Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης  2813 /2020

(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 9867/2015)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 5492/2015)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ  ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ

            ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή  Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

            ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 22α Μαΐου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 9867/2015 και ΕΑΚ 5492/2015 αγωγή καταβολής τιμήματος ή αποζημίωσης από πώληση καυσίμων σε πλοίο, μεταξύ:

            ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «….», εδρεύουσα στον ……, επί της οδού …,νομίμως εκπροσωπουμένη, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο διά των πληρεξουσίων δικηγόρων της Σωτηρίου Φέλιου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 6921), κατοίκου …….., επί της οδού … (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2857), κατοίκου …, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις κατά τη συζήτηση.

            ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στη … …, νομίμως εκπροσωπουμένης από τη διαχειρίστρια αυτής εταιρεία με την επωνυμία «….», εδρεύουσα στη …, επί της οδού …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο διά των πληρεξουσίων δικηγόρων της Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 10658), κατοίκου ….., επί της οδού …, και Καρμέλας- Σπυριδούλας Μαυροχόη… (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 20630), κατοίκου …,οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις κατά τη συζήτηση.

Η ενάγουσα με την από 23-9-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 9867/2015 και ΕΑΚ 5492/2015 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 24-5-2016 και μετ’ αναβολή στης δικάσιμο της 22-5-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τον οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 1, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις που κατέθεσε, η δε ως άνω εναγόμενη εταιρεία ζητεί την απόρριψή της για τους λόγους που αναφέρει στις προτάσεις που κατέθεσε.

            ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω και κατέθεσαν τις προτάσεις τους στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της αγωγής.

MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNA ME TOΝ  NOMO

              Ι. Σύμφωνα, με τη διάταξη τoυ άρθρoυ 126 παρ.1δ΄ ΚΠoλΔ, επί voμικώv πρoσώπωv ή άλλωv ενώσεωv πρoσώπωv η επίδoση γίvεται πρoς τov κατά τov νόμo ή τo καταστατικό εκπρόσωπό τoυς, ως τoιoύτoυ vooυμέvoυ τoυ φυσικoύ πρoσώπoυ εις τo oπoίo o νόμoς ή τo καταστατικό έχει αναθέσει τη διoίκησή τoυς (ΑΠ 938/1976 ΝoΒ 25.356, ΑΠ 716/1973 ΝoΒ 22.202, ΑΠ 881/1973 ΝoΒ 22.559), στην περίπτωση που κάποιο νομικό πρόσωπο εμφανίζεται μεν ότι εδρεύει στο εξωτερικό, αλλά πραγματικά η διοίκηση του ασκείται από την Ελλάδα, τότε ως έδρα του θεωρείται ο τόπος που πραγματικά εδρεύει και συνεπώς δωσιδικεί στα ελληνικά δικαστήρια, στην περιφέρεια των οποίων και επιδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 122επ. ΚΠολΔ τα προς αυτό απευθυνόμενα δικόγραφα (βλ. Μαριδάκη, Ιδ.Δ.Δ., τεύχος α, παρ.29, σελ.378, Τούση, Γεν.Αρχαί παρ.13, σημ.8, ΑΠ 178/1991 ΕλλΔνη 32.1240, Εφ Αθ 6336/1975 ΝοΒ 24.203). Η  επίδοση για τα νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων γίνεται στον εκπρόσωπο τους, σύμφωνα με τον νόμο ή το καταστατικό, ήτοι στο φυσικό πρόσωπο που τα εκπροσωπεί (ΑΠ 915/1981 ΕΕΝ 43.300), συνακόλουθα, παραλήπτης του εγγράφου που επιδίδεται είναι μεν το ίδιο το νομικό πρόσωπο στο οποίο το έγγραφο απευθύνεται, το οποίο (νομικό πρόσωπο) αναφέρεται ως παραλήπτης και στην παραγγελία προς επίδοση, απλώς η εγχείριση του εγγράφου γίνεται στο φυσικό πρόσωπο που το εκπροσωπεί σύμφωνα με τον νόμο ή το καταστατικό (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/ Νίκα (-Ορφανίδη), Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 126, σημ.4, σελ.288). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό της άνω διάταξης με εκείνες των άρθρων 96, 142, 143 ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν εναγόμενο είναι νομικό πρόσωπο, η επίδοση του δικογράφου μπορεί να γίνει είτε στον εκπρόσωπό του, σύμφωνα με τον νόμο ή το καταστατικό, είτε στον αντίκλητο που διορίσθηκε με σχετική δήλωση στη γραμματεία του αρμόδιου πρωτοδικείου, είτε με ρήτρα σε σύμβαση είτε στο διορισθέντα πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Επίδοση αγωγής σε τρίτο πρόσωπο για τον εναγόμενο μόνον κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, όταν τούτο προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου που το καθιστά αντίκλητο του εναγόμενου (ΑΠ 1207/2000 ΧρΙΔ 2001.351). Κατά δε το άρθρο 142 παρ.1 ΚΠολΔ, κάθε διάδικος ή άλλος ενδιαφερόμενος μπορεί να διορίσει αντίκλητο για να παραλαμβάνει τα έγγραφα που του κοινοποιούνται, ο δε διορισμός που γίνεται, όπως ορίζει η παραπάνω διάταξη, καθώς και η παρ.4 του ίδιου άρθρου και κατ’ άρθρα 143 παρ.1 και 96, αφορά όλες ή ορισμένες από τις δικαστικές ή εξώδικες επιδόσεις που απευθύνονται στον διορίσαντα και μια ή περισσότερες ή όλες τις υποθέσεις του (ΕφΠειρ 1641/1987 ΕΝΔ 18.127, ΕφΠειρ 1306/1986 ΕΝΔ 17.177). Μόνος ο χαρακτηρισμός ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου ως γενικού αντιπροσώπου ενός των διαδίκων, εφόσον γίνεται από τον αντίδικο του που του κοινοποιεί και το δικόγραφο, δεν αρκεί για να του προσδώσει την εξουσία να παραλαμβάνει δικόγραφα, αν ο διορισμός του ως αντικλήτου δεν αποδεικνύεται σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ (ΑΠ 1036/1978 ΕΝΔ 7.297). Την ύπαρξη τέτοιας εξουσίας του αντιπροσώπου πρέπει να αποδεικνύει ο επισπεύδων διάδικος που επιδίδει την κλήση με την απόδειξη κατά νόμιμο τρόπο του διορισμού του αντιπροσώπου ως αντικλήτου, πράγμα το οποίο ερευνάται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο βάσει των προσκομιζομένων εγγράφων (ΕφΑθ 450/1981 ΕΕμπΔ ΑΓ195). Αν ο φερόμενος ως αντιπρόσωπος του διαδίκου δεν μπορεί να είναι και ο παραλήπτης του εγγράφου που του επιδόθηκε, η επίδοση είναι ανυπόστατη και όχι απλώς άκυρη (βλ. σχετ. Κ.Μπέη, ΠολΔικ, τομ.1Β, σελ.645, ΑΠ 160/1985 ΝοΒ 34.555, ΕφΠειρ 1641/1987 όπ.π.). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 139 παρ.1 περ.β’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι η έκθεση που συντάσσεται για την επίδοση πρέπει να περιέχει -μεταξύ άλλων- σαφή καθορισμό του εγγράφου που επιδόθηκε και των προσώπων που αφορά. Κατά δε το άρθρο 134 παρ.1 εδ. α’ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση και για δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο, ενώ κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, στις περιπτώσεις της παρ.1 η παραγγελία για επίδοση πρέπει να περιέχει με ακρίβεια τον τόπο και τη διεύθυνση του παραλήπτη της επίδοσης. Η πρώτη ως άνω διάταξη, με την οποία καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εφαρμόζεται όταν πρόκειται για πρόσωπα με διαμονή ή έδρα σε χώρα, η οποία δεν έχει προσχωρήσει σε διεθνή σύμβαση (διμερή ή πολυμερή) που έχει κυρώσει η χώρα και είναι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση, εκτός εάν πρόκειται για δίκες στο ειρηνοδικείο, οπότε η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο, και αν πρόκειται για έγγραφα που αφορούν την εκτέλεση, στον εισαγγελέα πρωτοδικών στην περιφέρεια του οποίου γίνεται η εκτέλεση. Ο αρμόδιος κατά τα παραπάνω εισαγγελέας οφείλει να αποστείλει το έγγραφο χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον υπουργό εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει στον αποδέκτη της επίδοσης. Από τον συνδυασμό της άνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 136 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν πρόκειται για επίδοση στην αλλοδαπή σε πρόσωπα που διαμένουν ή εδρεύουν σε χώρα που δεν έχει προσχωρήσει σε διεθνή σύμβαση (διμερή ή πολυμερή) που έχει κυρώσει η χώρα και είναι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτή (επίδοση) θεωρείται ότι συντελείται με την επίδοση στον εισαγγελέα. Οι παραπάνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν ο αποδέκτης της επίδοσης έχει γνωστή διαμονή ή έδρα στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση με τον Ν.1334/1983 της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 159 παρ.3 και 160 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η παράβαση διάταξης, που ρυθμίζει την διαδικασία, κατ’ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης, συνεπάγεται την ακυρότητα της, την οποία πάντοτε απαγγέλει το δικαστήριο, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία αυτό, χωρίς να διατάξει αποδείξεις, αλλά ακολουθώντας τους κανόνες της ελεύθερης απόδειξης κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε βλάβη στον προτείνοντα διάδικο, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά με κήρυξη της ακυρότητας.

  1. II. Από τη διάταξη του άρθρου 215§1α΄ ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η αγωγή ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο, προκύπτει ότι η άσκηση της αγωγής είναι σύνθετη διαδικαστική πράξη, η οποία ολοκληρώνεται αν μετά την κατάθεση του αγωγικού δικογράφου ακολουθήσει και η επίδοσή του στον εναγόμενο, προκειμένου αυτός να ενημερωθεί για την εναντίον του αγωγή, διαφορετικά αυτή είναι ανυπόστατη και η συζήτησή της απαράδεκτη. Έτσι η επίδοση του αγωγικού δικογράφου ανάγεται σε όρο του υποστατού της αγωγής, που διασφαλίζει το κατοχυρωμένο από το άρθρο 20§1 του Συντάγματος δικαίωμα ακρόασης του εναγόμενου, εφόσον η επίδοση της αγωγής συνδυασθεί και με την επιβαλλόμενη από το άρθρο 110 §2 ΚΠολΔ κλήση προς τον εναγόμενο να παραστεί κατά τη συζήτησή της σε συγκεκριμένη δικάσιμο. Το ανυπόστατο της αγωγής, που προκαλείται από την έλλειψη επίδοσής της στον εναγόμενο, μπορεί ασφαλώς να καλυφθεί με τη μεταγενέστερη επίδοσή της, με την έννοια ότι έκτοτε και πάντως ότι αναδρομικά θα θεωρηθεί ολοκληρωμένη η άσκηση της αγωγής και θα επέλθουν κατά το άρθρο 221§ 1γ΄ ΚΠολΔ οι συνέπειες που συνδέει με την άσκησή της το ουσιαστικό δίκαιο. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι η επίδοση της αγωγής αποσκοπεί πρωτίστως να διασφαλίσει το δικαίωμα ακρόασης του εναγομένου, ναι μεν η διάταξη του άρθρου 215§ 1 α΄ ΚΠολΔ δεν μπορεί να παραμεριστεί με συμφωνία των μερών, που θα προβλέπει διαφορετικό τρόπο άσκησης της αγωγής, όμως, εφόσον ο εναγόμενος παρίσταται κατά τη συζήτηση της αγωγής και δεν αντιλέγει παρά την έλλειψη επίδοσής της σ’ αυτόν ή επέσπευσε ο ίδιος τη συζήτησή της, θεωρείται ότι αναπληρώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η ελλείπουσα επίδοση της αγωγής και κατ’ επέκταση θεραπεύεται το ανυπόστατο της αγωγής ως διαδικαστικής πράξης. Επιχείρημα προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να συναχθεί τόσο από τη διάταξη του άρθρου 271§1 ΚΠολΔ, που επιβάλλει στο δικαστήριο να εξετάσει την ύπαρξη νόμιμης επίδοσης της αγωγής και της κλήσης προς συζήτησή της (μόνο) σε περίπτωση απουσίας ή μη νόμιμης παράστασης του εναγομένου κατά τη συζήτησή της, οπότε εξ αντιδιαστολής μπορεί να συναχθεί όχι η έλλειψη επίδοσης της αγωγής ως όρος του υποστατού αυτής καλύπτεται στην περίπτωση που ο εναγόμενος παρίσταται χωρίς αντίρρηση στη συζήτησή της ή την επέσπευσε ο ίδιος, όσο και από τη διάταξη του άρθρου 310§2 ΚΠολΔ, που εξομοιώνει την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους κατά τη δημοσίευση μη οριστικών αποφάσεων με επίδοση των αποφάσεων σ’ αυτούς. Διαφορετική εξάλλου από την παντελή έλλειψη επίδοσης της αγωγής είναι η ελαττωματική επίδοσή της, η οποία δεν έχει κατ’ αρχήν ως συνέπεια το ανυπόστατο της αγωγής, αλλά το απαράδεκτο της συζήτησής της σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου. Όμως, με παντελή έλλειψη επίδοσης της αγωγής ισοδυναμεί η επίδοσή της σε διεύθυνση άσχετη με τον εναγόμενο, αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται πράγματι για επίδοση προς τον εναγόμενο (ΟλΑΠ 3/2007, AΠ 8/2011 ΤΝΠ Νόμος). Ωστόσο, ενδέχεται και στην περίπτωση αυτή να παραστεί χωρίς αντίρρηση ο εναγόμενος στη συζήτηση της αγωγής, οπότε θα πρέπει και πάλι να θεωρηθεί ότι η παρουσία του αναπληρώνει την ελλείπουσα επίδοση. Αντίστοιχα, στον χρόνο συζήτησης της αγωγής ή ανάλογα της επίσπευσης της συζήτησής της από τον εναγόμενο τοποθετείται η έναρξη των ουσιαστικών συνεπειών της (ΑΠ 1629/1973). Εφόσον, πάντως, ο εναγόμενος παρέστη στη συζήτηση της αγωγής προβάλλοντας κατ’ ένσταση την έλλειψη νόμιμης επίδοσής της σ’ αυτόν, η έλλειψη αυτή είναι κρίσιμη, αν παράλληλα επικαλεστεί και αποδείξει βλάβη του από την έλλειψη επίδοσης της αγωγής που δεν μπορεί να αποκατασταθεί παρά μόνο με την κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησής της. Πρόκειται για δικονομική βλάβη, που δεν συνέχεται με την ίδια την υπόσταση της αγωγής ως διαδικαστικής πράξης, αλλά με το παραδεκτό μόνο της συζήτησής της και κατ’ αυτή μόνο την έννοια είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 159 αριθ.3 ΚΠολΔ, προκειμένου να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της ανεπίδοτης αγωγής και όχι βέβαια για να κριθεί ανυπόστατη η ίδια η αγωγή. Συνεπώς, παραδεκτά συζητείται η ανεπίδοτη αγωγή, εφόσον ο εναγόμενος συμμετέχει νόμιμα στην πρώτη συζήτησή της και δεν προβάλει κατ’ ένσταση την έλλειψη επίδοσής της, επικαλούμενος κατά το άρθρο 160§1 ΚΠολΔ αντίστοιχη δικονομική βλάβη του (ΑΠ 1081/2014, ΑΠ 1974/2008, ΑΠ 408/2004, ΑΠ 621/1980, ΑΠ 204/1978 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 215, 221, 226, 229, 233 και 271 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η άσκηση της αγωγής απαιτεί διαδικασία, που ολοκληρώνεται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, και την επίδοση αντιγράφου του δικογράφου τούτου στον εναγόμενο. Η κατάθεση συνεπάγεται τις δικονομικές συνέπειες της αγωγής (εκκρεμοδικία, αμετάβλητο της δικαιοδοσίας κλπ.), η δε επίδοση τα αποτελέσματα που προβλέπονται από το ουσιαστικό δίκαιο ότι επέρχονται από την έγερσή της (διακοπή παραγραφής, έναρξη τοκοφορίας της απαιτήσεως). Η επίδoση της αγωγής επιτελεί διττή λειτoυργία, αφεvός μεv εvεργεί ως στoιχείo για τηv έγερση της αγωγής (άρθρo 215 ΚΠoλΔ), αφετέρoυ δε, υπέχει και τη θέση κλητεύσεως κατ’ άρθρo 228 ΚΠoλΔ. Η επέλευση των δικονομικών συνεπειών επέρχεται από μόνη την κατάθεση της αγωγής και άσχετα με το αν επακολουθήσει ή όχι επίδοση στον εναγόμενο. Η παράλειψη της επίδοσης ή η άκυρη επίδοση παρεμποδίζουν τη γένεση των ουσιαστικών συνεπειών της αγωγής, απαιτείται δε η επίδοση και για τη νόμιμη κλήτευση του εναγομένου προς συζήτηση της. Σύμφωνα με αυτά η παράβαση των διατάξεων που αφορούν την κατάθεση ή επίδοση της αγωγής, συνεπώς δε την οριζόμενη από τον νόμο προδικασία, συνεπάγονται ακυρότητα, εφόσον προκλήθηκε στον εναγόμενο βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 808/2004 ΕλλΔνη 47.1389). Το βάρος αποδείξεως των ενστάσεων φέρει κατά κανόνα ο εναγόμενος, αλλά σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως η ένσταση μη επίδοσης της αγωγής, δηλαδή ένσταση σχετική με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, το βάρος επίδοσης της αγωγής στον εναγόμενο το φέρει ο ενάγων, προσκομίζοντας τη σχετική έκθεση επίδοσης (ΕφΘεσ 1302/1984 Αρμ Μ.424, βλ. σχετ. Ν.Τσάκου, Εφέτη, «Οι ενστάσεις του αστικού δικαίου και της πολιτικής δικονομίας», τεύχ.γ’, έκδ.2005, σελ.630). Η παράσταση τoυ μη voμίμως κλητευθέvτoς διαδίκoυ κι αv ακόμη καλύπτει τη μη vόμιμη κλήτευση κατά τηv συζήτηση, δεv καλύπτει όμως και τη μη vόμιμη έγερση της αγωγής.

