ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
2604/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Δεκεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) Της ανακόπτουσας: Της υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» (εφεξής «…»), που εδρεύει στο …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή της, ήτοι την εταιρεία με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», εδρεύουσα στο …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ … και εκπροσωπούμενη νόμιμα, που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Ψυχάρη του Χρήστου (ΑΜ/ΔΣΑ 26505), κατοίκου …, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.
Των καθ’ ων η ανακοπή: 1) …, που φέρει ΑΦΜ …, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η οποία εκπροσωπείται από τον Διοικητή της και εδρεύει στην Αθήνα, εν προκειμένω δε και από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ …, που κατοικοεδρεύει στον …, το οποίο παραστάθηκε διά της Ιωάννας Δρεσίου, δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ (ΑΜ 422), που κατέθεσε προτάσεις. 2) Του …, κατοίκου …………….., οδός ………….., με ΑΦΜ … της ΔΟΥ Ε΄ Πειραιά, που παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Μιχάλη Νταλάκου του Λεωνίδα (ΑΜ/ΔΣΠ 1822), κατοίκου …, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις. 3) Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, που παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Κωνσταντίνου Τασιόπουλου του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ 3403), κατοίκου …, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.
Β) Της ανακόπτουσας: Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, που παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Κωνσταντίνου Τασιόπουλου του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ 3403), κατοίκου …, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.
Των καθ’ ων η ανακοπή: 1) Της υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» (εφεξής «…»), που εδρεύει στο …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή της, ήτοι την εταιρεία με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», εδρεύουσα στο …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ … και εκπροσωπούμενη νόμιμα, που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Ψυχάρη του Χρήστου (ΑΜ/ΔΣΑ 26505), κατοίκου …, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις. 2) Του …, κατοίκου …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ Ε΄ Πειραιά, που παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Μιχάλη Νταλάκου του Λεωνίδα (ΑΜ/ΔΣΠ 1822), κατοίκου …, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.
Γ) Των ανακοπτόντων: 1) …, που φέρει ΑΦΜ …, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η οποία εκπροσωπείται από τον Διοικητή της και εδρεύει στην …….., εν προκειμένω δε και από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ …, που κατοικοεδρεύει στον …, και 2) Της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, που φέρει ΑΦΜ …, ως εκπροσώπου …, η οποία εδρεύει στην ….. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, στην προκείμενη δε περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ …, που κατοικοεδρεύει στον Πειραιά, …, που παραστάθηκαν διά της Ιωάννας Δρεσίου, δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ (ΑΜ 422), η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Των καθ’ ων η ανακοπή: 1) Του …, κατοίκου …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ Ε΄ Πειραιά, που παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Μιχάλη Νταλάκου του Λεωνίδα (ΑΜ/ΔΣΠ 1822), κατοίκου …, αλλά δεν κατέθεσε προτάσεις. 2) Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, που παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Κωνσταντίνου Τασιόπουλου του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ 3403), κατοίκου …, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.
Δ) Της ανακόπτουσας: Της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στον …, και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Κίμωνα Γκιουλιστάνη του Δημητρίου (ΑΜ/ΔΣΠ 2562), κατοίκου …, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.
Των καθ’ ων η ανακοπή: 1) Της … … που εδρεύει στον …, και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε διά της Ιωάννας Δρεσίου, Δικαστικής Πληρεξουσίας ΝΣΚ (ΑΜ 422), η οποία κατέθεσε προτάσεις. 2) Του …, κατοίκου …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ Ε΄ Πειραιά, που παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Μιχάλη Νταλάκου του Λεωνίδα (ΑΜ/ΔΣΠ 1822), κατοίκου …, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις. 3) Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, που παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Κωνσταντίνου Τασιόπουλου του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ 3403), κατοίκου …, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις. 4) Της υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» (εφεξής «…»), που εδρεύει στο …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή της, ήτοι την εταιρεία με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», εδρεύουσα στο …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ … και εκπροσωπούμενη νόμιμα, που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Ψυχάρη του Χρήστου (ΑΜ/ΔΣΑ 26505), κατοίκου …, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.
Ε) Της ανακόπτουσας: Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην …, και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Χρυσούλα Τήρλα του Ανέστη (ΑΜ/ΔΣΑ 31252), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.
Των καθ’ ων η ανακοπή: 1) Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, που παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Κωνσταντίνου Τασιόπουλου του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ 3403), κατοίκου …, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις. 2) Του …, κατοίκου …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ Ε΄ Πειραιά, που παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Μιχάλη Νταλάκου του Λεωνίδα (ΑΜ/ΔΣΠ 1822), κατοίκου …, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.
Στ) Του ανακόπτοντος: Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία «…» (…), ως οιονεί καθολικού διαδόχου του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στην …, με ΑΦΜ …, νόμιμα εκπροσωπούμενο, που παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου Γαρυφαλλιάς Φραντζή του Βασιλείου (ΑΜ/ΔΣΑ 18194), κατοίκου …, η οποία προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.
Των καθ’ ων η ανακοπή: 1) Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, που παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Κωνσταντίνου Τασιόπουλου του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ 3403), κατοίκου …, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις. 2) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», εδρεύουσας στο …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ … και εκπροσωπούμενης νόμιμα, ως ειδικού εκκαθαριστή της υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Ψυχάρη του Χρήστου (ΑΜ/ΔΣΑ 26505), κατοίκου …, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Α ανακοπής ζητεί να γίνει δεκτή η από 25.6.2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 5787/2875/2019, προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Β ανακοπής ζητεί να γίνει δεκτή η από 27.6.2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 5942/2946/2019, προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Οι ανακόπτοντες της υπό στοιχείο Γ ανακοπής ζητούν να γίνει δεκτή η από 19.9.2019 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 8235/4131/2019, προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Δ ανακοπής ζητεί να γίνει δεκτή η από 20.6.2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 5561/2769/2019, προσδιορίστηκε για τις 8.10.2019, οπότε αναβλήθηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Ε ανακοπής ζητεί να γίνει δεκτή η από 20.6.2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 5586/2783/2019, προσδιορίστηκε για τις 22.10.2019, οπότε αναβλήθηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Το ανακόπτον της υπό στοιχείο Στ ανακοπής ζητεί να γίνει δεκτή η από 20.9.2019 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 8243/4137/2019, προσδιορίστηκε για τις 5.11.2019, οπότε αναβλήθηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των ως άνω ανακοπών, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν εξαιτίας της συνάφειας ανάμεσά τους, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι ένδικες ανακοπές που βάλλουν κατά του ίδιου πίνακα κατατάξεως πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, δοθέντος ότι εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, ενώ επέρχεται συγχρόνως μείωση των δικαστικών εξόδων (άρθρα 246, 933 παρ. 1 εδ. β, 979 παρ. 2 εδ. α ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1012 παρ. 1 και 4 του ΚΠολΔ και 205 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι, επί κατασχεμένου πλοίου που πλειστηριάστηκε, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται κατά κύριο λόγο όπως ορίζουν οι διατάξεις του ΚΙΝΔ. Προηγούνται οι κατ’ άρθρο 205 του ΚΙΝΔ προνομιούχες απαιτήσεις. Τα προνόμια του άρθρου αυτού είναι ειδικά και έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο ή το ναύλο, εκτοπίζουν δε κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ μόνον όταν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι πλοίο του οφειλέτη και όχι ακίνητό του (ΑΠ 1556/1998 ΕλλΔνη 1999.1326). Στη συνέχεια κατατάσσονται οι ενυπόθηκες απαιτήσεις επί του πλοίου, απλές ή προτιμώμενες. Μετά την ικανοποίηση και των απαιτήσεων αυτών, στο τυχόν απομένον πλειστηρίασμα κατατάσσονται οι απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976, κατά την έκταση που δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ (ΕφΠατρ 432/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 81/1988 ΕΝαυτΔ 1990.24). Τελευταίοι κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι δανειστές. Οι ενυπόθηκοι δανειστές του ναυτικού δικαίου ικανοποιούνται κατά πλήρη προτεραιότητα σε σχέση με τους γενικούς προνομιούχους του ΚΠολΔ [ΕφΠειρ 198/2003 ΕΝαυτΔ 2003.145· Μπρίνιας Αναγκ. Εκτέλεση παρ. 632 δ΄ σελ. 2047-2048, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νικολόπουλος), ΚΠολΔ ΙΙ (2000), 1012]. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ (όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο σύνταξης του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, που έλαβε χώρα στις 10.4.2019, δηλαδή μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 214 του ν. 4072/2012), καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) Στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) Οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, β) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, γ) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, δ) τα εκ της ναυτολόγησης των ναυτικών δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) και τα πρόστιμα, που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθένειας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.). 2) Στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) Οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα. 3) Στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημιές σε πλοία, επιβάτες και φορτία. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 972 παρ. 1 και 974 έως 979 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατατάξεως προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατατάξεως, οι οποίες μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαιτήσεως του καθ’ ου η ανακοπή, η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατατάξεως. Από την παρ. 2 του άρθρου 979 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν ο λόγος ανακοπής συνίσταται σε απλή αμφισβήτηση και άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαίτησης του καθ’ ου που έχει καταταγεί ή του προνομίου της, αρκεί και μόνον η άρνηση αυτή για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, δεδομένου ότι ο καθ’ ου η ανακοπή βαρύνεται με την επίκληση και την απόδειξη των παραγωγικών της απαιτήσεώς του ή του προνομίου της πραγματικών γεγονότων. Στην περίπτωση αυτή, ο καθ’ ου η ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση, να επικαλεστεί κατά τρόπο ορισμένο και να αποδείξει την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος της απαίτησής του, για την οποία έχει καταταγεί, καθώς και τον προνομιακό χαρακτήρα της. Αν ο καθ’ ου η ανακοπή δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή (ΑΠ 1052/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έννομο συμφέρον για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατατάξεως έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαιτήσεως εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (άρθρο 972 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι σε άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως νομιμοποιούνται μόνον ο επισπεύδων, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθ’ ου η εκτέλεση, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο. Τέτοιο συμφέρον, ως προς τον ανακόπτοντα, θεωρείται ότι υπάρχει, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής του δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου, αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα κατάταξης του ιδίου. Έτσι, αν παρά την ακύρωση της κατάταξης και την εξαιτίας αυτής αποβολή του καθ’ ου, κριθεί ότι ο ανακόπτων δεν δικαιούται να καταταγεί, η ανακοπή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της (ΑΠ 1375/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλόμενη απαίτηση και την κατάταξη του καθ’ ου η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατατάξεως είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της αποφάσεως περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή (ΑΠ 1013/2013 ΕΠολΔ 2014.123).
Α. 1. Κατά το άρθρο 126 παρ. 1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο. Εξάλλου, το άρθρο 85 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ΝΔ 356/1974), ορίζει: «Επί δικών του παρόντος νομοθετικού διατάγματος το Δημόσιον εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, καθ’ ου στρέφεται και κοινοποιείται παν δικόγραφον επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν όμως περίπτωσιν επί τη αυτή ως άνω κυρώσει απαιτείται κοινοποίησις του δικογράφου και εις τον Υπουργόν των Οικονομικών». Κατά δε το άρθρο 5 §§ 1, 2 του Δ/τος της 26 Ιουνίου – 10 Ιουλίου 1944 «περί Κώδικος των Νόμων περί δικών του Δημοσίου»: «1. Μόνον αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών … γενόμεναι κοινοποιήσεις οιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι νομίμους συνεπείας. 2. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπήται δικαστικώς εκ μέρους άλλου, πλην του επί των Οικονομικών Υπουργού, είτε και εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργόν των Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητος αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης…». Ήδη δε το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 4389/2016 «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 94/27.5.2016) ορίζει ότι «1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η “Αρχή”), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και είσπραξη των φορολογικών […] δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της», ενώ το 36 ορίζει ότι: «Η Αρχή [Α.Α.Δ.Ε.] εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α΄, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, Α΄ 97) και 85 παρ. 1, εδάφιο πρώτο του ΝΔ 356/1974 (Α΄ 90). Η προβλεπομένη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ΝΔ 356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου, πρέπει να γίνει, με ποινή απαραδέκτου στις δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητας δε στις λοιπές, τόσο στον Υπουργό Οικονομικών και ήδη στον Διοικητή Α.Α.Δ.Ε., όσο και στο αρμόδιο όργανο, δηλαδή τον Διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου, και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. και στον Διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν αντίκεινται στα άρθρα 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1, 8 παρ. 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (πρβλ. Α.Ε.Δ. 27/2004 ΔΕΕ 2005.1101, ΑΠ 1274/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ …/2010 ΕλλΔνη 2011.451· βλ. ΠΠρΗρακλ 31/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΡόδ 101/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 1166/2018 NoB 2019.512). 