Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

2662 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

  ——————————

        ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Σαχίνη Χρυσούλα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 07-01-2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στην πόλη … των … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, η πληρεξούσια δικηγόρος της Tσαφούλια Νικολίτσα με Α.Μ. 016400 του Δ.Σ. Αθηνών.

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου … με ΑΦΜ …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις, χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ηλίας Φουφόπουλος με ΑΜ 002077 του ΔΣ Πειραιά.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 9-8-2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 8942/3965/2018, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 5ης-3-2019 οπότε και ματαιώθηκε η συζήτηση της. Ήδη με την από 2-5-2019 και με αριθμό κατάθεσης 4125/2034/2019 κλήση της η ενάγουσα επαναφέρει προς συζήτηση την ως άνω αγωγή της, εντός της προθεσμίας των 60 ημερών, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

 

                              ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                                   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

      Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, με την από 2-5-2019 και με αριθμό κατάθεσης 4125/2034/2019 κλήση, η από 9-8-2018 και με αριθμό κατάθεσης 8942/3965/2018 αγωγή, μετά τη ματαίωση της συζήτησης της κατά τη δικάσιμο της 5ης-3-2019.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 79, 118, 216, § 1, 218 και 219 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή, γιατί το πρόσωπο του δικαιούχου ενάγοντος και του υπόχρεου εναγομένου πρέπει να είναι ορισμένο και θετικό και να συνάπτεται με τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την ιδιότητα αυτού, ως ενάγοντος ή εναγομένου. Διαζευκτική εναγωγή υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότερα πρόσωπα, χωρίς να προσδίδεται σε ένα από αυτά, κατά τρόπο οριστικό ή θετικό, η ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγομένου και δικαιούχου ή υποχρέου αντίστοιχα, από την έννομη σχέση της δίκης. Επικουρική εναγωγή υπάρχει, όταν ο δεύτερος και οι επόμενοι ενάγουν ή ενάγονται για την περίπτωση της απόρριψης της αγωγής κατά του αμέσως προηγουμένου αυτών. Και στις δύο περιπτώσεις δεν πρόκειται για ενεργητική ή παθητική ομοδικία, αντίστοιχα, των άρθρων 74 επ. ΚΠολΔ, καθόσον οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι δεν είναι κοινωνοί της ίδιας απαίτησης ή υποχρέωσης, αντίστοιχα, έναντι του εναγομένου ή ενάγοντος, αντίστοιχα, αφού ένας μόνο είναι ο δικαιούχος ή ευθύνεται, αλλά υπάρχει αμφιβολία ως προς αυτούς. Επομένως, επί διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής, περισσοτέρων