ΙΙΙ. Περαιτέρω, την παραγραφή διακόπτει, κατά το άρθρο 261 ΑΚ η έγερση της αγωγής και η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Η ακυρότητα, εξάλλου, κάθε διαδικαστικής πράξης άρα και της επίδοσης της αγωγής, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 159 και 160 ΚΠολΔ δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά πρέπει να απαγγέλλεται από το δικαστήριο κατά πρόταση του διαδίκου, εκτός αν ο νόμος παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκε η διάταξη κατά παράβαση της οποίας διενεργήθηκε η διαδικαστική πράξη. Η ελαττωματική επίδοση είναι ισχυρή μέχρις ότου ακυρωθεί δικαστικώς, καθίσταται δε απρόσβλητη αν δεν προσβληθεί κατά την πρώτη, ύστερα από αυτή, διαδικαστική πράξη, η οποία, προκειμένου περί επίδοσης αγωγής, είναι η συζήτηση αυτής (ΑΠ 954/2003 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, η ακυρότητα κάθε διαδικαστικής πράξης, άρα και της επίδοσης της αγωγής, εφόσον προβάλλεται νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 159 και 160 ΚΠολΔ και αποδεικνύεται η βασιμότητά της από τον προτείνοντα την ακυρότητα, δεν επιφέρει διακοπή της παραγραφής (ΑΠ 1908/2008 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω δε, κατά το άρθρο 289 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Ν.3816/1958), σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, στις οποίες, σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση του άρθρου αυτού περιλαμβάνονται και εκείνες που προέρχονται από τη χορήγηση υλικών. Κατά δε το άρθρο 291 παρ.1 του ΚΙΝΔ, η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, ήτοι από την πρώτη Ιανουαρίου του επόμενου έτους (ΟλΑΠ 15/1992 Δνη 33.765). Κατά δε τα άρθρα 251 και 253 ΑΚ, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, κατά το άρθρο 252 ΑΚ, αν για την απαίτηση της παροχής απαιτείται η παρέλευση προθεσμίας, η παραγραφή αρχίζει από τότε που πέρασε η προθεσμία, στις περιπτώσεις, όμως, των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 ΑΚ η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η πιο πάνω, από το άρθρο 251, οριζόμενη αφετηρία αυτής. Τέλος, σύμφωνα με τα άρθρα 261 και 270 παρ.1 ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, αρχίζει δε και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος που πέρασε ως τη διακοπή, από το τέλος της οποίας αρχίζει νέα παραγραφή. Από τις παραπάνω διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ, από τις οποίες οι του ΑΚ έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή των αξιώσεων του ΚΙΝΔ εφόσον ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά, συνάγεται ότι όταν για την απαίτηση της παροχής των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 289 του ΚΙΝΔ απαιτείται η πάροδος ορισμένης προθεσμίας, η παραγραφή αυτών αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η παρέλευση της προθεσμίας, ήτοι από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους (βλ. σχετ. Γεωργιάδη–Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, κατ’ άρθρο ερμηνεία, άρθρο 251, σημ.4, σελ.450, Τούσης, Γεν.Αρχ., παρ.165, Γιαννόπουλος, παρ.252, ΝοΒ 22.319, ΕφΠειρ 2/2002 ΤΝΠ Νόμος).

  1.   Τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1500 κόρους νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (άρθρο 1 N.Δ.2687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρείες, δηλαδή εταιρείες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σ’ αυτήν (άρθρο 1 Ν.791/1978). Τη διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιριών αυτών συνήθως έχει αλλοδαπή εταιρεία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28 του Ν.814/1978) ή των Α.Ν.89/1967 και 378/1968 (ΕφΠειρ 497/2013, ΕφΠειρ 362/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝΔ 2008.211, βλ. σχετ. Α.Αντάπαση, Εκμετάλλευση του πλοίου από τον τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, Εισήγηση στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου με θέμα «Η προστασία των ναυτικών δανειστών», έκδ.ΔΣΠ, 1994, σελ.437επ. και ιδίως σελ.443-449, 483). Συγκεκριμένα, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων κι έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρείες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Με τη σχετική σύμβαση ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική, όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη (υποχρεούμενος όμως να λάβει τη συναίνεσή του, όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας), προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξή τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου (ΕφΠειρ 110/2014, ΕφΠειρ 63/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΠειρ 1750/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Μάλιστα, οι διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ εφαρμόζονται και σε αυτές τις σχέσεις, λόγω έλλειψης ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο (ΑΠ 1988/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕφΠειρ 110/2014, ΕφΠειρ 5/2012 ΤΝΠ Νόμος), από αυτές δε συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Ειδικότερα, η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΕφΠειρ 497/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 762/2013, ΕφΠειρ 468/2011 ΤΝΠ Νόμος). Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ).Η εξουσία αντιπροσώπευσης παρέχεται είτε με σχετική δικαιοπραξία, οπότε γίνεται λόγος για εκούσια αντιπροσώπευση, είτε με διάταξη νόμου (ΑΠ 134/2004 ΤΝΠ Νόμος). Εφόσον, λοιπόν, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται αυτός (διαχειριστής) υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν (ΑΠ 929/2004 ΕλλΔνη 2005.1661, ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992.291, ΑΠ 1382/1989 ΕλλΔνη 1992.308, ΑΠ 752/1987 ΕΕΝ 1988.300, ΑΠ 1180/1984 ΕΕμπΔ 1985.502), καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΕφΠειρ 5/2012 ΕΝΔ 2013.12, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13). Σύμφωνα δε με τα παραπάνω, ο εναγόμενος προτείνων προς απόρριψη της κατ’ αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου, είτε τουλάχιστον ότι η ενέργεια του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο του περιστάσεις (ΑΠ 929/2004 ΕλλΔνη 2005.1661,ΕφΑθ 9826/1989 ΕλλΔνη 1991.1631).Τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας και κατά κανόνα της διαχειρίστριας διατηρεί το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συμμετέχει συνήθως και στη διοίκησή τους και το οποίο κερδοσκοπεί έμμεσα ως κύριος μέτοχος με την απόληψη των κερδών και την οικονομική ανάπτυξη της πλοιοκτήτριας. Η πιο πάνω όμως επιχειρηματική δραστηριότητα, που δεν είναι αθέμιτη, δεν προσδίδει άνευ άλλου τινός, -γι’ αυτό και επιλέγεται- την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο του επιχειρηματία, ο οποίος έχοντας την ιδιότητα του κυρίου μετόχου ελέγχει και διοικεί την πλοιοκτήτρια ή διαχειρίστρια ή και αμφότερες (ΕφΠειρ 1000/2006, ΕφΠειρ 940/2003, ΕφΠειρ 512/2003 ΤΝΠ Νόμος).
  2. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΚΙΝΔ προκύπτει, ότι ο Κώδικας διακρίνει τρία πρόσωπα, των οποίων το ενδιαφέρον αναφέρεται στο πλοίο και ειδικότερα στο πλοίο που ενεργεί ναυτιλιακές “επί κέρδει” εργασίες: 1) τον κύριο του πλοίου, που απλώς έχει την κυριότητα, χωρίς συγχρόνως και να εκμεταλλεύεται το πλοίο, 2) τον πλοιοκτήτη, στο πρόσωπο του οποίου συμπίπτουν κυριότητα και εκμετάλλευση του πλοίου και 3) τον εφοπλιστή, δηλαδή εκείνον, που εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του πλοίο, που ανήκει σε άλλον (ΑΠ 48/1988 ΤΝΠ Νόμος). Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται είτε σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί όντως για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει στη λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι ο πρώτος θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό. Εάν δεν γίνει η δήλωση αυτή, παράγεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, ότι δηλαδή είναι πλοιοκτήτης. Η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου. Το τεκμήριο όμως αυτό είναι μαχητό, ήτοι δύναται να αποκρουσθεί από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, αν αυτός αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτον. Επομένως, επιτρέπεται ανταπόδειξη και μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΟλΑΠ 5/1996, ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΕφΠειρ 548/2010 ΕΝΔ 2011.28, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13). Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105, 106 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλ. εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στις διατάξεις αυτές γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 84, 85, 105 παρ.4 και 106 εδ.α’ ΚΙΝΔ, ο εφοπλιστής ευθύνεται απεριόριστα από τις δικαιοπραξίες που ο πλοίαρχος συνάπτει, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του (άρθρο 53 του ΚΙΝΔ), από δε τη διάταξη του άρθρου 106 εδ.β’ ΚΙΝΔ, ότι παράλληλα με εκείνον ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες αυτές και ο κύριος του πλοίου, αλλά μόνο «με το πλοίο» και μπορεί να εναχθεί γι’ αυτές, ήτοι ο κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183). Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρο ενοχή (481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαιτήσεως που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό. Απλώς, μόνο, είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ’ αυτού (βλ. Κ. Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1968 παρ.43, ΑΠ 624/1968 ΕΕΔ 1969.243, ΑΠ 214/1968 ΕΕΔ 1968.429, ΕφΠειρ 37/2011 ΕΝΔ 2011.114, ΕφΠειρ 516/1986 ΕΝΔ 1986.231).

VΙ.Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 107 ΚΙΝΔ, στη ναύλωση σε ευρεία έννοια μπορούν να ενταχθούν τρεις κατηγορίες συμβατικών μορφωμάτων: Α. Η σύμβαση ναύλωσης σε στενή έννοια, αντικείμενο της οποίας είναι η δέσμευση του πλοίου ολικά (ολική ναύλωση) ή μερικά (μερική ναύλωση) κατά χρόνο (χρονοναύλωση) ή κατά πλου προς τον σκοπό της διενέργειας θαλάσσιας μεταφοράς. Β. Η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων, στην οποία αποβλέπουμε στο μεταφορικό αποτέλεσμα από τόπο σε τόπο, χωρίς να προσδιορίζεται το τμήμα του χώρου του πλοίου που θα χρησιμοποιηθεί και στην οποία, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη ναύλωση σε στενή έννοια και Γ. Η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς προσώπων. Στη σύμβαση ναύλωσης σε στενή έννοια συμβάλλεται από τη μία πλευρά εκείνος που αναλαμβάνει την εκτέλεση του μεταφορικού αποτελέσματος, δηλαδή ο εκναυλωτής (shipowner/ carrier), και από την άλλη εκείνος προς τον οποίο διατίθεται το πλοίο για τη μεταφορά, δηλαδή ο ναυλωτής (charterer). Περαιτέρω, στη ναύλωση σε στενή έννοια μπορούν να υπαχθούν και επώνυμα συμβατικά μορφώματα που έχουν διαμορφωθεί από τη διεθνή συναλλακτική πρακτική, με πλέον διαδεδομένο αυτό της κατά χρόνο ναύλωσης ή χρονοναύλωσης (time charter). Κατά την ορθότερη άποψη, πρόκειται για σύμβαση έργου με αντικείμενο τη μεταφορά εμπορευμάτων επί του πλοίου έναντι ναύλου για συγκεκριμένο χρόνο ανάμεσα σε ασφαλείς λιμένες καθ’ υπόδειξη του χρονοναυλωτή (εμπορική διαχείριση). Στην κλασική μορφή, τόσο ο πλοίαρχος όσο και το πλήρωμα παρέχονται από τον εκναυλωτή (ναυτική διεύθυνση· ωστόσο η πρόσληψή τους δεν αρκεί για την κατάφασή της, αφού μετά την πρόσληψη μπορεί να τίθενται όλοι υπό τις αποκλειστικές διαταγές του ναυλωτή, πράγμα που αποτελεί κριτήριο για τη διάκριση ανάμεσα στη «γυμνή» ναύλωση και την εφοπλιστική χρονοναύλωση), στο πλαίσιο της υποχρέωσης παροχής αξιόπλοου πλοίου και εκτέλεσης του καθ’ υπόδειξη από τον χρονοναυλωτή μεταφορικού προγράμματος. Από την άλλη πλευρά, ο χρονοναυλωτής δεν αποκτά νομή και έλεγχο του πλοίου. Στη συνηθέστερη περίπτωση, τα καύσιμα πληρώνονται από τον χρονοναυλωτή. Όσον αφορά στην ευθύνη, ενόψει του γεγονότος ότι η χρονοναύλωση υπάγεται στο βεληνεκές ρύθμισης της ναύλωσης σε στενή έννοια, ναι μεν ισχύει η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων ως προς τον καθορισμό της έκτασης των αμοιβαίων υποχρεώσεων, τούτο, όμως, με την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθεί ακέραιος ο πυρήνας ευθύνης, όπως αυτός καταστρώνεται στις διατάξεις των άρθρων 84 και 134-138 ΚΙΝΔ. Ειδικότερα, επειδή οποιαδήποτε σύμβαση για την εκμετάλλευση του πλοίου έχει ενοχική φύση, αποτελεί rem inter alios actam για τους τρίτους, δίχως να δεσμεύονται από αυτήν. Τούτο ισχύει ακόμη και για την εγγραφείσα στο νηολόγιο σύμβαση εφοπλισμού, αφού μόνο μαχητό τεκμήριο παράγει έναντι τρίτων κατ’ άρθρο 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ. Υπό το φως των ανωτέρω, στην περίπτωση της χρονοναύλωσης ο χρονοεκναυλωτής ευθύνεται έναντι τρίτων σύμφωνα με το άρθρο 84 ΚΙΝΔ, δηλαδή για συμβάσεις που συνάφθηκαν από τον πλοίαρχο, καθώς και για αδικοπραξίες του πλοιάρχου, του πληρώματος και του πλοηγού. Εξαιρετικά μπορεί ο πλοίαρχος να ενεργήσει και ως αντιπρόσωπος του χρονοναυλωτή, εφόσον αποκαλύψει την ύπαρξη χρονοναυλοσυμφώνου και την ταυτότητα του προσώπου που θα δεσμευθεί από τη σχετική δικαιοπραξία (για τα ανωτέρω βλ. Ρόκα Ι./Θεοχαρίδη Γ., Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδοση 2015, σελ.138επ., ιδίως §§ 247-249, 256· Κιάντου-Παμπούκη Α.,Ναυτικό Δίκαιο,1993, §72). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 εδ.β΄ του ΚΙΝΔ, εκμετάλλευση του πλοίου με την έννοια του εφοπλισμού υπάρχει και στη σύμβαση χρονοναύλωσης όταν στο ναυλωτή ανήκει η εκμετάλλευση και η ναυτική διεύθυνση αυτού. Στην περίπτωση αυτή ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου, κατ’ άρθρο 106 εδ.β΄ του ΚΙΝΔ. Αντιθέτως, εάν τη ναυτική διαχείριση του πλοίου διατηρεί ο εκναυλωτής, αυτός εξακολουθεί να είναι πλοιοκτήτης και να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πλοιοκτήτης ευθύνεται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρούνται από τους αντιπροσώπους του μέσα στα πλαίσια της εκμετάλλευσης του πλοίου (ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ Νόμος).