2. Από τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 περ. β΄ του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η αναγγελία πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, και περιγραφή της απαιτήσεως του δανειστή που αναγγέλλεται, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 159 αριθ. 3 του ιδίου Κώδικα, κατά την οποία η παράβαση διατάξεως που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξεως συνεπάγεται ακυρότητα, αν προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, προκύπτει ότι η αναγγελία, ως πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, πρέπει να περιέχει περιγραφή της απαιτήσεως που αναγγέλλεται και του προνομίου της. Ενόψει όμως του ότι η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική, εξώδικη διαδικαστική πράξη και το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, και ειδικότερα της κατατάξεως, η απαίτηση του αναγγελλομένου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν, με τις παρατηρήσεις τους (άρθρο 974 ΚΠολΔ) και την ανακοπή (άρθρο 979 ΚΠολΔ), ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσας απαιτήσεως, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα της απαιτήσεως. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών είναι και η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, όταν μάλιστα αυτά δεν συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο λόγω αοριστίας της αναφερομένης σ’ αυτό απαιτήσεως μόνον όταν η περιγραφή αυτής, καθώς και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μην μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία, κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπερασπίσεώς των, κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ, και να υφίστανται έτσι βλάβη. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση, στο βαθμό που απαιτείται επί ανακοπής (άρθρα 216 παρ. 1 και 585 ΚΠολΔ), για τον αναγγελθέντα δικαιούχο της απαιτήσεως, ανεξαρτήτως της δικονομικής θέσεώς του στη δίκη της ανακοπής, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κυρίας ή παρεμπίπτουσας αιτήσεως για δικαστική προστασία, κατά την έννοια του άρθρου 111 του ΚΠολΔ. Για την πληρότητα της περιγραφής της αναγγελλομένης απαιτήσεως αρκεί η μορφολογική εξατομίκευσή της ως προς το είδος και το προνόμιο κατατάξεώς της, μπορεί δε να συμπληρώνεται με παραπομπή σε άλλο, συνυποβαλλόμενο έγγραφο. Εάν ο αναγγελλόμενος δανειστής δεν ανταποκρίνεται στην επιβαλλόμενη από τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 εδ. β΄ του ΚΠολΔ υποχρέωσή του να καταθέσει το αργότερο δεκαπέντε (15) ημέρες μετά τον πλειστηριασμό στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση και το τυχόν προνόμιο που την ασφαλίζει, αποκλείεται να τα καταθέσει μεταγενέστερα (άρθρο 151 ΚΠολΔ) και μπορεί να καταταγεί τυχαία από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η πάροδος όμως απράκτου της δεκαπενθημέρου προθεσμίας του άρθρου 972 παρ.1 εδ. β΄ ΚΠολΔ δεν επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα προσκομιδής των εγγράφων ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως, το οποίο είναι υποχρεωμένο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 του ΚΠολΔ, να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν ενώπιόν του οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1580/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 949/2011 ΕΠολΔ 2012.120, ΑΠ 31/2010 ΧρΙΔ 2011.49, ΑΠ 1340/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 472/2005 ΕλλΔνη 2005.1434, ΑΠ 195/2003 ΕλλΔνη 2004.436, ΑΠ 119/2003 ΝοΒ 2003.1632, ΑΠ 1700/2002 ΝοΒ 2003.1222, ΑΠ 1640/2002 ΕλλΔνη 2003.744, ΑΠ 630/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 286/2000 ΕλλΔνη 2000.1328, ΕφΠειρ 10/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 267/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 3. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 979 και 1006 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ συνάγεται ότι η ύπαρξη αποφάσεως εκδοθείσας μεταξύ οιουδήποτε των δανειστών και του καθ’ ου η εκτέλεση, δια της οποίας επιδικάζεται τελεσιδίκως η καταταγείσα απαίτηση, δεν αποτελεί δεδικασμένο έναντι των λοιπών δανειστών, οι οποίοι παραδεκτώς αμφισβητούν την ύπαρξη της εν λόγω απαιτήσεως (ΑΠ 1666/2003 ΧρΙΔ 2004.346). Οι δανειστές, μαχόμενοι κατά ή υπέρ του κύρους του πίνακα της κατάταξης, στο πλαίσιο της διεξαγόμενης, κατόπιν ανακοπής του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, δίκης, είναι τρίτοι έναντι του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη και δεν δεσμεύονται ούτε ωφελούνται από το μεταξύ αυτού και οποιουδήποτε δανειστή δεδικασμένο. Έτσι, ο καθ’ ου η ανακοπή δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο απόφασης μεταξύ του ανακόπτοντος και του καθ’ ου η εκτέλεση και μπορεί να προτείνει ακωλύτως όλους τους νόμιμους σχετικούς ισχυρισμούς που τον ωφελούν (ΑΠ 679/2007, ΑΠ 1501/2006, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 4. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ, επί πλειστηριασμού πλοίου, η κατάταξη των δανειστών γίνεται κατά πρώτο λόγο συμφώνως προς τις διατάξεις του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 205 του εν λόγω Κώδικα, «τα από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως» κατατάσσονται προνομιακώς. Όπως προκύπτει από την τελευταία των εν λόγω διατάξεων, οι όροι «κατάπλους εις τον τελευταίον λιμένα» και «έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως» υποσημαίνουν, ο πρώτος, τον λιμένα, όπου κατεσχέθη το πλοίο και εξ αυτού του λόγου δεν κατέστη εφικτός ο απόπλους αυτού, ο δε δεύτερος, τα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως του πλοίου, ώστε να αποφευχθεί η μείωση της αξίας αυτού, τα οποία πρέπει να συνδέονται αιτιωδώς προς τη γενομένη κατάσχεση, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται και η αμοιβή του φύλακα ή των φυλάκων του πλοίου, τους οποίους προσέλαβε και εγκατέστησε επί του πλοίου μετά την κατάσχεση ο κατασχών δανειστής, υποχρεούμενος προς τούτο βάσει της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 1 του ΠΔ 280/2000 (ΦΕΚ Α΄ 232/30.10.2000), εκδοθέντος δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως παρασχεθείσας δια του άρθρου 15 παρ. 11 περ. η Ν. 2743/1999 (ΕφΠειρ 664/2013 ΕΝαυτΔ 2013.231). Ειδικότερα, έξοδα φύλαξης, όπως και έξοδα συντήρησης, είναι όσα δαπανώνται για να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση το πλοίο για την εκπλήρωση του προορισμού του, ως οικονομικής μονάδας, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του. Προνομιούχος δε, θεωρείται κάθε δαπάνη που έγινε για τον ανωτέρω σκοπό, από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, δηλαδή σ’ εκείνο τον οποίο κατέπλευσε το πλοίο και από τον οποίο παρεμποδίστηκε να αποπλεύσει, λόγω της κατάσχεσής του, χωρίς να είναι απαραίτητο οι δαπάνες αυτές να έχουν γίνει μετά την κατάσχεση (ΑΠ 295/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 52/1995 ΕλλΔνη 1997.1087, ΕφΠειρ 544/2008 ΕΝαυτΔ 2008.417, ΕφΠειρ 3/2004 ΕΝαυτΔ 2004.141). Συγκεκριμένα, έξοδα φύλαξης, αναγνωριζόμενα ως προνομιούχα στην πρώτη τάξη, νοούνται τα έξοδα «επιστασίας και αναγκαίας μερίμνης», προς το σκοπό διασφάλισης του πλοίου με τα συστατικά και παραρτήματά του στην υλική κατάσταση που κατασχέθηκε (ΕφΠειρ 473/2000 ΕΕμπΔ 2000.546). Στα έξοδα φύλαξης περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δαπάνες αλλά και η αμοιβή των αναγκαίων προς τούτο υπηρεσιών και φροντίδων, που καταβάλλεται για τη φύλαξη του πλοίου, σε φύλακα οριζόμενο από τον πλοιοκτήτη (ΕφΠειρ 473/2000 ο.π.). Δεν απολαμβάνουν, όμως, του εν λόγω προνομίου, όλα τα έξοδα φύλαξης, αλλά μόνο εκείνα που έγιναν σε πλοίο ακινητοποιημένο ενόψει του πλειστηριασμού. Αποκλείεται, δηλαδή, κάθε δαπάνη που δεν συμβιβάζεται με τη δικαιολογητική αιτία της καθιέρωσης του προνομίου, η οποία αναφέρεται σε πλοίο, που τελεί σε σταθερή παραμονή προς το σκοπό της εκποίησης. Εξάλλου, το προνόμιο αυτό έχει ως έρεισμα λόγους επιείκειας. Η φύλαξη του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι δεν προστατεύει μόνο τα συμφέροντα του πλοιοκτήτη, αλλά ωφελεί αμέσως και το σύνολο των δανειστών, διότι, χωρίς το προνόμιο αυτό, ο οφειλέτης διακινδυνεύει να μη βρει φύλακες πρόθυμους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και έτσι το πλοίο να παραμείνει χωρίς προστασία ενόψει του πλειστηριασμού προς βλάβη των δανειστών (ΕφΠειρ 473/2000 ο.π.). Στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο που κατασχέθηκε βρισκόταν επί μεγάλο χρονικό διάστημα παροπλισμένο στο ίδιο λιμάνι στο οποίο και πλειστηριάστηκε, το λιμάνι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο «τελευταίος λιμένας μετά τον κατάπλου», έτσι ώστε κάθε δαπάνη φύλαξης και συντήρησης που έγινε κατά το διάστημα αυτό να καλύπτεται από το πιο πάνω προνόμιο. Τούτο δε, διότι, δεν πρόκειται για λιμάνι στο οποίο το πλοίο ακινητοποιήθηκε και παρακωλύθηκε να αποπλεύσει συνεπεία της κατάσχεσης, αλλά η ακινητοποίησή του αυτή ήταν άσχετη με την κατάσχεση, αφού το πλοίο είχε καταπλεύσει με τον αποκλειστικό σκοπό να ακινητοποιηθεί και να παροπλισθεί επί μακρό χρόνο. Επίσης, δεν συντρέχει η πιο πάνω αιτία για την προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του φύλακα που προσλήφθηκε για τη φύλαξη του παροπλισμένου πλοίου στην περίπτωση κατά την οποία η πρόσληψη αυτού και η παροχή των υπηρεσιών του έγινε σε διάστημα άσχετο με την κατάσχεση του πλοίου. Διαφορετική εκδοχή θα οδηγούσε στην προνομιακή κατάταξη όλων σχεδόν των απαιτήσεων που αφορούν παροπλισμένα πλοία (αφού αυτές αφορούν κατά κανόνα έξοδα φύλαξης και συντήρησης που έγιναν στο λιμάνι της κατάσχεσης), εκδοχή η οποία θα ήταν αντίθετη με την έννοια των διατάξεων που καθιερώνουν τα ναυτικά προνόμια και οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται στενά, καθόσον διαταράσσουν την ισότητα μεταξύ των πιστωτών, ενώ δεν πρέπει να παραβλεφθεί και το γεγονός ότι η αμοιβή του φύλακα παροπλισμένου πλοίου δεν πηγάζει από σύμβαση ναυτικής εργασίας, αλλά από σύμβαση χερσαίας εργασίας, αφού το πρόσωπο αυτό δεν είναι ναυτικός (ΑΠ 179/2000 ΕλλΔνη 2000.733, ΕφΠειρ 973/2005 ΕΝαυτΔ 2005.432, ΕφΠειρ 856/2005 ΠειρΝ 2006.81), επομένως δε, δεν απολαμβάνει ούτε του προνομίου της περίπτωσης β΄ του άρθρου 205 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 229/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 147/2010 ΕΝαυτΔ 2010.241, ΕφΠειρ 473/2000 ο.π., ΕφΠειρ 267/1999 ΕΝαυτΔ 1999.86). Στην περίπτωση, τέλος, πολλαπλών αναγκαστικών κατασχέσεων, υποστηρίζεται στη θεωρία η άποψη ότι, αν πρόκειται για το ίδιο λιμάνι και μία πρώτη αναγκαστική κατάσχεση δεν τελεσφόρησε, δεν αποκλείεται εκ προοιμίου να ληφθούν υπόψη και έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως που έγιναν πριν από την αναγκαστική κατάσχεση που οδήγησε στον πλειστηριασμό, αλλά που συνδέονται χρονικά με την ατελέσφορη πρώτη κατάσχεση. Οι πρώτες δαπάνες που διατήρησαν σε καλή κατάσταση το πλοίο επέτρεψαν τελικά την επιτυχέστερη έκβαση του πλειστηριασμού συνεπεία άλλης κατάσχεσης στο ίδιο λιμάνι. Αν το πλοίο ακινητοποιείται ενόψει πλειστηριασμού και η πρώτη κατάσχεση δεν ευδοκιμεί για τον α΄ ή β΄ λόγο, η σταθερή παραμονή του πλοίου προς το σκοπό εκποίησης στο ίδιο λιμάνι είναι η νομικά κρίσιμη παράμετρος (βλ. σχετ. Ιω. Δεληκωστόπουλο, Το τελευταίο λιμάνι της κατάσχεσης, ΧρΙΔ 2019.401, ιδίως 403· contra Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόμος τέταρτος, Β΄ έκδοσις, 1982, σελ. 2031 υποσ. 72, που υποστηρίζει ότι, με βάση την αρχή της αυτοτέλειας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο η κατάσχεση που οδήγησε στον πλειστηριασμό).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα, με την υπό στοιχ. Α υπ’ αριθ. καταθ. 5787/2875/2019 κρινόμενη ανακοπή της, εκθέτει ότι στις 28.2.2018 εκπλειστηριάστηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Στέφανου Βασιλάκη, με επίσπευση του δεύτερου καθ’ ου …, το περιγραφόμενο υπό ελληνική σημαία πλοίο «…», υπ’ αριθ. νηολογίου …. Ότι η ίδια (ανακόπτουσα) αναγγέλθηκε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού εμπρόθεσμα και νομότυπα για το σύνολο της περιγραφόμενης απαίτησής της ποσού 6.533.314,89 ευρώ πλέον τόκων κατά της πλοιοκτήτριας οφειλέτιδάς της εταιρείας με την επωνυμία «…», προερχόμενη από χορηγήσεις δανείων και πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, κατέθεσε δε τα αποδεικτικά της απαίτησής της έγγραφα. Ότι το άνω πλοίο κατακυρώθηκε στο ποσό των 1.350.010 ευρώ στην εταιρεία με την επωνυμία «…», τα δε έξοδα εκτελέσεως ανήλθαν σε 11.381,48 ευρώ. Ότι, επειδή το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των δανειστών, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ. …/10.4.2019 πίνακα κατάταξης δανειστών, όπου κατέταξε τους καθ’ ων πριν τις απαιτήσεις της που ασφαλίζονται με προτιμώμενες ναυτικές υποθήκες, και συγκεκριμένα α) το ελληνικό δημόσιο διά της ΔΟΥ … για το ποσό των 4.024,81 ευρώ, β) τον …, πλέον του ποσού των 260,40 ευρώ, για το ποσό των 159.000 ευρώ ως έξοδα φύλαξης του πλοίου, γ) την εταιρεία «…» για το ποσό των 60.000 ευρώ ως έξοδα φύλαξης του πλοίου, στη συνέχεια δε κατέταξε την ίδια (ανακόπτουσα) για το απομένον ποσό των 1.115.343,31 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη έννομο συμφέρον και δηλώνοντας ότι παραιτείται από το δικόγραφο της από 24.6.2019 υπ’ αριθ. κατάθεσης 5770/2869/2019 ανακοπής της (άρθρα 294, 297, 299 ΚΠολΔ), ζητεί, για τους αναφερόμενους στην ανακοπή αυτή λόγους, να μεταρρυθμιστεί ο ανωτέρω πίνακας κατάταξης δανειστών του άνω υπαλλήλου του πλειστηριασμού ώστε να αποβληθούν οι άνω καθ’ων από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατατάξεως α) ως προς το πρώτο καθ’ ου για το συνολικό ποσό για το οποίο κατατάχθηκε, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 168,89 ευρώ, β) ως προς τον δεύτερο καθ’ ου για το ποσό των 159.000 ευρώ για το οποίο κατατάχθηκε, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 155.000 ευρώ, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 149.400 ευρώ, άλλως και επικουρικότερα για το ποσό των 106.000 ευρώ και γ) ως προς την τρίτη καθ’ ης για το συνολικό ποσό για το οποίο κατατάχθηκε, άλλως και επικουρικώς για το ποσό των 40.000 ευρώ, και στα ποσά αυτά να καταταγεί η ίδια (η ανακόπτουσα) ως προνομιούχος ενυπόθηκη δανείστρια για ισόποσο μέρος της απαίτησής της. Η ανακοπή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρο 979 παρ. 2 ΚΠολΔ), εντός των 12 εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της γραπτής πρόσκλησης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στην ανακόπτουσα, καθώς η πρόσκληση της επιδόθηκε στις 10.6.2019 (βλ. τη σημείωση επί του επιδοθέντος αντιγράφου του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …) και αυτή άσκησε την κρινόμενη ανακοπή στις 26.6.2019 με κατάθεση και επίδοση αντιγράφου αυτής στους καθ’ ων (βλ. τις εκθέσεις επίδοσης υπ’ αριθ. … και …/26.6.2019 του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά … ως προς τον δεύτερο και την τρίτη των καθ’ ων αντίστοιχα), ενώ νομίμως επέδωσε αντίγραφό της και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. την υπ’ αριθ. …/26.6.2019 έκθεση επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή …), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 ΚΠολΔ (άρθρα 1006 παρ.3, 979, 933, 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2 εδ. α΄, 3 Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Ωστόσο, η υπό κρίση ανακοπή, ως προς το πρώτο καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον δεν έχει επιδοθεί στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., προϋπόθεση που ερευνάται κατά τα προαναφερόμενα αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. …/26.6.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, που προσκομίζει η ανακόπτουσα, η ένδικη ανακοπή επιδόθηκε αντίστοιχα στον Υπουργό των Οικονομικών και στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ …, ενώ, κατά τα αναφερόμενα στην πρώτη νομική σκέψη, απαιτείται επίδοση, αντί για τον Υπουργό των Οικονομικών, προς τον οποίο η επίδοση έχει ήδη καταργηθεί, στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., με συνέπεια να μην έχει ολοκληρωθεί η επίδοση και, συνακόλουθα, να μην αναπτύσσει έννομες συνέπειες η άσκηση της ανακοπής ως προς το Δημόσιο, τούτο δε άνευ βλάβης του και ανεξαρτήτως της παράστασης και κατάθεσης προτάσεων από αυτό. Επομένως, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή ν’ απορριφθεί καθ’ ό μέρος στρέφεται κατά του πρώτου καθ’ ου και η ανακόπτουσα, λόγω της ήττας της, να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδά του, τα οποία ορίζονται μειωμένα (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Μετά από αυτά, πρέπει η ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της καθ’ ό μέρος στρέφονται κατά του δεύτερου και της τρίτης των καθ’ων, δοθέντος ότι δεν συντρέχει περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας και η θέση του καθενός καθ’ ου η ανακοπή στην προκείμενη δίκη είναι ανεξάρτητη του άλλου.
