Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

2726   /2020

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 2198/1046/2019)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

——————————

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Νοεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας: Της αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» (ως καθολικής διαδόχου της …, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της δεύτερης), που έχει την έδρα της στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, δραστηριοποιείται με υποκατάστημα στην Ελλάδα με την επωνυμία “… …” (ΑΦΜ …) και νόμιμο αντιπρόσωπο την εταιρεία “…”, που έχει την έδρα της στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του με αριθμό …/15.1.2019 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθήνας Κωνσταντίνου Κωνσταντίνου, Νικόλαος Παπαχρονόπουλος του Χρήστου (ΑΜ/ΔΣΑ 8475), κάτοικος … που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/19.7.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων και η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Των εναγομένων: 1. Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 15.7.2019 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, Ιωάννης Παληός του Χρήστου (ΑΜ/ΔΣΠ 1257), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/22.7.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων και η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. 2. Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 4.7.2019 πληρεξουσίου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από πληρεξούσιο δικηγόρο κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Σωτήριος Καλαμίτσης του Νικολάου (ΑΜ/ΔΣΑ 5423), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/18.7.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων και η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 1.3.2019 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 2198/1046/12.3.2019 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 29.10.2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.

Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» [Βρυξέλλες Ι], που ισχύει από την 1.3.2002 (άρθρο 76 του ίδιου Κανονισμού) ως εσωτερικό δίκαιο που αντικατέστησε την ιδίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 17 της προϊσχύουσας Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών 1968, «αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μία τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτιστεί: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνθήκες, τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν, και οι οποίες είναι γνωστές ευρέως σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους, για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1, 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με τον οποίο καταργήθηκε ο ως άνω Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 (βλ. άρθρο 80 Καν 1215/2012) και ο οποίος εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται, στα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται ή καταγράφονται και τους δικαστικούς συμβιβασμούς που εγκρίνονται ή συνάπτονται κατά ή μετά την 10η Ιανουαρίου 2015 (βλ. άρθρο 66 Καν 1215/2012), «1. Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική ισχύ της βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, ή γ) είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. 2. Κάθε διαβίβαση διά της ηλεκτρονικής οδού που επιτρέπει μεταγενέστερη πρόσβαση στο περιεχόμενο της συμφωνίας λογίζεται ότι έχει καταρτισθεί “γραπτά”». Υπό την έννοια αυτή η ανωτέρω συμφωνία μπορεί να καταχωρηθεί στη φορτωτική που εκδίδεται από το θαλάσσιο μεταφορέα για τη μεταφορά πραγμάτων και, κατά ρητή διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Καν 1215/2012 (η οποία αντικατέστησε την ομοίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του Καν 44/2001, που είχε αντικαταστήσει την επίσης ομοίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 της Συμβάσεως των Βρυξελλών), καταρτίζεται γραπτώς ή προφορικώς με γραπτή επιβεβαίωση, πρέπει, δηλαδή, καταρχήν η φορτωτική να φέρει τις υπογραφές των συμβαλλομένων, ήτοι του εκδότη (πλοιάρχου ή εξουσιοδοτημένου πράκτορα) και του φορτωτή των προς μεταφορά πραγμάτων ή του παραλήπτη αυτών (ΕφΘεσ 1133/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του Καν 44/2001 και ήδη η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του εφαρμοζόμενου στην προκειμένη περίπτωση Καν 1215/2012 δεν απαιτεί υποχρεωτικά γραπτή κατάρτιση της συμφωνίας, αλλά αρκείται και α) «σε μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι» ή και β) «σε μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου που τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν…»· όμως, έστω και αν από τη φύση της η ως άνω μορφή χαλαρώνει την εκδήλωση της συμφωνίας των μερών, η ίδια ύπαρξη της συμφωνίας αποτελεί προϋπόθεση της παρεκτάσεως και θα πρέπει να γίνεται επίκληση αυτής. Σημειώνεται ότι η τελευταία περίπτωση αφορά, κυρίως, στις ρήτρες παρεκτάσεως που περιέχονται στους λεγόμενους «Γενικούς Όρους των Συναλλαγών». Η τήρηση, όμως, της προϋπόθεσης αυτής δεν αρκεί προς απόδειξη της συναίνεσης του αντισυμβαλλόμενου, δοθέντος ότι πρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη συμφωνίας βουλήσεων για να συμπεριληφθούν στη σύμβαση γενικός όρος και οι επί μέρους ρήτρες τους [βλ. σχετ. με την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 23 παρ. 1 Καν 44/2001, την αιτιολογική σκέψη 11 του Κανονισμού, σύμφωνα με την οποία αυτή ακριβώς η σύμπτωση βουλήσεων των μερών είναι που δικαιολογεί την υπεροχή η οποία απονέμεται, δυνάμει της αρχής της αυτονομίας της βουλήσεως, στην επιλογή άλλου δικαιοδοτικού οργάνου από εκείνο που θα ήταν ενδεχομένως αρμόδιο δυνάμει του Κανονισμού (αποφάσεις της 21ης Μαΐου 2015, El Majdoub, C-322/14, ΕU:C:2015:334, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 20ής Απριλίου 2016, PROFIT INVESTΕMENT SIM, C-366/13, ΕU:C:2016:282, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) – ΑΠ 1166/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Ενόψει των συνεπειών που μπορεί να έχει μία τέτοια επιλογή για τη θέση των μερών στη δίκη, οι προϋποθέσεις στις οποίες υπάγει το άρθρο 25 παρ. 1 του Κανονισμού το κύρος των ρητρών παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας ερμηνεύονται στενώς (ΔΕΚ C-64/2017, απόφαση 8-3/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ΑΠ 1166/2019, ΕφΘεσ 1133/2012 ο.π.). Ειδικά για την περίπτωση έντυπης ρήτρας σε φορτωτική υπογεγραμμένη μόνο από το μεταφορέα, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) δέχθηκε σε υπόθεση (19.6.1984) ότι, εκτός από την περίπτωση γραπτής εκ των υστέρων αποδοχής των όρων της φορτωτικής από τον κομιστή, η ισχύς της ρήτρας παρέκτασης γίνεται δεκτή και στις εξής δυο περιπτώσεις: α) εάν υπάρχει προηγούμενη προφορική συμφωνία των μερών που αναφέρεται ρητά στη ρήτρα παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας, η δε φορτωτική, υπογεγραμμένη από το μεταφορέα, πρέπει να λογιστεί ως γραπτή επιβεβαίωση της συμφωνίας και β) εάν η φορτωτική εντάσσεται στο πλαίσιο διαρκών εμπορικών σχέσεων μεταξύ των μερών και εφόσον αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω σχέσεις διέπονται από γενικούς όρους που περιλαμβάνουν αυτή τη ρήτρα (βλ. ΕφΘεσ 1133/2012 ο.π.). Εάν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, δημιουργείται αποκλειστική (κατά κανόνα -άρθρο 25 παρ. 1 του Κανονισμού) διεθνής δικαιοδοσία του αλλοδαπού δικαστηρίου προς εκδίκαση της διαφοράς. Αντιθέτως, εάν οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται, η σχετική συμφωνία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη, με συνέπεια το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας να κρίνεται κατά τις σχετικές διατάξεις του ελληνικού δικαίου. Τέλος, οι καταχωριζόμενες στη φορτωτική, η οποία αποτελεί κατά το άρθρο 76 του ν.δ. της 17.7-13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», δικαιόγραφο σε διαταγή, συμπληρωματικές ρήτρες είναι ισχυρές και υποχρεώνουν τους συμβληθέντες, εφόσον δεν αντίκεινται στα χρηστά ήθη, στη δημόσια τάξη ή σε κανόνες αναγκαστικού δικαίου, δυνάμενες να αντιταχθούν και κατά του νομιμοποιούμενου ως κατόχου ή κομιστή της φορτωτικής, κατά τους ορισμούς του άρθρου 78 παρ. 2 του παραπάνω ν.