VII. Από τις διατάξεις των άρθρων 211, 212 και 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), εξαιρέσει βεβαίως της περιπτώσεως κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο (ΑΠ 689/2013 ΕΕμπΔ 2013. 946, ΜονΕφΠειρ 63/2013 ΕλλΔνη 2014.181, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009. 13, ΕφΑθ 5237-8/1988 ΕλλΔνη 1989.145). Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βουλήσεως επιχειρείται στο όνομα άλλου είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με τη μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δηλώσεως βουλήσεως, δηλαδή με την προσφυγή σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, κατά τρόπον ώστε η λειτουργία της άμεσης αντιπροσώπευσης να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά, που υφίσταντο κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας ήταν τέτοια, ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποίαν ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενός του (ΜονΕφΠειρ 63/2013 ΕλλΔνη 2014.181, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009. 13, ΕφΑθ 5237-8/1988 ΕλλΔνη 1989.145). Έτσι, η για λογαριασμό άλλου συναπτόμενη δικαιοπραξία παράγει τα αποτελέσματά της αμέσως για τον αντιπροσωπευόμενο και στην περίπτωση, που από τη διατύπωση της δικαιοπραξίας ή από την όλη στάση του αντιπροσώπου δεν αφήνεται αμφιβολία για την ενέργεια αυτή της δήλωσης βούλησης, καθώς και σ’ εκείνη κατά την οποία η άμεση αντιπροσώπευση δεν συνάγεται μεν αμέσως από τη στάση αυτού (αντιπροσώπου), υπάρχουν όμως περιστατικά, γνωστά στον τρίτο κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας, τα οποία καθιστούν προφανή την κατάρτιση αυτής στο όνομα άλλου, όπως είναι και το γεγονός ότι ο αντιπρόσωπος συνδέεται με τον αντιπροσωπευόμενο με διαρκή σχέση (λ.χ. διαχείριση ξένης περιουσίας), δυνάμει της οποίας οφείλει να συνάπτει τη δικαιοπραξία όχι στο δικό του όνομα, αλλά στο όνομα του κυρίου των υποθέσεων, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η καταρτισθείσα δικαιοπραξία ανάγεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και επιχειρήθηκε προφανώς με την ευκαιρία ασκήσεως αυτής. Μόνον αν δεν μπορεί να διαγνωσθεί είτε από τη δήλωση που έγινε, είτε από τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή έγινε, ότι κάποιος ενεργούσε στο όνομα άλλου, τότε, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 212 ΑΚ, που ουσιαστικώς αποτελεί συνέχεια της ρύθμισης της διάταξης του άρθρου 211 παρ.1 ΑΚ, θεωρείται ότι αυτός ενήργησε στο δικό του όνομα και, επομένως, έναντι του άλλου μέρους τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αφορούν αυτόν προσωπικώς, ενδεχομένως δε να ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευομένου κατά τις αρχές της έμμεσης αντιπροσώπευσης (ΕφΑθ 5237-8/1988 ΕλλΔνη 1989.145). Επιπλέον δε, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτιστεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του δεν το δεσμεύει. Αν η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου ανατεθεί σε τρίτο μη εταίρο, ο τελευταίος δεν ενεργεί ως καταστατικό όργανο αυτού, αλλά ενδεχομένως ως αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος αυτού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 216επ. και 713επ. ΑΚ. Από τον συνδυασμό των τελευταίων πιο πάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 229 και 238 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι σύμβαση που έχει καταρτισθεί με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν νόμιμα το νομικό πρόσωπο ή που δεν έχουν αντιπροσωπευτική εξουσία, στερείται κύρους και δεν το δεσμεύει, εκτός αν αυτό ενέκρινε τη σύμβαση, κατά την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 229 ΑΚ,που ορίζει ότι αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητα του, το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου. Η έγκριση, αναγόμενη στο χρόνο της δικαιοπραξίας, αναπληρώνει την έλλειψη της εξουσίας αντιπροσώπευσης, γίνεται δε με μονομερή δήλωση απευθυντέα στο άλλο μέρος (άρθρα 236 και 238 ΑΚ) υποβαλλόμενη στον τύπο που προβλέπεται για τη σύμβαση που αφορά αυτή και δυνάμενη, εφόσον για τη σύμβαση αυτή δεν απαιτείται η τήρηση τύπου, να παρασχεθεί και με σιωπηρή δήλωση βούλησης, συναγόμενη από πράξεις του εγκρίνοντος ή περιστάσεις που καθιστούν αναντίρρητη τη βούληση της έγκρισης (ΑΠ 2064/2014 Αρμ 2015. 1524). Όμως, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής που στρέφεται κατά νομικού προσώπου, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης αναληφθείσας από αυτό αλλά και σε ένσταση ή αντένσταση, με τις οποίες γίνεται επίκληση τέτοιας σύμβασης για τη θεμελίωση του περιεχόμενου σ’ αυτές αυτοτελούς ισχυρισμού, δεν απαιτείται να αναφέρονται και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν το νομικό πρόσωπο ή ενήργησαν ως αντιπρόσωποι αυτού, κατά τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και τα στοιχεία της νόμιμης εκπροσώπησής του, διότι το στοιχείο αυτό δεν ανάγεται στη νομιμοποίηση, αλλά έχει σχέση με την ύπαρξη συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης. Αν όμως αμφισβητείται η σύναψη της σύμβασης ή το κύρος της λόγω έλλειψης νόμιμης εκπροσώπησης του νομικού προσώπου, ο επικαλούμενος τη σύμβαση, πρέπει να καθορίσει με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ή αν πρόκειται για ένσταση ή αντένσταση, με την προσθήκη των προτάσεων, το πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, εκπροσώπησε το νομικό πρόσωπο ή ήταν αντιπρόσωπός του, και δήλωσε κατά τον νόμιμο τούτο τρόπο τη σχετική βούλησή του, το δε δικαστήριο να προσδιορίσει στην απόφασή του το φυσικό πρόσωπο από το οποίο εκπροσωπήθηκε το νομικό πρόσωπο, καθώς και τον τρόπο κατά τον οποίο απέκτησε την εξουσία εκπροσώπησης ή αντιπροσώπευσης, ώστε να καταστεί εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω διατάξεων (ΑΠ 1342/2017, ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1150/2014, ΑΠ 2064/2014 ΤΝΠ Nόμος). Περαιτέρω, πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού, μετά τον (φορέα της) πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα όσο και σ’ αυτούς που επιβαίνουν στο πλοίο. Ειδικότερα, ο πλοίαρχος, μεταξύ άλλων, είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, οι οποίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84, 105 ΚΙΝΔ). Οι αρμοδιότητες δε του πλοιάρχου αφορούν, εκτός των άλλων, τη νόμιμη εκπροσώπηση του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, σύμφωνα με την οποία οι τελευταίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84, 105 ΚΙΝΔ). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται σε: α) δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου, σε ότι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών κλπ και β) δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, διότι κατά κανόνα συνάπτει δικαιοπραξίες ως άμεσος αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, με βάση τη γενική από το νόμο ή την ειδική από τον πλοιοκτήτη εξουσιοδότηση (ΕφΠειρ. 951/2006 ΕΝΔ 2007.26, ΕφΠειρ 199/2003 ΕΝΔ 2003. 272). Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 39, 49 και 84 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι στον πλοίαρχο, εκτός των καθηκόντων που απορρέουν από τη σύμβαση ναυτολογήσεως, είναι ανατεθειμένα από τον νόμο και διαχειριστικά καθήκοντα, όπως η σύναψη δικαιοπραξιών που δεσμεύουν τον πλοιοκτήτη, η κατάρτιση των συμβάσεων ναυτολογήσεως των μελών του πληρώματος κ.α. Η εκ μέρους του νομοθέτη ανάθεση των καθηκόντων αυτών είναι σύμφωνη προς τη θέση του πλοιάρχου, που έχει ιδιαιτέρως εμπιστευτικό χαρακτήρα όχι μόνον ως εκμισθωτή εργασίας, αλλά και ως εντολοδόχου του πλοιοκτήτη. Ο πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού μετά τον (φορέα της) πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα όσο και σε αυτούς που επιβαίνουν στο πλοίο. Οι γενικές γραμμές των εξουσιών του πλοιάρχου ορίζονται στο άρθρο 104 ΚΔΝΔ, κατά το οποίο αυτός έχει τη διοίκηση του πλοίου, ασκεί εξουσία επί του πληρώματος και των επιβαινόντων, κατά τον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, λαμβάνει κάθε μέτρο μέσα στο πλοίο, στα πλαίσια πάντοτε του κανονισμού και του νόμου, για την τήρηση της τάξης, της πειθαρχίας, της υγιεινής και της ασφάλειας του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου. Εξάλλου, όσον αφορά τις εξουσίες του πρώτου μηχανικού ως μέλους του πληρώματος ενός πλοίου, στο άρθρο 66 του Β.Δ. 683/1960 ορίζεται ότι «1. Ο Α΄ Μηχανικός είναι ο αξιωματικός προϊστάμενος Υπηρεσίας Μηχανής και του προσωπικού αυτής. 2. Τελεί υπό τας αμέσους διαταγάς και τον έλεγχο του Πλοιάρχου ή του νόμιμου αναπληρωτή του και είναι υπεύθυνος και υπόλογος έναντι αυτών εν τη ασκήσει των καθηκόντων του» και στο άρθρο 73 του ίδιου Β.Δ. ορίζεται ότι «1. Ο Α΄ Μηχανικός οφείλει εν όρμω να λαμβάνει άπαντα τα ενδεδειγμένα μέτρα δια την καλή συντήρησιν και καθαριότητα των λεβήτων εσωτερικώς και εξωτερικώς, ιδίως όταν το πλοίον πρόκειται να παραμείνει επί πολύ εις τον λιμένα, ούτως ώστε να αποφεύγηται η οξείδωσις αυτών. 2. Μεριμνά όπως τα ύδατα του κύτους είναι τελείως εξηντλημένα και οι κρουνοί και τα επιστόμια είναι τελείως κλειστά. 3. Λαμβάνει άπαντα τα ενδεδειγμένα μέτρα προς εξουδετέρωσιν παντός κινδύνου εξ αυτομάτου αναφλέξεως και πυρκαϊάς εν γένει εις τα διαμερίσματα της δικαιοδοσίας του. 4. Ελέγχει καθ’ εκάστην εσπέραν την κατάστασιν υλικών κινήσεως και συντηρήσεως της μηχανής και ενεργεί τα σχετικάς καταχωρήσεις εις το ημερολόγιον. 5. Εποπτεύει και διευθύνει την παραλαβήν καυσίμου ύλης του πλοίου, βοηθούμενος υπό Αξιωματικού καταστρώματος οριζομένου υπό του Πλοιάρχου λαμβάνων παν πρόσφορον μέτρον προς αποτροπή οιουδήποτε κινδύνου. 6. Ο Α΄ Μηχανικός είναι προσωπικώς υπεύθυνος δια την διατήρησιν φυλακής εν όρμω.».

VIII. Από τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι, παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί ακόμη και σιωπηρά, είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά ανάληψής του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει.Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται, έναντι του δανειστή, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (ΑΚ 481), δικαιουμένου του δανειστή να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής μία μόνο φορά, κατ’ επιλογή του, είτε από τον τρίτο που αναδέχθηκε το χρέος του οφειλέτη, με βάση τη σύμβαση αναδοχής, είτε από τον οφειλέτη με βάση τη μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έννομη σχέση (ΑΠ 230/2014, ΑΠ 880/2012, ΑΠ 306/2009 ΤΝΠ Νόμος).

ΙΧ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη, από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδ.β’ του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας). Κατά κανόνα, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (ΑΚ 361). Αυτή η αιτιώδης αναγνώριση δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε όμως παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι καταρχήν αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (ΑΚ 280) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα (λ.χ. ΑΚ 272 παρ.2 εδ.β’, 437, 156). Αν, όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά θέλησαν την ίδρυση νέας, από την οποία να πηγάζει νέα ενοχή, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, απαιτείται έγγραφος τύπος (ΑΚ 873, 361 –  ΑΠ 654/2014, ΑΠ 1501/2006, ΑΠ 1438/2006, ΑΠ 1432/2005 ΤΝΠ Νόμος). Ο έγγραφος τύπος που απαιτείται για τη σύναψη ετεροβαρούς συμβάσεως κατά το άρθρο 873 ΑΚ είναι συστατικός, όπως και η πληρεξουσιότητα που δίδει κάποιος (αντιπροσωπευόμενος) σε τρίτο (αντιπρόσωπο) για να συνάψει την επ’ ονόματί του σύμβαση, άλλως η μονομερής δικαιοπραξία είναι άκυρη ως μη γενόμενη κατά τα άρθρα 159 και 180 ΑΚ οπότε η επ’ ονόματι του αντιπροσωπευόμενου σύναψη της ως άνω συμβάσεως δεν παράγει ως προς αυτόν κανένα έννομο αποτέλεσμα.