Β. Από τις διατάξεις των άρθρων 979 παρ. 2, 933 και 585 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 και 217 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ, τους λόγους της ανακοπής που αποτελούν την ιστορική της βάση. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αναφέρονται στην ύπαρξη της απαίτησης του ανακόπτοντος ή του προνομίου αυτής, οπότε αν αυτή δεν έχει καταταγεί καθόλου ή ως προνομιακή στον ανακοπτόμενο πίνακα, ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει στην ανακοπή του τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν κατά νόμο την απαίτησή του ή το προνόμιο, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της ανακοπής της νομιμότητας του λόγου ανακοπής, ο ορισμός του θέματος αποδείξεως και η άμυνα του καθ’ ου η ανακοπή, είτε σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της καταταχθείσας απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή είτε σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσας απαίτησης του καθ’ ου ή του προνομίου της, οπότε ο καθ’ ου, που μάχεται για την κατάταξη της απαίτησής του σύμφωνα με το προνόμιό της, υποχρεούται να επικαλεσθεί και αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του γεγονότα καθώς και αυτά, που προσδίδουν στην καταταχθείσα απαίτησή του προνόμιο που δικαιολογεί την κατά το νόμο κατάταξη αυτής ως προνομιακής. Αν η ανακοπή δεν περιέχει τα παραπάνω στοιχεία το δικόγραφο αυτής πάσχει αοριστίας, μη δυνάμενης να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλο έγγραφο, όπως στο περιεχόμενο της αναγγελίας και τα έγγραφα που κατατίθενται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και αποδεικνύουν την αναγγελθείσα απαίτηση του ανακόπτοντος, ή με την αναφορά δικαστικής απόφασης που επιδίκασε την αναγγελθείσα απαίτηση του ανακόπτοντος, αλλά ούτε και με απλή αναφορά σε σχετική διάταξη του νόμου, με συνέπεια η ανακοπή να είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη για έλλειψη προδικασίας (ΑΠ 1083/2013, ΑΠ 1860/2013 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 849/2009 ΕΠολΔ 2010.249, ΑΠ 1783/2001 ΕλλΔνη 2002.1392, ΕφΠειρ 233/2016, ΕφΠειρ 229/2013 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό στοιχ. Β υπ’ αριθ. καταθ. 5942/2946/2019 κρινόμενη ανακοπή, η ανακόπτουσα εκθέτει ότι στις 28.2.2018 εκπλειστηριάστηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Στέφανου Βασιλάκη, με επίσπευση του δεύτερου καθ’ ου …, το περιγραφόμενο υπό ελληνική σημαία πλοίο «…», υπ’ αριθ. νηολογίου …. Ότι η ίδια (ανακόπτουσα) αναγγέλθηκε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού εμπρόθεσμα και νομότυπα, με την από 28.11.2017 αναγγελία της για την περιγραφόμενη απαίτησή της ποσού 1.045.000,82 ευρώ απορρέουσα από την εκτέλεση εργασιών κατά τη διάρκεια της ναυπηγήσεως του άνω πλοίου και με τις από 22.2.2018 και 12.3.2018 συμπληρωματικές αναγγελίες της για την περιγραφόμενη απαίτησή της ποσού 222.000 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων, απορρέουσα από παρασχεθείσες υπηρεσίες φύλαξης του πλοίου για το χρονικό διάστημα 1.1.2012-28.2.2018 κατά της πλοιοκτήτριας οφειλέτιδάς της εταιρείας με την επωνυμία «…», κατέθεσε δε τα αποδεικτικά της απαίτησής της έγγραφα. Ότι το άνω πλοίο κατακυρώθηκε στο ποσό των 1.350.010 ευρώ στην εταιρεία με την επωνυμία «…». Ότι, επειδή το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των δανειστών, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ. …/10.4.2019 πίνακα κατάταξης δανειστών, όπου, ύστερα από αφαίρεση των εξόδων, κατέταξε: α) τη ΔΟΥ … οριστικά και προνομιακά για το ποσό των 4.024,81 ευρώ, σε μερική εξόφληση της αναγγελθείσας απαιτήσεώς της, β) τον επισπεύσαντα τον πλειστηριασμό δεύτερο καθ’ ου …, πλέον του ποσού των 260,40 ευρώ, προνομιακά, αλλά υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της απαιτήσεώς του, για το ποσό των 159.000 ευρώ ως έξοδα φύλαξης του πλοίου, σε μερική εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του, γ) την ίδια (ανακόπτουσα), προνομιακά, αλλά υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της απαιτήσεώς της, για το ποσό των 60.000 ευρώ ως έξοδα φύλαξης του πλοίου, σε μερική εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών της και δ) την πρώτη των καθ’ ων υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, ως ενυπόθηκη δανείστρια, οριστικά και προνομιακά, για το απομένον ποσό των 1.115.343,31 ευρώ, σε μερική εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών της, προερχόμενων από συμβάσεις χορήγησης δανείου και πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Ότι εσφαλμένως ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν την κατέταξε για το σύνολο της απαιτήσεώς της ποσού 222.000 ευρώ προνομιακά, κατά το κεφάλαιο και κατά τους νόμιμους τόκους αυτής, και την κατέταξε μόνο για το ποσό των 60.000 ευρώ για τη φύλαξη του εκπλειστηριασθέντος πλοίου κατά τη χρονική περίοδο 1.1.2012 – 31.8.2013. Με βάση το ιστορικό αυτό, ισχυριζόμενη ότι η απαίτησή της προηγείται της απαίτησης της πρώτης καθ’ ης, που δεν απολαύει ναυτικού προνομίου, και αμφισβητώντας την αναγγελθείσα και καταταγείσα απαίτηση του δεύτερου καθ’ ου ως έξοδα φύλαξης του άνω πλοίου, ζητεί να μεταρρυθμιστεί ο ανωτέρω πίνακας κατάταξης δανειστών του άνω υπαλλήλου του πλειστηριασμού ώστε να αποβληθούν οι άνω καθ’ ων από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατατάξεως και να καταταγεί η ίδια προνομιακά για το σύνολο της προπεριγραφείσας απαιτήσεώς της ποσού 222.000 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων από τις 31.1.2012 και από το τέλος κάθε επόμενου μήνα και μέχρι τις 28.2.2018 για το επιμέρους ποσό των 3.000 ευρώ για κάθε μήνα από τον Ιανουάριο 2012 μέχρι και τον Φεβρουάριο 2018 και μέχρι τη διανομή του πλειστηριάσματος, άλλως μέχρι την τελεσιδικία του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης δανειστών, η οποία απαίτησή της αφορά τη συμφωνημένη, άλλως και όλως επικουρικά την ειθισμένη αμοιβή για την εκ μέρους της φύλαξη του ανωτέρω πλοίου «…» κατά το χρονικό διάστημα από την 1.1.2012 μέχρι τις 28.2.2018. Η ανακοπή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρο 979 παρ. 2 ΚΠολΔ), εντός των 12 εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της γραπτής πρόσκλησης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στην ανακόπτουσα, καθώς η πρόσκληση της επιδόθηκε στις 11.6.2019 (βλ. τη σημείωση επί του επιδοθέντος αντιγράφου του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …) και αυτή άσκησε την κρινόμενη ανακοπή στις 28.6.2019 με κατάθεση και επίδοση αντιγράφου αυτής στους καθ’ ων (βλ. τις εκθέσεις επίδοσης υπ’ αριθ. …΄/28.6.2019 του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά … ως προς την πρώτη και τον δεύτερο των καθ’ ων αντίστοιχα), ενώ νομίμως επέδωσε αντίγραφό της και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. την υπ’ αριθ. …/28.6.2019 έκθεση επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή …), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 ΚΠολΔ (άρθρα 1006 παρ.3, 979, 933, 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2 εδ. α΄, 3 Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Είναι, ωστόσο, απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της και απορριπτέα, κατ’ αποδοχή του σχετικού βάσιμου ισχυρισμού της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή, του ορισμένου αυτής σε κάθε περίπτωση εξεταζόμενου και αυτεπαγγέλτως, καθόσον σε αυτήν (ανακοπή) δεν προσδιορίζεται επαρκώς η απαίτηση της ανακόπτουσας εταιρείας. Συγκεκριμένα, δεν αναφέρεται σε τι συνίστατο η φύλαξη του πλοίου, εάν χρησιμοποιήθηκαν ως φύλακες συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα ή όχι, καθώς και πόσες ώρες ημερησίως απασχολούνταν αυτοί, αν απασχολούνταν καθημερινά ή συγκεκριμένες ημέρες της εβδομάδας και, συνακόλουθα, δεν προκύπτει ο τρόπος υπολογισμού της αιτούμενης αμοιβής, ανερχόμενης στο ποσό των 3.000 ευρώ μηνιαίως. Επίσης, δεν εκτίθεται αν της φύλαξης του πλοίου επιμελείτο το προσωπικό της ανακόπτουσας ή αν αυτή (φύλαξη) είχε ανατεθεί σε έτερα πρόσωπα, προσληφθέντα από αυτήν ή από άλλη εταιρεία, στην οποία η ανακόπτουσα είχε απευθυνθεί, καθώς και ο ακριβής χρόνος πρόσληψης. Οι ελλείψεις αυτές, δεδομένης και της υποχρέωσης του επισπεύδοντος την εκτέλεση να προσλάβει και εγκαταστήσει στο πλοίο από έναν έως τρεις φύλακες, υποχρεωτικά καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο, μετά τη λαβούσα χώρα το πρώτον στις 2.8.2013, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση ανακοπή, κατάσχεση του πλοίου (άρθρο 1 εδ. α΄ και β΄ π.δ. 280/2000), άγουν σε αοριστία της, καθόσον δεν δικαιολογείται επαρκώς ούτε το έννομο συμφέρον της ανακόπτουσας να αξιώνει για το χρονικό διάστημα μετά την κατάσχεση του πλοίου έξοδα φύλαξης αυτού, μη δυνάμενη (η αοριστία) να καλυφθεί από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις που επικαλείται η ανακόπτουσα με τις προτάσεις της. Επομένως, επειδή η υπό κρίση ανακοπή δεν έχει τα απαραίτητα στοιχεία για τη θεμελίωσή της, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αόριστη και να καταδικασθεί, λόγω της ήττας της, η ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η ανακοπή (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι παραστάθηκαν διαφορετικοί δικηγόροι για τους ομοδίκους αυτούς, πρέπει, επομένως, να επιδικαστούν χωριστές δικαστικές δαπάνες, διότι η εν λόγω εκπροσώπησή τους ήταν αναγκαία καθώς υπηρετούσαν ίδιον συμφέρον του καθενός (βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2012, 180 αριθ. 3).
Γ. Με την κρινόμενη υπό στοιχείο (Γ) ανακοπή, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι εκπλειστηριάσθηκε, στις 28.2.2018, ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς Στέφανου Βασιλάκη, το περιγραφόμενο σε αυτήν πλοίο, το οποίο ανήκε στην πλοιοκτησία της οφειλέτιδάς τους εταιρείας με την επωνυμία «…» και επιτεύχθηκε πλειστηρίασμα ποσού 1.350.010 ευρώ. Ότι στον ως άνω πλειστηριασμό είχαν αναγγελθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με το άρθρο 61 ΚΕΔΕ, για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της ΔΟΥ …, συνολικού ποσού 67.672,45 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων, κατά τα αναλυτικότερα εκτιθέμενα στον συνοδεύοντα την αναγγελία και ενσωματωμένο στο κρινόμενο δικόγραφο πίνακα χρεών. Ότι ο ως άνω υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον με αριθμό …/2019 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, επί του ποσού του εκπλειστηριάσματος 1.338.628,52 ευρώ, κατέταξε το Ελληνικό Δημόσιο για το ποσό των 4.024,81 ευρώ, που αφορά σε προνομιακή απαίτηση των ανακοπτόντων, τον πρώτο καθ’ ου, πλέον του ποσού των 260,40 ευρώ, και για το ποσό των 159.000 ευρώ ως έξοδα φύλαξης του πλοίου, τη δεύτερη καθ’ ης εταιρεία περιορισμένης ευθύνης για το ποσό των 60.000 ευρώ ως έξοδα φύλαξης του πλοίου και την τράπεζα «…» για το απομένον ποσό των 1.115.343,31 ευρώ. Ζητούν δε, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή, αρνούμενοι την ύπαρξη και το ύψος των απαιτήσεων των καθ’ ων η ανακοπή, όπως και το προνομιακό χαρακτήρα τους, και επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, τη μεταρρύθμιση του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης, προκειμένου να αποβληθούν από τον πίνακα κατάταξης οι καθ’ ων η ανακοπή και να καταταγεί το Ελληνικό Δημόσιο στον ως άνω πίνακα για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής του, που δεν είναι προνομιακή, είναι, όμως, υπαρκτή και ορισμένη, και ειδικότερα για το συνολικό ποσό των 17.798,14 ευρώ, που αφορά σε φόρο στο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες (ά.57 ν. 2238/94) και αναφέρεται αναλυτικά στον πίνακα χρεών. Η ανακοπή αυτή, αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …΄/20.9.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο δικαστηρίου, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1006 παρ. 3, 979 παρ. 2, 933, 937 παρ. 3 και 591 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993, ως εκ της ναυτικής φύσεως της διαφοράς. Περαιτέρω, η ανακοπή είναι παραδεκτή, καθόσον ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 979 παρ. 2 του KΠολΔ, 10,11 του ν.δ. της 26.6/10.7.1944 «περί δικών του Δημοσίου» και 58 παρ. 4 του ν.δ. 356/1974 «περί Κώδικος Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων» (ΚΕΔΕ), δεδομένου ότι η υπ’ αριθ. …/10.4.2019 πρόσκληση δανειστών του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο έλαβε χώρα την 6.6.2019 (βλ. την από 6.6.2019 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς … στο προσκομιζόμενο από τους ανακόπτοντες αντίγραφο της ως άνω πρόσκλησης που επιδόθηκε στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ) και η ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 19.9.2019 και επιδόθηκε στους καθ’ ων η ανακοπή, καθώς και στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, την 20.9.2019 (βλ. τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες υπ’ αριθ. …΄ και …΄/20.9.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …, αντίστοιχα), εντός, δηλαδή, της προθεσμίας των τριάντα ημερών που ισχύει για την άσκηση ανακοπής από το Δημόσιο, κατ’ άρθρο 58 ΚΕΔΕ. Περαιτέρω, στην υπό κρίση ανακοπή, ο πρώτος των καθ’ ων, …, παραστάθηκε μεν στο Δικαστήριο στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του, δεν κατέθεσε όμως προτάσεις. Σημειώνεται ότι οι προτάσεις που υπέβαλε στο πλαίσιο των λοιπών συνεκφωνηθεισών ανακοπών δεν είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη για την υπό κρίση ανακοπή, καθόσον κοινές προτάσεις είναι δυνατό να κατατεθούν μόνο αφότου το Δικαστήριο διατάξει τη συνεκδίκαση των πλειόνων, εκκρεμών ενώπιόν του υποθέσεων, μη αρκούσης της συνεκφώνησης αυτών από το Δικαστήριο (βλ. σχετικώς ΕφΘεσ 47/2012 ΕΠολΔ 2012.233, ΕφΑθ 2395/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε δε περίπτωση, το κατατεθέν στο πλαίσιο των υπολοίπων υποθέσεων δικόγραφο προτάσεων δεν αναφέρει στην προμετωπίδα του ότι στρέφεται και κατά … ούτε από το περιεχόμενό του προκύπτει ότι αφορά και στην υπό κρίση ανακοπή. Συνεπώς, στο πλαίσιο της υπό στοιχείο (Γ) ανακοπής, ο πρώτος των καθ’ ων, …, δεν παρίσταται προσηκόντως εξ απόψεως δικονομικής, καθόσον δεν έχει υποβάλει προτάσεις για την εν λόγω υπόθεση, παρά μόνο για τις υπό στοιχεία (Α), (Β), (Δ) και (Ε) υποθέσεις, και δη πριν το Δικαστήριο διατάξει τη συνεκδίκαση των υποθέσεων, που το πρώτον ποιείται με την παρούσα απόφασή του, χωρίς να αρκεί η συνεκφώνησή τους κατά την ημέρα της δικασίμου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου. Κατά τα ισχύοντα στην ένδικη υπόθεση, άλλωστε, η οποία εκδικάζεται βάσει των κανόνων της διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών, όπως αυτοί ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015 ενόψει του χρόνου κατάθεσης των οικείων δικογράφων, η δικονομική παρουσία στη δίκη αποτελεί σύνθετη διαδικαστική πράξη, απαρτιζόμενη το μεν από την εκπροσώπηση του διαδίκου στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, το δε από την κατάθεση εγγράφων προτάσεων. Καθώς, συνεπώς, ελλείπει εν προκειμένω η κατάθεση εγγράφων προτάσεων από μέρους του πρώτου των καθ’ ων, αυτός τυγχάνει δικονομικά απών, ενόψει και της σχέσης απλής ομοδικίας μεταξύ αυτού και της δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή (βλ. άρθρα 94 παρ. 1, 115 παρ. 3 και 591 παρ. 1 περ. γ ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι οι διατάξεις περί ερημοδικίας των άρθρων 271 επ. ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις ειδικές διαδικασίες, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ειδική πρόβλεψη (άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εφαρμόζονται, συνεπώς, και εδώ τα τεκμήρια ομολογίας και παραιτήσεως εξαιτίας της ερημοδικίας. Αντίθετες διατάξεις προβλέπονται στο άρθρο 595 ΚΠολΔ, ως προς τις διαφορές από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, καθώς και στο άρθρο 621 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως προς τις εργατικές διαφορές. Έτσι, σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, καθιερώνεται το τεκμήριο ομολογίας των ισχυρισμών του ενάγοντος, υπό τους όρους της παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, εν προκειμένω δε όταν απουσιάζει ο καθ’ ου η ανακοπή, πρέπει να θεωρείται ότι αυτός ομολογεί τους λόγους της ανακοπής, εφόσον οι λόγοι της κριθούν παραδεκτοί και νόμιμοι. Τέλος, απαραδέκτως η υπό κρίση ανακοπή ασκείται αυτοτελώς από τη -στερούμενη νομικής προσωπικότητας- «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων», καθόσον στην παρούσα δίκη νομιμοποιείται ενεργητικά ως ανακόπτον το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 1 του Ν. 4389/2016, από τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (βλ. ανωτέρω, υπό στοιχ. Α.1. νομική σκέψη). Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή τυγχάνει απορριπτέα καθ’ ό μέρος ασκείται από αυτήν (δεύτερη ανακόπτουσα), πλην όμως δε θα επιδικασθούν δικαστικά έξοδα υπέρ της παριστάμενης δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή, καθόσον αυτή δεν υποβλήθηκε σε πρόσθετα δικαστικά έξοδα ως προς την Α.Α.Δ.Ε. Άλλωστε, όσον αφορά στον πρώτο των καθ’ ων, δε γίνεται λόγος για δικαστική δαπάνη, καθόσον αυτός λόγω της ερημοδικίας του δεν υποβλήθηκε σε τέτοια. Μετά ταύτα, η υπό στοιχείο (Γ) ανακοπή, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Δ. Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999 το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με το ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρεία» και με το διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», και δη σε ανώνυμη εταιρία κοινής ωφελείας, με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, η οποία λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το ν. 2688/1999 και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν. 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του α.ν. 1559/1950, που, κατά τη ρητή διάταξη της παρ. 2 του δεύτερου άρθρου του ως άνω ν. 2688/1999, εφαρμόζονται στην εταιρία Ο.Λ.Π. Α.Ε., η τελευταία απολαύει όλων των προνομίων, απαλλαγών και ατελειών που απολαύει το Δημόσιο σε όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές σχέσεις και συναλλαγές του και εφαρμόζονται εν γένει επ’ αυτής όλες οι σχετικές διατάξεις εξαιρετικού δικαίου που ισχύουν εκάστοτε για το Δημόσιο. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα 4 παρ. 7 και 13 του Α.Ν. 1559/1950 «Περί Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς», που επικυρώθηκε με το Ν. 1630/1951, ο Οργανισμός καθορίζει τα τιμολόγια και τους εν γένει όρους εργασίας εκάστης των υπηρεσιών του, καθώς και κάθε εργασίας που εκτελείται στο λιμένα, δύναται δε να καθορίζει επίσης και τη διαδικασία είσπραξης και πληρωμών των ως άνω εργασιών, ενώ, κατόπιν κοινής απόφασης των Υπουργών Δημοσίων Έργων και Εμπορικής Ναυτιλίας, επιβάλλει δικαιώματα επί των πλοίων και πλωτών μέσων εν γένει διά την προσόρμιση, την παραβολή και την παραμονή τους στην περιοχή του λιμένα. Σε εκτέλεση της παρεχομένης από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 21 παρ. 2 του νόμου αυτού εξουσιοδότησης, εκδόθηκαν μέσα στα όρια αυτής, ειδικοί κανονισμοί, με τους οποίους καθορίσθηκαν τα τέλη και δικαιώματα του Οργανισμού. Με τον εγκριθέντα με την υπ’ αριθ. 16040/1961 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δημοσίων Έργων και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 162) ειδικό κανονισμό του ΟΛΠ καθορίσθηκαν τα τέλη και δικαιώματα του Οργανισμού για την προσόρμιση, παραβολή, πρυμνοδέτηση, ελλιμενισμό κ.λπ. των πλοίων, τα οποία (δικαιώματα), κατά το άρθρο 11, βαρύνουν και παρακολουθούν το πλοίο, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 6 γ του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης (Κ.Ο.Δ.) του ΟΛΠ, που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 45057/11/1972 κοινή απόφαση Υ.Π.Ν.Μ.Ε. και Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 57/18.1.1973), ορίσθηκε ότι «προκειμένου περί δικαιωμάτων παραβολής, προσορμίσεως, επισκευής και αργίας …εάν το εκπλειστηριαζόμενον πράγμα είναι πλοίο, ο ΟΛΠ κατατάσσεται προνομιακώς κατά την εν άρθρω 205 εδαφ. α΄ του Κ.Ι.Ν.Δ. οριζομένην τάξιν, ως βαρύνοντα και παρακολουθούντα το πλοίο». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι τα δικαιώματα του ΟΛΠ για την προσόρμιση, παραβολή, πρυμνοδέτηση, ελλιμενισμό κ.λπ. βαρύνουν το πλοίο και κατά συνέπεια αποτελούν απαιτήσεις, οι οποίες απολαύουν του προνομίου του άρθρου 205 στοιχ. α΄ του ΚΙΝΔ (ΑΠ 1783/2001 ΕΝαυτΔ 2002.310). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρεία», όπως προεκτέθηκε. Με το άρθρο δεύτερο παρ. 1 α΄ του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 3 του Α.Ν. 1559/1950 εφαρμόζονται στην εταιρεία Ο.Λ.Π. Α.Ε. Συνεπώς, η εταιρεία αυτή απολάμβανε όλων των προνομίων, απαλλαγών και ατελειών, που απολαύει το Δημόσιο σε όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές συναλλαγές του (ΑΠ 1247/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 934/2006 ΕΝαυτΔ 2007.44). Εξάλλου, στις 8 Ιουλίου του 2016 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο ν. 4404/2016 (Α΄ 126) «Για την κύρωση της από 24 Ιουνίου 2016 τροποποίησης και κωδικοποίησης σε ενιαίο κείμενο της από 13 Φεβρουάριου 2002 Σύμβασης Παραχώρησης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και της Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. και άλλες διατάξεις». Στο άρθρο 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «Α. Κυρώνεται και αποκτά ισχύ τυπικού νόμου από κοινού με τα προσαρτήματα αυτής, η από 24 Ιουνίου 2016 σύμβαση, που τιτλοφορείται «Σύμβαση Παραχώρησης σχετικά με τη Χρήση και την Εκμετάλλευση Ορισμένων Χώρων και Περιουσιακών Στοιχείων εντός του Λιμένος Πειραιώς» και η οποία συνήφθη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.», η οποία κρίνεται συμφέρουσα και επωφελής για το Ελληνικό Δημόσιο. Η Σύμβαση Παραχώρησης παρατίθεται στην ελληνική γλώσσα» και στη συνέχεια περιλαμβάνεται στο νομοθετικό κείμενο κατά λέξη ολόκληρο το περιεχόμενο της Σύμβασης. Σύμφωνα με τις εξουσιοδοτικές διατάξεις, που περιέχονται στο άρθρο τριακοστό πέμπτο του ν. 2932/2001 (ΦΕΚ Α΄ 145/27.6.2001), το Ελληνικό Δημόσιο και ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. συνήψαν στις 13 Φεβρουάριου του έτους 2002 σύμβαση παραχώρησης, με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε στον ΟΛΠ το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των γηπέδων, κτιρίων, εγκαταστάσεων και υποδομών της χερσαίας λιμενικής ζώνης του Λιμένος Πειραιώς για αρχική διάρκεια σαράντα (40) ετών και προσδιορίσθηκαν οι ειδικότεροι όροι της παραχώρησης αυτής και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των μερών. Τροποποιήσεις της Σύμβασης του 2002, συμπεριλαμβανομένης της παράτασης της διάρκειας της παραχώρησης κατά δέκα (10) έτη, εγκρίθηκαν για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει κοινής υπουργικής απόφασης στις 19.11.2008 (ΦΕΚ Β΄ 2372/21.11.2008). Οι συμφωνηθείσες τροποποιήσεις περιλήφθηκαν σε πρόσθετη στη Σύμβαση του έτους 2002 πράξη, που υπογράφηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του ΟΛΠ στις 18.11.2008. Στη συνέχεια η Σύμβαση του 2002, όπως τροποποιήθηκε από την Προσθήκη του 2008, κυρώθηκε με τα άρθρα πρώτο και τρίτο του ν. 3654/2008 (ΦΕΚ Α΄ 57/3.4.2008). Με βάση τα ανωτέρω, στο Λιμένα Πειραιώς φορέας διοίκησης και εκμετάλλευσης ήταν η εν λόγω ανώνυμη εταιρεία, η οποία δε διαχειριζόταν την ιδιωτική της περιουσία, αλλά ενεργούσε ως δημόσιο όργανο, που απέβλεπε στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου ειδικότερα στην εύρυθμη διεξαγωγή των θαλασσίων συγκοινωνιών και μεταφορών και στην εν γένει εξυπηρέτηση του εμπορίου. Σύμφωνα με το ν. 3986/2011 (ΦΕΚ Α΄ 152/1.7.2011), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, το ιδρυθέν με το νόμο αυτό Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Ελληνικού Δημοσίου Α.Ε. (Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ.) υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, απέκτησε πλειοψηφικό πακέτο συμμετοχής στον ΟΛΠ, που αντιστοιχεί σε συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιό του κατά ποσοστό 74,14%. Δυνάμει απόφασης, που ελήφθη στις 5.3.2014, το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ. αποφάσισε και ενέκρινε την προτεινόμενη πώληση μετοχών του ΟΛΠ (που αντιστοιχούν συνολικά σε ποσοστό 67% του υφιστάμενου μετοχικού του κεφαλαίου), μέσω διεθνούς διαγωνιστικής διαδικασίας, διαρθρωμένης σε δύο φάσεις (Διαδικασία Αξιοποίησης), μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου της προσυμβατικής νομιμότητας της οποίας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, το τελευταίο εξέδωσε απόφαση, με την οποία αποφάνθηκε υπέρ της νομιμότητας και επέτρεψε στο Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ. τη σύναψη σύμβασης αγοραπωλησίας μετοχών για την πώληση συνολικά 16.750.000 μετοχών του ΟΛΠ σε δύο δόσεις στην ορισθείσα ως Προτιμώμενο Επενδυτή εταιρεία «Cosco (Hong Kong) Group Limited», ή σε θυγατρική του Προτιμώμενου Επενδυτή. Ορίσθηκε επίσης ότι η ολοκλήρωση των συναλλαγών, που προβλέπονται στην ανωτέρω Σύμβαση Αγοραπωλησίας Μετοχών, εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τη σύναψη τροποποιητικής Σύμβασης Παραχώρησης και από την προσήκουσα κύρωσή της από τη Βουλή των Ελλήνων. Στο πλαίσιο της Διαδικασίας Αξιοποίησης το Ελληνικό Δημόσιο προσκάλεσε τον ΟΛΠ σε διαπραγματεύσεις, προκειμένου να συνομολογηθούν κατάλληλες τροποποιήσεις της υφιστάμενης Σύμβασης Παραχώρησης, με σκοπό το περιεχόμενό της να εναρμονισθεί προς τη σκοπούμενη μεταβίβαση σε ιδιώτη επενδυτή πλειοψηφικής συμμετοχής στον ΟΛΠ, οι οποίες και τελικά κατέληξαν στην οριστικοποίηση και σύναψη της Σύμβασης Παραχώρησης της 24ης Ιουνίου 2016 μετά των Παραρτημάτων της. Κατά τη διαπραγμάτευση της ανωτέρω σύμβασης τα μέρη αναγνώρισαν ότι οι διατάξεις της υφιστάμενης Σύμβασης Παραχώρησης πρέπει να επικαιροποιηθούν, να διευκρινισθούν και να συμπληρωθούν, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την ανακατανομή ρόλων, αρμοδιοτήτων και ευθυνών σε σχέση με τη λειτουργία του Λιμένα Πειραιώς μεταξύ του ΟΛΠ και του Ελληνικού Δημοσίου και την κατάργηση ορισμένων προνομίων του ΟΛΠ αναφορικά με τη θέσπιση κανόνων, ώστε να επιτευχθεί εναρμόνιση της Υφιστάμενης Σύμβασης Παραχώρησης με την ανάληψη ελέγχου του ΟΛΠ από ιδιωτικό φορέα εκμετάλλευσης (βλ. σχετικώς περί των ανωτέρω στο προοίμιο της Σύμβασης Παραχώρησης της 24ης.6.2016, που έχει περιληφθεί στον κυρωτικό αυτής νόμο υπ’ αριθ. 4404/2016, στοιχεία Ε και Ζ, στο στοιχείο I της οποίας επίσης αναφέρεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει «το δικαίωμα του ΟΛΠ να λειτουργεί κατά τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων του ως εμπορική κερδοσκοπική εταιρεία, με την επιφύλαξη των όρων, που παρατίθενται πληρέστερα στην παρούσα Σύμβαση»). Επισημαίνεται ότι με τις παραγράφους 15 και 16 της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 4404/2016 έχει καταστεί σαφές ότι η μεταβίβαση του ελέγχου της ΟΛΠ ΑΕ σε ιδιώτη επενδυτή είναι νοητή μόνον σε χρόνο κατά τον οποίο η ΟΛΠ ΑΕ θα έχει απωλέσει το χαρακτήρα της ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου «διφυούς» χαρακτήρα και θα έχει μεταταγεί σε καθεστώς νομικού προσώπου ιδιωτικού δίκαιου με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης. Η μετάταξη αυτή προϋποθέτει την κατάργηση και αφαίρεση από την ΟΛΠ ΑΕ αρμοδιοτήτων και εξουσιών, τις οποίες εξακολουθεί να ασκεί μέχρι σήμερα και οι οποίες ενέχουν στοιχεία ενάσκησης δημόσιας εξουσίας ή προσιδιάζουν περισσότερο σε δημόσιο πυλώνα της λειτουργίας της πολιτείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων εξουσιών αποτελούν ορισμένες ρυθμίσεις, ιδίως του Α.Ν. 1559/1950, με τα οποία είχε εξουσιοδοτηθεί ο ΟΛΠ (τότε υπό τη μορφή του Ν.Π.Δ.Δ.) να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων θεμάτων αρμοδιότητάς του. Δεδομένου ότι η θέση σε ισχύ του συνόλου των διατάξεων του Σχεδίου Κυρωτικού Νόμου αποτελεί αναβλητική αίρεση για τη θέση σε ισχύ της Αναθεωρημένης Σύμβασης Παραχώρησης, από το συνδυασμό των όρων της τελευταίας και της Σύμβασης Αγοραπωλησίας Μετοχών προκύπτει ότι ο υφιστάμενος μηχανισμός διασφαλίζει τη μεταβίβαση σε ιδιώτη επενδυτή πλειοψηφικού πακέτου συμμετοχής στην ΟΛΠ ΑΕ σε χρόνο, κατά τον οποίο η ανωτέρω θα έχει τραπεί σε μία συνήθη ανώνυμη εταιρεία με αμιγώς επιχειρηματικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, στην ίδια την ανωτέρω Σύμβαση, που έχει συμπεριληφθεί στον κυρωτικό αυτής νόμο υπ’ αριθ. 4404/2016, ορίσθηκε ότι θα τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία πλήρωσης όλων των σ’ αυτήν ειδικότερα αναφερομένων αναβλητικών αιρέσεων. Εξάλλου, στον όρο 1.7 του άρθρου 1 της Σύμβασης αυτής ορίζεται ότι: «Κατά την Ημερομηνία Έναρξης Ισχύος: α)… β) με την επιφύλαξη του άρθρου 1.7 (γ), οποιεσδήποτε διατάξεις νόμων ή κανονισμών, που εφαρμόζονται ειδικά για τον ΟΛΠ και παρέχουν στον ΟΛΠ το δικαίωμα θέσπισης, έκδοσης, εφαρμογής, ή τροποποίησης κανόνων ή κανονισμών, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, των διατάξεων του Αναγκαστικού Νόμου 1559/1950, όπως εκάστοτε ισχύει, θα θεωρούνται ως ανακληθείσες, καταργηθείσες ή ακυρωθείσες, είτε η εν λόγω ακύρωση επιβεβαιώνεται ρητά από τον Κυρωτικό Νόμο που προβλέπεται στο άρθρο 1.1 (α) είτε όχι, και γ) έως ότου εκδοθούν αναθεωρημένοι κανονισμοί (συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά κανονισμών τιμολογιακής πολιτικής) σε σχέση με το Λιμένα Πειραιά σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, μόνο οι ειδικοί κανονισμοί λιμένων, οι κανονισμοί λειτουργίας και οι κανονισμοί τιμολογιακής πολιτικής, που ισχύουν επί του παρόντος και παρατίθενται στο Μέρος II (Διατηρούμενοι Κανονισμοί) του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ 1.7. (οι Υφιστάμενοι Κανονισμοί ΟΛΠ) θα συνεχίσουν να ισχύουν και θα παραμείνουν σε πλήρη και απόλυτη ισχύ». Επομένως, καθώς ήδη η Αναθεωρημένη Σύμβαση Παραχώρησης έχει τεθεί σε ισχύ και ολοκληρωθεί η πώληση της πλειοψηφίας των μετοχών της ΟΛΠ ΑΕ σε ιδιώτη, η ανωτέρω εταιρεία αποτελεί πλέον αποκλειστικά και μόνο Ν.Π.Ι.Δ. και δη ιδιωτική κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρεία και σε καμία περίπτωση δημόσιο όργανο ή δημόσια αρχή, με αποτέλεσμα η άσκηση απ’ αυτήν οποιασδήποτε διοικητικής αρμοδιότητας να μην είναι συνταγματικά ανεκτή. Για τον ίδιο επίσης λόγο οι διατάξεις του Α.Ν. 1599/1950, με τις οποίες είχε εξουσιοδοτηθεί ο ΟΛΠ (τότε Ν.Π.Δ.Δ.) να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων θεμάτων αρμοδιότητάς του, θεωρούνται πλέον καταργηθείσες, όπως προβλέπεται στη Σύμβαση Παραχώρησης, μετά την έναρξη ισχύος της, και εκτέθηκε ανωτέρω, αλλά, επιπροσθέτως, και στη διάταξη της παραγράφου 2α του άρθρου 20 του Κυρωτικού αυτής Νόμου υπ’ αριθμ. 