Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

Αριθμός απόφασης  2810/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 28η Ιανουαρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, που εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Παπαστεργίου (ΑΜΔΣΑ 19533), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/28.01.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) … του …, κατοίκου …), που εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο του Διονυσία – Κρίνα Τζαβάρα (ΑΜΔΣΑ 21931), και 2) Ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής Ν. 3182/2003 με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία εμφανίσθηκε στο ακροατήριο ο νόμιμος εκπρόσωπός της – πρώτος καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος και δήλωσε ότι διορίζει πληρεξούσια δικηγόρο τη Διονυσία – Κρίνα Τζαβάρα (ΑΜΔΣΑ 21931), η οποία κατέθεσε κοινές προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/28.01.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

Ο καλών – ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 24.05.2012 με Α.Κ. 6622/2012 αγωγή του, που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο της 25ης.10.2013. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε μετά από αναβολή ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 22ης.01.2019, ερήμην των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3291/2019 απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτησή της, για τον αναφερόμενο στο σκεπτικό της λόγο. Ήδη, με την από 15.10.2019 με Γ.Α.Κ. 9534/2019 και με Ε.Α.Κ. 4813/2019 κλήση του καλούντος – ενάγοντος η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επανεισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο με την από 15.10.2019 με Γ.Α.Κ. 9534/2019 και με Ε.Α.Κ. 4813/2019 κλήση του καλούντος – ενάγοντος η από 24.05.2012 με Α.Κ. 6622/2012 αγωγή του, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 3291/2019 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής για τον αναφερόμενο στο σκεπτικό της απόφασης λόγο.

Aπό τη διάταξη του άρθρου 309 εδ. β’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι όσες αποφάσεις δεν κρίνουν οριστικά μπορούν, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται μόνο κατά τη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Στάση δε της δίκης δημιουργείται και όταν η υπόθεση εισάγεται προς κατ’ ουσίαν συζήτηση στο δικαστήριο με κλήση κάποιου από τα διάδικα μέρη (Βλ. ΑΠ 780/2015 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων, επικαλούμενος ότι το Δικαστήριο τούτο, το οποίο είχε δικάσει την υπόθεση ερήμην των εναγόμενων στη δικάσιμο της 22ης.01.2019, εσφαλμένα έκρινε με την υπ’ αριθ. 3291/2019 απόφαση ότι δεν είχαν κλητευθεί εμπρόθεσμα οι απολειπόμενοι διάδικοι και κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής, αιτείται με τις προτάσεις του την ανάκληση της παραπάνω απόφασης. Η αίτηση αυτή του ενάγοντος πρέπει να απορριφθεί, διότι παρόλο που η απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση αγωγής είναι μη οριστική, κατά την προκριτέα άποψη δεν είναι δεκτική ανάκλησης, επομένως, δεν είναι δυνατή η εκ νέου έρευνα του ζητήματος της κλήτευσης, εφόσον μάλιστα υπάρχει η δυνατότητα νέας κλήτευσης του διαδίκου (Βλ. ΕΑ 7101/1975 Αρμ 1976.321).

Με την αγωγή εκτίθεται, κατά την εκτίμηση του δικογράφου της, ότι στο εταιρικό κεφάλαιο της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, που συστήθηκε κατά τις διατάξεις του Ν. 3182/2003, μετέχουν με ποσοστό 50% ο πρώτος εναγόμενος και η αναφερόμενη στο δικόγραφο μη διάδικος στην παρούσα δίκη, οι οποίοι κατέχουν 5.000 ανώνυμες μετοχές ο καθένας, ονομαστικής αξίας 10 ευρώ. Ότι την 26.11.2009 μεταξύ του ενάγοντος και του πρώτου εναγόμενου καταρτίσθηκε έγγραφη συμφωνία, με την οποία ο εναγόμενος, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της συνεναγόμενης εταιρίας, ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον ενάγοντα 5.000 ανώνυμες μετοχές της εναγόμενης εταιρίας, αντί συνολικού τιμήματος 55.000 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε από τον ενάγοντα. Ότι οι μετοχές που ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει ο εναγόμενος ανήκαν κατά κυριότητα στην άλλη μέτοχο – μη διάδικο στην παρούσα δίκη, η οποία ωστόσο δεν είχε συναινέσει στη μεταβίβασή τους, γεγονός που πληροφορήθηκε εκ των υστέρων ο ενάγων. Ότι εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του πρώτου εναγόμενου, ο ενάγων υπέστη περιουσιακή ζημία ίση με το τίμημα της αγοραπωλησίας των μετοχών, οι οποίες δεν του παραδόθηκαν. Ότι, περαιτέρω, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης εταιρίας, διά του νόμιμου εκπροσώπου της – εναγόμενου, καταρτίσθηκε σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο ενάγων κατέβαλε τμηματικά στην εναγόμενη εταιρία, λόγω δανείου, το ποσό των 30.900 ευρώ, με τη συμφωνία ότι η αποπληρωμή του ποσού θα γινόταν μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 2010. Ότι, ακολούθως, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων δανείου ο ενάγων κατέβαλε σε τρίτους για λογαριασμό της εναγόμενης εταιρίας, τα ποσά των 4.367 ευρώ, 1.200 ευρώ, 2.739 ευρώ και 905 ευρώ, δηλαδή κατέβαλε συνολικά λόγω δανείου το ποσό των (30.900 + 4.367 + 1.200 + 2.739 + 905 =) 40.111 ευρώ, και ότι από το ποσό αυτό εισέπραξε μόνο 6.466,36 ευρώ, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το δικόγραφο, και εξακολουθεί να του οφείλεται το υπόλοιπο του δανείσματος, ποσού (40.111 – 6.466,36 =) 33.644,64 ευρώ. Ότι, επιπλέον, ο ενάγων κατέβαλε ατομικά στον εναγόμενο, λόγω δανείου, το ποσό των 360 ευρώ, το οποίο, επίσης, εξακολουθεί να του οφείλεται. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν παραδεκτής τροπής του συνολικού αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις του (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ), ο ενάγων αιτείται: Α) Να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 55.000 ευρώ, κυρίως λόγω αδικοπρακτικής ευθύνης του πρώτου από αυτούς, άλλως λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης, άλλως με βάση τις διατάξεις περί έλλειψης αντιπροσώπευσης κατά την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης, άλλως με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Β) Να αναγνωριστεί ότι η δεύτερη εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 33.644,64 ευρώ, λόγω δανείου, άλλως με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Γ) Να αναγνωριστεί ότι ο πρώτος εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 360 ευρώ, λόγω δανείου, και όλα τα παραπάνω ποσά νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ο ενάγων αιτείται να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και κύρια αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται κατά την τακτική διαδικασία στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 7, 9 εδ. α’ – δ΄, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, 51 παρ. 1 περ. α’, 2 εδ. α’, 3Α – Β περ. ε’ του Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η αγωγή, με την οποία σωρεύονται παραδεκτά, κατά το άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, περισσότερες αιτήσεις του ενάγοντος σε βάρος των εναγόμενων, είναι ορισμένη, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4, 216 ΚΠολΔ, απορριπτομένων των ενάντια υποστηριζόμενων από τους εναγόμενους, και είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70, 71, 297 εδ. α’, 298 εδ. α’, 330, 340, 345, 346, 382, 385 αριθ. 1, 387, 481, 513, 516, 806, 807, 904, 914 ΑΚ, 386 παρ. 1 ΠΚ, 6 παρ. 1 και 2 Ν. 3182/2003, 70, 176 ΚΠολΔ, εκτός από: α) την επικουρική βάση ευθύνης σε σχέση με την επιμέρους αγωγική αξίωση, ποσού 55.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στο τίμημα της αγοράς 5.000 μετοχών, κατά το σκέλος που ο ενάγων διώκει να θεμελιώσει ενδοσυμβατική ευθύνη του πρώτου εναγόμενου, διότι με βάση τα ιστορούμενα κατά την κατάρτιση της από 26.11.2009 έγγραφης συμφωνίας ο πρώτος εναγόμενος ενήργησε ως εκπρόσωπος του νομικού προσώπου – δεύτερης εναγόμενης, επομένως, σε σχέση με τον παραπάνω διάδικο η εν λόγω βάση είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, διότι δεν υφίσταται νόμιμος λόγος ευθύνης του για τη δικαιοπραξία που ενήργησε ως όργανο του νομικού προσώπου, β) την επικουρική βάση με την οποία ο ενάγων διώκει να θεμελιώσει νόμιμο λόγο ευθύνης του πρώτου εναγόμενου με βάση τις διάταξεις των άρθρων 211 επ., 231 ΑΚ, σε σχέση με την επιμέρους αγωγική αξίωση, ποσού 55.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στο τίμημα της αγοράς 5.000 μετοχών, η οποία (αγωγική βάση) είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, διότι για τη θεμελίωσή της ο ενάγων δεν επικαλείται ότι ο πρώτος εναγόμενος κατά την κατάρτιση της από 26.11.2009 έγγραφης συμφωνίας ενήργησε στο όνομα της έτερης μετόχου – μη διαδίκου, χωρίς πληρεξουσιότητά της, παρά μόνο επικαλείται τα ίδια περιστατικά που ιστορεί για τη θεμελίωση της κύριας (αδικοπρακτικής) και πρώτης επικουρικής (ενδοσυμβατικής) βάσης, δηλαδή ότι ενήργησε ως εκπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, γ) την επικουρική βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται τόσο η κύρια βάση της σωρευόμενης αγωγής απόδοσης δανείου, όσο και η κύρια και η πρώτη επικουρική βάση της αγωγής περί απόδοσης του ποσού που καταβλήθηκε ως τίμημα για την αγορά των μετοχών, χωρίς να γίνεται επίκληση της ακυρότητας των εν λόγω συμβάσεων ή επίκληση της ανυπαρξίας της αξίωσης από αδικοπραξία (Βλ. ΑΠ 1325/2019 ΤΝΠ NOMOS), και δ) το παρεπόμενο αίτημα περί προσωρινής εκτελεστότητας, το οποίο μετά την τροπή των καταψηφιστικών αιτημάτων σε αναγνωριστικά, καθίσταται μη νόμιμο και απορριπτέο. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός των εναγόμενων περί έλλειψης νομιμοποίησης της δεύτερης από αυτούς, ο οποίος άλλωστε ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρα 62 εδ. α’, 68, 73 ΚΠολΔ), εν προκειμένω λειτουργεί δικονομικά ως άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής (Βλ. ΑΠ 367/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ), καθώς με το αγωγικό δικόγραφο προκύπτουν κατ’ αρχήν τα θεμελιωτικά στοιχεία της παθητικής νομιμοποίησης της δεύτερης για τη συγκεκριμένη δίκη, ώστε η μη απόδειξη του επικαλούμενου από τον ενάγοντα περιστατικού περί κατάρτισης της από 26.11.2009 έγγραφης συμφωνίας για την μεταβίβαση μετοχών μεταξύ του ίδιου και του πρώτου εναγόμενου, με την ιδιότητά του ως νόμιμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, να έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής ως προς την παραπάνω διάδικο ως ουσιαστικά αβάσιμης (Βλ. ΑΠ 1157/2017 ΤΝΠ NOMOS, ΑΠ 367/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΕΠ 149/2015 ΤΝΠ NOMOS). Όμως και ο ισχυρισμός των εναγόμενων περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, τον οποίο επιχειρούν να θεμελιώσουν στο ότι η δεύτερη από αυτούς βρίσκεται σε εκκαθάριση, και αληθής υποτιθέμενος, ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και είναι απορριπτέος, καθώς από τις διατάξεις των άρθρων 61 και 72 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 62 εδ. α’ ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η λύση του νομικού προσώπου, μετά την οποία βρίσκεται αυτοδικαίως σε εκκαθάριση, δεν θίγει την ικανότητά του να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι εναγόμενοι (πρβλ. ΑΠ 695/2019, ΜονΕΑ 10/2019, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Πρέπει, επομένως, η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας, μετά την τροπή των κύριων αγωγικών αιτημάτων σε αναγνωριστικά, δεν απαιτείται η καταβολή ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Τα άρθρα 440 και 441 ΑΚ που ρυθμίζουν το συμψηφισμό ορίζουν το μεν πρώτο ότι «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», το δε δεύτερο ότι «Συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του (κύρια ή ενεργητική απαίτηση), προτείνοντας την ανταπαίτησή του (ή παθητική απαίτηση) σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται αναδρομικά, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Απαίτηση και ανταπαίτηση πρέπει να είναι τέλειες, δηλαδή να είναι ληξιπρόθεσμες, να μην τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, να μην υπόκεινται σε ανατρεπτική ή αναβλητική ένσταση και να είναι αγώγιμες, δηλαδή να μην είναι απλώς φυσικές ενοχές. Ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους αλλά ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα είτε ενώπιον δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης (άρθρο 442 ΑΚ). Όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των παραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, προσδιορισμό της απαίτησης του ενάγοντος, στην οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, καθορισμό του αντικειμένου και του χρόνου γεννήσεώς τους, όπως επίσης και ορισμένο αίτημα, ήτοι την απόσβεση των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων και την απόρριψη της αγωγής (Βλ. ΑΠ 84/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι αρνούνται την αγωγή και περαιτέρω, προς αντίκρουσή της, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους στο ακροατήριο, που επαναλαμβάνεται με τις προτάσεις τους, ισχυρίζονται ότι οι απαιτήσεις του ενάγοντος έχουν αποσβεσθεί λόγω συμψηφισμού, διότι ο ενάγων είχε αναλάβει την εκμετάλλευση του σκάφους «…», ιδιοκτησίας της δεύτερης από αυτούς, και από την εκμετάλλευσή του εισέπραξε ποσό που υπερβαίνει όσα θα δικαιούνταν να λάβει για την απαίτησή του από το δάνειο που καταρτίσθηκε με τη δεύτερη από αυτούς. Με αυτό το περιεχόμενο, ο περί συμψηφισμού ισχυρισμός των εναγόμενων είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι δεν προσδιορίζεται το ύψος της ανταπαίτησης, ούτε εξειδικεύονται τα παραγωγικά της ανταπαίτησης περιστατικά.

Με την διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ που ορίζει ότι «για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά», καθιερώνεται στο ενοχικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βούλησης, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, σύμφωνα με την οποία οι συμβαλλόμενοι έχουν πλήρη ελευθερία για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη. Περαιτέρω, η δήλωση βούλησης μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Ρητή (άμεση) είναι αυτή που γίνεται με λέξεις ή νεύματα που εμφανίζουν και εκφράζουν κατευθείαν την βούληση και διακρίνεται σε τυπική ή άτυπη. Σιωπηρή (έμμεση) είναι εκείνη που συνάγεται από πράξεις που γίνονται για άλλο σκοπό, αλλά συμπερασματικά υποδηλώνουν ορισμένη βούληση. Στη δεύτερη περίπτωση η δικαιοπρακτική βούληση συνάγεται εκ των υστέρων σε συνδυασμό με το σύνολο των ειδικών περιστατικών και με κριτήριο την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ο δε επικαλούμενος τη σύναψη σιωπηρής συμφωνίας οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει την πρόταση προς κατάρτιση της σύμβασης και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται η σιωπηρή αποδοχή εκείνου προς τον οποίο απευθύνθηκε η πρόταση, ενώ αντίστοιχες παραδοχές πρέπει να περιλαμβάνει και η δεχομένη τη σύναψη τέτοιας σιωπηρής συμφωνίας απόφαση, ώστε να έχει σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες για το ζήτημα αυτό. Επομένως, η αρχική σύμβαση μπορεί με νεότερη συμφωνία, έστω και σιωπηρή, να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί (ΑΠ 776/2018, ΑΠ 1842/2013, ΑΠ 766/2003). Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361, 185, 191 και 193 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η σύμβαση καταρτίζεται με πρόταση και αποδοχή. Η πρόταση πρέπει να είναι πλήρης, να περιέχει δηλαδή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη σκοπούμενη σύμβαση, προπαντός μεν τα ουσιώδη, από δε τα επουσιώδη εκείνα τα οποία ο προτείνων νομίζει ότι πρέπει να εξαρθούν ιδιαίτερα. Αντίστοιχα, η αποδοχή της πρότασης για τη σύναψη σύμβασης, πρέπει να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο της πρότασης, χωρίς επιφύλαξη ή τροποποίηση, να ακολουθεί την πρόταση και να περιέλθει σε αυτόν που πρότεινε. Δικαιοπρακτικός χαρακτήρας, με βάση την ακολουθούμενη από τα μέρη πρακτική, μπορεί ερμηνευτικώς να δοθεί και στη σιωπή εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η πρόταση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 436 ΑΚ, «η ενοχή αποσβήνεται αν με σύμβαση αντικατασταθεί, με το σκοπό κατάργησης, με νέα ενοχή (ανανέωση), που περιλαμβάνει είτε τα ίδια πρόσωπα είτε άλλο οφειλέτη είτε άλλο δανειστή». Δηλαδή, η δημιουργούμενη με τη σύμβαση ανανέωσης νέα ενοχή διαφοροποιείται της πρώτης από την ύπαρξη κάποιου νέου στοιχείου, που μπορεί να αφορά το αντικείμενο, την αιτία ή τα υποκείμενα. Για το κύρος της σύμβασης ανανέωσης ενοχής απαραίτητος όρος είναι να υπάρχει σκοπός ανανέωσης, σκοπός δηλαδή των συμβαλλόμενων μερών για κατάργηση της υφιστάμενης ενοχής και αντικατάστασή της με τη συνιστώμενη νέα ενοχή. Ο σκοπός αυτός δεν εικάζεται, αλλά ούτε και είναι ανάγκη να δηλώνεται ρητά στη σύμβαση, αφού αρκεί να συνάγεται και σιωπηρώς, όμως κατά τρόπο σαφή, πρέπει δε να γίνεται επίκλησή του και να αποδεικνύεται από τον επικαλούμενο αυτόν. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, από τη θέση σε ισχύ της νέας ενοχής αυτομάτως επέρχεται απόσβεση της παλαιάς ενοχής και δεν μπορούν να προβληθούν δικαιώματα ή ενστάσεις από την παλαιά ενοχική σχέση (Βλ. ΑΠ 845/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους στο ακροατήριο, που επαναλαμβάνεται με τις προτάσεις τους, ισχυρίζονται ότι με την από 26.07.2010 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία, που επιδόθηκε σε αυτούς την 27.07.2010, ο ενάγων τους κάλεσε να του αποδώσουν το ποσό των 72.830,72 ευρώ, για τις απαιτήσεις που διατηρούσε, καθώς και να παραλάβουν το σκάφος ιδιοκτησίας της δεύτερης από αυτούς, το οποίο εκμεταλλευόταν μέχρι τότε, άλλως να του επιτραπεί να συνεχίσει την εκτέλεση ναύλων, προς εξόφληση του οφειλόμενου σε αυτόν ποσού. Ότι οι ίδιοι αποδέχθηκαν σιωπηρά την πρόταση του ενάγοντος και ότι ο τελευταίος συνέχισε να εκμεταλλεύεται το σκάφος, προκειμένου να εισπράξει από τους ναύλους τα ποσά που του οφείλονται. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι εναγόμενοι προβάλλουν παραδεκτά ισχυρισμό περί απόσβεσης των αγωγικών αξιώσεων  λόγω ανανέωσης, ο οποίος είναι ορισμένος και νόμιμος, ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, 436, 438 ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 300 εδ. α’ ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ευθύνης προς αποζημίωση, «Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της». Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι όταν στη γένεση ή την επέλευση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 330 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιωθέντος και του ζημιώσαντος, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής (πρβλ. ΑΠ 270/2018, ΑΠ 204/2018, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι ο ενάγων είναι συνυπαίτιος στην επαγωγή της ζημίας του σε ποσοστό 90% και υποβάλουν αίτημα για τη μείωση του τυχόν οφειλόμενου ποσού κατά το αντίστοιχο ποσοστό. Για τη θεμελίωση του παραπάνω ισχυρισμού ιστορείται: α) ότι ο αντίδικός τους θα μπορούσε να είχε πληροφορηθεί με έλεγχο στο τηρούμενο μητρώο για τις Ν.Ε.Π.Α. ότι υπήρχε εμπράγματο βάρος, και, συγκεκριμένα, ότι είχε καταχωρηθεί ναυτική υποθήκη του σκάφους της δεύτερης από αυτούς, β) ότι ο αντίδικός τους αναμείχθηκε στη διαχείριση του σκάφους και εκδήλωσε ενδιαφέρον για την αγορά των μετοχών, παρόλο που γνώριζε ότι υπήρχαν οφειλές της δεύτερης από αυτούς προς τρίτους, και γ) ότι ο ίδιος δεν έλαβε νομικές συμβουλές σχετικά με το κύρος των συμφωνητικών που καταρτίσθηκαν. Με αυτό το περιεχόμενο, ο ισχυρισμός των εναγόμενων, προβλήθηκε μεν παραδεκτά, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους στο ακροατήριο, που αναπτύσσεται με τις προτάσεις, είναι όμως μη νόμιμος και απορριπτέος, διότι τα επικαλούμενα περιστατικά δεν αρκούν για τη θεμελίωση της ένστασης του άρθρου 300 ΑΚ.