Χ. Κατά το άρθρο 10 του ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επί μέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του,η επωνυμία,η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής ως έδρα του νομικού προσώπου, από την οποία νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 461/1978 ΝοΒ 27.271, ΕφΠειρ 811/2013, 376/2013 ΤΝΠ Νόμος) και προσδιορίζεται μεταξύ άλλων η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου κατ’ άρθρο 3 παρ.1 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999, ΕφΠειρ 85/2014 ΤΝΠ Νόμος), νοείται η πραγματική έδρα, ο τόπος δηλαδή στον οποίο ασκείται πράγματι η διοίκηση του προσώπου, όπου είναι εγκαταστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, ο τόπος, στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υπόστασής του και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις, και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται απλώς ως έδρα στο καταστατικό του (ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999, ΟλΑΠ 461/1978 ΤΝΠ Νόμος). Αν διαπιστωθεί ότι η πραγματική έδρα της εταιρείας, που φέρεται ως αλλοδαπή, βρίσκεται στην Ελλάδα και δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ίδρυσης (σύστασης και δημοσιότητας) που επιτάσσει το ελληνικό δίκαιο για το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρεία είναι άκυρη και θεωρείται ως «εν τοις πράγμασι» μόνον εταιρεία (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 335/2001 και ΑΠ 261/2001, ΕΝΔ 29.193 και 202 αντίστοιχα, με σημείωση Γ.Θεοχαρίδη κάτω από την ΑΠ 335/2001, ΕφΠειρ 85/2014, ΕφΠειρ 701/2013 ΤΝΠ Νόμος). Διάφορη εκδοχή θα καθιστούσε συνδετικό στοιχείο, για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, τη θέληση (επιλογή) των ενδιαφερομένων. Η λύση αυτή, ενώ υιοθετείται προκειμένου περί συμβατικών ενοχών (ΑΚ 25), δεν αρμόζει προκειμένου να κριθεί η σύσταση και λειτουργία του νομικού προσώπου. Τούτο γιατί αυτό αποτελεί υποκείμενο δικαίου, δηλαδή ενεργεί όχι μόνο μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, όπως η συμβατική ενοχή, αλλά έναντι όλων, ώστε η σύσταση, τα όργανα και η εν γένει δράση του ενδιαφέρουν τους τρίτους και τις συναλλαγές, όπως είναι τους μετόχους της εταιρίας, αλλά και τους δανειστές αυτές και ενδεχομένως τον έλεγχο της εταιρίας από το κράτος της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου. Επιπλέον, το συνδετικό στοιχείο της θέλησης των ιδρυτών (καταστατική έδρα) θα κατέληγε στον παραμερισμό, στην εγχώρια έννομη τάξη, κανόνων δημοσίας τάξεως που είναι αντίθετο στη θεμελιώδη αρχή του άρθρου 3 ΑΚ. Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 10 ΑΚ κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται με το άρθρο 1 του Ν.791/1978 για τις ναυτιλιακές εταιρείες (ΑΠ 201/2014 ΕφΠειρ 40/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕφΠειρ 277/2005 ΤΝΠ Νόμος), σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρείες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήταν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων (με εξαίρεση αυτές που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες σκαφών αναψυχής) υπό ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν.27/1975 ή των Α.Ν.89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, τα της λειτουργίας τους, τις εσωτερικές τους σχέσεις, τη λύση και εκκαθάρισή τους από το δίκαιο της καταστατικής τους έδρας κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 10 ΑΚ και 786 ΚΠολΔ, ήτοι της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό τους η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους (ΕφΑθ 117/1982 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, βλ. σχετ. Α.Τούση, Γεν.Αρχαί, έκδ.β΄, παρ.13, σελ.145, σημ.Β.Γεωργιάδη-Σταθοπούλου ΑΚ, άρθρο 10, παρ.IV). Το ίδιο ισχύει και ως προς τις αλλοδαπές εταιρείες πλοιοκτήτριες με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν.27/1975 (που έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 28 του Ν.814/1978, τροποποιηθεί με το άρθρο 75 παρ.5 του Ν.1892/1990 και αντικατασταθεί εκ νέου με το άρθρο 4 του Ν.2234/1994, βλ. ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 201/2014, ΑΠ 186/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Η άδεια δε εγκαταστάσεως των εταιρειών αυτών στην Ελλάδα χορηγείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά το άρθρο 25 του πιο πάνω νόμου, όπως τροποποιηθείς ισχύει, από της δημοσιεύσεως δε αυτής και μόνο επέρχονται οι έννομες συνέπειές της (ΑΠ 803/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Ο όρος «ικανότητα δικαίου» στον Ν.791/1978 χρησιμοποιείται με τη στενότερη έννοια της κτήσης δικαιωμάτων και ανάληψης υποχρεώσεων. Η ικανότητα αυτή δεν καλύπτει όλες τις ειδικές ικανότητες για τη δημιουργία ορισμένων έννομων σχέσεων, όπως π.χ. η πτωχευτική ικανότητα (ΕφΠειρ 12/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Δηλαδή ο Ν.791/1978 δεν ασχολείται με δικονομικά θέματα, αλλά η πιο πάνω θεσμοθέτησή του έγινε χάρη της διαφυλάξεως του κύρους των ως άνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών για να μη μετασχηματιστούν αυτές σε εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες εταιρείες, λόγω μη τηρήσεως των υπό του ελληνικού νόμου προβλεπομένων διατυπώσεων συστάσεως και απόκτησης ικανότητας δικαίου αυτών (ΟλΑΠ 2/2003 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 803/2010, ΕφΠειρ 85/2014 ΤΝΠ Νόμος). Τούτο ένεκα των εντελώς περιορισμένων σκοπών του νομοθέτη τότε, ο οποίος απέβλεψε στο να αρθούν αυθεντικά αμφισβητήσεις για τη νομιμότητα αλλοδαπών ανώνυμων εταιρειών, ελληνικών συμφερόντων, από τις οποίες για λόγους οικονομικότερης εκμετάλλευσης γινόταν και γίνεται, σε πολύ μεγάλη έκταση, η άσκηση της ναυτιλίας του ελληνικού γένους (ΕφΑθ 438/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης).

XΙ. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποιο στοιχείο θεμελιωτικό της τοπικής αρμοδιότητάς τους, κατά τις διατάξεις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών των άρθρων 22 έως 40 ΚΠολΔ (ΑΠ 803/2000 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 108/1988 ΕλλΔνη 1988.1392, ΕφΑθ 6359/2003 ΕλλΔνη 2004.1466, ΕφΑθ 6073/2002 ΕλλΔνη 2003.211). Προκειμένου δε να κριθεί αν υπάρχει η διεθνής αυτή δικαιοδοσία, στο μεν δικονομικό πεδίο εφαρμόζεται αποκλειστικά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, στο οποίο και παραπέμπει το άρθρο 3 ΚΠολΔ, ενώ στο ουσιαστικό πεδίο είναι εφαρμοστέο το δίκαιο (ημεδαπό ή αλλοδαπό), που υποδεικνύεται από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (ΕφΑθ 4467/2010 ΕΠολΔ 2011.358, ΕφΘεσ 351/2009 ΕφΑΔ 2009.970, ΕφΠειρ 77/1985 ΕΝΔ 13.445). Τέτοια αρμοδιότητα υφίσταται, κατά τα άρθρα 25 παρ.2 και 33 ΚΠολΔ, εκτός άλλων περιπτώσεων (π.χ. της κατ’ άρθρο 22 ΚΠολΔ γενικής δωσιδικίας του εναγόμενου στα δικαστήρια του τόπου κατοικίας του), προκειμένου περί νομικών προσώπων τα οποία έχουν την έδρα τους στην περιφέρεια αυτού ή, αναφορικώς με δικαιώματα που πηγάζουν από σύμβαση, του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος καταρτίσεώς της ή όπου εκπληρώθηκε η παροχή (ΕφΠειρ 381/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 3965/1999 ΔΕΕ 1999.72). Κατά την έννοια της τελευταίας εκ των ανωτέρω διάταξης (ΚΠολΔ 33), στην προκείμενη δωσιδικία υπάγονται κατά κύριο λόγο διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξιών εν ζωή, ήτοι αστικών ή εμπορικών συμβάσεων, αλλά και μονομερών δικαιοπραξιών, καθώς και όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές, κατά συνέπεια δε, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να δικάσουν αγωγή κατά αλλοδαπού, που κατοικεί στο εξωτερικό, με βάση τη δωσιδικία αυτή. Τόπος δε κατάρτισης της παροχής προς θεμελίωση της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου νοείται ο κατά το ουσιαστικό δίκαιο τέτοιος τόπος, δηλαδή, κατά σειρά, εκείνος που προκύπτει ρητά ή σιωπηρά από τη σύμβαση, αλλιώς εκείνος που συνάγεται από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης, αλλιώς εκείνος που καθορίζεται από τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 320-322 ΑΚ. Έτσι, αν πρόκειται για χρηματική αξίωση από σύμβαση, ο τόπος εκπλήρωσης της υποχρέωσης του οφειλέτη-εναγόμενου, με βάση την οποία προσδιορίζεται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου, αν δεν προκύπτει από τη σύμβαση ρητά ή σιωπηρά ή από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης, είναι εκείνος όπου έχει την κατοικία του ο δανειστής ή την έδρα του, αν είναι νομικό πρόσωπο, κατά τον χρόνο της καταβολής, εφόσον η απαίτηση προέρχεται από την άσκηση επαγγέλματος του δανειστή (ΑΠ 786/2000 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2371/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 579/2000 ΕλλΔνη 2010.810, ΠολΠρΠειρ 1558/2016 όπου και λοιπές νομολογιακές και θεωρητικές παραπομπές Β. Βαθρακοκοίλη, άρθρο 33, τόμος α΄, αριθ.7, σελ.31). Αντίθετα, επί αγωγικής απαίτησης που στηρίζεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (904επ. ΑΚ), για τον καθορισμό του κατά τόπον αρμοδίου προς εκδίκαση δικαστηρίου, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 33 ΚΠολΔ, διότι αυτή καθιδρύει συντρέχουσα αρμοδιότητα του δικαστηρίου του τόπου της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας ή της εκπληρώσεως της παροχής ειδικώς και μόνο για τις διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή και όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτήν, καθώς επίσης και για τις διαφορές προς καταβολή αρνητικού διαφέροντος, ως και για αποζημίωση ένεκα πταίσματος κατά τις διαπραγματεύσεις και όχι και για τις διαφορές από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, οι οποίες, λόγω της ειδικότητας της διατάξεως του άρθρου 33 ΚΠολΔ και της επιβαλλομένης από αυτήν αυστηρώς περιοριστικής διατυπώσεως της καθόσον αφορά τις διαφορές που υπάγονται στη συντρέχουσα δωσιδικία της δικαιοπραξίας, αποκλείονται από τον περιοριστικό κατάλογο των διαφορών που υπάγονται στη συντρέχουσα δωσιδικία της δικαιοπραξίας και όταν ακόμη τελούν σε συνάρτηση προς προϋπάρξασα σύμβαση, αφού το επίδικο δικαίωμα δεν πηγάζει από τη δικαιοπραξία, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 33 ΚΠολΔ, αλλά από τον νόμο (βλ. Δεληκωστοπούλου-Σινανιώτη, ΕρμΚΠολΔ κάτω από το άρθρο 33, Οικονομοπούλου, Εγχ. Πολ. Δικ., σελ.186, Μπέη, Πολ. Δικ., τ.Α’ κάτω από το άρθρο 33, σελ.227, Σταυρόπουλου, Συμπλ.Ερμ.ΚΠολΔ/1971 κάτω από το άρθρο 33, σημ.5, σελ.28 – contra: Μητσόπουλου, Πολ.Δικ., τ.Α’, σελ.59). Συνεπώς, για τον καθορισμό του κατά τόπο αρμοδίου δικαστηρίου της επίδικης διαφοράς από απαίτηση αχρεωστήτου, δεν λαμβάνεται υπόψη ο τόπος κατάρτισης ή εκπλήρωσης της αιτουμένης παροχής, αλλά έχει εφαρμογή η γενική περί της κατά τόπον αρμοδιότητας διάταξη του άρθρου 22 ΚΠολΔ, η οποία καθορίζει τη γενική κατά τόπο αρμοδιότητα από την κατοικία του εναγομένου (ΕφΘεσ 174/1971 Αρμ 25.495),προκειμένου δε περί νομικών προσώπων, από την έδρα αυτών κατ’ άρθρο 25 ΚΠολΔ. Πάντως, υπάρχει και η άποψη ότι επί αγωγικής απαίτησης που στηρίζεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τον καθορισμό του κατά τόπο αρμόδιου προς εκδίκαση δικαστηρίου εφαρμόζεται ερμηνευτικώς η διάταξη του άρθρου 33 ΚΠολΔ, μόνο, όμως, εφόσον συναρτάται προς προϋπάρχουσα σύμβαση, όπως επί αγωγής για απόδοση του τιμήματος που είχε καταβληθεί δυνάμει άκυρης συμβάσεως (βλ. Νίκα σε Κεραμέεως/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι (2000), 33 αριθ.1, Μαργαρίτης, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2012, 33 αριθ.10, ΕφΑθ 1781/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 77/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004.200 – contra ΕφΘεσ 2402/1996 Αρμ 1997.98). Συνεπώς, εάν η απαίτηση αχρεωστήτου δεν τελεί σε συνάρτηση με προϋπάρξασα σύμβαση, για τον καθορισμό του κατά τόπο αρμοδίου δικαστηρίου της επίδικης διαφοράς θα έχει εφαρμογή η γενική περί της κατά τόπο αρμοδιότητας διάταξη του άρθρου 22 ΚΠολΔ, η οποία καθορίζει τη γενική κατά τόπο αρμοδιότητα από την κατοικία του εναγομένου, προκειμένου δε περί νομικών προσώπων, από την έδρα αυτών κατ’ άρθρο 25 ΚΠολΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 36 ΚΠολΔ, διαφορές από διαχείριση που έγινε χωρίς δικαστική εντολή μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έγινε η διαχείριση. Έτσι, αν η διαχείριση δεν έχει διεξαχθεί με δικαστική εντολή, τότε, ανεξάρτητα από την αιτία της (εντολή, διοίκηση αλλότριων κλπ.), υπάγεται στην συντρέχουσα δωσιδικία του τόπου διεξαγωγής της διαχειρίσεως ή στη γενική νόμιμη δωσιδικία του τόπου κατοικίας του εναγομένου (άρθρο 22 ΚΠολΔ). Η δε δωσιδικία της διαχειρίσεως εξακολουθεί να υπάρχει και μετά, ή μάλλον κυρίως μετά, το πέρας της διαχειρίσεως (βλ. Κ.Μπέη, Πολ. Δικονομία, άρθρο 473, σελ.1773 και άρθρο 36, σελ.238). Ως τόπος δε διεξαγωγής της διαχειρίσεως είναι εκείνος όπου έλαβαν χώρα οι πράξεις του διαχειριστή, ανεξάρτητα του πού ευρίσκεται η διαχειριζόμενη περιουσία ή του πού θα έπρεπε να είχε γίνει η διαχείριση (βλ. Σταυρόπουλο, Πολ.Δικ., άρθρο 36, παρ.5, σελ.102).

ΧΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 ΑΚ και των άρθρων 2, 3 παρ.1, 4 παρ.1 και 5 της συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 και η οποία κυρώθηκε με τον Ν.1792/1988 και άρχισε να ισχύει στην Ελλάδα από 1-4-1991, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25 ΑΚ, 3 και 4 παρ. 1 περ. α΄ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ο οποίος αντικατέστησε την από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης και, με βάση τη διάταξη του άρθρου 28, ισχύει από την 17.12.2009, συνάγεται ότι η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της συμβάσεως ή τα δεδομένα της υποθέσεως. Στο μέτρο που δεν έχει επιλεγεί το εφαρμοστέο δίκαιο από τα συμβαλλόμενα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα. Εξάλλου, για να έχουν εφαρμογή όσα παραπάνω εκτίθενται αναφορικά με την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό του απαιτήσεις, όταν η εισαγόμενη στο δικαστήριο υπόθεση περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας, θα πρέπει κατ’ επιταγή συγκεκριμένου κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου να είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο. Για εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 106 εδ.β΄ ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού αυτή δεν αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνα άμεσης εφαρμογής, ενόψει του ότι δεν υπάρχει στο πλαίσιο αυτό κανένα συμφέρον ή κάποιος άλλος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιο χαρακτήρα. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που να ρυθμίζει το θέμα. Ενόψει των ανωτέρω και σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις αξιώσεις τρίτων που απορρέουν από τον εφοπλισμό του ή την εκμετάλλευση αυτού στα πλαίσια χρονοναυλώσεως από τρίτους θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Η ευθύνη αυτή αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εξωσυμβατική ενοχή και ειδικότερα ενοχή της οποίας το στήριγμα αναζητείται ευθέως στον νόμο. Ο πραγματοπαγής χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί καθόλου τον ενοχικό χαρακτήρα της υποχρεώσεως αυτής. Ο κύριος του πλοίου έχει δική του αυτοτελή ενοχή της οποίας απλώς το περιεχόμενο προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως. Συνακόλουθα, για την προαναφερθείσα υποχρέωση του κυρίου, το εφαρμοστέο δίκαιο, πρέπει να εξευρίσκεται και στην περίπτωση της εν λόγω εξωσυμβατικής ενοχής, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδ.β’ ΑΚ και του άρθρου 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), με έναρξη εφαρμογής την 17η.12.2009, δηλαδή να εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα, για τον ίδιο λόγο που αυτό συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών (βλ. σχετ. Γ.Μαριδάκη, Ιδιωτικόν Διεθνές Δίκαιο, παρ.35, σελ.50, ΕφΠειρ 366/1998 ΕΝΔ 26, 420, ΕφΑθ 14059/1988 ΝοΒ 38.458, ΕφΑθ 10142/1981 ΝοΒ 30.679). Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκόμενων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών, αλλά και η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας (ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005.375). Το δίκαιο αυτό είναι, επίσης, εφαρμοστέο και προκειμένου να κριθεί αν το πλοίο είναι υπέγγυο για τα χρέη που συνήψε προς τρίτο ο εφοπλιστής ή ο εξομοιούμενος προς τον εφοπλιστή ναυλωτής (ΕφΠειρ 897/2004 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝΔ 2013.193). Πάντως, ελλείψει επιλογής, το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση πώλησης αγαθών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του. Στο ζήτημα αν ο αντιπρόσωπος δεσμεύει έναντι των τρίτων τον αντιπροσωπευόμενο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ως άνω αναφερόμενου Κανονισμού, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ.2 περ.ζ΄ αυτού. Το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται, σύμφωνα με τη γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ Νόμος).

ΧΙΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 αρ. 4 και 216 παρ.1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αγωγή, πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων, σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς ώστε να είναι δυνατή στον εναγόμενο η απάντηση σε αυτή και στο δικαστήριο η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των περιστατικών. Εξάλλου, κατά το άρθρο 904 παρ.1 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Περαιτέρω, όλες οι απαιτήσεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ανεξάρτητα από την ειδικότερη μορφή τους και ανεξάρτητα αν πηγάζουν από παροχή ή μη, θεμελιώνονται σε τρία στοιχεία: α) σε περιουσιακή μετακίνηση από μια περιουσία σε άλλη, β) σε συγκεκριμένη αιτία για την οποία έγινε η μετακίνηση αυτή και γ) σε ανυπαρξία ή ελάττωμα της αιτίας αυτής που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη. Τα δύο πρώτα από τα στοιχεία αυτά είναι κοινά σε κάθε αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το τρίτο παραλλάσσεται ανάλογα με τη μορφή της απαίτησης. Σε κάθε περίπτωση, ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και τα τρία αυτά στοιχεία και, σε περίπτωση αμφισβήτησής τους, πρέπει και να τα αποδείξει (ΑΠ 673/1999 ΕλλΔνη 41.436, ΕφΑθ 9770/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6057/1999 ΕλλΔνη 40.1622, ΕφΑΘ 3552/1998 ΝοΒ 47.65). Έτσι, γίνεται δεκτό ότι εκείνος που έδωσε την παροχή σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης, ναι μεν δικαιούται να αναζητήσει από το λήπτη, που έγινε πλουσιότερος από την περιουσία του αδικαιολόγητα, αυτό που έδωσε, πλην όμως, πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει, κατά τα άρθρα 216 παρ.1, 335 και 338 παρ.1 ΚΠολΔ, τη δόση ορισμένης παροχής, τη συγκεκριμένη αιτία της παροχής και τον λόγο, για τον οποίο δεν είναι νόμιμη η αιτία (ΟλΑΠ 2/1987 ΝοΒ 36.69). Ο εναγόμενος ανταποδεικτικά (άρθρο 345 ΚΠολΔ) μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη της αιτίας της οφειλής (ΑΠ 749/2008, ΑΠ 1440/2000 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Παρέπεται ότι αν ο πλουτισμός προήλθε εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης, πρέπει για το ορισμένο της σχετικής αγωγής να αναφέρονται σ’ αυτήν τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της εν λόγω σύμβασης (ΟλΑΠ 22/2003 ΧρΙΔ 4.177, ΑΠ 1802/2001 ΕλλΔνη 43.1421, ΑΠ 712/2001 ΕλλΔνη 43.762). Ειδικότερα, ναι μεν πρέπει στην αγωγή, με την οποία ο ενάγων αναζητεί ευθέως από τον εναγόμενο τον πλουτισμό, που αυτός αποκόμισε εξ αιτίας της ακυρότητας της μεταξύ τους σύμβασης, να αναφέρονται στο δικόγραφό της, για να είναι αυτή κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ ορισμένη, τα περιστατικά που καθιστούν άκυρη τη σύμβαση και αδικαιολόγητη επομένως την αντίστοιχη ωφέλεια του εναγομένου, όμως αν η σχετική από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αγωγική βάση σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης της κύριας αγωγικής βάσης από τη σύμβαση των διαδίκων, αρκεί για την πληρότητα της επικουρικής βάσης η επίκληση της ακυρότητας απλώς της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται κατά τα λοιπά να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη στη σύμβαση κύρια αγωγική βάση απορριφθεί εξ αιτίας της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, οπότε όμως ο λόγος αυτός, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, θα έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο της δίκης, ώστε να πληρούται ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ που απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 766/2014, ΑΠ 120/2014, ΑΠ 680/2011, ΑΠ 1693/2007, ΑΠ 1542/2007 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η νόμιμη αιτία του πλουτισμού δε συμπίπτει αναγκαία με την αιτία των δικαιοπραξιών, αλλά έχει την έννοια του γεγονότος που παρέχει κάθε φορά τη σύμφωνη με την έννομη τάξη δικαιολογία για την οριστική διατήρηση του πλουτισμού από τον λήπτη. Κατά την άποψη που επικρατεί ιδίως στη νομολογία, για να υπάρξει αξίωση απόδοσης του πλουτισμού, κατ’ άρθρο 904 ΑΚ απαιτείται, εκτός των άλλων προϋποθέσεων που αναφέρθηκαν παραπάνω, και αμεσότητα της περιουσιακής μετακίνησης, δηλαδή άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής ή της ζημίας του ενάγοντος και του πλουτισμού του εναγόμενου, με την έννοια ότι ο εναγόμενος λήπτης πρέπει να αποκόμισε τον πλουτισμό αμέσως από την περιουσία του ενάγοντος χωρίς την παρεμβολή της περιουσίας τρίτου προσώπου που ενεργεί για δικό του λογαριασμό και δυνάμει αυθύπαρκτης δικαιοπραξίας. Επομένως, για την ύπαρξη αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού, κατά την έννοια του άρθρου 904 Α.Κ, θα πρέπει ο πλουτισμός να επέλθει απευθείας από την περιουσία του βλαβέντος χωρίς παρεμβολή τρίτου προσώπου που να ενεργεί για δικό του λογαριασμό (ΑΠ 829/2003 ΕλλΔνη 45.169, ΑΠ 1613/1999 ΕλλΔνη 2000.440, ΑΠ 403/1991 ΕλλΔνη 1992.78). Με βάση την άνω αρχή της αμεσότητας, όπως εφαρμόσθηκε από τα δικαστήρια, έχει γίνει δεκτό ότι δεν υπάρχει παρεμβολή της περιουσίας τρίτου προσώπου που να ενεργεί για δικό του λογαριασμό και δεν διασπάται γι’ αυτό η αμεσότητα της περιουσιακής μετακίνησης στις περιπτώσεις που το τρίτο πρόσωπο ενεργεί ως άμεσος ή έμμεσος αντιπρόσωπος του δότη ή του λήπτη του πλουτισμού, αλλά και όταν ο πλουτισμός και η ζημία προκλήθηκαν από «ενιαίο» γεγονός, δηλαδή όταν το ίδιο περιστατικό επέφερε πλουτισμό στη μία πλευρά και ζημία στην άλλη (ΕφΠειρ 136/1998 ΕΕμπΔ 1998, 801). Τέτοια περίπτωση υπάρχει όταν, διά της καταβολής προς τρίτο πρόσωπο, επήλθε εξόφληση οφειλής, ενώ ο δότης της παροχής δεν είχε υποχρέωση να καταβάλει προς τον οφειλέτη του τρίτου. Αξίωση έτσι κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό προς αναζήτηση της παροχής που καταβλήθηκε στο πλαίσιο σύμβασης μπορεί να ασκηθεί μόνον αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο, όπως στην περίπτωση λύσης της σύμβασης λόγω υπαναχώρησης ή πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης ή κατά το άρθρο 388 ΑΚ, και πρέπει τα σχετικά περιστατικά, που συνεπάγονται το ανίσχυρο ή την ανατροπή της σύμβασης και συνιστούν τη βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να τα επικαλείται ο ενάγων με την αγωγή του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, σύμφωνα με το άρθρο 216ΚΠολΔ,αλλιώς η αγωγή είναι αόριστη κι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 390/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης).

XIV. Τέλος, η διεξαγωγή της δίκης μεταξύ των φορέων της επίδικης έννομης σχέσης επιβάλλεται με κριτήριο τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Για τη νομιμοποίηση αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή αν αυτός είναι αναληθής (ΕφΠειρ 525/2015 ΤΝΠ Νόμος). Αυτό συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει ότι «δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον» και επομένως, ένδικη προστασία παρέχεται υπέρ ή κατά εκείνων μόνον των προσώπων, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος αποτελούν τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως ή μετέχουν κατά το ουσιαστικό δίκαιο σ’ αυτήν. Έτσι, αν στην αίτηση δικαστικής προστασίας δεν εκτίθενται στοιχεία ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως, πράγμα που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, τότε αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, πλην όμως, στην περίπτωση που εκτίθενται και δεν αποδεικνύονται τα θεμελιωτικά της νομιμοποιήσεως περιστατικά, η αίτηση δικαστικής προστασίας απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη (ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 1979.1427, ΕφΠειρ 267/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕφΑθ 8107/2001 ΕλλΔνη 2003.225, ΕφΠειρ 151/2000 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση δε που ο αντίδικος του ενάγοντος «αρνείται» είτε γενικά είτε ειδικά και αιτιολογημένα τη νομιμοποίηση, δεν μπορεί να γίνει λόγος για «ένσταση ελλείψεως ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως» (ΑΠ 1318/2007 ΝοΒ 2008.175, ΑΠ 1308/2004 ΧρΙΔ 2005.235, ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 1999.339, ΕφΠειρ 267/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1854/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, ΕφΑθ 5685/1999 ΕλλΔνη 2000.528),αλλά για αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής του ενάγοντος (ΕφΛαρ 609/2002 Δικογραφία 2003.84), ο οποίος και φέρει προς τούτο το βάρος απόδειξής της (ΕφΠειρ 525/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 8107/2001 ΕλλΔνη 2003.225).

                 Με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον τομέα της εμπορίας (αγοράς, πώλησης και παράδοσης) ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων, ως εγκεκριμένη διεθνώς προμηθευτής καυσίμων, η δε εναγόμενη εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … πλοίου με το όνομα “…”, νηολογίου … …, με αριθμό ΙΜΟ …, κοχ 53074, κκχ 28469, δδσ 9ΗΑ3472, ότι, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης δραστηριότητάς της, δυνάμει σύμβασης πώλησης που κατήρτισε η ίδια στις 16-10-2014 με την εδρεύουσα στην … εταιρεία με την επωνυμία «…», που ενεργούσε ως άμεση εξουσιοδοτημένη αντιπρόσωπος και διαμεσολαβήτρια της εναγόμενης, δυνάμει σιωπηρής εξουσιοδότησης συναγομένης από τις περιστάσεις, ανέλαβε τον εφοδιασμό του ως άνω πλοίου με τις αναφερόμενες στο δικόγραφο ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων, έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος, ότι, σε εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσής της από την ανωτέρω σύμβαση πώλησης, προέβη την 20-10-2014 στην παράδοση στο προαναφερθέν πλοίο, ενόσω αυτό βρισκόταν στον λιμένα των Αγίων Θεοδώρων Κορινθίας, χρησιμοποιώντας η εναγομένη την εταιρεία με την επωνυμία «…», ως άμεση αντιπρόσωπο για τη συγκεκριμένη πετρελαίευση σε συνδυασμό με την εταιρεία με την επωνυμία «….» που ενήργησε ως ναυτικός πράκτορας του πλοίου της-άμεσος αντιπρόσωπός της δίδοντας τις αναγκαίες οδηγίες για τον ανεφοδιασμό του, 398,803 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου ΙFO 380 CST, καθώς επίσης και 128,936 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου Marine Gasoil 0,1 %, έναντι συνολικού ποσού τιμήματος 286.391,90 δολαρίων ΗΠΑ ή 223.342,35 ευρώ (με τρέχουσα ισοτιμία κατά την ημέρα έκδοσης του τιμολογίου ευρώ-δολαρίου ΗΠΑ 1 δολάριο ΗΠΑ προς 1,28 ευρώ), ήτοι 188.593,94 δολαρίων ΗΠΑ και 97.797,96 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι 472,90 δολάρια ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο και 758,50 δολάρια ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, αντιστοίχως, εκδίδοντας την 23-10-2014 το υπ’ αριθ…/23-10-2014 τιμολόγιο και τα σχετικά υπ’ αριθ. …/20-10-2014 και υπ’ αριθ. …/20-10-2014 δελτία αποστολής, το οποίο ποσό ήταν πληρωτέο τη 10-11-2014, με υπόχρεους προς καταβολή του τον πλοίαρχο αι/ή την πλοιοκτήτρια εταιρεία / και/ ή την ναυλώτρια και / ή τους διαχειριστές του πλοίου και/ ή την εταιρεία «…», συνομολογήθηκε δε περαιτέρω ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης του συμφωνηθέντος κατά τα ανωτέρω αντιτίμου των πωληθέντων αυτών καυσίμων, που παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από τον πλοίαρχο του ως άνω πλοίου τη εναγομένης, ο οποίος και υπέγραψε τα σχετικά δελτία αποστολής, θα χρεώνονταν τόκοι υπολογιζόμενοι με επιτόκιο 2% μηνιαίως, άλλως και επικουρικώς με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, αρχομένης της τοκοφορίας και στις δύο περιπτώσεις από την ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή η ως άνω οφειλή (11-11-2014) μέχρι την ημερομηνία ολοσχερούς εξοφλήσεως. Ότι το τιμολόγιο αυτό παραμένει μέχρι σήμερα ανεξόφλητο παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας προς την εναγομένη, ενώ και η εταιρεία «…» έκλεισε τα γραφεία που διατηρούσε στον Π……. και «έχει εξαφανιστεί». Ότι η εναγομένη που εκπροσωπήθηκε διά των ως άνω αντιπροσώπων της εταιρειών στην επίδικη σύμβαση αγοραπωλησίας καυσίμων ευθύνεται έναντι της ενάγουσας διότι: α) έχει την κυριότητα και κατοχή του εφοδιασθέντος πλοίου (και μέχρι της αξίας αυτού) και β) ευθύνεται έναντι των τρίτων δανειστών του πλοίου για τις πράξεις των αντιπροσώπων της, όπως την προμήθεια των επίδικων καυσίμων, τα οποία παρέλαβε αδιαμαρτύρητα ο πλοίαρχος του πλοίου όπως προκύπτει από τη σφραγίδα το πλοίου και την υπογραφή του στα ως άνω δελτία αποστολής. Ότι η εναγομένη κατά τον ΓΟΣ όρο 8α  της σύμβασης πώλησης ευθύνεται έναντι της ενάγουσας αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την εταιρεία με την επωνυμία «…», για την εξόφληση του ως άνω τιμήματος της πώλησης των καυσίμων, πλέον τόκων και εξόδων, βάσει το ανωτέρω τιμολογίου, που εκδόθηκε π’ ονόματι και της πλοιοκτήτριας του εν λόγω πλοίου. Ότι επικουρικώς η εναγομένη πλοιοκτήτρια ενέχεται ως αγοράστρια στην καταβολή του τιμήματος πώλησης των παραδοθέντων στο πλοίο ιδιοκτησίας της καυσίμων, καθόσον κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη κατά το ποσό της αξίας τους, αφού τα παρέλαβε, τα ανάλωσε, πλην όμως, ουδέποτε κατέβαλε το οφειλόμενο τίμημα στην ενάγουσα πωλήτρια αυτών. Με βάση το ιστορικό αυτό και παραιτούμενη από την από 23-7-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 8448/2015 και ΑΚΔ 4638/2015 αγωγή της, η ενάγουσα ζητεί, μετά από παραδεκτό περιορισμό-τροπή του καταψηφιστικού αρχικού αιτήματος της αγωγής του σε αναγνωριστικό έντοκο, στο σύνολό του, με τις προτάσεις που κατέθεσε και με σχετική προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δίκης (άρθρα 223 εδ.β΄, 295 παρ.1 εδ.β΄, 297 ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης, με τις προαναφερόμενες ιδιότητές της, σε καθεμία περίπτωση, και με την αντίστοιχη νόμιμη αιτία, ως κυρίας του επίδικου πλοίου λόγω της πραγματοπαγούς ευθύνης της μέχρι την αξία αυτού, άλλως ως αντιπροσωπευόμενης άμεσα αγοράστριας των επίδικων καυσίμων που εφοδιάστηκε το πλοίο της, άλλως με βάση της διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να της καταβάλει για τις αναφερόμενες στο ιστορικό της αγωγής, ως άνω, αιτίες, το ισάξιο σε ευρώ με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων που θα ισχύει κατά τον χρόνο πληρωμής του, συνολικό ποσό τιμήματος των 286.391,90 δολαρίων ΗΠΑ, νομιμοτόκως δε με βάση τον συμφωνηθέντα τόκο ποσοστού 2% μηνιαίως, άλλως και όλως επικουρικώς με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, αρχομένης της τοκοφορίας και στις δύο περιπτώσεις από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία το επίδικο υπ’αριθ…./23-10-2014 τιμολόγιο κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητό, ήτοι την 11-11-2014, ως δήλης ημέρας πληρωμής, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη σε πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας για την παρούσα δίκη.

Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά, προκειμένου να κριθεί το παραδεκτό της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής πρέπει καταρχήν να διερευνηθεί η βασιμότητα του σχετικού ισχυρισμού της εναγόμενης περί ανυπόστατης, άλλως άκυρης επίδοσης της κρινόμενης αγωγής προς αυτήν, ήτοι ότι η εν λόγω επίδοση μη νομίμως ουδέποτε έλαβε χώρα προς την ίδια, αλλά προς τρίτο νομικό πρόσωπο, την εταιρεία με την επωνυμία «….», η οποία ουδόλως τυγχάνει ούτε ποτέ υπήρξε (δεν ορίστηκε κατά την προβλεπόμενη στον νόμο διαδικασία) διαχειρίστρια αυτής εταιρεία αναφορικά με το πλοίο της με το όνομα “…”. Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη με τις προτάσεις ισχυρίζεται ότι υπέστη δικονομική βλάβη λόγω μη επίδοσης σ’ αυτήν της κρινόμενης αγωγής, με συνέπεια μην έχοντας λάβει γνώση της αγωγής εγκαίρως, να μην έχει εύλογο χρόνο προετοιμασίας της άμυνάς της. Η ενάγουσα μετά τον ισχυρισμό αυτό της αντιδίκου της είχε υποχρέωση να αποδείξει την νομότυπη επίδοση της αγωγής της στην εναγομένη, και συγκεκριμένα την ιδιότητα της παραλήπτριας εταιρείας με την επωνυμία «…» ως διαχειρίστριας εταιρείας, ωστόσο, με τις προτάσεις της που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της αγωγής, δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία που να αντικρούουν τον αντίστοιχο ισχυρισμό της εναγομένης, συνομολογώντας επιπλέον, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τη βασιμότητα τούτου, καθόσον δεν απαντά για την αλήθεια ή όχι αυτού (άρθρο 261 ΚΠολΔ) και κατά συνέπεια δεν αποδεικνύεται η νομότυπη επίδοση της κρινόμενης αγωγής προς την ενάγουσα, δοθέντος ότι η ως άνω παραλήπτρια εταιρεία δεν αποδείχθηκε, παρά την ευθεία, ρητή και σαφή αμφισβήτηση και τις κατηγορηματικές αντιρρήσεις της εναγομένης, ότι είναι ή υπήρξε οποτεδήποτε διαχειρίστρια της εναγομένης αναφορικά με το εν λόγω πλοίο, ιδιοκτησίας της. Περαιτέρω, όμως, η επίμαχη παράλειψη δεν προκάλεσε κατ’ αρχήν βλάβη που δεν μπορούσε να επανορθωθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της επίδοσης και της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής, δεδομένου ότι η υπεράσπιση της κρίνεται ότι υπήρξε σε ικανό βαθμό επαρκής, με το να προσκομίσει τον όγκο και την πλειάδα των εγγράφων και των εν γένει αποδεικτικών στοιχείων επί της υπόθεσης, που επικαλείται διά των παριστάμενων πληρεξουσίων δικηγόρων της στις προτάσεις της, καθώς και κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο. Ωστόσο, πέραν των ανωτέρω προσδιορίζει, κατ’ άρθρο 159 αριθ.3 ΚΠολΔ, τη δικονομική της βλάβη από τη μη νόμιμη επίδοση της αγωγής και τη μη κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησής της στη διακοπή της παραγραφής της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας σε βάρος της, ως ουσιαστικής συνέπειας που εξαρτάται από την άσκηση της αγωγής της και δη από την ολοκλήρωση αυτής διά της νόμιμης επίδοσής της προς την εναγομένη. Πράγματι, από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα υπ’ αριθ. …΄/7- 10-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη συζήτησης και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 24-5-2016 επιδόθηκε όχι στην έδρα της εναγόμενης στο εξωτερικό, αλλά στην εταιρεία «…», φερόμενη ως διαχειρίστρια εταιρεία της εναγομένης εταιρείας, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία …ς πλοίου “…”. Ωστόσο, όπως ήδη εκτέθηκε, αποδείχθηκε ότι η ως άνω εταιρεία δεν υπήρξε διαχειρίστριά της εναγομένης. Ειδικότερα δε, από την επισκόπηση όσων επικαλούνται οι διάδικοι σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και όσα συνομολογεί η ενάγουσα (άρθρα 261, 352 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα συνομολογεί στην αγωγή της ότι η εναγομένη είναι αλλοδαπή εταιρεία που εδρεύει στη … και ότι ουδέποτε κοινοποίησε την κρινόμενη αγωγή της στο εξωτερικό στην καταστατική της έδρα στη …, εκθέτοντας μάλιστα αορίστως και αβασίμως εν τέλει ότι εκπροσωπείται νομίμως από τη διαχειρίστρια εταιρεία με την επωνυμία “….”, εδρεύουσα στη …,επί της οδού … και επιπλέον, στην παραγγελία της για επίδοση προς τον δικαστικό επιμελητή αναφέρει επί λέξει : «αρμόδιος δικαστικός επιμελητής εντέλλεται να επιδώσει νόμιμα την παρούσα προς την εδρεύουσα στην … εταιρεία με την επωνυμία “…”, νομίμως εκπροσωπούμενης από τη διαχειρίστρια εταιρεία με την επωνυμία “….”, που εδρεύει στην …, επί της οδού …»., ενώ όπως προκύπτει από την από 7-11-2014 ειδοποίηση θυροκόλλησης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείου Αθηνών … επέδωσε την κρινόμενη αγωγή προς την εταιρεία με την επωνυμία “..…..», που εδρεύει στην …, επί της οδού … ως διαχειρίστρια της εταιρείας “….”, που εδρεύει στη …. Πλην όμως, οι ανωτέρω ισχυρισμοί της ενάγουσας δεν προκύπτει ότι είναι βάσιμοι και η επίδοση στην εταιρεία με την επωνυμία “….” για λογαριασμό της εναγομένης εταιρείας είναι άκυρη, διότι δεν είναι νόμιμη, με βάση τις διατάξεις του ΚΠολΔ και σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, καθόσον όπως προκύπτει από τις ακόλουθες αποδείξεις που προσκομίζονται εκ μέρους της εναγομένης, η εταιρεία με την επωνυμία “….” δεν ήταν ούτε υπήρξε νόμιμη αντιπρόσωπος ούτε διαχειρίστρια της ενάγουσας εταιρείας, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα έγγραφα που προσκομίζονται από την εναγομένη: α) το από 18-5-2018 πιστοποιητικό του Υ.Ε.Ν., με το οποίο βεβαιώνεται ότι η εταιρεία με την επωνυμία “….” δεν είναι ούτε ήταν ποτέ διαχειρίστρια του πλοίου “…” και ως εκ τούτου, δεν ήταν  αντιπρόσωπος, πληρεξουσία και αντίκλητος της ενάγουσας εταιρείας στην Ελλάδα, β) η από 21-5-2018 βεβαίωση του Υ.Ε.Ν. από το οποίο προκύπτει ότι η ενάγουσα εταιρεία είχε διορίσει νομίμως διαχειρίστρια του πλοίου της με το όνομα “…” κατά τα έτη από 2014 έως 2017 την αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “… …”, η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν.89/1967, στη …, επί της …, ήδη από το 1996, όπως προκύπτει από την από 13-2-2018 σχετική βεβαίωση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, ενώ τα ίδια προκύπτουν από τις επίσημες ναυτιλιακές εκδόσεις, όπως ο Ελληνικός  Ναυτιλιακός Οδηγός (Shipping Directory) των ετών 2010 έως και 2018, καθόσον την εταιρεία με την επωνυμία “…” διόρισε διαχειρίστρια του πλοίου της το 2009, όταν αγόρασε το εν λόγω πλοίο και παραμένει διαχειρίστρια του πλοίου της έως και σήμερα, συνακόλουθα και πράκτορας και πληρεξουσία και αντίκλητος σχετικά με τα δικόγραφα, τις εξώδικες δηλώσεις και τις δίκες που αφορούν αυτό, πριν τη σύνταξη και κατάθεση της κρινόμενης αγωγής, και πριν την επίδοσή της στην τρίτη εταιρεία με την επωνυμία «…», γ) τα αποσπάσματα του Ελληνικού Ναυτιλιακού Οδηγού (Greek Shipping Directory) των ετών 2014 και 2015, από τα οποία προκύπτει ότι υπήρχαν δημοσιευμένα στοιχεία ότι διαχειρίστρια του πλοίου με το όνομα  “…” ήταν και μέχρι σήμερα είναι η εταιρεία με την επωνυμία ”… …”, το οποίο ήταν εφικτό και πρόσφορο να ενημερωθεί και λάβει υπόψη η ενάγουσα εταιρεία για να διενεργήσει την επίδοση της αγωγής της σε βάρος της, ενόψει του ότι είναι έμπειρη φυσική παραδότης καυσίμων ναυτιλίας και ασχολείται επί πολλά έτη με την προμήθεια καυσίμων, τα δε στοιχεία αυτά περί διορισμού της εταιρείας “…” ως διαχειρίστριας του πλοίου της εναγομένης είναι γνωστά στο κοινό λόγω της δημοσιεύσεώς τους στο ΥΕΝ επί πολλά έτη, αλλά και σε επίσημα ναυτιλιακά δημοσιευμένα έντυπα, όπως ο Ναυτιλιακός Οδηγός (Shipping Directory), συνεχώς δε από το έτος 2010 έως και το έτος 2018 (βλ. σχετ. πιστοποιητικό ΥΕΝ και έκδοση Ναυτιλιακού Οδηγού (Shipping Directory) των ετών 2010 έως 2018). Η επίδοση της αγωγής έγινε στην εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία όμως ουδέποτε προκύπτει ότι διορίστηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο διαχειρίστρια του πλοίου “…”, ως γενική αντιπρόσωπος ή καθολική εντολοδόχος ή ως αντίκλητος της ενάγουσας στην Ελλάδα. Έτσι η επίδοση της αγωγής στην εταιρεία αυτή δεν επιφέρει κατά νόμο τα δικονομικά αποτελέσματα της επίδοσης προς την εναγομένη ούτε και τα αποτελέσματα που προβλέπονται από το ουσιαστικό δίκαιο ότι επέρχονται με την επίδοση της αγωγής (π.χ. διακοπή παραγραφής, έναρξη τοκοφορίας απαιτήσεως). Δεν προκύπτει έτσι ότι περιήλθε στην εναγομένη στην έδρα της στη … ή σε νόμιμο αντίκλητό της επίσημο αντίγραφο της ένδικης αγωγής με κλήτευση προς αυτήν να παραστεί κατά τη παρούσα συζήτηση αυτής ούτε ότι έλαβε νομίμως γνώση αυτής καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ώστε να προετοιμαστεί εγκαίρως αι πλήρως για τη δίκη, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ περί επίδοσης δικογράφου. Ενόψει δε του ότι λογίζεται εν προκειμένω ότι ουδέποτε επιδόθηκε η αγωγή, ουδέποτε διακόπηκε η ετήσια παραγραφή του άρθρου 289 περ.3 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου, σύμφωνα με το οποίο σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις από τη χορήγηση υλικών ή τροφίμων και από την εκτέλεση εργασιών για τη ναυτολόγηση, επισκευή, εξοπλισμό ή εφοδιασμό του πλοίου. Βάσει δε τούτων ζήτημα παραγραφής ανακύπτει, κατ’ ένσταση της εναγομένης για τις προβαλλόμενες ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας για το τίμημα από τη σύμβαση πώλησης καυσίμων που αφορούν αξιώσεις από τη χορήγηση υλικών ή τροφίμων για τον εφοδιασμό πλοίου, σύμφωνα με το άρθρο 289 ΚΙΝΔ, λόγω της παρόδου της ενιαυσίας παραγραφής από τη γένεσή τους, χωρίς τη διακοπή της παραγραφής, η οποία αρχίζει, κατ’ άρθρο 291 ΚΙΝΔ, μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, ενώ όμοια είναι η αντιμετώπιση και για τις απαιτήσεις εξ αναδοχής χρέους που προβλέπονται από τον ΚΙΝΔ, καθώς δεν νοείται να επιβιώνει η υποχρέωση του αναδεχόμενου χρέους σε περίπτωση παραγραφής της κυρίας απαιτήσεως (ΕφΠειρ 839/2004, ΕφΠειρ 872/2003 ΤΝΠ Νόμος) και ομοίως ισχύει και για την εκ του εφοπλισμού επικουρικά προβαλλόμενη αξίωση. Εν προκειμένω, το τιμολόγιο που εξέδωσε η ενάγουσα με ημερομηνία 23-10-2014 ήταν πληρωτέο στις 10-11-2014, δεδομένου ότι εκθέτει στην αγωγή της ότι «… το τιμολόγιο έπρεπε να πληρωθεί τη 10η Νοεμβρίου 2014, πλην όμως μέχρι σήμερα παραμένει ανεξόφλητο…», κατά συνέπεια η ένδικη αξίωσή της κατέστη ληξιπρόθεσμη και δικαστικώς επιδιώξιμη την 11-11-2014 και η ενιαύσια  παραγραφή που προβλέπεται από το άρθρο 289 περ.3 ΚΙΝΔ άρχισε στις 31-12-2014 (η τελευταία ημέρα του έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και κατέστη δικαστικά επιδιώξιμη) και περατώθηκε στις 31-12-2015, αφού δεν διακόπηκε η ενιαύσια παραγραφή μέχρι την ημερομηνία αυτή, καθόσον δεν  «εγέρθηκε» σύμφωνα με το άρθρο 215 ΚΠολΔ η υπό κρίση αγωγή, επειδή, αν και κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, εντούτοις δεν επιδόθηκε ποτέ στην ενάγουσα ούτε σε νόμιμο αντίκλητό της. Η παραγραφή άρχισε στις 11-11-2014 και συμπληρώθηκε στις 31-12-2015, ήτοι σε χρόνο που η υπό κρίση αγωγή δεν είχε ακόμη ασκηθεί (δεν είχε επιδοθεί στην ενάγουσα), δοθέντος ότι δεν προτάθηκε εκ μέρους της ενάγουσας διακοπή της παραγραφής για κάποιο νόμιμο λόγο ως αντένσταση (ΑΠ 2155/2014 ΤΝΠ Νόμος). Ενόψει δε της άκυρης αυτής επίδοσης ουδέποτε διακόπηκε η εκ των άρθρων 289 παρ.3, 291 Κ.Ι.Ν.Δ. ετήσια παραγραφή που άρχισε μόλις έληξε το έτος στο οποίο συνέπεσε η αφετηρία αυτής, ήτοι την 1-1-2015 και συμπληρώθηκε την 31-12-2015, εφόσον το διακοπτικό γεγονός της διακοπής της παραγραφής με την άσκηση (επίδοση σε έτερο άσχετο νομικό πρόσωπο ως δήθεν διαχειριστή του πλοίου της εναγομένης, γεγονός το οποίο δεν αποδείχθηκε εκ μέρους της ενάγουσας) της υπό κρίση αγωγής, δεν έχει έννομες συνέπειες, διότι πραγματοποιήθηκε κατά μη νομότυπο τρόπο. Εντεύθεν, αφενός μεν τίθεται ζήτημα παραγραφής της ουσιαστικής απαίτηση της ενάγουσας από την επίδικη σύμβαση πώλησης καυσίμων, αφετέρου δε συντρέχει ήδη κατά την παρούσα συζήτηση της υπό κρίση αγωγής  δικονομική βλάβη της εναγομένης από τη μη κήρυξη της ακυρότητας της κλήτευσής της στη δίκη και της εν συνεχεία συζήτησης της αγωγής σε βαρος της, ως απαράδεκτης ενόψει ελλείψεως νομίμου κλητεύσεώς της (άρθρο 271 ΚΠολΔ), αφού διαφορετικά δεν θα θεωρείτο ότι είχε διακοπεί η παραγραφή της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας με την άσκηση της αγωγής (άρθρα 261, 270 ΑΚ, 215 παρ.2, 221 παρ.1 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΠολΠρΠειρ 4180/2010). Εντεύθεν πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αγωγής λόγω ανύπαρκτης, άλλως άκυρης επίδοσης της ένδικης αγωγής, του απαραδέκτου της κλήτευσης αυτής λαμβανομένου αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, αλλά και κατά παραδοχή ως βάσιμης κατ’ ουσίαν της σχετικής ένστασης-ισχυρισμού της εναγομένης. Τα ανωτέρω δεν μεταβάλλονται με την παράσταση της ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την παρούσα συζήτηση παρά το γεγονός ότι δεν έγινε ποτέ επίδοση της αγωγής σε αυτήν, καθόσον η παράσταση της στην παρούσα συζήτηση, έγινε για λόγους προβολής του απαραδέκτου  της συζήτησης της αγωγής σε βάρος της, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, επί σκοπώ μη διακινδύνευσης των περιουσιακών της συμφερόντων, καθόσον σε ενάντια περίπτωση υφίστατο προφανής κίνδυνος εκδόσεως σε βάρος της εναγομένης δικαστικής απόφασης ερήμην της στην παρούσα δίκη, με ό,τι επαχθές συνεπάγεται τούτο για τα συμφέροντά της. Συvεπώς, υπαρχoύσης εv πρoκειμέvω μη voμίμoυ και δη αvυπoστάτoυ επιδόσεως υφίσταται μη voμίμως εγερθείσα αγωγή, δεv επέρχονται όχι μόνον οι ουσιαστικές αλλά ούτε και οι δικονομικές συνέπειες της άσκησής της κατά το νόμο και δεv τίθεται θέμα συζητήσεώς της (ΑΠ 160/1985 ΝoΒ 34. 55, ΕφΠειρ 1641/1987 ΕΝΔ 18.127, ΕφΠειρ 1308/1986 ΕΝΔ 17.177, ΠολΠρΠειρ 626/1994). Μόνον η νόμιμη επίδοση της αγωγής προκαλεί τις συνέπειες που προβλέπει το ουσιαστικό δίκαιο (ΕφΑθ 3136/1969 ΝοΒ 18.444), τέτοιες είναι δε μεταξύ άλλων η διακοπή της παραγραφής, αλλά και η έναρξη της τοκοδοσίας, από την επέλευση των οποίων επέρχεται ή μη η δικονομική βλάβη σε βάρος του διαδίκου (εν προκειμένω της εναγομένης), κατ’ άρθρ 159 αριθ.3 ΚΠολΔ. Λόγω της ως άνω μη νόμιμης επίδοσης της αγωγής είναι μη νόμιμο και το παρεπόμενο αίτημα της επιδίκασης νομίμων τόκων από την επίδοση της αγωγής, αφού τέτοια επίδοση ουδέποτε έλαβε χώρα. Συνεπεία τούτων εκτιμάται ότι η εναγομένη θα υποστεί δικονομική βλάβη σε περίπτωση που θεωρηθεί έγκυρη και νόμιμη η ως άνω επίδοση της κρινόμενης αγωγής σε βάρος της, αντί να κηρυχθεί απαράδεκτη η παρούσα συζήτησή της, ένεκα των παραπάνω αναφερομένων συνεπειών, καθόσον πέραν του ζητήματος της παραγραφής των επίδικων απαιτήσεων της ενάγουσας και της έναρξης της τοκοφορίας σε βάρος της εναγομένης, με αυτό τον τρόπο επέρχεται στην πράξη σύντμηση και των δικονομικών προθεσμιών σε βάρος της εναγομένης, κατά τον ΚΠολΔ. Η δε δικονομική βλάβη που θα επέλθει σε βάρος της δεν μπορεί να επανορθωθεί παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας και του απαραδέκτου της συζητήσεως της κρινόμενης αγωγής εναντίον της λόγω ελλείψεως νομίμου κλητεύσεως της εναγομένης, αφού διαφορετικά θα θεωρείτο εσφαλμένως ότι είχε διακοπεί η παραγραφή της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής σε βάρος της εναγομένης (άρθρα 261, 270 ΑΚ, 215 παρ.1, 221 παρ.1 ΚΠολΔ), (βλ. σχετ. και ad hoc υπ’ αριθ. 4180/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά / Τμήμα Ναυτικών Διαφορών – Τακτική Διαδικασία, ΕφΑθ 3115/2002 ΔΕΕ 2002.1011, Α.Παπαγιάννη «Το δίκαιο των επιδόσεων στην πολιτική δίκη» σελ.339). Υπό την ως άνω παραδοχή, πρέπει ενόψει και των συνεπειών του ανυπόστατου των διαδικαστικών πράξεων, η ύπαρξη νόμιμης ή μη ύπαρξη επίδοσης ως αναγκαίος όρος του υποστατού ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και εφόσον διαπιστώνεται το ανυπόστατο λόγω μη έγκυρης επίδοσης, όπως εν προκειμένω, το Δικαστήριο οφείλει να απέχει από την εκδίκαση της υπόθεσης και να κηρύξει απαράδεκτη την παρούσα συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, δεδομένου ότι η παράσταση τoυ μη voμίμως κλητευθέvτoς διαδίκoυ κι αv ακόμη καλύπτει τη μη vόμιμη κλήτευση κατά τη συζήτηση, δεv καλύπτει όμως και τη μη vόμιμη έγερση της αγωγής, κατά την πάγια νομολογία των δικαστηρίων, καθόσον συντρέχει δικονομική βλάβη της εναγομένης από τη μη κήρυξη της ακυρότητας της κλήτευσής της και της εν συνεχεία συζήτησής της αγωγής (άρθρο 271 ΚΠολΔ), αυτεπαγγέλτως κρινόμενου τούτου, αλλά και κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος-ισχυρισμού της εναγομένης, όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης (βλ. σχετ. και υπ’ αριθ. 617/2019 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά-Τμήμα Ναυτικών Διαφορών-Τακτική).