προσώπων η αγωγή είναι απαράδεκτη, λόγω της ακυρότητας του δικογράφου που δημιουργείται, επί μεν διαζευκτικής εναγωγής από την πλήρη αοριστία της αγωγής, ως προς το πρόσωπο του διαδίκου, επί δε της επικουρικής εναγωγής, λόγω της άσκησης της αγωγής υπό την αίρεση της απόρριψης αυτής, ως προς τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο, η οποία δεν επιτρέπεται και συνεπώς απορρίπτεται και με αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο (ΑΠ 344/2019, 594/2018 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Ωστόσο, είναι παραδεκτό το αίτημα της διάγνωσης ότι η επίδικη αξίωση δεσμεύει τον εναγόμενο υπό την αίρεση της απόρριψης άλλης αγωγής που εκκρεμεί για την ίδια αξίωση εναντίον άλλου εναγομένου (69 § 1 εδ. ε’, ΜΠρΑθ 5178/1975 Δ 6, 564). Η γραμματική διατύπωση του άρθρου 69 § 1 εδ. ε’ αναφέρεται στην αίρεση κατά την έννοια του άρθρου 201 ΑΚ. Τελολογικώς όμως καλύπτεται και η περίπτωση όπου ο ενάγων εξαρτά τη βασιμότητα του νομικού του ισχυρισμού (δηλαδή ότι έχει την επίδικη αξίωση κατά του εναγομένου) από την προηγούμενη απόρριψη άλλης αγωγής του που εκκρεμεί ήδη με το ίδιο αίτημα εναντίον άλλου εναγομένου. Το άρθρο 68 ΚΠολΔ καθιερώνει τον κανόνα ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη αν ο ενάγων δεν έχει άμεσο έννομο συμφέρον, δηλαδή ενεστώσα ανάγκη παροχής δικαστικής προστασίας, προς διάγνωση του επίδικου δικαιώματος. Από τον κανόνα αυτό εισάγει εξαίρεση το άρθρο 69, με την έννοια cm επιτρέπεται να ζητηθεί η διάγνωση ενός δικαιώματος, και όταν ακόμη η ανάγκη της διαγνώσεως αυτής δεν είναι ενεστώσα, αλλά μέλλουσα, αρκεί να εξοικονομείται ο χρόνος τον οποίο θα έχανε ο ενάγων αν έπρεπε να περιμένει έως ότου πληρωθεί η αίρεση και εφ’ όσον συντρέχει έννομο συμφέρον που να δικαιολογεί την πρόωρη αυτή άσκηση της αγωγής (Μπέη, ΠολΔ 69 II σελ. 375). Μελλοντικό έννομο συμφέρον, με την έννοια του άρθρου 69 § 1 εδ. ε’, δεν υπάρχει μόνο όταν η άσκηση του επίδικου δικαιώματος εξαρτάται δικαιοπρακτικώς από ένα μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός. Το ίδιο συμφέρον ενδέχεται να υπάρχει και όταν από το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός εξαρτάται η δικαστική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος. Η ερμηνευτική αυτή λύση δεν οδηγεί σε καταστρατήγηση της απαγορεύσεως του άρθρου 219 § 1. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι ο αποκλεισμός της εξαρτήσεως των δικονομικών αποτελεσμάτων της αγωγής, και Ιδίως της εκκρεμοδικίας, από ένα μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός (Μπέη, ΠολΔ 219 III 3 σελ. 979). άλλα ο σκοπός αυτός δε θίγεται όταν, με την άσκηση της δεύτερης αγωγής, δημιουργείται αμέσως εκκρεμοδικία, και απλώς η ζητούμενη δικαστική προστασία εξαρτάται από αίρεση, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 69 § 1 εδ. ε’ (Μπέης, ο.π.).