Από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι διάδικος ή τρίτος έχει υποχρέωση να επιδείξει τα έγγραφα που κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί τη μη επίδειξη τους. Αν η επίδειξη ζητείται από διάδικο, μπορεί η αίτηση να υποβληθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του εφετείου με το δικόγραφο της έφεσης ή με τους προσθέτους λόγους αυτής ή με τις προτάσεις, αν δε η αίτηση απευθύνεται κατά τρίτου μόνο με παρεμπίπτουσα αγωγή. Για την πληρότητα της σχετικής αίτησης πρέπει να εκτίθεται ότι το έγγραφο βρίσκεται στα χέρια του αντιδίκου, αφού τούτο αποτελεί προϋπόθεση της υποχρέωσης για επίδειξη, καθώς και να προσδιορίζεται το έγγραφο και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενό του. Διαφορετικά η αίτηση είναι αόριστη. Η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί αιτήσεως για επίδειξη εγγράφων θεμελιώνει τον από το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και σύννομη, εφόσον δηλαδή μ’ αυτή γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενό του και εκτίθενται περιστατικά από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, ότι δηλαδή το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (Βλ. ΑΠ 168/2015, ΑΠ 1615/2014, ΜονΕΠ 4/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των ίδιων ων άνω διατάξεων συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη η σχετική αίτηση πρέπει -μεταξύ άλλων- τα έγγραφα να περιγράφονται σ’ αυτήν, με ακρίβεια, ενώ αρκεί αυτά να εξατομικεύονται, χωρίς να είναι απαραίτητος και ο ειδικότερος προσδιορισμός του περιεχομένου τους (Βλ. ΑΠ 1341/2000 ΕλλΔνη 2002.407). Ο δε προσδιορισμός των επιδεικτέων εγγράφων είναι αναγκαίος, διότι: α) παρέχεται, έτσι, η ευχέρεια στον καθ’ ου η αίτηση να δώσει εξηγήσεις για την κατοχή του εγγράφου, β) σε περίπτωση αμφισβήτησης της κατοχής του από τον καθ’ ου η αίτηση, μπορεί το δικαστήριο να διατάξει σχετικές αποδείξεις, και γ) γίνεται εφικτός ο προσδιορισμός του εγγράφου στο διατακτικό της απόφασης, το οποίο είναι απαραίτητο για την ενδεχόμενη εκτέλεσή της (Βλ. ΕΠ 288/2015 ΤΝΠ NOMOS, ΕΑ 2183/2010 ΔΕΕ 2011.706, πρβλ. ΑΠ 776/2005 ΕλλΔνη 2008.157). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους και με προφορική αίτηση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, υπέβαλαν αίτημα επίδειξης των ακόλουθων εγγράφων, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους βρίσκονται στην κατοχή του ενάγοντος: α) καταρτισθέντα ναυλοσύμφωνα, και β) έγγραφα εν γένει εσόδων και εξόδων από τη διαχείριση του σκάφους. Η αίτηση αυτή των εναγόμενων είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας και ως εκ τούτου απορριπτέα, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αφενός διότι οι εναγόμενοι δεν προσδιορίζουν επαρκώς τα έγγραφα, αφετέρου για τον λόγο ότι τα περιστατικά που εκτίθενται δεν προκύπτει το έννομο συμφέρον των εναγόμενων για την επίδειξη των παραπάνω εγγράφων, δηλαδή δεν προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά είναι πρόσφορα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη των ισχυρισμών τους.

Από τις ενόρκες καταθέσεις στο ακροατήριο των μαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά), το περιεχόμενο των οποίων περιλαμβάνεται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, καθώς και από τις ομολογίες τους, που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη εταιρία, που συστήθηκε κατά τις διατάξεις του Ν. 3182/2003 και την 18.01.2008 καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής με Αύξοντα Αριθμό …, είναι κυρία του υπό ελληνική σημαία Ε/Π – Τ/Ρ σκάφους αναψυχής «…», το οποίο είναι νηολογημένο στα Νηολόγια ……. με Αριθμό …. Επί του σκάφους αυτού την 05.09.2008 έχει εγγραφεί υποθήκη για το ποσό των 318.500 ευρώ υπέρ της δανείστριας «…». Ιδρυτές και μέτοχοι της εναγόμενης εταιρίας είναι ο πρώτος εναγόμενος και η μη διάδικος στην παρούσα δίκη, …, οι οποίοι συμμετέχουν σε ποσοστό 50% ο καθένας στο εταιρικό κεφάλαιο των 100.000 ευρώ, κατέχοντας από 5.000 ανώνυμες μετοχές, ονομαστικής αξίας 10 ευρώ η καθεμία. Η εναγόμενη εταιρία λύθηκε την 21.09.2012 και έκτοτε βρίσκεται σε καθεστώς εκκαθάρισης. Κατά τους κρίσιμους για την υπόθεση χρόνους Πρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης εταιρίας ήταν ο πρώτος εναγόμενος. Τον Αύγουστο του έτους 2008 ο ενάγων, ο οποίος διατηρεί τουριστικό γραφείο, ήλθε σε επαφή με τον πρώτο εναγόμενο και συνεργάσθηκε επαγγελματικά μαζί του, ναυλώνοντας το παραπάνω σκάφος για λογαριασμό πελατών του. Ακολούθησαν συζητήσεις μεταξύ των παραπάνω διαδίκων για το ενδεχόμενο μίας μελλοντικής συνεργασίας σε σταθερή βάση στον τομέα των θαλάσσιων περιηγήσεων. Στη συνέχεια, περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2009 ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης εταιρίας, συμφώνησε με τον ενάγοντα να του πουλήσει 5.000 ανώνυμες μετοχές, αντί τιμήματος 55.000 ευρώ, πρόταση την οποία αποδέχθηκε ο ενάγων. Προς εκπλήρωση της υποχρέωσής του από τη σύμβαση ο ενάγων κατέβαλε σταδιακά μέχρι και την 26.11.2009 το συνολικό τίμημα για την αγορά των μετοχών, με καταθέσεις χρηματικών ποσών για την αιτία αυτή σε τραπεζικούς λογαριασμούς της εναγόμενης εταιρίας και της συζύγου του πρώτου εναγόμενου, σύμφωνα με τις υποδείξεις του πρώτου εναγόμενου, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από τους εναγόμενους, συναγόμενης