Ανεξαρτήτως δε των προδιαλαμβανομένων, που δεν μεταβάλλουν το αποτέλεσμα της απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, όπως διαλαμβάνεται ανωτέρω στο σκεπτικό και στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, πρέπει να επισημανθούν και τα ακόλουθα: Σε κάθε περίπτωση, η κρινόμενη αγωγή,  για το αντικείμενο της οποίας ένεκα του αναγνωριστικού της πλέον χαρακτήρα δεν θα απαιτείτο η καταβολή δικαστικού ενσήμου, με την οποία εισάγεται προς διάγνωση διαφορά που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, ένεκα και της έδρας της ενάγουσας εταιρείας (… …ς) και του υπό σημαία …ς ένδικου εφοδιασθέντος με τα πωληθέντα καύσιμα πλοίου, ενώ η επίδικη σύμβαση έχει συναφθεί και η παράδοση των πωληθέντων καυσίμων έλαβε χώρα στην Ελλάδα (λιμένας Αγίων Θεοδώρων Κορινθίας) με φερόμενη αγοράστρια αυτών εταιρεία και πλοιοκτήτρια την εναγομένη, εδρεύουσα στην Ελλάδα (Πειραιάς, …), παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 25 παρ.2, 33 ΚΠολΔ, 167, 189, 192 ΑΚ (βλ. και ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΑθ 3679/2010 ΔΕΕ 2012. 373), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ.1 περ.α΄- 2, 3 Α και Β περ.γ΄, ε΄, ι΄, ια΄, ιβ΄, ιγ΄ του Ν.2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της ένδικης διαφοράς, και έχει διεθνή δικαιοδοσία σε κάθε περίπτωση καθόσον, οι εμπλεκόμενες και διάδικοι εταιρείες έχουν την έδρα τους σε κράτη μέλη της Ε.Ε. και συνακόλουθα, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους (άρθρα 3 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ, 1 παρ.1, 4 παρ.1, 62 παρ.1, 63 παρ.1, 66, 80, 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος, με βάση τη διάταξη του άρθρου 66 παρ.1, εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται κατά ή μετά την 10.1.2015, ενόψει δε του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή πώληση ναυτιλιακών καυσίμων σε πλοίο τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου και εφαρμόζεται εν προκειμένω το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ.1, 3, 4 παρ.2-4, 19 παρ.1, 28, 29 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου διά το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («Ρώμη Ι»), ως το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος που οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης, έχει τη συνήθη διαμονή του, σε κάθε δε περίπτωση ως το δίκαιο της χώρας με την οποία η επικαλούμενη σύμβαση συνδέεται στενότερα, από το σύνολο των περιστάσεων, σύμφωνα με τις προδιαλαμβανόμενες ως άνω περιστάσεις, άλλωστε, είναι σαφές και ουδεμία αντίρρηση υπάρχει ούτε εκ μέρους της παριστάμενης στη δίκη αυτή εναγομένης (σιωπηρός μετασυμβατικός καθορισμός, βλ. και ΕφΠειρ 269/2008 ΔΕΕ 2008.982, ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 30.19) ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο (άρθρα 3 παρ.1, 4 και 42 παρ.2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 26 παρ.1 του Κανονισμού 1215/2012, βλ. σχετ. Νίκα/Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 26 παρ.10), ως το πλέον αρμόζον από τις ειδικές συνθήκες της κρινόμενης υπόθεσης, βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής, εφόσον σε κάθε περίπτωση από το σύνολο των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, με βάση τα εκτιθέμενα στην κρινόμενη αγωγή, προκύπτει ότι συνδέεται (προδήλως) στενότερα με την ελληνική έννομη τάξη, για τους προδιαλαμβανόμενους λόγους. Ειδικότερα δε, αναφορικά με την πρώτη αντικειμενικά σωρευόμενη κύρια βάση της αγωγική βάση (ΚΠολΔ 218 παρ.1), με την οποία η ενάγουσα επιχειρεί να θεμελιώσει την αξίωσή της στην πραγματοπαγή ευθύνη της εναγομένης εταιρείας, ως κυρίας του εφοδιασθέντος με τα επίδικα πωληθέντα καύσιμα πλοίο, κρινόμενη με βάση τα προβλεπόμενα στο εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο ως το δίκαιο του τόπου όπου καταρτίστηκε και εκπληρώθηκε η επίδικη σύμβαση πώλησης τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις σχετικές αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, διότι η ευθύνη αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη απαίτησης από τον εφοπλισμό (άρθρο 106 ΚΙΝΔ), στοιχείο που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση, καθώς, κατά τα εκτιθέμενα σε αυτή (αγωγή), η εναγομένη τυγχάνει πλοιοκτήτρια του αναφερόμενου πλοίου, εκμεταλλευόμενη αυτό για τον εαυτό της και όχι κυρία αυτού (ΜονΕφΠειρ 391/2018 αδημ. στον νομικό τύπο). Περαιτέρω δε, απορριπτέα είναι, κατά τον βάσιμο σχετικό ισχυρισμό της εναγόμενης, η επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2 παρ.1, 3, 10 παρ.1, 31 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), ως το δίκαιο (ελληνικό), που διέπει κατά τα ανωτέρω την ένδικη συμβατική σχέση, καθόσον ο αδικαιολόγητος πλουτισμός εμφανίζει στενό σύνδεσμο με την υφιστάμενη μεταξύ των μερών σχέση που απορρέει από τη διεπόμενη -κατά τα ανωτέρω- από το ελληνικό δίκαιο σύμβαση πώλησης, προεχόντως ως αόριστη, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ακυρότητα ή ανατροπή των αποτελεσμάτων της συναφθείσας επίδικης σύμβασης πώλησης, από την οποία απορρέουν οι αγωγικές αξιώσεις (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44.1261, ΑΠ 1682/2014 ΤΝΠ Νόμος ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 45.475), σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα στη σχετική νομική σκέψη της απόφασης, σε κάθε δε περίπτωση ως νόμω αβάσιμη, διότι λόγω της επιβοηθητικής φύσης της ασκείται μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις άσκησης της αγωγής από τη σύμβαση ή αδικοπραξία, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, ενώ επιπλέον, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή η εναγομένη ως λήπτρια δεν αποκόμισε τον πλουτισμό αμέσως από την περιουσία της ενάγουσας, αλλά με την παρεμβολή της περιουσίας τρίτων προσώπων-μη διαδίκων, δηλαδή της εταιρείας με την επωνυμία “… …”, που ενήργησε για δικό της λογαριασμό και δυνάμει αυθύπαρκτων δικαιοπραξιών πώλησης. Τέλος, αναφορικά δε με το ζήτημα της αντιπροσώπευσης της εναγόμενης κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης, ως προς το οποίο δεν εφαρμόζεται ο παραπάνω αναφερόμενος Κανονισμός, κατά ρητή πρόβλεψή του με το άρθρο 1 παρ.2 περ.ζ΄, εφαρμοστέο δίκαιο είναι, επίσης, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία οι αντιπρόσωποι της εναγόμενης επιχείρησαν τη δικαιοπραξία, σύμφωνα με την έκτη νομική σκέψη που προηγήθηκε (πρβλ. ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα της αντιπροσώπευσης της εναγόμενης εταιρείας κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης και της δέσμευσής της απ’ αυτήν έναντι της ενάγουσας, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, δεδομένου ότι το εν λόγω ζήτημα αποκλείεται ρητά από το πεδίο εφαρμογής τόσο του ανωτέρω Κανονισμού 593/2008 (άρθρο 1 παρ.2 περ.ζ΄ του Κανονισμού) όσο και της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-6-1980 (άρθρο 1 παρ.2 περ.στ΄ της Διεθνούς Σύμβασης). Σύμφωνα δε με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, τα θέματα της δεσμεύσεως του αντιπροσωπευόμενου και της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία, που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος, ως αντιπρόσωπος αυτού, ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1187/2000 ΕλλΔνη 2001. 1317, 1350). Επομένως, εφαρμοστέο εν προκειμένω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας στην οποία επιχείρησε η αντιπρόσωπος της εναγομένης την εν λόγω δικαιοπραξία για την οποία της δόθηκε κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς η πληρεξουσιότητα (βλ. τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα περί του τόπου κατάρτισης της ένδικης σύμβασης). Με βάση λοιπόν το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, η κρινόμενη αγωγή ως προς την κύρια εκ της συμβάσεως βάση της δια αντιπροσώπου καταρτισθείσας (άμεση αντιπροσώπευση κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή) είναι αόριστη, διότι δεν εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της στοιχεία, κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ.4 και 216 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 211επ. και 61, 65, 67, 68, 70 ΑΚ και τους προαναφερόμενους στις αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης κανόνες δικαίου, ήτοι συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η σχέση αντιπροσώπευσης μεταξύ της εταιρείας και της εναγομένης πλοιοκτήτριας εταιρείας ως αντιπροσωπευομένης και πραγματικής αντισυμβαλλομένης-αγοράστριας στην επίδικη σύμβαση αγοραπωλησίας καυσίμων για το επίδικο εφοδιασθέν πλοίο “…”.  H αγωγή, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, η οποία είναι ερευνητέα με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, τυγχάνει αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, κατά τρόπο, ώστε να καθίσταται αδύνατη τόσο η προσήκουσα άμυνα των εναγομένων, όσο και η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, αλλά και η αποδεικτική έρευνα και υπαγωγή των επίδικων πραγματικών περιστατικών στον προσήκοντα εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, καθόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται ορισμένα ότι η αντισυμβαλλόμενη με αυτήν, ως αντιπρόσωπος της εναγομένης, είχε επιχειρήσει τη σύμβαση στο όνομα εκείνης και είχε καταστήσει ρητά γνωστό στην ενάγουσα ότι η εκ της συμβάσεως ενέργεια θα παραχθεί όχι για τον εαυτό της, αλλά για την αντιπροσωπευόμενη εναγομένη ή ότι τούτο δεν είχε μεν δηλωθεί ρητά σ’ αυτήν (ενάγουσα) από την αντισυμβαλλόμενη αντιπρόσωπο, αλλά συναγόταν οπωσδήποτε από τις περιστάσεις, τις οποίες επίσης δεν επικαλείται ούτε προσδιορίζει η ενάγουσα με ορισμένο, σαφή και ειδικό τρόπο, προκειμένου να ανταποκρίνεται το αγωγικό δικόγραφο στις απαιτήσεις και τους όρους του άρθρου 216 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις ως άνω διατάξεις (ΕφΑθ 4361/1985 ΕλλΔνη 27.114, ΠολΠρΘεσ 2689/1988), χωρίς να αρκεί απλή αναφορά του νομικού προσώπου στα συμφέροντα ή τις υποθέσεις του οποίου αφορά η επίδικη δικαιοπραξία (σύμβαση πώλησης καυσίμων στο πλοίο της εναγομένης) δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι ο δικαιοπρακτών αντιπρόσωπος ενεργεί ως αντιπρόσωπος άλλου και δη της εναγομένης. Στην