012 έως 16-3-2012, β) επικουρικά, αντένσταση διακοπής της παραγραφής λόγω αναγνώρισης από το εναγόμενο του μεγαλύτερου μέρους της απαίτησής της και συγκεκριμένα, με την αποστολή στις 22-8-2016 ηλεκτρονικού μηνύματος του πληρεξούσιου δικηγόρου του εναγόμενου, άνευ επιφύλαξης, στο οποίο επισύναπτε την από Ιουλίου 2016 έκθεση αξιολόγησης των τεχνικών συμβούλων του εναγόμενου, με την οποία οι ως άνω τεχνικοί σύμβουλοι αναγνώρισαν, και επομένως, και το εναγόμενο, ότι ένα μεγάλο μέρος της απαίτησής της, συνολικού ποσού 203.000 ευρώ, αντιστοιχούσε σε εύλογες υπηρεσίες που προσέφεραν και εύλογα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν για τον περιορισμό της ρύπανσης, ήτοι πριν την πάροδο εξαετίας, και γ) επικουρικά, αντένσταση διακοπής της παραγραφής λόγω αναγνώρισης μέρους της απαίτησής της από το εναγόμενο και συγκεκριμένα, με την αποστολή στις 16-2-2017 ηλεκτρονικού μηνύματος του πληρεξούσιου δικηγόρου του εναγόμενου, στο οποίο επισύναπτε την από 7-2-2017 επιστολή του εναγόμενου, με την οποία το τελευταίο της προσέφερε το ποσό των 100.000 ευρώ σε πλήρη και ολοσχερή κατά συμβιβασμό εξόφλησή της, ήτοι ομοίως πριν την πάροδο εξαετίας, τις οποίες αντενστάσεις ανέπτυξε και προφορικά με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης. Η πρώτη εξ αυτών, κύρια, αντένσταση διακοπής της παραγραφής πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη, καθόσον τα θεμελιωτικά αυτήν πραγματικά περιστατικά, ακόμη και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για την αντίκρουση της ένστασης παραγραφής, δεδομένου ότι με το δεύτερο εδάφιο του 6ου άρθρου της Διεθνούς Σύμβασης Κεφαλαίου του 1992 θεσπίζεται ρητά μια πρόσθετη, επικουρική, παραγραφή, με σκοπό την εξυπηρέτηση της βεβαιότητας του δικαίου με τη θέσπιση ενός ανώτατου ορίου διάρκειας της εκκρεμότητας των αξιώσεων αποζημίωσης σε βάρος του Κεφαλαίου, με αφετηρία το χρόνο που έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, ήτοι εν προκειμένω την 5η-3-2012, ημερομηνία κατά την οποία βυθίστηκε το πλοίο και άρχισε η ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, και ανεξάρτητα από τη συνδρομή άλλων γεγονότων, όπως η εξέλιξη των δικαστικών διαδικασιών εναντίον του πλοιοκτήτη ή του εγγυητή. Συνεπώς, μόνη η γνωστοποίηση της από 26-2-2015 αγωγής της ενάγουσας στο εναγόμενο εντός τριετίας δε διακόπτει την παραγραφή, εφόσον στη συνέχεια δεν ασκήθηκε αγωγή εντός εξαετίας από την πρόκληση του ζημιογόνου γεγονότος. Περαιτέρω, η δεύτερη, επικουρική, αντένσταση διακοπής της παραγραφής πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως αόριστη, καθόσον δε γίνεται καμία διάκριση ως προς ποιες από τις ένδικες υπηρεσίες και έξοδα αναγνωρίσθηκαν ώστε να κριθεί η ουσιαστική βασιμότητά της ως προς το μέρος αυτό της αξίωσης. Σε κάθε δε περίπτωση, είναι απορριπτέα και ως νομικά αβάσιμη, διότι, και αληθή υποτιθέμενα τα περιστατικά που επικαλείται η ενάγουσα προς θεμελίωσή της, δε συνιστούν αναγνώριση της αξίωσής της, που διακόπτει την παραγραφή κατ’ άρθρο 260 ΑΚ, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως προεκτεθείσα νομική σκέψη. Ειδικότερα, η αναγνώριση μέρους της αξίωσης δε συνιστά αναγνώριση του συνόλου της αξίωσης του δανειστή και για το υπόλοιπο μέρος και αντίστοιχα δεν επέρχεται διακοπή της παραγραφής του μέρους αυτού, διότι δεν αναγνωρίζεται ως υφιστάμενο κατά το χρόνο της ως άνω συμπεριφοράς του (βλ. και ΑΠ 1206/2001 ΕλλΔνη 2002, σελ. 157), τουναντίον αμφισβητείται. Τέλος, η τρίτη, επικουρική, αντένσταση διακοπής της παραγραφής πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη, δοθέντος ότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση, αναγνώριση, που δηλώνεται στα πλαίσια διαπραγματεύσεων προς σύναψη συμβιβασμού, δεν ισχύει πλέον αν δεν καταρτισθεί ο συμβιβασμός, όπως εν προκειμένω, οπότε και η παραγραφή δε θεωρείται διακοπείσα.Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας, Π. Ξ. Μ., που εξετάσθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση, τα οποία λαμβάνονται υπόψη του Δικαστηρίου, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ), είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα είναι εταιρεία με αντικείμενο εργασιών, μεταξύ άλλων, την εγκατάσταση, διατήρηση, ανάπτυξη και διαχείριση βάσεων αντιμετώπισης ρύπανσης από διαρροή χημικών, πετρελαιοειδών και άλλων αποβλήτων σε κάθε είδους περιβάλλον, υδάτινο και χερσαίο, καθώς και την παροχή υπηρεσιών αντιμετώπισης τέτοιας ρύπανσης σε ιδιώτες ή και κρατικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τους ελληνικούς και διεθνείς κανονισμούς και διαθέτει για την εκτέλεση των υπηρεσιών αυτών καταρτισμένο και εξειδικευμένο προσωπικό, καθώς και ειδικής κατασκευής αντιρρυπαντικά σκάφη και πλωτά μέσα εφοδιασμένα με ειδικό εξοπλισμό και υλικά. Στις 5-3-2012 και περί ώρα 09:40, το υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο … (με αριθμό Νηολογίου Πειραιά … κ.κ.χ. … νεκρού βάρους 2.519 τόνων, αριθμό … και Δ…), που ανήκε στην κυριότητα της εταιρείας με την επωνυμία … και ήταν ασφαλισμένο για κάλυψη της ευθύνης της πλοιοκτήτριας για ζημία από ρύπανση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Διεθνούς Σύμβασης 1992 για την Αστική Ευθύνη Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο, στην ασφαλιστική εταιρεία με την … έπλεε στον κόλπο της Ελευσίνας, όταν από αμέλεια (ναυτικό πταίσμα) του πλοιάρχου του, προσέκρουσε σε βυθισμένο αντικείμενο και ειδικότερα, στο παλαιό ναυάγιο του ε/γ πλοίου … το οποίο ήταν σημασμένο και φαινόταν στους ναυτικούς χάρτες, με συνέπεια να υποστεί εκτεταμένο ρήγμα στα ύφαλα του και να βυθιστεί περί ώρα 09:45 σε απόσταση μικρότερη του ενός ναυτικού μιλίου από τις ακτές στον κόλπο της Ελευσίνας. Κατά το χρόνο αυτό, το δεξαμενόπλοιο μετέφερε 1.498,998 τόνους πετρελαίου τύπου μαζούτ Νο.3 (…, 299,025 τόνους πετρελαίου τύπου μαζούτ Νο.1 … και 274,580 κυβικά μέτρα (που αντιστοιχούν σε 236,139 τόνους) καυσίμου πετρελαίου ναυτιλίας (marine gas oil). Εξαιτίας της πρόσκρουσης αυτής και της βύθισης του ως άνω δεξαμενόπλοιoυ, διέρρευσαν στη θάλασσα μεγάλες ποσότητες πετρελαιοειδών (περίπου 450 κυβικά μέτρα), που ρύπαναν την περιοχή βύθισης και (κατόπιν και σχετικής συμβολής των ανέμων και των θαλάσσιων ρευμάτων) εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την ευρύτερη θαλάσσια περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας και σε έκταση 24 χιλιομέτρων ακτογραμμής του κόλπου αυτού, ρυπαίνοντας τις ακτογραμμές μεταξύ των περιοχών Ευταξία και Όρμου Βουρκάδι, τις ακτογραμμές του Ναυστάθμου Σαλαμίνας, του Ναυτικού Οχυρού Σκαραμαγκά και της νήσου Σαλαμίνας από την περιοχή Ξένο έως το Μπατσί, καθώς και τις προβλήτες και θαλάσσιους χώρους εγκαταστάσεων ΕΛ.ΠΕ Ελευσίνας, Ναυπηγείων Ελευσίνας και ναυπηγείων … Αυθημερόν η πλοιοκτήτρια, έχοντας υποχρέωση από το νόμο να προβεί σε απορρύπανση της θάλασσας και περιορισμό της ρύπανσης, ανέθεσε, περί ώρα 10:40, μέσω της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας με την επωνυμία … στην ενάγουσα, κατόπιν υποβολής προσφοράς από την τελευταία, τις εργασίες περιορισμού και πρόληψης ρύπανσης της θάλασσας και καθαρισμού των ακτών των περιοχών που ενδεχομένως θα πλήττονταν. Αμέσως δε μετά την ανάθεση των παραπάνω εργασιών η ενάγουσα γνωστοποίησε το σχετικό διορισμό της στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας, που ήταν η αρμόδια αρχή για την άμεση εποπτεία των εργασιών αντιμετώπισης της ρύπανσης (άρθρο 11 § 5 Π.Δ 55/1998), ενώ είχε ήδη κινητοποιηθεί από ώρα 10:00, με την πληροφόρηση του ένδικου ατυχήματος, χρησιμοποιώντας το εξειδικευμένο προσωπικό της, ρυμουλκά και ναυαγοσωστικά σκάφη και υλικά για την αντιμετώπιση της ρύπανσης. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας και περί ώρες 18:13, 18:17 και 18:19 η πλοιοκτήτρια απέστειλε στην ενάγουσα διαδοχικά μηνύματα (μέσω τηλεομοιοτυπίας) με την οποία την ευχαριστούσε για τις μέχρι τη στιγμή εκείνη παρασχεθείσες υπηρεσίες της και την πληροφορούσε ότι αποφάσισε τη συνέχιση των εργασιών από την εταιρεία με την επωνυμία Τ. Π. Π. Α.Ε., ενώ περί ώρα 19:42 έλαβε μήνυμα και από το Κεντρικό λιμεναρχείο Ελευσίνας αναφορικά με τις διαδικασίες που θα έπρεπε να ακολουθήσει για την ασφαλή παράδοση – παραλαβή των αντιρρυπαντικών εργασιών στην εταιρεία «Τεχνική Προστασίας Περιβάλλοντος Α.Ε.». Περί ώρα 23:27 της ίδιας ως άνω ημέρας η ενάγουσα ειδοποίησε την πλοιοκτήτρια περί της επικείμενης απομάκρυνσης του αντιρρυπαντικού εξοπλισμού της από την περιοχή και της διαδικασίας παράδοσης των σχετικών εργασιών στην ως άνω εταιρεία Τ. Π. Π. Α.Ε., η οποία (διαδικασία) για λόγους ασφαλείας θα άρχιζε την επόμενη ημέρα (6-3-1012), κατά την οποία και ολοκληρώθηκε περί ώρα 21:04. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα έκδωσε για τις δαπάνες της χρεωστικό σημείωμα στις 31-1-2013, συνολικού ποσού 349.404,48 ευρώ, και όχλησε την πλοιοκτήτρια για την εξόφλησή του, αλλά αυτή κώφευσε και κατόπιν αυτού, ήγειρε την αξίωσή της ενώπιον του μεταξύ τους ειδικά συμφωνηθέντος, ως έχοντος αποκλειστική αρμοδιότητα, διαιτητικού Δικαστηρίου της Διαιτησίας των Lloyd’s στο Λονδίνο. Επί της προσφυγής της, εκδόθηκε στις 23-9-2015 η απόφαση του διαιτητή …, με την οποία η πλοιοκτήτρια καταδικάσθηκε να της καταβάλει ως αποζημίωση το συνολικό ποσό των 349.404,48 ευρώ πλέον τόκων ποσού 105.182,02, των εξόδων της και των εξόδων της διαιτησίας, ποσού 24.432 και 12.000 λιρών Αγγλίας αντίστοιχα, πλην, όμως, η εκτέλεση της εν λόγω απόφασης εναντίον της πλοιοκτήτριας είναι απρόσφορη, καθώς αυτή, λόγω του ναυαγίου, έχει απωλέσει το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, ήτοι το πλοίο. Ακόμη, άσκησε την από 26-2-2015, με αριθμό κατάθεσης 2540/1450/27-2-2015, αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά της ασφαλιστικής εταιρείας του ένδικου πλοίου, κατά τον κρίσιμο χρόνο της πρόκλησης της ζημίας, με την … την οποία κοινοποίησε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά για λογαριασμό του εναγόμενου στις 2-3-2015 (βλ. ΑΠ 1405/2019, ΑΠ 1404/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ως προς το ότι ως χρόνος επέλευσης όλων των ουσιαστικών συνεπειών κατά το Ελληνικό Δίκαιο, άρα και της διακοπής της παραγραφής, κατ’ άρθρο 221 § 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, υπαγόμενης στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 § 2 του Κανονισμού 1393/2007, νοείται εκείνος της πλασματικής επίδοσης του σχετικού δικογράφου στον αρμόδιο εισαγγελέα κατ’ άρθρο 134 § 1 ΚΠολΔ). Η επίδοση αυτή έχει το χαρακτήρα γνωστοποίησης του άρθρου 7 § 6 της Διεθνούς Σύμβασης Κεφαλαίου του 1992 και έλαβε χώρα πριν την παρέλευση τριετίας από την ημερομηνία που έγινε η ζημία. Ωστόσο, η κρινόμενη αγωγή, η οποία κατατέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στις 16-9-2019, ασκήθηκε μετά την πάροδο εξαετίας από την ημερομηνία που έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, που ορίζεται ως απώτατη προθεσμία κατ’ άρθρο 6 εδ. β΄ της Σύμβασης Κεφαλαίου του 1992, δηλαδή από τις 5-3-2012, οπότε βυθίστηκε το ένδικο πλοίο και άρχισε η ρύπανση του περιβάλλοντος, και ως εκ τούτου, έχει υποπέσει σε παραγραφή, δεκτής γενομένης ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης του εναγόμενου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του με τις προτάσεις του (άρθρα 106, 176, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου, τα οποία ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (5.500,00€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις ….………. και δημοσιεύθηκε στις 3-8-2020, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