4404/2016, σύμφωνα με την οποία: «Από την έκδοση του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη διαφορετικής ειδικής ρύθμισής του, ανακαλούνται, καταργούνται ή στερούνται ισχύος: (α) διατάξεις νόμων με ειδική εφαρμογή στην «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.» και/ή στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, υπό τη μορφή της προκατόχου νομικής οντότητας δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), στο βαθμό που απονέμουν αρμοδιότητα στο Διοικητικό Συμβούλιο του/της «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» να υιοθετεί, να εισάγει, να θεσπίζει, να εκδίδει, να καθιερώνει ή να τροποποιεί κανονιστικές διατάξεις και κανονισμούς λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του άρθρου 4 και του άρθρου 21 παρ. 2 του Α.Ν. 1559/1950, όπως ισχύει, …», όπερ επίσης επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 5 παρ. 1 α του Παραρτήματος I, 1.1. (α) της Σύμβασης αυτής. Συνεπώς, πέραν των κανονισμών, που παρατίθενται στο Μέρος II του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ 1.7. της ανωτέρω Σύμβασης Παραχώρησης, οι οποίοι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, θα συνεχίσουν να ισχύουν μέχρι την έκδοση αναθεωρημένων κανονισμών σε σχέση με το Λιμένα του Πειραιά, κάθε άλλος κανονισμός, που εκδόθηκε από τον ΟΛΠ κατά το παρελθόν, σε εκτέλεση της παρασχεθείσας προς αυτόν νομοθετικής εξουσιοδότησης από τον επίσης καταργηθέντα Α.Ν. 1559/1950, παύει να ισχύει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εν λόγω Σύμβασης. Επομένως, από τη θέση σε ισχύ της Αναθεωρημένης Σύμβασης Παραχώρησης θεωρείται ότι καταργήθηκε και ο εγκριθείς με την υπ’ αριθ. … κοινή Υπουργική Απόφαση Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης του ΟΛΠ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο της κατάργησής του, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στους ειδικά αναφερομένους στο Παράρτημα της ανωτέρω Σύμβασης κανονισμούς, οι οποίοι ορίζεται ότι διατηρούνται σε ισχύ και μετά την έναρξη της ισχύος της, στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 6 του οποίου προβλεπόταν ότι «προκειμένου περί δικαιωμάτων παραβολής, προσορμίσεως, επισκευής και αργίας… εάν το πλειστηριαζόμενο πράγμα είναι πλοίο, ο ΟΛΠ κατατάσσεται προνομιακώς κατά την εν άρθρω 205 εδαφ. α΄ του ΚΙΝΔ οριζομένην τάξιν, ως βαρύνοντα και παρακολουθούντα το πλοίο», με αποτέλεσμα τα δικαιώματα της ήδη ΟΛΠ ΑΕ για την προσόρμιση, παραβολή, πρυμνοδέτηση, ελλιμενισμό κ.λπ. που βαρύνουν το πλοίο, να αποτελούν απαιτήσεις της οι οποίες δεν απολαύουν πλέον του προνομίου κατάταξης του άρθρου 205 στοιχ. α΄ του ΚΙΝΔ στη διανομή του πλειστηριάσματος του πλοίου (ΜονΕφΠειρ 248/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 711/2019, δημοσιευμένη στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Εφετείου Πειραιά www.efeteio-peir.gr).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ’ αριθ. καταθ. 5561/2769/2019 ανακοπή της, η ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία «…» ισχυρίζεται ότι, με επίσπευση του δεύτερου των καθ’ ων η ανακοπή, πλειστηριάσθηκε το υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο με την ονομασία «…», υπ’ αριθ. νηολ. …, πλοιοκτησίας της εδρεύουσας στον …. οφειλέτιδας εταιρίας με την επωνυμία «…». Ότι η ίδια (ανακόπτουσα) διατηρεί κατά της καθ’ ης η αναγκαστική εκτέλεση άνω οφειλέτριας εταιρίας την αναλυτικά περιγραφόμενη ληξιπρόθεσμη απαίτηση, που ανέρχεται συνολικά σε 65.197,09 ευρώ και αφορά τέλη και δικαιώματα αυτής για παροχή στο άνω πλοίο σε ιδιωτικά ναυπηγεία από 1.5.2012 έως 31.1.2018 υπηρεσιών ελλιμενισμού (πρυμνοδέτησης). Ότι μετά τον πλειστηριασμό του πλοίου, λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ. …/2019 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, δεν κατέταξε προνομιακά στο εναπομείναν εκπλειστηρίασμα 1.338.628,52 ευρώ την ίδια για τη νομότυπα και εμπρόθεσμα αναγγελθείσα άνω απαίτησή της, αλλά κατέταξε προνομιακά και οριστικά την πρώτη των καθ’ ων η ανακοπή ΔΟΥ …, προνομιακά αλλά υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της απαίτησής τους τον δεύτερο και την τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή και προνομιακά και οριστικά την τέταρτη των καθ’ ων η ανακοπή υπό εκκαθάριση τελούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία και ακολούθως εξαντλήθηκε το πλειστηρίασμα και ουδείς έτερος πιστωτής κατετάγη. Ότι η άνω απαίτησή της για τέλη και δικαιώματα ελλιμενισμού (πρυμνοδέτησης) που βαρύνουν το άνω πλοίο εσφαλμένα δεν κατατάχθηκε προνομιακά στην πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 α΄ ΚΙΝΔ, όπως προβλέπει και το άρθρο 19 παρ. 6 περ. β΄ του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης αυτής, που εγκρίθηκε με την κοινή Απόφαση υπ’ αριθ. … Υ.Π.Ν.Μ.Ε. και Οικονομικών (ΦΕΚ …./18.1.1973). Για τους λόγους αυτούς, τους οποίους η ανακόπτουσα εκθέτει αναλυτικότερα στο δικόγραφο της ανακοπής, ζητεί να μεταρρυθμιστεί υπέρ της ο ανωτέρω πίνακας κατάταξης, ώστε να καταταγεί προνομιακά η ίδια για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής της, στη θέση των καθ’ ων, οι οποίοι και να αποβληθούν της κατάταξης. Η ανακοπή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρο 979 παρ. 2 ΚΠολΔ), εντός των 12 εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της γραπτής πρόσκλησης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στην ανακόπτουσα, καθώς η πρόσκληση της επιδόθηκε στις 7.6.2019 (βλ. τη σημείωση επί του επιδοθέντος αντιγράφου του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …) και αυτή άσκησε την κρινόμενη ανακοπή στις 21.6.2019 με κατάθεση στις 20.6.2019 και επίδοση αντιγράφου αυτής στους καθ’ ων στις 21.6.2019 (βλ. τις εκθέσεις επίδοσης υπ’ αριθ. …/21.6.2019 του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, αντίστοιχα), ενώ νομίμως επέδωσε αντίγραφό της και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. την υπ’ αριθ. …/21.6.2019 έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή …), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 ΚΠολΔ (άρθρα 1006 παρ.3, 979, 933, 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2 εδ. α΄, 3 Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Ωστόσο, η υπό κρίση ανακοπή, στην παρούσα δίκη που αφορά στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ …, τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη ως προς την πρώτη καθ’ ης, καθόσον δεν έχει επιδοθεί στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., προϋπόθεση που ερευνάται κατά τα προαναφερόμενα (βλ. Α.1. νομική σκέψη) αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, σχετικός δε ισχυρισμός προβάλλεται και από το παριστάμενο Ελληνικό Δημόσιο. Επομένως, η άσκηση της ανακοπής δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν αναπτύσσει έννομες συνέπειες ως προς το Δημόσιο, τούτο δε άνευ βλάβης του και ανεξαρτήτως της παράστασης και κατάθεσης προτάσεων από αυτό. Περαιτέρω, το ελληνικό Δημόσιο λειτουργεί εν προκειμένω ως μη δικαιούχος διάδικος (άρθρο 62 ΚΠολΔ), για την είσπραξη των επίδικων απαιτήσεων που έχει ανατεθεί στο δημόσιο ταμείο (ΔΟΥ …), και μόνο αυτό νομιμοποιείται παθητικά στην υπό κρίση ανακοπή (βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος ΙΙ, 2012, 979 αριθ. 17, με παραπομπή στην ΑΠ 365/2004 ΝοΒ 2005.480). Για τους ανωτέρω λόγους, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη καθ’ ό μέρος στρέφεται κατά της πρώτης καθ’ ης ΔΟΥ … και η ανακόπτουσα, λόγω της ήττας της, να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα, τα οποία ορίζονται μειωμένα (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Μετά από αυτά, πρέπει η ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της καθ’ ό μέρος στρέφονται κατά του δεύτερου, της τρίτης και της τέταρτης των καθ’ ων, δοθέντος ότι δε συντρέχει περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας και η θέση του καθενός καθ’ ου η ανακοπή στην προκείμενη δίκη είναι ανεξάρτητη του άλλου.
Ε. Με την υπ’ αριθ. καταθ. 5586/2783/2019 ανακοπή της, όπως παραδεκτά διορθώθηκε (άρθρο 224 ΚΠολΔ), η ανακόπτουσα, ανώνυμος εταιρεία με την επωνυμία «………..» εκθέτει ότι με επίσπευση του δεύτερου των καθ’ ων η ανακοπή διενεργήθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ……../26.10.2017 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως πλοίου, ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Στέφανου Βασιλάκη, στις 28.2.2018 πλειστηριασμός με ηλεκτρονικά μέσα του περιγραφόμενου υπό ελληνική σημαία πλοίου «…», υπ’ αριθ. νηολογίου …, πλοιοκτησίας της οφειλέτιδάς της εταιρείας «…», με επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα αυτό των 1.350.010,00 ευρώ. Ότι στον πλειστηριασμό ανήγγειλε μεταξύ άλλων και η ίδια τις απαιτήσεις της, κατά της άνω πλοιοκτήτριας, με την από 29.11.2017 αναγγελία της, και συγκεκριμένα, α) απαίτησή της ύψους 435.000 ευρώ, νομιμοτόκως από 27.6.2012, πλέον δικαστικής δαπάνης 8.000 ευρώ, δυνάμει της υπ’ αριθ. …../2013 τελεσίδικης διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, β) απαίτησή της ύψους 114.614,25 ευρώ, νομιμοτόκως από 1.1.2016, πλέον 1.440 ευρώ, νομιμοτόκως από 16.1.2014, απορρέουσα από την από 14.10.2009 εγγυητική επιστολή ποσού 100.000 ευρώ προς την «…», και κατέθεσε τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα. Ότι λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον υπ’ αριθ. …/10.4.2019 πίνακα κατάταξης, στον οποίο, αφού αφαίρεσε τα έξοδα κατάταξης ποσού 8.597,04 ευρώ και τα έξοδα εκτέλεσης ποσού 2.784,44 ευρώ, στο εναπομείναν πλειστηρίασμα, ποσού 1.338.628,52 ευρώ, κατέταξε: α) τη ΔΟΥ Πλοίων, προνομιακά και οριστικά, β) τον δεύτερου καθ’ ου, προνομιακά και υπό την αίρεση τελεσιδικίας της απαίτησής του, για το ποσό των 159.260,40 ευρώ, σε μερική ικανοποίηση της απαίτησής του, γ) την πρώτη των καθ’ ων, προνομιακά και υπό την αίρεση τελεσιδικίας της απαίτησής της, για το ποσό των 60.000 ευρώ, σε μερική ικανοποίηση της απαίτησής της, και δ) την υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «Τράπεζα … Ανώνυμη Εταιρεία», προνομιακά και οριστικά ως ενυπόθηκη δανείστρια, ενώ η ίδια δεν κατετάγη. Με το ιστορικό αυτό, ζητεί, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπό κρίση ανακοπή, τη μεταρρύθμιση του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης, προκειμένου να αποβληθούν από τον πίνακα κατάταξης οι καθ’ ων η ανακοπή, κατά το ποσό των 60.000 ευρώ η πρώτη των καθ’ ων και κατά το ποσό των 159.000 ευρώ ο δεύτερος των καθ’ ων, και να καταταγεί η ίδια στον ως άνω πίνακα για τα αντίστοιχα ποσά, οριστικά, προς ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών της, άλλως και επικουρικά να καταταγεί η ίδια συμμέτρως με τις παραπάνω απαιτήσεις των καθ’ ων, ως μη προνομιακών. Η ανακοπή αυτή, αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …/21.6.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο δικαστηρίου, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (614 επ. ΚΠολΔ), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1006 παρ. 3, 979 παρ. 2, 933, 937 παρ. 3, 591 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ν. 2172/1993, ως εκ της ναυτικής φύσεως της διαφοράς. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η με αριθμό …/10.4.2019 πρόσκληση δανειστών του άνω συμβολαιογράφου επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 6.6.2019 (βλ. σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφ…ίου Πειραιώς … στο προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την ανακόπτουσα αντίγραφο του επιδοθέντος σ’ αυτήν εγγράφου) και η ανακοπή ασκήθηκε με κατάθεση του δικογράφου της στις 20.6.2019 και επίδοση στους καθ’ ων στις 21.6.2019, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. 801Δ και 800Δ/21.6.2019, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή του Εφ…ίου Αθηνών …. Περαιτέρω, είναι ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του δεύτερου καθ’ ου η ανακοπή, καθόσον στο δικόγραφο αυτής διαλαμβάνονται όλα τα από τις διατάξεις των άρθρων 979 παρ. 2, 933, 585 παρ. 2 και 216 ΚΠολΔ απαιτούμενα για την πληρότητά του στοιχεία και ειδικότερα προσδιορίζονται σ’ αυτό (δικόγραφο) με πληρότητα το ακριβές ύψος της συνολικής απαίτησης της ανακόπτουσας κατά της οφειλέτριας – καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτριας εταιρείας και η έννομη σχέση από την οποία απέρρεε η παραπάνω απαίτησή της, δηλαδή τόσο η από 11.6.2012 σύμβαση αναγνώρισης χρέους, με βάση την οποία εκδόθηκε η με αριθμό 55/2013 τελεσίδικη διαταγή πληρωμής, όσο και η …/14.10.2009 εγγυητική επιστολή με αναφορά του τηρηθέντος μετά την κατάπτωσή της λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης και του υπολοίπου αυτού κατά την 1.1.2016, ώστε να εξυπηρ…ίται ο επιδιωκόμενος από τις εν λόγω διατάξεις σκοπός, της παροχής δηλαδή της δυνατότητας στο μεν δικαστήριο να ερευνήσει την ουσιαστική και νομική βασιμότητα της απαίτησης στο δε καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί ικανοποιητικώς (βλ. ΑΠ 1460/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Στ. Με την κρινόμενη υπ’ αριθ. καταθ. 8243/4137/2019 ανακοπή το ανακόπτον ΝΠΔΔ, για τους αναλυτικά αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, επιδιώκει να μεταρρυθμισθεί ο υπ’ αριθ. …/2019 πίνακας κατάταξης δανειστών του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Στέφανου Βασιλάκη, ώστε να καταταγεί το ίδιο προνομιακά και οριστικά για την αναγγελθείσα νόμιμα και εμπρόθεσμα απαίτησή του συνολικού ποσού 85.464,35 ευρώ, προερχόμενη από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές χρονικού διαστήματος από 12.9.2011 έως 31.1.2015, με ισόποση αποβολή των καθ’ ων. Με το περιεχόμενο αυτό η υπό κρίση ανακοπή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 1006 παρ. 3, 979 παρ. 2. 933 παρ. 1, 3, 937 παρ. 3, 614 επ., 591 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 ν. 2172/1993, ως εκ της ναυτικής φύσης της διαφοράς), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της πρόσκλησης δανειστών που προβλέπεται από τον νόμο [διότι η προθεσμία ασκήσεως της ανακοπής για το ….. (ήδη …) είναι 30 (και όχι 12) ημερών, κατ’ άρθρα 10, 11 του από 26.6/10.7.1944 διατάγματος «περί δικών του Δημοσίου» και 58 παρ. 4 του ν.δ. 356/1974 «περί Κώδικος Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων» (ΚΕΔΕ), οι διατάξεις των οποίων εφαρμόζονται και για το ΙΚΑ, που απολαμβάνει όλων των διαδικαστικών και δικονομικών προνομίων του Δημοσίου, κατ’ άρθρα 5 του ν. 3210/1955, 21 παρ. 9 του ν. 1902/1990 και 28 παρ. 4 περ. α του ν. 2579/1998 για τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (βλ. σχετ. ΑΠ 295/1997, ΑΠ 60/1997, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι η έγγραφη πρόσκληση του ως άνω Συμβολαιογράφου-υπαλλήλου του πλειστηριασμού κοινοποιήθηκε κατ’ άρθρα 979 παρ. 1, 1006 παρ. 3 ΚΠολΔ στο ανακόπτον την 7.6.2019 (βλ. την επισημείωση του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς … επί της υπ’ αριθ. …/2019 πρόσκλησης δανειστών του αυτού Συμβολαιογράφου) και η ανακοπή κατατέθηκε την 20.9.2019 (βλ. σχετική πράξη κατάθεσης) και επιδόθηκε στους καθ’ ων, όπως και στον άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού, την 20.9.2019 (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ…/20.9.2019, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …). Σημειώνεται ότι η δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της υπό κρίση ανακοπής, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της, καθόσον από την προμετωπίδα του δικογράφου της κρινόμενης ανακοπής, όπου αναγράφονται οι διάδικοι, αλλά και από το σύνολο του περιεχομένου της προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι με την ανακοπή προσβάλλεται η προνομιακή κατάταξη της καταταγείσας ως ενυπόθηκης δανείστριας υπό ειδική εκκαθάριση τράπεζας με την επωνυμία «Τράπεζα … Ανώνυμη Εταιρεία», στρέφεται δε εναντίον της εταιρείας «…» υπό την ιδιότητά της ως ειδικής εκκαθαρίστριας της καταταγείσας τράπεζας. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η ένδικη ανακοπή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα …, ο οποίος εξετάστηκε με επιμέλεια της ανακόπτουσας – καθ’ ης η ανακοπή «…» νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και η κατάθεσή του περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από την υπ’ αριθ. …/9.12.2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ανακόπτουσας – καθ’ ης η ανακοπή υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα … Ανώνυμη Εταιρεία» …, που δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήσης των αντιδίκων της (άρθρο 422 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. … και …/4.12.2019 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/26.10.2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά … κατασχέθηκε αναγκαστικά, με επίσπευση του …, ο οποίος διατηρούσε ατομική επιχείρηση με το διακριτικό τίτλο «…» στο …, σε εκτέλεση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθ. …/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που επιδόθηκε στην κατωτέρω καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτρια εταιρεία με επιταγή προς πληρωμή στις 12.10.2017, το με ελληνική σημαία υπό ναυπήγηση, στο ναυπηγείο «…» στο Πέραμα, δεξαμενόπλοιο με την ονομασία «…», νηολογίου … και ΙΜΟ …, πλοιοκτησίας της εδρεύουσας στον ……. ναυτικής εταιρείας ν. 959/79 με την επωνυμία «…». Σημειώνεται ότι υπέρ του ιδίου επισπεύδοντος … είχε προηγηθεί η υπ’ αριθ. …/4.9.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του ανωτέρω πλοίου από τον δικαστικό επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθήνας …. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 28.2.2018, δυνάμει της με αριθμό …/28.2.2018 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Στέφανου Βασιλάκη, με επίσπευση του …, εκπλειστηριάστηκε ενώπιόν του στον Πειραιά το άνω πλοίο με ηλεκτρονικά μέσα και κατακυρώθηκε στην πλειοδότρια ναυτική εταιρεία, εδρεύουσα στον Πειραιά, με την επωνυμία «…», αντί του ποσού των 1.350.010,00 ευρώ. Ακολούθως, επειδή το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, ο άνω υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο με αριθμό …/10.4.2019 πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο, μετά την αφαίρεση των εξόδων κατάταξης και εκτέλεσης, και δη α) του ποσού των 8.597,04 ευρώ, που αντιστοιχούσε στα έξοδα και τις αμοιβές του ίδιου ως υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού και β) του ποσού των 2.784,44 ευρώ, που αντιστοιχούσε στα έξοδα και τις αμοιβές του δικαστικού επιμελητή, προέβη στην κατάταξη επί του απομένοντος υπολοίπου του πλειστηριάσματος, ποσού 1.338.628,52 ευρώ, στην πρώτη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ οριστικά και προνομιακά της Δ.Ο.Υ. … για το ποσό των 4.024,81 ευρώ, στη δεύτερη τάξη προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, προνομιακά και τυχαία, υπό την αίρεση τελεσιδικίας των αξιώσεών τους, του επισπεύσαντος τον πλειστηριασμό … για το ποσό των 159.260,40 ευρώ και της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», για το ποσό των 60.000,00 ευρώ, και, τέλος, προνομιακά και οριστικά, λόγω ασφάλισης της απαίτησής της με ναυτική υποθήκη, της υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», για το ποσό των 1.115.343,31 ευρώ, ενώ οι λοιποί αναγγελθέντες δανειστές δεν κατατάχθηκαν, δεδομένου ότι το επιτευχθέν πλειστηρίασμα του πλοίου δεν επαρκούσε για να καλύψει τις απαιτήσεις αυτές. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 978 παρ. 2 ΚΠολΔ, προβλέφθηκε ότι, σε περίπτωση που δεν τελεσιδικούσε η απαίτηση κάποιου εκ των τυχαίως καταταγέντων δανειστών, το απομένον υπόλοιπο θα οδηγούσε σε προσαύξηση της προνομιακής κατάταξης της υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα «…» είχε αναγγελθεί εμπρόθεσμα στον άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της κατά της καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτριας του άνω δεξαμενόπλοιου (…), α) με την υπ’ αριθ. πρωτ. 41.034/17.11.2017 αναγγελία της, για το συνολικό ποσό των 61.027,38 (κεφάλαιο 45.299,31 + τόκοι 15.181,57 + χαρτόσημο 546,50) ευρώ, για απαιτήσεις της απορρέουσες από δικαιώματα πρυμνοδέτησης του εκποιηθέντος πλοίου, κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2012 έως 30.9.2017 και β) με την υπ’ αριθ. πρωτ. 6780/20.2.2018 συμπληρωματική αναγγελία της, για το συνολικό ποσό των 4.169,71 (κεφάλαιο 4.092,27 + τόκοι 74,75 + χαρτόσημο 2,69) ευρώ, για απαιτήσεις της απορρέουσες από δικαιώματα πρυμνοδέτησης του εκποιηθέντος πλοίου, κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2017 έως 31.1.2018, αλλά ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν κατέταξε τις απαιτήσεις της αυτές στον ως άνω πίνακα. Πλην όμως, οι άνω απαιτήσεις της, στη μη κατάταξη των οποίων στον προσβαλλόμενο πίνακα αφορά η ανακοπή της (Δ), δεν μπορούσαν να καταταγούν προνομιακά κατά τον ΚΙΝΔ στον άνω πίνακα για τους ακόλουθους λόγους: Αρχικά, διότι στην αναγγελία της ανακόπτουσας δεν έχει περιληφθεί αίτημα για προνομιακή κατάταξη των άνω απαιτήσεών της στον πίνακα διανομής του πλειστηριάσματος του πλοίου της καθ’ ης η εκτέλεση, όπως κατά την απολύτως κρατούσα άποψη στη θεωρία και τη νομολογία απαιτείται ως εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο του αναγγελτηρίου, ούτως ώστε η αναγγελλόμενη απαίτηση να καταταγεί προνομιακά απο τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη εκτεθεί στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη Α.2. Επιπρόσθετα, για το λόγο ότι – εφόσον η επίμαχη διαδικασία της επισπευδόμενης σε βάρος της πλοιοκτήτριας αναγκαστικής εκτέλεσης ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της θέσης σε ισχύ της Αναθεωρημένης Σύμβασης Παραχώρησης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και ΟΛΠ της 24ης.6.2016 και της έκδοσης του Κυρωτικού αυτής Νόμου (υπ’ αριθ. 4404/2016), αλλά και της επακολουθήσασας αυτών ολοκλήρωσης της σύμβασης αγοραπωλησίας της πλειοψηφίας των μετοχών του ΟΛΠ σε ιδιώτη επενδυτή κατά τα προεκτεθέντα – οι απαιτήσεις του ΟΛΠ, που δεν αποτελεί πλέον νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου «διφυούς χαρακτήρα», αλλά ιδιωτική κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρεία με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης, από την παροχή προς το πλοίο λιμενικών υπηρεσιών, όπως είναι και οι άνω αναγγελλόμενες απαιτήσεις, δεν απολαύουν πλέον του προβλεπομένου στη διάταξη του άρθρου 205 στοιχ. α΄ του ΚΙΝΔ προνομίου κατάταξης κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος του πλοίου, ως τέλη και δικαιώματα βαρύνοντα το πλοίο, και δη προνομίου της πρώτης τάξης των ειδικότερα με τη διάταξη αυτή θεσπιζομένων προνομίων, όπως ειδικότερα προβλεπόταν με το άρθρο 19 παρ.6 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του ΟΛΠ, ο οποίος εκδόθηκε σε εκτέλεση της παρασχεθείσας στον ΟΛΠ, υπό την τότε μορφή του ΝΠΔΔ, νομοθετικής εξουσιοδότησης με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 21 παρ. 2 του Α.Ν. 1559/1950 να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων θεμάτων αρμοδιότητάς του με ισχύ ουσιαστικού νόμου, και εγκρίθηκε με την υπό στοιχεία 45057/11/1972 Κοινή Υπουργική Απόφαση, διότι ήδη ο ανωτέρω Αναγκαστικός Νόμος και ο εκδοθείς βάσει αυτού Κανονισμός θα πρέπει να θεωρηθούν καταργηθέντες με την Αναθεωρημένη Σύμβαση Παραχώρησης και τον Κυρωτικό αυτής Νόμο (αφού ο συγκεκριμένος Κανονισμός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που ρητά προβλέπεται στην ως άνω Σύμβαση ότι διατηρούνται σε ισχύ και μετά την έναρξη της ισχύος της και αναλυτικά παρατίθενται στο Παράρτημα 1.7 αυτής), καθώς δε συνάδουν με την περιέλευση του ελέγχου της ΟΛΠ ΑΕ σε ιδιωτικό οικονομικό φορέα εκμετάλλευσης, αλλά προσιδιάζουν περισσότερο στο δημόσιο πυλώνα της λειτουργίας της πολιτείας, όπως αναλυτικά επισημάνθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχ. Δ. νομική σκέψη της παρούσας απόφασης. Σημειωτέον ότι η κρίση αυτή του Δικαστηρίου τούτου δεν αναιρείται από το ότι στην Αναθεωρημένη Σύμβαση Παραχώρησης και στον Κυρωτικό αυτής Νόμο ρητά προβλέπεται ότι η – πλέον ιδιωτικοποιημένη – ΟΛΠΑ ΑΕ δικαιούται να επιβάλει, χρεώνει και εισπράττει για ίδιο λογαριασμό, μεταξύ άλλων, και τέλη λιμενικών υπηρεσιών ως αντίτιμο για τις παρεχόμενες απ’ αυτήν υπηρεσίες στα ναυλοχούντα στο Λιμένα του Πειραιά πλοία, διότι αυτό που γίνεται εν προκειμένω δεκτό είναι ότι οι εκ της ανωτέρω αιτίας απορρέουσες απαιτήσεις της δεν εξοπλίζονται πλέον με προνόμιο στην κατάταξη και στη διανομή του πλειστηριάσματος του πλοίου, ούτε βέβαια από το νομικό καθεστώς της Χερσαίας Λιμενικής Ζώνης του Λιμένα του Πειραιά ως κοινόχρηστου πράγματος, ήτοι από τη φύση του ως περιουσιακού στοιχείου κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου ευρισκόμενου στην κοινή χρήση, που ουδόλως επηρεάσθηκε από την ανάληψη του ελέγχου της ΟΛΠ ΑΕ από ιδιώτη, στην οποία, ακόμη και όταν λειτουργούσε υπό τη μορφή ΝΠΔΔ ή ανώνυμης εταιρείας του Δημοσίου, έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα χρήσης, διαχείρισης και εκμετάλλευσης του ως άνω Λιμένα, και οπωσδήποτε όχι εμπράγματα δικαιώματα (ΕφΠειρ 711/2019 ο.π.). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό στοιχ. (Δ) ανακοπή της ανακόπτουσας …, όπως οι λόγοι αυτής στο σύνολό τους εκτιμώνται, πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη των καθ’ ων η ανακοπή και να καταδικασθεί αυτή στα δικαστικά έξοδά τους, καθόσον παραστάθηκαν με διαφορετικούς δικηγόρους, κατέθεσαν προτάσεις και υπέβαλαν σχετικό αίτημα, η δε χωριστή εκπροσώπησή τους ήταν αναγκαία (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1206/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 248/2020 ο.π.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Περαιτέρω, αναφορικά με την απαίτηση του δεύτερου καθ’ ου της (Α) ανακοπής, …, αποδείχθηκε ότι αυτός είχε υποβάλει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού την από 24.11.2017 αναγγελία, με την οποία, ενσωματώνοντας σ’ αυτήν το δικόγραφο της από 23.12.2013 υπ’ αριθ. καταθ. 9181/2013 αγωγής του κατά, μεταξύ άλλων, της πλοιοκτήτριας οφειλέτιδας εταιρείας, που εκκρεμούσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζητούσε να καταταγεί, συμμέτρως με τις απαιτήσεις άλλων δανειστών που τυχόν θ’ αναγγέλλονταν και υπό την αίρεση τελεσιδικίας της περιγραφόμενης απαιτήσεώς του, απορρέουσας από την εκτέλεση εργασιών επί του άνω πλοίου κατά τη διάρκεια της ναυπηγήσεώς του, ως εγχειρόγραφος δανειστής, στον πίνακα κατάταξης που θα συντασσόταν για το ποσό των 584.899,29 ευρώ, πλέον τόκων. Επειδή για την εν λόγω απαίτηση – αναγγελία δε συνέτρεχε κάποιο εκ των προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, δεν κατετάγη στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης, διότι δεν απέμεινε υπόλοιπο εκ του πλειστηριάσματος μετά την κατάταξη των προνομιακώς κατατασσομένων δανειστών. Επιπλέον, ο επισπεύσας τον πλειστηριασμό … είχε υποβάλει την από 14.3.2018 συμπληρωματική αναγγελία απαιτήσεως, που κατατέθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, με την οποία ζήτησε να καταταγεί προνομιακώς και οριστικώς στην πρώτη τάξη των προνομιούχων δανειστών, α) για απαίτηση ύψους 260,40 ευρώ πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας, για δαπάνες επίσπευσης του πλειστηριασμού και β) για απαίτηση ύψους 159.000 ευρώ. Η απαίτησή του αυτή αφορούσε, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αναγγελία, σε έξοδα φύλαξης του πλοίου με προσωπικό του, και συγκεκριμένα με τον φύλακα …, ελέγχου προς αποφυγήν εισροής υδάτων στο μηχανοστάσιο και τους λοιπούς χώρους του εκπλειστηριασθέντος πλοίου και συντηρήσεως αυτού, κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία της 1ης κατασχέσεως, την 4.9.2013, μέχρι την 28.2.2018, ήτοι επί 53 μήνες εξ ευρώ 3.000 μηνιαίως, πλέον νομίμων τόκων από το τέλος κάθε μήνα μέχρι και την τελεσιδικία του πίνακα κατατάξεως δανειστών. Στην αναγγελία αυτή αναφερόταν ότι η αμοιβή των 3.000 ευρώ μηνιαίως ήταν η ειθισμένη για τη φύλαξη του άνω υπό ναυπήγηση πλοίου, στην οποία ο ίδιος ήταν υποχρεωμένος υπό την ιδιότητά του ως επισπεύδοντος (βλ. άρθρο 1 π.δ. 280/2000), τύγχανε δε η απαίτησή του προνομιακή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, καθόσον αφορούσε σε έξοδα φύλαξης του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, στον οποίο εισήλθε με την καθέλκυσή του το άνω πλοίο, στον οποίο επιβλήθηκε η αναγκαστική κατάσχεσή του και στον οποίο παρέμεινε μέχρι τον πλειστηριασμό του στις 28.2.2018. Με βάση τα ανωτέρω, η συμπληρωματική αναγγελία του … περιέχει αρκούντως ορισμένη περιγραφή της αντίστοιχης απαιτήσεώς του κατά είδος και ποσό, όπως αναφορά των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το αντίστοιχο προνόμιό του, ώστε το δικαστήριο να είναι σε θέση να προβεί στον έλεγχο της γενομένης κατάταξης και η (Α) ανακόπτουσα αντίστοιχα να προβεί στον ίδιο έλεγχο (ως προς την απαίτηση και το προνόμιο) και να προβάλει ευχερώς την άμυνά της. Η (Α) ανακόπτουσα ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της που βάλλει κατά της κατάταξης του … ότι εξαιτίας των ελλείψεων της συγκεκριμένης αναγγελίας, που επικαλείται, και συγκεκριμένα εξαιτίας της μη αναφοράς των ωρών ημερησίως και των ημερών εβδομαδιαίως / μηνιαίως κατά τις οποίες ο Ευστάθιος Χριστοφιλόπουλος παρείχε υπηρεσίες φύλαξης στο άνω πλοίο, αδυνατεί να υπολογίσει την ειθισμένη αμοιβή για την περίπτωση, υφιστάμενη έτσι βλάβη, που δεν δύναται να θεραπευθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη του απαραδέκτου, λόγω αοριστίας του εγγράφου της αναγγελίας του. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, όπως ήδη έχει εκτεθεί παραπάνω, η από 14.3.2018 συμπληρωματική αναγγελία του … φέρει όλα τα στοιχεία, τα οποία είναι προσδιοριστικά της απαιτήσεως, που αυτός ανήγγειλε, εναντίον της καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδάς του, τα οποία παρείχαν την ευχέρεια στην ανακόπτουσα «…», τελούσα υπό ειδική εκκαθάριση, να προβάλει ευχερώς την άμυνά της και αντίστοιχα στο δικαστήριο να προβεί στον έλεγχο της γενομένης κατάταξης, σύμφωνα και με την υπό στοιχεία Α.2. νομική σκέψη της παρούσας. Ωστόσο, η εν λόγω αναγγελθείσα απαίτηση του … δεν αποδείχθηκε από τα προσκομισθέντα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και επικαλούμενα από αυτόν αποδεικτικά μέσα. Συγκεκριμένα, προς απόδειξη της απαίτησής του για έξοδα φύλαξης του πλοίου από την 4.9.2013, μετά την το πρώτον κατά τα ανωτέρω επιβληθείσα κατάσχεση επί του πλοίου «…» με επίσπευσή του, προσκομίζει μετ’ επικλήσεως τις από 2.9.2013 και 5.9.2013 προσφορές των «ΠΡΟΟΔΟΣ ΕΠΕ» – Γενικές Ναυτικές Εργασίες και «Ζούγρης Μιχαήλ» – Επισκευές – Συντηρήσεις Φυλάξεις Πλοίων & Σκαφών Αναψυχής, αντίστοιχα, για το ποσό των 6.000 και 5.000 ευρώ μηνιαίως (30 ημέρες εργασίας σε 24ωρη βάση), αντίστοιχα. Ισχυρίζεται δε ότι, επειδή το κόστος φύλαξης ήταν ιδιαιτέρως υψηλό, προέβη εν τέλει στη φύλαξη του πλοίου, για την οποία ήταν υποχρεωμένος εκ του νόμου (βλ. άρθρο 1 παρ. 1 π.