ένδικη υπόθεση, η ενάγουσα, προκειμένου να θεμελιώσει την παθητική νομιμοποίηση της εναγομένης εταιρείας, επικαλείται αοριστολογικά και γενικόλογα στο δικόγραφο της  αγωγής της ότι εκπρόσωποι της εταιρείας με την επωνυμία “…”, τους οποίους δεν κατονομάζει συγκεκριμένα, συμβλήθηκαν μαζί της για την κατάρτιση σύμβασης πώλησης καυσίμων, ενεργώντας ως σιωπηρά εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι της εναγόμενης εταιρείας και περαιτέρω ότι και η εταιρεία με την επωνυμία «….» ως ναυτικός πράκτορας του επίδικου πλοίου με όνομα «…», ενεργώντας και αυτή ως άμεσος αντιπρόσωπος της εναγομένης έδωσε τις αναγκαίες οδηγίες για την πετρελαίευση του ως άνω πλοίου, χωρίς όμως στο δικόγραφο της αγωγής να αναφέρεται αν η ενεργήσασα ως αντιπρόσωπος της εναγομένης εταιρείας αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “…” επιχείρησε τη σύμβαση στο όνομα της εναγομένης ούτε αν είχε καταστήσει γνωστό στην ενάγουσα ότι η ενέργεια της συμβάσεως θα παραχθεί όχι στο όνομα της ίδιας, αλλά στο όνομά της εναγομένης εταιρείας, οπότε η αγωγή πάσχει από αοριστία, καθόσον έτσι δεν επικαλείται καν τα απαιτούμενα για τη νομική  θεμελίωση της παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης εταιρείας ως αντισυμβαλλόμενης της ενάγουσας πωλήτριας των επίδικων καυσίμων ναυτιλίας. Έτσι όμως είναι ασαφής όπως εκτίθεται στην αγωγή ο μεταξύ τους απευθείας συμβατικός δεσμός, τον οποίο αρνείται άλλωστε η εναγομένη εταιρεία, ενώ, περαιτέρω, χωρίς να αναφέρει η ενάγουσα άλλα περιστατικά, τα οποία είναι ουσιώδη για το ορισμένο της παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης εταιρείας ως αγοράστριας, με βάση τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ και τους κρίσιμους κανόνες δικαίου που διέπουν τη συγκεκριμένη κύρα νομική βάση της αγωγής με βάση το εφαρμοστέο εν προκειμένω ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, όπως οι έννοιες αυτές προσδιορίζονται στις οικείες αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας. Προς επίρρωση δε της αμφισβήτησης και της ασάφειας επισκοπείται το έγγραφο επιβεβαίωσης παραγγελίας αγοράς των καυσίμων (purchase order confirmation) της 16-10-2014 που απέστειλε στην ενάγουσα η φερόμενη ως ενεργούσα άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης εταιρεία με την επωνυμία “…”, βάσει του οποίου δήλωσε ρητά προς την ενάγουσα ότι η αγορά των καυσίμων γίνεται για λογαριασμό (account) της ίδιας της εταιρείας “…”, η οποία δεν εκτίθεται στην αγωγή ορισμένα ότι δήλωσε στη συμβληθείσα με αυτήν ενάγουσα ότι ενεργεί στο όνομα της εναγομένης εταιρείας, ότι ενεργεί για δικό της λογαριασμό, ήτοι ως αγοράστρια των καυσίμων, συνακόλουθα, δεν προκύπτει από τα εκτιθέμενα στην αγωγή με ορισμένο, σαφή και ειδικό τρόπο ότι η ενάγουσα δεν συνήψε την επικαλούμενη σύμβαση αγοραπωλησίας καυσίμων με την εταιρεία “…” και μόνο με την ιδιότητα της αγοράστριας και ότι δεν συμφώνησε μαζί της και μόνο τους όρους της σύμβασης πωλήσεως που διείπαν τη μεταξύ τους έννομη σχέση. Άλλωστε, η ενάγουσα δεν επικαλείται εξουσιοδότηση ή πληρεξουσιότητα ή εντολή που δόθηκε από την εναγομένη στην εταιρεία “…” να την  αντιπροσωπεύσει σε κατάρτιση σύμβασης αγοράς καυσίμων με την ενάγουσα, η δε σύμβαση μεταξύ των εταιρειών “…” και ενάγουσας πωλήτριας αποτελούσε χωριστή σύμβαση αγοράς καυσίμων με τίμημα, όρους και ανταλλαγή εγγράφων, τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με το τίμημα και τους όρους της σύμβασης αγοραπωλησίας καυσίμων, που η εναγομένη εταιρεία συμφώνησε να αγοράσει από την εταιρεία “…” αποδεχόμενη την από 14-10-2014 επιβεβαίωση παραγγελίας πώλησης (sales order confirmation), αφού στην πραγματικότητα καταρτίστηκαν δύο διαδοχικές συμβάσεις, οι οποίες ήταν μεταξύ τους αυτοτελείς, από διαφορετικούς αντισυμβαλλόμενους (διαφορετικό αγοραστή και διαφορετικό πωλητή) η καθεμία, ήτοι η παράδοση των καυσίμων στην πώληση μεταξύ “… ….” και πλοιοκτήτριας έγινε από την εταιρεία «….» με βάση την ΑΚ 317, στη δε πώληση μεταξύ της εταιρείας  «….» και της εταιρείας “… …ς” έγινε προς την πλοιοκτήτρια με βάση την ΑΚ 417, ενώ και με βάση τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, δεν εκτίθεται στην αγωγή ορισμένα ως άνω ότι η μνημονευόμενη από την ενάγουσα ναυτική πράκτορας εταιρεία με την επωνυμία «…» είχε εξουσία αντιπροσώπευσης της εναγομένης εταιρείας σχετικά με την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης πωλήσεως καυσίμων στο πλοίο της εναγομένης. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και ενόψει του ότι δεν εκτίθεται ορισμένα στην αγωγή ότι κατά τη σύναψη της επικαλούμενης σύμβασης πώλησης μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας με την επωνυμία «…», η τελευταία ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης εταιρείας ως άμεση αντιπρόσωπός της ούτε συνάγεται κατ’ αντικειμενική κρίση από τις περιστάσεις που υφίσταντο κατά την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων ότι η δήλωση βούλησης της εταιρείας «…» έγινε στο όνομα της εναγομένης ως πραγματικής συμβαλλομένης αγοράστριας, ενώ επίσης δεν εκτίθεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο έγκριση ή αποδοχή των όρων της προεκτιθέμενης σύμβασης εκ μέρους της εναγομένης εταιρείας ως αγοράστριας μέσω της εταιρείας «…» ως αντιπροσώπου της, πρέπει η αγωγή, σύμφωνα και με τα μνημονευόμενα στη διαλαμβανόμενη στην αρχή της παρούσας νομική σκέψη, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της ως προς τη συγκεκριμένη αντικειμενικώς σωρευόμενη κύρια νομική βάση της. Τα ανωτέρω στοιχεία δεν εκτίθενται ορισμένα, ειδικά και με σαφήνεια στην αγωγή, πλην όμως είναι αναγκαία για το ορισμένο αυτής, όπως ο νόμος απαιτεί, ειδάλλως είναι δυσχερής η υπαγωγή της περίπτωσης στον νόμο για τη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης του Δικαστηρίου επί των ελεγχόμενων αγωγικών αξιώσεων, ενόψει δε του ότι και η εναγομένη προβάλει σχετική ένσταση και αντίθετους ισχυρισμούς βάλλοντας κατ’ αυτών, ενώ λόγω και της αοριστίας αυτής δυσχεραίνεται να αντιτάξει τους αμυντικούς ισχυρισμούς της προς ανταπόδειξη της αγωγικής βάσης και των αιτημάτων της ενάγουσας καθώς και το Δικαστήριο να τάξει και να ερευνήσει προσηκόντως τα αποδεικτέα ζητήματα. Για το ορισμένο της αγωγής απαιτείτο ορισμένη έκθεση των αναγκαίων πραγματικών περιστατικών κατά τους κανόνες δικαίου που επικαλείται η ενάγουσα για τη στοιχειοθέτηση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των επίδικων αξιώσεών της κατά της εναγομένης, ο δε τρόπος που εκτίθενται στην αγωγή τα αναγκαία κατά νόμο πραγματικά περιστατικά είναι τόσο ελλιπής, ώστε δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους οι επίδικες αξιώσεις, η παράλειψη αυτών, κατά πάγια θέση της νομολογίας, προκαλεί εμφανή αοριστία, ασάφεια και σύγχυση στην ιστορική βάση της αγωγής, που δεν θεραπεύεται ούτε με τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση ούτε με την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και καθιστά την αγωγή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και απορριπτέα αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ελλείψει τήρησης της νόμιμης προδικασίας, ως ζητήματος δημόσιας τάξης (ΑΠ 1255/2010, ΑΠ 682/2010, ΑΠ 314/2009, ΑΠ 1635/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 29/2013 Δικ/φια 2013.83, ΕφΘεσ 246/2013 ΕλλΔνη 2014.144,196, ΕφΠειρ 163/2010 ΠειρΝομ 2010.209, ΕφΑθ 7466/2007 ΕλλΔνη 2008.933, ΠολΠρΑθ 4495/2010). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, με βάση το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, η κρινόμενη αγωγή και ανεξαρτήτως της κήρυξης της παρούσας συζήτησής της ως απαράδεκτης, πρωτίστως δε, σε κάθε περίπτωση, θα απορριπτόταν στο σύνολο της, ως απαράδεκτη, ως αόριστη, άλλως ως μη νόμιμη, αντιστοίχως για τις επιμέρους αγωγικές βάσεις της, ως άνω, με βάση το σκεπτικό της απόφασης, και επειδή δεν εκτίθενται επαρκώς ορισμένα τα αναγκαία δικαιοπαραγωγικά ειδικά νομικά και πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την παθητική νομιμοποίηση της εναγομένης, σχετικά με τη θεμελίωση των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας έναντι αυτής κατά τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1, 63 ΚΠολΔ, κατά παραδοχή ως βάσιμου και του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, που δικονομικά συνιστά άρνηση της αγωγής ως προς διαδικαστική (δικονομική) προϋπόθεση της δίκης, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου περί της συνδρομής της, αλλά και γενομένου δεκτού του ισχυρισμού της εναγομένης (ΑΠ 577/1999 ΕλλΔνη 2000.43), το δε βάρος επίκλησης και απόδειξης αυτής φέρει η ενάγουσα, που δεν ανταποκρίθηκε επαρκώς ορισμένα σε αυτό (ΠολΠρΠειρ 349/2018 και ΠολΠρΠειρ 350/2019 αδημ. στον νομικό τύπο). Τέλος, σχετικά με το παρεπόμενο αίτημα για την επιδίκαση τόκων υπερημερίας με ποσοστό επιτοκίου 2% μηνιαίως, ήτοι (12 μήνες Χ 2% =) 24% ετησίως, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθώς υπερβαίνει το θεμιτό ποσοστό νόμιμου τόκου υπερημερίας (ΑΠ 272/1994 ΝοΒ 1995.57), όπως ορίσθηκε με τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ. κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (άρθρο 3 παρ.2 του Ν.2842/2000) και το οποίο ανερχόταν συγκεκριμένα από 10-9-2014 έως 15-3-2016 σε ποσοστό 7,3% ετησίως και από 16-3-2016 και εντεύθεν σε ποσοστό 7,25% ετησίως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 293, 294 και 345 ΑΚ, 109 ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον, η δε περί ανώτατου θεμιτού ορίου τόκου ως άνω διάταξη είναι δημοσίας τάξεως και κάθε αντικείμενη προς αυτή συμφωνία είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (ΕφΑθ 6029/1999 ΕλλΔνη 1999.1625, βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, άρθρο 294, αριθ.1). Επειδή η απόφαση αυτή περί κήρυξης της παρούσας συζήτησης της κρινόμενης αγωγής απαράδεκτης, προεχόντως και για τους προδιαλαμβανόμενους λόγους, δεν είναι οριστική, δεν επιβάλλονται δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για την παρούσα δίκη (ΚΠολΔ 176επ., 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

           ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

          ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την      -9-2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