Με την κρινόμενη αγωγή εκτίθεται ότι η ενάγουσα τυγχάνει αλλοδαπή εταιρεία που εμπορεύεται ναυτιλιακά καύσιμα και λιπαντικά. Ότι στα πλαίσια της δραστηριότητας της έλαβε την υπ’ αριθ. … επιταγή με εκδόσεως της νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα αλλοδαπής εταιρείας «…» σε διαταγή της (ενάγουσας), με ημερομηνία έκδοσης 26η-8-2013, ποσού 50.000 δολαρίων ΗΠΑ. Ότι την επίδικη επιταγή υπέγραψε ο εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της εκδότριας εταιρείας, προς εξόφληση ισόποσης απαίτησης που διατηρούσε η ενάγουσα από την πώληση και παράδοση ναυτιλιακών καυσίμων στα υπό σημαία Νήσων Κομορών πλοία M/V «…» και «…», την διαχείριση των οποίων ασκούσε η ως άνω εκδότρια εταιρεία. Ότι η επιταγή εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή την 26η-8-2013, αλλά δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η εκδότρια στην πληρώτρια τράπεζα. Ότι για το λόγο αυτό άσκησε την από 29-7-2014 και με αριθμό κατάθεσης 36563/5168/2014 αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, την οποία έστρεψε κατά της εκδότριας εταιρείας και του …, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2366/2017 απόφαση με την οποία διατάχθηκε η αναβολή της συζήτησης της μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 21-11-2013 και με ΑΒΜ … έγκλησής της. Ότι ασκεί την υπό κρίση αγωγή σε βάρος του νυν εναγομένου, … και εξαρτά την διάγνωση της αξίωσης υπό την προϋπόθεση ότι θα κριθεί τόσο από το αστικό δικαστήριο όσο και κατά την ποινική διερεύνηση της έγκλησης ότι την επίδικη επιταγή υπέγραψε ο τελευταίος και όχι ο …. Ότι ο εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή, παρόλο που γνώριζε την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων για την πληρωμή της, κατά τον χρόνο έκδοσης και κατά τον χρόνο πληρωμής της, και ότι με τη συμπεριφορά του αυτή προκάλεσε αιτιωδώς την περιουσιακή ζημία της ενάγουσας, που ισούται με το ποσό της επιταγής. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, ως αποζημίωση το ισόποσο σε ευρώ των 50.000 δολαρίων ΗΠΑ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε στις 26-8-2013, ημερομηνία εμφάνισης της επιταγής και τέλεσης της αδικοπραξίας, άλλως κατά την ημέρα της πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα της εξόφλησης, άλλως της καταψήφισης, διαφορετικά κατά την ημέρα της συζήτησης της αγωγής και επικουρικά κατά την ημέρα της σύνταξης και κατάθεσης της υπό κρίση αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της σφράγισης της επιταγής, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Επίσης, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη καθώς, να απαγγελθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, καθώς και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο [άρθρα 7, 9 εδ. α’ – γ’, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3Α – B περ. ι’ Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, δεδομένου ότι η επιταγή εκδόθηκε για την εξόφληση οφειλόμενου τιμήματος από σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων. Περαιτέρω, η αγωγή ασκείται παραδεκτά, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου. Με βάση τα ιστορούμενα στην αγωγή δεν τίθεται ζήτημα επικουρικής εναγωγής περισσοτέρων προσώπων που συνεπάγεται την ακυρότητα του δικογράφου λόγω της άσκησης της αγωγής υπό την αίρεση της απόρριψης αυτής ως προς κάποιο εναγόμενο (ΑΠ 344/2019, 594/2018, 605/2013 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος), διότι η επικουρική εναγωγή αφορά την άσκηση με το ίδιο δικόγραφο, και όχι με διαφορετικές αγωγές, της ίδιας αξίωσης κατά περισσοτέρων εναγομένων, εξαρτώντας την άσκησης της αγωγής ως προς έναν εξ αυτών από την απόρριψη της κατά άλλου εναγομένου. Ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση, δεν τίθεται ζήτημα επικουρικής εναγωγής, παρά μόνον εξάρτησης του αιτήματος διάγνωσης της επίδικης αξίωσης από εξωδιαδικαστική αίρεση, δηλαδή της απόρριψης άλλης αγωγής που εκκρεμεί για την ίδια αξίωση εναντίον άλλου εναγομένου. Περαιτέρω, η ενάγουσα επικαλείται τον κίνδυνο παραγραφής της αξίωσης που ασκεί κατά του εναγομένου εφόσον αναμείνει την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αγωγής που άσκησε κατά του …. Συνεπώς, στο πρόσωπο της συντρέχει μελλοντικό έννομο συμφέρον, με την έννοια του άρθρου 69 § 1 εδ. ε’, δεδομένου ότι η άσκηση του επίδικου δικαιώματος εξαρτάται από τη δικαστική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος σε άλλη εκκρεμή δίκη. Στην αντίθετη περίπτωση, αν η ενάγουσα δεν μπορούσε να ασκήσει παραδεκτώς την υπό κρίση δεύτερη αυτή αγωγή, θα κινδύνευε, αν απορριφθεί η πρώτη αγωγή (κατά του …), να απωλέσει την τη δεύτερη αξίωση της λόγω παραγραφής, δεδομένου ότι η εξώδικη όχληση του οφειλέτη δεν αρκεί για να διακοπεί η παραγραφή (ΑΚ 261, 264 ΑΚ). Συνεπώς, παραμένει ως μοναδική δικονομική διέξοδος η άσκηση αγωγής της οποίας εξαρτά τη βασιμότητα (και όχι την άσκηση της) από την απόρριψη της πρώτης αγωγής. Εξάλλου, η δυνατότητα αυτή δεν καταστρατηγεί την απαγόρευση του άρθρου 219 § 1 ΚΠολΔ. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι ο αποκλεισμός της εξαρτήσεως των δικονομικών αποτελεσμάτων της αγωγής, και ιδίως της εκκρεμοδικίας, από ένα μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός (Μπέη, ΠολΔ 219 III 3 σελ. 979), σκοπός ο οποίος δεν θίγεται εν προκειμένω με την άσκηση της δεύτερης αγωγής, διότι δημιουργείται αμέσως εκκρεμοδικία, και απλώς η ζητούμενη δικαστική προστασία εξαρτάται από αίρεση, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 69 § 1 εδ. ε’. Δεν δημιουργείται δηλαδή εκκρεμοδικία υπό αίρεση, η πλήρωση της οποίας εξαρτάται εν προκειμένω από γεγονός εξωδιαδικαστικό που αφορά την εξέλιξη άλλης δίκης, παρά μόνον εξαρτάται η βασιμότητα της αγωγής από γεγονός εξωδιαδικαστικό. Εξάλλου, παρά την ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας των δύο αγωγών, η ενάγουσα δεν μπορούσε να εναγάγει αμφότερους τους εναγομένους από κοινού με το ίδιο δικόγραφο διότι ο σχετικός περί της ευθύνης του νυν εναγομένου από την έκδοση της επίδικης επιταγής προβλήθηκε κατά την εκδίκαση της πρώτης αγωγής στα πλαίσια της άρνησης της ευθύνης του …. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν δύναται να προβεί στην καταδίκη υπό αίρεση του εναγομένου σε περίπτωση ευδοκίμησης της υπό κρίση αγωγής και κατά συνέπεια δεν δύναται να προβεί στη  διάγνωση της ουσιαστικής βασιμότητας της αξίωσης της ενάγουσας διότι η αίρεση της απόρριψης της πρώτης αγωγής δεν έχει πληρωθεί. Η υπό αίρεση καταδίκη είναι νοητή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, προβλεπόμενες στο νόμο (378, 329 ΑΚ). Κατόπιν τούτων η αγωγή κρίνεται παραδεκτή και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 5, 12 παρ. 1, 28, 29, 79 Ν. 5960/1933, 71, 297 εδ. α’, 298 εδ. α’, 299, 340, 345, 346, 914 επ. ΑΚ, 176, 904, πλην του παρεπόμενου αιτήματος τοκοδοσίας από την επομένη της εμφάνισης της επιταγής, διότι εν προκειμένω η αξίωση της ενάγουσας στηρίζεται σε αδικοπραξία και, επομένως, δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 45 αριθ. 2 Ν. 5960/1933 (ΕφΠειρ 414/2015 ΤΝΠ NOMOS, ΕφΑθ 2897/2010 ΔΕΕ 2011.78). Επομένως, πρέπει, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Ωστόσο, από την επισκόπηση της δικογραφίας προκύπτει ότι η ενάγουσα η ενάγουσα έχει ασκήσει την από 29-7-2014 και με αριθμό κατάθεσης 36563/5168/2014 αγωγή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (εκδικασθείσα στο ακροατήριο του εν λόγω Δικαστηρίου στις 7-2-2017), με την οποία ζητεί να υποχρεωθεί ο … ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας που εξέδωσε την επίδικη επιταγή, να καταβάλει εις ολόκληρον με την εκδότρια εταιρεία, ισόποση με την επιταγή αποζημίωση, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθική βλάβης. Επομένως, δεδομένου ότι η διάγνωση της ένδικης εν προκειμένω διαφοράς εξαρτάται από την πλήρωση της αίρεσης (καταχρηστικής) της κατ’ ουσιάν απόρριψης της αγωγής κατά του …, πρέπει να διαταχθεί η αναβολή της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 29-7-2014 και με αριθμό κατάθεσης 36563/5168/2014 αγωγής. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι δεν είναι δυνατή η αναστολή της δίκης λόγω εκκρεμοδικίας (άρθρο 222 ΚΠολΔ), διότι το δεδικασμένο της απορριπτικής αποφάσεως περιορίζεται στη διάγνωση ότι ο εναγόμενος (…) δεν έχει την επίδικη οφειλή, χωρίς να επεκτείνεται το αντικείμενο του δεδικασμένου και στη διάγνωση ότι υπόχρεος προς καταβολή της αποζημίωσης της ενάγουσας τυγχάνει ο νυν εναγομένος Παναγιώτης Βούλγαρης. Τέλος, δεν θα επιδικασθεί δικαστική δαπάνη, διότι η απόφαση είναι μη οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

                                 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την αναβολή της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 29-7-2014 και με αριθμό κατάθεσης 36563/5168/2014 αγωγής.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις                         και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις

, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                   Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