δ. 280/2000), με τον προστηθέντα του …, έναντι της ειθισμένης αμοιβής 3.000 ευρώ μηνιαίως. Ωστόσο, δεν προσκομίζει οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η πρόσληψη και απασχόληση του κατονομαζόμενου προσώπου, καθώς και η ιδιότητά του και παραμονή στην υπηρεσία του … καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα. Οι αθεώρητες αποδείξεις είσπραξης με αιτιολογία «φύλαξη δ/ξ …» τις οποίες προσκομίζει δεν επαρκούν για την απόδειξη της συγκεκριμένης απαίτησής του. Περαιτέρω, στο υπ’ αριθ. Πρωτ. …/9.12.2019 έγγραφο του Δ΄ Λιμενικού Τμήματος (Περάματος) – Κ.Λ. Πειραιά (Αρχηγείο Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής), βεβαιώνεται ότι ουδέποτε υπεβλήθη σχετική αίτηση ούτε εξεδόθη έγγραφο για την τοποθέτηση προσοντούχου φύλακα σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 280/2000 επί του άνω πλοίου, παρά τις με αριθ. πρωτ. …/2013 από 10.9.2013 και αριθ. πρωτ. …/2017 από 1.11.2017 έγγραφες ενημερώσεις του άνω Λιμενικού Τμήματος αναφορικά με την υποχρέωση αυτή. Για την περίπτωση αυτή βεβαιώθηκαν σε βάρος του συνολικά έντεκα (11) παραβάσεις, για τις οποίες εκδόθηκαν ισάριθμες αποφάσεις επιβολής προστίμου για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 του ως άνω π.δ. Περαιτέρω, ο μάρτυρας …, μεσίτης που είχε μεσολαβήσει για την ασφάλιση του άνω πλοίου από την ενυπόθηκη δανείστρια – ανακόπτουσα «…» και είχε έρθει σε επαφή με το ναυπηγό …, ο οποίος τον Μάιο του 2017 επισκέφθηκε το πλοίο προκειμένου να προβεί σε εκτίμηση της αξίας του, αλλά και με τον επιθεωρητή …, ο οποίος στις 6 Φεβρουαρίου 2018 επισκέφθηκε το πλοίο προκειμένου να το επιθεωρήσει, βεβαιώνει ενόρκως ότι αμφότεροι τού ανέφεραν, σε συζητήσεις που είχε μαζί τους, ότι στο πλοίο δεν υπήρχε μόνιμος φύλακας. Εξάλλου, ο μάρτυρας που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο με επιμέλεια της «…» ουδέν ανέφερε περί παροχής υπηρεσιών φύλαξης του πλοίου από προστηθέντα του …. Επομένως, δεν αποδείχθηκε η παροχή υπηρεσιών φύλαξης εν γένει -και όχι μόνο από «προσοντούχο» φύλακα- για το επίδικο χρονικό διάστημα, η δε σχετική εκ του νόμου υποχρέωση του … ως επισπεύδοντος δανειστή δεν συνεπάγεται από μόνη της τη συμμόρφωσή του στην υποχρέωσή του αυτή και την παροχή τέτοιων υπηρεσιών. Κατ’ ακολουθίαν, εσφαλμένα κατετάγη ο καθ’ ου η ανακοπή … για το ποσό των 159.000 ευρώ, καθώς δεν αποδείχθηκε η συγκεκριμένη αναγγελθείσα απαίτησή του, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού δεύτερου λόγου της (Α) ανακοπής καθ’ ό μέρος προσβάλλει την κατάταξή του. Μετά από αυτά, παρέλκει η έρευνα των τρίτου και τέταρτου λόγων της (Α) ανακοπής που βάλλουν κατ’ αυτού, διότι έχουν πλέον καταστεί χωρίς αντικείμενο. Περαιτέρω, αναφορικά με την απαίτηση της τρίτης καθ’ ης της (Α) ανακοπής, ήτοι της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης «…», αποδείχθηκε ότι αυτή είχε υποβάλει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού την από 28.11.2017 αναγγελία, με την οποία ζητούσε να καταταγεί προνομιακά στον πίνακα κατάταξης που θα συντασσόταν για το συνολικό ποσό των 1.045.000,82 ευρώ, γι’ απαιτήσεις της απορρέουσες από την εκτέλεση εργασιών επί του πλοίου «…» κατά τη διάρκεια της ναυπηγήσεώς του, πλέον τόκων. Επειδή για την εν λόγω απαίτηση – αναγγελία δε συνέτρεχε κάποιο εκ των προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, δεν κατετάγη στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης, διότι δεν απέμεινε υπόλοιπο εκ του πλειστηριάσματος μετά την κατάταξη των προνομιακώς κατατασσομένων δανειστών. Επιπλέον, η «…» είχε υποβάλει τις από 22.2.2018 και 12.3.2018 ταυτόσημες συμπληρωματικές αναγγελίες απαιτήσεως, που κατατέθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, με τις οποίες ζητούσε την προνομιακή κατάταξή της για το συνολικό ποσό των 222.000 ευρώ, πλέον τόκων, γι’ απαιτήσεις αφορώσες σε υπηρεσίες φύλαξης του εκποιηθέντος πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως και 28.2.2018, ήτοι για 74 μήνες. Συγκεκριμένα, στην από 12.3.2018 αναγγελία της, η οποία και εξετάσθηκε από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού ως προς τη βασιμότητά της, αναφερόταν ότι η απαίτησή της ποσού 222.000 ευρώ κατά κεφάλαιο προερχόταν από την από 21.12.2011 σύμβαση φύλαξης του άνω πλοίου που είχε συνάψει προφορικά διά του τότε νομίμου εκπροσώπου της με την πλοιοκτήτρια οφειλέτιδά της εταιρεία και διά του νομίμου εκπροσώπου της τελευταίας …, ενόψει του ότι το υπό ναυπήγηση δ/ξ βρισκόταν στη θάλασσα ακριβώς μπροστά από το ναυπηγείο της, μέσω του οποίου και μόνο μπορούσε να γίνει η πρόσβαση σε αυτό, καθώς και της σωσίβιας λέμβου του που βρισκόταν στις χερσαίες εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της, έναντι συμφωνηθείσας, άλλως και επικουρικά ειθισμένης, αμοιβής 3.000 ευρώ μηνιαίως, αρχής γενομένης την 1.1.2012. Στην αναγγελία αναφερόταν επίσης ότι στα καθήκοντά της περιλαμβανόταν η επίβλεψη του πλοίου, η μέριμνα για την ασφάλειά του, ο έλεγχος για τη στεγανότητά του, η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και πυρασφάλειας και η εν γένει προστασία του, καθώς και ότι η απαίτησή της ήταν προνομιακή διότι αφορούσε σε έξοδα φύλαξης του πλοίου στο Πέραμα, ήτοι του τελευταίου λιμένα στον οποίο και επιβλήθηκε η αναγκαστική κατάσχεση. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, με τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, περιόρισε την εν λόγω απαίτηση στο κατά την κρίση του προσήκον μέτρο, και συγκεκριμένα για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως και 31.8.2013, ήτοι για είκοσι (20) μήνες ή για το ποσό των (20 Χ 3.000 =) 60.000 ευρώ, κρίνοντας ότι συνέτρεχε το προνόμιο του άρθρου 205 παρ. 1 β ΚΙΝΔ. Με βάση τα ανωτέρω, η συμπληρωματική αναγγελία της «…» περιέχει αρκούντως ορισμένη περιγραφή της αντίστοιχης απαιτήσεώς της κατά είδος και ποσό, όπως αναφορά των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το αντίστοιχο προνόμιό της, ώστε το δικαστήριο να είναι σε θέση να προβεί στον έλεγχο της γενομένης κατάταξης και η (Α) ανακόπτουσα αντίστοιχα να προβεί στον ίδιο έλεγχο (ως προς την απαίτηση και το προνόμιο) και να προβάλει ευχερώς την άμυνά της. Σημειώνεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα στην υπό στοιχ. Α.2 νομική σκέψη της παρούσας, ότι για το ορισμένο της αναγγελίας αρκεί να προκύπτει το είδος της απαιτήσεως και το προνόμιο κατατάξεώς της, και δεν απαιτείται εξειδίκευση της απαιτήσεως στον βαθμό που απαιτείται επί ανακοπής, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κυρίας ή παρεμπίπτουσας αιτήσεως για δικαστική προστασία, κατά την έννοια του άρθρου 111 του ΚΠολΔ. Επομένως, ο πρώτος λόγος της (Α) ανακοπής ως προς την κατάταξη της τρίτης καθ’ ης «…» τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι δυνάμει προσφορικής συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της «…» και της πλοιοκτήτριας ως άνω εταιρείας στις 21.12.2011, η «…» ανέλαβε την παροχή υπηρεσιών φύλαξης του πλοίου «…», που βρισκόταν υπό ναυπήγηση, στο θαλάσσιο χώρο έμπροσθεν του ναυπηγείου της στο …, έναντι αμοιβής 3.000 ευρώ μηνιαίως, αρχής γενομένης την 1.1.2012. Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής, η «…» διά των προστηθέντων της επέβλεπε σε εικοσιτετράωρη βάση το άνω πλοίο, μεριμνούσε για την ασφάλειά του, έλεγχε τη στεγανότητά του, παρείχε ηλεκτρικό ρεύμα και πυρασφάλεια, έσφιγγε τις άγκυρες και τους κάβους του, απαγόρευε την επιβίβαση σ’ αυτό αγνώστων και το προστάτευε από κλοπές, λεηλασίες και βανδαλισμούς. Των άνω καθηκόντων είχε επιληφθεί τόσο ο τότε νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας αυτής όσο και ο εργαζόμενός της …, ο οποίος διενεργούσε τουλάχιστον δύο περιπολίες και επιθεωρήσεις του πλοίου κάθε βράδυ, ενώ λειτουργούσαν διαρκώς οι κάμερες ασφαλείας και υπήρχαν και ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά στον χώρο του ναυπηγείου, που κλειδωνόταν κάθε ημέρα στις 17.00, με το πέρας των ναυπηγικών και επισκευαστικών εργασιών. Περί των ανωτέρω κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο ο μάρτυρας της «…», ενώ δεν αντικρούονται από έτερο ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο όσον αφορά στο χρονικό διάστημα των είκοσι (20) μηνών που ενδιαφέρει εν προκειμένω, ήτοι από την 1.1.2012 έως την 31.8.2013, στο οποίο αφορά η προνομιακή κατάταξη της συγκεκριμένης καθ’ ης η ανακοπή. Επομένως, επειδή αποδείχθηκε η απαίτησή της ποσού 60.000 ευρώ, ο δεύτερος λόγος της (Α) ανακοπής, καθ’ ό μέρος στρέφεται κατά της κατάταξης της «…», πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Η εν λόγω απαίτηση, ωστόσο, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δεν απολαμβάνει του προνομίου του άρθρου 205 περ. β΄ ΚΙΝΔ, διότι τα έξοδα φύλαξης που πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα αυτό, σε χρόνο κατά πολύ προγενέστερο της από 26.10.2017 κατάσχεσης που οδήγησε στον πλειστηριασμό του πλοίου, στο λιμάνι του Περάματος, ακόμη δε και σε χρόνο προγενέστερο της πρώτης, από 4.9.2013, ατελέσφορης κατάσχεσης, δεν εμπίπτουν στην έννοια της διάταξης αυτής, που πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Αποδείχθηκε, ειδικότερα, ότι η ακινητοποίηση του πλοίου στο ναυπηγείο της «…», στο λιμάνι του Περάματος, όπου και κατασχέθηκε, δεν συνδεόταν με την επιβληθείσα αναγκαστική κατάσχεση. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ……/7.4.2014 Γ΄ επαναληπτική περίληψη της υπ’ αριθ. …/4.9.2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου της Αθήνας …, το πλοίο «…» καθελκύσθηκε και τελούσε υπό ναυπήγηση στο λιμάνι του Περάματος στο ναυπηγείο «…», σύμφωνα με το από 2.4.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό ναυπηγήσεως, επρόκειτο να εφοδιαστεί με μία μηχανή ντήζελ 1440 KW, ενώ δεν έφερε ούτε τον απαραίτητο εξοπλισμό των αναγκαίων μηχανημάτων για την πλοήγηση του πλοίου στη γέφυρα διακυβερνήσεως του πλοίου, παρά μόνο καλωδιώσεις που κρέμονταν. Το πλοίο αυτό, κατά την κατάσχεσή του, δεν είχε αποπερατωθεί πλήρως και δεν είχε πλοίαρχο ούτε πλήρωμα. Στην υπ’ αριθ. ……/26.10.2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου, η οποία οδήγησε και στον πλειστηριασμό του, αναγράφεται ομοίως ότι στη γέφυρα διακυβέρνησης του πλοίου δεν ήταν τοποθετημένος ο απαραίτητος εξοπλισμός για την πλοήγησή του, παρά μόνο καλωδιώσεις που κρέμονταν, η κατασκευή του δεν είχε αποπερατωθεί πλήρως και δεν είχε πλοίαρχο ούτε πλήρωμα. Με βάση αυτά, σύμφωνα με την Α.4 νομική σκέψη της παρούσας, λαμβάνοντας υπόψη τον μακρό χρόνο κατά τον οποίο το πλοίο «…» βρισκόταν στο λιμάνι του Περάματος πριν την κατάσχεσή του, το λιμάνι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο «τελευταίος λιμένας μετά τον κατάπλου», έτσι ώστε η επίδικη αναγγελθείσα απαίτηση της «…» για έξοδα φύλαξης του κατασχεθέντος πλοίου, για την οποία κατετάγη προνομιακά στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, να καλύπτεται από το πιο πάνω προνόμιο. Τούτο δε, διότι δεν πρόκειται για λιμάνι στο οποίο το πλοίο ακινητοποιήθηκε και παρακωλύθηκε να αποπλεύσει συνεπεία της κατάσχεσης, αλλά η ακινητοποίησή του αυτή ήταν άσχετη με την κατάσχεση, αφού το πλοίο είχε καθελκυσθεί και τελούσε υπό ναυπήγηση στο χώρο των ναυπηγείων της «…» ήδη από το 2007. Συνεπώς, το εν λόγω ποσό, ύψους 60.000 ευρώ, για το οποίο κατετάγη προνομιακά, δεν εμπίπτει στην έννοια των προνομίων της περ. β΄ του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ και εσφαλμένως κατετάγη γι’ αυτό. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο τρίτος λόγος της ανακοπής της «…», τελούσας υπό ειδική εκκαθάριση, καθ’ ό μέρος στρέφεται κατά της κατάταξης της «…», ενώ παρέλκει η έρευνα του τέταρτου. Σε σχέση με τη βασιμότητα της απαίτησης της (Α) ανακόπτουσας, στην οποία το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να επεκτείνει τον έλεγχό του πριν γίνει δεκτό το αίτημά της για κατάταξη στη θέση των καθ’ ων, αποδείχθηκαν τα εξής: Με την από 28.11.2017 αναγγελία της τελούσας υπό ειδική εκκαθάριση, από την εταιρεία «…», δυνάμει της υπ’ αριθ. 182/1/4.4.2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β΄ 925/5.4.2016), ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που κοινοποιήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, η άνω τράπεζα και ήδη ανακόπτουσα ζήτησε την κατάταξή της για το συνολικό ποσό των 6.533.314,89 ευρώ, για απαιτήσεις απορρέουσες από τρεις συμβάσεις χορήγησης δανείου και μία σύμβαση χορήγησης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Δύο εκ των ανωτέρω δανείων ήταν ασφαλισμένα διά πρώτης και δεύτερης προτιμώμενης υποθήκης, ποσού 1.100.000,00 και 1.560.000,00 ευρώ αντίστοιχα (βλ. το υπ’ αριθ. Πρωτ. …/23.11.2017 πιστοποιητικό βαρών πλοίου του Τομέα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκολόγιων – Κ.Λ.Π.). Ειδικότερα, η άνω τράπεζα διατηρούσε σε βάρος της πλοιοκτήτριας οφειλέτιδάς της εταιρείας τις ακόλουθες απαιτήσεις: 1. Απαίτηση συνολικού ποσού 1.434.099,10 ευρώ, νομιμοτόκως, πλην του κονδυλίου των τόκων, το οποίο επιτάχθηκε η καθ’ ης η εκτέλεση να τής καταβάλει με την από 6.2.2015 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας της υπ’ αριθ. ……/2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία προερχόταν από τη χορήγηση στην καθ’ ης η εκτέλεση έντοκου δανείου ποσού 1.250.000 ευρώ, δυνάμει της υπ’ αριθ. …6.5.2010 σύμβασης δανείου τακτής λήξης που συνήφθη μεταξύ της άνω τράπεζας ως δανείστριας και της καθ’ ης η εκτέλεση ως δανειολήπτριας, όπως η παραπάνω σύμβαση τροποποιήθηκε με την από 11.11.2011 τροποποίηση σύμβασης δανείου και την υπ’ αριθ. …/28.9.2012 πρόσθετη πράξη τροποποίησης όρων σύμβασης δανείου, προς εξασφάλιση της οποίας η καθ’ ης η εκτέλεση παραχώρησε επί του πλειστηριαζόμενου πλοίου την υπ’ αριθ. …/2010 πρώτη προτιμώμενη υποθήκη της συμβολαιογράφου Πειραιά Καλλιόπης Πετρόχειλου ποσού 1.100.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, που καταχωρήθηκε στα ναυτικά υποθηκολόγια του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά στις 27.5.2010. Σημειώνεται ότι η ασκηθείσα σε βάρος της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής από 20.2.2015 υπ’ αριθ. καταθ. 1515/2015 ανακοπή, απορρίφθηκε με την 376/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη. 2. Απαίτηση συνολικού ποσού 1.618.677,47 ευρώ, νομιμοτόκως, πλην του κονδυλίου των τόκων, το οποίο επιτάχθηκε η καθ’ ης η εκτέλεση να τής καταβάλει με την από 6.2.2015 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας της υπ’ αριθ. 149/2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία προερχόταν από τη χορήγηση στην καθ’ ης η εκτέλεση έντοκου δανείου ποσού 1.200.000 ευρώ, δυνάμει της υπ’ αριθ. …../11.11.2011 σύμβασης δανείου τακτής λήξης που συνήφθη μεταξύ της άνω τράπεζας ως δανείστριας και της καθ’ ης η εκτέλεση ως δανειολήπτριας, όπως η παραπάνω σύμβαση τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. …/27.9.2012 πρόσθετη πράξη τροποποίησης όρων σύμβασης δανείου, προς εξασφάλιση της οποίας η καθ’ ης η εκτέλεση παραχώρησε επί του πλειστηριαζόμενου πλοίου την υπ’ αριθ. …/2011 δεύτερη προτιμώμενη υποθήκη της συμβολαιογράφου Πειραιά Καλλιόπης Πετρόχειλου ποσού 1.560.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, που καταχωρήθηκε στα ναυτικά υποθηκολόγια του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά στις 14.11.2011. Σημειώνεται ότι η ασκηθείσα σε βάρος της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής από 20.2.2015 υπ’ αριθ. καταθ. 