έτσι ομολογίας τους (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ), και άλλωστε προκύπτει από τα με ημερομηνίες 03.11.2010 και 10.11.2010 υπηρεσιακά σημειώματα της … Τράπεζας, καθώς και από το χωρίς ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό, τα οποία προσάγει με επίκληση ο ενάγων  (Βλ. Σχετικά 9 έως 11). Η κρίση του Δικαστηρίου ότι κατά την κατάρτιση της συμφωνίας για τη μεταβίβαση των μετοχών ο πρώτος εναγόμενος ενεργούσε για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της, συνάγεται από το χωρίς ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπογράφηκε μεταξύ του ενάγοντος και του πρώτου εναγόμενου (Βλ. Σχετικό 9 – προσαγόμενο από τον ενάγοντα), από το οποίο προκύπτει ότι ο πρώτος εναγόμενος, με την ιδιότητα του Προέδρου της εναγόμενης εταιρίας εισέπραξε το ποσό των 55.000 ευρώ «για την εξαγορά του 50% των ανώνυμων μετοχών της εταιρίας «…», και δεν αντικρούεται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι μετοχές που συμφωνήθηκε να μεταβιβασθούν στον ενάγοντα, λόγω πώλησης, ανήκαν στην κυριότητα της μη διαδίκου μετόχου, γεγονός που γνώριζε ο ενάγων κατά την κατάρτιση της συμφωνίας με τον πρώτο εναγόμενο, κρίση που συνάγεται από όσα σχετικά κατέθεσε ανωμοτί ο ενάγων, με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που διεξήχθη ενώπιον του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών την 11.02.2015, και περιλαμβάνονται στα υπ’ αριθ. 5551/2015 πρακτικά του παραπάνω δικαστηρίου, τα οποία δεν αντικρούονται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο. Από την άλλη πλευρά, πριν την κατάρτιση της παραπάνω συμφωνίας η μη διάδικος μέτοχος είχε εκδηλώσει προς τον πρώτο εναγόμενο την πρόθεση να μεταβιβάσει τις μετοχές της και να αποχωρήσει από την εταιρία, κρίση που συνάγεται από όσα σχετικά κατέθεσε στο ακροατήριο η μάρτυρας ανταπόδειξης και δεν αντικρούεται από την κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης ή από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο, ενώ, περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι κατά την κατάρτιση της συμφωνίας η παραπάνω μέτοχος δεν συναινούσε στη μεταβίβαση των μετοχών, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ενάντια υποστηριζόμενων από τον εναγόμενο. Τελικά, οι μετοχές δεν μεταβιβάσθηκαν κατά κυριότητα στον ενάγοντα, διότι σε μεταγενέστερο της κατάρτισης της συμφωνίας χρόνο η μη διάδικος στην παρούσα δίκη – μέτοχος της εναγόμενης εταιρίας μετέβαλε γνώμη και αρνήθηκε να τις μεταβιβάσει, όταν ενημερώθηκε από την ενυπόθηκη δανείστρια «…», η οποία είχε δανειοδοτήσει την αγορά του σκάφους, ότι σε περίπτωση μεταβίβασης του εταιρικού της μεριδίου δεν δεχόταν να την απαλλάξει από τη σύμβαση εγγύησης που είχε καταρτίσει για την εξασφάλιση της πληρωμής του δανείου. Μάλιστα, κατά την κατάρτιση της συμφωνίας ο ενάγων γνώριζε για τη δανειοδότηση της αγοράς του σκάφους, κρίση που συνάγεται από όσα σχετικά κατέθεσε χωρίς όρκο στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που διεξήχθη ενώπιον του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών την 11.02.2015 (Βλ. σελίδα 9 των υπ’ αριθ. 5551/2015 πρακτικών και απόφασης), και με βάση την παραδοχή αυτή, λαμβάνοντας επιπρόσθετα υπόψη ότι πρόκειται για άτομο έμπειρο στις συναλλαγές και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα του τουρισμού, το Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) ότι ο παραπάνω ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι ήταν ενδεχόμενο η ενυπόθηκη τράπεζα, με βάση τους όρους της σύμβασης δανείου, να προβάλει αντιρρήσεις ή να ζητήσει πρόσθετη εξασφάλιση σε σχέση με τη μεταβίβαση των μετοχών.  Με βάση τα παραπάνω, εφόσον δεν αποδείχθηκε η αποδιδόμενη στον πρώτο εναγόμενο παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, δεν θεμελιώνεται ευθύνη και της δεύτερης εναγόμενης κατά το άρθρο 71 ΑΚ και πρέπει, επομένως, η κύρια αγωγική βάση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι κατόπιν έγκλησης του ενάγοντος ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος του πρώτου εναγόμενου και της συζύγου του για τις πράξεις της απάτης από την οποία προκλήθηκε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία (σε βάρος του πρώτου) και της απλής συνέργειας σε αυτήν (σε βάρος της δεύτερης). Η κατηγορία που αποδόθηκε σε βάρος του πρώτου εναγόμενου είναι ότι στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο έτους 2009, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών, και προξένησε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία. Ότι, ειδικότερα, στους παραπάνω αναφερόμενους τόπο και χρόνο, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα – ενάγοντα στην παρούσα δίκη ότι διατηρεί υπό μορφή ναυτικής εταιρίας το σκάφος «…», το οποίο εκτελεί τουριστικές περιηγήσεις, με μεγάλη κερδοφορία, λόγω των διασυνδέσεών του, οι οποίες του διοχέτευαν πελατεία από πελάτες υψηλού εισοδήματος που το ναύλωναν για κρουαζιέρες στο Αιγαίο και ότι δήθεν η συμμετοχή του στην εναγόμενη εταιρία, με την εξαγορά του 50% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας, που αντιστοιχούσε στο μερίδιο της συνεταίρου του …, θα είχε πλήρως εξασφαλισμένη κερδοφορία. Ότι με τον τρόπο αυτό έπεισε τον εγκαλούντα – ενάγοντα στην παρούσα δίκη να του καταβάλει το ποσό των 55.000 ευρώ για την εξαγορά του ποσοστού του 50% της εταιρίας, ενώ όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων ο εναγόμενος δεν είχε κερδοφορία από την εταιρία, ούτε είχε τη δυνατότητα να του μεταβιβάσει το 50% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας, διότι η συνέταιρός του ουδέποτε είχε την πρόθεση να του το μεταβιβάσει, με αποτέλεσμα να προκληθεί στον ενάγοντα ζημία, ποσού 55.000 ευρώ. Ο πρώτος κατηγορούμενος απαλλάχθηκε για την αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη με την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. 