δ. και τους ταυτόσημους του άρθρου 892 ΑΚ. Οι πιο πάνω ρήτρες δεσμεύουν και τον ασφαλιστή, ο οποίος, μετά την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης υποκαταστάθηκε είτε από το νόμο είτε με συμβατική εκχώρηση στα δικαιώματα του ασφαλισμένου του κατά του τρίτου που προκάλεσε τη ζημία ή την απώλεια των ασφαλισμένων πραγμάτων, υπό τις προεκτεθείσες, ωστόσο, προϋποθέσεις του κύρους της ως άνω δικονομικής συμφωνίας (βλ. ΟλΑΠ 4/1992 ΕλλΔνη 1992.749, ΑΠ 706/2003 ΕΝαυτΔ 2003.181, ΕφΘεσ 1133/2012 ο.π., ΕφΠειρ 174/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 112/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 516/2009 ΕΝαυτΔ 2009.389). ΙΙ. Με το ν. 2107/1992 (ΦΕΚ Α΄ 203) κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25.8.1924 «για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές» όπως τροποποιήθηκε με τα πρωτόκολλα της 23.2.1968 και της 21.12.1979 («Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ») και, συνεπώς, οι κανόνες της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης αποτελούν σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται στην Ελλάδα από τις 23.6.1993: α) για όλες τις θαλάσσιες μεταφορές που εκτελούνται με φορτωτική και τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης ανήκουν σε διαφορετικά κράτη και β) στις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ ελληνικών λιμένων είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι (άρθρα δεύτερο παρ. 1 και τρίτο παρ. 1 του ν. 2107/1992). Οι κανόνες Χάγης-Βίσμπυ (όπως ονομάζονται oι ρυθμίσεις της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων των Βρυξελλών) στα άρθρα 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 θεσπίζουν τη νόθο αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης του ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα. Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του Αστικού Δικαίου στη συμβατική ευθύνη (330, 334 του ΑΚ), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφριά αφηρημένη αμέλεια. Η ελαφριά αφηρημένη αμέλεια έχει την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα. Η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα αφορά καταρχήν τις απώλειες ή βλάβες πραγμάτων, αν και τούτο δεν αναφέρεται ρητά στο άρθρο 4 των Κανόνων Χάγης-Βίσμπυ. Ο μόνος περιορισμός είναι ότι η απώλεια ή η βλάβη πρέπει να αναφύει σε συνάφεια με τη φόρτωση, μεταχείριση, στοιβασία, μεταφορά, φύλαξη, φροντίδα και εκφόρτωση των πραγμάτων (άρθρο 2 της Σύμβασης) (ΠΠρΑθ 4681/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 1, 5 εδ. β΄ της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης όπως η παρ. 5 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του από 23.2.1968 Πρωτοκόλλου των Βρυξελλών, σαφώς συνάγεται ότι ο θαλάσσιος μεταφορέας ευθύνεται για τη βλάβη ή απώλεια των πραγμάτων που μεταφέρει. Σύμφωνα δε με την παραπάνω αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 εδ. β΄, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου του έτους 1968 της ίδιας Διεθνούς Σύμβασης, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά το συνολικό ποσό της αποζημίωσης θα υπολογίζεται σε σχέση με την αξία αυτών των εμπορευμάτων, στον τόπο και το χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς. Η αξία των εμπορευμάτων θα υπολογίζεται σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή τιμή για το εμπόρευμα ή, αν δεν υπάρχει τέτοια τιμή, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά ή, αν δεν υπάρχει καμία από τις δύο, θα υπολογίζεται με βάση τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας (βλ. ΑΠ 1529/1991 ΕΕμπΔ 1994.227, ΕφΠειρ 516/2009 ΕΝαυτΔ 2009.389). Τέλος, σύμφωνα με τους κανόνες Χάγης-Βίσμπυ (άρθρο 1 περ. ε΄) η θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων καλύπτει μόνο τη χρονική περίοδο της θαλάσσιας αποστολής, που αρχίζει από τη φόρτωση των εμπορευμάτων και τελειώνει με την εκφόρτωσή τους. Έτσι, κατ’ άρθρο 7 των Κανόνων, η Σύμβαση δεν καλύπτει ευθύνη του μεταφορέα για τα ακραία στάδια της μεταφοράς, δηλαδή από την παράδοση των πραγμάτων μέχρι την παραλαβή τους από τον παραλήπτη (ΕφΠειρ 516/2009 ο.π., ΕφΠειρ 631/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πριν τη φόρτωση των εμπορευμάτων, εφόσον ο μεταφορέας έχει παραλάβει το φορτίο ευθύνεται ως θεματοφύλακας, κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου (ΠΠρΑθ 4681/2011 ο.π.). ΙΙΙ. Το άρθρο 3 παρ. 6 της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης ορίζει: «… Εφόσον δεν έχει δοθεί στο μεταφορέα ή στον πράκτορά του στο λιμάνι εκφόρτωσης έγγραφη δήλωση απώλειας ή ζημιάς και της γενικής φύσης αυτής της απώλειας ή ζημιάς πριν ή κατά το χρόνο παραλαβής των πραγμάτων από το πρόσωπο που έχει το δικαίωμα στην παραλαβή τους με βάση τη σύμβαση μεταφοράς, τότε η παραλαβή θα αποτελεί τεκμήριο ότι τα πράγματα παραδόθηκαν από το μεταφορέα όπως περιγράφονται στη φορτωτική. Στην περίπτωση που η απώλεια ή ζημία δεν είναι εμφανής τότε η δήλωση πρέπει να γίνει μέσα σε τρεις ημέρες από την παραλαβή των εμπορευμάτων. Δεν απαιτείται γραπτή δήλωση εάν η κατάσταση του εμπορεύματος κατά το χρόνο της παραλαβής αποτέλεσε αντικείμενο κοινής επιθεώρησης ή εξέτασης … Στην περίπτωση πραγματικής ή τεκμαρτής απώλειας ή ζημιάς, ο μεταφορέας και ο παραλήπτης θα προβούν σε κάθε αμοιβαία διευκόλυνση για την επιθεώρηση των εμπορευμάτων και την καταμέτρησή τους…». Σύμφωνα με τη ρύθμιση της παραπάνω διάταξης, που αντιστοιχεί με τις ρυθμίσεις των άρθρων 146 και 147 ΚΙΝΔ με μικρές μόνο διαφορές, την οποία μπορεί να επικαλεσθεί ο μεταφορέας ώστε να παύσει η υφιστάμενη ευθύνη του, ο δικαιούχος του φορτίου παραλαμβάνοντας τα πράγματα από το μεταφορέα στον τόπο προορισμού τους οφείλει να τα εξετάσει και, εφόσον διαπιστώσει ότι η κατάστασή τους δεν είναι καλή, όπως περιγράφεται στη φορτωτική, πρέπει πριν ή κατά τον χρόνο παραλαβής να υποβάλει έγγραφη δήλωση στον μεταφορέα ή τον αντιπρόσωπό του για την απώλεια ή τη βλάβη τους και την έκταση της ζημίας που υπέστησαν (άρθρο 3 παρ. 6 εδ. 1). Αν η βλάβη δεν είναι εμφανής, ο παραλήπτης υποχρεούται να υποβάλει τη δήλωσή του μέσα σε τρεις ημέρες από την παραλαβή (άρθρο 3 παρ. 6 εδ. 2), ενώ παρέχεται στον παραλήπτη των πραγμάτων τριήμερη προθεσμία, λαμβάνοντας υπόψη ότι, συνήθως, οι ζημίες δεν μπορούν να διαγνωσθούν παρά μόνο όταν ανοιχθούν τα δέματα, τα κιβώτια ή τα εμπορευματοκιβώτια, στα οποία είναι συσκευασμένα τα πράγματα που μεταφέρθηκαν. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν απαιτείται γραπτή δήλωση αν η κατάσταση πραγμάτων αποτέλεσε αντικείμενο κοινής επιθεωρήσεως ή εξετάσεως (άρθρο 3 παρ. 6 εδ. 3). Πρέπει να παρατηρηθεί ότι κατά το πνεύμα της διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 6 πριν ή κατά την παραλαβή των πραγμάτων ή μέσα σε τρεις ημέρες από την παραλαβή των πραγμάτων, αν η ζημία δεν είναι εμφανής, ο παραλήπτης μπορεί να καλέσει το μεταφορέα για να παραστεί κατά την επιθεώρηση ή εξέταση των πραγμάτων, σε περίπτωση δε που αυτός, αν και προσκλήθηκε, δεν παρέστη κατά την εξέταση τούτων, η δήλωση του παραλήπτη για την κακή κατάσταση αυτών αποτελεί τεκμήριο σε βάρος του μεταφορέα, ευθυνόμενου έτσι μετά απ’ αυτό του μεταφορέα. Ειδικότερα, το βάρος του δικαιούχου του φορτίου να προβεί στην ως άνω έγγραφη δήλωση μπορεί να οδηγήσει, κατά περίπτωση, σε δύο τεκμήρια: Αν ο παραλήπτης του φορτίου δεν κάνει δήλωση ή όταν η έγγραφη δήλωση υποβλήθηκε εκπρόθεσμα ή ακόμη και όταν η γενόμενη επιφύλαξη διατυπώθηκε με γενικότητες, χωρίς να περιγράφεται με σαφήνεια η συγκεκριμένη ζημιά, τεκμαίρεται ότι παρέλαβε τα πράγματα χωρίς ζημία, όπως αυτά περιγράφονται στη φορτωτική (άρθρο 3 παρ. 6 εδ. 1), δηλαδή ότι ο μεταφορέας εκτέλεσε προσηκόντως τη μεταφορά και παρέδωσε τα πράγματα χωρίς βλάβη ή μερική, επομένως δε το τεκμήριο αυτό είναι υπέρ του μεταφορέα και σε βάρος του παραλήπτη. Αν αντίθετα, η δήλωση έγινε, όπως προβλέπει το άρθρο 3 παρ. 6 εδ. 1 και 2, τεκμαίρεται, κατ’ αντιδιαστολή, ότι ο δικαιούχος παρέλαβε τα πράγματα στην κατάσταση που περιγράφεται στη δήλωση, τότε δε το τεκμήριο είναι υπέρ του παραλήπτη και σε βάρος του μεταφορέα. Πάντως και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις το τεκμήριο είναι μαχητό και μπορεί να ανατραπεί με κύρια απόδειξη απ’ αυτόν σε βάρος του οποίου λειτουργεί. Σε κάθε περίπτωση, αν ο παραλήπτης ανατρέψει το σε βάρος του τεκμήριο ή αν ο μεταφορέας δεν ανατρέψει το σε βάρος αυτού τεκμήριο, τίθεται σε λειτουργία το σύστημα ευθύνης του μεταφορέα που θεσπίζουν οι Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ. Πρέπει να σημειωθεί ότι ως προς τα αποτελέσματα της διατύπωσης των επιφυλάξεων, η καθ’ ημάς νομολογία και μέρος της θεωρίας ακολουθούν και στην εφαρμογή της παραπάνω διάταξης την άποψη, που είχε επικρατήσει στο δίκαιο του ΚΙΝΔ, ότι δηλαδή, εάν δεν διατυπωθεί επιφύλαξη, ο ενάγων – παραλήπτης ενδιαφερόμενος για το φορτίο υποχρεούται να αποδείξει ότι η βλάβη ή η απώλεια πραγματοποιήθηκε κατά το στάδιο της κύριας μεταφοράς (ΕφΠειρ 583/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 95-98 ΕμπΝ σαφώς προκύπτει ότι στη σύμβαση μεταφοράς (χερσαίας ή θαλάσσιας) μπορεί να παρεμβληθεί, εκτός του αποστολέα ή φορτωτή, του αγωγιάτη ή μεταφορέα και του παραλήπτη, και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος διαφέρει από το μεταφορέα ή αγωγιάτη, κατά το ότι ο τελευταίος ενεργεί ο ίδιος τη μεταφορά, ενώ ο παραγγελιοδόχος επιφορτίζεται με την εξεύρεση του μεταφορέα, με τον οποίο συνάπτει τη σύμβαση μεταφοράς, είτε ιδίω ονόματι είτε επ’ ονόματι του παραγγελέα, πάντοτε όμως για λογαριασμό του τελευταίου. Ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς ευθύνεται ως εγγυητής για την εκτέλεση της μεταφοράς εκ μέρους του μεταφορέα και είναι εις ολόκληρον υπεύθυνος με αυτόν ή τον διαδοχικό παραγγελιοδόχο για κάθε ζημία που επέρχεται από την απώλεια ή βλάβη των μεταφερομένων πραγμάτων στον κύριο ή στον ασφαλιστή που κατέβαλε την ασφαλιστική αποζημίωση και υποκαταστάθηκε στη θέση του ασφαλισμένου έναντι τρίτων (άρθρα 97 και 98 ΕμπΝ). Η ευθύνη αυτή είναι αντικειμενική και εγγυητική, ανακύπτει δε, όταν υφίσταται ευθύνη του μεταφορέα, προς την οποία εξομοιώνεται και επιμετράται αντιστοίχως, οπότε ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς καθίσταται υπόχρεος προς αποζημίωση για τη ζημία από την απώλεια ή βλάβη των πραγμάτων. Οι διατάξεις και τα όσα εκτέθηκαν για την ευθύνη αυτού είχαν εφαρμογή και επί θαλάσσιας μεταφοράς, ενόψει του ότι τόσο τα άρθρα του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση, όσο και οι «Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ», για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές, όπως ισχύουν σήμερα μετά την κύρωση τους από το ν. 2107/1992 και εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, στις θαλάσσιες μεταφορές με φορτωτική, όπου τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, δεν περιέχουν διατάξεις για τον παραγγελιοδόχο μεταφοράς που μεσολαβεί στη ναύλωση ή στη θαλάσσια μεταφορά. Έτσι, ο τελευταίος δικαιούται να επικαλεστεί τους σχετικά προβλεπόμενους λόγους απαλλαγής ή περιορισμού της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα που απορρέουν από τη «Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών», όταν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της, επειδή η ευθύνη του είναι εγγυητική και υπάρχει στο μέτρο της ευθύνης του μεταφορέα, εκτός αν η ολική ή μερική απώλεια των μεταφερομένων εμπορευμάτων οφείλεται σε δική του αυτοτελή συμπεριφορά. Ειδικότερα, τέτοια συνιστούν πταίσματα που είναι ανεξάρτητα από την πράξη της μεταφοράς και αναφέρονται αποκλειστικά στην εκπλήρωση της αποστολής του παραγγελιοδόχου (ΑΠ 180/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 112/2012 ο.π., ΕφΠειρ 253/1999 ΕΕμπΔ 2000.77). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις για την αντιπροσωπεία του άρθρου 211 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, ενόψει της ανυπαρξίας ειδικών διατάξεων στον ΕμπΝ, δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) μέσα στα όρια εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο ναυτικός πράκτορας, ο οποίος ως εντεταλμένος στη διοίκηση κάποιου κλάδου των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή που διενεργεί θαλάσσιες μεταφορές, ή του φορτωτή ή του παραλήπτη, έχει την ιδιότητα του αντιπροσώπου, δηλαδή του καθολικού εντολοδόχου των τελευταίων προσώπων, συνάπτοντας με την ιδιότητά του αυτή συμβάσεις ναύλωσης ή θαλάσσιας μεταφοράς με τρίτα πρόσωπα (τον πλοιοκτήτη αν είναι εντολοδόχος του φορτωτή ή τον φορτωτή αν είναι εντολοδόχος του παραλήπτη) ή εκδίδοντας ως εντολοδόχος του πλοιάρχου τη θαλάσσια φορτωτική, όταν πρόκειται για θαλάσσια μεταφορά ή άλλο αποδεικτικό έγγραφο της φόρτωσης των πραγμάτων στο πλοίο κατά τα άρθρα 108 και 168 επ. ΚΙΝΔ. Από τη σύμβαση αυτή δεν δημιουργούνται ίδια δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις σε βάρος τους, διότι από τη δραστηριότητά του αυτή δημιουργούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις, σύμφωνα με τη διάταξη που προαναφέρθηκε, μόνο υπέρ και κατά αυτού που αντιπροσωπεύει, πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, φορτωτή ή παραλήπτη. Κριτήριο της διάκρισης μεταξύ της σύμβασης παραγγελίας και της σύμβασης πρακτορείας αποτελεί το αν ο ενδιάμεσα συναλλασσόμενος με το μεταφορέα ενεργεί στο όνομά του ή στο όνομα του παραγγελέα. Τούτο, διότι ο παραγγελιοδόχος δικαιοπρακτώντας προς τα έξω με το όνομά του αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα του, διακρίνεται από τον εμπορικό αντιπρόσωπο, το μεσίτη και τον πράκτορα, που αποτελούν μόνο διαμεσολαβούντα βοηθητικά πρόσωπα του εμπορίου, τα οποία δεσμεύουν ευθέως αυτόν που αντιπροσωπεύουν με τον εντολέα τους (ΕφΠειρ 631/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι ενήργησε όχι παραγγελιοδόχος μεταφοράς αλλά ως πράκτορας του φορτωτή – παραλήπτη αποτελεί άρνηση της αγωγής (ΕφΠειρ 151/2000 ΔΕΕ 2000.645). V. Στις σύγχρονες μεταφορές απαιτείται η χρησιμοποίηση περισσότερων μεταφορέων του ίδιου ή διαφορετικού μεταφορικού μέσου. Οι σύνθετες αυτές μορφές μεταφορών διακρίνονται: α) σε διαδοχικές, οι οποίες πραγματοποιούνται από περισσότερους μεταφορείς, ο καθένας απ’ τους οποίους εκτελεί σταδιακά τμήμα της όλης μεταφοράς, η οποία γίνεται στον ίδιο γεωγραφικό χώρο (ξηρά, θάλασσα ή αέρα), με ένα είδος μέσου (ομογενής) και καλύπτεται από μια φορτωτική, β) σε συνδυασμένες, οι οποίες εκτελούνται υπό ενιαία σύμβαση, με περισσότερα, όμως, είδη μεταφορικών μέσων, σε οποιοδήποτε συνδυασμό με εκφόρτωση και με μεταφόρτωση των εμπορευμάτων και γ) σε μικτές (στην περίπτωση που συνδυάζουν οδική και θαλάσσια μεταφορά), οι οποίες, ομοίως, εκτελούνται υπό ενιαία σύμβαση με περισσότερα είδη μεταφορικών μέσων, απ’ τα οποία, όμως, αυτό που φέρει τα πράγματα μεταφέρεται για τμήμα της διαδρομής φορτωμένο σε άλλο μεταφορικό μέσο, ούτως ώστε για το συγκεκριμένο τμήμα της μεταφοράς αντικείμενο της μεταφοράς είναι, όχι μόνο τα πράγματα, αλλά και το όχημα που τα μεταφέρει (ΕφΠειρ 767/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στη συνδυασμένη διεθνή μεταφορά, η οποία διενεργείται, όπως προεκτέθηκε, με περισσότερα από ένα διαφορετικού τύπου μεταφορικά μέσα, υπό μία -καταλαμβάνουσα την όλη μεταφορά, από την παραλαβή μέχρι την παράδοση του εμπορεύματος στον παραλήπτη- ενιαία σύμβαση με εκφόρτωση και μεταφόρτωση του εμπορεύματος, η ευθύνη του μεταφορέα δεν ρυθμίζεται ενιαία, αλλά καθορίζεται βάσει του νομικού καθεστώτος που διέπει το σκέλος της μεταφοράς στο οποίο επήλθε η ζημία. Με τις ίδιες αυτές διατάξεις ρυθμίζεται και η ευθύνη του παραγγελιοδόχου μεταφοράς που είναι εγγυητική εκείνης του μεταφορέα. Έτσι, αν αυτή (ζημία) επήλθε κατά το θαλάσσιο σκέλος της (μεταφοράς), θα εφαρμοσθούν οι ως άνω Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ, ενώ αν επήλθε κατά το χερσαίο, οι διατάξεις της CMR (ΔΣ της Γενεύης 1956 «επί του Συμβολαίου διά τη διεθνή μεταφοράν εμπορεύματος οδικώς» – κ.ν. 559/1977), σύμφωνα με τη μέθοδο «κατακερματισμού της ευθύνης», την οποία και το παρόν Δικαστήριο ακολουθεί (βλ. ΕφΠειρ 554/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Στην περίπτωση, άλλωστε, της συνδυασμένης μεταφοράς, αντισυμβαλλόμενος του αποστολέα ή του παραλήπτη είναι το πρόσωπο που αναλαμβάνει ευθύνη για την εκτέλεση της ως άνω μεταφοράς ως μεταφορέας και το οποίο διεθνώς αποκαλείται Multimodal Transport Operator. Το εν λόγω πρόσωπο οργανώνει και συντονίζει την εκτέλεση της συνδυασμένης μεταφοράς καταρτίζοντας τη σχετική σύμβαση και φέροντας ευθύνη για το σύνολο της μεταφοράς. Στην ουσία είναι ένας παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος ανεξαρτήτως αν ο ίδιος εκτελεί τη μεταφορά στο σύνολό της ή κατά ένα τμήμα ή και καθόλου βαρύνεται με την ευθύνη του μεταφορέα (βλ. ΠΠρΑθ 4681/2011 ο.π., με παραπομπή σε Ελένης Γκολογκίνα – Οικονόμου, Ζητήματα από τη διεθνή συνδυασμένη μεταφορά πραγμάτων ΕπισκΕμπΔ 2001 σελ. 600).