1514/2015 ανακοπή, απορρίφθηκε με την 378/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη. 3. Απαίτηση συνολικού ποσού 701.359,64 ευρώ, νομιμοτόκως, πλην του κονδυλίου των τόκων, το οποίο επιτάχθηκε η καθ’ ης η εκτέλεση να τής καταβάλει με την από 5.2.2015 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας της υπ’ αριθ. …../2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία προερχόταν από τη χορήγηση στην καθ’ ης η εκτέλεση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό ορίου 500.000 ευρώ, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/18.5.2009 σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που συνήφθη μεταξύ της άνω τράπεζας ως δανείστριας και της καθ’ ης η εκτέλεση ως πιστούχου, όπως η παραπάνω σύμβαση τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. …/5.2.2010 πρόσθετη πράξη αύξησης ορίου πίστωσης, την υπ’ αριθ. …/5.2.2010 πρόσθετη πράξη τροποποίησης όρων σύμβασης και την υπ’ αριθ. …/4.6.2011 πρόσθετη πράξη αυξήσεως ορίου πίστωσης. Σημειώνεται ότι η ασκηθείσα σε βάρος της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής από 20.2.2015 υπ’ αριθ. καταθ. 1512/2015 ανακοπή, απορρίφθηκε με την 377/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη. 4. Απαίτηση συνολικού ποσού 2.779.178,68 ευρώ, νομιμοτόκως, πλην του κονδυλίου των τόκων, το οποίο επιτάχθηκε η καθ’ ης η εκτέλεση να τής καταβάλει με την από 5.2.2015 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας της υπ’ αριθ. …../2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία προερχόταν από τη χορήγηση στην καθ’ ης η εκτέλεση έντοκου δανείου ποσού 2.500.000 ευρώ, δυνάμει της υπ’ αριθ. …../28.5.2009 σύμβασης δανείου τακτής λήξης που συνήφθη μεταξύ της άνω τράπεζας ως δανείστριας και της καθ’ ης η εκτέλεση ως δανειολήπτριας, όπως η παραπάνω σύμβαση τροποποιήθηκε με τις υπ’ αριθ. … πρόσθετες πράξεις τροποποίησης όρων σύμβασης δανείου. Σημειώνεται ότι η ασκηθείσα σε βάρος της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής από 20.2.2015 υπ’ αριθ. καταθ. 1510/2015 ανακοπή, απορρίφθηκε με την 375/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη. Εξάλλου, εκ του έχοντος το προνόμιο της υποθήκης μέρους της συνολικής απαιτήσεώς της, ποσού 2.660.000,00 ευρώ, η άνω τράπεζα κατετάγη οριστικά και προνομιακά, όπως προαναφέρθηκε, για το ποσό των 1.115.343,31 ευρώ, το οποίο απέμενε ως υπόλοιπο μετά την προνομιακή κατάταξη των προαναφερθέντων τυχαίως καταταγέντων δανειστών, ήτοι του … και της «…», δεύτερου και τρίτου των καθ’ ων της υπό στοιχ. (Α) ανακοπής. Στο σημείο αυτό, εφόσον αποδείχθηκε η βασιμότητα της απαίτησης της τελούσας υπό ειδική εκκαθάριση ανακόπτουσας τράπεζας και ο προνομιακός χαρακτήρας της, προκύπτει ότι η υπό στοιχ. Γ ανακοπή …, το οποίο, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα σ’ αυτήν, δε διατηρεί προνομιακή απαίτηση σε βάρος της καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδάς του πλοιοκτήτριας εταιρείας, πρέπει ν’ απορριφθεί για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, το οποίο συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του οποίου ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης (άρθρο 68 ΚΠολΔ). Τούτο δε διότι, σύμφωνα με τη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, ενόψει του προνομιακού χαρακτήρα της απαίτησης της τράπεζας «…», ακόμη και στην περίπτωση που ευδοκιμούσαν οι λόγοι της ανακοπής …, το τελευταίο δε θα εδικαιούτο να καταταγεί στο πλειστηρίασμα, καθόσον θα προηγείτο στην κατάταξη η άνω υπό ειδική εκκαθάριση τελούσα τράπεζα, ως ενυπόθηκη δανείστρια, κατά της οποίας δε στρέφει την ανακοπή του. Επομένως, η (Γ) ανακοπή πρέπει ν’ απορριφθεί και να καταδικασθεί το πρώτο ανακόπτον ………………. στα δικαστικά έξοδα της παριστάμενης δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), τα οποία, όμως, πρέπει να περιορισθούν κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, ως ορίζεται στο διατακτικό. Όσον αφορά στον πρώτο των καθ’ ων δε θα γίνει λόγος για δικαστική δαπάνη, καθόσον αυτός λόγω της ερημοδικίας του δεν υποβλήθηκε σε τέτοια. Παράβολο ανακοπής ερημοδικίας δεν ορίζεται γι’ αυτόν, γιατί στις δίκες περί την εκτέλεση δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 937 παρ. 1 β ΚΠολΔ). Άλλωστε, στον άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού είχε αναγγελθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα η υπό στοιχ. (Ε) ανακόπτουσα «…», για απαίτησή της συνολικού ποσού 551.004,25 ευρώ, προερχόμενη από μη πληρωθείσες επιταγές, κατάπτωση εγγυητικής επιστολής και προμήθεια εκδόσεως εγγυητικής επιστολής, η οποία, ωστόσο, δεν κατετάγη στον πίνακα κατάταξης. Σχετικά αποδείχθηκε ότι η εν λόγω ανακόπτουσα (…) έχει σε βάρος της πλοιοκτήτριας εταιρείας με την επωνυμία «…», τις ακόλουθες ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις: Α) ποσού 435.000 ευρώ νομιμοτόκως από 27.6.2012, προερχόμενη από την από 11.6.2012 σύμβαση αναγνώρισης χρέους, πλέον 8.000 ευρώ για δικαστική δαπάνη, που επιδικάσθηκαν με βάση την …/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία κατέστη τελεσίδικη, καθόσον μετά από δύο επιδόσεις, στις 26.2.2013 και στις 29.3.2013, δεν ασκήθηκε κατ’ αυτής ανακοπή, και Β) ποσού 114.614,25 ευρώ, νομιμοτόκως, προερχόμενη από την κατάπτωση της με αριθμό … από 14.10.2019 εγγυητικής επιστολής ποσού 100.000 ευρώ προς την «…», πλέον ποσού 1.440 ευρώ, νομιμοτόκως, για προμήθειες από την έκδοση της εγγυητικής επιστολής. Παρ’ όλα αυτά όμως η ανακόπτουσα τράπεζα «…» δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση του πίνακα κατάταξης κατά τα ποσά ως προς τα οποία κατετάγησαν προνομιακώς οι καθ’ ων η υπό στοιχ. (Ε) κρινόμενη ανακοπή, και συγκεκριμένα η εταιρεία «…» και ο …, διότι οι ως άνω απαιτήσεις της δεν είναι προνομιακές, με συνέπεια, μετά την ακύρωση των άνω ποσών, στην περίπτωση που γίνονταν δεκτοί οι λόγοι της ανακοπής της, να κατατασσόταν η προνομιακή, όπως προεκτέθηκε, απαίτηση της υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας τράπεζας «…», μετά την κατάταξη της οποίας δεν απομένει υπόλοιπο εκπλειστηριάσματος για να καταταχθεί σ’ αυτό η ανακόπτουσα …. Επομένως, η υπό στοιχ. (Ε) ανακοπή πρέπει ν’ απορριφθεί για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, κατά παραδοχή ως βάσιμου και του σχετικού ισχυρισμού του δεύτερου καθ’ ου, …, και να καταδικασθεί η ανακόπτουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η ανακοπή (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις και παραστάθηκαν με διαφορετικό δικηγόρο, καθόσον ήταν αναγκαία η χωριστή εκπροσώπησή τους, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Περαιτέρω, όσον αφορά στην υπό στοιχ. (Στ) ανακοπή του …, αποδείχθηκε ότι αυτό είχε αναγγελθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στον άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού με την υπ’ αριθ. πρωτ. …/6.3.2018 με αριθμό ….. αναγγελία του για το συνολικό ποσό των 85.464,35 ευρώ, πλέον τελών, τόκων και λοιπών εξόδων, μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, με την οποία ζητούσε την προνομιακή κατάταξή του κάνοντας μνεία στις διατάξεις των άρθρων 975 ΚΠολΔ και 61 ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974), για απαιτήσεις του απορρέουσες από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές της καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτριας εταιρείας κατά το χρονικό διάστημα 1.4.2011 – 31.1.2015, που ήταν όλες προνομιακές σύμφωνα με την περ. 3 του άρθρου 975 ΚΠολΔ, πλην όμως ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν κατέταξε τις απαιτήσεις αυτές στον ως άνω πίνακα. Σημειώνεται ότι στον επισυναπτόμενο στην αναγγελία πίνακα χρεών αναφέρονταν τα στοιχεία που εξειδικεύουν την απαίτηση του … και ειδικότερα αναφέρονταν οι Πράξεις Επιβολής Εισφορών (ΠΕΕ), ο αριθμός του τριπλοτύπου και η ημερομηνία βεβαίωσης των χρεών, η χρονική περίοδος στην οποία αναφέρονταν οι καθυστερούμενες εισφορές, το βασικό ποσό της οφειλής και το ποσό των προσθέτων τελών (προσαυξήσεις), ήταν, επομένως, αυτή πλήρως ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της δεύτερης καθ’ ης της εν λόγω ανακοπής, καθόσον αναφέρονταν όλα τα αναγκαία στοιχεία που προσδιορίζουν την απαίτηση και τον προνομιακό χαρακτήρα της (πρβλ. ΕφΠειρ 361/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τους λόγους της ανακοπής του, το ανακόπτον … προσβάλλει την προνομιακή κατάταξη της «…» και της υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας τράπεζας «…», ισχυριζόμενο ότι το προνόμιο των επίδικων απαιτήσεων του …, που απορρέουν από ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές εισφορές, προηγείται των προνομίων που απολαμβάνουν οι απαιτήσεις για έξοδα φύλαξης του πλοίου της πρώτης καθ’ ης, όπως και των προνομίων που απολαμβάνουν οι απαιτήσεις της δεύτερης καθ’ ης ως ενυπόθηκης δανείστριας. Με το ανωτέρω περιεχόμενοι οι λόγοι αυτοί της υπό κρίση ανακοπής του … τυγχάνουν νόμω αβάσιμοι και απορριπτέοι, καθόσον, σύμφωνα με τη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας απόφασης, οι απαιτήσεις που απολαύουν των προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, όπως είναι, στη δεύτερη τάξη, τα έξοδα φύλαξης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα σε σχέση με τις απαιτήσεις των γενικών προνομιούχων του άρθρου 975 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και για τις απαιτήσεις που έχουν εξοπλισθεί με το προνόμιο της υποθήκης, το οποίο έπεται μεν των προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, προηγείται, ωστόσο, και αυτό των γενικών προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ. Άλλωστε, στην επίδικη υπόθεση, μετά την κατά τα ανωτέρω κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ότι η αναγγελθείσα και καταταγείσα απαίτηση ποσού 60.000 ευρώ της «…» δεν απολαμβάνει του προνομίου του άρθρου 205 περ. β΄ ΚΙΝΔ, διότι δεν εμπίπτει στην έννοια των εξόδων φύλαξης του πλοίου μετά τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, στο εν λόγω ποσό θα καταταγεί η υπό ειδική εκκαθάριση τελούσα τράπεζα «…», η οποία, ενόψει του υπερισχύοντος προνομίου που διαθέτει, βάσει των όσων αποδείχθηκαν, προηγείται στην κατάταξη του …, για το οποίο δεν απομένει ποσό προκειμένου να καταταγεί. Κατ’ ακολουθίαν, η υπό κρίση (Στ) ανακοπή του … τυγχάνει αβάσιμη κατ’ ουσίαν και απορριπτέα, πρέπει δε αυτό να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η ανακοπή, που κατέθεσαν χωριστές προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), τα οποία, όμως, πρέπει να περιορισθούν κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 9 του ν.δ. 2698/1953, η νομική υπηρεσία του ΙΚΑ, καθολικό διάδοχο του οποίου αποτελεί το ανακόπτον ΝΠΔΔ, διεξάγεται δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (βλ. σχετ. άρθρο 62 παρ. 3 ν. 4387/2016, όπως ισχύει) και, επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3693/1957 εφαρμόζονται, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου τούτου, και σε δίκες στις οποίες διάδικος είναι το … (βλ. ΑΠ 16/2020, ΑΠ 1644/2018, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ως ορίζεται στο διατακτικό. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, επειδή έγιναν δεκτοί ως βάσιμοι οι προαναφερθέντες λόγοι της υπό στοιχ. Α ανακοπής, που βάλλουν κατά των καταταγεισών προνομιακά απαιτήσεων του δεύτερου και της τρίτης των καθ’ ων, αποδείχθηκε δε η βασιμότητα της απαιτήσεως, ο προνομιακός χαρακτήρας της και εντεύθεν το έννομο συμφέρον της ανακόπτουσας τελούσας υπό ειδική εκκαθάριση τράπεζας «…», πρέπει η υπό στοιχ. (Α) ανακοπή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν ως προς τους δεύτερο και τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή και να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, κατά το μέρος αυτό, με την αποβολή του δεύτερου των καθ’ ων κατά το ποσό των 159.000 ευρώ και της τρίτης των καθ’ ων κατά το ποσό των 60.000 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό για το οποίο αυτή κατατάχθηκε, και την κατάταξη στη θέση τους της υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας (Α) ανακόπτουσας τράπεζας, για ισόποσο μέρος της απαίτησής της, πλέον του ποσού για το οποίο έχει ήδη καταταγεί, οριστικά και προνομιακά ως ενυπόθηκης δανείστριας. Τέλος, οι δεύτερος και τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή πρέπει να καταδικαστούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων της υπό στοιχ. (Α) ανακόπτουσας (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΔΙΚΑΖΕΙ: α) την από 25.6.2019 υπ’ αριθ. καταθ. 5787/2875/2019 ανακοπή αντιμωλία των διαδίκων, β) την από 27.6.2019 υπ’ αριθ. καταθ. 5942/2946/2019 ανακοπή αντιμωλία των διαδίκων, γ) την από 19.9.2019 υπ’ αριθ. καταθ. 8235/4131/2019 ανακοπή ερήμην του πρώτου καθ’ ου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, δ) την από 20.6.2019 υπ’ αριθ. καταθ. 5561/2769/2019 ανακοπή αντιμωλία των διαδίκων, ε) την από 20.6.2019 υπ’ αριθ. καταθ. 5586/2783/2019 ανακοπή αντιμωλία των διαδίκων και στ) την από 20.9.2019 υπ’ αριθ. καταθ. 8243/4137/2019 ανακοπή αντιμωλία των διαδίκων.
Α. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 25.6.2019 υπ’ αριθ. καταθ. 5787/2875/2019 ανακοπή ως προς το πρώτο καθ’ ου η ανακοπή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα του πρώτου καθ’ ου η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 25.6.2019 υπ’ αριθ. καταθ. 5787/2875/2019 ανακοπή ως προς το δεύτερο και την τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή.
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον υπ’ αριθ. …/2019 πίνακα κατάταξης δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιώς Στέφανου Βασιλάκη, με σκοπό ν’ αποβληθούν από αυτόν: α) ο δεύτερος των καθ’ ων … κατά το ποσό των εκατόν πενήντα εννιά χιλιάδων (159.000) ευρώ και β) η τρίτη των καθ’ ων εταιρεία με την επωνυμία «…» κατά το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ, και να καταταγεί στη θέση τους, για ισόποσο μέρος της απαίτησής της, η υπό ειδική εκκαθάριση τελούσα ανακόπτουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…», οριστικά και προνομιακά ως ενυπόθηκη δανείστρια.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το δεύτερο και την τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
Β. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27.6.2019 υπ’ αριθ. καταθ. 5942/2946/2019 ανακοπή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για έκαστο.
Γ. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19.9.2019 υπ’ αριθ. καταθ. 8235/4131/2019 ανακοπή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το πρώτο ανακόπτον στα δικαστικά έξοδα της δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατό (100) ευρώ.
Δ. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20.6.2019 υπ’ αριθ. καταθ. 5561/2769/2019 ανακοπή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ για την πρώτη των καθ’ ων και στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ για έκαστο των λοιπών.
Ε. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20.6.2019 υπ’ αριθ. καταθ. 5586/2783/2019 ανακοπή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για έκαστο.
Στ. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20.9.2019 υπ’ αριθ. καταθ. 8243/4137/2019 ανακοπή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το ανακόπτον στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ για έκαστο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 24 Ιουλίου 2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