5551/11.02.2015 απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Όμως η μη παράδοση των μετοχών στον ενάγοντα και συνακόλουθα η μη μεταβίβαση της κυριότητάς τους συνιστά μη εκπλήρωση της σχετικής συμβατικής υποχρέωσης, που ανέλαβε η δεύτερη εναγόμενη εταιρίας, διά  του πρώτου εναγόμενου – νόμιμου εκπροσώπου της, και, επομένως, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 55.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο τίμημα που κατέβαλε για την αγορά τους, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 516, 380, 382 και 385 αριθ. 1 ΑΚ. Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από την 30.12.2009 μέχρι την 09.04.2010, με την προοπτική της συμμετοχής του στο εταιρικό κεφάλαιο της εναγόμενης εταιρίας, ο ενάγων μεταβίβασε τμηματικά, λόγω δανείου που κατήρτισε με την εναγόμενη εταιρία, διά του νόμιμου εκπροσώπου της, το συνολικό ποσό των 28.400 ευρώ. Ειδικότερα, η εναγόμενη εταιρία, με σκοπό την κάλυψη των υποχρεώσεών της προς τρίτους, έλαβε από τον ενάγοντα το παραπάνω ποσό, λόγω δανείου, τμηματικά ως ακολούθως: α) Την 30.12.2009 έλαβε το ποσό των 7.000 ευρώ, με κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό της συζύγου του πρώτου εναγόμενου, β) Την 18.01.2010 έλαβε το ποσό των 800 ευρώ, με κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό της συζύγου του πρώτου εναγόμενου, γ) Την 11.03.2010 έλαβε το ποσό των 19.200 ευρώ, με κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό της συζύγου του πρώτου εναγόμενου, και δ) Την 09.04.2010 έλαβε το ποσό των 1.400 ευρώ, με κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό της συζύγου του πρώτου εναγόμενου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του από 03.11.2010 υπηρεσιακού σημειώματος της … Τράπεζας, το οποίο προσάγει με επίκληση ο ενάγων (Βλ. σχετικό 11). Με τις παραπάνω καταβολές, οι οποίες έγιναν σε λογαριασμό τρίτου προσώπου, και συγκεκριμένα σε λογαριασμό της συζύγου του πρώτου εναγόμενου, καθ’ υπόδειξη του πρώτου εναγόμενου και για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης, και επείχαν θέση καταβολής του δανείσματος προς αυτήν, καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγόμενης δάνειο (πρβλ. ΕΠ 481/2014, ΕΛαρ 680/2004, ό.π.). Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι πλέον του παραπάνω ποσού την 09.04.2010 κατέβαλε λόγω δανείου σε λογαριασμό που υπέδειξε ο πρώτος εναγόμενος και το ποσό των 2.500 ευρώ, πλην όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδεικνύεται ουσιαστικά βάσιμος, καθώς από το παραπάνω αναφερόμενο έγγραφο της … Τράπεζας προκύπτει ότι το ποσό των 2.500 ευρώ κατατέθηκε κατά την παραπάνω ημερομηνία (με αριθμό εμβάσματος …) από λογαριασμό του ενάγοντος σε άλλον λογαριασμό του ίδιου, ενώ ο ενάγων δεν επικαλείται οποιοδήποτε άλλο σχετικό αποδεικτικό μέσο. Εξάλλου, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από την 30.03.2010 μέχρι την 30.04.2010 κατέβαλε λόγω δανείου και τα ακόλουθα ποσά: α) To ποσό των 564 ευρώ για την αγορά δύο σκούτερ θαλάσσης, β) Το ποσό των 420 ευρώ για την τοποθέτηση αντιηλιακών μεμβρανών στα παράθυρα του «…», γ) Το ποσό των 520 ευρώ για την ανέλκυση – καθέλκυση του σκάφους, δ) Το ποσό των 1.000 ευρώ για τέλη ελλιμενισμού του σκάφους, ε) Το ποσό των 150 ευρώ για τον καθαρισμό του σκάφους, στ) Το ποσό των 50 ευρώ για την αγορά καφέ, ζ) Το ποσό των 35 ευρώ για την επιδιόρθωση δύο προβολέων, η) Το ποσό των 75 ευρώ για την προσθήκη εξαεριστήρα στην κουζίνα του σκάφους, θ) Το ποσό των 1.032 ευρώ για την αγορά ποτών, ι) Το ποσό των 72 ευρώ για την αγορά αποσμητικών χώρου, ια) Το ποσό των 449 ευρώ για τον εφοδιασμό του σκάφους από το «ΜΑΚΡΟ». Όμως, σε σχέση με τα παραπάνω, αφενός δεν αποδείχθηκε η καταβολή των παραπάνω ποσών από τον ενάγοντα, καθώς τα όσα κατέθεσε η μάρτυρας απόδειξης ελέγχονται ως ασαφή και δεν ενισχύονται από κάποιο έγγραφο, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι τα παραπάνω ποσά καταβλήθηκαν λόγω δανείου. Επίσης, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι κατέβαλε λόγω δανείου προς την εναγόμενη εταιρία τα ποσά των 2.739 ευρώ και των 905 ευρώ, από τα οποία το πρώτο καταβλήθηκε προς την εταιρία «…» για την εξόφληση οφειλόμενων προμηθειών και το δεύτερο για την αγορά ανταλλακτικών. Όμως σε σχέση με τα ποσά αυτά δεν αποδείχθηκε ότι η καταβολή τους έγινε λόγω δανείου, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, ενώ το ίδιο ισχύει και ως προς το αιτούμενο ποσό των 1.200 ευρώ, το οποίο ο ενάγων κατέβαλε σε λογαριασμό της συζύγου του πρώτου εναγόμενου την 05.08.2010 για την πληρωμή των ασφαλίστρων του σκάφους. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι δυνάμει άτυπης συμφωνίας μεταξύ του πρώτου εναγόμενου και του ενάγοντος ο τελευταίος ανέλαβε την εκμετάλλευση του σκάφους «…» κατά την τουριστική περίοδο έτους 2010 και στο πλαίσιο αυτό εισέπραττε τους ναύλους και κατέβαλλε τα ποσά που απαιτούνταν για τις λειτουργικές δαπάνες του σκάφους. Με βάση τα παραπάνω, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τα παραπάνω αιτούμενα ποσά.  Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των εναγόμενων περί απόσβεσης λόγω ανανέωσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκε νέα σύμβαση με σκοπό ανανέωσης, δηλαδή με σκοπό την κατάργηση της υφιστάμενης ενοχής. Ειδικότερα, ο ενάγων, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, είχε αναλάβει άτυπα την εκμετάλλευση του σκάφους «…» για την τουριστική περίοδο έτους 2010, την 27.07.2010 απέστειλε στους εναγόμενους την από 26.07.2010 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία και πρόσκληση, με την οποία τους καλούσε να του καταβάλουν εντός δέκα ημερών από την επίδοση το συνολικό ποσό των 72.830,72 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο ποσό των 55.000 ευρώ, που είχε καταβάλει για την αγορά των μετοχών, πλέον του ποσού των 27.000 ευρώ, που είχε καταβάλει λόγω δανείου, πλέον του ποσού των 21.180,78 ευρώ για διαχειριστικές δαπάνες, αφαιρουμένου του ποσού των 30.350,06 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε εισπραχθέντες ναύλους. Με το ίδιο εξώδικο τους καλούσε και να παραλάβουν το σκάφος, άλλως, για την περίπτωση που οι εναγόμενοι επιθυμούσαν τη συνέχιση των ναύλων, τους καλούσε εντός τριών ημερών: α) Να αναγνωρίσουν τον μέχρι τότε ισολογισμό, β) Να αναγνωρίζουν σε εβδομαδιαία βάση τους ισολογισμούς που επρόκειτο να συνταχθούν, και γ) Να αποδεχθούν ότι στον ισολογισμό θα περιλαμβάνονται μόνο τα τρέχοντα έσοδα – έξοδα λειτουργίας του σκάφους, ότι από τα καθαρά έσοδα οι εναγόμενοι θα εισπράττουν το 15% και το υπόλοιπο 85% θα το εισπράττει ο ίδιος για την αποπληρωμή του χρέους, ότι οι ισολογισμοί θα τηρούνται μέχρι το τέλος της τουριστικής περιόδου, καθώς και ότι όσα έξοδα προκύψουν μετά την τουριστική περίοδο θα βαρύνουν αποκλειστικά τους εναγόμενους. Όμως παρόλο που οι εναγόμενοι δεν απάντησαν στο παραπάνω εξώδικο και ο ενάγων συνέχισε να εκμεταλλεύεται το σκάφος, δεν καταρτίσθηκε σύμβαση ανανέωσης, κατά την έννοια του άρθρου 436 ΑΚ, με σιωπηρή αποδοχή της πρότασης του ενάγοντος, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, διότι οι τελευταίοι δεν αποδέχθηκαν τους όρους που τέθηκαν  σε σχέση με τους ισολογισμούς, την αναγνώριση και τον τρόπο κατάρτισής τους. Με βάση τα παραπάνω, η δεύτερη εναγόμενη όφειλε στον ενάγοντα για τις αιτίες που προαναφέρθηκαν το συνολικό ποσό των (55.000 + 28.400 =) 83.400 ευρώ. Από το ποσό αυτό, κατόπιν αφαίρεσης του ποσού των 6.466,36 ευρώ, το οποίο κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς εισέπραξε ο ενάγων από την εκμετάλλευση του σκάφους, εξακολουθεί να οφείλεται το υπόλοιπο των (83.400 – 6.466,36 =) 76.933,64 ευρώ. Τέλος, την 30.08.2010 ο ενάγων κατέβαλε ως δάνεισμα στον πρώτο εναγόμενο το ποσό των 360 ευρώ, το οποίο εξακολουθεί να οφείλεται, γεγονότα που δεν αμφισβητούνται ειδικά από τον πρώτο εναγόμενο, συναγόμενης έτσι ομολογίας του (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και: Α) Να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του πρώτου καθ’ ου η κλήση – εναγόμενου να καταβάλει στον καλούντα – ενάγοντα το ποσό των τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και Β) Να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της δεύτερης καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης να καταβάλει στον καλούντα – ενάγοντα το ποσό των εβδομήντα έξι χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα τριών ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (76.933,64), νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, πρέπει το σύνολο των δικαστικών εξόδων του πρώτου καθ’ ου η κλήση – εναγόμενου να επιβληθεί σε βάρος του καλούντος – ενάγοντος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 178 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς το μέρος κατά το οποίο έγινε δεκτή η αγωγή είναι ελάχιστο, ενώ ο πρώτος καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος δεν έδωσε αφορμή για να αυξηθούν τα εξόδα του αντιδίκου του, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει η δεύτερη καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του καλούντος – ενάγοντος, ανάλογο με την έκταση της ήττας του (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 (i) α’, 68 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο πρώτος καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος οφείλει στον καλούντα – ενάγοντα το ποσό των τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον καλούντα – ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα του πρώτου καθ’ ου η κλήση – εναγόμενου, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η δεύτερη καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη οφείλει στον καλούντα – ενάγοντα το ποσό των εβδομήντα έξι χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα τριών ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (76.933,64), νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τη δεύτερη καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του καλούντος – ενάγοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων πενήντα (2.350) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 1η.09.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