Με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτώς διορθώθηκε με τις νομίμως και εμπροθέσμως, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρο 224 ΚΠολΔ), η ενάγουσα ασφαλιστική ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…», ως καθολική διάδοχος της «…», λόγω απορρόφησης της δεύτερης από την πρώτη, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ισχυρίζεται ότι τον Μάρτιο 2018, μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία «…» και της αλλοδαπής κυπριακής εταιρείας με την επωνυμία «…» καταρτίσθηκε σύμβαση πωλήσεως, δυνάμει της οποίας η πρώτη αγόρασε με βάση το με αριθμό …/2018 τιμολόγιο πώλησης από τη δεύτερη, 76.800,00 χλγ. άφρυκτου καφέ Βραζιλίας special προς 4,880 ευρώ το χλγ., συνολικής αξίας 374.784,00 ευρώ. Ότι η αγοράστρια εταιρεία ανέθεσε στη δεύτερη εναγόμενη την ανεύρεση μεταφορέα για τη μεταφορά του ως άνω φορτίου καφέ από το λιμάνι της Λεμεσού Κύπρου στην Πάτρα, η οποία, ενεργώντας ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, κατήρτισε στο όνομά της αλλά για λογαριασμό της αγοράστριας σύμβαση μεταφοράς με την πρώτη εναγόμενη, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε έναντι αμοιβής (ναύλου) τη μεταφορά των εμπορευμάτων αυτών από το λιμάνι της Λεμεσού στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ η δεύτερη εναγόμενη επιμελήθηκε και της χερσαίας μεταφοράς από το λιμάνι του Πειραιά μέχρι την Πάτρα, καθώς ανέθεσε σε οδικό μεταφορέα έναντι κομίστρου τη μεταφορά των εμπορευματοκιβωτίων με φορτηγά στην Πάτρα, όπου θα τα παραλάμβανε η αγοράστρια. Ότι σε εκτέλεση της συμβάσεως μεταφοράς, το άνω φορτίο καφέ, ευρισκόμενο σε άριστη κατάσταση, στοιβάχθηκε σε τέσσερα εμπορευματοκιβώτια της πρώτης εναγόμενης (640 σάκοι των 30 χλγ. έκαστος εντός κάθε εμπορευματοκιβωτίου), που φορτώθηκαν στις 15.3.2018 στο πλοίο «…», εκδόθηκε δε η με αριθμό … φορτωτική από τη δεύτερη εναγόμενη επί εντύπου της πρώτης εναγόμενης – μεταφορέα. Ότι μετά τον κατάπλου του ανωτέρω πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά στις 20.3.2018, τα εμπορευματοκιβώτια εκφορτώθηκαν και στη συνέχεια φορτώθηκαν σε φορτηγά με προορισμό την Πάτρα, όπου, μετά την άφιξή τους, διαπιστώθηκε κατά την εκφόρτωση των εμπορευματοκιβωτίων ότι το με στοιχεία … έφερε τρύπα στην οροφή και μέρος του εντός αυτού ευρισκόμενου φορτίου είχε εμφανώς διαβραχεί, ενώ σε μεταγενέστερο έλεγχο, ενόψει της αποθήκευσής του σε σιλό, διαπιστώθηκε ότι όλο το εντός του εν λόγω εμπορευματοκιβωτίου ευρισκόμενο φορτίο είχε σημάδια υγρασίας και δεν μπορούσε να διοχετευθεί στην αγορά. Ότι για την κάλυψη των κινδύνων μεταφοράς των άνω εμπορευμάτων η αγοράστρια και παραλήπτρια εταιρία είχε συνάψει ασφαλιστήρια σύμβαση με τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας «…», για την οποία είχε εκδοθεί το με αριθμό … ασφαλιστήριο με διάρκεια 22.3.2017-22.3.2018, μέχρι του ποσού της τιμολογιακής τους αξίας, με ανώτατο όριο ανά φόρτωση 300.000,00 ευρώ και απαλλαγή 350,00 ευρώ ανά ζημία. Ότι, επειδή η αγοράστρια ζημιώθηκε κατά το ποσό των 93.696,00 ευρώ (19.200 χλγ. άφρυκτου καφέ Βραζιλίας special προς 4,880 ευρώ το χλγ.), που ήταν η συνήθης τιμή των εμπορευμάτων του αυτού είδους και ποιότητας στον τόπο και το χρόνο (20.3.2018) που εκφορτώθηκαν στο λιμάνι του Πειραιά αλλά και που παραδόθηκαν στην Πάτρα, η ενάγουσα, μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, αποζημίωσε την αγοράστρια – νόμιμη κομίστρια της εκδοθείσας φορτωτικής, καταβάλλοντας σ’ αυτή στις 29….8 το ποσό των 75.000,00 ευρώ μειωμένο κατά το ποσό της απαλλαγής, ήτοι 74.650,00 ευρώ, και υποκαταστάθηκε έτσι στα δικαιώματα της ασφαλισμένης της για την αποκατάσταση της ζημιάς. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, η ενάγουσα, ισχυριζόμενη ότι η ζημία των ως άνω εμπορευμάτων οφείλεται σε παραβίαση της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς, δηλαδή στην αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγόμενων και δη της μεν πρώτης με την ιδιότητα του μεταφορέα, η οποία παρέλειψε όπως είχε υποχρέωση να ελέγξει την καταλληλότητα του εμπορευματοκιβωτίου για την ασφαλή μεταφορά του φορτίου, αντιθέτως το εξέθεσε σε κίνδυνο, και της δεύτερης ως παραγγελιοδόχου μεταφοράς, ζητεί να υποχρεωθούν σε ολόκληρο η κάθε μία από αυτές, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλουν το ποσό των 74.650,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 20.3.2018 (ημερομηνία διαπίστωσης της ζημίας του φορτίου), άλλως από την 27….8 (ημερομηνία καταβολής αποζημίωσης), άλλως και, σε κάθε περίπτωση, από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Η πρώτη εναγόμενη εταιρεία με τις νομίμως και εμπροθέσμως, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κατατεθείσες προτάσεις της, προβάλλει προεχόντως, πριν από κάθε άλλο ισχυρισμό, ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της επίδικης διαφοράς και ζητεί ν’ απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη, ισχυριζόμενη ότι, επί τη βάσει της υπ’ αριθ. 24 ρήτρας της εκδοθείσας πιο πάνω από 15.3.2018 θαλάσσιας οδικής φορτωτικής, που δεσμεύει και την καθ’ υποκατάσταση της παραλήπτριας ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, συμφωνήθηκε ότι αποκλειστική δικαιοδοσία για την επίλυση οποιασδήποτε απαίτησης, διαφοράς, αγωγής ή δικαστικής διαδικασίας προκύψει εξ αυτής θα έχουν τα δικαστήρια του Αμβούργου Γερμανίας. Η με το ως άνω περιεχόμενο προβαλλόμενη εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας είναι, με βάση και τις νομικές διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Κανονισμού 1215/2012 που προαναφέρονται και τυγχάνουν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν την έδρα τους στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους και το Δικαστήριο που, σύμφωνα με τη ρήτρα απονομής αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, ορίζεται είναι δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους (ΕφΠειρ 174/2006 ο.π., ΕφΠειρ 428/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ορισμένη και νόμιμη, πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσία. Από την από 15.3.2018 με αριθμό … ένδικη θαλάσσια οδική φορτωτική, αντίγραφο της οποίας προσκομίζεται σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, προκύπτει ότι αυτή εκδόθηκε στον τόπο της έδρας της πωλήτριας εταιρείας «…», στη …, η οποία αναγράφεται ως αποστολέας των αναφερόμενων στην αγωγή εμπορευμάτων (φορτωτής), με το πλοίο «…», από το λιμάνι της Λεμεσού Κύπρου, με λιμάνι εκφόρτωσης τον Πειραιά και τόπο παράδοσης την Πάτρα. Ως μεταφορέας αναφέρεται η πρώτη των εναγόμενων αλλοδαπή εταιρεία, σε έντυπο της οποίας η δεύτερη εναγόμενη εξέδωσε τη φορτωτική στο δικό της όνομα, αλλά για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης. Ως τελική δε παραλήπτρια (προς ειδοποίηση) αναφέρεται η αγοράστρια εταιρία με την επωνυμία «….» και έδρα στην ….Σύμφωνα με τον όρο 24 που ενσωματώνεται στην πρώτη σελίδα της ίδιας φορτωτικής, στο κεφάλαιο «Δίκαιο και Δικαιοδοσία», αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «Εκτός αν άλλως προβλέπεται ειδικώς στην παρούσα, οποιαδήποτε απαίτηση, διαφορά, αγωγή ή δικαστική διαδικασία προκύψει κάτω από την παρούσα Θαλάσσια Οδική Φορτωτική και/ή τη σύμβαση μεταξύ του Μεταφορέα και του συμβαλλόμενου με το σημείωμα ναύλωσης μέρους, θα διέπεται από το Γερμανικό Δίκαιο και θα επιλύεται αποκλειστικά στα Δικαστήρια του Αμβούργου. Ο Μεταφορέας κατ’ επιλογή του θα έχει το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή στα Δικαστήρια του τόπου άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του Εμπόρου (Merchant)». Πλην όμως, ο σχετικός όρος περί υπαγωγής κάθε διαφοράς που θα προκύψει από την ένδικη μεταφορά στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της άνω πόλης του Αμβούργου Γερμανίας δεν πληροί τις προϋποθέσεις της δικονομικής συμφωνίας περί αποκλεισμού της δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων επί μελλοντικών διαφορών των διαδίκων, με την έννοια που προεκτέθηκε στην οικεία παράγραφο της προηγηθείσας νομικής σκέψης και, άρα, δε δεσμεύει την ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, αφού η επίμαχη φορτωτική στην οποία είναι ενσωματωμένος ο πιο πάνω όρος δεν φέρει τις υπογραφές των συμβαλλομένων μερών, με αποτέλεσμα η συμφωνία που επικαλέστηκε η παριστάμενη πρώτη εναγόμενη σχετικά με την εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς από τα δικαστήρια της παραπάνω πόλης, να μην είναι έγκυρη και να θεωρείται σαν να μην έγινε, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι η επικαλούμενη από την πρώτη εναγόμενη συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχεται στον προαναφερθέντα όρο της φορτωτικής καταρτίσθηκε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνθήκες του διεθνούς εμπορίου που η αγοράστρια και παραλήπτρια του φορτίου γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει και, συγκεκριμένα, ούτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση αποδεικνύεται ότι καταρτίστηκε τέτοια συμφωνία μεταξύ τους, αλλά ούτε και ότι η ασφαλισμένη της ενάγουσας γνώριζε ή ότι όφειλε να γνωρίζει τη συνήθεια και πρακτική της εναγόμενης μεταφορέα να αναγράφει, μεταξύ των άλλων, με ψιλά γράμματα, στους Γενικούς Όρους των φορτωτικών που εξέδιδε, την παραπάνω ρήτρα. Επίσης, δεν αποδεικνύεται ότι πριν από την έκδοση της προαναφερόμενης θαλάσσιας οδικής φορτωτικής είχαν προηγηθεί για το ζήτημα αυτό διαπραγματεύσεις και είχε συμφωνηθεί κατά τρόπο σαφή και ακριβή μεταξύ των συμβαλλομένων η επικαλούμενη από την πρώτη εναγόμενη ρήτρα περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων του Αμβούργου. Σχετικά, η ενόρκως βεβαιώσασα στη ληφθείσα με επιμέλεια της ενάγουσας με αριθμό …/2019 ένορκη βεβαίωση …, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων, καταθέτει ότι η ασφαλισμένη της τής δήλωσε ότι δεν είχε κάνει καμία συμφωνία, γραπτή ή προφορική, με την πρώτη εναγόμενη προκειμένου να έχει δικαιοδοσία αλλοδαπό δικαστήριο ούτε είχε μακρόχρονη συνεργασία με αυτήν ώστε να γνωρίζει τους όρους που χρησιμοποιούσε στις φορτωτικές της, τους οποίους ουδέποτε αποδέχθηκε. Άλλωστε, στο πλαίσιο της -περιορισμένης, όπως αποδεικνύεται- μεταξύ των συμβαλλόμενων εταιρειών συνεργασίας, δεν προσκομίζεται, όπως θα μπορούσε, οποιαδήποτε φορτωτική εκδοθείσα μεταξύ τους με αφορμή άλλη σύμβαση που να περιέχει ανάλογη ρήτρα δικαιοδοσίας αλλοδαπού δικαστηρίου στους γενικούς όρους της, προκειμένου να αποδειχθεί ότι η ρήτρα αυτή ανταποκρίνονταν στην πρακτική που είχαν καθιερώσει οι συμβαλλόμενες εταιρείες στις μεταξύ τους συμβάσεις διεθνών μεταφορών -όπως συνηθίζεται σε αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα- και ότι αυτές (πιο πάνω συμβαλλόμενες) συμπεριελάμβαναν, τακτικά, αντίστοιχες ρήτρες στους γενικούς έντυπους όρους, στις εκδοθείσες μεταξύ τους φορτωτικές για συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς. Τέλος, στο ηλεκτρονικά αποσταλέν από τη δεύτερη εναγόμενη στην ως άνω πωλήτρια εταιρεία (φορτωτή) από 13.3.2018 επιβεβαιωτικό σημείωμα ναύλωσης (booking confirmation), αναφέρεται ότι ο μεταφορέας λειτουργεί σύμφωνα με τους όρους της φορτωτικής που εκδίδει, οι οποίοι παρέχονται κατόπιν αιτήματος ή εκτίθενται σε οποιοδήποτε γραφείο του μεταφορέα ή πράκτορά του ή στην ιστοσελίδα του, χωρίς, ωστόσο, να επισημαίνεται ρητά ότι στους γενικούς αυτούς όρους περιλαμβάνεται και η ένδικη ρήτρα δικαιοδοσίας αλλοδαπού δικαστηρίου. Με βάση τα πιο πάνω γενόμενα δεκτά, η περιλαμβανόμενη στη φορτωτική ρήτρα περί υπαγωγής κάθε διαφοράς από τη θαλάσσια μεταφορά, στην οποία αφορά αυτή, στη δικαιοδοσία των προαναφερόμενων δικαστηρίων του Αμβούργου, είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε. Συνεπώς, ενόψει και των ανωτέρω αποδειχθέντων, θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η σχετική ένσταση της πρώτης εναγόμενης περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων.

Κατόπιν αυτών, με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή, που επιδόθηκε στις εναγόμενες εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των εξήντα ημερών, αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2 του ΚΠολΔ, 1 παρ. 1 εδ. α, 7 παρ. 1 α, 63 παρ. 1,2, 66 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ως το δικαστήριο του τόπου όπου εκπληρώθηκε η παροχή της επίδικης συμβάσεως μεταφοράς, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσεως της διαφοράς), εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία, το οποίο συνακόλουθα έχει διεθνή δικαιοδοσία (άρθρα 3 παρ. 1, 4 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μέρ. παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Για τη ρύθμιση της ευθύνης του μεταφορέα τα μέρη επέλεξαν, με ιδιαίτερη μνεία επί της φορτωτικής (βλ. και τεθείσα ρήτρα paramount, που υπερισχύει κάθε άλλης ρήτρας στη φορτωτική περί καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου), να εφαρμόζονται οι Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ, ήτοι οι Κανόνες της Χάγης, οι περιεχόμενοι στη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών της 25 Αυγούστου 1924, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών τροποποιήσεων των ετών 1968 και 1979 [βλ. άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)], οι οποίοι, άλλωστε, τυγχάνουν εν προκειμένω αναγκαστικά εφαρμογής σύμφωνα και με το γερμανικό δίκαιο, που επελέγη κατά τα λοιπά για τη ρύθμιση της φορτωτικής. Επομένως, με βάση τους εφαρμοστέους Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ, το περιεχόμενο των οποίων είναι γνωστό στο Δικαστήριο, με συνέπεια να μη χρειάζεται να διατάξει απόδειξη γι’ αυτό (άρθρο 337 ΚΠολΔ), η ένδικη αγωγή της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας που αποζημίωσε την ασφαλισμένη της – κομίστρια της φορτωτικής, δικαιούχο του φορτίου και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματά της, είναι πλήρως ορισμένη, απορριπτομένης της ένστασης αοριστίας της πρώτης εναγόμενης, εφόσον σ’ αυτή εκτίθενται όλα τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία: α) ύπαρξη έγκυρης σύμβασης παραγγελίας και διεθνούς συνδυασμένης (θαλάσσιας και οδικής) μεταφοράς, β) παράδοση του προς μεταφορά εμπορεύματος, γ) βλάβη αυτού κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας μεταφοράς και δ) καταβολή του ασφαλίσματος στο νόμιμο κομιστή της φορτωτικής – δικαιούχο του φορτίου (βλ. ΕφΠειρ 112/2012, ΕφΠειρ 631/2007 ο.π., πρβλ. ΕφΠειρ 554/2011 ο.π.). Περαιτέρω, είναι νόμιμη, καθώς στηρίζεται στις προαναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, στις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 2496/1997 ως προς την ασφαλιστική υποκατάσταση, στην οποία εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, κατ’ άρθρο 4 παρ. 4 του ως άνω Καν 593/2008, ως το δίκαιο της χώρας με την οποία η σύμβαση ασφαλίσεως συνδέεται στενότερα, λόγω της συνάψεως της τελευταίας στην ημεδαπή, στην οποία εδρεύουν τόσο η ανωτέρω ασφαλισμένη εταιρεία όσο και η αντιπρόσωπος της ενάγουσας στην ημεδαπή, εταιρεία «…», και των άρθρων 455, 460, 462 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται επίσης στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η εκχωρηθείσα και αναγγελθείσα με την υπό κρίση αγωγή απαίτηση ρυθμίζεται από το ελληνικό δίκαιο (βλ. ΕφΠειρ 267/2008 ΠειρΝομ 2008.322, ΠΠρΠειρ 3830/2002 ΕΕμπΔ 2003.408, ΠΠρΠειρ 204/1989 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με παραπομπή σε Γ. Μαριδάκη, Ι.Δ.Δ. παρ. 35, σημ. 44), καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 340, 346 ΑΚ, 907, 908 παρ. 1 και 176 ΚΠολΔ, οι οποίες, ως διατάξεις του δικονομικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori), εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή. Το παρεπόμενο, ωστόσο, αίτημα καταβολής τόκων είναι νόμιμο κατά τα άρθρα 340, 346 ΑΚ από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής, απορριπτόμενου ως μη νόμιμου του αιτήματος καταβολής τόκων κατ’ άρθρο 111 ΕισΝΑΚ από την 20.3.2018, άλλως από την 27….8, χρόνο διαπίστωσης της ζημίας και καταβολής του ασφαλίσματος αντιστοίχως, επειδή η πιο πάνω διάταξη δεν έχει εφαρμογή επί της αξίωσης του υποκατασταθέντος ασφαλιστή κατά του τρίτου, οφειλέτη του ασφαλισμένου, διότι η αξίωση αυτή του ασφαλιστή δεν πηγάζει από την ασφαλιστική σύμβαση, αλλά από την αυτοδικαίως (άρθρο 14 ν. 2496/97) μεταβιβασθείσα σ’ αυτόν απαίτηση του ασφαλισμένου δανειστή (ΑΠ 1715/ 2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 112/2012 ο.π.). Επομένως, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το αναλογούν στο αγωγικό της αίτημα τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με αριθμό … e-παράβολο, σε συνδυασμό με την από 25.7.2019 απόδειξη πληρωμής της τράπεζας “…”).

Η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 εδ. 4 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 25.8.1924 για τις φορτωτικές, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 παρ. 2 του Πρωτοκόλλου της 23.2.1968, ορίζει ότι «ο μεταφορέας και το πλοίο θα απαλλάσσονται σε κάθε περίπτωση από οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με τα εμπορεύματα, εφόσον δεν έχει εγερθεί αγωγή εντός ενός έτους από την παράδοσή τους ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί». Καθιερώνεται δηλαδή με την εν λόγω διάταξη βραχυχρόνια ετήσια παραγραφή, η οποία αρχίζει από την παράδοση των πραγμάτων ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί. Ότι πρόκειται για παραγραφή, που εξετάζεται κατ’ ένσταση κατ’ άρθρο 277 ΑΚ, και όχι για αποσβεστική προθεσμία, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως κατ’ άρθρο 280 ΑΚ, προκύπτει από την ίδια διάταξη, που ορίζει στη συνέχεια ότι «ωστόσο, αυτή η περίοδος μπορεί να παραταθεί, αν τα μέρη έτσι συμφωνήσουν μεταγενέστερα από το γεγονός που προκάλεσε την αγωγή», καθώς παράταση αποσβεστικής προθεσμίας, για άσκηση δικαιώματος που έχει αποσβεστεί, δεν νοείται. Η θέσπιση δε της πιο πάνω ετήσιας παραγραφής οφείλεται στη φύση της δραστηριότητας του μεταφορέα, ο οποίος, απασχολούμενος με πολλές υποχρεώσεις, που δίνουν λαβή σε πλείστες όσες διενέξεις, πρέπει να είναι σε θέση να κάνει τους υπολογισμούς του σε έναν εύλογο χρόνο παραγραφής (ΑΠ 376/2008, 380/2008, 381/2008, 1235/2008, 1794/2008, άπασες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 115/2000 ΕΝαυτΔ 2003.439). Στην προκειμένη περίπτωση, προς απόκρουση της αγωγικής αξίωσης, η πρώτη εναγόμενη προτείνει παραδεκτώς ένσταση ετήσιας παραγραφής αυτής, όπως ορθά εκτιμάται ο σχετικός προβαλλόμενος ισχυρισμός, ισχυριζόμενη ότι από την ημέρα παραδόσεως των εμπορευμάτων την 20.3.2018 και έως την 21.3.2019 δεν ασκήθηκε αγωγή ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων του Αμβούργου Γερμανίας, επικαλείται δε σχετικά την περιλαμβανόμενη στην επίδικη φορτωτική ρήτρα 6, ταυτόσημου περιεχομένου με την πιο πάνω διάταξη της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, σύμφωνα με την οποία: «Χρόνος Άσκησης της Αγωγής – Κανόνες Hague-Visby. Σε κάθε περίπτωση, ο Μεταφορέας απαλλάσσεται από την ευθύνη για απώλεια ή ζημία στα Εμπορεύματα, μη παράδοση ή λανθασμένη παράδοση, καθυστέρηση ή οποιαδήποτε άλλη απώλεια ή ζημία συνδεόμενη ή σχετιζόμενη με τη μεταφορά, εκτός αν ασκηθεί αγωγή εντός ενός (1) έτους από την παράδοση των Εμπορευμάτων ή από την ημερομηνία εντός της οποίας τα Εμπορεύματα έπρεπε να παραδοθούν». Ο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, καθώς ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ήτοι την αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Αμβούργου για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, η οποία, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, δε συντρέχει εν προκειμένω. Άλλωστε, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι, με φερόμενο χρόνο παράδοσης των εμπορευμάτων την 20.3.2018, η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε ενώπιον του παρόντος αρμόδιου Δικαστηρίου, κατά τα ανωτέρω, την 12.3.2019 (βλ. την υπ’ αριθ. 2198/1046/12.3.2019 πράξη κατάθεσης) και επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά την 20.3.2019 (βλ. τις υπ’ αριθ. … και …/20.3.2019 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …), της πλασματικής επίδοσης στον αρμόδιο Εισαγγελέα κατ’ άρθρο 134 παρ. 1 ΚΠολΔ διακόπτουσας της παραγραφής, κατ’ άρθρο 221 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 261 παρ. 1 εδ. α ΑΚ (βλ. ΑΠ 1405/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ακολούθησε δε και πραγματική επίδοση εντός εξήντα (60) ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Κατόπιν αυτών, η παραδεκτώς προτεινόμενη με την προσθήκη στις προτάσεις της ενάγουσας, προς απόκρουση της ένστασης παραγραφής, αντένσταση διακοπής αυτής τυγχάνει νόμιμη και βάσιμη, η δε ένσταση ετήσιας παραγραφής πρέπει ν’ απορριφθεί.

Από την υπ’ αριθ. …/9.7.2019 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον του Έλληνα Πρόξενου στη Λευκωσία που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει η δεύτερη εναγόμενη, με πρωτοβουλία της οποίας δόθηκε κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. …/4.7.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …), από την υπ’ αριθ. …/5.9.2019 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Χρυσούλας Σανιδά που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει η ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας δόθηκε προς αντίκρουση των διαλαμβανομένων στις προτάσεις των εναγόμενων ισχυρισμών κατόπιν νόμιμης κλήτευσής τους (βλ. τις υπ’ αριθ. …/2.9.2019 αντιστοίχως εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …), καθώς και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το Μάρτιο 2018, η ημεδαπή εταιρεία με την επωνυμία «….» με έδρα την …..αγόρασε από την κυπριακή εταιρεία με την επωνυμία «…» με έδρα τη …… καφέ άφρυκτο Βραζιλίας special συνολικού βάρους 76.800,00 χιλιόγραμμων προς 4,880 ευρώ/κιλό και συνολικής αξίας 374.784,00 ευρώ, εκδόθηκε δε σχετικά το υπ’ αριθ. …/2.3.2018 τιμολόγιο πώλησης – δελτίο αποστολής από την πωλήτρια εταιρεία. Για τη μεταφορά των παραπάνω εμπορευμάτων διά θαλάσσης από το λιμάνι της Λεμεσού Κύπρου στο λιμάνι του Πειραιά και στη συνέχεια οδικώς στην Πάτρα, η αγοράστρια εταιρεία κατάρτισε σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς με τη δεύτερη εναγόμενη κυπριακή εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία ασκεί εμπορική δραστηριότητα ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, όπως προκύπτει από την από 19.3.2018 «προσφορά θαλάσσιας εξαγωγής» προς την ως άνω αγοράστρια εταιρεία, έχοντας ως αντικείμενο την επί κέρδει διεκπεραίωση διεθνών μεταφορών. Με τη σύμβαση αυτή η εν λόγω παραγγελιοδόχος μεταφοράς ανέλαβε την υποχρέωση να επιμεληθεί όλης της μεταφοράς, μέχρι την παράδοση του φορτίου στην Πάτρα, έναντι αμοιβής, για την οποία εξέδωσε το υπ’ αριθ. …/16.3.2018 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών προς την αγοράστρια εταιρεία «….». Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής η δεύτερη εναγόμενη απευθύνθηκε αρχικά στην πρώτη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…» , που έχει έδρα στο … και ως αντικείμενό της τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων με το υπό σημαία Λιβερίας φορτηγό πλοίο «…», πλοιοκτησίας της, στη συνέχεια δε, για το οδικό τμήμα της μεταφοράς, στην εταιρεία με την επωνυμία «….» (…), που έχει έδρα στην …. Με την εταιρεία «…», η δεύτερη εναγόμενη, ενεργώντας στο όνομά της και για λογαριασμό της αγοράστριας εταιρείας, συνήψε σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς των πιο πάνω εμπορευμάτων, έναντι ναύλου, προκειμένου αυτά να μεταφερθούν από το λιμάνι της Λεμεσού Κύπρου στο λιμάνι του Πειραιά και στη συνέχεια, μέσω του ως άνω οδικού μεταφορέα, στην Πάτρα, όπου θα τα παραλάμβανε η αγοράστρια. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου για την εν λόγω ιδιότητα της δεύτερης εναγόμενης βασίζεται κυρίως στην ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της ενάγουσας …, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι η αγοράστρια εταιρεία ανέθεσε σ’ αυτήν την επιμέλεια της μεταφοράς του φορτίου ως διαμεταφορέα και όχι ως πράκτορα – αντιπρόσωπο της πρώτης εναγόμενης, χωρίς να γνωρίζει τη σχέση που υπήρχε μεταξύ των εταιρειών αυτών, ενισχύεται δε από την προαναφερθείσα από 19.3.2018 προσφορά της δεύτερης εναγόμενης, στην οποία ο Όμιλος … αναφέρεται ως ο κορυφαίος προμηθευτής προσαρμοσμένων ολοκληρωμένων υπηρεσιών logistics, με ετήσιες πωλήσεις 50 εκατομμυρίων δολαρίων, πάνω από 1.000 υπαλλήλους και πάνω από 3.000 τοποθεσίες στην Κύπρο, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ολλανδία, το Βέλγιο, το … και το Ισραήλ, καθώς και με πιστοποιημένες από τον Lloyds του Λονδίνου διαμεταφορικές δραστηριότητες. Το εύρος αυτό της δραστηριότητας της δεύτερης εναγόμενης δε συνάδει με την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα, ο οποίος αποτελεί, σύμφωνα με τη νομική σκέψη ΙV. της παρούσας, μόνο βοηθητικό πρόσωπο του εμπορίου που δεσμεύει ευθέως αυτόν που αντιπροσωπεύει με τον εντολέα του, με συνέπεια ο σχετικός αρνητικός της ιστορικής βάσης της αγωγής ισχυρισμός της δεύτερης εναγόμενης, ότι ενήργησε ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας – πρώτης εναγόμενης και όχι ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, να είναι αβάσιμος και απορριπτέος· η κρίση δε αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την αναγραφή επί της επίδικης φορτωτικής, όπως κατωτέρω αναλυτικά εκτίθεται, στη θέση του εκδότη, ότι αυτή λειτουργούσε ως πράκτορας της πρώτης εναγόμενης – μεταφορέα ούτε από τη σύμβαση αντιπροσωπείας μεταξύ των εναγόμενων εταιρειών που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η δεύτερη εναγόμενη, καθώς αυτή δεν ήταν γνωστή στην ενάγουσα ούτε μπορούσε να συναχθεί η συνεργασία τους αυτή από τις περιστάσεις (άρθρο 211 ΑΚ). Το γεγονός δε ότι η πρώτη εναγόμενη καταβάλλει προμήθεια στη δεύτερη εναγόμενη για τους ναύλους που η τελευταία εισπράττει για λογαριασμό της και τής αποδίδει αφορά στην εσωτερική σχέση των εναγόμενων εταιρειών, την οποία η αγοράστρια δε γνώριζε ούτε ήταν σε θέση να γνωρίζει. Σημειώνεται τέλος ότι η πρώτη εναγόμενη αναφέρεται με τις προτάσεις της στη δεύτερη εναγόμενη ως παραγγελιοδόχο μεταφοράς και όχι ως αντιπρόσωπό της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 15.3.2018, σε εκτέλεση της πιο πάνω σύμβασης παραγγελίας μεταφοράς, το πιο πάνω εμπόρευμα, που είχε μεταφερθεί από το λιμάνι Σάντος της Βραζιλίας στη Λεμεσό και, μετά τον εκτελωνισμό του στις 16.2.2018, παρέμενε σε εγκαταστάσεις της παραλήπτριας, συσκευασμένο σε ειδικούς σάκους για τη μεταφορά, και συγκεκριμένα σε 2.560 σάκους των 30 χλγ. έκαστος, στοιβάχθηκε σε τέσσερα (4) εμπορευματοκιβώτια της πρώτης εναγόμενης, ήτοι τα με στοιχεία …, τα οποία φορτώθηκαν στο πλοίο «…» στο λιμάνι της Λεμεσού πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης με επιμέλειά της. Σχετικά εκδόθηκε επί εντύπου της (πρώτης εναγόμενης), από τη δεύτερη εναγόμενη, η με αριθ. … θαλάσσια οδική φορτωτική (Sea Waybill), με αναφερόμενο προς ειδοποίηση μέρος την πιο πάνω αγοράστρια – παραλήπτρια εταιρεία, φορτώτρια την πωλήτρια εταιρεία «…», λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης τη Λεμεσό και τον Πειραιά αντίστοιχα, τόπο παράδοσης την Πάτρα, καθώς επίσης με αναφορά στο είδος του εμπορεύματος, τον αριθμό των σάκων εντός του κάθε εμπορευματοκιβωτίου, τις διαστάσεις και το βάρος τους. Εξάλλου, η ασφαλιστική εταιρεία «…», η οποία έχει ήδη συγχωνευθεί με την ενάγουσα «….» λόγω απορροφήσεως της πρώτης από τη δεύτερη [βλ. την από 22….8 συμβολαιογραφική βεβαίωση (φέρουσα Apostille) και την υπ’ αριθ. Πρωτ. …/1.8.2018 Ανακοίνωση εγκατάστασης υποκαταστήματος της ενάγουσας στην Ελλάδα της Διεύθυνσης Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα], με σύμβαση που είχε καταρτίσει μέσω του Υποκαταστήματός της στην Ελλάδα με την αγοράστρια εταιρεία, διάρκειας από τις 12 μ.μ. της 22.3.2017 έως τις 11.59 π.μ. της 22.3.2018, είχε ασφαλίσει το εμπόρευμα εναντίον κάθε κινδύνου κατά τη διάρκεια της μεταφοράς μέχρι του ποσού των 300.000,00 ευρώ, με συμφωνηθείσα απαλλαγή 350,00 ευρώ για κάθε ζημιά, είχε δε εκδοθεί το με αριθ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Το πλοίο «…» κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά στις 20.3.2018, το φορτίο εκφορτώθηκε και φορτώθηκε σε φορτηγά της ως άνω μεταφορικής εταιρείας «….» και την ίδια ημέρα παραδόθηκε στην αγοράστρια εταιρεία στην Πάτρα. Κατά την εκφόρτωση του εμπορευματοκιβωτίου με στοιχεία … διαπιστώθηκε ότι μέρος του φορτίου είχε διαβραχεί από όμβρια ύδατα, καθώς, όπως προέκυψε μετά από έλεγχο του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου, αυτό έφερε τρύπα στην οροφή (μπροστά δεξιά), σχετική δε σημείωση έγινε στο με αριθμό ……./20.3.2018 δελτίο αποστολής εμπορευμάτων της «….». Ειδικότερα διαπιστώθηκε ότι σαράντα ένας (41) σάκοι των 30 κιλών ήταν βρεγμένοι και παρουσίαζαν φθορά στη συσκευασία αλλά και στο περιεχόμενο, ως εκ τούτου 1.230 χλγ. άφρυκτου καφέ (lot number …) κρίθηκαν από τον ποιοτικό έλεγχο ακατάλληλα να εισέλθουν στην παραγωγική διαδικασία. Σημειώνεται ότι οι σάκοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν κατάλληλοι για τη μεταφορά του συγκεκριμένου «ζωντανού», όπως καταθέτει η μάρτυρας της ενάγουσας στην ένορκη βεβαίωσή της, φορτίου καφέ, καθώς ήταν κατασκευασμένοι από τρία χάρτινα φύλλα εξωτερικά και nylon επένδυση εσωτερικά, σε αρκετούς δε από αυτούς βρέθηκαν διαλυμένοι οι εξωτερικοί χάρτινοι σάκοι και σκισμένοι οι nylon σάκοι. Άμεσα η αγοράστρια εταιρεία υπέβαλε την από 21.3.2018 έγγραφη διαμαρτυρία της προς την παραγγελιοδόχο μεταφοράς – δεύτερη εναγόμενη εταιρεία. Η υπόλοιπη ποσότητα καφέ που είχε μεταφερθεί με το ίδιο εμπορευματοκιβώτιο, κατά τον αρχικό οπτικό έλεγχο είχε κριθεί κατάλληλη ελλείψει εμφανών εξωτερικών ενδείξεων υγρασίας – μούχλας και είχε αποθηκευτεί στον αποθηκευτικό χώρο Med Frigo. Όταν ο ως άνω καφές μεταφέρθηκε στη μονάδα επεξεργασίας στη … και ξεκίνησε η παραγωγική διαδικασία αποθήκευσής του σε σιλό, διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν σημάδια μούχλας που δεν ήταν αρχικά ορατά. Δείγμα οπτικά καλού φορτίου την 18.4.2018 δόθηκε σε εργαστήριο της “…” και ανιχνεύθηκε οχρατοξίνη (ochratoxin) σε αναλογία 207 (LOD 0,85) mg/kgr, ενδεικτική υψηλής μόλυνσης. Έτσι, το σύνολο της ποσότητας καφέ που είχε διακινηθεί με το ανωτέρω εμπορευματοκιβώτιο κρίθηκε ακατάλληλο να εισέλθει στην παραγωγική διαδικασία, καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα διαχωρισμού του φορτίου, εκ της φύσεώς του, σε μολυσμένους και μη κόκκους, η υγρασία δε, είχε εισχωρήσει σε συσκευασίες που εξωτερικά δεν έφεραν σημάδια μούχλας (βλ. την από 18.4.2018 συμπληρωματική έκθεση ποιοτικού ελέγχου παραλαβής άφρυκτου καφέ της αγοράστριας εταιρείας). Τα ανωτέρω περιγράφονται στην από 30.7.2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης ΝοAIG …, που συντάχθηκε κατόπιν εντολής της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας από τον πραγματογνώμονα …, παρουσία εκπροσώπων της αγοράστριας εταιρείας και του πραγματογνώμονα της πρώτης εναγόμενης – μεταφορέα … και δεν αναιρούνται από τις εκθέσεις επιθεωρήσεις (αρχική και συμπληρωματική, από 17.6.2018) του άνω πραγματογνώμονα της μεταφορέα. Η ζημιά στο ως άνω φορτίο αποδείχθηκε ότι προκλήθηκε από εισροή ομβρίων υδάτων, λόγω της τρύπας που δημιουργήθηκε στην οροφή του εμπορευματοκιβωτίου HLBU… κατά τη διάρκεια της συνολικής μεταφοράς του από τη Βραζιλία μέχρι την Πάτρα. Κατόπιν αυτών, η αγοράστρια εταιρεία προέβη στην καταστροφή 19.200 χλγ. άφρυκτου καφέ στον …), ως υλικών ακατάλληλων για κατανάλωση και επεξεργασία (βλ. το από …. Πρωτόκολλο Καταστροφής Άχρηστου Υλικού). Δεδομένου δε ότι το ανώτατο όριο ασφαλισμένης αξίας ανά φόρτωση ανερχόταν, δυνάμει του προαναφερθέντος ασφαλιστηρίου συμβολαίου, στο ποσό των 300.000 ευρώ και η συνολική αξία του μεταφερθέντος κατά την επίδικη μεταφορά φορτίου ήταν 374.784 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν η συνήθης τιμή του στον τόπο προορισμού κατά το χρόνο εκφόρτωσης, υπήρξε υπασφάλιση αυτού και, ως εκ τούτου, η ασφαλισμένη αξία του βλαβέντος φορτίου ανήλθε στο ποσό των [93.696 ευρώ × (300.000 ευρώ / 374.784 ευρώ) =] 75.000 ευρώ. Κατόπιν δε αφαίρεσης του συμφωνηθέντος ποσού απαλλαγής (350 ευρώ), η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, αφού διαπίστωσε ότι είχε επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, σε εκτέλεση της προαναφερόμενης σύμβασης ασφάλισης, κατέβαλε στην αγοράστρια εταιρεία – ασφαλισμένη της, δικαιούχο του φορτίου ως νόμιμη κομίστρια της εκδοθείσας γι’ αυτό φορτωτικής, το συνολικό ποσό των 74.650 ευρώ ως ασφαλιστική αποζημίωση και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματά της αυτοδικαίως εκ του νόμου (άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2496/1997) έναντι κάθε τρίτου υπεύθυνου για τη ζημία (βλ. την από …….. εξοφλητική απόδειξη και συμφωνία εκχώρησης δικαιωμάτων). Οι εναγόμενες εταιρείες ισχυρίζονται ότι κατά το διάστημα παραμονής του φορτίου στην Κύπρο, μετά την παραλαβή του από την άνω πωλήτρια εταιρεία στις 16.2.2018 και μέχρι την εισαγωγή του στο λιμάνι της Λεμεσού στις 12.3.2018 και τη φόρτωση του άνω εμπορευματοκιβωτίου στις 15.3.2018 στο πλοίο για τη μεταφορά του στον Πειραιά, παρατηρήθηκε έντονη βροχόπτωση, ιδίως στις 16.2.2018, ενώ κατά το διάστημα 12-15.3.2018 δεν παρατηρήθηκε (σημαντική) βροχόπτωση, καθώς και ότι δεν είχε διαπιστωθεί ζημία του άνω εμπορευματοκιβωτίου κατά το χρόνο που προηγήθηκε της παραλαβής του φορτίου στην Πάτρα, κατά τους γενόμενους ελέγχους. Ωστόσο, πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε ότι η διαβροχή του φορτίου έλαβε χώρα κατά το διάστημα που αυτό είχε εκφορτωθεί του εμπορευματοκιβωτίου και φυλασσόταν στην ενδοχώρα της Κύπρου, όπως υποστηρίζει ιδίως η δεύτερη εναγόμενη, το επίδικο εμπορευματοκιβώτιο ανήκε στην ιδιοκτησία της πλοιοκτήτριας πρώτης εναγόμενης εταιρείας – μεταφορέα, η οποία και έφερε την ευθύνη για την ασφαλή μεταφορά του φορτίου εντός αυτού, λαμβάνοντας μέριμνα για την καταλληλότητα του εμπορευματοκιβωτίου και επιθεωρώντας το τακτικά. Το εν λόγω εμπορευματοκιβώτιο, που χορήγησε στη φορτώτρια, διαπιστώθηκε ότι ήταν ελαττωματικό και ακατάλληλο για τη μεταφορά φορτίου καφέ, ενώ από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η εισροή των υδάτων προκλήθηκε σε χρόνο προγενέστερο της επίδικης μεταφοράς, της σχετικής εκτίμησης του πραγματογνώμονα … μη αρκούσης για την απόδειξη από την πρώτη εναγόμενη – μεταφορέα, που φέρει και το σχετικό βάρος, ότι η ζημία του φορτίου οφειλόταν σε κάποια αιτία, για την οποία η ίδια δεν ήταν υπαίτια (άρθρο 4 παρ. 2 Κανόνων Χάγης-Βίσμπυ), σε βαθμό ασφαλούς δικανικής πεποίθησης. Εξάλλου, σύμφωνα με τα ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά την εκφόρτωση του επίμαχου εμπορευματοκιβωτίου στην Πάτρα, οπότε ολοκληρώθηκε η επίδικη συνδυασμένη (θαλάσσια και οδική) μεταφορά, η παραλήπτρια τούτου εταιρεία με την επωνυμία «….» διατύπωσε έγγραφη επιφύλαξη για την οπή (τρύπα) που έφερε το εμπορευματοκιβώτιο και υπέβαλε την από 21.3.2018 έγγραφη διαμαρτυρία προς τη δεύτερη εναγόμενη – παραγγελιοδόχο μεταφοράς «…» ως προς τη βλάβη 41 σάκων εκ των εντός αυτού ευρισκόμενων, στα οποία ήταν εμφανής η υγρασία. Στη συνέχεια ακολούθησε κοινή επιθεώρηση του ζημιωθέντος φορτίου στις 13.4.2018, ενώ ακολούθησε και μεταγενέστερη έγγραφη διαμαρτυρία της αγοράστριας εταιρείας προς τη δεύτερη εναγόμενη – παραγγελιοδόχο μεταφοράς στις 8.5.2018, όταν διαπιστώθηκε ότι το σύνολο του φορτίου που είχε μεταφερθεί με το εν λόγω εμπορευματοκιβώτιο ήταν ακατάλληλο, οπότε πλέον αυτό αποτέλεσε συνολικά αντικείμενο κοινής επιθεώρησης και εξέτασης από τα μέρη. Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο πραγματογνώμονας που εξέτασε το φορτίο και στις δύο ως άνω επιθεωρήσεις για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, …, γνωμάτευσε στην από 7.6.2018 δεύτερη έκθεση επιθεώρησης που συνέταξε, αφού επαλήθευσε ότι επρόκειτο για την ίδια παρτίδα με το αρχικώς επιθεωρηθέν μέρος φορτίου, ότι και οι υπόλοιποι εκατό (100) σάκοι σπόρων καφέ των τριάντα (30) χλγ. έκαστος ήταν ακατάλληλοι προς περαιτέρω επεξεργασία και κατανάλωση. Επομένως, εφόσον έγινε δήλωση μέσα σε τρεις (3) ημέρες από το άνοιγμα του εν λόγω εμπορευματοκιβωτίου και στη συνέχεια ακολούθησαν κοινές επιθεωρήσεις αυτού, τεκμαίρεται, σύμφωνα με την υπό στοιχ. ΙΙΙ. νομική σκέψη, ότι η βλάβη επήλθε κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, το τεκμήριο δε αυτό δεν ανατράπηκε από την πρώτη εναγόμενη. Τέλος, η πρώτη εναγόμενη προτείνει με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της ένσταση περιορισμού της ευθύνης της, ερειδόμενη στη ρήτρα 5 παρ. 2 περ. (η) και (θ) της Θαλάσσιας Οδικής Φορτωτικής (Sea Waybill), σύμφωνα με την οποία, επειδή δεν είναι γνωστό το στάδιο της μεταφοράς κατά το οποίο έλαβε χώρα η ζημία των εμπορευμάτων, η ευθύνη της πρέπει να περιοριστεί στο ποσό των 3.030 ευρώ, και επικουρικώς ερειδόμενη στη ρήτρα 7 της φορτωτικής, σύμφωνα με την οποία, επειδή δεν εφαρμόστηκε από το Δικαστήριο η ως άνω ρήτρα 24 περί ελλείψεως δικαιοδοσίας, η ευθύνη της πρέπει να περιοριστεί στο ποσό των 4.573 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νόμιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον ρήτρα με τέτοιο περιεχόμενο είναι άκυρη, διότι αποκλείει την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 5 των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ, όπως αντικαταστάθηκε με το Πρωτόκολλο 1979 και ισχύει, που ρυθμίζουν ειδικά την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα και τους όρους απαλλαγής του (πρβλ., ως προς την παρεμφερή διάταξη του άρθρου 23 CMR, από την οποία πηγάζει και η εν λόγω διάταξη των Κανόνων Χάγης-Βίσμπυ, ΕφΠειρ 1061/1998 ΕπισκΕΔ 1999.1125).

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει στο σύνολό της δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον έκαστη, της δεύτερης εναγόμενης υπέχουσας εγγυητική ευθύνη για τη θαλάσσια μεταφορά, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων πενήντα ευρώ (74.650,00 €), νομιμοτόκως από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής έως εξοφλήσεως. Το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν, καθόσον δε συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο ούτε η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Τέλος, θα πρέπει οι εναγόμενες, λόγω της ήττας τους, να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας [άρθρα 176, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 58 παρ. 4 α, 63 παρ. 1 i α, 68 παρ. 1, 84 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013)], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες, εις ολόκληρον έκαστη, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων πενήντα (74.650,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων πενήντα (3.250) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις …

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